text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 834/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Ι. Σ. του Σ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 31407/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγουσα την ALPHA FHARM A.E., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ασημάκη Φατούρο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1311/2016. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 3 Μαρτίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ρόδου Λ. Μ. και από το υπό ημερομηνία 10-3-2017 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Πρωτοδικείου Πειραιά Γ. Ι., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 1311/30-12-2016 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β' και δ' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ) και να καταδικασθεί αυτός και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-11-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Ι. Σ. του Σ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-11-2016, για αναίρεση της 31407/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2017 Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παρέστη.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
2
Αριθμός 833/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Μ. Σ. του Λ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4112/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Νοεμβρίου 2015 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1284/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Σ. Α., η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 1284/9-12-2015 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στην αρχική συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2016, οπότε και αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, οπότε αναβλήθηκε ξανά η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-11-2015 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως της Μ. Σ. του Λ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-11-2015, για αναίρεση της 4112/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 2017. Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως της αναιρεσείουσας παρά τη νόμιμη κλήτευσή της. Επίδοση σε σύνοικο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Επίδοση
Αναιρέσεως απόρριψη, Επίδοση, Έξοδα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 829/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Γ. Σ. του Η., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Φίλια, 2) Ι. Π. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Τριανταφύλλου, 3) Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., 4) Κ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Εμμανουήλ και 5) Φ. Σ. του Η., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 812,886,939,1127, 1130,1131,1132, 1133,1134/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Β. A., κάτοικο ..., 2) S. A., κάτοικο ..., 3) Α. Ο., κάτοικο .... 4) Ε. Ο., κάτοικο ..., 5) Ε. Ο., κάτοικο ..., 6) Ε. Ρ., κάτοικο ..., 7) Ε. Ρ., κάτοικο ..., 8) Ε. Ο., κάτοικο ..., 9) Μ. Ο., κάτοικος ..., 10) Π. Ρ., κάτοικο ..., 11) Σ. Μ., κάτοικο ..., 12) Τ. A., κάτοικο ... και 13) Χ. χήρα Α. Μ., κάτοικο ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3-3-2016, 7-3-2016, 29-2-2016, 29-2-2016 και 29-2-2016 αιτήσεις τους, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 29 Φεβρουαρίου 2016 αίτηση αναίρεσης του πέμπτου κατηγορουμένου (Φ. Σ. του Η.) και να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης των υπολοίπων τεσσάρων κατηγορουμένων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) η από 3/3/2016 (με αρ.πρωτ. ...8-3-16) αίτηση - δήλωση του Γ. Σ. του Η., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-3-2016, 2) η από 7/3/2016 (με αρ.πρωτ. .../8-3-16) αίτηση - δήλωση του Ι. Π. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-3-2016, 3) η από 29-2-2016 αίτηση του Κ. Σ. του Ν., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016, 4) η από 29-2-2016 αίτηση του Κ. Σ. του Χ., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016 και 5) η από 29-2-2016 αίτηση του Φ. Σ. του Η., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 1134/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται, ενώ κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 19 Απριλίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά Γ. Ι. και από το υπό ημερομηνία 31 Μαρτίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή Εισαγγελίας Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο πέμπτος αναιρεσείων Φ. Σ. του Η. κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...30-3-2016 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και δ’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως του πέμπτου αναιρεσείοντος Φ. Σ. του Η. που δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα αυτόν τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την αναίρεσή του (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). Αντίθετα, οι αιτήσεις αναιρέσεως των λοιπών αναιρεσειόντων που εμφανίστηκαν, πρέπει να συζητηθούν σαν να ήταν παρόντες και οι πολιτικώς ενάγοντες, αφού οι τελευταίοι, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως που βρίσκονται στη δικογραφία, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 264 και 266 του Π.Κ., αν η πράξη του εμπρησμού, δηλαδή η πρόκληση πυρκαγιάς από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση και κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του Π.Κ., όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση των αξιόποινων πράξεων του εμπρησμού από αμέλεια και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, μεταξύ των οποίων υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή, απαιτείται η διαπίστωση, αφ’ ενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, αφ’ ετέρου δε, ότι ο ίδιος, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την ενέργεια ή την παράλειψή του. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όμως, όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση αληθούς κατ’ ιδέαν συρροής εμπρησμού από αμέλεια και ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως (εμπρησμού και ανθρωποκτονίας) απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αξιόποινο αποτέλεσμα (πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο και θάνατος ανθρώπου), η μη αποτροπή του αξιόποινου αποτελέσματος τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 15 του Π.Κ. προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων συνδεόμενων με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας (από σύμβαση ή και σιωπηρά) ή από προηγούμενη πράξη του υπαίτιου που δημιούργησε άμεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, με το Π.Δ. 70/1990 θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Σύμφωνα με το άρθρο 3 εδ. α’ αυτού, ο κύριος του έργου, ο εργολάβος, ο υπεργολάβος και ο παρέχων το χώρο είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω Π.Δ. και σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Π.Δ. 70/1990, ο εργολάβος ή υπεργολάβος τμήματος του έργου έχει για το τμήμα του έργου που ανέλαβε να εκτελέσει, πέραν των γενικών υποχρεώσεων εργοδοτών του άρθρου 32 του Ν. 1568/85 περί "υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων", κατά το οποίο ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, και την υποχρέωση να οργανώνει, επιβλέπει και επιθεωρεί την εκτέλεση της εργασίας σε κάθε φάση, ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας. Τέλος, από το ίδιο ως άνω Π.Δ. και από το Ν. 1568/1985 προβλέπεται στις ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες και τεχνικός ασφαλείας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4, 5 και 6 του ίδιου ως άνω Π.Δ., έχει αρμοδιότητα να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων εργασιών και εάν χρειάζεται να απαιτεί τη σύνταξη μελέτης επί μέρους μέτρων ασφάλειας για τις εργασίες αυτές (παρ. 4). Επίσης, να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου ή στους εργολάβους ή υπεργολάβους τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας κατά περίπτωση και φάση του έργου. Ειδικότερα για τις περιπτώσεις που ορίζονται στα άρθρα 14 παρ. η και 22 του ίδιου Π.Δ. να εκδίδει καθημερινά άδειες εκτέλεσης εργασιών, αφού προηγουμένως προβεί στους απαιτούμενους ελέγχους (παρ. 5). Σε περίπτωση που διαπιστώνει μη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις του, υποδεικνύει τη διακοπή των εργασιών που εγκυμονούν κινδύνους πρόκλησης ατυχήματος, ενημερώνοντας παράλληλα τη Λιμενική Αρχή, η οποία εκδίδει την άδεια εκτέλεσης εργασιών, και την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας (παρ. 6). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ως άνω Ν. 1568/1985, ο τεχνικός ασφάλειας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις του ο τεχνικός ασφάλειας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδοποιείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του Π.Δ 70/1990 και του Ν. 1568/1985 προκύπτει ότι υποχρέωση του τεχνικού ασφαλείας, εκτός από την αναφορά των ελλείψεων, οι οποίες καθιστούν επικίνδυνη για την ασφάλεια των εργαζόμενων τη συνέχιση των εργασιών, είναι να συστήσει στον εργοδότη, που τον προσέλαβε, τη διακοπή των εργασιών που εκτελούνται μέχρι την αποκατάσταση της έλλειψης. Ακόμη, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 71 του Π.Δ. 70/90 "για την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζόμενων σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες", "εργασίες κοπής, συγκόλλησης και γενικά όσες απαιτούν χρήση γυμνής φλόγας εκτελούνται μόνο όπου υπάρχει συνεχής παρακολούθηση για την πρόληψη και αντιμετώπιση τυχόν ανάφλεξης και επιτρέπεται να γίνονται μόνο μετά από εντολή του υπεύθυνου των εργασιών και αφού ενημερωθεί ο Τεχνικός ασφάλειας ......". Περαιτέρω, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 και της παρ. 4β του άρθρου 71 του Π.Δ. 70/1990 προβλέπουν την υποχρέωση της ύπαρξης πλησίον των θέσεων εργασίας ικανού αριθμού κατάλληλων πυροσβεστήρων σε ετοιμότητα και οι διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 70/1990 προβλέπουν ότι στη μελέτη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζόμενων πρέπει να περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων ανάγκης και καθορισμός οδών διαφυγής και εξόδων κινδύνου, αλλά και με τη διάταξη του άρθρο 18 του Ν. 1568/85, στο οποίο ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να καταρτίσει σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, εφόσον απαιτείται από τη θέση, την έκταση και το είδος της εκμετάλλευσης, προβλέπεται ότι είναι αναγκαία, πριν την έναρξη των εργασιών, η εκπόνηση σχεδίου διαφυγής και διάσωσης των εργαζομένων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ενόψει όλων των προαναφερθεισών διατάξεων, στις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, υπάρχει από το νόμο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των εργολάβων, υπεργολάβων και του τεχνικού συμβούλου προς λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας που τείνουν στην παρεμπόδιση του αξιόποινου αποτελέσματος του εμπρησμού κατά τις εργασίες αυτές και του θανάτου ή της σωματικής βλάβης των εργαζομένων στις εργασίες αυτές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, για να έχει η καταδικαστική για εμπρησμό και ανθρωποκτονία από αμέλεια απόφαση την επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει, πέραν των άλλων, να εκτίθεται σ’ αυτή με σαφήνεια: α) ποίο από τα δύο είδη αμέλειας δέχθηκε το δικαστήριο ότι βαρύνει τον υπαίτιο (μη συνειδητή ή ενσυνείδητη) και β) να αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του υπαιτίου και του επελθόντος αποτελέσματος του εμπρησμού και θανάτου. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Η αυτοψία, η οποία κατά το άρθρο 178 περ. β του Κ.Ποιν.Δ. περιλαμβάνεται μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας και διενεργείται κατά τα άρθρα 180 έως 182 του ίδιου Κώδικα και η οποία κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρ. 177 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνον όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα όσα διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, πράγμα που συμβαίνει όταν οι παραδοχές της αποφάσεως του δικαστηρίου είναι σύμφωνες με τα όσα διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία και δεν έρχονται σε αντίφαση με αυτά. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας. Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους (Ολ. Α.Π. 2/2005). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, παραβιάζει την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ.), η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου, που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, προκύπτει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή το έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 939/2015 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ’ είδος στην προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Επειδή από τις ανωμοτί καταθέσεις των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία και συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 18-6-2008, το υγραεριοφόρο πλοίο "..." κατέπλευσε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος Αττικής, προκειμένου να εκτελεστούν σ’ αυτό προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις - υποδείξεις του Γαλλικού Νηογνώμονα, στην κλάση του οποίου ήταν ενταγμένο το πλοίο, με σκοπό την ανανέωση των πιστοποιητικών αξιοπλοϊας του. Το εν λόγω πλοίο έφερε ... σημαία και ήταν νηολογημένο στο λιμάνι της πόλης του ..., ανήκε δε στην ιδιοκτησία της εταιρείας "... S.A." με έδρα το ... των νησιών ... του Ειρηνικού ωκεανού. Διαχειρίστρια του πλοίου ήταν η εταιρεία "...", με έδρα τον ..., η οποία είχε νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στη .... Το πλοίο αυτό ήταν ένα ειδικό πλοίο, κατασκευασμένο για να μεταφέρει υγροποιημένα αέρια πετρελαίου. Για το σκοπό αυτό διέθετε τρεις δεξαμενές φορτίου, συνολικού όγκου 5600 κυβικών μέτρων, οι οποίες είχαν σχήμα δύο ενωμένων κυλίνδρων η καθεμία, ήταν τοποθετημένες σε οριζόντια θέση στον εσωτερικό χώρο του περιβλήματος του πλοίου (αμπάρι) κάτω από το κύριο κατάστρωμα και ήταν χωρισμένες η μία με την άλλη με εγκάρσιες στεγανές φράκτες. Ο χώρος του αμπαριού, μετά τον εγκιβωτισμό των δεξαμενών φορτίου, αποτελούσε τον κενό χώρο (void space), οριοθετούμενο από τα εξωτερικά τοιχώματα των δεξαμενών φορτίου, το εξωτερικό περίβλημα του πλοίου, τον πυθμένα και το κυρίως κατάστρωμα. Κάτω από τον πυθμένα του αμπαριού, όπου εδραζόταν η ... δεξαμενή φορτίου, βρίσκονταν οχτώ διπύθμενες δεξαμενές, αυτές του έρματος, που ήταν πλευρικές και αυτές των καυσίμων, που ήταν κεντρικές. Οι διπύθμενες δεξαμενές, λόγω της κατασκευής τους, ήταν χώροι πολύ περιορισμένοι και δυσχερώς προσβάσιμοι, καθώς το ύψος των δεξαμενών καυσίμου ανερχόταν στο ένα (1) μέτρο, ενώ των δεξαμενών έρματος, που είχαν κεκλιμένο επίπεδο, ανερχόταν τα 2,5 μ., έφεραν δε εγκάρσιες έδρες κάθε 65 εκατοστά του μέτρου σε όλο το μήκος τους. Η είσοδος εντός των παραπάνω δεξαμενών γινόταν δια μέσου ανθρωποθυρίδων διαστάσεων 60X40 εκατοστών η καθεμία, που βρίσκονταν στην οροφή των δεξαμενών, ενώ οι εγκάρσιες έδρες (χαλύβδινες κατασκευές), που υπήρχαν στο εσωτερικό των δεξαμενών, έφεραν στο μέσον του εύρους τους ανοίγματα, διαμέσου των οποίων γινόταν η προσπέλαση των χώρων αυτών. Η είσοδος στον κενό χώρο της ... δεξαμενής φορτίου γινόταν από το κύριο κατάστρωμα δια μέσου 2 ανοιγμάτων, διαστάσεων 65X85 εκατ. το καθένα, ένα στην αριστερή και ένα στη δεξιά πλευρά του πρυμναίου άκρου, και κάθετης μεταλλικής κλίμακας από κάθε άνοιγμα, ύψους 10 μέτρων περίπου μέχρι τον πυθμένα έδρασης της δεξαμενής φορτίου. Κατά μήκος κάθε πλευράς της δεξαμενής φορτίου και σε απόσταση 3,5 μέτρων περίπου από το κύριο κατάστρωμα υπήρχε διάζωμα από ξύλινα μαδέρια, εύρους 50 εκατοστών περίπου, του οποίου η προσέγγιση γινόταν από τις παραπάνω κλίμακες και το οποίο ένωνε το πρυμναίο με το πρωραίο άκρο του χώρου. Επιπλέον, στην πρωραία εγκάρσια στεγανή φρακτή υπήρχαν και κάθετες μόνιμες μεταλλικές κλίμακες, κατασκευασμένες στην πλευρά του πλοίου, ύψους 4,5 μέτρων περίπου η καθεμία, με 13 σκαλοπάτια, που ένωναν το περιμετρικό διάζωμα με τον πυθμένα έδρασης της δεξαμενής φορτίου. Η έδραση της δεξαμενής φορτίου χώριζε τον κενό χώρο μεταξύ του περιβλήματος του πλοίου και της δεξαμενής φορτίου σε τέσσερα επί μέρους τμήματα, δηλαδή τα ..., ... και .... Η μετάβαση δε από το ένα τμήμα στο άλλο, για άτομο που βρισκόταν στον πυθμένα του χώρου, γινόταν δια μέσου μιας οπής (μιας σε κάθε πλευρά του πλοίου) διαστάσεων 50X40 εκατοστών. Λόγω της παραπάνω διαμόρφωσης του κενού χώρου η προσέγγιση αυτού και η αποχώρηση από κάθε σημείο του ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το εν λόγω πλοίο πλαγιοδέτησε παραλλήλως της δεξιάς πλευράς του πλοίου "...", το οποίο ήταν πλευρισμένο στον προβλήτα ... της Ζώνης του Περάματος. Μεταξύ των εργασιών που είχαν προγραμματιστεί να εκτελεστούν στο πλοίο ήταν και ελασματουργικές εργασίες στο κύριο κατάστρωμα του πλοίου και στις διπύθμενες δεξαμενές έρματος. Επίσης, θα εκτελούνταν μηχανουργικές, σωληνουργικές, ηλεκτρολογικές και ηλεκτρονικές εργασίες καθώς και εργασίες καθαρισμού. Η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, με την επωνυμία "...", ανέθεσε την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών στην εταιρεία "... L.t.d", με υπεύθυνους του συνεργείου αυτής τους τρίτο και τέταρτο από τους εκκαλούντες κατηγορούμενους (Φ. Σ. του Η. και Γ. Σ. του Η.), υπεύθυνος δε εργοδηγός της εργολάβου εταιρείας ήταν ο πέμπτος από τους εκκαλούντες κατηγορούμενους (Γ. Τ. του Α.). Η τελευταία εταιρεία ανέθεσε υπεργολαβικά, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά πιο κάτω, τις ελασματουργικές εργασίες στις διπύθμενες δεξαμενές έρματος στο συνεργείο της εταιρείας "... Ε.Ε.", νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας ήταν οι έκτος και έβδομος από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους (Κ. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ν.). Επίσης, η διαχειρίστρια εταιρεία προσέλαβε το Δ. Σ. ως τεχνικό ασφαλείας, ο οποίος, στη συνέχεια, την 17-7-2008, αντικαταστάθηκε από το δεύτερο εκκαλούντα κατηγορούμενο (Ι. Π. του Γ.), τόσο για την υπόδειξη των αναγκαίων μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων στις παραπάνω εργασίες όσο και για τον έλεγχο της τήρησης και ορθής εφαρμογής αυτών. Η διαχειρίστρια εταιρεία όρισε τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο (Ε. Κ. του Σ.) που ήταν Αρχιμηχανικός, ως υπεύθυνο για την παρακολούθηση των εκτελούμενων στο πλοίο επισκευαστικών εργασιών, με σκοπό τη διαπίστωση του αν οι εργασίες αυτές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Νηογνώμονα και στα όσα συμφωνήθηκαν με τον εργολάβο. Για τις παραπάνω επισκευές χορηγήθηκε η προβλεπόμενη άδεια από την αρμόδια Λιμενική Αρχή (...) μετά από αίτηση του Πλοιάρχου του πλοίου. Στις 24 Ιουλίου 2008, συνεχίζονταν οι προγραμματισμένες εργασίες στις διπύθμενες δεξαμενές έρματος, που βρίσκονταν κάτω από τη ... δεξαμενή φορτίου και μάλιστα πέραν του κανονικού ωραρίου, που έληγε ώρα 15.00’ . Μεταξύ 15.30’ ώρα και 16.00’ στην αριστερή πλευρά του κενού χώρου (void space) ... της ... δεξαμενής φορτίου εκδηλώθηκε φωτιά. Κατ’ εκείνο το χρόνο, στις δεξαμενές έρματος εργάζονταν οι παρακάτω εργαζόμενοί: 1) δύο τεχνίτες ελασματουργοί - εφαρμοστές, οι οποίοι, με τους αντίστοιχους βοηθούς τους, βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά του παραπάνω χώρου και συγκεκριμένα κοντά στην πρωραία ανθρωποθυρίδα της ... δεξιάς διπύθμενης δεξαμενής έρματος, εκτελώντας εργασίες οξυγονοκοπής ελασμάτων στην οροφή των ... και ... διπύθμενων δεξαμενών έρματος. Οι εργαζόμενοι αυτοί ήταν οι Ι. Κ., Π. Ν., Ι. Π. και Μ. Α., 2) ένας τεχνίτης ελασματουργός - εφαρμοστής με το βοηθό του, οι οποίοι βρίσκονταν κοντά στη μεσαία ανθρωποθυρίδα της ... αριστερής διπύθμενης δεξαμενής έρματος, εκτελώντας εργασίες οξυγονοκοπής - αντικατάστασης φθαρμένων ελασμάτων στην οροφή της ως άνω δεξαμενής. Ο τεχνίτης ήταν ο όγδοος εκκαλών κατηγορούμενος (Β. Κ.) και ο βοηθός του ο Κ. Ο., 3) ένας ηλεκτροσυγκολλητής, που ήταν ο έβδομος εκκαλών κατηγορούμενος (Κ. Σ. του Ν.), ο οποίος εργαζόταν μέσα στη ... αριστερή διπύθμενη δεξαμενή έρματος κοντά στην πρυμναία ανθρωποθυρίδα αυτής και που λίγο πριν την εκδήλωση της φωτιάς είχε ανέβει στο κατάστρωμα, 4) δύο ηλεκτροσυγκολλητές (οι Π. Π. και Η. Ρ.), οι οποίοι εργάζονταν εντός της ... αριστερής διπύθμενης δεξαμενής έρματος, 5) ένας ηλεκτροσυγκολλητής (ο G. J., πολωνικής καταγωγής, επονομαζόμενος "Γ. Π.", ο οποίος εργαζόταν εντός της ... αριστερής διπύθμενης δεξαμενής έρματος, κοντά στην πρυμνιαία εγκάρσια στεγανή φρακτή και πριν την εκδήλωση της φωτιάς είχε ανέβει στο κατάστρωμα. Στον ίδιο χώρο είχαν κατέβει και δύο μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος (R. J.) μ’ ένα ναύτη (A. M.), για να περισυλλέξουν διάφορα απορρίμματα. Λίγο πριν την εκδήλωση της φωτιάς, ο εργαζόμενος F. A. κατέβηκε στη ... αριστερή διπύθμενη δεξαμενή έρματος, για να ειδοποιήσει τον Κ. Σ. του Ν. να ανέβει στο κατάστρωμα, ο ίδιος δε παρέμεινε στο χώρο του διπύθμενου για να μαζέψει τα εργαλεία του τελευταίου. Περί ώρα 16.15’ , ενώ ο τεχνίτης ελασματουργός Β. Κ. εκτελούσε εργασία οξυγονοκοπής, ο βοηθός του Κ. Ο. αντιλήφθηκε την αιφνίδια εκδήλωση φωτιάς και φώναξε σ’ αυτόν ότι πίσω του υπάρχει φωτιά. Ο Β. Κ. τότε ανέβηκε αμέσως το κεκλιμένο δάπεδο των διπύθμενων και δίπλωσε (τσάκισε) το λάστιχο τροφοδοσίας του εργαλείου του με προπάνιο, για να σταματήσει η φωτιά. Επειδή, όμως, αυτή δεν έσβηνε, ο Β. Κ. εγκατέλειψε το χώρο, ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα από την πρυμναία αριστερή μόνιμη κλίμακα. Αντίθετα ο βοηθός του Κ. Ο. κινήθηκε προς το πρωραίο τμήμα, όπου εγκλωβίστηκε, με αποτέλεσμα να καταπέσει στην κύρια εστία της φωτιάς και να βρει τραγικό θάνατο. Η εστία της πυρκαγιάς εντοπίστηκε στο τμήμα της αριστερής πλευράς του ... κενού χώρου (void space), δηλαδή του χώρου που παρεμβάλλεται μεταξύ του εξωτερικού περιβλήματος του πλοίου και της εγκιβωτισμένης στο χώρο αυτό ... δεξαμενής φορτίου, όπου εργάζονταν ο τεχνίτης Β. Κ. και ο άτυχος βοηθός του Κ. Ο.. Η πυρκαγιά προήλθε από την ανάφλεξη των ελαστικών σωλήνων παροχής προπανίου και οξυγόνου, οι οποίοι τροφοδοτούσαν το εργαλείο οξυγονοκοπής του Β. Κ.. Η ανάφλεξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των ελαστικών σωλήνων από το εργαλείο οξυγονοκοπής και, ενόψει του ότι οι πιέσεις των παρεχόμενων αερίων προπανίου και οξυγόνου εντός των σωλήνων, ανέρχονταν περίπου στις 3 και 7 ατμόσφαιρες αντίστοιχα, οι ως άνω ελαστικοί σωλήνες έκαναν "οφιοειδή" κίνηση και περιέλουζαν με πολύ ισχυρή προβολή φλόγας, που προερχόταν από τα ελεύθερα άκρα τους, τον περιβάλλοντα χώρο και τη μόνωση της δεξαμενής. Το υλικό της μόνωσης ήταν διογκωμένο πολυστυρένιο (κοινώς φελιζόλ) πάχους 20 εκατοστών, το οποίο ανεφλέγη σε πολύ λίγο χρόνο λόγω του μεγάλου θερμικού φορτίου και της υψηλής θερμοκρασίας, μετά την κατάρρευση των προστατευτικών λαμαρινών που το συγκρατούσαν εξωτερικά. Οι φλόγες, που είχαν φορά από κάτω προς τα πάνω, κατέκαψαν τη μόνωση στο τμήμα αυτό από το κατώτερο σημείο της δεξαμενής μέχρι την οροφή αυτής, ενώ στα υπόλοιπα τμήματα της δεξαμενής έκαψαν το επάνω μέρος της. Από την ανάφλεξη του παραπάνω υλικού απελευθερώθηκαν τοξικά αέρια, μεταξύ των οποίων και το μονοξείδιο του άνθρακα, το οποίο εισέπνευσαν οι εργαζόμενοι R. J., Π. Ι., Ν. Π., F. A., Μ. Α., Π. Π. και Ρ. Η., με συνέπεια να βρουν τραγικό θάνατο. Επιπλέον, ο χώρος κατακλύστηκε σε ελάχιστο χρόνο από πυκνή αιθάλη, που καθιστούσε αδύνατη την ορατότητα και τη διαφυγή των παραπάνω εργαζομένων. Η ανάφλεξη των ελαστικών σωλήνων προήλθε από ρινίσματα τηκόμενου μετάλλου (καύτρες), τα οποία εκτοξεύονταν στο χώρο κατά την εργασία οξυγονοκοπής που εκτελούσε ο Β. Κ.. Τα εν λόγω πυρακτωμένα ρινίσματα μετάλλου έχουν θερμοκρασία πάνω από 700 βαθμούς, κρυώνουν μετά από 2 έως 3 λεπτά, ενώ η κατεύθυνση και η απόσταση, στην οποία εκτοξεύονται, εξαρτάται αφενός από τη θέση του τεχνίτη και τον τρόπο που κρατά το εργαλείο του και αφετέρου από την πίεση του οξυγόνου. Τα πυρακτωμένα ρινίσματα μπορεί να πεταχτούν αρκετά μακρυά από τη θέση εργασίας, ανάλογα με την πίεση του οξυγόνου. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η πίεση τόσο μεγαλύτερη είναι και η απόσταση που θα διανύσουν τα ρινίσματα, όπως, επίσης, και το εύρος αναπήδησης αυτών, όταν προσκρούουν σε σταθερή επιφάνεια. Έτσι το εύρος εκτόξευσής τους κυμαίνεται από 3 μέχρι έξι μέτρα (όπου 3 είναι το σημείο της αρχικής πτώσης και 6 μέτρα το σημείο μετά την αναπήδηση), μπορεί δε να φτάσει ακόμη και τα 10 μέτρα (βλ. το σχετικό διάγραμμα του "... ΑΕ" που επισυνάπτεται στην αναγνωσθείσα διπλωματική εργασία της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου). Το συμπέρασμα ότι ο προαναφερόμενος χώρος αποτέλεσε το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς βασίζεται στο γεγονός ότι ο χώρος αυτός είχε τα εντονότερα ίχνη από τη φωτιά, ενώ εκεί βρέθηκε ένα μόνο εργαλείο οξυγονοκοπής, αυτό που χρησιμοποιούσε ο ελασματουργός Β. Κ.. Το επιστόμιο (βάνα) προπανίου, που ήταν στην αρχή της λαβής του εργαλείου, βρέθηκε στην κλειστή θέση, ενώ το επιστόμιο (βάνα) του οξυγόνου κοπής, που ήταν στη μέση περίπου της λαβής του εργαλείου, βρέθηκε ανοιχτό κατά το 1/4 μιας πλήρους στροφής και το επιστόμιο (βάνα) του οξυγόνου ρύθμισης της φλόγας, που κι αυτό ήταν στο μέσον της λαβής, βρέθηκε στην ανοιχτή θέση. Τα παραπάνω ευρήματα καταδεικνύουν ότι ο τεχνίτης Β. Κ. είχε ανοιχτό το εργαλείο του, εκτελώντας εργασία οξυγονοκοπής, κατά τη στιγμή εκδήλωσης της φωτιάς, και, μόλις ο Κ. Ο. τον ειδοποίησε, έκλεισε μόνο την παροχή του προπανίου, ενώ αμέσως τσάκισε και τα λάστιχα των παροχών, πιστεύοντας ότι αυτά ήταν τα δικά του λάστιχα, για να σταματήσει η φωτιά. Από το γεγονός, όμως, ότι η φωτιά επεκτάθηκε, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Β. Κ. τσάκισε άλλα λάστιχα. Στην έκθεση ατυχήματος, που συνέταξαν οι Τεχνικοί Επιθεωρητές Εργασίας του ΚΕ.Π.Ε.Κ Πειραιά, σημειώνεται ότι εκτός από τις σωλήνες (οξυγόνου - προπανίου), που κατέληγαν στο χώρο που εκδηλώθηκε η φωτιά, διέρχονταν από εκεί και άλλες δύο σωλήνες (οξυγόνου - προπανίου), οι οποίες περνούσαν κάτω από τη δεξαμενή φορτίου ... και κατέληγαν στο δεξιό μέρος του κενού χώρου (void space) .... Με βάση όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, ο Β. Κ. δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αποτρέψει ούτε να ελέγξει τη διασπορά των πυρακτωμένων ρινισμάτων. Κατά την οξυγονοκοπή είναι συνηθισμένη η εκτόξευση τέτοιων ρινισμάτων, τα οποία μάλιστα αφήνουν τα σημάδια τους και στα σώματα των εργαζόμενων ελασματουργών. Ο παραπάνω τεχνίτης ήταν έμπειρος και εργαζόταν σ’ αυτή την εργασία από το έτος 1990, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έκανε μη ορθή χρήση του εργαλείου οξυγονοκοπής, όπως έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Αντίθετα, προέκυψε ότι αυτός, παρόλο ότι οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ δύσκολες (στενότητα χώρων, υψηλές θερμοκρασίες λόγω της χρήσης φλόγας αλλά και λόγω του ότι ήταν Ιούλιος μήνας), παρά την κόπωση καθώς εργαζόταν πέραν του κανονικού ωραρίου και παρά το δικαιολογημένο πανικό στη θέα της φωτιάς, έκανε την πλέον κατάλληλη κίνηση τσακίζοντας τα λάστιχα των παροχών. Όπως αποδείχθηκε, η επέκταση της φωτιάς με το παραπάνω τραγικό αποτέλεσμα οφείλεται σε έλλειψη μέτρων ασφαλείας. Ειδικότερα δεν υπήρχε ορθή επίβλεψη της εργασίας κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 71 του π.δ/τος 70/90 "για την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζόμενων σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες". Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, "εργασίες κοπής, συγκόλλησης και γενικά όσες απαιτούν χρήση γυμνής φλόγας εκτελούνται μόνο όπου υπάρχει συνεχής παρακολούθηση για την πρόληψη και αντιμετώπιση τυχόν ανάφλεξης και επιτρέπεται να γίνονται μόνο μετά από εντολή του υπεύθυνου των εργασιών και αφού ενημερωθεί ο Τεχνικός ασφάλειας .....". Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι δεν υπήρχε επιτήρηση του χώρου, όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας. Όλοι σχεδόν οι μάρτυρες και κυρίως οι πραγματογνώμονες κατέθεσαν ότι δεν θα υπήρχε το συγκεκριμένο τραγικό αποτέλεσμα, αν υπήρχε επιτηρητής κοντά στον παραπάνω χώρο εργασίας ή έστω στο άνοιγμα του καταστρώματος, ο οποίος, στο άκουσμα της λέξης "φωτιά", θα έκλεινε αμέσως τις παροχές προπανίου και οξυγόνου. Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης επισημαίνεται ότι οι τρεις στη σειρά διακλαδωτές (κολεκτέρ) του δικτύου παροχής των ανωτέρω αερίων από τις φιάλες, που βρίσκονταν στο κρηπίδωμα του προβλήτα πρόσδεσης του πλοίου, μέχρι το αναφλεγέν εργαλείο οξυγονοκοπής βρέθηκαν στην ανοιχτή θέση. Επίσης, στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι το υλικό της μόνωσης ανεφλέγη και συνέχισε να καίγεται όσο χρόνο συνέχιζε η εκροή του φλεγόμενου αερίου του προπανίου, θα έσβηνε δε σε σύντομο χρόνο με μόνη την απομάκρυνση της εξωτερικής φλόγας, καθώς έτσι σταματάει και η καύση του. Αποδείχθηκε ακόμη ότι δεν υπήρχαν κοντά στις θέσεις εργασίας κάτω από το κατάστρωμα φορητοί πυροσβεστήρες, αν και το πλοίο διέθετε επαρκή αριθμό. Αν είχε διατεθεί φορητός πυροσβεστήρας κοντά στο χώρο εργασίας του Β. Κ. και του βοηθού του, θα ήταν δυνατή η έγκαιρη αντιμετώπιση της φωτιάς πριν αυτή καταστεί ανεξέλεγκτη ή έστω θα μπορούσε να καθυστερήσει η επέκταση, ώστε να είχαν απομακρυνθεί η εργαζόμενοι. Την υποχρέωση της ύπαρξης πλησίον των θέσεων εργασίας ικανού αριθμού κατάλληλων πυροσβεστήρων σε ετοιμότητα προβλέπουν οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 και της παρ. 4β του άρθρου 71 του Π.Δ/τος 70/1990. Περαιτέρω, όπως παραπάνω εκτέθηκε, οι χώροι εργασίας κάτω από το κατάστρωμα του εν λόγω πλοίου ήταν πολύ περιορισμένοι, ενώ η είσοδος στον κενό χώρο της ... δεξαμενής φορτίου γινόταν μέσω δύο μόνιμων ανοιγμάτων στο κύριο κατάστρωμα του πλοίου, όπου υπήρχε κάθετη μεταλλική σκάλα ύψους 10 μέτρων. Λόγω της εργονομίας του πλοίου, όπως αυτή περιγράφηκε πιο πάνω, η κάθοδος στον παραπάνω χώρο και η αποχώρηση από αυτόν γίνονταν με ιδιαίτερη δυσκολία ακόμη και υπό ομαλές συνθήκες. Έτσι ήταν αναγκαία, πριν την έναρξη των εργασιών, η εκπόνηση σχεδίου διαφυγής και διάσωσης των εργαζομένων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 1568/85, στο οποίο ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει να καταρτίσει σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, εφόσον απαιτείται από τη θέση, την έκταση και το είδος της εκμετάλλευσης. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Π.Δ/τος 70/1990, στη μελέτη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζόμενων έπρεπε να περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων ανάγκης και καθορισμός οδών διαφυγής και εξόδων κινδύνου. Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι δεν είχε εκπονηθεί τέτοιο σχέδιο, που θα εξασφάλιζε την ευχερή και ταχεία εγκατάλειψη των χώρων εργασίας από τους εργαζόμενους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αυτό το αποτέλεσμα θα είχε επιτευχθεί, αν το πλοίο είχε εισέλθει σε μόνιμη ή πλωτή δεξαμενή και ανοίγονταν στον εξωτερικό πυθμένα του, κάτω από τις διπύθμενες δεξαμενές, ανοίγματα διαστάσεων 2,0X1,0 μέτρων περίπου το καθένα, μέσω των οποίων οι εργαζόμενοι σε έκτακτη ανάγκη θα εγκατέλειπαν τις θέσεις εργασίας τους σε πολύ λίγο χρόνο και με ασφάλεια. Η ίδια δυνατότητα θα υπήρχε, αν είχαν δημιουργηθεί ανοίγματα στα εξωτερικά πλαϊνά τοιχώματα του πλοίου και υπήρχε πλαγιοδετημένο σ’ αυτό πλωτό σκάφος ή πλατφόρμα, ώστε οι εργαζόμενοι μετά την έξοδό τους από το πλοίο να μην πέφτουν στη θάλασσα. Περαιτέρω, όσον αφορά στην ευθύνη των κατηγορουμένων για τη μη λήψη των παραπάνω αναφερόμενων μέτρων ασφαλείας πρέπει να ειπωθούν τα ακόλουθα: Απ’ όλα τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ως ανω διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου ανέθεσε στον πρώτο κατηγορούμενο την επιλογή, εκτός των άλλων, του κατάλληλου συνεργείου για την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών στο πλοίο. Η εργολήπτρια εταιρεία "...", που επιλέχθηκε για την εκτέλεση ελασματουργικών εργασιών, ήταν γραμμένη στο Ειδικό Μητρώο επιχειρήσεων ναυπήγησης, επισκευής και συντήρησης πλοίων που τηρεί η Νομαρχία Πειραιά και διέθετε την προβλεπόμενη βεβαίωση της τελευταίας ότι μπορούσε να εκτελεί τέτοιες εργασίες. Επιπλέον είχε μεγάλη εμπειρία στο συγκεκριμένο αντικείμενο και έτσι ορθά την επέλεξε ο πρώτος κατηγορούμενος. Εξάλλου, η καταλληλότητα της παραπάνω εργολήπτριας εταιρείας ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε με την έκδοση της άδειας εκτέλεσης των ελασματουργικών εργασιών από την αρμόδια λιμενική αρχή. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ελέγχου της λήψης και τήρησης των μέτρων ασφάλειας από την ανωτέρω εργολήπτρια εταιρεία. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός, όντας Αρχιμηχανικός, είχε τον έλεγχο της ποσότητας και ποιότητας του έργου που εκτελούσε η εργολήπτρια και του αν αυτό ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές, οι οποίες είχαν τεθεί από τους Επιθεωρητές του νηογνώμονα καθώς και στα όσα είχαν συμφωνηθεί με τη διαχειρίστρια εταιρεία. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν βρισκόταν συνεχώς πάνω στο πλοίο κατά τη διάρκεια των επισκευών, καθώς είχε πολλές εργασίες και εκτός του πλοίου, ενώ ασχολείτο κυρίως με τις μηχανολογικές εργασίες. Επιπλέον, η αίτηση για τη χορήγηση σχετικής άδειας εκτέλεσης των ελασματουργικών εργασιών είχε υποβληθεί από τον πλοίαρχο του πλοίου, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο τελευταίος εκπροσωπούσε τη διαχειρίστρια του πλοίου. Επίσης, οι υποδείξεις του τεχνικού ασφάλειας, τόσο στη γραπτή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου όσο και στο σχετικό βιβλίο Υποδείξεων, απευθύνονταν στους εργολάβους και στον πλοίαρχο του πλοίου και όχι στον πρώτο κατηγορούμενο αρχιμηχανικό. Επομένως, ο τελευταίος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων, που του αποδίδονται. Ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέλαβε ως τεχνικός ασφάλειας στο συγκεκριμένο πλοίο στις 17-7-2008, δηλαδή μία εβδομάδα πριν το τραγικό γεγονός, αντικαθιστώντας τον Δ. Σ. που είχε προσληφθεί από την έναρξη των εργασιών επισκευής και αποχώρησε λόγω θερινών διακοπών. Ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, να δίνει οδηγίες για την εκτέλεση των εργασιών και να επιβλέπει την τήρηση αυτών πριν την έναρξη και κατά την διάρκεια εκτέλεσής τους και ιδιαίτερα αυτών που απαιτούσαν τη χρήση φλόγας, λαβαίνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες (στενότητα των χώρων εργασίας, εξαιρετικά δυσχερής η αποχώρηση των εργαζομένων από αυτούς). Ο εν λόγω κατηγορούμενος αρκέστηκε σε απλές διαπιστώσεις - υποδείξεις, τυπικές εγγραφές στο βιβλίο του Τεχνικού ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε υπόδειξη για την αναγκαιότητα τοποθέτησης επιτηρητή κοντά στους χώρους που εκτελούνταν θερμές εργασίες καθώς και για την ύπαρξη πυροσβεστήρων έτοιμων για χρήση άμεση στους ίδιους χώρους. Είναι προφανές ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν ασκούσε οποιοδήποτε έλεγχο για την τήρηση των παραπάνω ελάχιστων μέτρων ασφάλειας, ενώ δεν μπορεί να του καταλογιστεί η μη υπόδειξη στην κυρία του έργου περί εισαγωγής του πλοίου σε δεξαμενή και δημιουργίας πλευρικών ανοιγμάτων, ούτε για σύνταξη σχεδίου διαφυγής των εργαζομένων και χάραξη δρόμων κυκλοφορίας αυτών ή για κατάρτιση σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων ανάγκης, δεδομένου ότι, κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του, οι εργασίες επισκευής βρίσκονταν στο τέλος τους. Όπως αποδείχθηκε, αρκούσε η λήψη των δύο παραπάνω μέτρων, για να αποτραπεί το τραγικό περιστατικό. Περαιτέρω, μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας "... L.t.d." και της εταιρείας " ... ΕΕ" καταρτίστηκε προφορικά σύμβαση υπεργολαβίας. Με βάση αυτή τη σύμβαση η πρώτη εταιρεία ανέθεσε στη δεύτερη την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών στους κενούς χώρους και στις διπύθμενες δεξαμενές. Η σύμβαση υπεργολαβίας δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο ούτε αναγγέλθηκε στην κυρία του έργου - διαχειρίστρια του πλοίου, καταρτίστηκε, όμως, με προφορική συμφωνία μεταξύ του Φ. Σ. ως εκπροσώπου της πρώτης εταιρείας και του Κ. Σ. του Ν. ως εκπροσώπου της δεύτερης εταιρείας. Ειδικότερα, οι τελευταίοι συμφώνησαν να αναλάβει η εταιρεία "... ΕΕ" τις ελασματουργικές εργασίες στους παραπάνω αναφερόμενους χώρους με τους ακόλουθους όρους: 1) οι εργασίες θα εκτελούνταν με την ήδη υπάρχουσα άδεια στο όνομα της εταιρείας "... L.t.d" ( εργολάβου) 2) η υπεργολάβος θα προσλάμβανε και θα απέλυε κατά την κρίση της το εργατικό προσωπικό που θα χρησιμοποιούσε στο συγκεκριμένο έργο 3) η υπεργολάβος θα χρησιμοποιούσε δικά της εργαλεία και ελάσματα 4) η αμοιβή της υπεργολάβου για την εκτέλεση του εν λόγω έργου συμφωνήθηκε στο ποσό των 4,2 ευρώ ανά κιλό, από το οποίο η εργολάβος θα παρακρατούσε την αξία των ενσήμων των εργαζομένων. Η παραπάνω συμφωνία υλοποιήθηκε, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 1) Για τις εργασίες κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, στους κενούς χώρους και στις διπύθμενες δεξαμενές, χρησιμοποιήθηκαν τα εργαλεία της εταιρείας "... ΕΕ", ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία τα είχε εκμισθώσει ή τα είχε χρησιδανείσει στην εταιρεία "... L.t.d" 2) Ο Κ. Σ. του Ν., με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της υπεργολάβου εταιρείας "... ΕΕ", (βλ. τις από 4-7-2008, 11-7-2008 και 18-7-2008 αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν τη σφραγίδα αυτής ως λαβούσας), εισέπραξε από την εργολήπτρια εταιρεία "... L.t.d.", το ποσό των 32.850 ευρώ για τα ημερομίσθια των τεχνιτών του συνεργείου της ως άνω υπεργολάβου, προκειμένου η τελευταία να τα καταβάλει σ’ αυτούς, γεγονός που προσιδιάζει σε εργοδότη. 3) Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στο επίδικο έργο είχαν επιλεγεί από την υπεργολάβο, εκτός από το Β. Κ. και τον άτυχο βοηθό του Κ. Ο., τους οποίους υπέδειξε ο εργοδηγός της εταιρείας "Σ." Γ. Τ.. Επίσης, η υπεργολάβος καθόριζε τους εργαζόμενους, που θα προσλάμβανε ή θα απέλυε η εργοδότρια εταιρεία, δίνοντας σχετικές οδηγίες στην αρμόδια υπάλληλο αυτής, αρμοδιότητες, που προσιδιάζουν, επίσης, σε εργοδότη. 4) Οι συγγενείς των θανόντων έλαβαν τα οφειλόμενα στους τελευταίους ημερομίσθια από την υπεργολάβο εταιρεία. 5) Στους χώρους που εκτελούσε εργασίες η υπεργολάβος, χρέη εργοδηγού ασκούσε πρόσωπο της εμπιστοσύνης της, συγκεκριμένα ο Γ. Π., ο οποίος έδινε οδηγίες για το που θα δουλέψει κάθε εργαζόμενος, ακόμη και ο νόμιμος εκπρόσωπος της υπεργολάβου, έβδομος κατηγορούμενος, ο οποίος εργάστηκε στο παραπάνω πλοίο ως ηλεκτροσυγκολλητής, όπως ο τελευταίος ανέφερε στην απολογία του. Την κρίση του Δικαστηρίου, όσον αφορά στη σύναψη σύμβασης υπεργολαβίας, δεν επηρεάζει το γεγονός ότι όλοι οι εργαζόμενοι στους πίνακες προσωπικού προς την Επιθεώρηση Εργασίας και το ΙΚΑ φαίνονται δηλωμένοι στο συνεργείο της εταιρείας "... L.t.d.", εφόσον τυπικά, η εργολαβία για όλες τις ελασματουργικές εργασίες στο συγκεκριμένο πλοίο είχε ανατεθεί σ’ αυτή την εταιρεία, η οποία είχε λάβει και τη σχετική άδεια από το Λιμεναρχείο. Επομένως, μόνον αυτή είχε την υποχρέωση να ασφαλίσει στο ΙΚΑ όλους τους εργαζομένους. Γιαυτό, άλλωστε, συμφωνήθηκε να παρακρατά η εργολήπτρια την αξία των ενσήμων των εργαζομένων από την αμοιβή που όφειλε να καταβάλει στην υπεργολάβο. Δεν αποδείχθηκε ότι η διαχειρίστρια εταιρεία γνώριζε για την υπεργολαβία. Η εταιρεία "... L.t.d." είχε συμφέρον να αποκρύψει το γεγονός αυτό, ώστε να μην έρθει σε επαφή η υπεργολάβος με τη διαχειρίστρια εταιρεία αποβλέποντας και σε μελλοντική συνεργασία με την τελευταία. Η εταιρεία "Γ. Σ. ... L.t.d." ανέθεσε τη γενική επίβλεψη του όλου έργου στον εργοδηγό της Γ. Τ., πέμπτο κατηγορούμενο, ο οποίος παρέμεινε στο πλοίο, αν και είχαν αποπερατωθεί οι ελασματουργικές εργασίες στο κατάστρωμα, τις οποίες είχε εκτελέσει η εργοδότριά του εταιρεία, από την 19-7-2008. Το ότι ο πέμπτος κατηγορούμενος είχε τη γενική εποπτεία του έργου καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι, μετά από δική του εντολή, κατέβηκε ο όγδοος κατηγορούμενος (Β. Κ.) να εργαστεί στις διπύθμενες δεξαμενές με εργοδότριά την ως άνω υπεργολάβο, ενώ μέχρι τότε αυτός εργαζόταν στο κατάστρωμα. Επίσης, ο πέμπτος κατηγορούμενος ήταν αυτός που στις 19-7-2008 ενημέρωσε τον πρώτο και τον τρίτο από τους κατηγορούμενους (Ε. Κ. και Φ. Σ.) για την ύπαρξη αποθέματος πετρελαίου στις δεξαμενές καυσίμων, με συνέπεια τη διακοπή των εργασιών μέχρι τον καθαρισμό τους. Κατόπιν όσων προαναφέρθηκαν, οι 3ος και 4ος από τους κατηγορούμενους (εργολάβοι), ο 5ος κατηγορούμενος (εργοδηγός) και οι 6ος και 7ος κατηγορούμενοι (υπεργολάβοι) είχαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Π.Δ/γμα 70/1990. Συγκεκριμένα, όφειλαν να μεριμνήσουν για τη λήψη μέτρων ασφάλειας, δηλαδή να τοποθετήσουν επιτηρητή εκτός του χώρου των θερμών εργασιών στο άνοιγμα του καταστρώματος και κινητούς πυροσβεστήρες κοντά στους χώρους εργασίας κάτω από το κατάστρωμα. Επίσης, έπρεπε να φροντίσουν για την εξασφάλιση οδών εξόδου των εργαζομένων και την εκπόνηση σχεδίου διαφυγής αυτών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, εισηγούμενοι, οι μεν εργολάβοι και ο εργοδηγός τους στην κυρία του έργου, οι δε υπεργολάβοι στους εργολάβους, τη δημιουργία ανοιγμάτων στα εξωτερικά πλαϊνά τοιχώματα του πλοίου ή την είσοδο του πλοίου σε δεξαμενή και τη δημιουργία ανοιγμάτων στον εξωτερικό πυθμένα, προβαίνοντας ακόμη και σε διακοπή των εργασιών. Οι κατηγορούμενοι δεν επέδειξαν την προσοχή που όφειλε να καταβάλει κάθε μέσος συνετός άνθρωπος, ασχολούμενος με την εκτελεση ελασματουργικών εργασιών σε κλειστούς χώρους και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις. Οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να προβλεφθεί, όση επιμέλεια κι αν είχαν επιδείξει, δεδομένου ότι το πλοίο ήταν από σίδερο. Πλην όμως είναι γνωστό στον μέσο συνετό άνθρωπο που ασχολείται με το συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας, ότι οι ελασματουργικές εργασίες σε κλειστούς χώρους είναι από τη φύση τους επικίνδυνες λόγω της χρήσης φλόγας και της ανάπτυξης μεγάλων θερμοκρασιών και ότι το προπάνιο είναι εξαιρετικά εύφλεκτο. Επίσης, είναι γνωστό ότι οι φωτιές από τις καύτρες που εκτοξεύονται κατά την οξυγονοκοπή είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, ο θάνατος των παραπάνω αναφερόμενων εργαζομένων οφείλεται σε συγκλίνουσα αμελή συμπεριφορά των 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 7ου κατηγορουμένων, οι οποίοι, λόγω έλλειψης της προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν, όπως ο μέσος συνετός άνθρωπος υπό τις ίδιες συνθήκες και με βάση τους νομικούς κανόνες, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθώς και τις επικρατούσες συνήθειες και την επαγγελματική τους εμπειρία, παρέλειψαν να λάβουν και τα ελάχιστα μέτρα ασφάλειας, με συνέπεια να προκληθεί ο θάνατος οχτώ ανθρώπων, γεγονός που οι παραπάνω κατηγορούμενοι δεν πρόβλεψαν. Είχαν δε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση οι κατηγορούμενοι, όπως εκτέθηκε παραπάνω, με βάση ρητές διατάξεις νόμων, να αποτρέψουν αυτό το αποτέλεσμα λαβαίνοντας τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τέσσερις εργαζόμενοι υπέστησαν σωματικές βλάβες εξαιτίας της πυρκαγιάς. Ειδικότερα οι Ι. Κ., A. M. και Β. Κ. εισέπνευσαν καπνό και κρίθηκε αναγκαία η νοσηλεία τους στο ... Νοσοκομείο από την 24-7-2008 μέχρι την 25-7-2008, ο δε Α. Ζ. υπέστη διάστρεμμα στον αστράγαλο του δεξιού του ποδιού στην προσπάθειά του να διαφύγει πραγματοποιώντας άλμα προς το διπλανό πλοίο. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και από υπόχρεους καθώς και για εμπρησμό από αμέλεια, από τον οποίο επήλθε θάνατος και σωματική βλάβη κατά συρροή, ενώ οι 1ος και 8ος κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για τις ίδιες πράξεις. Όσον αφορά στις σωματικές βλάβες, για τις οποίες επιβλήθηκε σε κάθε κατηγορούμενο φυλάκιση έξι (6) μηνών για κάθε σωματική βλάβη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης και να διαβιβαστεί η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4α, β του Ν. 4198/2013". Στη συνέχεια, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες ένοχους εμπρησμού από αμέλεια και οκτώ ανθρωποκτονιών από αμέλεια κατά συρροή, αναγνώρισε στον δεύτερο αναιρεσείοντα Ι. Π. την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρ. 84 παρ. 2 περ. δ’ Π.Κ.) και επέβαλε στον δεύτερο αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως 15 μηνών για τον εμπρησμό, 15 μηνών για κάθε μία από τις οκτώ ανθρωποκτονίες και συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση πέντε ετών και ένδεκα μηνών και στον καθένα από τους υπόλοιπους παριστάμενους αναιρεσείοντες ποινή φυλακίσεως 18 μηνών για τον εμπρησμό, 18 μηνών για κάθε μία από τις οκτώ ανθρωποκτονίες και συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση έξι ετών και δέκα μηνών, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους 2°, ..., 4° , ..., 6° και 7° κατηγορούμενους ένοχους του ότι: Στο ... στις 24-7-2008 με περισσότερες από μια πράξεις πραγμάτωσαν τα παρακάτω εγκλήματα, που τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, και ειδικότερα: Οι 2ος (Ι. Π. του Γ.), .... ,4ος (Γ. Σ. του Η.), ..., 6ος (Κ. Σ. του Χ.) και 7ος (Κ. Σ. του Ν.) κατ/νοι, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και υπό τις παρακάτω ιδιότητες τους για τον καθένα, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις και παραλείψεις τους, ούτε και ενήργησαν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα τους αυτή, καταβάλλοντας κατ’ αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική, τις προσωπικές ικανότητες και γνώσεις και την επιμέλεια που απαιτούνταν, με αποτέλεσμα να μην αποτραπεί ο θάνατος των: α) Π. Ν., β) Π. Π., γ) Ι. Π., δ) Η. Ρ., ε) A. F., στ) A. M., ζ) Κ. Ο. και η) J. R.. Ειδικότερα: 1) Ο 2ος κατ/νος, Ι. Π. του Γ., όντας Τεχνικός Ασφαλείας, προσληφθείς από το Σ. Χ., ατύπως εξουσιοδοτημένος εκ μέρους του Γ. Α. του Ν., διαχειριστή και νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας με την επωνυμία "...", η οποία τυγχάνει διαχειρίστρια της εδρεύουσας στον ... πλοιοκτήτριας του με σημαία ... υγραεριοφόρου πλοίου "..." εταιρείας με την επωνυμία "... S.Α.", με έδρα το ... των νησιών ... και διατηρούσας γραφείο και επαγγελματική εγκατάσταση στη ..., κυρίας του έργου διενέργειας ελασματουργικών εργασιών με φλόγα, με καθήκοντα επίβλεψης και εφαρμογής των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας του Π.Δ. 70/90 και για να χορηγεί τις σχετικές οδηγίες σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης του, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι ελασματουργικές εργασίες με φλόγα στα διπύθμενα της ... δεξαμενής του ως άνω πλοίου, από αμέλεια του, αφενός οργάνωσε, επέβλεψε και επιθεώρησε πλημμελώς την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών με φλόγα, οι οποίες πραγματοποιούνταν στον ως άνω χώρο, ήτοι δεν επέβλεψε τη διενέργεια του ανωτέρω έργου σε κάθε φάση αυτού ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους, αφετέρου δε δεν έλαβε τα ενδεδειγμένα σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης του μέτρα ασφαλείας για την ασφαλή διεκπεραίωση των εκτελουμένων ως άνω εργασιών, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι οι εργασίες εκτελούνταν με τρόπο επικίνδυνο (χρήση φλόγας). Ειδικότερα, αυτός δεν μερίμνησε α) για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από το σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, β) για την ύπαρξη σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανού αριθμού κατάλληλων πυροσβεστήρων σε κάθε θέση εργασίας. Επίσης, δεν φρόντισε να διακόψει τις εκτελούμενες εργασίες εν όψει της ύπαρξης των ανωτέρω πλημμελειών, λαμβανομένης υπ’ όψη της επικινδυνότητας των ανωτέρω εκτελουμένων εργασιών σε συνδυασμό με τις συνθήκες εργασίας στον ως άνω χώρο, ήτοι θερμές εργασίες σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και τις δεξαμενές φορτίου του πλοίου, στον οποίο (χώρο) η κίνηση των εργαζομένων ήταν περιορισμένη, χωρίς ύπαρξη ανοιγμάτων και εξόδου διαφυγής σε ικανό αριθμό και με άνετη πρόσβαση. 2) Οι 3ος και 4ος κατ/νοι, Φ. Σ. του Η. και Γ. Σ.ς του Η., και ο 5ος κατ/νος, Γ. Τ. του Α., όντες οι μεν 3ος και 4ος εργολάβοι ο δε 5ος εργοδηγός του συνεργείου με την επωνυμία "...", κατά τη διενέργεια εργασιών με φλόγα για την κοπή και αντικατάσταση ελασμάτων στα διπύθμενα της ... δεξαμενής φορτίου του με σημαία ... πλοίου "...", από αμέλεια τους, αφενός επέβλεψαν και επιθεώρησαν πλημμελώς την εκτέλεση των ανατεθειμένων ελασματουργικών εργασιών με φλόγα στο συνεργείο με την επωνυμία "... Ε.Ε.", το οποίο είχε αναλάβει υπεργολαβικά την εκτέλεση τους από το εργολαβικό συνεργείο "...", έχοντος του τελευταίου τη γενική επίβλεψη και εποπτεία του όλου έργου, ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους, ήτοι δεν επέβλεψαν τη διενέργεια του ανωτέρω έργου σε κάθε φάση αυτού ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους, αφετέρου δε δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης τους μέτρα ασφαλείας για την ασφαλή διεκπεραίωση των εκτελουμένων ως άνω εργασιών, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι εργασίες εκτελούντο με τρόπο επικίνδυνο (χρήση φλόγας). Ειδικότερα, αυτοί δεν μερίμνησαν: α) να εξασφαλίσουν κατάλληλη και ασφαλή κλίμακα πρόσβασης και απέλευσης από τον ως άνω χώρο εργασίας, ώστε, σε περίπτωση κινδύνου, να είναι δυνατή και ευχερής η αποχώρηση των εργαζομένων εκτός του πλοίου, δεδομένου ότι οι ως άνω χώροι του πλοίου ήταν δυσχερέστατα προσβάσιμοι και απελεύσιμοι, και δη τη διάνοιξη πλευρικών ανοιγμάτων, πάνω από την ίσαλο της θάλασσας, σε σημεία που θα εξασφάλιζαν πιο σύντομη έξοδο των εργαζομένων από τα διπύθμενα, οι οποίοι εργαζόμενοι θα έβρισκαν έξοδο σε πλωτή εξέδρα που θα είχε τοποθετηθεί για το σκοπό αυτό ή ακόμη και στη θάλασσα, και, σε κάθε περίπτωση, το δεξαμενισμό του πλοίου, όπου οι εργασίες στα διπύθμενα θα γίνονταν από έξω με ανοίγματα που θα είχαν γίνει από κάτω, β) για τη χάραξη δρόμων κυκλοφορίας των εργαζομένων και την κατάρτιση σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων ανάγκης, γ) για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, δ) για την ύπαρξη σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανού αριθμού κατάλληλων πυροσβεστήρων σε κάθε θέση εργασίας. Επίσης, δεν φρόντισαν να διακόψουν τις εκτελούμενες εργασίες εν όψει της ύπαρξης των ανωτέρω πλημμελειών, λαμβανομένης υπ’ όψη της επικινδυνότητας των ανωτέρω εκτελουμένων εργασιών σε συνδυασμό με τις συνθήκες εργασίας στον ως άνω χώρο, ήτοι θερμές εργασίες σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και τις δεξαμενές φορτίου του πλοίου, στον οποίο (χώρο) η κίνηση των εργαζομένων ήταν περιορισμένη, χωρίς ύπαρξη ανοιγμάτων και εξόδου διαφυγής σε ικανό αριθμό και με άνετη πρόσβαση. 3) Οι 6ος και 7ος κατ/νοι, Κ. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ν., όντες υπεργολάβοι του συνεργείου με την επωνυμία "... Ε.Ε.", το οποίο είχε αναλάβει υπεργολαβικά από το εργολαβικό συνεργείο "..." τη διενέργεια εργασιών με φλόγα για την κοπή και αντικατάσταση ελασμάτων στα διπύθμενα της ... δεξαμενής φορτίου του με σημαία ... πλοίου "...", από αμέλεια τους, αφενός οργάνωσαν, επέβλεψαν και επιθεώρησαν πλημμελώς την εκτέλεση των ανατεθειμένων στο ως άνω συνεργείο ελασματουργικών εργασιών με φλόγα, ήτοι δεν επέβλεψαν τη διενέργεια του ανωτέρω έργου σε κάθε φάση αυτού ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας για τους εργαζομένους, αφετέρου δε δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης τους μέτρα ασφαλείας για την ασφαλή διεκπεραίωση των εκτελουμένων ως άνω εργασιών, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι εργασίες εκτελούντο με τρόπο επικίνδυνο (χρήση φλόγας). Ειδικότερα, αυτοί δεν μερίμνησαν: α) να εξασφαλίσουν κατάλληλη και ασφαλή κλίμακα πρόσβασης και απέλευσης από τον ως άνω χώρο εργασίας, ώστε, σε περίπτωση κινδύνου, να είναι δυνατή και ευχερής η αποχώρηση των εργαζομένων εκτός του πλοίου, δεδομένου ότι οι ως άνω χώροι του πλοίου ήταν δυσχερέστατα προσβάσιμοι και απελεύσιμοι, και δη τη διάνοιξη πλευρικών ανοιγμάτων, πάνω από την ίσαλο της θάλασσας, σε σημεία που θα εξασφάλιζαν πιο σύντομη έξοδο των εργαζομένων από τα διπύθμενα, οι οποίοι εργαζόμενοι θα έβρισκαν έξοδο σε πλωτή εξέδρα που θα είχε τοποθετηθεί για το σκοπό αυτό ή ακόμη και στη θάλασσα, και, σε κάθε περίπτωση, το δεξαμενισμό του πλοίου, όπου οι εργασίες στα διπύθμενα θα γίνονταν από έξω με ανοίγματα που θα είχαν γίνει από κάτω, β) για τη χάραξη δρόμων κυκλοφορίας των εργαζομένων και την κατάρτιση σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων ανάγκης, γ) για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, δ) για την ύπαρξη σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανού αριθμού κατάλληλων πυροσβεστήρων σε κάθε θέση εργασίας. Επίσης, δεν φρόντισαν να διακόψουν τις εκτελούμενες εργασίες εν όψει της ύπαρξης των ανωτέρω πλημμελειών, λαμβανομένης υπ’ όψη της επικινδυνότητας των ανωτέρω εκτελουμένων εργασιών σε συνδυασμό με τις συνθήκες εργασίας στον ως άνω χώρο, ήτοι θερμές εργασίες σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και τις δεξαμενές φορτίου του πλοίου, στον οποίο (χώρο) η κίνηση των εργαζομένων ήταν περιορισμένη, χωρίς ύπαρξη ανοιγμάτων και εξόδου διαφυγής σε ικανό αριθμό και με άνετη πρόσβαση. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τους ως άνω κατηγορουμένους ΕΝΟΧΟΥΣ του ότι: Κατά τον αυτόν ως κατωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, προξένησαν πυρκαγιά από την οποία επήλθε το μεν ο θάνατος το δε σωματικές βλάβες ανθρώπων, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους, ούτε και ενήργησαν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα τους αυτή, καταβάλλοντος κατ’ αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική, τις προσωπικές ικανότητες και γνώσεις και την επιμέλεια που απαιτούνταν, με αποτέλεσμα να μην αποτραπεί αφενός μεν ο θάνατος των: α) Π. Ν., β) Π. Π., γ) Ι. Π., δ) Η. Ρ., ε) A. F., στ) A. M., ζ) Κ. Ο. και η) J. R., αφετέρου δε η επέλευση σωματικής βλάβης των : α) Ι. Κ., β) A. M., γ) Β. Κ., και δ) Α. Ζ., εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι υπέστησαν εισπνοή καπνού και κρίθηκε αναγκαία η νοσηλεία τους από την 24.7.2008 έως την 25.7.2008 στο ... Νοσοκομείο Αττικής, ενώ ο τέταρτος υπέστη διάστρεμμα στον αστράγαλο του δεξιού του ποδιού κατά την προσπάθεια διαφυγής του από το χώρο του πλοίου με άλμα στο διπλανό πλοίο. Ειδικότερα: Ο 2ος κατ/νος, Ι. Π. του Γ., όντας Τεχνικός Ασφαλείας, προσληφθείς από το Σ. Χ., ατύπως εξουσιοδοτημένος εκ μέρους του Γ. Α. του Ν., διαχειριστή και νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας με την επωνυμία "...", η οποία τυγχάνει διαχειρίστρια της εδρεύουσας στον ... πλοιοκτήτριας του με σημαία ... υγραεριοφόρου πλοίου "..." εταιρείας με την επωνυμία "... S.Α.", με έδρα το ... των νησιών ... και διατηρούσας γραφείο και επαγγελματική εγκατάσταση στη ..., κυρίας του έργου διενέργειας ελασματουργικών εργασιών με φλόγα, με καθήκοντα επίβλεψης και εφαρμογής των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας του Π.Δ. 70/90 και για να χορηγεί τις σχετικές οδηγίες σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης του, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι ελασματουργικές εργασίες με φλόγα στα διπύθμενα της ... δεξαμενής του ως άνω πλοίου, από αμέλεια του, ενώ γνώριζε ότι θα πραγματοποιούνταν στον ως άνω χώρο εργασίες από εργαζομένους στο συνεργείο κοπής και αντικατάστασης ελασμάτων, λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι οι ως άνω εργασίες εκτελούνταν με τρόπο επικίνδυνο και σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και φορτίου του πλοίου και δη με τη χρήση φλόγας, δεν μερίμνησε για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς και να υπάρχουν σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανός αριθμός κατάλληλων πυροσβεστήρων σε κάθε θέση εργασίας, προς αποφυγή επελεύσεως του αξιόποινου αποτελέσματος, ήτοι της πρόκλησης φωτιάς, και αποφυγή δημιουργίας εξ αυτής πυρκαγιάς, η οποία προκλήθηκε από το συνδυασμό των προαναφερθέντων παραγόντων, το οποίο δεν προέβλεψε. Οι 3ος και 4oς κατ/νοι, Φ. Σ. του Η. και Γ. Σ. του Η., και ο 5ος κατ/νος, Γ. Τ. του Α., όντες οι μεν 3ος και 4ος εργολάβοι ο δε 5ος εργοδηγός του συνεργείου με την επωνυμία "...", κατά τη διενέργεια εργασιών με φλόγα για την κοπή και αντικατάσταση ελασμάτων στα διπύθμενα της ... δεξαμενής φορτίου του με σημαία ... πλοίου "...", τις οποίες εργασίες το συνεργείο με την επωνυμία "... Ε.Ε." είχε αναλάβει υπεργολαβικά την εκτέλεση τους από το εργολαβικό συνεργείο "...", έχοντος του τελευταίου τη γενική επίβλεψη και εποπτεία του όλου έργου, από αμέλεια τους, ενώ γνώριζαν ότι θα πραγματοποιούνταν στον ως άνω χώρο εργασίες από εργαζομένους στο συνεργείο κοπής και αντικατάστασης ελασμάτων, λαμβανομένου δε υπ’ όψη ότι οι ως άνω εργασίες εκτελούνταν με τρόπο επικίνδυνο και σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και φορτίου του πλοίου και δη με τη χρήση φλόγας, δεν μερίμνησαν για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς και να υπάρχουν σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανός αριθμός κατάλληλων πυροσβεστήρων σε κάθε θέση εργασίας, προς αποφυγή επελεύσεως του αξιόποινου αποτελέσματος, ήτοι της πρόκλησης φωτιάς και αποφυγή δημιουργίας εξ’ αυτής πυρκαγιάς, η οποία προκλήθηκε από το συνδυασμό των προαναφερθέντων παραγόντων, το οποίο δεν προέβλεψαν. Οι 6ος και 7ος κατ/νοι, Κ. Σ. του Χ. και Κ. Σ. του Ν., όντες υπεργολάβοι του συνεργείου με την επωνυμία "... Ε.Ε.", το οποίο είχε αναλάβει υπεργολαβικά από το εργολαβικό συνεργείο "..." τη διενέργεια εργασιών με φλόγα για την κοπή και αντικατάσταση ελασμάτων στα διπύθμενα της No 3 δεξαμενής φορτίου του με σημαία ... πλοίου "...", από αμέλεια τους, ενώ γνώριζαν ότι θα πραγματοποιούνταν στον ως άνω χώρο εργασίες από εργαζομένους στο συνεργείο κοπής και αντικατάστασης ελασμάτων, λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι οι ως άνω εργασίες εκτελούνταν με τρόπο επικίνδυνο και σε περιορισμένο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στους πυθμένες έρματος και φορτίου του πλοίου και δη με τη χρήση φλόγας, δεν μερίμνησαν για τη συνεχή επιτήρηση του χώρου όπου γίνονταν οι εργασίες με χρήση φλόγας από σημείο έξω από το χώρο αυτό στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς και να υπάρχουν σε ετοιμότητα και πλησίον των θέσεων εργασίας ικανός αριθμός κατάλληλων πυροσβεστήρων σε αποφυγή επελεύσεως του αξιόποινου αποτελέσματος, ήτοι της πρόκλησης φωτιάς, και αποφυγή δημιουργίας εξ αυτής πυρκαγιάς, η οποία προκλήθηκε από το συνδυασμό των προαναφερθέντων παραγόντων, το οποίο δεν προέβλεψαν. Με αποτέλεσμα από τη συγκλίνουσα αμέλεια των ως άνω κατηγορουμένων (πλην του 8ου εξ αυτών για τη σωματική βλάβη του εαυτού του) να επέλθει αφενός μεν ο θάνατος αφετέρου δε η σωματική βλάβη των προαναφερθέντων προσώπων, μετά την αιφνίδια και αστραπιαία εξάπλωση της φωτιάς που εκδηλώθηκε στον ως άνω χώρο, αποτέλεσμα το οποίο αυτοί δεν προέβλεψαν. ...". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων του εμπρησμού από αμέλεια και των ανθρωποκτονιών από αμέλεια, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και με τρόπο που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, τα οποία προκύπτει ότι το ως άνω δικαστήριο αξιολόγησε στο σύνολό τους χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδείξεων και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 264, 266 παρ. 1 και 302 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όπως διαπιστώνεται από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαλαμβάνονται ο τρόπος και οι συνθήκες τελέσεως των ως άνω αδικημάτων του εμπρησμού από αμέλεια και των ανθρωποκτονιών από αμέλεια, αφού γίνεται επαρκής αναφορά των παραλείψεων που θεμελιώνουν την αμέλεια των αναιρεσειόντων, του δευτέρου Ι. Π. ως τεχνικού ασφαλείας και των λοιπών ως εργολάβων και υπεργολάβων του έργου των ελασματουργικών εργασιών στα διπύθμενα του πλοίου, για τα επελθόντα αποτελέσματα του εμπρησμού και του θάνατου των οκτώ (8) εργαζομένων στο έργο. Περαιτέρω, εκτός των αμελών παραλείψεων των αναιρεσειόντων, προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η μορφή της υπαιτιότητάς τους, που περιγράφεται ως μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη των αξιοποίνων αποτελεσμάτων του εμπρησμού και των ανθρωποκτονιών), καθώς και η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση όλων των αναιρεσειόντων, του δευτέρου Ι. Π. ως τεχνικού ασφαλείας και των λοιπών ως εργολάβων και υπεργολάβων του έργου των ελασματουργικών εργασιών στα διπύθμενα του πλοίου, προς λήψη των μέτρων ασφαλείας που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση για την αποτροπή του εμπρησμού και του θανατηφόρου αποτελέσματός του, η οποία θεμελιώνεται στις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση διατάξεις του Π.Δ. 70/1990 και του Ν. 1568/1985, καθώς και η μη συμμόρφωσή τους προς την ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωσή τους. Επίσης, διαλαμβάνεται και ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αναφερομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση παραλείψεων των αναιρεσειόντων και των ως άνω επελθόντων αξιοποίνων αποτελεσμάτων, αφού σαφώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο εμπρησμός που επήλθε και ο από αυτόν θάνατος των οκτώ (8) εργαζομένων στο έργο θα είχαν αποφευχθεί, αν δεν είχαν λάβει χώρα οι παραλείψεις των αναιρεσειόντων και οι τελευταίοι είχαν μεριμνήσει για να ληφθούν τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων στο έργο που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και που είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να λάβουν με βάση τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους. Ακόμη, απορριπτέα είναι και η αιτίαση των τρίτου και τετάρτου των αναιρεσειόντων (Κ. Ν. Σ. και Κ. Χ. Σ.) ότι απορρίφθηκαν χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία οι αυτοτελείς ισχυρισμοί τους περί αναγνωρίσεως σ’ αυτούς των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ και ε’ , δηλαδή των ελαφρυντικών περιστάσεων του ότι ωθήθηκαν στις πράξεις τους από αίτια μη ταπεινά και ότι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις τους, και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί τους περί αναγνωρίσεως σ’ αυτούς των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων υποβλήθηκαν τελείως αόριστα, με επίκληση μόνον των διατάξεων που προέβλεπαν τα ως άνω ελαφρυντικά και ως εκ τούτου το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή τους με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, η αιτίαση του πρώτου αναιρεσείοντος (Γ. Σ.) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιώνει την ευθύνη του μόνο στην ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εργολήπτριας εταιρίας, χωρίς να παραθέτει περιστατικά που να αποδεικνύουν ενεργό ανάμιξη του στην εργολαβία και στην εκτέλεση του έργου των ελασματουργικών εργασιών στα διπύθμενα του πλοίου, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η τελευταία στήριξε την καταδικαστική της κρίση για την καταδίκη του αναιρεσείοντος αυτού στις παραλείψεις του ιδίου ως εργολάβου φυσικού προσώπου και όχι ως εκπροσώπου της εργολήπτριας εταιρείας, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος. Εξάλλου, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου αναιρεσείοντος (Ι. Π.) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε το αυτοτελές αποδεικτικό μέσο τη αυτοψίας που διενεργήθηκε, αφού, από το περιεχόμενο του αιτιολογικού (σκεπτικού) της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι φανερό ότι το δικαστήριο της ουσίας, εκτός των λοιπών αποδεικτικών μέσων, έλαβε υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε και την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από 23-10-2008 έκθεση αυτοψίας, τούτο δε προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το ότι αναφέρονται ειδικά σ’ αυτό τα όσα διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία, τα οποία μάλιστα αποδέχεται και η προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αντιτίθεται προς αυτά. Τέλος, η αιτίαση του δεύτερου αναιρεσείοντος (Ι. Π.) ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση και τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης που διενήργησαν οι πραγματογνώμονες Α. Κ., Μ. Θ. και Π. Χ. κατόπιν εντολής της Ανακρίτριας Πειραιώς, χωρίς αυτή να έχει αναγνωσθεί στο δικαστήριο, με συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμος. Κυρίως μεν διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναγνώστηκε στο δικαστήριο υπό τον αύξοντα αριθμό αναγνωστέου εγγράφου (38) και με τον τίτλο "η από 30-1-2009 έκθεση εγχείρησης πραγματογνωμοσύνης", αφού η έκθεση πραγματογνωμοσύνης και η έκθεση εγχείρησής της αποτελούν ενιαίο έγγραφο, το γεγονός δε ότι αναγνώστηκε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης προκύπτει και από το ότι υπό τον αύξοντα αριθμό αναγνωστέου εγγράφου (37) αναγνώστηκαν "όλα τα αναφερόμενα ως σχετικά έγγραφα υπ’ αριθμ. ... που αναφέρονται στην έκθεση των ειδικών πραγματογνωμόνων (παράρτημα Γ’ και Δ’ )" και υπό τον αύξοντα αριθμό (36) αναγνώσθηκε (επισκοπήθηκε) "φωτογραφικό υλικό των ειδικών πραγματογνωμόνων αποτελούμενο από 342 φωτογραφίες έγχρωμες (παραρτήματα Α’ και Β’ ), όπου τα παραρτήματα Α’ , Β’ , Γ’ , και Δ’ αποτελούν τμήματα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, αλλά και διότι, σε κάθε περίπτωση, τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης αποδείχθηκαν και έγιναν γνωστά στο δικαστήριο από τις καταθέσεις των ιδίων των πραγματογνωμόνων που εξετάστηκαν ως μάρτυρες στο δικαστήριο και κατέθεσαν σχετικά με τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης που διενέργησαν. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αναιρεσείοντες οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νομίμου βάσεως και της απόλυτης ακυρότητας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , Ε’ και Α’ του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμοι, ως προς όλα τα σκέλη τους. Ειρήσθω ότι τα σχετικά παράπονα των αναιρεσειόντων περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος τους ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και είναι απαράδεκτα, αφού, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να επιβληθούν στον κάθε αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) την από 3/3/2016 (με αρ.πρωτ. ...8-3-16) αίτηση - δήλωση του Γ. Σ. του Η., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-3-2016, 2) την από 7/3/2016 (με αρ.πρωτ. .../8-3-16) αίτηση - δήλωση του Ι. Π. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-3-2016, 3) την από 29-2-2016 αίτηση του Κ. Σ. του Ν., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016, 4) την από 29-2-2016 αίτηση του Κ. Σ. του Χ., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016 και 5) την από 29-2-2016 αίτηση του Φ. Σ. του Η., η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Πειραιά με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...2016, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της 1134/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά. Απορρίπτει τις ως άνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως. Και Επιβάλλει στον κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Μαΐου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεις κατά αποφάσεως που καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για ανθρωποκτονίες από αμέλεια κατά συρροή και για εμπρησμό από αμέλεια. Απορρίτπει την αναίρεση του 5 ου αναιρεσείοντα που δεν εμφανίστηκε και του επιβάλλει τα έξοδα της αναίρεσης του. Απορρίπτει κατ' ουσίαν ως αβάσιμες τις αναιρέσεις των λοιπών αναιρεσειόντων και επιβάλλει σε κάθε αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Έξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
0
Αριθμός 663/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Α. Σ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Φυλακή ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1281/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2016 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 655/2016. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 21 Ιουνίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του γραμματέα του Καταστήματος Κρατήσεως ... Γ. Σ. Γ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 655/17-6-2016 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α' και 3 εδ. α' και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Α. Σ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 26 Απριλίου 2016, για αναίρεση της 1281/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2017. Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως το αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 662/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Α. Σ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Φυλακή ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1296/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2016 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 660/2016. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 21 Ιουνίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του γραμματέα του Καταστήματος Κρατήσεως ... Γ. Σ. Γ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 660/17-6-2016 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α' και 3 εδ. α' και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Α. Σ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 26 Απριλίου 2016, για αναίρεση της 1296/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2017. Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως το αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
1
Αριθμός 652/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Λ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζήση, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 214/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ξανθή Μπασάκου, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2016. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και την πληρεξούσια πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 17,18, και 19 του Ν. 2523/1997 (Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία) προκύπτει ότι τα εγκλήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές αναφέρονται περιοριστικά και μόνο α) στην παράλειψη υποβολής ή στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), β) στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, υπό το καθεστώς του οποίου φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη φοροδιαφυγή, όπως αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με την παρ. 2 δ’ του άρθρου 3 του Ν. 3943/2011, "αδίκημα, μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή ΦΠΑ τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση πάνω από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ (μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Με τις διατάξεις αυτές περιγράφεται με σαφήνεια η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, που τελείται με τη μορφή της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, λοιπών φόρων, τελών κλπ. Ειδικότερα, περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος, κατά την οποία (μεταξύ άλλων) η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του ΦΠΑ, στοιχειοθετείται μόνον αν ο φορολογούμενος ενήργησε με σκοπό ("προκειμένου") να αποφύγει την πληρωμή ΦΠΑ ή να πληρώσει λιγότερο ΦΠΑ. Πρόκειται για έγκλημα σκοπού και ο υπαίτιος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 Π.Κ.), δηλαδή πρέπει αυτός, με την πράξη της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης του ΦΠΑ στο Δημόσιο, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας ότι ενεργεί για να αποφύγει και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του οφειλόμενου ΦΠΑ. Αν ο υπαίτιος δεν έχει τέτοιο εγκληματικό σκοπό, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση και δεν στοιχειοθετείται το ως άνω έγκλημα, η δε σχετική καταδικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που να καλύπτει όχι μόνον όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός ή απατηλή λήψη ΦΠΑ κλπ), αλλά και τον συγκεκριμένο εγκληματικό σκοπό για αποφυγή της πληρωμής του ΦΠΑ. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 18 του Ν. 2523/1997. Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής των παρακρατουμένων φόρων), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων του άρθρου 18 του ως άνω Ν. 2523/1997. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 214/2015 απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύει, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, επί λέξει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Στις 13-11-1995 ιδρύθηκε η Ε.Π.Ε. με την επωνυμία "... Εταιρία ΕΠΕ", η οποία στη συνέχεια μετετράπη σε Α.Ε. με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ", με έδρα την ... Αττικής, η οποία ανήκε στη .... Διευθύνων Σύμβουλος, Πρόεδρος, νόμιμος εκπρόσωπος και ιδρυτής της ανωτέρω εταιρείας είναι ο 1ος κατηγορούμενος (Λ. Τ.). Η εταιρεία είχε 10 καταστήματα πωλήσεως ενδυμάτων και υποδημάτων και απασχολούσε 60 άτομα προσωπικό. Από το έτος 2008 όμως η εταιρεία παρουσίασε οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 1-10-2009 έως 31-10-2009 και β) από 1-1-2010 έως 30-6-2010 ο πρώτος κατηγορούμενος, με την ανωτέρω ιδιότητα του, να μην αποδώσει τον ΦΠΑ που ανέρχεται για το 1° χρονικό διάστημα στο ποσό των 123.460,58 ευρώ και για το 2° χρονικό διάστημα στο ποσό των 154.321,22 ευρώ. Πρέπει να λεχθεί, ότι ο 1ος κατηγορούμενος προσπάθησε να τακτοποιήσει τις οφειλές του προς την ανωτέρω Δ.Ο.Υ. και την 1-6-2012 υπέβαλε προς την ... αίτηση, με την οποία ζητούσε ρύθμιση όλων των οφειλών του και με την από 11-12-2012 νέα αίτηση του εκχωρούσε τις απαιτήσεις της ανωτέρω Α.Ε. προς την .... Επίσης με την υπ’ αριθμ. 435/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με αίτηση της ανωτέρω εταιρείας και του 1ου κατηγορουμένου, είχε διαταχθεί το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης της Α.Ε. και είχε επικυρωθεί η συμφωνία εξυγίανσης μεταξύ της Α.Ε. και των εγγυητών της και της εκ του νόμου προβλεπόμενης πλειοψηφίας των πιστωτών της." Ακολούθως το ως άνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στον Πειραιά, όπου και βρίσκεται η έδρα της αρμόδιας ... για την φορολόγηση της ελεγχομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ" και με έδρα την ... Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα α) από 1-10-2009 έως 31-12-2009 και β) από 1-1-2010 έως 30-6-2010, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, της μη απόδοσης ΦΠΑ, υπό την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανωτέρω εταιρίας, δυνάμει ιδιωτικής βούλησης και δη ως υπεύθυνος του τομέα λιανικής πώλησης της ανωτέρω εταιρίας και εξουσιοδοτημένος, δυνάμει του από 27-10-2008 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω ανώνυμης εταιρίας (ΦΕΚ 1662/5-3-2009), να υπογράφει επιταγές, συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή, τόσο για την έκδοση και αποδοχή τους, όσο και για την είσπραξη τους, δεν απέδωσε ΦΠΑ που ανέρχεται α) κατά το πρώτο ως άνω χρονικό διάστημα, στο ποσό των 123.460,58 ευρώ και β) κατά το δεύτερο ως άνω χρονικό διάστημα στο ποσό των 154.321,22 ευρώ, ήτοι δεν απέδωσε ΦΠΑ ποσού που υπερβαίνει σε ετήσια βάση, σε κάθε ένα από τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ". Με τις παραδοχές αυτές που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αλληλοσυμπληρώνονται, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του από την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρεται και δεν αιτιολογείται επαρκώς, με αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών, ο απαιτούμενος για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της φοροδιαφυγής υπερχειλής δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την μη απόδοση του Φ.Π.Α. είχε σκοπό φοροδιαφυγής. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικός λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας, είναι βάσιμος και συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 214/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργ.). Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2017. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Απριλίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στα εγκλήματα σκοπού με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση πρέπει να αιτιολογείται στην καταδικαστική απόφαση ειδικά ο υπερχειλής δόλος ή δόλος σκοπού, διαφορετικά ελλείπει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης και αυτή είναι αναιρετέα κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Αναιρεί την καταδικαστική απόφαση για φοροδιαφυγή με μη απόδοση του ΦΠΑ διότι δεν αιτιολογείται σ' αυτήν αν ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο σκοπού αποφυγής καταβολής του ΦΠΑ και φοροδιαφυγής και παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Παραπομπής Δικαστήριο, Υπερχειλής δόλος.
0
Αριθμός 654/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Κ. Ρ. του Π., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7479/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιανουαρίου 2017 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 135/2017. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2017 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 135/7-2-2017 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-1-2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Κ. Ρ. του Π., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 17-1-2017, για αναίρεση της 7479/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2017. Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως το αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 434/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Θ. Φ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 44/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 338/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Σ. Ε., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 338/7-10-2015 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α' και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στην αρχική συνεδρίαση της 20ης Ιανουαρίου 2016, οπότε με την υπ' αριθμ. 156/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2016, οπότε με την υπ' αριθμ. 1062/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε ξανά η εκδίκαση της υποθέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-2-2015 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Θ. Φ. του Α., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 3-3-2015, για αναίρεση της 44/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαρτίου 2017. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαρτίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως το αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 433/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο και Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Κ. Σ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 106/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Αυγούστου 2016 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1065/2016. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή με αριθμό 180/1-12-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, στο Δικαστήριό Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476, 485 παρ.1 εδάφιο α και 513 του Κ.Π.Δ την υπ' αριθμ.34/12-8-2016 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Σ., κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων ..., κατά του υπ' αριθμ. 106/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, εκθέτω τα ακόλουθα: Με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ ορίζεται ότι "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από αυτό, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που θα εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Εξάλλου με την διάταξη του άρθρου 34 περιπτ. γ του Ν 3904/2010 καταργήθηκε το άρθρο 482 του Κ.Π.Δ το οποίο είχε ως εξής: "1. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. 2. Αν το συμβούλιο εφετών επιλήφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1". Συνεπώς, μετά την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ με το άρθρο 34 περιπτ. γ του Ν 3904/2010, δεν προβλέπεται πλέον η άσκηση αναίρεσης από την πλευρά του κατηγορουμένου, εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση με το υπ' αριθμ. 106/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 27-6-2016 αίτηση του κατηγορουμένου Κ. Σ., με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η διενεργηθείσα στα πλαίσια αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης κατ' οίκον έρευνα στην κατοικία του από αστυνομικούς του Τμήματος Ασφάλειας … στις 15,16, και 17 Νοεμβρίου 2011 καθώς και όλες οι εξαρτώμενες από αυτήν μεταγενέστερες ανακριτικές πράξεις. Κατά του βουλεύματος αυτού, άσκησε αυτός την κρινόμενη υπ' αριθμ. 34/12-8-2016 αίτηση αναίρεσης ενώπιον της Διευθύντριας του Ψυχιατρείου Κρατουμένων ..., η οποία έλαβε αριθμό βιβλίου ενδίκων μέσων 5/23-8-2016. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν, μετά την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ, αναίρεση εναντίον του ανωτέρω βουλεύματος δεν επιτρέπεται πλέον στον κατηγορούμενο για οποιοδήποτε λόγο. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά βουλεύματος μη υποκειμένου σε αναίρεση από την πλευρά του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 34/12-8-2016 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Σ. κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων ..., κατά του υπ' αριθμ. 106/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων και β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, η αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Ποιν.Δ. με το άρθρο 34 στοιχ. γ' του Ν. 3904/23-12-2010, δεν χορηγείται πλέον στον κατηγορούμενο δικαίωμα αναιρέσεως εναντίον οιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και παραπεμπτικού, του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή των εφετών. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ακόμη και αυτού που αποφαίνεται για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 52/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου εξασφαλίζεται πλήρως, αφού παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να υποβάλει τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του ως προς όσα δέχθηκε το βούλευμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο" και κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ. "αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476 το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη ...". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με την κρινόμενη αναίρεση του, προσβάλλει και ζητεί την αναίρεση του 106/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων που απέρριψε αίτηση του περί κηρύξεως ακυρότητας συνταχθείσας εκθέσεως έρευνας σε κατοικία και κατασχέσεως. Ενόψει λοιπόν του ότι το ως άνω βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση από μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα υπό του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος εναντίον του οποίου δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από μέρους του κατηγορουμένου. Συνεπώς, μετά και την εμπρόθεσμη ειδοποίηση της αντικλήτου δικηγόρου του αναιρεσείοντος για να εμφανισθεί στο Συμβούλιο αυτό και να εκθέσει τις απόψεις του, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της γραμματέως επί του φακέλου της δικογραφίας και την μη εμφάνισή της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-8-2016 και με αριθμό εκθέσεως 34/2016 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Σ., για αναίρεση του 106/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2017. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση κατηγορουμένου ως απαράδεκτη διότι στρεφεται κατά βουλεύματος, το οποίο μετά το άρθρο 34 περ. γ του Ν. 3904/2010 και την κατάργηση του άρθρου 482 του Κ.Ποι.Δ., δεν προσβάλλεται με αναίρεση από τον κατηγορούμενο. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 1/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ευγενία Προγάκη, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Αλτάνα Κοκκοβού, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Γεώργιο Αναστασάκο, Ιωάννη Μαγγίνα, Δήμητρα Κοκοτίνη, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Ιωάννη Φιοράκη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αγγελική Τζαβάρα, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Ναυσικά Φράγκου, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη, Μαρία Παπασωτηρίου και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες. (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης). Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ..." που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Φραγκάκη, που κατέθεσε προτάσεις και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς τους δεύτερο, τέταρτη και πέμπτη των αναιρεσιβλήτων. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 2)Γ. Π. του Χ., 3)Α. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 4) εταιρείας με την επωνυμία "...", που έδρευε στη ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, και 5)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που έδρευε στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο πρώτος παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Βικτωρία Μουτζουρίδου και Φίλιππο Σπυρόπουλο, που κατέθεσαν προτάσεις. Ο δεύτερος έχει αποβιώσει, όπως προκύπτει από το πρακτικό 42/2016 του Δικαστηρίου τούτου, ο τρίτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Αγγελάκο, που κατέθεσε προτάσεις και οι τέταρτη και πέμπτη εταιρείες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-5-2007 δύο αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας και την από 5-2-2008 αγωγή των 1ου, 2ου, 4ης και 5ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5284/2009 μη οριστική που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 4370/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 3963/2012 μη οριστική και 5901/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 25-2-2014 αίτησή της (με αριθμό κατάθεσης ...28-2-2014), επί της οποίας εκδόθηκε η 1155/2015 απόφαση του Α2’ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ. λόγους της από 25 Φεβρουαρίου 2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Με την από 16 Οκτωβρίου 2015 κλήση της αναιρεσείουσας η υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 22 Aπριλίου 2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των παραπεμφθέντων στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου πρώτου και δευτέρου λόγων, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ., της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική τους δαπάνη. Ο Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών γιατί είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 12η Ιανουαρίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες ο Αντιπρόεδρος Γεράσιμος Φουρλάνος και οι Αρεοπαγίτες Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ειρήνη Καλού, Παναγιώτης Κατσιρούμπας, Διονυσία Μπιτζούνη και Θωμάς Γκατζογιάννης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 294 και 297 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει, ότι η παραίτηση του αναιρεσείοντος ολική ή μερική, από το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωσή του, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχομένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης, για το κύρος δε της εν λόγω παραίτησης δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σ` αυτή, εφόσον γίνεται προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 744/1982, ΑΠ 50/2014, ΑΠ 2249/2014, ΑΠ 1697/2008). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 παρ. 1α, 287, 288 και 290 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 286 και 287 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου κώδικα, και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, εάν μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση αποβιώσει κάποιος από τους διαδίκους. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Επί απλής ομοδικίας η διακοπή επέρχεται μόνο ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής του άρθρου 288 ΚΠολΔ ( ΑΠ 379/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, παραιτήθηκε νόμιμα από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς τον δεύτερο (Γ. Π.), τέταρτη ανώνυμη εταιρεία (...) και πέμπτη ανώνυμη εταιρεία (...) των αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (καίτοι ούτοι δεν κλήθηκαν κατά την συζήτηση της υποθέσεως). Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί πως η εν λόγω αίτηση αναίρεσης δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς και να απορριφθεί ως μη νόμιμο το περί του αντιθέτου αίτημα των πρώτου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων. II . Με την υπ’ αριθ. 1155/2015 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.2 εδ. γ’ του Ν.1756/1988 και 563 παρ.2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, τα ζητήματα, α) της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής και β) αν η συνταγματική προστασία της επικοινωνίας έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή του εργοδότη του, δημιουργεί και χρησιμοποιεί, πέραν της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έθεσε στη διάθεση του η επιχείρηση, προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, λαμβάνοντας μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτήν οιουδήποτε τρίτου, και δ’ αυτής αποστέλλει και δέχεται ηλεκτρονικά μηνύματα που δεν αφορούν την υπό στενή έννοια ιδιωτική του ζωή, αλλά αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάζεται πράξεις. III. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, από το 1979 δραστηριοποιείται στην Ελλάδα στον τομέα εμπορίου ξυλείας, αντιπροσωπεύουσα μεγάλο αριθμό οίκων του εξωτερικού και εισάγει στην Ελληνική αγορά πολύ μεγάλο μερίδιο της εισαγόμενης στην Ελλάδα ξυλείας. Τον Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006 παραιτήθηκαν από την αναιρεσείουσα οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη πρώτοι αναιρεσίβλητοι, από τους οποίους, ο μεν πρώτος από το έτος 1987 μέχρι την 29-9-2006 ήταν Γενικός Διευθυντής της και από το Μάιο του 1996 μέχρι την 29-9-2006 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της και Διευθύνων Σύμβουλος, ο δε δεύτερος, που προσλήφθηκε το έτος 1993, ως υπάλληλός της, ανέλαβε από το έτος 1996 τη διεύθυνση πωλήσεων και από τον Ιούνιο του 2005 εξελέγη και διετέλεσε, μέχρι την 15-11-2006, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Οι δύο αυτοί αναιρεσίβλητοι προσχώρησαν στη συνέχεια ως υψηλόβαθμα στελέχη σε άλλη εταιρεία εμπορίας ξυλείας, ανταγωνιστική της αναιρεσείουσας, και έγιναν ο πρώτος πρόεδρος και ο δεύτερος αντιπρόεδρος αυτής. Ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, όταν κλήθηκε κατά την αποχώρησή του, να ενημερώσει και να παραδώσει στον επόμενο γενικό διευθυντή της αναιρεσείουσας το αρχείο των συμβάσεων πελατών, τη σχετική αλληλογραφία με τους αντιπροσωπευομένους οίκους και τους πελάτες, τις παραγγελίες και όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως αυτά είχαν μηχανογραφηθεί και τύχει επεξεργασίας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που του είχε διαθέσει η αναιρεσείουσα και ήταν ιδιοκτησίας της, αρνήθηκε κάθε συνεργασία, υποστηρίζοντας ότι τα σχετικά αρχεία δεν υπήρχαν πλέον, διότι είχαν διαγραφεί και καταστραφεί από αυτόν. Τον Νοέμβριο του 2006, τρεις από τους σημαντικότερους οίκους, που η αναιρεσείουσα αντιπροσώπευε αποκλειστικά στην Ελλάδα, κατήγγειλαν την συνεργασία τους μαζί της. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν να συνεργασθούν με την εταιρεία στην οποία είχαν προσχωρήσει οι άνω αναιρεσίβλητοι. Η αναιρεσείουσα ζήτησε στις 17-1-2007 από τρεις ειδικούς πραγματογνώμονες, διαπιστευμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος, να επιχειρήσουν να αναζητήσουν και να επαναφέρουν από τους σκληρούς δίσκους των εταιρικών υπολογιστών των άνω αναιρεσιβλήτων τα διαγραμμένα αρχεία και να ταξινομήσουν τα αποτελέσματα στους αντίστοιχους φακέλους. Μετά από τη σχετική έρευνα οι πραγματογνώμονες παρέδωσαν στην αναιρεσείουσα το πόρισμά τους. Από το πόρισμα προέκυψε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι οι άνω αναιρεσίβλητοι, ήδη από το 2004, προέβησαν σε σωρεία αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος της αναιρεσείουσας δια μέσου εταιρειών δικών τους συμφερόντων -μιας κυπριακής και μιας ελληνικής- και είχαν από έτους και πλέον μεθοδεύσει την μεταπήδησή τους στην ελληνική ανταγωνίστρια εταιρεία, παρασύροντες σε αυτήν ξένους οίκους, τους οποίους αντιπροσώπευε αποκλειστικά η αναιρεσείουσα. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα άσκησε τις από 11-5-2007 δύο αγωγές κατά των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της, κατά της κυπριακής εταιρείας, κατά της ελληνικής ανταγωνιστικής εταιρείας στην οποία αυτοί προσχώρησαν, και κατά των ξένων οίκων που η αναιρεσείουσα προηγουμένως αντιπροσώπευε, διεκδικώντας αποζημίωση λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού και λόγω ακυρότητας των γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας. Οι δύο αγωγές απορρίφθηκαν με την 4370/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αρνήθηκε να λάβει υπ’ όψη τα ανασυρθέντα έγγραφα από τους υπολογιστές των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, ως αποτελούντα παρανόμως συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ακολούθως, ασκήθηκε έφεση από την αναιρεσείουσα και το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε, ότι τα ως άνω έγγραφα, ως αποκτηθέντα κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών, συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του. Ειδικότερα σε σχέση με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα, για την απόδειξη των ισχυρισμών της, προσκομίζει και επικαλείται, εκτός των άλλων, αντίγραφα εκτυπώσεων ηλεκτρονικών αρχείων διαφόρων κειμένων και μηνυμάτων, τα οποία ,όπως αποδεικνύονται, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την από την ίδια, έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, αποτέλεσαν αντικείμενο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του δεύτερου αναιρεσίβλητου, με τρίτα, πλην της αναιρεσείουσας, πρόσωπα, που έλαβε χώρα διαμέσου προσωπικού λογαριασμού του τελευταίου, ενώ στη συνέχεια αποθηκεύθηκαν στους σκληρούς δίσκους υπολογιστών ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας αποκλειστικής χρήσης των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, από όπου και διαγράφηκαν πριν την παράδοση των υπολογιστών στην αναιρεσείουσα, ότι τα αρχεία αυτά περιήλθαν στη γνώση και την κατοχή της αναιρεσείουσας, χωρίς τη συναίνεση του δεύτερου αναιρεσίβλητου και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και ότι κατ’ ακολουθία, τα έγγραφα αυτά συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Η τελευταία αυτή απόφαση πλήττεται από την αναιρεσείουσα, με την υπό κρίση αίτηση, δύο εκ των λόγων της οποίας και δη οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 11 γ’ ΚΠολΔ ( ήτοι για εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος και για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων), ως αναφερόμενοι σε ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια. IV. Κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος : "1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 (όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη, μαζί με την παράγραφο 3, με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής). Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α". Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν.3115/2003 : "1. Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο". Περαιτέρω η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370 Α του Ποινικού Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών ( ΣτΕ 1091/2015). Στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος., που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα (επιστολές) αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων. Το άρθρο 19 παρ.1 του Συντάγματος προστατεύει μόνο την "επικοινωνία σε οικειότητα και όχι την επικοινωνία σε δημοσιότητα". Αν και χαρακτηρίζεται ως "απόλυτο", το απόρρητο αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδιο συνταγματική διάταξη. Το ζήτημα της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής, δεν έχει αντιμετωπιστεί από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ενώ στη θεωρία έχουν υποστηριχθεί δύο αντίθετες απόψεις. Σύμφωνα με μία άποψη, που αποτελεί μειοψηφία, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εκτείνεται και μετά τη λήξη της επικοινωνίας και μέχρι να εκφραστεί αντίθετη θέληση των επικοινωνούντων. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν οι Κ. Χρυσόγονος, στο έργο του, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ.256 επ., και ο Στ. Τσακυράκης, στη μελέτη του, Το απόρρητο της επικοινωνίας, ΝοΒ 1993, σελ. 995. Σύμφωνα με την άλλη άποψη, που είναι η κρατούσα και δέχεται ως ορθότερη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με τη λήξη της. Η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων ( άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος, αντιστοίχως ), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου. Τούτο δέχονται από παλιά η συνταγματική θεωρία και η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ( βλ. μεταξύ άλλων, Ν.Ν. Σαρίπολο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923 σελ. 146-147, Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Α’ Ατομικές ελευθερίες, δ’ έκδοση, 1982, σελ. 232 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, 2012, δ’ έκδοση, σελ. 353 επ., Ν. Παπαδόπουλο, Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 390 επ., Παν. Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, 2002, σελ. 100-101, Ν.Κ. Αλιβιζάτο, στη Γνωμοδότησή του από 17.10.2011). Έτσι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που όπως προαναφέρθηκε εμπίπτουν και αυτά στο απόρρητο των ανταποκρίσεων, προστατεύονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 19 Συντάγματος μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας. Μετά την ολοκλήρωσή της, ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης, δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ.1 Συντάγματος, αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α του Συντάγματος. Ειδικά για τα ηλεκτρονικά μηνύματα και το ότι αυτά δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του απορρήτου, μετά την ανάγνωσή τους, έχει εκδοθεί η από 2-3-2006 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω μηνύματα, από τη στιγμή που έχουν αποθηκευθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του παραλήπτη τους δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 10 παρ.1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης), αλλά με βάση το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρο 1 παρ.1 και 2 παρ.1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης). Αντιθέτως, το προϊόν τηλεφωνικής υποκλοπής, όπως έχει αποτυπωθεί σε μαγνητοταινία, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν μπορούσε να συλλεγεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας, και για το λόγο αυτόν και η αυστηρή μεταχείριση της χρήσης και ειδικότερα της αναμετάδοσης του προϊόντος υποκλοπής όχι μόνο τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται ,αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Να σημειωθεί τέλος ότι στην υπ’ αριθ. 6/2008 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δέχεται ότι ο σκληρός δίσκος ενός υπολογιστή δεν αποτελεί είδος επικοινωνίας και ότι, συνεπώς, τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, τα αναζητηθέντα και επανεφερθέντα (ανασυρθέντα) αρχεία, δεν υπεκλάπησαν κατά την διάρκεια επικοινωνίας και δεν αφαιρέθηκαν από προσωπικό ηλεκτρονικό αρχείο των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας εταιρείας με διάρρηξη μυστικού κωδικού πρόσβασης, αλλά από τον σκληρό δίσκο των εταιρικών υπολογιστών, που αυτοί χρησιμοποιούσαν. Και τούτο, μετά την άρνησή τους να παραδώσουν στην αναιρεσείουσα τα σχετικά έγγραφα--είτε τυπωμένα είτε ως ηλεκτρονικά αρχεία-- προκειμένου η τελευταία να συνεχίσει απρόσκοπτα την επιχειρηματική δράση της. Συνεπώς υπό τα δεδομένα αυτά, τα επίμαχα αρχεία δεν καλύπτονταν από το απόρρητο των ανταποκρίσεων και δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος. V. Περαιτέρω, επικουρικά, για τα ζητήματα, α) αν τα ως άνω επίμαχα ανασυρθέντα αρχεία και τα ηλεκτρονικά μηνύματα καλύπτονται από το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων και β) αν η συνταγματική προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων έχουν εφαρμογή και στην άνω περίπτωση που τα ανασυρθέντα αρχεία και τα ηλεκτρονικά μηνύματα δεν αφαιρέθηκαν από προσωπικό ηλεκτρονικό αρχείο των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας εταιρείας με διάρρηξη μυστικού κωδικού πρόσβασης, αλλά από τον σκληρό δίσκο των εταιρικών υπολογιστών, που αυτοί χρησιμοποιούσαν και τα οποία (ηλεκτρονικά μηνύματα ) αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάσθηκαν πράξεις, πρέπει να λεχθούν τα εξής: 1. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος : "Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας". Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ ,σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος : "Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και την οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει κρίνει ότι τα τηλεφωνήματα και η ηλεκτρονική αλληλογραφία από τον χώρο της δουλειάς ενδέχεται να θεωρηθούν ιδιαίτερες εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής του εργαζομένου και να προστατεύονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ίδιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, πρώην ΔΕΚ), που, ενώ στην αρχή ( 1989) είχε αποφανθεί ότι το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ "αφορά το πεδίο της ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και, επομένως, δεν μπορεί να επεκταθεί στους χώρους εμπορικών δραστηριοτήτων", στη συνέχεια ( 2008) προσέγγισε την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Στην προκειμένη περίπτωση, τα ανασυρθέντα αρχεία, περιελάμβαναν όχι μόνον έγγραφα της εργοδότριας αναιρεσείουσας, αλλά και (προσωπικά) ηλεκτρονικά μηνύματα και επιστολές, τις οποίες είχαν απευθύνει προς τρίτους--πελάτες της αναιρεσείουσας, ανταγωνιστές της, αλλά και αντιπροσωπευομένους από αυτήν--οι παραιτηθέντες πρώην υπάλληλοί της, προετοιμάζοντας την αποχώρησή τους. Αν και στενά συνδεδεμένη με την εμπορική και την εν γένει επιχειρηματική δραστηριότητα της αναιρεσείουσας, η σχετική αλληλογραφία είναι "προσωπική" "ιδιωτική", δηλαδή εμπίπτει στην έννοια της "ιδιωτικής ζωής". Και τούτο, για το λόγο ότι η εν λόγω αλληλογραφία απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων των παραιτηθέντων υπαλλήλων (εις βάρος βέβαια των συμφερόντων της τελευταίας). Συνεπώς υπό τα δεδομένα αυτά, τα επίμαχα αρχεία αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή των αναιρεσιβλήτων και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παρ.1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ. 2. Κατά το άρθρο 9 Α του Συντάγματος, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001, προς εναρμόνιση προς το Ευρωπαϊκό δίκαιο : "Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων ,όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή ,που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει". Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, ήτοι το δικαίωμα του λεγόμενου "πληροφοριακού αυτοκαθορισμού" ή "αυτοδιάθεσης των πληροφοριών". Ως τέτοια δε δεδομένα θεωρούνται όχι μόνον εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα, ενώ, εξάλλου, η προστασία αναφέρεται όχι μόνο στην επεξεργασία των στοιχείων αυτών από κρατικά όργανα, αλλά και από ιδιώτες ( ΣτΕ 1616/2012). Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τον ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", προστατευτέα προσωπικά δεδομένα είναι μόνον όσα αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα. Τούτο προκύπτει από τις περ. (α) και (γ) αντιστοίχως του άρθρου 2 του ν.2472/1997, οι οποίες ορίζουν ως προσωπικά δεδομένα "κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων" και ως "υποκείμενο των δεδομένων", "το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ’ του άνω ν. 2472/1997 ως "επεξεργασία" δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα νοείται "κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή" (ΑΠ 474/2016). Να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, έχει εφαρμογή ο άνω ν. 2472/1997 και όχι ο ν. 3471/2006 "Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ...", ο οποίος στο άρθρο 3 με τίτλο "Πεδίο Εφαρμογής", όπως η παρ.1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 169 Ν.4070/2012, ορίζει : "1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 17 του παρόντος νόμου έχουν εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών περιλαμβανομένων αυτών που υποστηρίζουν συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης. Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μη διαθεσίμων στο κοινό δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφαρμόζεται ο ν. 2472/1997, όπως ισχύει. 2. Ο ν. 2472/1997, όπως ισχύει, και οι εκτελεστικοί του άρθρου 19 του Συντάγματος νόμοι, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται για κάθε ζήτημα σχετικό με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που δεν ρυθμίζεται ειδικότερα από τον παρόντα νόμο". Στην προκειμένη περίπτωση, οι πληροφορίες, που περιλαμβάνονται στα ως άνω αρχεία, που ανασύρθηκαν από τους εταιρικούς υπολογιστές τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι πρώην παραιτηθέντες υπάλληλοι, αν και αφορούσαν και την επιχειρηματική δράση της εργοδότριας αναιρεσείουσας εταιρείας και τις υποθέσεις της, συνιστούν προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων. Και τούτο, για το λόγο ότι η ηλεκτρονική αυτή αλληλογραφία και ανταλλαγή των κρισίμων πληροφοριών εξυπηρετεί προεχόντως τα προσωπικά συμφέροντα και σχέδια των υπαλλήλων. Συνεπώς, τα επίμαχα αρχεία πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 Α του Συντάγματος 3.Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά, ορίζοντας "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ...τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί....πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο...και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Εξάλλου, για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να προβλέπονται από τον νόμο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι τυπικός. Τέλος, τα ατομικά δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον έναντι της πολιτείας και των οργάνων της, αλλά και έναντι ιδιωτών που τα προσβάλλουν, αφού πλέον, κατά την ως άνω παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 25 του Συντάγματος, "τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν". Πρόκειται για την λεγόμενη "τριτενέργεια" των συνταγματικών δικαιωμάτων, στην οποία εμπίπτει κατ’ εξοχήν η σχέση εργοδότη και εργαζομένου. Κατά πάγια πλέον νομολογία ,ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς την προσωπική και ιδιωτική ζωή, η εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχων, οι οποίοι, εκτός εργασίας θα ήταν ανεπίτρεπτοι. Έτσι, όπως έχει κριθεί, είναι θεμιτή η μαγνητοσκόπηση ταμιών καταστήματος εν ώρα εργασίας, διότι η εργασία την οποία αυτοί παρέχουν υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, δεδομένου ότι η παραπάνω μαγνητοσκόπηση δεν ανάγεται στην σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων ( ΑΠ 874/2004, η οποία αφορά τη γνωστή υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων από το παγκάρι του ιερού ναού προσκυνήματος ...). Προς την ίδια κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης και, ειδικότερα, στον χώρο εργασίας, είναι επιτρεπτές πιο εκτεταμένες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων απ’ ό,τι εκτός αυτού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού "απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 991/2014 ,ΑΠ 249/2014). Ωστόσο η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρ. 5§1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο δηλαδή προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ` επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς (ΑΠ 991/2014). Από τις διατάξεις των άρθρων 652 και 288 ΑΚ και 16 του ν. 146/1914 προκύπτει ότι ο μισθωτός, ο οποίος έχει καθήκον πίστης προς τον εργοδότη του, υποχρεούται να μη ενεργεί ανταγωνιστικές πράξεις, οι οποίες βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη. Τέτοιες πράξεις, πλην άλλων, είναι η άσκηση για δικό του λογαριασμό, με άγνοια του εργοδότη, εμπορικών εργασιών, ομοίων προς τις πράξεις του τελευταίου, ως και η εξυπηρέτηση πελατών του εργοδότη απ` ευθείας από τον μισθωτό ( ΑΠ 1285/1984). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 εδ. α’ , β’ και γ’ του ν. 2472/1997, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα "για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. ". Έτσι ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά καταρχήν για τους σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και την οργάνωση της εργασίας. Η διαπίστωση της "συμβατότητας" μεταξύ της συλλεγόμενης πληροφορίας και της σχέσης απασχόλησης δεν μπορεί να γίνει σε αφηρημένη βάση αλλά θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά στάθμιση in concreto των συμφερόντων των εργαζομένων και των δικαιωμάτων των εργοδοτών, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα όπως το είδος της εργασίας για την οποία γίνεται η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ή το εάν η συλλογή και επεξεργασία γίνεται κατά το στάδιο της πρόσληψης ή το στάδιο της λειτουργίας της σχέσης εργασίας. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά χρειάζονται, ενόψει των σκοπών επεξεργασίας. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του εργαζόμενου, με ηπιότερα μέσα επίτευξης του σκοπού για τον οποίο συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία θα πρέπει να διενεργείται για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπεί και όχι για άλλο σκοπό (ΣτΕ 1616/2012). Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ.1 του ως άνω ν. 2472/1997 ορίζει: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του". Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, δεν είναι απόλυτος. Έτσι ο ίδιος ο ν. 2472/1997 -ο οποίος επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, την κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΚ -ορίζει στο άρθρο 5 παρ.2 α’ έως ε’ ότι, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου, οσάκις αυτή "είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας.....και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Έτσι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005), όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος). Τέτοιο έννομο συμφέρον αποτελεί η άσκηση της οικονομικής ελευθερίας του εργοδότη καθώς και η άσκηση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου και ιδίως η περίπτωση ,κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσκόμιση των προσωπικών δεδομένων από τον εργοδότη ενώπιον του δικαστηρίου και διοικητικών ή ανεξάρτητων αρχών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Μπορεί να είναι κάθε είδους δικαστήρια, πολιτικά, ποινικά ή διοικητικά, με οποιαδήποτε διαδικασία, και με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν μετέχει ο εργοδότης, όπως ενάγων ή εναγόμενος. Ειδικότερα, όπως έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν "ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα" (Αρχή Προστασίας Δεδομένων, 8/2005, 9/2005 και 57/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, τα κρίσιμα αρχεία περιλαμβάνουν έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία οι πρώην υπάλληλοι της αναιρεσείουσας συνέταξαν, απέστειλαν ή και παρέλαβαν στον χώρο εργασίας τους με χρήση εταιρικών υπολογιστών. Επί πλέον, δεν χρησιμοποιούσαν προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, αλλά εταιρική, την οποία η αναιρεσείουσα τους είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας τους. Ακόμη δεν τέθηκε ζήτημα επιτήρησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρακολούθησης των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Ελέγχθηκαν απλώς εκ των υστέρων οι εταιρικοί υπολογιστές μετά την αποχώρησή τους και την άρνησή τους να παραδώσουν τα αρχεία που χρησιμοποιούσαν στην αναιρεσείουσα εργοδότριά τους. Εξάλλου, τα κρίσιμα δεδομένα δεν ήταν "ευαίσθητα" κατά την έννοια του ν.2472/1997 (άρθρο 2 περ. β’ ). Η συλλογή και επεξεργασία τους από την αναιρεσείουσα δεν απέβλεπε μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων της (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) αλλά στην διασφάλιση της εμπορικής πίστης και, εν τέλει, στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Πράγματι, η απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου της άνω αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς που επέδειξαν οι πρώην υπάλληλοι της αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, δεν μπορεί να συγκριθεί με την αποκάλυψη στοιχείων της καθαρά προσωπικής ζωής τους, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, οι ερωτικές προτιμήσεις τους, τα θρησκευτικά τους πιστεύω και οι φιλοσοφικές η πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γιατί, αν και η συμπεριφορά αυτή ανάγεται στην προσωπική ζωή τους, η προετοιμασία του επαγγελματικού μέλλοντος των εν λόγω υπαλλήλων βρίσκεται προδήλως στην περιφέρεια του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, δηλαδή σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον πυρήνα της τελευταίας. Επομένως, η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας αναιρεσείουσας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος) είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της αναιρεσείουσας που υπερέχουν προφανώς. Τέτοια δικαιώματα ήταν τα δικαιώματα της αναιρεσείουσας, που απορρέουν από το άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος και γενικότερα η διασφάλιση της εμπορικής πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που η αποτελεσματική υπεράσπισή τους ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), επέβαλε την απόδειξη της αντισυμβατικής, αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων πρώην υπαλλήλων της. Άρα η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη. VI . Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, το Εφετείο, με το να δεχθεί, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι τα ως άνω αρχεία, που ανασύρθηκαν από την αναιρεσείουσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της, που χρησιμοποιούσαν οι αναιρεσίβλητοι, και ήλθαν σε γνώση της, χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου και ότι επομένως τα έγγραφα αυτά, ως αποκτηθέντα κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών, συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις. Άρα, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 και 11 γ’ ΚΠολΔ , με τους οποίους αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της παράβασης του νόμου και της παρά το νόμο μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, και οι οποίοι παραπέμφθηκαν ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, ως ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. VII. Κατά τη γνώμη, όμως, του αρεοπαγίτη Αριστείδη Πελεκάνου, οι λόγοι που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια, από το άρθρο 559 αρ. 1 και αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και έπρεπε να απορριφθούν. Ειδικότερα, στο άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο (εδ. α’ ) και ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (εδ. β). Επίσης στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό κατοχυρώνει την ελευθερία και το απόρρητο κάθε μορφής ιδιωτικής (μη δημόσιας) επικοινωνίας οπουδήποτε και αν αυτή γίνεται (κατοικία, χώρος εργασίας ή άλλου), και ειδικότερα προστατεύει την ελευθερία και το απόρρητο κάθε προσωπικής ή επαγγελματικής επικοινωνίας, την οποία το υποκείμενο του δικαιώματος εννοεί και επιθυμεί ως μυστική ή εμπιστευτική. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. β’ του Σ., κατά την οποία η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη και η οποία προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα, απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την οπτική ή ακουστική παρακολούθηση ή καταγραφή ή άλλης μορφής προσβολή της ιδιωτικής ζωής με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, εκτός από ενέργειες που επιχειρούνται στο νόμιμο πλαίσιο για τη διερεύνηση, αποκάλυψη και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του οικιακού ασύλου και της ελεύθερης επικοινωνίας προστατεύεται και από το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με την επιφύλαξη του περιορισμού, που προβλέπεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, για θεμιτή επέμβαση της δημόσιας αρχής, εφόσον αυτή (επέμβαση) προβλέπεται με (εθνικό) νόμο και αποτελεί μέτρο που, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ή τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Ενώ, με το άρθρο 9Α του Σ., κατοχυρώνεται το δικαίωμα προστασίας του ατόμου από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει, η οποία (προστασία) διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει. Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. (κατά την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί - από δημόσιες αρχές ή ιδιώτες - κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ.), είναι κανονιστικά πλήρης με άμεση εφαρμογή, δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα ανεξάρτητα από την έκδοση ή όχι σχετικού νόμου και ισχύει σε όλες τις δικαστικές και διοικητικές αρχές. Η εν λόγω απαγόρευση, αυτονοήτως, δεν αφορά αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν υπό τους όρους του άρθρου 19 παρ.1β’ του Σ., για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, με σύννομη άρση του απορρήτου κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994. Κατά ορθότερη άποψη, το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται και μετά την πραγμάτωσή της μέχρι να εκδηλωθεί αντίθετη βούληση αυτών που επικοινωνούν, καθόσον η ratio της σχετικής συνταγματικής διάταξης είναι η προστασία της οικειότητας και εμπιστευτικότητας μεταξύ των ατόμων που επικοινωνούν ως εκδήλωσης της προσωπικής τους ελευθερίας για όσο χρόνο η σχετική επικοινωνία διατηρεί τον μυστικό ή εμπιστευτικό χαρακτήρα της, ο οποίος δεν παύει με μόνη την πραγμάτωση της επικοινωνίας, ούτε ατονεί η ανάγκη για την προστασία του απορρήτου αυτής. Η αντίθετη άποψη, ότι το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται μόνο κατά το στάδιο της διεξαγωγής της, που στη σύγχρονη ηλεκτρονική και ψηφιακή μορφή της εξαντλείται συνήθως σε ελάχιστο χρόνο, περιορίζει σημαντικά και αδικαιολόγητα την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, ενώ, αντίθετα, επιβάλλεται η πλήρης και ουσιαστική διασφάλισή του, καθόσον η ευρύτατη οικονομική εκμετάλλευση προσωπικών πληροφοριών και η εμφάνιση πολλών νέων πηγών και μορφών ηλεκτρονικής εγκληματικότητας έχουν πολλαπλασιάσει τους κινδύνους προσβολών του απορρήτου της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής και καθιστούν επιτακτικότερη την προστασία τους. Έτσι, η σύγχρονη ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mails) εμπίπτει και προστατεύεται από το απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας του άρθρου 19 παρ. 1 του Σ. κατά το στάδιο της πραγμάτωσής της αλλά και μετά για όσο χρονικό διάστημα τα μέρη που επικοινωνούν διατηρούν και διασφαλίζουν τον μυστικό ή εμπιστευτικό χαρακτήρα της, με χρήση σχετικού κωδικού αποκλειστικής πρόσβασης. Με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ. εισάγεται περιορισμός στο δικαίωμα απόδειξης ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, που κατοχυρώνεται (με επιφύλαξη νόμου) στο άρθρο 20 παρ.1 του Σ., και συγχρόνως εισάγεται περιορισμός σε δικαιώματα των οποίων επιδιώκεται εκάστοτε δικαστική προστασία, που ενδέχεται να έχουν και συνταγματική κατοχύρωση, όπως η ζωή, η τιμή, η ελευθερία (με στενή έννοια) κλπ.. Σε ακραίες μόνο περιπτώσεις είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η κάμψη του κανόνα της μη χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 19, 9 και 9Α του Σ., εφόσον η μη χρήση αυτών αποκλείει την απόδειξη γεγονότων και οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα απόδειξης βασανιστηρίων ή της αθωότητας κατηγορουμένου ιδίως για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, και μόνο εφόσον η εν λόγω προσβολή, λόγω της φύσης ή/και της βαρύτητάς της, συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας, η οποία προστατεύεται από τη θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη (άρθρο 110 Σ.) διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η δε πρωταρχικά προστατευόμενη από το Σ. αξία του ανθρώπου συνάπτεται άμεσα και άρρηκτα με την ελευθερία της επικοινωνίας, καθόσον (η αξία του ανθρώπου) εκφράζεται και πραγματώνεται μέσω αυτής. Η δικαστική αξιολόγηση και στάθμιση για τη συνδρομή ή μη στη συγκεκριμένη περίπτωση δικονομικής κατάστασης ανάγκης, που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση, τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα, λόγω προσβολής της ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής τους, πρέπει να γίνεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Σ. και την οποία οφείλει να σέβεται κάθε περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων είτε προβλέπεται απευθείας από το Σ. είτε προβλέπεται από νόμο, υπέρ του οποίου υπάρχει συνταγματική επιφύλαξη. Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου και του σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο περιορισμός, επιβάλλει στον νομοθέτη : α) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό που ορίζει ρητά η ειδική νομοθετική επιφύλαξη ή τον σκοπό που εμπίπτει στο νόημα της γενικής νομοθετικής επιφύλαξης (προστασία του κοινωνικού συνόλου ή δικαιωμάτων τρίτων), β) το προβλεπόμενο μέσο ή ο τρόπος του περιορισμού να είναι θεμιτός, γ) ο θεσπιζόμενος περιορισμός να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο εισάγεται και δ) η συγκριτική στάθμιση των συγκρουομένων αγαθών, δηλαδή του αγαθού στο οποίο αποβλέπει ο περιορισμός και του αγαθού που προστατεύει το δικαίωμα, πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) να αποβαίνει υπέρ του πρώτου. Ο δε δικαστικός έλεγχος δεν υπεισέρχεται στη σκοπιμότητα και περιορίζεται στη συνταγματικότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, εξετάζοντας μόνο μήπως ο περιορισμός που επέλεξε ο νομοθέτης είναι ακατάλληλος ή μη αναγκαίος ή δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Περαιτέρω, με τον ν. 2472/1997 (για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που εκδόθηκε σε προσαρμογή προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης/10/1995) καθορίστηκαν το πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα δικαιώματα των υποκειμένων τους. Η ρύθμιση αυτή συμπληρώθηκε και εξειδικεύτηκε με τον ν. 2774/1999 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα σε προσαρμογή προς την νεότερη Οδηγία 97/66/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου). Ακολούθως, για την ενσωμάτωση στην εσωτερική έννομη τάξη της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης/7/2002, θεσπίστηκε ο ν. 3471/2006 (για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών...), με τον οποίο καταργήθηκε στο σύνολό του ο ν. 2774/1999 (καθώς η σχετική Οδηγία που αυτός είχε ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη καταργήθηκε με τα άρθρα 19 και 17 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ) και διέλαβε νέες ρυθμίσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Οι σχετικές ρυθμίσεις (όπως και εκείνες του ν. 2774/1999 που καταργήθηκε) συμπληρώνουν και εξειδικεύουν τις γενικές ρυθμίσεις του ν. 2472/1997, προκειμένου, ενόψει των μεγάλων τεχνολογικών και οικονομικών εξελίξεων, να διασφαλίζεται πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών που χρησιμοποιούν τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες επικοινωνίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, δηλαδή μόνο στα δημόσια (διαθέσιμα στο κοινό) δίκτυα ηλεκτρονικής επικοινωνίας και στις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Για τις μη διαθέσιμες στο κοινό ηλεκτρονικές επικοινωνίες, εφαρμόζεται ο ν. 2472/1997, όπως ισχύει, ενώ ως ηλεκτρονική επικοινωνία νοείται και εκείνη που παρέχεται μέσω διαδικτύου (βλ. σχετικά αιτιολ. έκθεση ν. 3471/2006 σε ΚΝοΒ έτους 2006 σελ. 1071-1072). Τέλος, με τον ν. 3917/2011 (για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνίας...), ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2006/24/ΕΚ, που τροποποίησε την προγενέστερη Οδηγία 2002/58/ΕΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3471/2006 (ο οποίος, κατά το άρθρο 3 αυτού, έχει εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο παροχής από δημόσια δίκτυα διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών), α) προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, στα οποία περιλαμβάνονται η ταυτότητα σύνδεσης ή του τερματικού εξοπλισμού του συνδρομητή, οι κωδικοί πρόσβασης, ο χρόνος επικοινωνίας, τα στοιχεία εντοπισμού του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη κλπ. και β) η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Σ. Ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τον νόμο. Επίσης στο άρθρο 5 αυτού, το οποίο ορίζει τους κανόνες επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και των δεδομένων κίνησης και θέσης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο φορέας παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τα δεδομένα κίνησης και θέσης ή να τα διαβιβάζει σε τρίτους για άλλους σκοπούς, εκτός αν ο συνδρομητής ή ο χρήστης έχει δώσει τη ρητή και ειδική συγκατάθεσή του, η οποία, για τη διαβίβαση των δεδομένων σε τρίτους, πρέπει να είναι (και) έγγραφη. Στο δε άρθρο 6 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, α) ότι τα δεδομένα κίνησης, που υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον φορέα παροχής δημοσίου δικτύου ή και διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών, καταστρέφονται ή καθίστανται ανώνυμα με κατάλληλη κωδικοποίηση και β) ότι, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται χωρίς (προηγούμενη) συγκατάθεση του συνδρομητή ή χρήστη η επεξεργασία των δεδομένων θέσης από τους εν λόγω φορείς, προκειμένου να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση καταστάσεων ανάγκης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό του καλούντος και μόνο γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό. Τέλος, για τους σκοπούς του ν. 3471/2006, ως "επικοινωνία" νοείται κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών μέσω μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ ως "Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών" νοείται το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως για την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 2 παρ. 5 και 10). Όπως δε σημειώνεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση (βλ. ΚΝοβ τόμος 54 σελ. 1071-1074), α) ως επικοινωνία κατά το άρθρο 2 του ν. 3471/2006 θεωρείται και η παρεχόμενη μέσω διαδικτύου, καθώς και οι πληροφορίες που μεταβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών πολυμέσων, διαλογικής τηλεόρασης και βίντεο κατά παραγγελία, εφόσον αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη, β) ως προς την προστασία των επικοινωνιών, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου συμπληρώνουν τις προϋπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ν. 2225/1994, του ν. 3115/2003 και των νομοθετημάτων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους, γ) απαγορεύεται η χωρίς άδεια πρόσβαση στις επικοινωνίες από πρόσωπα άλλα πλην των χρηστών ή χωρίς τη συγκατάθεσή τους, εκτός αν υπάρχει σχετική ρύθμιση στον νόμο, η οποία, πάντως, υπόκειται στις προυποθέσεις και τις εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 19 του Συντάγματος και οι εκτελεστικοί νόμοι αυτού (ουσιαστικές εγγυήσεις, άδεια δικαστικής αρχής και έλεγχος από Ανεξάρτητη Αρχή), δ) υπόκειται στο απόρρητο κάθε χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που γίνεται από τον συνδρομητή ή/και τον χρήστη και ε’ ) οι τροποποιήσεις του ν. 2472/1997 που εισάγονται με τον ν. 3471/2006 έχουν ως σκοπό τη διατήρηση και κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των προσωπικών δεδομένων σε συμμόρφωση και προς το άρθρο 9 Α του Συντάγματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3917/2011, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του ν. 3471/2006 (που προβλέπουν καταρχήν τη διατήρηση και επεξεργασία από τους παρόχους των δεδομένων της επικοινωνίας των συνδρομητών και χρηστών μόνο για τους σκοπούς μετάδοσης και χρέωσης αυτής, καθώς και την καταστροφή ή την ανωνυμοποίησή τους με τη λήξη της επικοινωνίας), οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών υποχρεούνται να διατηρούν τα δεδομένα του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, όταν αυτά παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από αυτούς κατά την παροχή των υπηρεσιών επικοινωνιών, ενώ απαγορεύεται η διατήρηση δεδομένων που αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Κατά το άρθρο 4 αυτού, τα δεδομένα του άρθρου 5 παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στον ν. 2525/1994. Ενώ, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, η υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων καθιερώνεται, προκειμένου αυτά να καθίστανται διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στο άρθρου 4 του ν. 2225/1994, ενώ δεν εμπίπτει στο πεδίο ισχύος αυτού το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι πληροφορίες, στις οποίες η πρόσβαση πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τέλος, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3917/2011 (ΚΝοΒ τόμος 59 σελ. 158 επ.) σημειώνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα : Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Σ., στη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, καθώς, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ, η σχετική υποχρέωση αποσκοπεί στη διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως ορίζονται βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Ότι η διατήρηση των δεδομένων της επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού αυτά παραμένουν στα αρχεία του παρόχου, δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία και γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 19 παρ. 1 του Σ. Ότι η ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών διενεργείται κατά το άρθρο 4 του ν. 2225/1994, όπως εκάστοτε ισχύει, για τη διακρίβωση των εκεί αναφερομένων εγκλημάτων στο πλαίσιο ανάκρισης ή προανάκρισης και ότι δεν επιτρέπεται προληπτική επεξεργασία των διατηρουμένων δεδομένων, η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Σ. και στην αρχή της αναλογικότητας. Ότι η επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται μόνο εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου εγκλήματος και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η διεξαγόμενη ανακριτική πράξη είναι μη νόμιμη και άκυρη. Ότι στα διατηρούμενα δεδομένα οπωσδήποτε δεν εμπίπτουν το περιεχόμενο της επικοινωνίας και οι πληροφορίες που παράγονται από την επικοινωνία μέσω διαδικτύου, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 2 παρ. 2 της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ. Και ότι τα διατηρούμενα δεδομένα, ως εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, συνθέτουν, μαζί με το περιεχόμενο της επικοινωνίας, υπό ευρεία έννοια την έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας και απολαμβάνουν της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως ορίζεται και στο άρθρο 4 του ν. 3471/2006. Τέλος, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει : α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών .... Στο δε άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Επίσης στην παρ. 2 περ. ε’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι αυτό (έννομο συμφέρον) υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι από τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 και 9Α του Σ. και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της ιδιωτικότητας και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του φυσικού προσώπου (ατόμου), ενώ από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 5Α του Σ. κατοχυρώνεται το δικαίωμα του φυσικού και νομικού προσώπου στην πληροφορία (πληροφορείν και πληροφορείσθαι). Η υπερεθνική έννομη τάξη (Οδηγίες ΕΚ) και η εσωτερική έννομη τάξη (ν. 2472/1997 και μεταγενέστεροι) θέτει σειρά περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και πληροφορείσθαι, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των αντιτιθεμένων δικαιωμάτων αυτών, με την έννοια ότι θεωρείται (καταρχήν) απαγορευμένη κάθε επέμβαση τρίτου στα προσωπικά δεδομένα του φυσικού προσώπου, αν δεν έχουν τηρηθεί οι όροι και οι διατυπώσεις που τάσσονται από τον νόμο για την άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και πληροφορείσθαι. Η νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα συμπληρώνει το προυπάρχον θεσμικό πλαίσιο, συγκεκριμενοποιεί τη διάταξη προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), αν δεν έχουν τηρηθεί οι εν λόγω όροι και διατυπώσεις για την άσκηση του δικαιώματος της πληροφοριακής ελευθερίας. Ο ν. 3471/2006 (εκτελεστικός του άρθρου 9Α του Σ., το οποίο εξαίρει ρητά την ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων από την ηλεκτρονική συλλογή, επεξεργασία και χρήση τους) περιέχει νέα ρύθμιση που αποτελεί α) συμπλήρωση και εξειδίκευση των γενικών ρυθμίσεων του ν. 2472/1997 και β) συμπλήρωση και ενίσχυση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, που παρέχεται από τον ν. 2225/1994 (εκτελεστικό του άρθρου 19 παρ. 1 του Σ.), τον ν. 3115/2003 (για την Α.Δ.Α.Ε) και όσα νομοθετήματα εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση αυτών. Έτσι, με το άρθρο 4 του ν. 3471/2006, οποιαδήποτε χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (διαβίβαση ή ανταλλαγή πληροφοριών κατά το άρθρο 2 παρ. 5 του ίδιου νόμου), που παρέχεται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό, προστατεύεται ρητά από τις ρυθμίσεις για το απόρρητο των επικοινωνιών. Η δε άρση του απορρήτου επιτρέπεται μόνο υπό τις προυποθέσεις (όρους και λόγους) και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Σ. και τον ν. 2225/1994, όπως ισχύει. Ο ν. 3471/2006 έχει αποκλειστική εφαρμογή για ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών στο πεδίο χρήσης ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται από δημόσια δίκτυα και είναι διαθέσιμες στο κοινό. Ενώ, ο ν. 2472/1997 έχει εφαρμογή για ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στο πεδίο χρήσης ηλεκτρονικών υπηρεσιών που δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό, καθώς και για κάθε ζήτημα σχετικό με παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών που δεν ρυθμίζεται ειδικότερα από τον ν. 3471/2006. Συνακολούθως και με δεδομένο ότι στο άρθρο 5 του ν. 3471/2006 επαναλαμβάνονται οι γενικές αρχές προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής προσαρμοσμένες στη φύση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, απαριθμούνται οι περιπτώσεις που θεμελιώνουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σύμβαση και συγκατάθεση ηλεκτρονική ή έγγραφη ή ρητή, ειδική και έγγραφη, κατά περίπτωση) και προβλέπονται εξαντλητικά οι ειδικές προυποθέσεις υπό τις οποίες είναι νόμιμη η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, αποκλείεται συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε’ του ν. 2472/1997, η οποία, όπως ήδη σημειώθηκε, επιτρέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, εφόσον αυτό υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου ή των υποκειμένων των δεδομένων και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών). Επομένως, δεν είναι σύννομη η γνώση ή απόκτηση, από όργανα του φορέα παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή, πολύ περισσότερο, από οποιονδήποτε τρίτον (που διαθέτει ή προσφεύγει σε ανάλογη τεχνική δυνατότητα), πληροφοριών που ανταλλάχτηκαν, διαβιβάστηκαν ή διακινήθηκαν μέσω δημοσίου δικτύου παροχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε προσωπικό ηλεκτρονικό λογαριασμό, χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη (συνδρομητή ή μη) των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπηρεσιών για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς και χωρίς να τηρηθούν η διαδικασία, οι όροι και οι προυποθέσεις για άρση του απορρήτου κατά τον ν. 2225/1994. Επιπλέον η παρεχόμενη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενισχύεται και με αυστηρές ποινικές κυρώσεις, που προβλέπονται για οποιονδήποτε παραβιάζει τις σχετικές διατάξεις, είτε αυτός συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τον πάροχο ηλεκτρονικών υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες στο κοινό είτε πρόκειται για πρόσωπο άσχετο με τον πάροχο (άρθρα 15 παρ. 1 ν. 2472/2006 και 11 παρ. 1-2 ν. 3917/2011). Τα δε σχετικά αποδεικτικά μέσα, που αποκτώνται, άμεσα ή έμμεσα, μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι παράνομα και, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 του Σ., δεν επιτρέπεται η χρήση τους σε όλες τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες. Κατ’ εξαίρεση, είναι θεμιτή η χρήση αυτών των αποδεικτικών μέσων χάριν προστασίας άλλων δικαιωμάτων, όταν, από τη συγκριτική στάθμιση των εκάστοτε αντιτιθεμένων και συγκρουομένων δικαιωμάτων και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ο αποκλεισμός της χρήσης τους οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, η οποία, λόγω της φύσης ή/και της βαρύτητάς της, συνιστά και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ.. Στην προκείμενη περίπτωση, σχετικά με τους λόγους αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια, το Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, μεταξύ άλλων, τις εξής ουσιαστικές παραδοχές : Ότι η αναιρεσείουσα, για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, επικαλέστηκε και προσκόμισε αντίγραφα εκτυπώσεων ηλεκτρονικών αρχείων διαφόρων μηνυμάτων και πληροφοριών, τα οποία αρχεία, όπως προκύπτει από έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης που η ίδια επικαλέστηκε και προσκόμισε, προέρχονται από προσωπική/ιδιωτική ηλεκτρονική αλληλογραφία και διακίνηση μηνυμάτων και πληροφοριών του δεύτερου αναιρεσίβλητου με τρίτα πρόσωπα (πλην της αναιρεσείουσας-εργοδότριας) μέσω δικτύου παροχής στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας, στον προσωπικό του λογαριασμό "..." (ατομικής ηλεκτρονικής διεύθυνσης e-mail), στον οποίο δεν είχαν οποιαδήποτε πρόσβαση η αναιρεσείουσα και τρίτοι (που δεν διέθεταν τον σχετικό κωδικό πρόσβασης). Ότι το σχετικό πληροφοριακό υλικό αποθηκεύτηκε στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας, που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι δύο αναιρεσίβλητοι (Α. Κ. και Γ. Π.) ή πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από αυτούς (με χρήση του οικείου μυστικού κωδικού πρόσβασης). Ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος διέγραψε το σχετικό πληροφοριακό υλικό (που ήταν καταχωρημένο-ενσωματωμένο σε υλικό φορέα του ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιούσε) προτού αποχωρήσει από την αναιρεσείουσα και πριν παραδώσει σ’ αυτή τον ηλεκτρονικό υπολογιστή (θέλοντας έτσι να διατηρήσει απόρρητο και ιδιωτικό το περιεχόμενο των αρχείων). Και ότι τα σχετικά αρχεία περιήλθαν στη γνώση και την κατοχή της αναιρεσείουσας, χωρίς τη συγκατάθεση του δεύτερου αναιρεσίβλητου και χωρίς να έχει τηρηθεί η διαδικασία για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ακολούθως, αφού έκρινε ότι τα σχετικά έγγραφα συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε γι’ αυτόν τον λόγο υπόψη, απέρριψε (ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους) με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ως αβάσιμη κατ’ ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης 4370/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει ως αβάσιμες τις αντίστοιχες αγωγές της. Υπό τις παραπάνω ουσιαστικές παραδοχές, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, παραβιάστηκαν το απόρρητο της επικοινωνίας, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, με τη γνώση και απόκτηση από την αναιρεσείουσα (και με τη γνώση όσων τρίτων συμμετείχαν στην ανάκτηση) του προαναφερόμενου πληροφοριακού υλικού, χωρίς τη συγκατάθεσή του και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για άρση του απορρήτου της επικοινωνίας. Συνακολούθως, τα σχετικά έγγραφα που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο και προσκομίστηκαν από την αναιρεσείουσα με επίκληση για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της, αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα. Δεν συνέτρεχε δε στην προκείμενη υπόθεση θεμιτή περίπτωση για κατ’ εξαίρεση χρήση των παρανόμων αυτών αποδεικτικών μέσων χάριν προστασίας του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας της αναιρεσείουσας και απόδειξης της αγωγικής απαίτησής της για αδικοπρακτική αποζημίωση από τη συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων υπαλληλικών στελεχών της, καθόσον από τη συγκριτική στάθμιση των συγκρουομένων δικαιωμάτων και αγαθών των διαδίκων μερών και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ο αποκλεισμός της χρήσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν οδηγεί σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, η οποία να συνιστά ταυτόχρονα και προσβολή της ανθρώπινης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ., ώστε να επιβάλλεται η μη εφαρμογή της απαγορευτικής επιταγής του άρθρου 19 παρ. 3 του Σ.. Επομένως, το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 19 του Σ. (ή και άλλες διατάξεις του Σ. ή ουσιαστικού νόμου, αυτεπαγγέλτως ερευνητέες στην αναιρετική δίκη, κατά το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ) και ορθά δεν έλαβε υπόψη τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε για την απόδειξη της αγωγής της κατά των αναιρεσιβλήτων, οι δε σχετικοί λόγοι αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμοι. VIIΙ. Μετά από αυτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 5 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης , κατά τους ως άνω λόγους (από τους αριθμούς 1 και 11 ‘ γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο που θα συντεθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015). Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ( άρθρο 179 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί πως η με αριθμ. καταθ. ...2014 αίτηση της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ...", δεν ασκήθηκε όσον αφορά τους δεύτερο (Γ. Π.), τέταρτη ανώνυμη εταιρεία (...) και πέμπτη ανώνυμη εταιρεία (...) των αναιρεσιβλήτων για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Αναιρεί ως προς τους πρώτο και τρίτο αναιρεσιβλήτους την υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό αναφερόμενα. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2017. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Φεβρουαρίου 2017. Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η παραίτηση του αναιρεσείοντος από το δικόγραφο της αναίρεσης με προφορική δήλωσή του, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου, πριν την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά , επιφέρει κατάργηση της δίκης. Ηλεκτρονικά μηνύματα ( e-mails ) εργαζομένων σε ανώνυμη εταιρεία προς ανταγωνιστές της από ηλεκτρονικούς υπολογιστές που τους είχε διαθέσει η εταιρεία και ήταν ιδιοκτησίας της. Παραίτηση των εργαζομένων και διαγραφή από αυτούς των ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Αναζήτηση από την εταιρεία και επαναφορά από τους σκληρούς δίσκους των διαγραμμένων αρχείων. Αγωγές της εταιρείας κατά των εργαζομένων για αποζημίωση λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού. Το πρωτοδικείο και το εφετείο δεν έλαβαν υπόψη τα ανασυρθέντα έγγραφα , ως αποτελούντα παράνομα αποδεικτικά μέσα κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Άρθρο 19 του Συντάγματος. Το απόρρητο των επιστολών και της επικοινωνίας είναι απαραβίαστο. Ερμηνεία. Η προστασία του απορρήτου αφορά και τα ηλεκτρονικά μηνύματα. Η προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας και τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Μετά την επικοινωνία τα ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 του Συντάγματος ,αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α αυτού. Άρθρο 9 του Συντάγματος. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Ερμηνεία. Ως ιδιωτική ζωή νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του ατόμου που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από δημοσιότητα. Η ιδιωτική ζωή μπορεί να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Τα ανασυρθέντα αρχεία αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων και συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ . Άρθρο 9 Α του Συντάγματος. Προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ερμηνεία. Ως προσωπικά δεδομένα θεωρούνται όχι μόνο εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή ενός φυσικού προσώπου ,αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα του. Τα ανασυρθέντα αρχεία πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσωπικά δεμένα των εργαζομένων και συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 Α του Συντάγματος. Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος). Άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού. Χρηστά ήθη. Άρθρα 652 και 288 ΑΚ και 16 ν. 146/1914. Καθήκον πίστης του μισθωτού προς τον εργοδότη του. Άρθρο 4 του ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Έννοια νόμιμης συλλογής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Έννοια συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων. Κοινοτική Οδηγία 65/46/ΕΚ. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος ) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος). Στην προκειμένη περίπτωση η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας εταιρείας, προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην εργαζομένων της των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της εταιρείας που υπερέχουν προφανώς. Άρα η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη. Άρα το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι τα ως άνω ανασυρθέντα αρχεία αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών και συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 και 11 γ’ ΚΠολΔ , με τους οποίους αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της παράβασης του νόμου και της παρά το νόμο μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, και οι οποίοι παραπέμφθηκαν ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, ως ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Αναιρεί την υπ’ αριθ. 5901/2013 αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές.
Προστασία προσωπικών δεδομένων
Παραίτηση από δικόγραφο, Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου, Προστασία προσωπικών δεδομένων, Ατομικά δικαιώματα.
0
Αριθμός 1909/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Ι. Π. του Π. και 2. Σ. Κ. του Σ., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Δημακόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ 859/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2016 αίτησή τους αναιρέσεως και στους από 18 Απριλίου 2016 πρόσθετους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυαν μετά την παρ. 4α του άρθρου 13 Ν. 3242/2004, ο βουλευτής ήταν υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης του ιδίου, της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του, η οποία υποβαλλόταν μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων του και κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας του και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της βουλευτικής του ιδιότητας, το αργότερο την 30ή Ιουνίου κάθε έτους. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α, β και γ του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 του Ν. 3327/2005 και πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "1.α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται, ιδίως: i. Τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις. ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους. iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους. iv. Οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. v. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα. vi. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση. β.i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα. ii. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα των οικείων παραστατικών. γ. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου του αντίστοιχου οικονομικού έτους". Με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 3213/2003, όπως αυτό ίσχυε πριν από το άρθρο 1 παρ. 5 και 2 του Ν. 3849/2010, οριζόταν ότι: "Ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.". Ακολούθως, μετά από τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Ν. 3213/2003 με τα άρθρα 1 παρ. 5, 2 και 4 του Ν.3849/2010, με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3213/2003, οριζόταν ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ". Και ήδη σήμερα, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε, με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014, ορίζεται ότι: "Υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ". Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία επιβάλλει μικρότερες ποινές από τις προγενέστερες διατάξεις για το πλημμέλημα της με πρόθεση υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις και είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του Π.Κ.. Εξάλλου, από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτής, πρέπει να δηλώσει λεπτομερώς και να συμπεριλάβει στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του και ότι η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από τη λέξη "ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό. Σε περίπτωση δε που εν γνώσει του (με πρόθεση) δεν δηλώσει και δεν συμπεριλάβει στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, υποβάλλει εν γνώσει του (με πρόθεση) ανακριβή στοιχεία ως προς την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και της συζύγου του και διαπράττει το ως άνω πλημμέλημα που προβλεπόταν αρχικά από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3213/2003 και ήδη προβλέπεται και τιμωρείται από την προαναφερθείσα ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014. Τέλος, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β’ του Π.Κ., "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδικότερη αναφορά στο καθένα από αυτά και μνεία του τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 859/2016 αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως ως προς τις αξιόποινες πράξεις της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από βουλευτή, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και της άμεσης συνέργειας σε αυτή, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Ι. Π., στην …, κατά τον παρακάτω χρόνο τέλεσε με πρόθεση την αξιόποινη πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του και δεύτερης κατηγορουμένης, Σ. Κ. και συγκεκριμένα ενώ ήταν βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου και λόγω της ιδιότητας του αυτής είχε την υποχρέωση να υποβάλει το αργότερο έως την 30η Ιουνίου κάθε έτους, προς την επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της δήλωσης περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του και μεταξύ άλλων τις καταθέσεις τους σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, εντούτοις υπέβαλε ανακριβή, με πρόθεση, δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το οικονομικό έτος 2008, την οποία κατέθεσε την 26-6-2008. Ειδικότερα, στην ως άνω δήλωση του, με πρόθεση παρέλειψε να δηλώσει υπό τον κωδικό "... Καταθέσεις σε Τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα", την υφιστάμενη, κατά το χρόνο εκείνο, κατάθεση της συζύγου του και δεύτερης κατηγορουμένης στην Τράπεζα ..., σε κεφάλαια ομολόγων, κεφάλαια μετοχών και ρευστοποιήσιμο ενεργητικό, συνολικού ποσού 2.121.412 δολαρίων Η.Π.A (1.348.555,082 ευρώ), η οποία περιλαμβανόταν αρχικά στους εννέα (υπο) λογαριασμούς που ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε ανακλητό καταπίστευμα που είχε συστήσει η ίδια στην ίδια Τράπεζα, του οποίου δικαιούχος παρέμεινε αυτή, παρά το ότι γνώριζε την ύπαρξη της ως άνω τραπεζικής κατάθεσης, η οποία προερχόταν από δικά του εισοδήματα, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα εισοδήματα της συζύγου του και του τέως συζύγου της δεν δικαιολογούσαν την κατάθεση στην ως άνω τράπεζα ενός τόσο μεγάλου ποσού. Επίσης, η δεύτερη κατηγορουμένη, Σ. Κ., με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της άδικης πράξης που αυτός διέπραξε και συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, υπέγραψε με πρόθεση, ως σύζυγος αυτού την ίδια ως άνω δήλωση, παρά το ότι γνώριζε ότι δεν συμπεριέλαβε την ανωτέρω αναφερόμενη τραπεζική κατάθεση της. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν τέλεσαν την αποδιδομένη σ’ αυτούς πράξη, διότι, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της Τράπεζας ... Bank, που οι ίδιοι προσκόμισαν και αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του έτους 2008, ήτοι την 26-6-2008, δεν υπήρχαν καταθέσεις προς δήλωση στους εννέα τραπεζικούς λογαριασμούς που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, διότι οι οκτώ από αυτούς ήταν κλειστοί, ενώ ο μόνος ενεργός λογαριασμός είχε μηδενικό υπόλοιπο, είναι αβάσιμος, διότι, εκτός του ότι από τα παραπάνω έγγραφα δεν προκύπτει η κίνηση δύο εκ των ως άνω λογαριασμών και η εικόνα τους κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε κάθε περίπτωση και εάν ακόμη υποτεθεί ότι είναι αληθής ο ισχυρισμός αυτών και πάλι στοιχειοθετείται πλήρως το αποδιδόμενο στους ίδιους αδίκημα, λαμβανομένου υπόψη του ότι αυτό αφορά την μη δήλωση του χρηματικού ποσού της κατάθεσης που υφίστατο κατά τον κρίσιμο χρόνο στο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξαρτήτως αριθμού λογαριασμού, αυτοί δε (κατηγορούμενοι) δεν αρνούνται την ύπαρξη της κατάθεσης αυτής στην προαναφερθείσα Τράπεζα αλλά απλώς διατείνονται ότι αυτή είχε μεταφερθεί σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε τη σύσταση ανακλητού καταπιστεύματος από τη δεύτερη τούτων. Ας σημειωθεί δε, ότι κατά τον ίδιο χρόνο και στο σχετικό έντυπο που συμπλήρωναν οι υπόχρεοι προς δήλωση ουδόλως αναφερόταν αριθμός λογαριασμού αλλά μόνο το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ήταν κατατεθειμένο το προς δήλωση ποσό. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της ως άνω πράξεως". Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης από υπόχρεο και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή και επέβαλε στον καθένα απ’ αυτούς ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση επί τριετία και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το ακόλουθο επί λέξει διατακτικό: " Κηρύσσει τους κατηγορουμένους ένοχους του ότι: Στην…, στις 26/06/2008: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Ι.: Ενώ ως βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου είχε κατά νόμο υποχρέωση λόγω της ιδιότητας του αυτής να υποβάλλει, προς την Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου κάθε έτους δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3213/2003, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, δηλαδή α) τα έσοδα από κάθε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, β) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα, στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, με πρόθεση καταχώρησε εν γνώσει του ανακριβώς στην υποβληθείσα κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία ( 26-6-2008) δήλωση περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2008 τα υφιστάμενα κατά το χρόνο εκείνο περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του Σ. Κ. του Σ. και συγκεκριμένα με πρόθεση παρέλειψε να συμπεριλάβει σ’ αυτά και να αναγράψει στην ως άνω δήλωση, υπό τον κωδικό " ... Καταθέσεις σε Τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά Ιδρύματα " την κατάθεση της στην Τράπεζα ..., σε κεφάλαια ομολόγων, κεφάλαια μετοχών και ρευστοποιήσιμο ενεργητικό με αριθμούς λογαριασμούς τους πιο κάτω:(...), συνολικού ποσού δύο εκατομμυρίων εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (2.121.412) δολαρίων ΗΠΑ (που ήταν ισότιμο, κατά την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ κατ’ εκείνο το χρόνο, με το ποσό των 1.348.555,082 ευρώ), παρά το ότι γνώριζε την ύπαρξη της ως άνω τραπεζικής κατάθεσης. Β) Η δεύτερη κατηγορούμενη Κ. Σ.: Παρείχε από πρόθεση άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας άδικης πράξης της από πρόθεση υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως εκ μέρους υπόχρεου προς τούτο προσώπου, την οποία αυτός τέλεσε. Συγκεκριμένα, ενώ ο σύζυγός της Ι. Π. του Π., ως Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου είχε κατά νόμο υποχρέωση, λόγω της ιδιότητας του αυτής, να υποβάλλει, προς την Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου κάθε έτους, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3213/2003, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, δηλαδή α) τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, β) τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, γ) τις μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους, δ) τις καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ε) τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα, στ) τη συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, με πρόθεση καταχώρησε εν γνώσει του ανακριβώς στην υποβληθείσα κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (26-6-2008) δήλωση περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2008 τα υφιστάμενα κατά το χρόνο εκείνο περιουσιακά της στοιχεία και συγκεκριμένα με πρόθεση παρέλειψε να συμπεριλάβει σ’ αυτά και να αναγράψει στην ως άνω δήλωση, υπό τον κωδικό "... Καταθέσεις σε Τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά Ιδρύματα", την κατάθεσή της στην Τράπεζα ..., σε κεφάλαια-ομολόγων, κεφάλαια μετοχών και ρευστοποιήσιμο ενεργητικό (με αριθ. λογαριασμούς τους πιο κάτω: IBAN...), συνολικού ποσού δύο εκατομμυρίων εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (2.121.412) δολαρίων ΗΠΑ (που ήταν ισότιμο, κατά την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ κατ’ εκείνο το χρόνο, με το ποσό των 1.348.555,082 ευρώ), παρά το ότι γνώριζε την ύπαρξη της ως άνω τραπεζικής κατάθεσής της, παρείχε σ’ αυτόν άμεση συνδρομή στη διάρκεια και κατά την εκτέλεση της παραπάνω άδικης πράξης του, υπογράφοντας με πρόθεση ως σύζυγος αυτού την ίδια ως άνω δήλωση, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1γ του Ν. 3213/2003, παρά το ότι γνώριζε ότι δεν συμπεριέλαβε την ανωτέρω αναφερόμενη τραπεζική κατάθεσή της". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από βουλευτή και την αναιρεσείουσα σύζυγό του για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε αυτή, περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από βουλευτή, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και της άμεσης συνέργειας σε αυτή, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση των εγκλημάτων αυτών, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν και των συλλογισμών με βάση τους οποίους το δικαστήριο έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Ν. 3213/2003 που προαναφέρθηκαν και των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1 και 2 και 46 παρ. 1 περ. β’ του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος και τα μέσα τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της εν γνώσει (με πρόθεση) υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης από υπόχρεο βουλευτή και της άμεσης συνέργειας στην πράξη αυτή από μέρους της συζύγου του, αφού κατά τις παραδοχές της αποφάσεως αμφότεροι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι υπήρχε κατατεθειμένο στην τράπεζα ... της ..., σε ένα ή περισσότερους λογαριασμούς, με δικαιούχο τη αναιρεσείουσα, το συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (2.121.412) δολαρίων ΗΠΑ (που ήταν ισότιμο, κατά την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ κατ’ εκείνο το χρόνο, με το ποσό των 1.348.555,082 ευρώ) και ο μεν αναιρεσείων βουλευτής εν γνώσει του υπέβαλε ανακριβή δήλωση, παραλείποντας να δηλώσει την κατάθεση του ως άνω ποσού στην ως άνω τράπεζα, η δε αναιρεσείουσα, με πρόθεση και ενώ γνώριζε και αυτή την κατάθεση του ως άνω ποσού στην ως άνω τράπεζα, συνυπέγραψε ως σύζυγός του την ως άνω ανακριβή δήλωση περιουσιακής καταστάσεως που υπέβαλε ως υπόχρεος προς τούτο βουλευτής. Μάλιστα, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της που αλληλοσυμπληρώνονται, δέχεται ότι το ως άνω συνολικό ποσό ήταν αρχικά κατατιθεμένο στους αναφερόμενους στο σκεπτικό της εννέα (9) λογαριασμούς και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε τη σύσταση ανακλητού καταπιστεύματος από τη αναιρεσείουσα και σύζυγο του αναιρεσείοντος και δεν χρειαζόταν να αναφέρει και τον αριθμό του τελευταίου λογαριασμού στον οποίο μεταφέρθηκε και βρισκόταν το ως άνω συνολικό χρηματικό ποσό της καταθέσεως στην τράπεζα ... της ... με δικαιούχο την αναιρεσείουσα. Άλλωστε, ούτε τους αριθμούς των λογαριασμών στους οποίους ήταν αρχικά καταθειμένο το ως άνω ποσό χρειαζόταν να αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλ’ αρκούσε η παραδοχή της ότι αποδείχθηκε ότι το ως άνω ποσό των 2.121.412 δολαρίων ΗΠΑ, που ήταν ισότιμο, κατά την ισοτιμία δολαρίου - ευρώ κατ’ εκείνο το χρόνο, με το ποσό των 1.348.555,082 ευρώ, ήταν κατατεθειμένο στην τράπεζα ... της ... με δικαιούχο την αναιρεσείουσα. Το ότι αναφέρονται διηγηματικά οι αριθμοί των εννέα (9) λογαριασμών στους οποίους ήταν αρχικά κατατεθειμένο το ως άνω ποσό και δεν αναφέρεται και ο αριθμός του άλλου λογαριασμού στον οποίο μεταφέρθηκε το ως άνω ποσό, δεν ασκεί έννομη επιρροή, ούτε αποτελεί αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού όπως προαναφέρθηκε αυτή δέχεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ότι αμφότεροι, δηλαδή τόσο ο αναιρεσείων, όσο και η αναιρεσείουσα, γνώριζαν ότι υπήρχε κατατεθειμένο στην τράπεζα ... της ... με δικαιούχο την αναιρεσείουσα το συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (2.121.412) δολαρίων ΗΠΑ και ο μεν αναιρεσείων, ως υπόχρεος σε υποβολή δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης βουλευτής, παρέλειψε με πρόθεση να δηλώσει την κατάθεση του ως άνω ποσού με δικαιούχο τη σύζυγό του και δεύτερη αναιρεσείουσα και υπέβαλε έτσι ανακριβή δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2008 και η αναιρεσείουσα με πρόθεση συνυπέγραψε ως σύζυγός του την ως άνω ανακριβή δήλωση περιουσιακής καταστάσεως που υπέβαλε ως υπόχρεος προς τούτο βουλευτής, για την ειδική δε και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της ως άνω καταδικαστικής αποφάσεως, δεν χρειαζόταν να αναφέρεται σε ποιο λογαριασμό της τράπεζας ήταν κατατεθειμένο το χρηματικό ποσό, αλλ’ αρκούσε η παραδοχή ότι αποδείχθηκε ότι ήταν κατατεθειμένο στην τράπεζα και δεν δηλώθηκε ως περιουσιακό στοιχείο της συζύγου του βουλευτή, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος του λογαριασμού στον οποίο ήταν κατατεθειμένο, παραδοχή η οποία υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, οι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναιρέσεως και αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και σε έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ.), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ του Κ.ΠοινΔ. ορίζεται ότι "ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) ... δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελειωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα". Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης ή δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη", οι εκδηλώσεις του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, κατά την παρ. 3 εδ. α’ και β’ του οποίου ορίζεται ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισης του, διαφορετικά παραβιάζεται το κατά τα ανωτέρω δικαίωμά του. Όμως, για την κατάφαση της παραβίασης αυτής, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα από το σύνολο της διαδικασίας ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί με επάρκεια την κατηγορία (... της 21-2-2002, ... της 1-3-2001). Τέλος, μεταβολή της κατηγορίας, η οποία επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β’ και δ’ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία δικάζεται ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη, έχει απαγγελθεί η κατηγορία και επί της οποίας ο κατηγορούμενος κλήθηκε να απολογηθεί και στήριξε την υπεράσπισή του, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό. Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με την απόφαση συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη. Ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας επέρχεται και όταν αυτή αναφέρεται σε στοιχείο αναγκαίο κατά το νόμο για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δύο πρώτους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του μετέβαλε ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 περ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ την σε βάρος τους κατηγορία, την οποία μάλιστα υπήγαγε σε διαφορετική διάταξη του Ν. 3213/2003 από την επιεικέστερη που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης και συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το Ν. 4281/2014, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη ακυρότητα από παραβίαση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Όμως, οι αιτιάσεις αυτές των αναιρεσειόντων είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, διότι η κατηγορία σε βάρος των αναιρεσειόντων συνίστατο σε από μέρους του πρώτου αναιρεσείοντος ως βουλευτή παράλειψη δηλώσεως καταθέσεως συνολικού ποσού 2.121.412 δολλαρίων ΗΠΑ που υπήρχε κατατεθειμένο ως περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης αναιρεσείουσας και συζύγου του στην τράπεζα ... και εν γνώσει του υποβολή ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2008 και σε από μέρους της δεύτερης αναιρεσείουσας άμεση συνδρομή στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη του συζύγου της με την εν γνώσει της υπογραφή ως συζύγου της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης οικονομικού έτους 2008 που υπέβαλε ο πρώτος αναιρεσείων και σύζυγός της ως βουλευτής και η κατηγορία αυτή σε βάρος των αναιρεσειόντων δεν υπέστη καμμιά μεταβολή από την διευκρίνιση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το ως άνω συνολικό ποσό των 2.121.412 δολλαρίων ΗΠΑ που ήταν κατατεθειμένο ως περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης αναιρεσείουσας και συζύγου του στην τράπεζα ... περιλαμβανόταν αρχικά στους εννέα (υπο) λογαριασμούς που ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε ανακλητό καταπίστευμα που είχε συστήσει η ίδια η δεύτερη αναιρεσείουσα στην ίδια Τράπεζα, του οποίου δικαιούχος παρέμεινε αυτή. Τούτο δε διότι για την στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος για το οποίο διώχθηκαν και καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, ο πρώτος ως αυτουργός και η δεύτερη ως συνεργός, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α’ , β’ και γ’ του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 του Ν. 3327/2005 και πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014, αρκεί το ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτής, εν γνώσει του (με πρόθεση) δεν δήλωσε και δεν συμπεριέλαβε στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, αφού η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από τη λέξη "ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, τέτοιο δε περιουσιακό στοιχείο αποτελούν και οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι καταθέσεις σε τράπεζα που γίνονται σε λογαριασμό που αφορά τη σύσταση ανακλητού καταπιστεύματος, όπως τούτο διευκρινιστικά επαναλαμβάνεται και με την διάταξη του άρθρου 223 παρ. 1 περ. ιv του μεταγενέστερου και επιεικέστερου ως προς την ποινή Ν. 4281/2014, στην οποία αναφέρεται και πάλι ενδεικτικά ότι ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: " ι) ... ιv) Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts)". Σε περίπτωση δε που δεν συμπεριλάβει στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που θα υποβάλει όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, υποβάλλει εν γνώσει του (με πρόθεση) ανακριβή στοιχεία ως προς την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου και της συζύγου του και διαπράττει το ως άνω πλημμέλημα που προβλεπόταν αρχικά από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3213/2003 και ήδη προβλέπεται και τιμωρείται από την προαναφερθείσα ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 227 του Ν. 4281/2014. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί στοιχείο του ως άνω πλημμελήματος το είδος και ο αριθμός του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο είναι κατατεθειμένο το χρηματικό ποσό, αλλά μόνον το ότι το χρηματικό ποσό είναι κατεθειμένο σε τράπεζα και αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του βουλευτή ή της συζύγου του, το οποίο παρέλειψε να συμπεριλάβει στη δήλωσή του. Έτσι, από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε στις παραδοχές της ότι το χρηματικό ποσό των 2.121.412 δολλαρίων ΗΠΑ που ήταν κατατεθειμένο ως περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης αναιρεσείουσας και συζύγου του πρώτου αναιρεσείοντος στην τράπεζα ... περιλαμβανόταν αρχικά στους εννέα (υπο) λογαριασμούς που αναφέρονταν και στο κατηγορητήριο και που ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε ανακλητό καταπίστευμα που είχε συστήσει η ίδια η δεύτερη αναιρεσείουσα στην ίδια Τράπεζα, του οποίου δικαιούχος παρέμεινε αυτή, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, απαγγέλθηκε κατηγορία κατά των αναιρεσειόντων και κλήθηκαν αυτοί να απολογηθούν και να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους, αφού το πλημμέλημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες είναι το ίδιο με εκείνο για το οποίο τους απαγγέλθηκε κατηγορία και δεν αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό, αλλ’ απλώς με την προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αξιόποινη πράξη του ως άνω πλημμελήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες. Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείοντες πληροφορήθηκαν έγκαιρα και ακριβώς τη συγκεκριμένη σε βάρος τους κατηγορία, ότι δηλαδή ο πρώτος υπέβαλε ως βουλευτής ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες και συγκεκριμένα παρέλειψε να δηλώσει το χρηματικό ποσό των 2.121.412 δολλαρίων ΗΠΑ που ήταν κατατεθειμένο ως περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης αναιρεσείουσας και συζύγου του στην τράπεζα ... και η δεύτερη του παρέσχε άμεση συνδρομή στην πράξη του αυτή συνυπογράφοντας την ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες που υπέβαλε, δεν επήλθε ουδεμία μεταβολή της κατηγορίας αυτής σε βάρος τους από το ότι το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το χρηματικό ποσό των 2.121.412 δολλαρίων ΗΠΑ που ήταν κατατεθειμένο με δικαιούχο την δεύτερη αναιρεσείουσα και σύζυγο του πρώτου αναιρεσείοντος στην τράπεζα ... περιλαμβανόταν αρχικά στους εννέα (υπο) λογαριασμούς που ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό που αφορούσε ανακλητό καταπίστευμα που είχε συστήσει η ίδια η δεύτερη αναιρεσείουσα στην ίδια Τράπεζα, του οποίου δικαιούχος παρέμεινε αυτή, αφού για την στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος που κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες αρκούσε το γεγονός ότι υπήρχε περιουσιακό στοιχείο καταθέσεως χρηματικού ποσού σε τράπεζα που δεν δηλώθηκε από τον βουλευτή, ανεξάρτητα από το είδος του λογαριασμού στον οποίο ήταν κατατεθειμένο αυτό, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν ο λογαριασμός με δικαιούχο τη σύζυγο του βουλευτή αφορούσε λογαριασμό ταμιευτηρίου ή λογαριασμό ανακλητού καταπιστεύματος ή άλλου είδους λογαριασμό. Επομένως, οι δύο πρώτοι πρόσθετοι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως που αναφέρονται σε απόλυτη ακυρότητα λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας και παράβασεως των άρθρων 6 παρ. 1 και 3 περ. α και β της ΕΣΔΑ (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ.), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα ότι με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως και πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014 και τους κήρυξε ενόχους, τον μεν αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως από βουλευτή, την δε αναιρεσείουσα σύζυγό του για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας στην ως άνω αξιόποινη πράξη του συζύγου της. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως και πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014, για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης από βουλευτή, αρκεί το ότι ο υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης βουλευτής, εν γνώσει του (με πρόθεση) δεν δήλωσε και δεν συμπεριέλαβε στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης που υπέβαλε όλα τα υφιστάμενα κατά το χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου και της συζύγου του, αφού η απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που γίνεται στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου είναι ενδεικτική, όπως τούτο προκύπτει από τη λέξη "ιδίως" που χρησιμοποιείται στο άρθρο αυτό, τέτοιο δε περιουσιακό στοιχείο αποτελούν και οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι καταθέσεις σε τράπεζα που γίνονται σε λογαριασμό που αφορά τη σύσταση ανακλητού καταπιστεύματος. Τούτο απλώς και μόνον διευκρινιστικά επαναλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 223 παρ. 1 περ. ιv του μεταγενέστερου και επιεικέστερου ως προς την ποινή Ν. 4281/2014, στην οποία αναφέρεται και πάλι ενδεικτικά ότι ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: " ι) ... ιv) Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts)". Επομένως και ο ως άνω τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως που αναφέρεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014 (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ.), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στον καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-3-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως των 1) Ι. Π. του Π. και 2) Σ. Κ. του Σ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-3-2016, για αναίρεση της 859/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει κύριους και πρόσθετους λόγους αναιρέσεως κατά αποφάσεως που καταδίκασε τους κατηγορουμένους για υποβολή ανακριβούς δηλώσεως πόθεν έσχες. Αβάσιμοι οι λόγοι περί ελλειπούς και αντιφατικής αιτιολογία και περί ελλείψεως νόμιμης βάσης. Αβάσιμοι και οι πρόσθετοι λόγοι περί απόλυτης ακυρότητας λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και περί απόλυτης ακυρότητας λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας. Αβάσιμος και ο λόγος περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 223 του Ν. 4281/2014. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1860/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βασιλειάδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ.2847/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Κ. του Η., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2015 αίτησή του και στους από 23 Ιανουαρίου 2016 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 883/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Κ. Β., ο πολιτικώς ενάγων στην κρινόμενη υπόθεση Ν. Κ. του Η. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στην αρχική δικάσιμο της 10ης Φεβρουαρίου 2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για τη σημερινή δικάσιμο, πλην όμως αυτός σήμερα δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, αφού εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν και αυτός παρών. Κατά το άρθρο 63 εδ. β' και γ' του αυτού Κώδικα, όπως το β' εδάφιο προστέθηκε με το άρθρ. 34 παρ.3 του Ν. 3346/2005, αντικαταστάθηκε από 8-6-2008 με το άρθρ. 69 παρ.2 του Ν. 3659/2008 και έκτοτε ισχύει, "ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των δέκα (10) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Το ύψος του ανωτέρω τέλους αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης". Ήδη δε, σύμφωνα με την παρ. 3 της ΥΑ 123827/23-12-2010 (ΦΕΚ Β' 1991/23-12-2010), η οποία άρχισε να ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της, το τέλος πολιτικής αγωγής αναπροσαρμόστηκε από δέκα (10) σε πενήντα (50) ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει μόνον, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής (πολιτικής αγωγής) κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ. (Ολ.Α.Π. 762/1992), ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, από το άρθρο 68 παρ.2 του Κ.Ποιν.Δ., με το οποίο ορίζεται, ότι "κατ' εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία", σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής πρέπει να δηλωθεί νομοτύπως πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, άλλως υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Έτσι, το απαράδεκτο της πολιτικής αγωγής, λόγω μη καταβολής του προαναφερθέντος παραβόλου που προβλέπεται από το άρθρ. 63 εδ. β' του Κ.Ποιν.Δ. ως τέλος πολιτικής αγωγής, είτε κατά την προδικασία, είτε το αργότερο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από την 8η Ιουνίου 2008 που καθιερώθηκε κατά τα ανωτέρω το σχετικό απαράδεκτο και εφεξής, καθιστά την παράσταση της πολιτικής αγωγής παράνομη, με συνέπεια να επέρχεται εξαιτίας της παράνομης παραστάσεως της πολιτικής αγωγής απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνιστά λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που επιτρεπτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο Ν. Κ. του Η., που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεν κατέβαλε το κατά τα ανωτέρω τέλος πολιτικής αγωγής με παράβολο υπέρ του Δημοσίου, ούτε κατά την προδικασία, ούτε κατά την κύρια διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού τέτοιο παράβολο δεν βρέθηκε στη δικογραφία (βλ. και την υπ' αριθμ. πρωτ. 10651/16-7-2015 υπηρεσιακή βεβαίωση της γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης που άσκησε καθήκοντα γραμματέα της έδρας κατά τη συνεδρίαση που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση), με συνέπεια, εξαιτίας του απαραδέκτου και της παράνομης παραστάσεως της πολιτικής αγωγής λόγω μη καταβολής του τέλους πολιτικής αγωγής, να έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνιστά λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως, ενόψει τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παράνομης παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος ένεκα μη καταβολής του τέλους πολιτικής αγωγής (δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως και πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως) και κατά παραδοχή του λόγου αυτού, παρελκούσης της έρευνας των υπόλοιπων λόγων αναιρέσεως ως καλυπτομένων από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2847/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2016. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται αναίρεση κατά παραδοχή ως βασίμου του λόγου για απόλυτη ακυρότητα λόγω της παρά το νόμο παράστασης πολιτικής αγωγής. Παρέλκει η έρευνα των υπόλοιπων λόγων αναιρέσεως γιατί καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου που γίνεται δεκτός ως βάσιμος. Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση. Παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρεί και παραπέμπει.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1717/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 126/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου R. N. του N., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κοντογιάννη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ.462/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1053/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠοινΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων, αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, επερχόμενης διαφορετικά, κατά τα άρθρα 171 παρ.1 περ.δ και 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητος της διαδικασίας. Ειδικότερα, η "εμφάνιση" του κατηγορουμένου αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο νόμος διασφαλίζει την προσωπική συμμετοχή αυτού, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις, οι οποίες διαγράφουν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, τύπους και προϋποθέσεις τόπου και χρόνου, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση εκδικάσεως της κατηγορίας με την απουσία του κατηγορουμένου είναι η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτού. Νομίμως δε θεωρείται κλητευθείς ο κατηγορούμενος, όταν, είτε κοινοποιήθηκε σε αυτόν, εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321 και 177 ΚΠοινΔ κλήση ή κλητήριο θέσπισμα, είτε αναβλήθηκε η δίκη σε ορισμένη ρητή δικάσιμο και ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο. Κατ' άρθρο δε 159 παρ.2 του ΚΠοινΔ, "η επίδοση σε πρόσωπα που κρατούνται σε φυλακή ή σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση τόπο (άρθρο 155 παρ.3), μπορεί να γίνει και με τηλεομοιοτυπική διαβίβαση του εγγράφου. Το συντασσόμενο για την επίδοση αυτή αποδεικτικό μπορεί να διαβιβασθεί σε αυτόν που παράγγειλε την επίδοση αυτή με ίδιο τρόπο". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η με τον παραπάνω τρόπο επίδοση επιτρέπεται κατ'εξαίρεση, μόνο για πρόσωπα κρατούμενα σε φυλακή ή σε άλλο τόπο κρατήσεως και αυτό δε μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μη κρατούμενα πρόσωπα, που η επίδοση γίνεται από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή, διότι, κατ'άρθρο 155 παρ.3 του ιδίου Κώδικος, η επίδοση στην περίπτωση κρατουμένων, γίνεται από τους υπαλλήλους του καταστήματος κρατήσεως. Ήτοι, αν η προς κατηγορούμενο επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, διαβιβασθέντων τηλεομοιοτυπικώς, γίνει σε κατηγορούμενο που δεν κρατείται σε φυλακή ή άλλο τόπο κρατήσεως, η επίδοση αυτή είναι άκυρη. Η από την άνω επίδοση ακύρωση δημιουργούμενη σχετική ακυρότητα, δεν καλύπτεται κατ'άρθρον 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ή εμφανισθείς αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η σύντμηση της 15νθημέρου προθεσμίας εμφανίσεως του γνωστής διαμονής στην ημεδαπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο, σε οκτώ κατ'ανώτατο όριο ημέρες, προϋποθέτει τη συνδρομή κατά την κρίση του Εισαγγελέως κινδύνου παραγραφής ή άλλων εξαιρετικών λόγων, που επιτάσσουν τη σύντμηση αυτή, περί των οποίων λόγων όμως, γίνεται ειδική μνεία στην παραγγελία προς επίδοση. Η έλλειψη της παραπάνω μνείας του κινδύνου παραγραφής ή άλλου εξαιρετικού λόγου για την σύντμηση, στη σχετική παραγγελία επιδόσεως, την οποία οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως στην περίπτωση μη εμφανίσεως του κατηγορουμένου ή στην περίπτωση εμφανίσεως αυτού, αν προβληθεί αντίρρηση στην πρόοδο της διαδικασίας, καθιστά ανίσχυρη τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Συνέπεια τούτου είναι, να έχει εφαρμογή η τασσόμενη υπό του άρθρου 166 παρ. 1 ΚΠοινΔ 15νθήμερη προθεσμία εμφανίσεως, η μη τήρηση της οποίας συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ (164 παρ. 3 ΚΠοινΔ). Αν δεν καλυφθούν, ως παραπάνω εκτέθηκε, οι ως άνω τυχόν ακυρότητες της διαδικασίας και το Δικαστήριο, α) επί απουσίας του κατηγορουμένου, δεν κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως ή β) δεν αποδεχθεί σχετική ένσταση του εμφανισθέντος και αντιλέξαντος στην πρόοδο της δίκης κατηγορουμένου, αλλά αντίθετα, παρά την ακυρότητα αυτή, προχωρήσει στην εκδίκαση αυτής και κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, υπερβαίνει την εξουσία του. Στη προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης με αριθμό 462/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και των εγγράφων της δικογραφίας, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, προέβη στην σύντμηση σε οκτώ ημέρες της 15νθημέρου προθεσμίας εμφανίσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, για να εμφανισθεί στις 20-2-2015, στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, όπου θα εκδικαζόταν σε δεύτερο βαθμό η με αριθ. 1217/31-10-2014 έφεση κατά της με αριθ. 4022/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η ανωτέρω Εισαγγελέας όμως στη σχετική παραγγελία της προς τα όργανα επιδόσεως της κλήσεως του κατηγορουμένου, δε μνημόνευσε ότι συντρέχει κίνδυνος παραγραφής των εκδικαζομένων δύο εγκλημάτων, ούτε μνημόνευσε ότι συνέτρεχε κάποιος άλλος εξαιρετικός λόγος για τη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως στο Δικαστήριο. Συνεπώς, αφού δεν υπήρχε ως άνω κίνδυνος παραγραφής ούτε σημειώθηκε στην παραγγελία επιδόσεως η συνδρομή κάποιου εξαιρετικού λόγου για τη γενόμενη σύντμηση της προθεσμίας εμφανίσεως, παρά μόνο η σημείωση του άρθρου 169 παρ.2 ΚΠοινΔ, η σύντμηση που έγινε είναι ανίσχυρη και ισχύει κατά τα προεκτεθέντα η 15νθήμερη προθεσμία, η οποία δεν τηρήθηκε στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον από τα από 9-2-2015 δύο αποδεικτικά επιδόσεως του Γ. Σ. και της Μ. Π., επιμελητών Δικαστηρίων Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών [στον εκκαλούντα-ήδη αναιρεσείοντα, δια θυροκολλήσεως και στον αντίκλητο δικηγόρο του], προκύπτει ότι οι ως άνω κλήθηκαν να εμφανισθούν στις 20-2-2015. Επομένως, η ως άνω κλήτευση του κατηγορουμένου ήταν άκυρη και κατ'ακολουθίαν, εφόσον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών στις 20-2-2015, το Δικαστήριο, ενόψει της παραπάνω ακυρότητος της κλήσεώς του προς εμφάνιση, όφειλε κατ'άρθρο 171 ΚΠοινΔ, να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως. Πλην όμως το ως άνω Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκκαλών -κατηγορούμενος είχε νόμιμα κλητευθεί και στη συνέχεια απέρριψε ως ανυποστήρικτη την με αριθμό 1217/2014 έφεσή του κατά της με αριθμό 4022/2014 [πρωτοβάθμιας] αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, παραβίασε το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς εμφάνιση στο ακροατήριο και υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α και Η του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση (και καθόσον αφορά την, υπό παραγραφή, πλημμεληματική πράξη της συμμορίας, αφού θα ερευνηθεί εκ νέου το παραδεκτό της εφέσεως)για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την άνω με αριθμ. 462/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύντμηση προθεσμίας κλητεύσεως. Απαραίτητη η αναγραφή από Εισαγγελέα στην παραγγελία συνδρομής εξαιρετικού λόγου, άλλως η σύντμηση ανίσχυρη. Αν η αναιρεθείσα απόφαση αφορούσε απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης- ανυποστήρικτης τότε παραπέμπονται και οι παραγραφείσες πράξεις.
Σύντμηση προθεσμίας κλητεύσεως
Παραγραφή, Σύντμηση προθεσμίας κλητεύσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1455/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα-Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Λ. Φ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαπέτρο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτές, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1279/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Μεταξύ των λόγων αναιρέσεως κατά ποινικής αποφάσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. περιλαμβάνεται υπό στοιχείο Η’ και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία, με βάση το γενικό ορισμό, υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Έτσι στην περίπτωση που το δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο, ενώ ήταν κατά το νόμο αρμόδιο, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του (Ολ. Α.Π. 10/2005), ενώ στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο ενώ ήταν αναρμόδιο καθ’ ύλην δεν κήρυξε την αναρμοδιότητά του αλλά δίκασε την υπόθεση, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις ιδρύεται ο προαναφερθείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 119 και 120 του Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης. Έτσι, πριν από την έναρξη της συζητήσεως εξετάζει αυτεπαγγέλτως εάν η εισαχθείσα σ’ αυτό υπόθεση, όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απ’ ευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τις κείμενες διατάξεις στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του και αν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 121 του Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σ’ αυτό ή σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρ. 502 παρ. 3), σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Έτσι, αν το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, παρόλο που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε πρώτο βαθμό σ’ αυτό, δεν ακυρώσει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δεν δικάσει το ίδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την υπόθεση (ανέκκλητα), αλλά δικάσει την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό αναγινώσκοντας και λαμβάνοντας υπόψη του την εκκαλούμενη απόφαση με τα πρακτικά της που εκδόθηκε από το αναρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και υπερβαίνει θετικά την εξουσία του. Τέλος, για τα εγκλήματα (πλημμελήματα και κακουργήματα) που προβλέπονταν από τα άρθρα 17 έως 19 του Ν. 2523/1997, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 71 παρ. 1 του Ν. 4174/2014, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, ΦΕΚ Α 129/17.10.2015 και κατά το οποίο "όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του Ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 66-70", με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίηση και αντικατάστασή της με το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 3888/2010 κατά το χρόνο της εκδικάσεως των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, οριζόταν ότι: "Αρμόδιο δικαστήριο είναι κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας". Με το δικονομικό αυτό νόμο, ο οποίος δεν περιείχε ειδική μεταβατική διάταξη για τις εκκρεμείς υποθέσεις, δεν οριζόταν αν η νέα καθιερούμενη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τα πλημμελήματα που προβλέπονταν από τα άρθρα 17 έως 19 του Ν. 2523/1997 καταλάμβανε και τις ποινικές υποθέσεις που δεν είχαν εκδικασθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, για τις οποίες είχαν επιδοθεί τα κλητήρια θεσπίσματα για να εκδικασθούν από τα κατά τόπους Μονομελή Πλημμελειοδικεία σύμφωνα με την προϊσχύουσα δικονομική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997. Όμως, με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, συναγόμενη από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 596 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Δηλαδή η διαδικασία χωρεί κατά το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και συνεπώς συνάγεται ότι οι μεν πράξεις οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας, επομένως και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο, από το καθοριζόμενο με το νεότερο νόμο ως αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα για διερεύνηση του βάσιμου ή μη των λόγων αναιρέσεως έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τρία κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν στις 19-8-2009, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλήθηκε για να εμφανισθεί και δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου για τρία πλημμελήματα του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 και συγκεκριμένα για τρεις περιπτώσεις εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων). Στις τρεις δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που έγιναν στις 26 Νοεμβρίου, 1 και 2 Δεκεμβρίου του έτους 2010, πρόβαλε ένσταση αναρμοδιότητας καθ’ ύλην του δικαστηρίου λόγω της προαναφερθείσας νομοθετικής μεταβολής που επήλθε στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 5 του Ν. 2523/1997 με το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 3888/2010, κατά την οποία, από 30-9-2010 που ίσχυε ο Ν. 3888/2010, αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση των φορολογικών πλημμελημάτων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 ήταν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και όχι το Μονομελές. Η ένσταση του απορρίφθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, το οποίο δίκασε τις υποθέσεις και με την 7339/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δώδεκα (12) μηνών, με την 7340/2010 απόφαση του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση είκοσι πέντε (25) μηνών και με την 7341/2010 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση δεκαπέντε (15) μηνών. Ο αναιρεσείων άσκησε τις υπ’ αριθμ. 503/2-12-2010, 504/2-12-2010 και 505/2-12-2010 εφέσεις του κατά των ως άνω αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου ενώπιον του αρμοδίου προς εκδίκαση των εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, όπου, μετά από αίτημά του συνεκδικάσθηκαν οι τρεις υποθέσεις και επανέφερε νόμιμα την ένσταση της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πλην όμως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με τις προσβαλλόμενες υπ’ αριθμ. 2033/2014 και 2074/2015 αποφάσεις του, αντί, με βάση την προαναφερθείσα γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου ότι οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, να δεχθεί την ένσταση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ενόψει του ότι η υπόθεση υπαγόταν σε πρώτο βαθμό στην αρμοδιότητά του, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 121 του Κ.Ποιν.Δ. που προαναφέρθηκε, να ακυρώσει τις πρωτόδικες αποφάσεις που προσβάλλονταν με τις εφέσεις και να δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ανέκκλητα το ίδιο τις υποθέσεις στην ουσία τους, απέρριψε εσφαλμένα την ένσταση αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επειδή είχαν επιδοθεί τα κλητήρια θεσπίσματα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πριν από την ισχύ του νέου δικονομικού νόμου και δίκασε σε δεύτερο βαθμό τις υποθέσεις, αναγιγνώσκοντας και λαμβάνοντας υπόψη του για την καταδίκη του αναιρεσείοντος και τις ως άνω εκκληθείσες αποφάσεις του αναρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου με τα πρακτικά τους, τις οποίες έπρεπε να ακυρώσει και να μη λάβει καθόλου υπόψη του, αλλά να δικάσει τις υποθέσεις ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Έτσι όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση και έλαβε υπόψη του τις αναρμοδίως εκδοθείσες πρωτόδικες αποφάσεις με τα πρακτικά τους και όχι σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, χωρίς να λάβει υπόψη του τις αναρμοδίως εκδοθείσες πρωτόδικες αποφάσεις με τα πρακτικά τους, υπερέβη θετικά την εξουσία του και κατέστησε για το λόγο αυτόν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του αναιρετέες, κατά τον βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικό πρώτο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως. Επομένως, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως ως καλυπτομένων από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθούν οι προσβαλλόμενες 2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τις 2074/2015 και 2033/2014 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναρμοδιότητα και υπέρβαση εξουσίας. Δέχεται τον σχετικό λόγο αναιρέσεως και αναιρεί για υπέρβαση εξουσίας. Παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Αναδρομικότητα.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1424/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - πολιτικώς ενάγοντος Ε. Χ. του Ν., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ραζέλο, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθμό 152/2015 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.324/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου και με κατηγορουμένους τους: 1) Γ. Τ. του Ι., κάτοικο ..., 2) Ε. Κ. του Ε., κάτοικο ..., 3) Π. Κ. του Ε., 4) Β. Β. του Ε., ... και 5) Χ. Σ. του Ι., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Σταύρο Μιχαλόπουλο και Παναγιώτη Φλέσσα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σάμου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1014/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 και 84 του ΚΠΔ, 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που υπέστη από την εγκληματική σε βάρος του πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ενασκήσει τις αξιώσεις του. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα, καθώς και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούμενους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462, 463 και 468 παρ. 1 α’ του ΚΠΔ, προκύπτει ότι τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι α) η έφεση και β) η αίτηση για αναίρεση, ότι ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό, σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου. Και τέλος κατά το άρθρο 505 παρ. 1 γ’ ΚΠοινΔ ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να προσβάλει την απόφαση με το ένδικο μέσο της αναίρεσης α) αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί (σε οποιαδήποτε ποινή) μόνο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις του για αποζημίωση, όταν είτε του επιδικάσθηκε αυτή είτε απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο. Η απόρριψη της πολιτικής αγωγής με την αιτιολογία ότι η αξίωση είναι παραγεγραμμένη δεν ταυτίζεται με την ανωτέρω περίπτωση της αποβολής της πολιτικής αγωγής ως μη στηριζομένης στο νόμο. Η τελευταία περίπτωση προϋποθέτει ότι οι ισχυρισμοί του πολιτικώς ενάγοντος ότι διατηρεί αξίωση κατά των κατηγορουμένων είναι μη νόμιμοι. Αντιθέτως η αποβολή λόγω επελθούσης παραγραφής προϋποθέτει παραδοχή του δικαστηρίου ότι η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος είναι νόμιμη και ερευνάται η ουσιαστική βασιμότητα αυτής, διότι αν δεν προβληθεί κατ’ ένσταση από τους κατηγορουμένους η επελθούσα παραγραφή το δικαστήριο δεν δέχεται την παραγραφή. Δηλαδή η ένσταση της παραγραφής ερευνάται κατ’ ουσία, πράγμα που σημαίνει ότι η αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος συνεπεία παραδοχής της ένστασης παραγραφής δεν αποτελεί απόρριψη λόγω νόμω αβασίμου αλλά απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβασίμου της σχετικής αξιώσεως. Στην προκείμενη περίπτωση το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 324/2014 Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σάμου, απέβαλε την πολιτική αγωγή του αιτούντος με τη εξής αιτιολογία. "...Η ένσταση των κατηγορουμένων περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως προς την πρώτη πράξη, πρέπει να γίνει δεκτή αφού από το χρόνο που φέρεται τελεσθείσα η ανωτέρω πράξη και της γνώσεως αυτού από τον πολιτικώς ενάγοντα (1.4.2008), μέχρι την σχετική δήλωσή της στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου είχε παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς (εκ παραδρομής διετούς) παραγραφής της αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, με αποτέλεσμα να υποκύψει σε παραγραφή και να μην νομιμοποιείται ενεργητικώς ο πολιτικώς ενάγων να παραστεί στην ποινική διαδικασία. Επομένως, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει, κατά παραδοχή της σχετικής προς τούτο ένστασης των συνηγόρων υπεράσπισης των κατηγορουμένων, να απορριφθεί ως προς την πρώτη πράξη ήτοι της ψευδούς καταμηνύσεως και να γίνει δεκτή μόνο ως προς τη δεύτερη πράξη αυτή της ψευδορκίας μάρτυρα". Συνεπώς το παραπάνω δικαστήριο δέχθηκε ότι η αξίωση ήταν νόμιμη αλλά κατ’ αποδοχή ενστάσεως την απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη ήτοι ως παραγεγραμμένη. Επομένως απαραδέκτως κατ’ άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ ασκήθηκε η αναίρεση καθόσον ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε σχετικό δικαίωμα κατά τις άνω διατάξεις και πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα κατ’ άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων κατηγορουμένων κατ’ άρθρο 176, 183 του ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 2 από 9.9.2014 αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Ε. Χ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 324/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των κατηγορουμένων που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη ένστασης πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος και αποβολή πολιτικής αγωγής.Αναίρεση πολιτικώς ενάγοντος. Μη εκκλητό αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη και έξοδα σε όλους.
Έξοδα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Έξοδα.
1
Αριθμός 1402/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ'αριθμ.106/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 και 29 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη και Δημητρίου Παπαγεωργίου αντίστοιχα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Q.I. J. του A., Αλβανού υπηκόου, ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με την δικηγόρο Αικατερίνη Φωτοπούλου, η οποία ορίσθηκε με την υπ'αριθμό 110/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατά της υπ'αριθμ.134/2016 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στο Κράτος της Αλβανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 2/26 Ιουλίου 2016 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Λάρισας Παναγιώτη Γκανάτσου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 884/2016. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 451 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. κατά της οριστικής αποφάσεως του συμβουλίου εφετών με την οποία τούτο γνωμοδοτεί επί της αιτήσεως εκδόσεως, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και τον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Για την έφεση συντάσσεται από το γραμματέα εφετών έκθεση, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως η υπό κρίση 2/26-7-2016 έφεση, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Λάρισας κατά της 134/26-7-2016 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με την οποία τούτο γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στις δικαστικές αρχές της Αλβανίας του εκζητούμενου J. () Q. () του A. και V., που γεννήθηκε στα ... στις 15-4-1992, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Κατά το άρθρο 436 του Κ.Ποιν.Δ. αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επομένων άρθρων (437-456 του Κ.Ποιν.Δ.), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, που υπογράφηκε στο Παρίσι και κυρώθηκε από την Ελλάδα στις 6-5-1961 με το ν. 4165/1961 και από την Αλβανία στις 19-5-1998, με έναρξη ισχύος από 17-8-1998, διέπει από την κύρωσή της το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ των δύο ως άνω κρατών, ενώ συμπληρωματικώς εφαρμόζονται και οι ρυθμίσεις που περιέχονται στα άρθρα 34 έως και 43 της από 17-5-1993 συμβάσεως δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας, που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το ν. 2311/1995 με θέση σε ισχύ από 15-9-1995. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 της ανωτέρω από 13-12-1957 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως (Ε.Σ.Ε.), η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση όσο και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφάλειας ανώτατου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ οσάκις έλαβε χώρα καταδίκη σε ποινή ή επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους η απαγγελθείσα κύρωση πρέπει να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ' ελάχιστο όριο. Περαιτέρω στο άρθρο 12 της Ε.Σ.Ε. με τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία" ορίζονται τα ακόλουθα: Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συμφωνηθεί δι' απευθείας συνεννοήσεως μεταξύ των μερών άλλο μέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού και προς υποστήριξη της να προσαχθούν α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως είτε εντάλματος συλλήψεως ή άλλης πράξεως που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου διαπράξεώς τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων που προβλέπουν την πράξη ή εφόσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου, καθώς και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος καθορισμός του προσώπου που καταζητείται και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και εθνικότητα τούτου. Επίσης κατά το άρθρο 34 του ν. 2311/1995 η αίτηση εκδόσεως πρέπει να αναφέρει το όνομα του εκζητούμενου προσώπου, την κατοικία ή διαμονή του, τη φύση του εγκλήματος και τη ζημία που προκάλεσε και πρέπει να συνοδεύεται α) αν η έκδοση ζητείται για την εκτέλεση ποινής από την απόφαση με ισχύ δεδικασμένου, β) από το κείμενο του ποινικού νόμου του αιτούντος μέρους σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, γ) από την εξωτερική περιγραφή του εκζητούμενου προσώπου και αν είναι δυνατόν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και τη φωτογραφία του. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 3 έως 6 και 10 της Ε.Σ.Ε. και 32 της ανωτέρω Σύμβασης Δικαστικής Αρωγής μεταξύ της Ελλάδος και της Αλβανίας προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται έκδοση α) για πολιτικές παραβάσεις, β) για στρατιωτικές παραβάσεις, γ) για φορολογικές παραβάσεις, δ) υπηκόων του κράτους από το οποίο ζητείται η έκδοση και ε) εφόσον κατά τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους ή του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση έλαβε χώρα παραγραφή της ποινικής δίωξης ή της επιβληθείσας ποινής. Τέλος από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες είναι υπερνομοθετικής ισχύος σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι οσάκις καταδικάσθηκε σε ποινή στο έδαφος του αιτούντος κράτους ο εκζητούμενος, για να εκτίσει την δια της καταδικαστικής αποφάσεως επιβληθείσα ποινή, αρκεί να είναι εκτελεστή όχι όμως και αμετάκλητη η απόφαση αυτή, διότι με το άρθρο 2 του ν. 4165/1961 δεν διατυπώθηκε, όπως σε σχέση με άλλες διατάξεις, επιφύλαξη εφαρμογής και του άρθρου 443 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όπου γίνεται λόγος για αμετάκλητο της σχετικής αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά συνεδριάσεως, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και αναγνώστηκαν, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσαν προφορικά ο εκζητούμενος και η πληρεξούσια δικηγόρος του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την εκκαλουμένη 134/2016 απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στο κράτος της Αλβανίας του αλβανού υπηκόου J. Q. του A. και V., για να εκτίσει ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η οποία του επιβλήθηκε με την 630/31-3-2014 απόφαση του Πρωτοδικείου Τιράνων της Δικαστικής Περιφέρειας Τιράνων της Αλβανίας για παράβαση κανόνων οδικής κυκλοφορίας με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και απομάκρυνση από τον τόπο του ατυχήματος. Για την έκδοση του εκκαλούντος, ο οποίος συνελήφθη στις 17-6-2016 δυνάμει της 79/17-6-2016 εντολής προσωρινής σύλληψης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας και έκτοτε κρατείται προσωρινά, εκδοθέντος και του 51/25-7-2016 εντάλματος σύλληψης της Προεδρεύουσας Εφέτη Λάρισας, έχει υποβληθεί νομίμως από το κράτος της Αλβανίας, με ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας της Αλβανίας στην Αθήνα, η 2450/3 prot./S.C./25-6-2016 αίτηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αλβανίας, για το λόγο ότι αυτός διώκεται με το από 14-4-2014 ένταλμα συλλήψεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Τιράνων Ledina Riza της Δικαστικής Επαρχίας Ντίμπρα, για την εκτέλεση της 630/31-3-2014 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Τιράνων της Αλβανίας, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για παράβαση κανόνων οδικής κυκλοφορίας με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και απομάκρυνση από τον τόπο του ατυχήματος. Για την έκδοση του εκκαλούντος, ο οποίος συνελήφθη στις 17-6-2016 δυνάμει της 79/17-6-2016 εντολής προσωρινής σύλληψης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας και κρατείται προσωρινά στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας δυνάμει του 51/25-7-2016 εντάλματος σύλληψης της Προεδρεύουσας Εφέτη Λάρισας, έχει υποβληθεί νομίμως η 2450/3 prot./S.C./25-6-2016 αίτηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αλβανίας, η οποία διαβιβάσθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με ρηματική διακοίνωση της πρεσβείας της Αλβανίας στην Αθήνα. Με την αίτηση αυτή συνυποβλήθηκαν και όλα τα απαιτούμενα έγγραφα σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή: 1) η 630/31-3-2014 ερήμην καταδικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Τιράνων της Αλβανίας, με την οποία ο εκζητούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή δύο (2) ετών, κριθείς ένοχος παράβασης κανόνων οδικής κυκλοφορίας με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και απομάκρυνσης από τον τόπο του ατυχήματος, αξιόποινες πράξεις που τέλεσε στην Αλβανία, κατ' εφαρμογή των άρθρων 290/2 και 273 του Ποινικού Κώδικα της Αλβανικής Δημοκρατίας, 2) το από 14-4-2014 ένταλμα εκτελέσεως της ως άνω τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως της Εισαγγελέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Τιράνων Ledina Riza, 3) το 754/4/Πρωτ./J.B./24-6-2016 αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας της Αλβανικής Δημοκρατίας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της αιτούσας χώρας για έκδοση του εκζητουμένου, 4) η από 23-6-2016 αναφορά της Εισαγγελέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Τιράνων Ledina Riza, στην οποία περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στον εκζητούμενο σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη και προσδιορίζονται με ακρίβεια ο τόπος, ο χρόνος και οι λοιπές περιστάσεις τελέσεως του ποινικού αυτού αδικήματος, 5) τα στοιχεία του εκζητουμένου, που πιστοποιούν και καθορίζουν την ταυτότητα και την εθνικότητά του και 6) το κείμενο, σε επίσημη μετάφραση, των ποινικών διατάξεων των άρθρων 290/2 και 273 του Ποινικού Κώδικα της Αλβανικής Δημοκρατίας, που προβλέπουν και τιμωρούν τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης κανόνων οδικής κυκλοφορίας με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης με φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια και της απομάκρυνσης από τον τόπο του ατυχήματος με φυλάκιση έως ένα χρόνο, καθώς και το κείμενο του άρθρου 68 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει ότι η απόφαση της ποινής δεν εκτελείται όταν από την ημέρα που πήρε οριστική μορφή έχουν περάσει πέντε χρόνια για τις αποφάσεις που περιέχουν ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια. Συνεπώς υπάρχουν όλα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται από το άρθρο 443 του Κ.Ποιν.Δ. και το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως (Ε.Σ.Ε.), η οποία όπως προαναφέρθηκε διέπει το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, καθώς και από το άρθρο 34 της από 17-5-1993 Διμερούς Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας που κυρώθηκε με το ν. 2311/1995, ανεξάρτητα από το ότι κατά το άρθρο 28 της Ε.Σ.Ε. είναι ανίσχυρη κάθε αντίθετη προς αυτήν διάταξη διμερούς συμφώνου που διέπει τα περί εκδόσεως μεταξύ των συμβαλλομένων στην Ε.Σ.Ε. μερών και ως εκ τούτου η ως άνω διμερής συμφωνία εφαρμόζεται συμπληρωματικά και προς διευκόλυνση εφαρμογής της Ε.Σ.Ε. Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει επίσης ότι η έκδοση ζητείται προκειμένου να εκτελεσθεί η ως άνω 630/31-3-2014 απόφαση του Πρωτοδικείου Τιράνων της Αλβανικής Δημοκρατίας Δικαστηρίου της Δικαστικής Περιφερείας Ελμπασάν Αλβανίας, η οποία κατέστη οριστική και τελεσίδικη στις 10-4-2014, για να εκτίσει ο εκζητούμενος την επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως των δύο ετών για τα αδικήματα της παράβασης κανόνων οδικής κυκλοφορίας με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και της απομάκρυνσης από τον τόπο του ατυχήματος, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται το πρώτο από το άρθρο 290/2 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα με φυλάκιση από ένα έως πέντε χρόνια και από το άρθρο 314 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα με φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια και το δεύτερο από το άρθρο 273 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα με φυλάκιση έως ένα χρόνο και από το άρθρο 43 του Ελληνικού Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας με φυλάκιση από ένα μήνα έως πέντε χρόνια και ως εκ τούτου συντρέχει η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου και επιτρέπεται η έκδοση του εκκαλούντος εκζητουμένου σύμφωνα με τα άρθρα 437 του Κ.Ποιν.Δ., 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Ε. και 31 της ανωτέρω από 17-5-1993 Διμερούς Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, αφού η ποινή που του επιβλήθηκε είναι στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των τεσσάρων μηνών (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 β' της Ε.Σ.Ε.) και όχι μικρότερη των έξι μηνών (βλ. άρθρα 31 παρ. 2 της 17-5-1993 Διμερούς Συμβάσεως Ελλάδος - Αλβανίας και 437 περιπτ. β' του Κ.Ποιν.Δ.) και δεν υπάρχει, ούτε σύμφωνα με τους νόμους της Ελλάδος ούτε σύμφωνα με τους νόμους του κράτους της Αλβανίας που ζητεί την έκδοση, νόμιμος λόγος που να εμποδίζει την εκτέλεση της ως άνω ποινής που επιβλήθηκε στον εκζητούμενο ή που να αποκλείει ή να εξαλείφει το αξιόποινο (βλ. άρθρα 438 δ' Κ.Ποιν.Δ., 6 έως 10 της Ε.Σ.Ε. και 32 της Διμερούς ως άνω Συμβάσεως). Τέλος, ενόψει της περιοριστικής απαριθμήσεως των περιπτώσεων απαγορεύσεως εκδόσεως του εκζητουμένου (βλ. άρθρο 438 Κ.Ποιν.Δ.) και σε συνδυασμό με τις περιέχουσες ανάλογες εξαιρέσεις από την έκδοση διατάξεις των άρθρων 3 έως 11 της Ε.Σ.Ε. και με τις απαγορεύουσες την έκδοση σχετικές διατάξεις του άρθρου 32 της Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής σε Αστικές και Ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, που κυρώθηκε με το ν. 2311/1995, δεν αποτελεί λόγο απαγορεύσεως της εκδόσεως η προβαλλόμενη από τον εκζητούμενο διακινδύνευση της ακεραιότητας της ζωής του από τρίτα πρόσωπα, μη σχετιζόμενα προς το εκζητούν κράτος, και ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμος και δεν ασκεί καμία επιρροή ο άλλωστε αόριστος ισχυρισμός του, που διατυπώθηκε προφορικά στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, ότι η έκδοσή του θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του λόγω υπάρξεως στην αλβανική κοινότητα "βεντέτας" (αντεκδικήσεως) μεταξύ της πατρικής του οικογένειας και άλλης οικογένειας. Ενόψει όλων των ανωτέρω συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκκαλούντος στις δικαστικές αρχές της Αλβανίας και το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του εκκαλούντος, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με τους λόγους της εφέσεώς του ο εκζητούμενος. Κατ' ακολουθίαν η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 26-7-2016 έφεση του εκκαλούντος εκζητουμένου J. () Q. () του A. και V., που γεννήθηκε στα ... στις 15-4-1992, κατά της 134/2016 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας που γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του στην Αλβανία, για την οποία συντάχθηκε η 2/26-7-2016 έκθεση εφέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας. Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 2016. Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Σεπτεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση προς έκτιση ποινής με εκζητούν κράτος την Αλβανία. Έφεση εκζητουμένου κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας που γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του στην Αλβανία. Συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκζητουμένου. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση.
Έκδοση αλλοδαπού
Αναιρέσεως απόρριψη, Έκδοση αλλοδαπού.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1396/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Π. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου-Κουδρόγλου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.9256/2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Γ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 141/2016. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 515 παρ.1 εδ.α του ΚΠΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Εξ άλλου σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 449 παρ.7 του ίδιου Κώδικα, η οποία εφαρμόζεται στα ποινικά δικαστήρια της ουσίας, η αποχή των δικηγόρων συνιστά λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή της δίκης, που δεν περιλαμβάνεται μάλιστα στους περιορισμούς που ορίζονται στο άρθρο 349 του παραπάνω Κώδικα. Κατά συνέπεια συνιστά και ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση για αναβολή της συζητήσεως και στον Άρειο Πάγο κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 εδ.α του παραπάνω Κώδικα, ο λόγος αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους. Όμως η άσκηση από το δικηγόρο του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του, είναι έννομο αγαθό μικρότερης σημασίας από την απονομή της δικαιοσύνης, άποψη που αναγνωρίζουν και οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι με το να επιτρέπουν στους δικηγόρους που είναι μέλη τους να παρίστανται σε ποινικές υποθέσεις, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής του αξιοποίνου του εγκλήματος και ματαιώσεως της αξιώσεως της πολιτείας προς τιμωρία των ποινικά κολάσιμων πράξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ως άγγελος, η δικηγόρος Κ. Ι. και υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζητήσεως της προκείμενης υποθέσεως, για λογαριασμό του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, Α. Κ., για το λόγο ότι αυτός απέχει από τα καθήκοντά του λόγω της απεργίας που έχει κηρύξει ο δικηγορικός του σύλλογος. Εν όψει των ανωτέρω εκτιθεμένων στη μείζονα σκέψη το ως άνω αίτημα αναβολής, που υπέβαλε η παραπάνω δικηγόρος για λογαριασμό του δικηγόρου του αναιρεσείοντος με λόγο την αποχή των δικηγόρων και την αδυναμία λήψεως αδείας για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου είναι απορριπτέο καθόσον δεν προσκομίζεται σχετική αίτηση για λήψη αδείας, σε περίπτωση δε που γίνει δεκτή η αναίρεσή του, αφού η πράξη του τελέσθηκε στις 20.9.2008, επίκειται η παραγραφή της ένδικης πράξης με τη συμπλήρωση οκταετίας από της τελέσεώς της την 20.9.2016. Τα ως άνω γεγονότα δεν επικαλέσθηκε με αίτησή του, ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος, προς το δικηγορικό του σύλλογο, ώστε να του χορηγηθεί σχετική άδεια εκπροσωπήσεως, το δε αίτημα υπό τις ανωτέρω περιστάσεις κρίνεται ότι ασκείται παρελκυστικά και κατά κατάχρηση δικαιώματος. Πρέπει επομένως, το ως άνω αίτημα αναβολής της συζητήσεως να απορριφθεί. Στο άρθρο 473 παρ.3 του ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου...". Η διάταξη αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να έχει ο ενδιαφερόμενος υπόψη του το πλήρες κείμενο του αιτιολογικού της απόφασης για να είναι σε θέση να διατυπώσει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου. Η παρά το νόμο καταχώρηση αποσπάσματος της απόφασης στο ειδικό προς τούτο βιβλίο προκαλεί ακυρότητα της ίδιας της πράξης καταχώρησης, η οποία είναι διαδικαστική πράξη που επακολουθεί τη διαδικασία στο ακροατήριο και την έκδοση της απόφασης, δεν πλήττει όμως το κύρος της απόφασης που καταχωρήθηκε. Η ακυρότητα παραδεκτά προσβάλλεται όταν αμφισβητείται το εμπρόθεσμο της άσκησης αναίρεσης και όχι το κύρος της ίδιας της απόφασης. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ’ ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων, πρέπει στην αίτηση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρ. 513 ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ότι η καταχώρηση αποσπάσματος της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 9256/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ είναι άκυρη και δημιούργησε απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρον 171 ΚΠοινΔ καθόσον επλήγησαν ουσιώδη υπερασπιστικά του δικαιώματα λόγω της μη αναγραφής των πρακτικών αυτής. ‘ Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, που επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, καταχωρήθηκε στις 5-11-2015 στο ειδικό βιβλίο απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης και εν συνεχεία στις 21-1-2016 πλήρες κείμενο της απόφασης, οπότε άρχισε και η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Συνεπώς, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει την πράξη καταχώρησης αποσπάσματος στο ειδικό βιβλίο ως άκυρη, αφού κατά το χρόνο υποβολής της κρινόμενης αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 24-11-2015, δεν είχε αρχίσει η προθεσμία αναιρέσεως. Επομένως, η κρινόμενη αναίρεση με την οποία πλήττεται αυτοτελώς η πράξη καταχώρησης του αποσπάσματος της απόφασης στο ειδικό βιβλίο και όχι η δικαστική απόφαση για έναν από τους λόγους του άρθρου 510 ΚΠοινΔ είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 2083 από 24-11-2015 δήλωση του Π. Σ. ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 9256/30-9-2015 αποφάσεως του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτημα αναβολής και παράσταση δικηγόρου δια. Πλαστογραφία με χρήση. Λόγοι αναίρεσης ακυρότητα αυτής γιατί στην προμετωπίδα της αναγράφεται καθαρογράφθηκε απόσπασμα και όχι απόφαση και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ήτοι απόλυτη ακυρότητα 510 παρ. 1 Α και Δ. Αβάσιμοι απορρίπτει και έξοδα.
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου)
Αναιρέσεως απόρριψη, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Αναβολής αίτημα, Έξοδα.
2
Αριθμός 1395/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Γ. Π. του Ν., κατοίκου ... και 2) Π. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Σπυρόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2438/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Η. του Σ., κάτοικο ... και 2) Χ. χήρα Σ. Η., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Βρούστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1184/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 ΠΚ όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομενου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν δε μεταχειρίσθηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχειρήσεως, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτο, με φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του εξαναγκαζομενου ή τρίτου, με βία ή με απειλή; ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφαση του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντα, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής προς πραγμάτωση νόμιμης απαιτήσεως αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, με σκοπό να καμφθεί η βούληση του εξαναγκαζομενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ" εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεως τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από τον τρόπο εκδηλώσεως και τη συμπεριφορά του δράστη, άμεση ή έμμεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και τέλος αμέσως από τον δράστη ή μέσω τρίτου προσώπου. Δεν αποκλείεται και μία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει μία υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι και πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά και έτσι υπάρχει εκβίαση και όταν ο εξαναγκαζόμενος είναι πρόσωπο άλλο από το βλαπτόμενο περιουσιακά, αρκεί ο εξαναγκαζόμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας εξαναγκαζόμενος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή δεν επέφερε σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα τη εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η απειλή που ασκήθηκε συνιστά απόπειρα του εγκλήματος αυτού, εφόσον περιέχει τουλάχιστον αρχές εκτελέσεως του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ.στ’ ΠΚ κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 98 του ΠΚ προκύπτει ότι, στο δικαστήριο της ουσίας καταλείπεται η κρίση αν περισσότερες ομοειδείς πράξεις του ίδιου προσώπου μπορούν να θεωρηθούν ως ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, οπότε καταγιγνώσκεται μία ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων ή αν πρόκειται για πραγματική συρροή. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου της ουσίας, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Τέλος, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν με τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με ην προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2438/2015 απόφαση του, δέχθηκε μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, ότι " Το 2006 ο πολιτικώς ενάγων και παθών Α. Η., συνιδιοκτήτης των ναυπηγείων …, ζήτησε τις υπηρεσίες του πρώτου κατηγορουμένου Γ. Π., ιδιωτικού ερευνητή (ντετέκτιβ) και του ανέθεσε την έρευνα για κάποιο στέλεχος των ως άνω ναυπηγείων για το οποίο υπήρχαν υπόνοιες ότι αφαιρούσε χρήματα, καθώς και να εξακριβώσει εάν παρακολουθούνται κάποια τηλέφωνα των ναυπηγείων. Μετά το πέρας των ερευνών ο παθών εξόφλησε πλήρως τον πρώτο κατηγορούμενο για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Στις 29-08-2007 ο πρώτος κατηγορούμενος μετά από τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον ανωτέρω παθόντα, συναντήθηκε μαζί του, στη συνάντηση δε αυτή παραβρέθηκε και ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ., αστυνομικός της άμεσης δράσης και κουμπάρος του πρώτου κατηγορουμένου ο οποίος του συστήθηκε ως αστυνομικός της δίωξης ναρκωτικών. Οι κατηγορούμενοι αρχικά με το πρόσχημα ότι υπάρχει καταγγελία στην υποδιεύθυνση δίωξης ναρκωτικών για διακίνηση ναρκωτικών στο χώρο των ως άνω ναυπηγείων απαίτησαν εκβιαστικά από τον Α. Η. την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ προκειμένου να σταματήσει η έρευνα για την καταγγελία, από το διοικητή της ως άνω υποδιεύθυνσης, ο οποίος ήταν φίλος τους και θα έθετε τη δικογραφία στο αρχείο. Μετά όμως την άρνηση του ως άνω παθόντα ότι στο χώρο των ναυπηγείων δεν υπάρχουν ναρκωτικά οι κατηγορούμενοι τον απείλησαν ότι αν δεν τους καταβάλει τα χρήματα που απαιτούν θα βρεθούν ναρκωτικά όχι μόνο στο ναυπηγείο, άλλα και στο αυτοκίνητο του. Σε ότι αφορούσε την καταβολή των χρημάτων θα δικαιολογούνταν με ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών που θα του παρέδιδαν όταν έπαιρναν τα χρήματα. Ο παθών Α. Η. ηλικίας τότε 20 ετών ανέφερε τα παραπάνω περιστατικά στη μητέρα του Χ. Η. συνιδιοκτήτρια των ως άνω ναυπηγείων. Στη συνέχεια, μετά από τηλεφωνικές επικοινωνίες των κατηγορουμένων και των παθόντων τις βράδυνες ώρες της 07-09-2007 οι κατηγορούμενοι μετέβησαν στην οικία των παθόντων, στην Άνω Γλυφάδα Αττικής και επί της οδού ..., όπου με τα ίδια προσχήματα και τις ίδιες απειλές απαίτησαν εκ νέου από τη Χ. Η. το ποσό των 30.000 ευρώ. Επειδή όμως η παθούσα δεν υπέκυπτε στις απαιτήσεις τους ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν το άτομο που χειρίζεται την καταγγελία στη δίωξη ναρκωτικών και μπορούσαν να μεσολαβήσουν να σταματήσει η έρευνα γι’ αυτή, αλλά πρέπει να τους καταβάλλει έστω το ποσό των 20.000 ευρώ διαφορετικά θα βρίσκονταν ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του γιου της. Η πράξη όμως της εκβίασης σε βάρος των ως άνω παθόντων δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι οι παθόντες δεν τους κατέβαλλαν κανένα χρηματικό ποσό, αλλά κατήγγειλαν τις πράξεις τους στην υπηρεσία δίωξης εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής. Στη συνέχεια, αφού προσημειώθηκαν χαρτονομίσματα από την εν λόγω υπηρεσία η Χ. Η. έκλεισε ραντεβού με τους κατηγορουμένους για τις 11-09-2007 και ώρα 08:00 στην άνω οικία των παθόντων, σύμφωνα με τις υποδείξεις της ασφάλειας προκειμένου να τους καταβάλλει τα χρήματα που ζητούσαν. Στην εν λόγω οικία ανέβηκε ο πρώτος κατηγορούμενος ο οποίος συνελήφθη από 3 αστυνομικούς του τμήματος δίωξης εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής που βρίσκονταν εντός αυτής, την ώρα που μετρούσε τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα ποσού 20.000 ευρώ που του έδωσε η Χ. Η. εντός φακέλου. Ο δεύτερος κατηγορούμενος συνελήφθη από αστυνομικούς του ως άνω τμήματος δίωξης εκβιαστών ενώ επιτηρούσε το τετράγωνο όπου βρίσκεται η άνω οικία. Στην κατοχή του πρώτου βρέθηκαν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα τα οποία αποδόθηκαν στην παθούσα Χ. Η.. Επίσης στην κατοχή των κατηγορουμένων βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 3 κινητά τηλέφωνα που επικοινωνούσαν με τους παθόντες καθώς και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με ημερομηνία 11-09-2007 σύμφωνα με το οποίο το ποσό των 20.000 ευρώ αντιστοιχούσε δήθεν σε αμοιβή του πρώτου κατηγορουμένου για παροχή υπηρεσιών στον παθόντα Α. Η., το οποίο όμως είχε συνταχθεί εν αγνοία του τελευταίου και είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του για να χρησιμοποιηθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο ως αποδεικτικό στοιχείο νόμιμης συναλλαγής σε περίπτωση που είχε καταγγελθεί η εκβίαση και συλλαμβανόταν. Στην οικία των παθόντων οι κατηγορούμενοι μετέβησαν με την υπ. αριθμ. κυκλ. ... μοτοσικλέτα μάρκας BMW ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου, η οποία όμως δεν έφερε πινακίδες κυκλοφορίας, η οποία προφανώς είχε αφαιρεθεί από τους κατηγορουμένους. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των παθόντων Α. Η. και Χ. Η. και των αστυνομικών Τ. Ο. και Γ. Μ. (του πρώτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) που ενισχύονται και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από τις εντελώς αόριστες και ασαφείς καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίοι σημειωθείτω δεν έχουν ιδία αντίληψη περί των διαδραματισθέντων μεταξύ των παθόντων και κατηγορουμένων. Βάσει των ανωτέρω οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη της απόπειρας εκβίασης κατά συρροή αφού δεν τέλεσαν αυτή σε βάρος εκάστου παθόντος εξακολουθητικά, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε και την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως στην τέλεση της οποίας δεν προέκυψε ότι συμμετείχε με οποιοδήποτε τρόπο ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ.. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την ως άνω πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, καθόσον διέπραξαν αυτοί όχι ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου και ειδικής και αξιόλογης υποδομής για την επανειλημμένη τέλεση τέτοιων πράξεων κατά τρόπο που να εξασφαλίζουν σοβαρό και μόνιμο εισόδημα από τη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα όπως τούτο προκύπτει ειδικότερα από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (εμφάνιση του δευτέρου ως αστυνομικού της δίωξης ναρκωτικών, εύρεση των προς εκβίαση προσώπων από τον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος εργαζόταν ως ντετέκτιβ προκειμένου να διαπιστώνει τα στοιχεία τους και την οικονομική επιφάνεια τους ώστε να διενεργήσουν οι κατηγορούμενοι κατόπιν εκβιαστικά καθώς και η σύνταξη από τον πρώτο του πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού που κατασχέθηκε εις χείρας του ώστε σε περίπτωση που συλλαμβανόταν να δικαιολογήσει την καταβολή των χρημάτων από τους παθόντες). Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή (όπως και πρωτοδίκως) καθώς ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Π. και της πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Κ., απορριπτόμενου του ισχυρισμού τους περί μεταβολής της κατηγορίας σε πλημμεληματική εκβίαση λόγω μη συνδρομής της επιβαρυντικής περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Θα πρέπει όμως να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α Π.K. καθόσον αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι αυτοί μέχρι την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού τους. Αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ο άλλος αυτοτελής ισχυρισμός τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 εδ.ε Π.Κ. καθόσον δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικής και καλής συμπεριφοράς τους επί μακρό χρονικό διάστημα και η ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωση τους με το να μην έχει απασχολήσει τις διωκτικές αρχές ή τη Δικαιοσύνη, δεν είναι απότοκοι της ελεύθερης επιλογής, αλλά παθητικής συμπεριφοράς τους σαφώς επηρεαζόμενη από την εκκρεμή ποινική δίκη". Στη συνέχεια το Α’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για τις παραπάνω πράξεις ήτοι της απόπειρας εκβίασης από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή αμφοτέρους και τον πρώτο επί πλέον για την πλαστογραφία με χρήση και ειδικότερα του ότι "... Κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους από κοινού, με περισσότερες πράξεις, τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα και ειδικότερα: Α) Κατά τους κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενους τόπους και κατά το χρονικό διάστημα από 29-8-2007 έως 11-9-2007 και συγκεκριμένα κατά τις αναφερόμενες κατωτέρω ημερομηνίες ενεργώντας από κοινού, έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της εκβίασης, δηλαδή με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος και να εξαναγκάσουν άλλον, με απειλή βλάβης της επιχείρησής του, σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία των εξαναγκασμένοι , επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της εκβίασης, όμως δεν ολοκλήρωσαν την πράξη τους αυτή από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως τους-και εξωτερικούς. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα, στις 29-8-2007, ενεργώντας από κοινού, σε συνάντηση που επεδίωξαν και είχαν με τον παθόντα Α. Η. και αφού ο εξ αυτών Π. Κ. παρουσιάστηκε σαν Αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών, ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε καταγγελία στην Υποδιεύθυνση Δίωξης ναρκωτικών για διακίνηση ναρκωτικών στο χώρο των Ναυπηγείων …, που ανήκουν στην ιδιοκτησία του Α. Η. και Χ. Η. και ότι αν τους καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ, θα φροντίσουν να σταματήσει η έρευνα, στην δε αρχική άρνηση του (του Α. Η.) τον απείλησαν πως αν δεν ενδώσει θα βρεθούν ναρκωτικά όχι μόνο στα ναυπηγεία, αλλά και στο αυτοκίνητο του. Ακολούθως στις 7-9-2007 προσερχόμενοι στην οικία των παθόντων Α. Η. και Χ. Η. στην Άνω Γλυφάδα Αττικής και επί της οδού ..., επαναλαμβάνοντας τις ίδιες απειλές, εξακολουθούσαν να ζητούν από τους τελευταίους το ποσό των 20.000 ευρώ. Η πράξη, όμως της εκβίασης σε βάρος των ως άνω παθόντων δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι οι παθόντες δεν τους κατέβαλαν κανένα χρηματικό ποσό, αλλά κατήγγειλαν την πράξη τους στην Υπηρεσία Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής και συνελήφθησαν στις 19-9-2007 και ώρα 08:00, ο πρώτος κατηγορούμενος εντός της ως άνω οικίας, ενώ μετρούσε τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, ποσού 20.000 ευρώ, που του έδωσε η Χ. Η., σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ασφάλειας, τα οποία αφού κατασχέθηκαν επιστράφηκαν σ’ αυτή και ο δεύτερος ενώ επιτηρούσε το τετράγωνο όπου βρίσκεται η εν λόγω οικία. Την ως άνω πράξη τέλεσαν κατ’ επάγγελμα, καθόσον από τον ανωτέρω τρόπο έδρασαν με την εμφάνιση του δεύτερου εξ αυτών ως αστυνομικού της Δίωξης ναρκωτικών και το όλο σχέδιο που είχαν επινοήσει ώστε να εξαναγκάσουν τους μηνυτές από φόβο βλάβης της επιχείρησης τους να δώσουν τα χρήματα, καθώς και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με τον πρώτο κατηγορούμενο (Π.) να εργάζεται ως ντετέκτιβ, προκειμένου να βρίσκει τα προς εκβίαση πρόσωπα, διαπιστώνοντας τα στοιχεία τους και την οικονομική τους επιφάνεια, ώστε να διενεργήσουν κατόπιν εκβιαστικά (οι κατηγορούμενοι) καθώς και η εις χείρας τους (του Π.) κατάσχεση έτι και πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού, που συλλαμβάνονταν (ως και έγινε) να δικαιολογήσουν την καταβολή προς αυτούς των χρημάτων από τους μηνυτές, προκύπτει η πρόθεση τους για επανειλημμένη διάπραξη της πράξεων της εκβίασης, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Π. ένοχο του ότι: Β)Κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο ειδικότερα τόπο και χρόνο κατήρτισε εκ προθέσεως πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε, έκανε χρήση αυτού του εγγράφου. Συγκεκριμένα στην Αθήνα και σε χρόνο, μη επακριβώς προσδιορισθέντα από τη μέχρι τώρα διεξαχθείσα ανάκριση, αλλά πάντως πριν από τις 11-9-2007 κατήρτισε ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο ο εκ των μηνυτών Α. Η. ανέθετε σ’ αυτόν (Γ. Π.) τη διεξαγωγή έρευνας που αφορούσε επαγγελματική του υπόθεση και με το οποίο ορίζετο αμοιβή του στο ποσό των 20.000 ευρώ και εν συνεχεία έθεσε στη θέση του εντολέως, κατ’ απομίμηση, την υπογραφή του Α. Η. ώστε σε περίπτωση που οι μηνυτές τον είχαν καταγγείλει και συλλαμβανόταν (ως και έγινε) να δικαιολογήσει την καταβολή προς αυτόν των χρημάτων (από τους μηνυτές). Ακολούθως δε χρησιμοποίησε το ανωτέρω πλαστό έγγραφο ως αποδεικτικό νόμιμης συναλλαγής του με τον παθόντα Α. Η.". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της από κοινού απόπειρας εκβίασης κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες (πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιο της καταδίκης για την πλαστογραφία με χρήση), τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 45, 385 παρ.1 περ.β εδ.β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, επαρκώς αιτιολογείται η κατ’ επάγγελμα τέλεση της απόπειρας εκβίασης από τους κατηγορουμένους, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, από την υποδομή που αυτοί είχαν διαμορφώσει με τον πρώτο κατηγορούμενο να εργάζεται ως ντετέκτιβ, προκειμένου να βρίσκει τα προς εκβίαση πρόσωπα, διαπιστώνοντας τα στοιχεία τους και την οικονομική τους επιφάνεια, ώστε να ενεργήσουν κατόπιν εκβιαστικά και τη σύνταξη από τον πρώτον κατηγορούμενο πλαστογραφημένου ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο το ποσό το οποίο θα εισέπρατταν εκβιαστικά θα αντιστοιχούσε δήθεν σε αμοιβή του πρώτου κατηγορουμένου για παροχή υπηρεσιών προς τον πρώτο παθόντα, προκειμένου να δικαιολογήσουν την καταβολή προς αυτούς των χρημάτων στην περίπτωση που αυτοί συλλαμβάνονταν, προκύπτει η πρόθεσή τους για επανειλημμένη διάπραξη της εκβίασης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Με την κατάφαση δε από την προσβαλλόμενη απόφαση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης ως κατ’ επάγγελμα τελεσθέντος απορρίφθηκε εκ του πράγματος ο ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακουργηματική στην πλημμεληματική μορφή, ο οποίος δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό αλλά άρνηση της κατηγορίας και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει σ’ αυτόν, ούτε ο εισαγγελέας να προτείνει ειδικώς επ’ αυτού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης όταν του δόθηκε ο λόγος για την ενοχή ή μη των κατηγορουμένων, πρότεινε την απαλλαγή τους. Περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα αναφερόμενα εγκλήματα της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα εις βάρος των ως άνω δύο παθόντων δεν αποτελούν ένα έγκλημα κατ’ εξακολούθηση αλλά βρίσκονται σε πραγματική συρροή ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ως προς την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔ), περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 94 και 98 ΚΠοινΔ (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠοινΔ) και περί ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠοινΔ) λόγω έλλειψης προτάσεως του Εισαγγελέως ως προς τον ισχυρισμό περί μετατροπής της απόπειρας εκβίασης από την κακουργηματική στην πλημμεληματική μορφή και περί μεταβολής της κατηγορίας από κατά συρροή σε κατ’ εξακολούθηση είναι αβάσιμος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αρθρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.ε ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί κατά την παρ.1 του ίδιου άρθρου στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων (εδ.ε) "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να συντρέξει όμως η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει η συμπεριφορά του να είναι θετική και επωφελής, να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη του και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβιώσεως του δράστη, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του, μη αρκούσης της απλής, καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής χωρίς παραβατικότητα και μόνον, διότι η καλή συμπεριφορά δεν νοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεικτική όχι μόνο ελλείψεως παραβατικότητας, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παραπάνω δραστηριότητας του θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν εξακολουθεί να ζεί όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβιάσεως των νόμων και ιδιαίτερα του ποινικού κώδικα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ.1 ΚΠοινΔ "καμμία απόφαση του δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση, ή σε συμβούλιο και καμμία διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 138 παρ.2, 3 του ΚΠοινΔ "πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο Εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει, καθώς και οι παρόντες διάδικοι (παρ.2). Η παράβαση της παρ.2 συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του βουλεύματος και της διάταξης (παρ.3). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες πρόβαλαν στο ακροατήριο, μεταξύ των άλλων, και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ.2 περ.ε ΠΚ). Για τη θεμελίωσή του επικαλέστηκαν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος ότι "Από το έτος 2009 διατηρεί επιχείρηση καφέ στην πλατεία Ομονοίας. Είναι παντρεμένος από το έτος 2014 με την Ε. Δ., με την οποία προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί και να ξεκινήσουν δική τους οικογένεια. Έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν έχει απασχολήσει ποτέ με οποιοδήποτε τρόπο τις Αρχές". Ο δε δεύτερος κατηγορούμενος ότι "στις 3-6-2009 ο κατηγορούμενος, ενώ είχε αποταχθεί από το σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, βρήκε τον απολεσθέντα προσωπικό χαρτοφύλακα του πολίτη Σ. Σ., ο οποίος περιείχε σημαντικότατα έγγραφα και το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 13.800 € στην περιοχή του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος και ευθύς αμέσως το παρέδωσε στην Αστυνομική Διεύθυνση του Αεροδρομίου. Είναι παντρεμένος με τη Δ. Σ. και έχουν αποκτήσει μαζί ένα υπέροχο αγοράκι, ηλικίας τεσσάρων ετών σήμερα, το Β. Από τη στιγμή που εξεδόθη η από 12-6-2009 τελεσίδικη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ελληνικής Αστυνομίας για τη θέση του σε απόταξη από το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, ο κατηγορούμενος, μη έχοντας άλλη επιλογή, εργάζεται ως σερβιτόρος σε καφετέρια στην περιοχή της Ομόνοιας επ’ ονόματι "..." προκειμένου να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη προς βιοπορισμό της οικογενείας τους. Μοναδική διέξοδος στην καθημερινότητά του αποτελεί η ενασχόλησή του με την καλαθοσφαίριση, καθώς είναι μέλος της τοπικής ομάδας της Θήβας με την ονομασία "...". Το Δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό αμφοτέρων των κατηγορουμένων με την εξής αιτιολογία: "δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικής και καλής συμπεριφοράς τους μετά τις πράξεις τους επί μεγάλο χρονικό διάστημα και η ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή τους, με το να μην έχει απασχολήσει τις διωκτικές αρχές ή τη δικαιοσύνη, δεν είναι απότοκη της ελεύθερης επιλογής αλλά παθητικής τους συμπεριφοράς, σαφώς επηρεαζόμενη από την εκκρεμή ποινική δίωξη". Όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν θεμελιώνεται στα ως άνω επικληθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναφέρονται στη συνήθη συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου, αυτοί δε δεν επικαλέστηκαν για τη θεμελίωσή του και τη θεώρησή του ως ορισμένου πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας, τα οποία να εκτείνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη τους. Ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ως άνω αορίστου ισχυρισμού, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει με την προσβαλλομένη απόφασή την επ’ αυτού απορριπτική του κρίση, ούτε ο Εισαγγελέας να προτείνει επ’ αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού και περί ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ) από την παράλειψη προτάσεως του Εισαγγελέως επί του ως άνω ισχυρισμού είναι αβάσιμοι. Μετά απ’ αυτά και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ (άρθρ.583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ.426 από 30-9-2015 αίτηση (δήλωση) των Γ. Π. του Ν. και Π. Κ. του Ε., κατοίκων ..., αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.2438/2015 απόφασης του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα εκβίασης από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συρροή και πλαστογραφία με χρήση για τον α. κατηγορούμενο επί πλέον. Λόγοι αναίρεσης ειδική και εμπ. αιτιολογία και εσφ. ερμ. και εφ. ουσ. ποιν. διατ. (περ. Δ και Ε ). Λοιποί ισχυρισμοί απορ. Απορ. αναίρεση και έξοδα. Έξοδα και στους πολιτικούς ενάγοντες που υπέβαλαν υπόμνημα και εκπρ. από ένα δικηγόρο.
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου)
Αναιρέσεως απόρριψη, Απόπειρα, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Εκβίαση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1328/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου M. Y. του Y., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο Ειρήνη Φωτιάδου, η οποία ορίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 203/6-11-2015 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 188, 189/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2015 αίτησή του αναίρεσης και στους από 16 Νοεμβρίου 2015 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 616/2015. Αφού άκουσε Την ορισθείσα δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη" κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου "αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαιρέσεως της ζωής του άλλου ανθρώπου διαγιγνώσκεται δε από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου του ΠΚ προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως. Για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής, που αποτελεί προϋπόθεση της επιεικεστέρης μεταχείρισης, πρέπει η υπερδιέγερση ενός συναισθήματος να έχει εξελιχθεί σε τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα του δράστη να σταθμίσει τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση της πράξεως και εκείνα που τον συγκρατούσαν απ’ αυτήν, όχι όμως και να έφθασε σε κατάσταση διαταράξεως της συνειδήσεώς του κατά την έννοια των άρθρων 34 και 36 ΠΚ. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 193 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικος λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, με γενική αναφορά στο είδος τους και χωρίς ανάγκη χωριστής μνείας σε κάθε μία από αυτές και αξιολογικής συσχετίσεως, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για το δόλο δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των εκτιθέμενων περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως και εξυπακούεται, εκτός αν ο νόμος αξιώνει για την ύπαρξη αυτού πρόσθετα στοιχεία ή είναι ενδεχόμενος. Η ως άνω αιτιολογία απαιτείται επίσης και για κάθε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που οδηγούν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή τη μείωση του καταλογισμού του δράστη ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και οι ισχυρισμοί, οι οποίοι θεμελιούνται στις διατάξεις των άρθρων 34 και 36 ΠΚ. Σύμφωνα με την πρώτη τούτων "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό". Ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 36 ΠΚ αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 ΠΚ). Επίσης και το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση δε αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 130 ( άρθρο 133 ΠΚ ). Εξάλλου, η τοξικομανία του εξαρτημένου χρήστη κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ.1 του ν. 3459/2006 δηλαδή εκείνου που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με δικές του δυνάμεις, δεν οδηγεί στην έλλειψη της ικανότητας προς καταλογισμό, αν δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 ΠΚ προϋποθέσεις και τέλος ως προς τον προσδιορισμό της ηλικίας του κατηγορουμένου για την εφαρμογή του άρθρου 133 ΠΚ, δεν αρκεί η δήλωση αυτού περί του καθορισμού της ηλικίας του αλλά πρέπει να προκύπτει αυτή από τις παραδοχές της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 188,189/2014 απόφαση του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση την οποία τέλεσε, ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και την πράξη της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας του επιβλήθηκε για την πρώτη η ποινή της ισοβίου κάθειρξης και για τη δεύτερη η ποινή της φυλάκισης του ενός ( 1 ) έτους και χρηματική ποινή εξακοσίων ( 600 ) ευρώ και για την τρίτη ποινή φυλακίσεως του ενός ( 1 ) έτους. Στη συνέχεια επαύξησε την ποινή φυλακίσεως του ενός ( 1 ) έτους που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας, κατά έξι ( 6 ) μήνες από την ποινή φυλακίσεως του ενός ( 1 ) έτους, που επιβλήθηκε σ’ αυτόν για την πράξη της οπλοχρησίας και επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή αντιγραφή τα ακόλουθα: "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων Π. Κ. και Ι. Σ., οι οποίοι εξετάσθηκαν, κατά νόμο, στο ακροατήριο και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα πρακτικά συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, ως άνω, από την με ημερομηνία 12.3.2012 "έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης", που έχει συνταχθεί από τον Α. Β. Τ., ψυχίατρο - ψυχοθεραπευτή, διορισθέντα, ως πραγματογνώμονα, δια της 158/22.2.2012 Διατάξεως του Ανακριτή του 9ου τακτικού τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών και αφορά τον κατηγορούμενο καθώς από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και τις εξήντα [60] έγχρωμες φωτογραφίες, που επισκοπήθηκαν, μετά της εκκαλουμένης αποφάσεως και των πρακτικών της, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος -κατηγορουμένου στο παρόν Δικαστήριο, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 17.1.2012, ώρα 19.35, στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος M. Y. καταδίωκε τον M. S., επί της οδού ..., τον πρόλαβε στο ύψος του αριθμού … και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, θέλοντας να τον θανατώσει, τον έπληξε, δύο φορές, στη θωρακική χώρα, με τη χρήση ενός μαχαιριού και του προκάλεσε "τυφλό τραύμα του θώρακος μετά τρώσεως της καρδίας" (βλ. την …/6.2.2012 "ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας -νεκροτομής). Από το τραύμα αυτό, ως μόνη ενεργός αιτία, επήλθε αμέσως ο θάνατος του M. S.. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή. Ειδικότερα: Το θύμα M. S. του F. και της N. γεννήθηκε, την 15.5.1994 και ήταν υπήκοος Αφγανιστάν. Ο κατηγορούμενος, κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, είχε προμελετημένο (ρόλο) δηλ. είχε τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια, που τον ώθησαν στην πράξη του. Τα αίτια ήταν οικονομικές διαφορές του με το θύμα M. S., από διακίνηση ναρκωτικών. Σύμφωνα με τη νεκροψία -νεκροτομή, ο θανών M. S. είχε "επί της αριστεράς προκαρδίου χώρας, τραύμα με χείλη ομαλά μήκους 4 cm ", "επί της δεξιάς υποχονδρίου χώρας, τραύμα με χείλη ομαλά μήκους 2,5 cm ελαχίστου βάθους, περιοριζόμενο στα μαλακά μόρια υποδορίως" καθώς και "οιδηματική θλάση, εκχύμωση και εκδορά κάτω χείλους του στόματος αριστερά", ενώ "ο τραυματικός πόρος αρχίζει εκ του τραύματος της αριστεράς προκαρδίου χώρας και, δια του 5ου μεσοπλευρίου, εισέρχεται στη θωρακική κοιλότητα και, δια τρώσεως του περικαρδίου, προκαλεί τρώσιν της πλαγίας επιφανείας της καρδίας προς την κορυφήν". Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, ως άνω, ο κατηγορούμενος τέλεσε, με τη χρήση μαχαιριού, το οποίο έφερε παρανόμως μαζί του και ήταν πρόσφορο για επίθεση και άμυνα, μπορούσε δε, να επιφέρει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας ατόμου. Ο εντοπισμός του, την 25.1.2012, ώρα 11.15, στην Αθήνα, επί της συμβολής των οδών ..., επετεύχθη μετά από πληροφορίες στην Αστυνομία [Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών - Τμήμα Δημοσίας Ασφαλείας της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής] και συντονισμένη επιχείρηση από αστυνομικούς αυτής της Υποδιευθύνσεως. Μετά τη σύλληψη, την 25.1.2012, κατά νόμο, στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, ο κατηγορούμενος αναγνωρίσθηκε, ανεπιφύλακτα, ως ο δράστης, από τον ως άνω αυτόπτη μάρτυρα Π. Κ.. Από την 25.1.2012 [ημερομηνία συλλήψεως], ο κατηγορούμενος κρατήθηκε, συνεχώς, μέχρι την 12.12.2012 [ημερομηνία δημοσιεύσεως - απαγγελίας της πρωτόδικης αποφάσεως], δυνάμει του 1/27.1.2012 Εντάλματος Προσωρινής Κρατήσεως, το οποίο εκδόθηκε, σε βάρος του, από τον Ανακριτή του 9ου τακτικού τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση (άρθρο 243 ΚΠΔ), διενεργήθηκαν [και] οι παρακάτω πράξεις: i. Φωτογραφήθηκε ο χώρος του συμβάντος από συνεργείο της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών, ii. Διενεργήθηκε στο πτώμα του θύματος M. S. "τοξικολογική εξέταση", σε βιολογικό υλικό [ούρα - αίμα] και διαπιστώθηκε, κατά την οικεία με αριθμό …/6.2.2012 "εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης" ότι "τα ούρα του πτώματος περιέχουν μεκονίμη, κωδεϊνη, μορφίνη, 6 - μονοακέτυλο μορφίνη [μεταβολίτης της ηρωίνης - οπιούχα παράγωγα] καθώς και καφεΐνη και παρακεταμόλη [αναλγητικά φάρμακα]", iii. Κατεσχέθησαν όλα τα αντικείμενα, που υπήρχαν στα "θυλάκια" του παντελονιού του [θύματος], ήτοι, κατασχέθησαν "ένας [1] αναπτήρας, ένα [1] πακέτο τσιγάρων μάρκας WISTON, περιέχον δώδεκα [12] τσιγάρα, ένα [1] κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA, το χρηματικό ποσό των διακοσίων [200] ευρώ και μία [1] αυτοσχέδια πλαστική συσκευασία, περιέχουσα άγνωστη ουσία [πιθανόν ηρωίνη], συνολικού μικτού βάρους [0,7] γραμμαρίων". Η οικεία, με ημερομηνία 17.1.2012, "έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης" έχει, όπως παρακάτω .... Περαιτέρω, ως προς τους πιο πάνω ισχυρισμούς του κατηγορουμένου από τα άρθρα 34 ΠΚ, 36 ΠΚ, 84 παρ.2 .α Π Κ και 133 Π Κ, λεκτέα τα εξής: Α.- Ο κατηγορούμενος, μετά από εξέταση του, χωρίς εργαστηριακό έλεγχο, στο χρονικό διάστημα από 23.2.2012 μέχρι 12.3.2012, από πραγματογνώμονα διαπιστώθηκε, ως "τοξικομανής". Ειδικότερα, στο "συμπέρασμα" της οικείας, με ημερομηνία 12.3.2012, "εκθέσεως ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης" του Α. Β. Τ., ψυχιάτρου - ψυχοθεραπευτή, διορισθέντος ως πραγματογνώμονα, κατά την κυρία ανάκριση, αναφέρεται: "Ο Y. M. αναφέρει χρήση ηρωίνης με την ενέσιμη οδό [ενδοφλέβια και ενδομυϊκή]. Τα όσα αναφέρει επιβεβαιώνονται με την επισκοπική του εικόνα καθώς υφίσταται ανεπάρκεια σκιαγράφησης επιφανειακού φλεβικού δικτύου των άκρων και πολλαπλά σημάδια από παλιές κυρίως θρομβώσεις. Κατά την επιστημονική μου άποψη, ανήκει στα εξαρτημένα άτομα [κριτήρια 5] και χρήζει ειδικού θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης. Κύρια ουσία εξάρτησης θεωρείται η ηρωίνη, που του προκαλεί ισχυρή σωματική, αλλά και ψυχολογική εξάρτηση". Εν τούτοις, δεν προέκυψε, από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο κατηγορούμενος, πέραν της "τοξικομανίας" του, είχε, κατά την 17.1.2012, νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών - διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών του από παθολογικά αίτια [ψυχώσεις, νευρώσεις, ψυχοπάθειες -ασθένειες διάνοιας, παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου] ή διατάραξη της συνειδήσεως [περιορισμός της ικανότητας του να έχει σαφή παράσταση των νοητικών και συναισθηματικών βιωμάτων του - μερική διάσταση από το συνειδέναι του εξωτερικού κόσμου]. Έτσι, οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου από τα άρθρα 34 Π Κ ή 36 Π Κ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Β.- Κατά το πιο πάνω αποδεικτικό υλικό, ο κατηγορούμενος διαμένει στην Αθήνα, χωρίς μόνιμο κατάλυμα και δεν εργάζεται βιοποριστικά στην Ελλάδα ούτε έχει οικογένεια [δική του ή γονική] στην Ελλάδα, ακόμη, δεν προέκυψαν περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ενώ δεν αρκεί μόνο η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας του μέχρι την τέλεση των διωκομένων αξιοποίνων πράξεων. Έτσι, ο πιο πάνω ισχυρισμός του για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περίπτωση α ΠΚ προς μείωση της ποινής του, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Γ.- Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη (άρθρα 83 ΠΚ), σε όποιον, κατά τον χρόνο, που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο [18°], όχι όμως και το εικοστό πρώτο [21°], έτος της ηλικίας του (άρθρο 133 ΠΚ). Η επιβολή ελαττωμένης ποινής είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική για το δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να καταγνώσει πλήρη ή ελαττωμένη ποινή. Αν το δικαστήριο επιβάλλει μειωμένη ποινή, δεν καταγιγνώσκεται, σε καμία περίπτωση, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 130 παρ.2, 59 - 61 ΠΚ) ή παραπομπή σε κατάστημα εργασίας (άρθρα 130 παρ.2,72 ΠΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει νόμιμος, κατά το άρθρο 133 ΠΚ, λόγος για την επιβολή ελαττωμένης ποινής, διότι δεν προκύπτει ο αληθής χρόνος γεννήσεως του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου, μεταξύ αυτών και η ηλικία του, προκύπτουν, μόνο, κατά τη δήλωση του, ενώ δεν υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο. Έτσι, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου από το άρθρο 133 ΠΚ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά την ασκηθείσα ποινική δίωξη των αξιοποίνων πράξεων, που συρρέουν αληθώς (άρθρο 94 ΠΚ), α.-ανθρωποκτονίας από πρόθεση [με προμελετημένο δόλο], β.- παράνομης οπλοφορίας και γ.- οπλοχρησίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 299 παρ. 1 ΠΚ, 1 παρ. 1β, 10 παρ. 1 και 13 β, 14 ν.2168/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος 1) πλήρως αιτιολογείται η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου με τη μορφή του αμέσου δόλου στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος ο οποίος ηθέλησε την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος με την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος θέλοντας να θανατώσει το θύμα του, τον έπληξε δύο φορές με το μαχαίρι που έφερε μαζί του σε καίριο σημείο του σώματός του, προκαλώντας τυφλό τραύμα στη θωρακική χώρα, από το οποίο (τραύμα), ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος αυτού. 2) Αιτιολογείται, ότι ο αναιρεσείων βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά το χρόνο λήψεως της αποφάσεως όσο και κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, αφού κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος αποφάσισε να θανατώσει το θύμα ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, την ανθρωποκτόνο δε πρόθεση εκδήλωσε με το να πλήξει τον παθόντα με το μαχαίρι δύο φορές στη θωρακική χώρα. 3) Με την κατάφαση από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο δράστης αποφάσισε και τέλεσε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση απορρίφθηκε εκ του πράγματος ο ισχυρισμός ότι η πράξη της ανθρωποκτονίας τελέστηκε σε βρασμό ορμής. 4) Αιτιολογείται πλήρως η απόρριψη του ισχυρισμού ότι ο αναιρεσείων ήταν ακαταλόγιστος ή πρόσωπο με μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, αφού κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο τρόπος δράσης του αναιρεσείοντος, η με ιδιαίτερη ψυχραιμία θανάτωση του θύματος, η πλήξη του θύματος σε καίριο σημείο του σώματός του από τον αναιρεσείοντα, η διαφυγή του αναιρεσείοντος και η εξαφάνισή του από τον τόπο του εγκλήματος φανερώνουν ότι αυτός βρισκόταν σε πλήρη διαύγεια ενώ, κατά τις ίδιες παραδοχές, ο αναιρεσείων, ο οποίος ήταν τοξικομανής, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως, είχε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή διατάραξη της συνειδήσεώς του. 5) Με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός περί ελαττωμένης ποινής κατ’ άρθρον 133 ΠΚ, αφού κατά τις παραδοχές της απόφασης, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στη διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ, διότι, κατά τις ίδιες παραδοχές δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως ο αναιρεσείων είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. 6) Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των παραδοχών της απόφασης εκ του ότι στο προΐμιο της απόφασης αναφέρεται, ότι ο κατηγορούμενος γεννήθηκε το έτος 1992, αφού η αναφορά αυτή δεν αποτελεί παραδοχή της απόφασης. Και 7) Το σκεπτικό δεν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού αλλά είναι εκτενές και περιέχει στοιχεία επιπλέον εκείνων που διαλαμβάνονται στο διατακτικό. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες με την επίφαση της έλλειψης της αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ λόγοι του κυρίου και του προσθέτου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση και οι με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 188, 189/2014 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-5-2015 αίτηση του M. Y. του Y., κατοίκου ... και τους με ιδιαίτερο δικόγραφο από 6-11-2015 προσθέτους λόγους για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 188, 189/2014 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουλίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όχι εν βρασμώ, α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) μειωμένος καταλογισμός 34, 36 ΠΚ, γ) τοξικομανής δεν είχε συνείδηση των πραττομένων, δ) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποιν. διάταξης, πρόσθετοι λόγοι, ε) 83 και 133 ΠΚ, στ) κρίση περί τα πράγματα. Απορρίπτει και έξοδα.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απόρριψη, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 1289/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ (ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μπαλιτσάρη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Γεώργιο Παπαηλιάδη - Εισηγητή, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η και 4η Ιουλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου D. K. του M., υπηκόου Καζακστάν... και προσωρινά κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, που παρέστη στο ακροατήριο αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ’ αριθμ. 7/2016 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω εκζητουμένου στο Κράτος της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 33/16.5.2016 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Ευάγγελου Ζεβεσκίδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 6672016. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 451 του Κ.Π.Δ. κατά της οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, με την οποίαν τούτο γνωμοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως αλλοδαπού υπηκόου, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον Εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μέσα σε 24 ώρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, με την σύνταξη εκθέσεως από τον γραμματέα Εφετών, στην οποίαν, όπως και στην έκθεση για κάθε ένδικο μέσο, πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η κρινομένη έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου ( επώνυμο ) K. ( όνομα ) D. του ( πατρώνυμο ) M. και της ( μητρώνυμο ) K., υπηκόου Καζακστάν κατά της υπ’ αριθμ. 7/2016 αποφάσεως ( βουλεύματος ) του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με το οποίο αυτό γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του στις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας του Καζακστάν, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως την 16-5-2016 ημέρα Δευτέρα και ώρα 13.00, που αποτελεί την πρώτη μη εξαιρετέα ημέρα από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως την 13-5-2016 ημέρα Παρασκευή και ώρα 13.30 ( άρθρο 168 του Κ.Π.Δ. ), ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Θράκης, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2 και 502 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των λόγων της, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προτεινόμενοι, από τον εκκαλούντα, λόγοι εφέσεως. Τούτο ισχύει και επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του κατ’ άρθρο 451 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. αρμοδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου, εναντίον της περί εκδόσεως αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση θα εξετασθεί μόνον ως προς το βάσιμο των με αυτήν προβαλλομένων λόγων. Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, σύμφωνα με τους όρους της καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Κατά το άρθρο 436 του Κ.Π.Δ. οι όροι και η διαδικασία εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών, αν δεν υπάρχει σύμβαση, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επομένων άρθρων. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου, η από 21-5-1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της άλλοτε Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νόμο 1242/1982 και εξακολουθεί να ισχύει τις επόμενες πενταετείς περιόδους από την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ και να έχει εφαρμογή και ως προς την Ρωσική Ομοσπονδία ( ΡΟ ), αφού δεν καταγγέλθηκε, ούτε από αυτή μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. (Α.Π. 255/2009, Α.Π. 1906/2008, Α.Π. 293/2004, Α.Π. 155/2000, Α.Π. 2015/2001 ), ορίζει στα άρθρα 37 και 42 αυτής τα εξής : 1 ) Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται μετά από αίτηση και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως να εκδίδουν αμοιβαίως πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφός τους, για άσκηση ποινικής διώξεως ή εκτέλεση ποινής. Η έκδοση πραγματοποιείται για πράξεις που, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των συμβαλλομένων μερών, αποτελούν εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους ή άλλη βαρύτερη ποινή ( άρθρο 37 παρ. 1 και 2 εδ. α ). 2 ) Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει : α ) την ονομασία του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση, β ) το κείμενο του νόμου του Συμβαλλομένου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, που χαρακτηρίζει την πράξη ως έγκλημα, γ ) το ονοματεπώνυμο του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση, πληροφορίες για την υπηκοότητά του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπό του, όπως και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, δ ) εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας, εφόσον το έγκλημα προκάλεσε υλική ζημία ( άρθρο 42 παρ. 1 ). 3 ) Στην αίτηση εκδόσεως για άσκηση ποινικής διώξεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως που διατάσσει προσωρινή κράτηση και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εγκληματική πράξη ( άρθρο 42 παρ. 2 ). 4 ) Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση εκδόσεως τις αποδείξεις ενοχής του εκζητουμένου ( άρθρο 42 παρ. 3 ). Από τις διατάξεις αυτές της πιο πάνω Συμβάσεως και τη διάταξη του άρθρου 12 της από 13-12-1957 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως εκδόσεως που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νόμο 4165/1961 και από την άλλοτε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ( Ε.Σ.Σ.Δ. ), με νόμο, του οποίου η ισχύς άρχισε την 7-11-1966, οι οποίες, ενόψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως ημεδαπού νόμου, προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποίαν ζητείται η έκδοση αλλοδαπού εκζητουμένου για αξιόποινη πράξη, το Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως, δεν συγχωρείται να προβεί στην έρευνα αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου ως προς την αποδιδομένη, σ’ αυτόν, κατηγορία, αφού όχι μόνον οι παραπάνω Συμβάσεις δεν διαλαμβάνουν, μεταξύ των δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση εκδόσεως και τα αποδεικτικά στοιχεία ενοχής του εκζητουμένου, αλλά ρητώς ορίζει το αντίθετο το προαναφερόμενο άρθρο 42 παρ. 3 της διμερούς Συμβάσεως (Νόμος 1242/1982 ). Επομένως, ο λόγος της εφέσεως, κατ’ εκτίμηση του οποίου προβάλλεται ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στον εκκαλούντα - εκζητούμενο είναι ουσιαστικά αβάσιμες και εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, προεχόντως στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το Συμβούλιο εκείνο δεν ερεύνησε, ούτε ήταν επιτρεπτό να ερευνήσει, την ουσία των αποδιδομένων στον εκκαλούντα κατηγοριών και κατόπιν τούτου ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 38 της παραπάνω Διμερούς Συμβάσεως ( Νόμος 1242/1982 ) έκδοση δεν λαμβάνει χώρα αν : 1 ) το πρόσωπο για το οποίο έγινε η αίτηση εκδόσεως είναι υπήκοος του Συμβαλλομένου Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί από το κράτος αυτό το δικαίωμα του ασύλου, 2 ) η έκδοση δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, 3 ) το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση διώκεται κατά τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλομένων Μερών, μόνον κατ’ έγκληση, 4 ) κατά την στιγμή της αιτήσεως η ποινική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση ή η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεσθεί λόγω παραγραφής ή για άλλη νόμιμη αιτία..... Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 του Κ.Π.Δ. το οποίο, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο 38 παρ. 2 της ως άνω Διμερούς Συμβάσεως, έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, " η έκδοση απαγορεύεται : α ) αν εκείνος για τον οποίον ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέσθηκε η πράξη, β )..... γ ) αν πρόκειται για πολιτικό, στρατιωτικό.... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους που τελέσθηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο και ε ) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον οποίον ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποίαν ζητείται η έκδοση ". Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως της παρ. γ του άρθρου 438 του Κ.Π.Δ. πολιτικοί είναι οι λόγοι, όταν με την έκδοση η Κυβέρνηση του εκζητούντος Κράτους επιδιώκει να εκδιωχθεί ή να καταστείλει την αντίδραση πολιτικού της αντιπάλου, εξαιτίας της αντιθέσεώς του προς αυτήν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 της από 13-12-1957 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως εκδόσεως δεν χωρεί έκδοση, αν η αξιόποινη πράξη για την οποίαν αιτείται η έκδοση, θεωρείται από το άλλο μέρος ως πολιτική τοιαύτη ή ως συναφής προς τοιαύτη παράβαση ή αν το καλούμενο προς έκδοση μέρος έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει, ότι η αίτηση εκδόσεως, που αιτιολογείται για κάποια παράβαση του κοινού δικαίου έχει υποβληθεί με τον σκοπό διώξεως ή τιμωρίας ατόμου για τα φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή εθνικά του φρονήματα ή ότι η θέση του εν λόγω ατόμου διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί από τον ένα ή τον άλλο από τους λόγους αυτούς. Ακόμη, κατά το άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α. ( Νόμος 53/1974 ), κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Κατά το άρθρο 6 αυτής κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικασθεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει κατασταθεί από το νόμο, το οποίο θα αποφασίσει είτε για αμφισβητήσεις σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως είτε για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Ενώ, κατά το αυτό άρθρο 6 παρ. 3 περ. α αυτής ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί, μέσα στην συντομότερη προθεσμία, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, την φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαιτείται τα εγκλήματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση, να προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στην σχετική αίτηση και στην αντίστοιχη διωκτική πράξη, με επαρκή περιγραφή του χρόνου, τόπου, τρόπου και λοιπών περιστάσεων τελέσεώς τους και της μορφής συμμετοχής του εκζητουμένου σ’ αυτήν. Αυτό επιβάλλεται και από την αρχή της ειδικότητας, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 14 της Ε.Σ.Ε., σύμφωνα με την οποίαν η έκδοση γίνεται για το έγκλημα που ορίζεται ειδικά ( ως προς τα στοιχεία που το συγκροτούν ) τόσο στην αίτηση εκδόσεως όσο και στην πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που διατάσσει την έκδοση και όχι για οποιαδήποτε άλλη πράξη. Η αρχή της ειδικότητας, η οποία θεωρείται γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση εκδόσεως, περιορίζει την κυριαρχική εξουσία του κράτους που ζητεί την έκδοση, το οποίο δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την παράδοσή του και είναι διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες έγινε η έκδοση ( εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις ), αποτρέποντας έτσι και το ενδεχόμενο να διωχθεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικά εγκλήματα ή για πολιτικούς λόγους και σκοπούς. Πολιτικό δε έγκλημα είναι το έγκλημα που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και αποσκοπεί να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την υπαρκτή πολιτειακή και κοινωνικοοικονομική τάξη, ενώ συναφές προς πολιτικό έγκλημα είναι το έγκλημα που παρασκευάζει άμεσα τα μέσα για τη διάπραξη πολιτικού εγκλήματος. Επιπλέον η αρχή της ειδικότητας εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των αρχών της διττής εγκληματικότητας και της αμοιβαιότητας, σύμφωνα με τις οποίες η έκδοση επιτρέπεται μόνον για όσες πράξεις είναι αξιόποινες και κατά το δίκαιο του εκδίδοντος κράτους ( Ολ. Α.Π. 462/1992 ). Ακόμη, η υποχρέωση για συγκεκριμενοποίηση της διωκόμενης πράξεως που αποδίδεται στον εκζητούμενο, βρίσκει έρεισμα και στις υπερνομοθετικής ισχύος ( άρθρο 28 του Συντάγματος ) διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 6 παρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. ( δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί λεπτομερειακά την φύση και τον λόγο της σχετικής κατηγορίας ) και του άρθρου 14 παρ. 3 περ. α του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη την 16-12-1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νόμο 2462/1997 ( Α.Π. 638/2015, Α.Π. 311/2015, Α.Π. 203/2015, Α.Π. 1260/2013, Α.Π. 489/2013, Α.Π. 276/2011, Α.Π. 205/2009, Α.Π. 1814/2008 ). Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, από τα οποία τα λοιπά προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσε ο παραστάς εκζητούμενος μέσω διερμηνέα, προέκυψαν τα εξής : Το Κράτος της Δημοκρατίας του Καζακστάν με την 2-013610-16-25074/15-4-2016 έγγραφη αίτηση της Γενικής Εισαγγελίας του, συνοδευόμενη από επίσημα δικαιολογητικά έγγραφα, μεταφρασμένα στην Αγγλική και κατόπιν στην Ελληνική γλώσσα, που διαβιβάσθηκε δια της διπλωματικής οδού και ακολούθως με το έγγραφο 71/22-4-2016/Φ.Α.Κ.:11/2016 της Εισαγγελίας Εφετών Θράκης, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, ζήτησε την έκδοση του υπηκόου της ( επώνυμο ) K. ( όνομα ) D. του ( πατρώνυμο ) M. και της ( μητρώνυμο ) K., που γεννήθηκε την 24-3-1982 στην ..., ήδη κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής βάσει της Β.Εκδ. 58/4-4-2016 εντολής προσωρινής συλλήψεως του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης και του 118/22-4-2016 εντάλματος συλλήψεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Θράκης. Ο εκζητούμενος διώκεται δυνάμει του 2-20-116/06-05-2015 εντάλματος συλλήψεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Kazybekbi, πόλη του Karaganda στο Καζακστάν, προκειμένου να δικασθεί για τα αδικήματα : α ) της προωθήσεως της τρομοκρατίας, υποκινήσεως τελέσεως τρομοκρατικών πράξεων, καθώς και β ) της υποκινήσεως φυλετικού μίσους, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τα άρθρα 256 παρ. 2 και 174 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα της Δημοκρατίας ( της 03-07-2014 ) του Καζακστάν, είναι δε αξιόποινες και κατά το Ελληνικό ποινικό δίκαιο ( άρθρα 186, 81Α στοιχ. α, εδ. β του Π.Κ. και 1 παρ. 1-4 του Νόμου 4285/2014 ). Ο εκζητούμενος συνελήφθη την 1-4-2016 στις Φέρες Έβρου από όργανα του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Φερών Έβρου λόγω της υπάρξεως του υπ’ αριθμ. 2015/38079 διεθνούς εντάλματος συλλήψεως - ερυθράς αγγελίας της Ιντερπόλ της Δημοκρατίας του Καζακστάν και του υπ’ αριθμ. 1533/16/601947 του Τμήματος Ιντερπόλ του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως τούτο προκύπτει από την από 1-4-2016 έκθεση συλλήψεως του εκζητουμένου των ανακριτικών υπαλλήλων του ως άνω Τμήματος. Κατόπιν εκδόθηκε βάσει της Α-4554/6-2015/10-6-2015 Ερυθράς Αγγελίας Διεθνών Αναζητήσεων της Ιντερπόλ της Δημοκρατίας του Καζακστάν, που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Εφετών Θράκης με το υπ’ αριθμ. 1533/16/643519/1-4-2016 σήμα της Ιντερπόλ Ελλάδος, η Β.Έκδ. 58/4-4-2016 εντολή προσωρινής συλλήψεως του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. Κρατείται δε προσωρινά βάσει της προαναφερομένης εντολής προσωρινής συλλήψεως του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης και στην συνέχεια με το υπ’ αριθμ. 118/22-4-2016 ένταλμα συλλήψεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Θράκης, μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την αίτηση της εκδόσεώς του. Στην αίτηση εκδόσεως του εκζητουμένου και στα έγγραφα που την συνοδεύουν αναφέρονται τα παρακάτω για τις αξιόποινες πράξεις, οι οποίες αποδίδονται στον τελευταίο και συγκεκριμένα : " Το 2013 ο εκζητούμενος υπήκοος της Δημοκρατίας του Καζακστάν, πιστός της θρησκείας του Ισλάμ, έγινε οπαδός του μουσουλμανικού θρησκευτικού ρεύματος που ακολουθεί τις αντιλήψεις της " ενόπλου τζιχάντ " που αποτελεί μη παραδοσιακό ρεύμα του Ισλάμ ριζοσπαστικής κατευθύνσεως που προπαγανδίζει και προωθεί την ιδεολογία της τρομοκρατίας. Την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο 2015 άρχισε να ανεβάζει ( upload ) για ελεύθερη πρόσβαση βιντεοταινίες, που προπαγανδίζουν την τρομοκρατία και καλούν σε διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών στη διαδικτυακή πλατφόρμα " Σε επαφή " ( ... ) στις σελίδες συνδέσμου " ... " ( ηλεκτρονική διεύθυνση : ... ). Οι ανεβασμένες από αυτόν βιντεοταινίες αντιγράφηκαν από απόσταση από την διαδικτυακή σελίδα " ... " και πάνω στο περιεχόμενό τους έγιναν ψυχολογικό - φιλολογική και θρησκειολογική εμπειρογνωμοσύνες. Σύμφωνα με το πόρισμα του εμπειρογνώμονα Αριθμ. ... της 21-4-2015 στις κατατεθείσες για μελέτη από τη Διεύθυνση της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας της περιοχής ... βιντεοταινίες υπάρχουν ενδείξεις τρομοκρατικής ή εξτρεμιστικής προπαγάνδας, υποκινήσεως εθνικού και θρησκευτικού μίσους. Οι ιδέες που εμπεριέχονται στα αρχεία: /.../, είναι χαρακτηριστικές για την εξτρεμιστική οργάνωση στο Ισλάμ " Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε " ( " ISIS " ). Οι ιδέες που εμπεριέχονται στο αρχείο : /.../ είναι χαρακτηριστικές για την φονταμενταλιστική οργάνωση " ... ". Οι ανεβασμένες από αυτόν βιντεοταινίες είχαν ελεύθερη πρόσβαση ( ... ), με αποτέλεσμα κάθε χρήστης του διαδικτύου να έχει δυνατότητα της ελεύθερης εισόδου στην συγκεκριμένη ιντερνέτ-σελίδα. Εκτός αυτού, αυτός γνωρίσθηκε με την χρήστρια της ιντερνέτ-σελίδας Σ. Ζ. Μ. και στη διάρκεια μακρών επαφών μαζί της επιβεβαίωσε ότι του ανήκει η ιντερνέτ-σελίδα " ... ". Η Σ. Ζ. Μ. χρησιμοποιώντας την ελεύθερη πρόσβαση παρακολούθησε τις βιντεοταινίες του με προπαγάνδα εξτρεμιστικού και τρομοκρατικού περιεχομένου και υποκινήσεως εθνικού και θρησκευτικού μίσους. Τα ως άνω γεγονότα σε σχέση με τον εκζητούμενο καταχωρήθηκαν στο ενιαίο μητρώο προδικαστικής ανάκρισης σύμφωνα με το άρθρο 179 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Δημοκρατίας του Καζακστάν.... Όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο εκζητούμενος αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο της διεξαγόμενης ποινικής ανάκρισης. Την 18-2-2015 και την 06-05-2015 η Διεύθυνση της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας καταχώρησε τα δεδομένα τελέσεως εγκλημάτων από αυτόν στο ενιαίο μητρώο προδικαστικής ανάκρισης και ξεκίνησε σχετικά με το άτομό του προδικαστική διερεύνηση. Την 04-05-2015 και την 06-5-2015 αυτός κηρύχθηκε ερήμην ύποπτος από το όργανο προδικαστικής ανάκρισης. Την 13-05-2015 το όργανο ποινικής διώξεως έλαβε απόφαση για την κατηγοριοποίηση των πράξεών του, σύμφωνα με το άρθρο 256, εδάφιο 2 ( προπαγάνδα της τρομοκρατίας ή δημόσια προτροπή στη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών ) και σύμφωνα με το άρθρο 174, εδάφιο 1 ( υποκίνηση κοινωνικού, εθνικού, γενετικού, φυλετικού, ταξικού ή θρησκευτικού μίσους ) του Ποινικού Κώδικα της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Οι ως άνω δικογραφίες ενώθηκαν σε μία με απόκτηση ενιαίου αριθμού .... Την 06-05-2015 από το Δικαστήριο του τομέα ... της πόλεως Καραγκαντά εγκρίθηκε σε βάρος του το περιοριστικό μέτρο της προσωρινής κράτησης. Την 13-05-2015 ο ύποπτος εκζητούμενος κηρύχθηκε διεθνώς καταζητούμενος από το Δικαστήριο του τομέα ... της πόλεως Καραγκαντά. Ο εκζητούμενος έχει ενταχθεί στην λίστα των καταζητούμενων προσώπων της Ιντερπόλ από την 11-06-2015 ". Οι πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του έτους 2015 από τον εκζητούμενο προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 256 παρ. 1 ( προπαγάνδα της τρομοκρατίας ή δημόσια προτροπή στη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών ) και σύμφωνα με το άρθρο 174 παρ. 1 ( υποκίνηση κοινωνικού, εθνικού, γενετικού, φυλετικού, ταξικού ή θρησκευτικού μίσους ) του Ποινικού Κώδικα της Δημοκρατίας του Καζακστάν και γι’ αυτές προβλέπονται στις άνω διατάξεις για την μεν πρώτη ποινή στερητική της ελευθερίας από τρία ( 3 ) έως επτά ( 7 ) έτη για δε τη δεύτερη από δύο ( 2 ) έως επτά ( 7 ) έτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 του Ποινικού Κώδικα της Δημοκρατίας του Καζακστάν, τα εγκλήματα για τη διάπραξη των οποίων είναι ύποπτος ο εκζητούμενος κατατάσσονται στην κατηγορία των σοβαρών εγκλημάτων. Ακόμη σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ως άνω Ποινικού Κώδικα ο θεσμός της παραγραφής δεν εφαρμόζεται στα άτομα που έχουν διαπράξει τρομοκρατικά, εξτρεμιστικά εγκλήματα. Οι ίδιες πράξεις προσδιορίζονται, ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους, με την απαιτούμενη σαφήνεια στα προαναφερόμενα έγγραφα, είναι αξιόποινες και κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, κατά την οποίαν συνιστούν τα εγκλήματα της προκλήσεως και προσφοράς για την εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, της δημόσιας υποκινήσεως βίας ή μίσους και της τελέσεως εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 186, 81Α στοιχ. α, εδ. β του Π.Κ. και 1 παρ. 1-4 του Νόμου 4285/2014 και επισύρουν ποινές στερητικές της ελευθερίας δέκα πέντε ( 15 ) μηνών έως πέντε ( 5 ) έτη ( για την πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση κακουργήματος - συνδυασμός άρθρων 186 και 81Α στοιχ. α, εδ. β του Π.Κ. ) και δέκα πέντε ( 15 ) μηνών έως τρία ( 3 ) έτη ( για τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους - συνδυασμός άρθρων 1 παρ. 1-4 του Νόμου 4285/2014 και 81Α στοιχ. α, εδ. β του Π.Κ. ). Επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του διττού αξιοποίνου των εγκληματικών πράξεων, η δε απειλούμενη ποινή υπερβαίνει το ένα ( 1 ) έτος ( άρθρο 37 παρ. 2 του Νόμου 1242/1982 ) για τις οποίες ζητείται η έκδοση και του σαφούς προσδιορισμού τους στην αίτηση εκδόσεως και στα σχετικά δικαιολογητικά που την συνοδεύουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Ε., το άρθρο 37 της Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής Ελλάδος - Ε.Σ.Σ.Δ και το άρθρο 437 εδ. α του Κ.Π.Δ., η οποία εξακολουθεί να ισχύει τις επόμενες πενταετείς περιόδους από την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ και να έχει εφαρμογή και ως προς την Ρωσική Ομοσπονδία και τη Δημοκρατία του Καζακστάν, αφού δεν καταγγέλθηκε ούτε από αυτή μετά την διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ., ούτε όμως και από τη Δημοκρατία του Καζακστάν μετά την απόσχισή της και της αυτονομήσεώς της ( 16-12-1991 ) ( Α.Π. 1906/2008, Α.Π. 293/2004, Α.Π. 155/2000, Α.Π. 2015/2001 ). Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του Π.Δ/τος 114/2010, όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 4 του Π.Δ/τος 113/2013, ορίζονται τα εξής : " 1. Οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως και δεν απομακρύνονται με οποιονδήποτε τρόπο. 2. Η προηγουμένη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις, όπου οι αρμόδιες αρχές είτε παραδίδουν τον αιτούντα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3251/2004, είτε εκδίδουν αυτόν σε τρίτη χώρα, με την εξαίρεση της χώρας καταγωγής του αιτούντος ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η παράδοση ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε έμμεση ή άμεση επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου κατά παράβαση του άρθρου 33 παρ. 1 της Συμβάσεως της Γενεύης ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ/τος 96/2008. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του, εφόσον επικαλείται φόβο διώξεώς του στο εκζητούν κράτος ... ". Εξάλλου, στο άρθρο 15 του Π.Δ/τος 96/2008 ορίζεται : " 1. Επικουρική προστασία δικαιούνται τα πρόσωπα τα οποία έχουν υποστεί ή κινδυνεύουν να υποστούν σοβαρή βλάβη. 2. Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε : α ) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή β ) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στην χώρα καταγωγής του, ή γ ) σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης συρράξεως ". Επίσης, στο άρθρο 9 του ιδίου Π.Δ/τος ( 96/2008 ) ορίζεται : " 1. Οι πράξεις διώξεως κατά την έννοια του άρθρου ΙΑ της συμβάσεως της Γενεύης πρέπει : α ) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσεως ή της επαναλήψεώς τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ( Ν.Δ/μα 53/1974 ) ή β ) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων, όπου να περιλαμβάνεται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται το άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α’ . 2. Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις διώξεως σύμφωνα με την προηγουμένη παράγραφο έχουν ιδίως τη μορφή : α ) πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, β ) νομοθετικών, διοικητικών, αστυνομικών ή δικαστικών μέτρων, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ’ εαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις, γ ) αβάσιμης ποινικής διώξεως ή δυσανάλογης ή μεροληπτικής επιβολής ποινής, δ ) ελλείψεως δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων, ε ) ποινικής διώξεως ή επιβολής ποινής για την άρνηση εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, ή αν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα συμπεριελάμβανε εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλεισμού, όπως προβλέπονται στο άρθρο 12 παρ. 2, στ ) πράξεων που στρέφονται κατά προσώπου λόγω φύλου ή παιδικής ηλικίας ". Ακόμη, στο άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του Π.Δ/τος 96/2008 αναφέρεται ότι κατά την αξιολόγηση των λόγων διώξεως, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη : α ) Την έννοια της φυλής, β ) την έννοια της θρησκείας, γ ) την έννοια της ιθαγένειας, δ) την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και ε ) τις πολιτικές πεποιθήσεις. Στην έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνεται ιδίως η υποστήριξη απόψεως, ιδέας ή πεποιθήσεως για ζήτημα που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς διώξεως, όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 9 και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξάρτητα από το εάν ο αιτών έχει εκδηλώσει έμπρακτα την σχετική άποψη, ιδέα ή πεποίθηση. Κατά την αξιολόγηση δε της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος, ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή αν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, με την προϋπόθεση ότι το σχετικό χαρακτηριστικό αποδίδεται πράγματι σ’ αυτόν από τον φορέα της διώξεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι με την θέσπισή τους ορίσθηκαν οι ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως προσφύγων ή ως προσώπων που έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας, τα οποία διώκονται από τις αρχές του εκζητούντος κράτους, λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους, του φύλου, της φυλής, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της θρησκείας κ.λ.π. και των οποίων κινδυνεύει η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία και η αξιοπρέπειά τους, σε περίπτωση που εκδοθούν και παραδοθούν στο κράτος αυτό. Η αυξημένη όμως προστασία αυτή δεν καταλαμβάνει και τις παραβατικές συμπεριφορές, που έχουν αξιόποινο χαρακτήρα και δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά των εξαιρετικών περιπτώσεων, κατά τις οποίες συντρέχουν πολιτικοί, φυλετικοί, κοινωνικοί ή άλλοι λόγοι, που συναρτώνται με την ζητούμενη έκδοση και συνεπάγονται κίνδυνο διώξεως στο εκζητούν κράτος, κατά τρόπο που να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, την σωματική ακεραιότητα και την ελευθερία του εκζητουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, η υποβολή από τον εκζητούμενο της αιτήσεως για χορήγηση πολιτικού ασύλου δεν εμποδίζει την έκδοσή του, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 της Συμβάσεως Δικαστικής Αρωγής Ελλάδος - Ε.Σ.Σ.Δ. αυτό προϋποθέτει χορήγηση δικαιώματος πολιτικού ασύλου από το Ελληνικό κράτος και όχι απλώς υποβολή αντίστοιχης αιτήσεως για εξέταση από τις Ελληνικές αρχές ή από τις αρχές άλλου κράτους (Α.Π. 1906/2008 ). Στον εκζητούμενο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, αλλά όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. …/12-4-2016 έγγραφο του Γενικού Καταστήματος Κράτησης, αυτός έχει καταθέσει αίτηση χορηγήσεως πολιτικού ασύλου, η οποία απευθύνεται προς το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου του Νοτίου Έβρου. Ο εκζητούμενος κατέθεσε αίτηση χορηγήσεως ασύλου, για πρώτη φορά, για τις ανάγκες της ένδικης εκδόσεως, αφού έγινε η σύλληψή του στην Ελλάδα, ισχυριζόμενος ότι αδυνατεί να επιστρέψει στο Καζακστάν, επειδή υπάρχει βάσιμος κίνδυνος της ζωής του ιδίου και της οικογενείας του, επειδή είναι καταζητούμενος βάσει εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε με δικαστική απόφαση από το επαρχιακό Δικαστήριο του Καζακστάν. Η υποβολή όμως της αιτήσεως για χορήγηση ασύλου από την Ελλάδα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο τούτο, να εκδώσει απόφαση για την έκδοσή του μέχρι να ολοκληρωθεί η προβλεπομένη διοικητική διαδικασία για την εξέτασή της, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν πολιτικό άσυλο από τις αρμόδιες Ελληνικές αρχές. Εξάλλου, από την αίτηση εκδόσεως, από τα έγγραφα που επισυνάπτονται σ’ αυτήν, από τα λοιπά έγγραφα, από όσα ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο ο εκζητούμενος μέσω διερμηνέα και από όλα γενικά τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε και το παρόν Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η δίωξη του εκζητουμένου είναι προσχηματική, ότι οι κατηγορίες για τις οποίες ζητείται η έκδοση είναι ψευδείς και κατασκευασμένες από παράγοντες του Καζακστάν και ότι στην πραγματικότητα στην ένδικη αίτηση εκδόσεως υποκρύπτεται η εκδικητική βούληση των Αρχών του Καζακστάν να τον διώξουν και να τον τιμωρήσουν για τις αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις του, για την καταγωγή του και για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ούτε επίσης προέκυψε ότι με την έκδοση και παράδοση του εκζητουμένου στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Καζακστάν, προκειμένου αυτός να δικασθεί για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, που φέρεται ότι τέλεσε, απειλείται η ζωή ή η σωματική ακεραιότητα ή η ελευθερία του εξαιτίας της καταγωγής του ή των πολιτικών του, ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ή ότι πρόκειται να επιδεινωθεί η θέση του για τέτοιους λόγους ή να υποβληθεί αυτός σε βασανιστήρια ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια των άρθρων 33 παρ. 1 της Συμβάσεως της Γενεύης, 3 παρ. 1 και 2 της Ε.Σ.Ε., 9 και 15 του Π.Δ/τος 96/2008 και 5 παρ. 1 και 2 του Π.Δ/τος 114/2010, όπως ισχύει. Αντιθέτως, συνάγεται σκοπός ποινικού κολασμού του για τις ως άνω πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Επιπροσθέτως, από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι ο ανωτέρω ( επώνυμο ) K. ( όνομα ) D. του (πατρώνυμο ) M. και της (μητρώνυμο ) K., που γεννήθηκε στις 24-3-1982 στην ..., είναι το αυτό πρόσωπο με τον εκζητούμενο από τη Δημοκρατία του Καζακστάν και δεν έχει υποβάλλει αίτηση για αποποίηση της υπηκοότητας της Δημοκρατίας του Καζακστάν και δεν είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ατόμων που έχουν απολέσει την υπηκοότητα αυτής της χώρας. Επομένως, συντρέχουν όλες οι θετικές προϋποθέσεις του νόμου και καμία αρνητική και για το λόγο αυτόν γνωμοδότησε το Συμβούλιο Εφετών Θράκης υπέρ της εκδόσεως του εκζητουμένου στη Δημοκρατία του Καζακστάν, υπό τον όρο ότι αυτός δεν θα καταδιωχθεί ή καταδικασθεί σε αυτήν, ούτε θα παραδοθεί σε άλλο κράτος για άλλες πράξεις, εκτός από τα παραπάνω για την οποίαν εκδόθηκε, που έχει τελεσθεί προ της εκδόσεώς του στο ανωτέρω Κράτος ( άρθρα 440 του Κ.Π.Δ. και 14 του Νόμου 4165/1961 ). Συνεπώς, το Συμβούλιο Εφετών Θράκης που με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια και γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος, δεν υπέπεσε σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα και η έφεση αυτού, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τύπους την από 16-5-2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 33/16-5-2016 έφεση του εκζητουμένου (επώνυμο ) Κ. ( όνομα ) D. του ( πατρώνυμο ) M. και της (μητρώνυμο ) K., που γεννήθηκε στις 24-3-1982, στην ... κατά της υπ’ αριθμ. 7/2016 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία της. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα ( 250 ) ΕΥΡΩ. ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στην Αθήνα στις 4 Ιουλίου 2016. ΕΚΔΟΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουλίου 2016. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης με την υπ’ αριθμ. 7/2016 απόφασή (βούλευμα) που γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω εκζητουμένου, υπηκόου της Δημοκρατίας του Καζακστάν προκειμένου να εκδικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 256 παρ. 2 και 174 παρ.1 του Π.Κ της Δημοκρατίας αυτής που αποτελούν και αξιόποινες πράξεις κατά το Ελληνικό Δίκαιο. Ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα έφεση η οποία έγινε δεκτή τύποις και απορρίφθηκε στην ουσία της.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
0
Αριθμός 1234/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου A. S. του Χ., κατοίκου ..., που παρέστη στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1420/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 583/2015. Αφού άκουσε Τον παραστάντα αυτοπροσώπως αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης του πιο πάνω αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 513 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο της αναίρεσης, το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον που τη δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο απορρίπτει το ένδικο μέσο της αναίρεσης ως απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων A. S. του Χ., κάτοικος ... με δήλωση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που έγινε με την αυτοπρόσωπη παράστασή του και πριν αρχίσει η συζήτηση αυτής και η οποία (δήλωση) καταχωρήθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκε από την υπ’ αριθμ. 223 από 6.5.2015 δήλωση αναιρέσεώς του, που ασκήθηκε από το δικηγόρο του Ιάκωβο Απέργη, στον οποίο έδωσε την από 7.5.2015 εξουσιοδότησή του να υποβάλει δια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου την παραπάνω δήλωση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1420/30.3.2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 223 από 6.5.2015 αίτηση του A. S. του Χ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1420/30.3.2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από την αίτηση αναίρεσης με αυτοπρόσωπη παράσταση του αναίρεσείοντος στο ακροατήριο. Δεκτή κηρύσσει απαράδεκτη την αίτηση και έξοδα.
Παραίτηση
Παραίτηση, Αυτοπρόσωπη παράσταση.
0
Αριθμός 1230/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσερτσίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 650/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 443/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ " όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ". Στοιχεία του ως άνω εγκλήματος είναι α) η καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά είτε με τον τύπο του άρθρου 42 ΚΠοινΔ είτε με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής αναγγελίας, αν πρόκειται για αδίκημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως ή για πειθαρχικό αδίκημα, β) η καταμήνυση να έγινε ενώπιον της αρχής, γ) η καταμήνυση πρέπει να αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, δ) η καταμήνυση να είναι ψευδής και ε) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό του ("υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση") να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 παρ.2 ΠΚ, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτή, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Ειδικώς, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και ως εκ τούτου καθίσταται αναιρετέα η καταδικαστική απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, και της ψευδορκίας μάρτυρα, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση το Α’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη, με αριθμό 650/2014 απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. " Ο κατηγορούμενος Ε. Τ. του Κ. υπηρέτησε ως Διευθυντής στο ... Σχολείο ... από το έτος 1999, ενώ παράλληλα ασκούσε και καθήκοντα οικονομικού διαχειριστή της ... Σχολικής Επιτροπής ... (ΣΕΕ) από το 1999 μέχρι και τουλάχιστον το πέρας του έτους 2006. Η … Σχολική Επιτροπή ... περιλαμβάνει το ... Σχολείο, το ... Δημοτικό Σχολείο, το ... Νηπιαγωγείο και το ... Νηπιαγωγείο .... Κατόπιν της από 23.3.1999 καταγγελίας του Συλλόγου του ... Δημοτικού Σχολείου ... και κατά του ως άνω κατηγορουμένου, που αφορούσε συστηματική και αδικαιολόγητη απουσία και μη τήρηση του διδακτικού ωραρίου και την προσπάθεια και αγορά κατάλληλων βιβλίων για τη σχολική βιβλιοθήκη, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, πλην όμως εν τέλει δεν του αποδόθηκαν ευθύνες και απαλλάχθηκε των κατηγοριών. Την 23.2.2007 ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του ... και ... Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου ... γνωστοποίησαν στον Αντιδήμαρχο Παιδείας του Δήμου ... καταγγελία εις βάρος του κατηγορουμένου περί του ότι : α) η λειτουργία της ΣΕΕ δεν ακολουθεί το νόμιμο τρόπο λειτουργίας (έλλειψη συλλογικών αποφάσεων, αθεώρητα βιβλία) και β) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για μεγάλες οικονομικές ατασθαλίες στη διαχείριση για το οικονομικό έτος 2006. Επίσης στην ίδια καταγγελία γίνεται αναφορά σε συνάντηση την 16.2.2007, που είχαν οι εκπρόσωποι του Συλλόγου Γονέων με μέλη της ... ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και του απερχόμενου προέδρου της Ζ. Σ. και του κατηγορουμένου με τον Αντιδήμαρχο Παιδείας κ. Κ., κατά την οποία συζητήθηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα και έγινε αποδεκτό ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να παραιτηθεί από τη θέση του Διευθυντή του ... Δημοτικού Σχολείου .... Η ίδια καταγγελία την 20.3.2007 απεστάλη και στον Αντινομάρχη Παιδείας με κοινοποίηση στη Διεύθυνση ΠΕ Δυτικής Θεσσαλονίκης. Την 20.3.2007 πέντε από τα μέλη της νεοσυσταθείσας επταμελούς ... ΣΕΕ (Δ. Δ., Ε. Σ., Α. Ρ., Δ. Γ. και Ν. Δ.) συνέταξαν και κοινοποίησαν στον Αντιδήμαρχο και την Επιτροπή Παιδείας του Δήμου ... καταγγελία εις βάρος του κατηγορουμένου για κακή διαχείριση των χρημάτων της ... ΣΕΕ με εμφάνιση εικονικών τιμολογίων και ενδεικτικά ανέφεραν υπερβολική δαπάνη για υλικά καθαριότητας το έτος 2006 και συγκεκριμένα 5.300 ευρώ, ότι από τα τιμολόγια των 3.415 ευρώ του βιβλιοπωλείου "...", μόνο ποσό 720 ευρώ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ότι δεν παραλήφθηκαν πέντε καλοριφέρ λαδιού. Την 11.5.2007 τα μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του ... και ... Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου ... (Ν. Δ., Β. Χ. και Ε. Α.) συνέταξαν και υπέβαλαν καταγγελία στο Δήμαρχο ..., στον Αντιδήμαρχο Παιδείας και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σε βάρος του κατηγορουμένου, στην οποίαν εμπεριέχοντα επιπλέον τα εξής : αλλοίωση των υπογεγραμμένων πρακτικών της ... ΣΕΕ, αφού διαπιστώθηκε αργότερα προσθήκη καινούριων στοιχείων, απουσία ημερομηνίας στα υπογεγραμμένα πρακτικά, προηγούμενη καταγγελία σε βάρος του κατηγορουμένου, ζητώντας να επιληφθεί του θέματος τόσο η δημοτική αρχή, όσο και η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα δημοσιεύονται στον τύπο ανάλογες καταγγελίες εις βάρος του κατηγορουμένου, όπως στην "Ακίδα" (Απρίλιος- Μάιος- Ιούνιος 2007), "... " (Μάιος 2007) και στην "..." τον Ιούνιο του έτους 2007, όπου γινόταν αναφορά στη συνάντηση της 16.2.2007 και στην ανάγκη παραίτησης του Διευθυντή, λόγω σοβαρών ατασθαλιών και της απόφασης η σχολική επιτροπή να λειτουργήσει με καινούργια βιβλία κατά το νόμο. Για τα ανωτέρω καταγγελλόμενα η Μ. Σ., Προϊσταμένη του ... Γραφείου ΠΕ Δυτικής Θεσσαλονίκης, ενήργησε προκαταρκτική έρευνα, κατόπιν εντολής της Διεύθυνσης ΠΕ Δυτικής Μακεδονίας. Επίσης, ο Ν. Δ., ήδη μέλος της ... ΣΕΕ, υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στις 26.6.2007 μηνυτήρια αναφορά για όλα τα ανωτέρω για την οποίαν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση. Κατά την προκαταρκτική έρευνα και την προκαταρκτική εξέταση, κατέθεσαν ως μάρτυρες η Ε. Σ.- Τ. και Ά. Ρ.. Επίσης, η τελευταία στις 23.7.2007 κατέθεσε ένορκα ενώπιον της Προϊσταμένης του ... γραφείου Π.Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης Μ. Σ. και την 29.10.2007 κατέθεσε ένορκα ενώπιον της Πταισματοδίκου Θεσσαλονίκης, που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση για τις υπάρχουσες καταγγελίες εις βάρος του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος για τις τελευταίες καταθέσεις κατέθεσε στις 20.11.2007 την από 19.11.2007 έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία ισχυρίστηκε ότι η εγκαλούσα Ά. Ρ. τέλεσε την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης (η τελευταία έχει παραγραφεί υφ’ όρον κατ’ άρθρο παρ. 4α του νόμου 4198/2013 από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο), διότι κατέθεσε την 23.7.2007 ενώπιον της ως άνω Προϊσταμένης του ... Γραφείου Π,Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης και την 29.10.2007 ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ψευδώς ότι: α) όταν υπέγραφε τα πρακτικά είχαν μία στήλη και όχι δύο, όπως εμφανίστηκαν μετέπειτα, β) τα πρακτικά, που υπέγραφε δεν της επιδεικνύονταν ποτέ σχετικά τιμολόγια και έτσι δεν γνώριζε αν τα αντίστοιχα ποσά ήταν πραγματικά και γ) από τη Γυμνάστρια του ... Δημοτικού Σχολείου, Μ. Τ., πληροφορήθηκε ότι το 2006 της δόθηκαν μπάλες από το Γραφείο της Φυσικής Αγωγής Δ. Θεσσαλονίκης και από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Όμως όλα όσα ανέφερε στην ως άνω έγκληση του ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή, δεδομένου ότι τα αληθή είναι ότι υπήρχε διπλή στήλη στα πρακτικά, που δεν υπήρχε όταν τα υπέγραφε η εγκαλούσα Ά. Ρ., αυτό δε αναφέρεται από όλους τους εμπλεκόμενους και συνάδει με την εν γένει πλημμελή τήρηση των πρακτικών από τον κατηγορούμενο. Επίσης, αυτός δεν εμφάνιζε τα τιμολόγια, αλλά έφερνε τα πρακτικά στα λοιπά μέλη μόνο για να υπογράψουν, ενώ η Γυμνάστρια Μ. Τ. παρέλαβε μπάλες, που είχαν δοθεί από τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και δεν ήταν οι αναφερόμενες στα τιμολόγια του Γ. Μ. με αριθ. 129/13.5.2005 και 133/15.5.2006. Μάλιστα στην εικονικότητα αυτή των τιμολογίων αποδίδει και το παρόν Δικαστήριο τη μη εμφάνιση των τιμολογίων στην εγκαλούσα Ά. Ρ., προκειμένου να μη μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διασταύρωση. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την ως άνω έγκληση του κατηγορουμένου ως αβάσιμη με τη με αριθ. 121/2008 διάταξη του, επί της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, η οποία και απερρίφθη ως αβάσιμη με τη με αριθ. 254/2008 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος την 6.5.2008 κατέθεσε την από 5.5.20089 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης εις βάρος της εγκαλούσας Ά. Ρ. του Β., με την οποία την καταμήνυε, ότι τέλεσε εις βάρος του τα αδικήματα ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την από 10.12.2007 ένορκη κατάθεση της ενώπιον του Προϊσταμένου του ... Γραφείου Π.Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης, διότι διέλαβε σ’ αυτήν ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας, τα κάτωθι : "....ψεύδεται η μηνυόμενη όταν καταθέτει ότι στα πρακτικά του 2006 της ... ΕΣΕ ... υπήρχε μια στήλη δαπανών, ενώ υπάρχουν δύο στήλες και μάλιστα σε όλα τα πρακτικά, όχι μόνον του έτους 2006 αλλά από το έτος 2002.... Ο δε ισχυρισμός της ότι αναγκάστηκα να συμπληρώσω στα πρακτικά και τα υπόλοιπα τιμολόγια, που δήθεν δεν ήταν γραμμένα, ενόψει παραδόσεως του Ταμείου σε αυτήν, είναι παντάπασι ψευδής και ευτελής... επίσης, είναι ψευδής ο ισχυρισμός της ότι ζήτησε να αναλάβει η ίδια το ταμείο και ότι μάλιστα έγιναν και καβγάδες.... Επίσης η ίδια διέδωσε ψευδώς ότι τα εκδοθέντα από τον Μ. τιμολόγια της ... ΕΣΕ ήταν εικονικά. Απέκρυψε όμως η μηνυόμενη το γεγονός ότι η ίδια ενώ ήταν υπεύθυνη για την υλοποίηση του προγράμματος ΑΙΓΑΙΟΥ έκοψε εικονικά τιμολόγια... Αυτή εζήτησε από τον έμπορο Μ. Γ. να εκδώσει εικονικά τιμολόγια όπως τα υπ’ αρ..../31-03-2005 από τα οποία φαίνεται ότι της πώλησε διάφορα εποπτικά όργανα, και αντ’ αυτών, έναντι της αξίας τους, ούτος της παρέδωσε μια βιντεοκάμερα, ένα ΦΑΞ και δυο cd player. Ο ως άνω έμπορος ικανοποίησε το αίτημα αυτό, παραδίδοντας στην ανωτέρω και στον δάσκαλο Σ. τα εν λόγω εμπορεύματα, και την κάμερα κράτησε ο ανωτέρω δάσκαλος, το δε ΦΑΞ και τα δύο cd player η μηνυόμενη στο γραφείο της, εν πλήρη αγνοία μου και χωρίς καταγραφή των ανωτέρω στο βιβλίο υλικών.... και αυτή την βρωμοδουλειά την έκανε η μηνυόμενη και εν συνεχεία κατηγόρησε εμένα. Το γεγονός αυτό, των εικονικών τιμολογίων, το παραδέχθηκε και η ίδια η μηνυόμενη ενώπιον του Ανακριτή.....". Όσα όμως κατέθεσε η ως άνω εγκαλούσα ήταν αληθή, τόσο για τις διπλές στήλες, που αποδεικνύονται από τις καταθέσεις όλων των μελών της επιτροπή, όσο και για την εικονικότητα των τιμολογίων του Μ., όπως προαναφέρθηκε, και συνάγεται και από την με αριθ. .../16.4.2010 πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή Α. Γ.. Άλλωστε αποδείχτηκε ότι φαινόταν ότι είχε πραγματοποιηθεί αγορά μπαλών, που δεν αγοράστηκαν, όπως και αγορά καλοριφέρ λαδιού, που επίσης δεν αγοράστηκε, ενώ βρέθηκαν σε έλεγχο, που διενεργήθηκε στο σχολείο παλαιά καλοριφέρ, άλλου τύπου από αυτά που φέρονται ότι είχαν αγοραστεί. Εξάλλου, τα αγορασθέντα πράγματα με το πρόγραμμα ΑΙΓΑΙΟ αφορούσαν προγενέστερα έτη του 2006 και όχι τη χρήση του 2006. Η ως άνω έγκληση απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 112/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, επί της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή και παρήλθε η νόμιμη προθεσμία άσκησης της. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι προαναφερθείσες εγκλήσεις του κατά της εγκαλούσας Ά. Ρ. διελάμβαναν ψευδή γεγονότα, αφού αυτός δημιούργησε τη δεύτερη στήλη στα πρακτικά μετά την υπογραφή τους, αυτός, ως αρμόδιος και υπεύθυνος, δεν επιδείκνυε τα σχετικά τιμολόγια αγοράς και δεν γνώριζε η εγκαλούσα Ά. Ρ. αν τα αντίστοιχα ποσά ήταν πραγματικά, αυτός γνώριζε ότι πράγματι η Γυμνάστρια Μ. Τ. παρέλαβε τις μπάλες, που είχαν δοθεί από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και δεν ήταν οι αναφερόμενες στα προαναφερθέντα τιμολόγια του Μ., τα οποία, λόγω της ιδιότητας του ως οικονομικός διαχειριστής της ... ΣΕΕ, αυτός διαχειριζόταν και γνώριζε ότι είναι εικονικά, κατέθεσε δε αυτές με πρόθεση να ασκηθούν ποινικές διώξεις εις βάρος της ως άνω εγκαλούσας Ά. Ρ.. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο εις βάρος της εγκαλούσας Ά. Ρ. και πρέπει να κηρυχτεί ένοχος για αυτή. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 17.3.2008 κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την έγκληση του με Α.Β.Μ. Ε2008εγχ/41 κατά των εγκαλούντων Ό. Α. συζ. Β. Ν., Α. Σ. συζ. Α. Λ., Χ. Τ., Ε. Χ. συζ. Ι. Σ., Κ. Χ. συζ. Π. Κ., Ε. Π. συζ. Α. Α., Ε. Β., Π. Τ. συζ. Κ. Γ., Ε. Ρ. συζ. Σ. Σ., με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη τους, καθώς ανέφερε γι’ αυτούς ότι τα διαλαμβανόμενα περί σοβαρών ατασθαλιών σε βάρος του, που αναφερόταν στη συνάντηση της 16.2.2007 και είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα "... ..." ήταν ψευδή. Συγκεκριμένα, κατέθεσε την παραπάνω έγκληση με το εξής περιεχόμενο : ".....Αξιότιμε Κύριε Εισαγγελέα, Στα μέσα Δεκεμβρίου 2007, λόγω αποφάσεως του Προϊστάμενου του ... Γραφείου Π.Ε. Δυτικής Θεσ/νίκης κ. Κ. Κ., να πραγματοποιηθεί σε βάρος μου ΕΔΕ και προς απόκρουση αυτής με απολογητικό υπόμνημα το οποίο κατέθεσα στις 21.1.2007, ημέρα Παρασκευή, ζήτησα προ πάσης συντάξεως της απολογίας μου να λάβω γνώση της δικογραφίας που είχε σχηματισθεί σε βάρος μου κατόπιν μηνύσεως του Ν. Δ.. Εκεί διαπίστωσα ότι είχε προσκομισθεί από τον ανωτέρω μηνυτή μου, ένα συκοφαντικό δημοσίευμα της Εφημερίδας "... ..." όπου στη στήλη "η πένα του πολίτη, επιστολές - καταγγελίες - ανακοινώσεις", είχε δημοσιευθεί μια καταγγελία εις βάρος μου, την οποία είχε κοινοποιήσει βάσει του δημοσιεύματος στην Δημοτική Αρχή στις 22.2.2007. Μεταξύ άλλων στο δημοσίευμα περιλαμβανόταν ότι "...σε πρόσφατο συνάντηση στις 16.0.2007 και ώρα 11:30 το πρωί στο παραπάνω σχολικό συγκρότημα παρουσία των: 1) Αντιδημάρχου παιδείας κ. Κ., 2) Προέδρου σχολικής επιτροπής κ. Δ., 3) Απερχομένου προέδρου σχολικής επιτροπής κ. Σ., 4) Διευθυντή του ... Δ.Σ. κ. Τ., 5) Διευθυντή του ... Δ.Σ. κ. Ρ., 6) Διευθυντή του ... Νηπιαγωγείου κ. Σ., 7) Εκπρόσωπο Σ. Ε. του συλλόγου ... κ. Δ., 8) Αντιπρόεδρο Δ.Σ. του συλλόγου ..., Συζητήθηκαν όλα τα θέματα που απασχολούν το σχολικό συγκρότημα, καθώς και όλα τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την υποτυπώδη λειτουργία της σχολικής επιτροπής. Μεταξύ άλλων ζητήθηκε και έγινε αποδεκτό παρουσία όλων των παραπάνω ότι ο διευθυντής του ... Δημ. Σχολείου λόγω σοβαρών ατασθαλιών πρέπει να παραιτηθεί της θέσεως του διευθυντή σχολείου και αυτόματα από μέλος της σχολικής επιτροπής επίσης συμφωνήθηκε η νέα σχολική επιτροπή να λειτουργήσει με καινούργια βιβλία σύμφωνα με τον κανονισμό που προβλέπει η νομοθεσία... Την ανωτέρω καταγγελία την είχαν γνωστοποιήσει στις 20/3/2007 και προς την Δ/νση Π.Ε. Δυτικής Θεσ/νίκης απευθυνόμενη ταύτη και προς τον Αντινομάρχη παιδείας. Μετ’ εκπλήξεως διαπίστωσα ότι η καταγγελία γίνεται από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του ... και ... Δημοτικών Σχολείων και ότι δήθεν εγώ ως διευθυντής του ... Δημοτικού Σχολείου ... θα έπρεπε να παραιτηθώ από της θέσεως αυτής λόγω σοβαρών ατασθαλιών στη διαχείριση της σχολικής επιτροπής και αυτόματα από μέλος της σχολικής επιτροπής και η νέα σχολική επιτροπή να λειτουργήσει με καινούργια βιβλία και σύμφωνα με τον κανονισμό που προβλέπει η νομοθεσία. Εξεπλάγην για, το δημοσίευμα διότι αφενός μεν ουδεμία ατασθαλία της επιτροπής στη διαχείριση της ... ΕΣΕ του Δήμου ... υπήρχε όσο ήμουν ταμίας αλλά και ακόμη αν υπήρχε, γεγονός το οποίο αρνούμαι, υπεύθυνος είναι ο πρόεδρος κ. Σ. Ζ.. Επειδή οι μηνυόμενοι γνώριζαν ότι εγώ δεν ήμουν υπεύθυνος για όσα ψευδώς αναφέρονται στο δημοσίευμα και τούτο διότι επί σειρά ετών υπήρξα Ταμίας της ... Ενιαίας Σχολικής Επιτροπής του Δήμου ..., η οποία Επιτροπή είναι, σύμφωνα με το Νόμο, ΝΠΔΔ και μάλιστα συλλογικό όργανο βάσει του αρθρ. 54 του Ν 2362/1995, εν συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 8 του Ν 1894/1990. Στην ως άνω Επιτροπή μετείχα εκ του Νόμου ως διευθυντής του ... Δημοτικού Σχολείου ......". Στη συνέχεια κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, όπως με κάθε λεπτομέρεια αναφέρονται παραπάνω, αναγνωρίζοντας του την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (αρθρ. 84 παρ. 2 α ΠΚ). Με όλα αυτά τα οποία δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα και για τα οποία έχει καταδικασθεί ο αναιρεσείων, τις αιτιολογίες από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήγαγε στις ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν των άρθρων 26, 27, 94, 229 παρ. 1 και 224 του ΠΚ και όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως, με ελλειπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Προσέτι και ο υπερχειλής δόλος του κατηγορουμένου με επάρκεια και πληρότητα αιτιολογείται καθώς και ο σκοπός του που ήταν να προκαλέσει με την κατάθεση της ψευδούς έγκλησής του την ποινική και πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος. Ειδικότερα και αναφορικά με τη σχετική ως προς το σημείο αυτό, αιτίαση, του αναιρεσείοντος ως προς την εκ μέρους του γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων και κατατεθέντων από αυτόν πραγματικών περιστατικών υπάρχει πλήρης αιτιολογία, αφού από τις παραδοχές της απόφασης σαφώς προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, είχε προσωπική αντίληψη και γνώση των πραγματικών περιστατικών που κατήγγειλε και κατέθεσε, οπότε δεν απαιτείτο περαιτέρω αιτιολογία για τον άμεσο δόλο με την παράθεση σχετικών με τη γνώση περιστατικών, όπως προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα "Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι προαναφερόμενες εγκλήσεις του κατά της εγκαλούσας ‘ Α. Ρ. διελάμβαναν ψευδή γεγονότα, αφού αυτός δημιούργησε τη δεύτερη στήλη στα πρακτικά μετά την υπογραφή τους, αυτός, ως αρμόδιος και υπεύθυνος, δεν επεδείκνυε τα σχετικά τιμολόγια αγοράς και δεν γνώριζε η εγκαλούσα ‘ Α. Ρ. αν τα αντίστοιχα ποσά ήταν πραγματικά, αυτός γνώριζε ότι πράγματι η γυμνάστρια Μ. Τ. παρέλαβε τις μπάλες, που είχαν δοθεί από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και δεν ήταν οι αναφερόμενες στα προαναφερθέντα τιμολόγια του Μ., τα οποία λόγω της ιδιότητάς του ως οικονομικός διαχειριστής της ... ΣΕΕ, αυτός διαχειριζόταν και γνώριζε ότι είναι εικονικά, κατέθεσε δε αυτές με πρόθεση να ασκηθούν ποινικές διώξεις σε βάρος της εγκαλούσας ‘ Α. Ρ.... . Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ λόγος αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που προβάλλει ο αναιρεσείων ως προς τη γνώση του ψεύδους των καταμηνυθέντων και είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ που ορίζει ότι το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον Εισαγγελέα εξετάζεται από το Εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων, προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει υποχρεωτικώς και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως, που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επιδικασθείσα πρωτοδίκως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όχι μόνον όταν ο πολιτικώς ενάγων απουσιάζει, αλλά και όταν ο ίδιος εμφανίζεται ενώπιον του Εφετείου υπό την ιδιότητα του μάρτυρα και χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωση του της πολιτικής αγωγής, δεν επαναλαμβάνει την περί παραστάσεως του, ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση, την γενόμενη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 4882/28.2.2013 650/2014 απόφασή του είχε επιδικάσει στην ‘ Α. Ρ. που παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα, το αιτηθέν ποσό των 40 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης την οποία αυτή υπέστη από την εις βάρος της ως άνω αξιόποινη πράξη. Το Α’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της άνω αποφάσεως από τον κατηγορούμενο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, κατά τα προεκτεθέντα, τον υποχρέωσε να καταβάλει το ποσό των 40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης στην ποθούσα, η οποία όμως δεν παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την αποδεικτική διαδικασία στο άνω Δικαστήριο, ούτε όμως παραιτήθη της πολιτικής αγωγής, αλλά εξετάσθηκε μόνο ως μάρτυρας. Συνεπώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ορθώς επεδίκασε κατ’ επιταγή του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο ΚΠΔ την μνημονευθείσα χρηματική ικανοποίηση στην μη παραστάσα ενώπιόν του, με την άνω ιδιότητα της, πολιτικώς ενάγουσας, και δεν υπερέβη την εξουσία του, γι’ αυτό και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, ήτοι ότι παρά τον νόμο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε χρηματική ικανοποίηση, χωρίς να παραστεί η ‘ Α. Ρ. ως πολιτικώς ενάγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία όλων αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για εξέταση πρέπει να απορριφθεί αυτή και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 5 από 16.3.2015 αίτηση του Ε. Τ. του Κ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 650/2014 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα. Λόγοι α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και μη παράσταση πολιτικής αγωγής στην αναιρεσιβαλλόμενη ήτοι στοιχ, Δ και Η. Απορρίπτει λόγους και αναίρεση , επιδικάζει έξοδα.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Έξοδα.
0
Αριθμός 1212/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. - Α. Τ. του Ε., κατοίκου Αθηνών και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1346/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 536/2014. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του γραμματέα του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Κ. Β., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 536/7-10-2015 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α’ , 3 εδ. α’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 20ης Ιανουαρίου 2016, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 143/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για την 6-4-2016, οπότε αναβλήθηκε και πάλι η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 763/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για την 18-5-2016, οπότε και πάλι αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 1072/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-5-2014 δήλωση - αναίρεση του Α. - Α. Τ. του Ε., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αυθημερόν, για αναίρεση της 1346/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευση του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Έξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
0
Αριθμός 1209/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Κοντομηνά, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 18828/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Mε συγκατηγορούμενο τον Κ. Γ. του Κ.. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 770/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ του ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ιδίας αποφάσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Στην αντίθετη περίπτωση που η πρώτη εκκρεμεί, παραδεκτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας δεύτερη αναίρεση, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας κατά της υπ’ αριθμ. 18828/29.4.2015 .αποφάσεως του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚποινΔ την 3-6-2015 ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα εμπροθέσμως δια του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου δύο αναιρέσεις: α) Η πρώτη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα την 22.6.2015, εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας από της καταχωρίσεως της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, (άρθρα 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ) και β) Η δεύτερη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 23.6.2015 και αυτή εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας από της καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο με δήλωση του παραστάντος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δικηγόρου Θεόδωρο Παναγόπουλο που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι αιτήσεις αυτές που επιδόθηκαν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι παραδεκτές και περιέχουν ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ’ ΚΠΔ ). Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Πρωτοδικείο Αθηνών και στο ειδικό προς τούτο βιβλίο την 3.6.2015 και οι κρινόμενες αιτήσεις ασκήθηκαν τις 22.6 2015 και 23.6.2015 αντίστοιχα, πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος δεν αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως, η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις από 22.6.2015 και 23.6.2015 αιτήσεις του αναιρεσείοντος, πλήττεται η με αριθμό 18828/2015 απόφαση του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για επικίνδυνη σωματική βλάβη και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής, κατά λέξη: " Από την αποδεικτική διαδικασία και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως προέκυψε και το δικαστήριο πείσθηκε "ότι ο κατηγορούμενος Κ. Σ. έχει τελέσει το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ... κατά το χρόνο, τόπο και υπό τις συνθήκες που εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσας και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό" και ακολούθως τον κήρυξε ένοχο της πράξεως αυτής. Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται στο κατηγορητήριο, αόριστα, ενώ δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος -ήδη αναιρεσείων ήτοι της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο εξ ολοκλήρου παραπέμπει το σκεπτικό, σύμφωνα με όσα, επίσης στη νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΛ προβλεπόμενος, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο, δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚποινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 18828/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων. Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η ανάιρεσιβαλλόμενη δεν περιέχει αιτιολογία αλλά αντ’ αυτής με το σκεπτικό παραπέμπει στο διατακτικό. Δεν περιέχει αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Λόγοι ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, Αναιρεί και παραπέμπει.
1
Αριθμός 1208/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ. Σ. του Μ., κατοίκου ... και 2. Δ. Ν. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυπριανό Μερεμέτη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6167/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Π. του Θ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Δεκεμβρίου αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 64/2016. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 28 και 302 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση ότι δεν καταβλήθηκε από τον δράστη η προσοχή που απαιτείται κατά κρίση αντικειμενική, την οποία κάθε συνετός άνθρωπος οφείλει να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες και συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική και ότι αυτός με τις προσωπικές του ικανότητες, γνώσεις και ιδιότητες μπορούσε να αποφύγει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το οποίο τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη του δράστη. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη πράξη ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, η οποία τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του αρ. 28 Π.Κ., αλλά και του άρθρου 15 Π.Κ. από τη διάταξη του οποίου συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα (και όχι βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα αμελείας και στα εγκλήματα δόλου) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτων προσώπου, σωματική βλάβη κλπ) εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε. Για τη θεμελίωση δε αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς το οποίο αυτό δεν θα επερχόταν. Η τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή και τρίτου, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμελείας του δράστη και την ποινική του ευθύνη, εκτός εάν αυτή συνετέλεσε αποκλειστικώς στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στην οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε’ του παραπάνω Κώδικα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σΝ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών (Α’ Τριμελούς Πλημμελημάτων) που δίκασε σε δεύτερο βαθμός μετά την άσκηση εφέσεως κατά της υπ’ αριθμ.1331/13.1.2015 αποφάσεως του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κήρυξε ενόχους τους αναίρεσείοντες ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος του Κ. Κ. με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα οχτώ (18) μηνών και εξακόσια (600) ευρώ τον καθένα την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες κατηγορίας) δέχθηκε ανελέγκτως κατά λέξη τα εξής: "Στις 26.7.2008 στα Μέγαρα Αττικής οι κατηγορούμενοι εκτελούσαν βάσει σχετικής σύμβασης εργασίες κατασκευής δικτύου οπτικών ινών τηλεφωνίας στην Παλαιά Ε.Ο. Αθηνών-Κορίνθου για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "....". Και δη ο μεν πρώτος εξ αυτών (Χ.Σ. Σ.) ως εργολάβος -κατασκευαστής της αναδόχου εταιρείας με την επωνυμία "..." (υπεργολάβου της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία "..."), ο δε δεύτερος (Δ.Ν.) ως μηχανικός-υπεύθυνος επίβλεψης εκτέλεσης έργου της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία "...". Στην εταιρεία "....", για λογαριασμό της οποίας εκτελούσαν το ανωτέρω έργο κατασκευής δικτύου οπτικών ινών οι κατηγορούμενοι, είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο του επίδικου -ατυχήματος χρόνο από την Περιφέρεια Αττικής η με αρ.πρωτ. .../2008 άδεια τομής οδοστρώματος κατά μήκος της Π.Ε.Ο. Αθηνών-Κορίνθου από τη διασταύρωση (μετά την ...) της Π.Ε.Ο. με παράδρομο της Ν.Ε.Ο., υπό τους αναφερόμενους σ’ αυτή (άδεια) όρους, μεταξύ των οποίων, η "...." όφειλε να μεριμνήσει έτσι ώστε: α) ο ανάδοχος των εργασιών να λαβαίνει σε κάθε περίπτωση τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας για την πρόληψη οιουδήποτε ατυχήματος... κατά την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, β) ο ανάδοχος, με δαπάνη και ευθύνη του, να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, με την τοποθέτηση κατάλληλης σήμανσης, μέρα και νύκτα, τόσο κοντά στο εργοτάξιο όσο και σε κατάλληλες θέσεις μακριά από τη τομή για την έγκαιρη προειδοποίηση αυτών που χρησιμοποιούν το δρόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ο.Κ. και τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση με αριθμό ΔΙΠΑΠ/οικ. 502/1.7.2003 του Υφυπουργού ΠΕΧΩ.ΔΕ. και την εγκύκλιο Ε21, γ) το κατάστρωμα της οδού να αποδίδεται ολόκληρο στην κυκλοφορία ελεύθερο από μηχανήματα, μπάζα, ανωμαλίες κλπ...., δ) η αποκατάσταση της τομής να γίνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Βάσει της προαναφερθείσας άδειας τομής οδοστρώματος οι κατηγορούμενοι είχαν διανοίξει από το χ,μ- 52+000 Π.Ε.Ο.Α.Κ. και έως το σημείο του ατυχήματος (χ.μ.53,700 Π.Ε.Ο.Α.Κ.) επί του ρεύματος κυκλοφορίας αυτής προς Κόρινθο, τομή στο οδόστρωμα (δεξιά πλευρά αυτού) για τη διέλευση οπτικών ινών τηλεφωνίας ,που ήταν παράλληλη ως προς τον άξονα του -οδοστρώματος και πλάτους περίπου [1-0-15] εκατοστών την οποία κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν είχαν αποκαταστήσει, ήτοι απλώς την είχαν κλείσει με τσιμέντο χωρίς να την έχουν επιστρώσει με ασφαλτικό υλικό. Ένεκα δε, των ανωτέρω έργων (τομής οδοστρώματος) οι κατηγορούμενοι είχαν εναποθέσει στο άκρο του οδοστρώματος του προς Κόρινθο ρεύματος κυκλοφορίας της ως άνω οδού αδρανή υλικά (γαρμπίλι -χαλίκια) σε σωρό ,που καταλάμβαναν όμως και μέρος του εν λόγω οδοστρώματος. Επίσης, ενόψει των ανωτέρω έργων είχαν τοποθετήσει σήμανση πινακίδων ..., και ενδιάμεσα αυτών πλαστικούς αντανακλαστικούς κώνους, καθώς και πινακίδα Κ- 20 και αντανακλαστική πινακίδα "Προσοχή Έργα" σε απόσταση (970) μέτρων πριν το ένδικο ατύχημα. Επίσης, σε απόσταση (510) μέτρων πριν από το ατύχημα υπήρχε πινακίδα ανωτάτου ορίου ταχύτητας οχημάτων σαράντα (40) χ/ώρα και τοποθετημένη αντανακλαστική πινακίδα "Προσοχή Έργα". Σημειωτέον ότι οι κατηγορούμενοι πριν το χ.μ.52+000 της Π.Ε.Ο.Α.Κ. του ρεύματος κυκλοφορίας προς Κόρινθο είχαν ήδη ολοκληρώσει το ανωτέρω έργο και αποκαταστήσει πλήρως την τομή στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος του προς Κόρινθο ρεύματος κυκλοφορίας με την επίστρωση ασφαλτικού υλικού και είχαν απομακρύνει τα αδρανή υλικά (χαλίκια). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η Π.Ε.Ο.Α.Κ. είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, άσφαλτος με πλάτος οδοστρώματος [11,30] μέτρων, και καμπύλη με μικρή κατωφέρεια στο προς Κόρινθο ρεύμα κυκλοφορίας της. Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο φωτισμός της ήταν επαρκής τεχνητός λόγω νύκτας, η κυκλοφορία των οχημάτων σ’ αυτήν ήταν μικρή ,επικρατούσε καλοκαιρία και υπήρχε επαρκής ορατότητα. Ο Κ. Κ. στις 26.7.08 και περί ώρα 4.00 οδηγώντας τη με αρ.κυκλ.... δίκυκλη μοτοσυκλέτα του κινεί το υπό τις ανωτέρω κρατούσες συνθήκες επί της Παλαιάς Ε.Ο. Αθηνών - Κορίνθου με κατεύθυνση από Μέγαρα προς Κόρινθο και επί του αντιστοίχου ρεύματος κυκλοφορίας αυτής προς Κόρινθο, χωρίς να φοράει προστατευτικό κράνος και έχοντας καταναλώσει σε κέντρο διασκέδασης όπου βρισκόταν προηγουμένως με φίλους του, ποσότητα (1,05 γρ. ανά λίτρο αίματος) αλκοόλ. Όταν αυτός έφθασε στο χ.μ.53,700 της Π.Ε.Ο.Α.Κ. έχασε τον έλεγχο της ανωτέρω μοτοσυκλέτας που οδηγούσε, και διανύοντας [42,5] μέτρα επί του πιο πάνω ρεύματος πορείας του, εκτράπηκε εντός αυτού, με αποτέλεσμα ο ίδιος μεν να εκτιναχθεί επ1 αυτού σε μεγάλη απόσταση μπροστά από το σημείο εκτροπής της μηχανής του και με φορά προς Κόρινθο, η δε μοτοσυκλέτα του εκτρεπόμενη, διέσχισε διαγωνίως το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Π.Ε.Ο.Α.Κ., και κατέληξε επί του κρασπέδου του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας (προς Αθήνα), διανύοντας από το σημείο της εκτροπής της (51,90] μέτρα. Εξαιτίας δε αυτής της εκτροπής ο οδηγός Κ. Κ. τραυματίστηκε θανάσιμα, αφού υπέστη βαριές κακώσεις κεφαλής, θώρακος και κοιλίας, ένεκα των οποίων αποκλειστικά και μόνον απεβίωσε στο τόπο του ατυχήματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι: α) δεν διαπιστώθηκε ευθύνη άλλου οχήματος εμπλακέντος στο ένδικο ατύχημα, β) ο αποβιώσας οδηγός Κ. Κ. γνώριζε καλά την ανωτέρω εθνική -οδό στην οποία του συνέβη το ένδικο συμβάν, καθόσον ήταν εν ζωή κάτοικος Μεγάρων και διερχόταν συχνά απ1 αυτήν, γ) πριν το ατύχημα όλα γενικώς τα συστήματα, όργανα, εξαρτήματα και λοιπά μέρη της ... μοτοσυκλέτας του ως άνω αποβιώσαντος λειτουργούσαν κανονικά και ήταν αξιόπιστα στην οδική συμπεριφορά τους, δ) όλες οι διαπιστωθείσες ζημίες και βλάβες της οφείλονται κατά την έκθεση πραγμ/νης στο ένδικο ατύχημα, και ε) ο αποβιώσας είχε διανύσει ήδη απόσταση τουλάχιστον [10 χιλιομέτρων] της Π.Ε.Ο.Α.Κ. -[ήτοι από την κατοικία του στα Μέγαρα μέχρι και το σημείο του ατυχήματος] ,όπου το οδόστρωμα της ανωτέρω οδού είχε αποκατασταθεί από τους κατηγορούμενους και είχαν απομακρυνθεί τα "χαλίκια", ως προαναφέρθηκε, με συνεχείς στροφές χωρίς να υποστεί ατύχημα. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, κρίνεται ότι η εκτροπή του οχήματος και ο εντεύθεν θανάσιμος τραυματισμός του ανωτέρω αποβιώσαντος οφείλεται στην προπεριγραφείσα κατάσταση του προς Κόρινθο ρεύματος κυκλοφορίας της Παλαιάς Ε. Ο. Αθηνών - Κορίνθου. Ειδικότερα δε, στο ότι οι τροχοί της μοτοσυκλέτας του αποβιώσαντος πάτησαν επάνω στα αδρανή υλικά (γαρμπίλι - χαλίκια), που οι κατηγορούμενοι είχαν εναποθέσει και καταλάμβαναν μέρος του οδοστρώματος του προς Κόρινθο ρεύματος κυκλοφορίας, επί του οποίου αυτός έβαινε ,κατά τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα να "γλυστρίσει", να εκτραπεί της πορείας της και να επακολουθήσει ο θανάσιμος τραυματισμός του. Έτσι λοιπόν, ευθύνονται για το ένδικο συμβάν οι κατηγορούμενοι ,οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαν φροντίσει να αποκομίσουν με οποιοδήποτε μέσο τα "χαλίκια" από το οδόστρωμα, αλλά ούτε και είχαν επισημάνει αυτά επαρκώς σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις σχετικές - διατάξεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας πινακίδες σήμανσης, όπως τούτο συνάγεται από την έκθεση πραγμ/νης του ορισθέντος από το Τμήμα Τροχαίας Μεγάρων Ε. Μ.. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδόμενης σ’ αυτούς πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ανεξαρτήτως της συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού στην πρόκληση του ατυχήματος και στον εντεύθεν θάνατο του λόγω α) της παράλειψης του να φέρει κράνος, β) της παράλειψης του να συμμορφωθεί προς τις κατά τα παραπάνω υπάρχουσες πινακίδες σήμανσης εκτέλεσης έργων και γ) της κατανάλωσης αλκοόλ, αφού από έλλειψη της προσοχής, που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους και επέφεραν το θάνατο του αποβιώσαντος Κ. Κ. ". Στη συνέχεια κήρυξε το Δικαστήριο αυτό ενόχους τους κατηγορουμένους του ότι: "Στα Μέγαρα στις 26.7.2008 από αμέλειά τους, δηλαδή από την έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, επέφεραν το θάνατο σε άλλον, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παραπάνω πράξη και συγκεκριμένα ο Δ. Ν., όντας μηχανικός - υπεύθυνος της εταιρείας " ... " που είχε αναλάβει την εκτέλεση του έργου κατασκευής, δικτύου οπτικών ινών στην Παλαιά Εθνική Οδό Αθηνών Κορίνθου για λογαριασμό της εταιρείας ... και ο Χ. Σ., όντας εργολάβος κατασκευαστής του ανωτέρω έργου (κατασκευαστής δικτύου οπτικών ινών) της αναδόχου εταιρείας ..., υπεργολάβου της ανωτέρω εταιρείας ..., ενώ εκτελούσαν εργασίες για την κατασκευή του εν λόγω δικτύου, είχαν δημιουργήσει τομή στο οδόστρωμα της Π.Ε.Ο.Α.Κ. στο ρεύμα, προς Κόρινθο και είχαν εναποθέσει αδρανή υλικά (χαλίκια), που κατελάμβαναν μέρος του οδοστρώματος, παρεμποδίζοντας την κυκλοφορία στο σημείο, χωρίς αυτά, τα υλικά-εμπόδια να επισημαίνονται επαρκώς και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, με αποτέλεσμα να εκτραπεί της πορείας της η διερχόμενη από το σημείο εκείνο (53,7 χιλ.Π.Ε .Ο.Α.Κ.) ... δίκυκλη μοτ/τα ανατρέποντας τον οδηγό αυτής Κ. Κ., που τραυματίσθηκε και έπαθε υπαραχνοειδή αιμορραγία εγκεφάλου, πολτοποίηση ήπατος, κατάγματα πλευρών, 1ης - 3ης, αμφοτέρων των ημιθωρακίων, βαρείες κακώσεις κεφαλής - θώρακος - κοιλίας, από τις οποίες ως μόνες γενεσιουργού αιτίες επήλθε ο θάνατος του ". Με όλα αυτά τα οποία δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και για την οποία έχει καταδικασθεί καθένας από τους αναιρεσείοντες, τις αιτιολογίες από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήγαγε στις ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν των άρθρων 15, 26, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ και όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως, με ελλειπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα και σε σχέση προς τις προβαλλόμενες επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση και δεν χρειαζόταν αναλυτική παράθεση αυτών και μνεία του τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση αυτών μεταξύ τους. Προκύπτει δε με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του, πεποιθήσεως, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή. Προσδιορίζεται η παράλειψη των αναιρεσειόντων για λήψη των αναγκαίων μέτρων που οδήγησαν στη θανάτωση του παθόντος δηλαδή ότι καίτοι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, από τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, όχι μόνον δεν απομάκρυναν άμεσα, στο ύψος του σημείου εκτροπής της μοτοσυκλέτας, από το οδόστρωμα χαλίκια που είχαν εναπομείνει από τις ήδη εκτελεσθείσες στο σημείο αυτό εργασίες, αλλά και δεν μερίμνησαν για την περίπτωση αυτή, να επισημάνουν καταλλήλως, με τις ενδεικνυόμενες πινακίδες, για την ύπαρξη των υλικών αυτών στο οδόστρωμα που προκάλεσαν την εκτροπή του οχήματος. Σαφώς εκτίθεται ότι συνέτρεξε άνευ συνειδήσεως αμέλεια των αναιρεσειόντων, με την παραδοχή ότι αυτοί από έλλειψει της κατά τα ανωτέρω προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους και αιτιολόγησε επαρκώς τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς και τους επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο. Η παραδοχή συντρέχουσας συνυπαιτιότητος του παθόντος, λόγω οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και έλλειψη τεταμένης προσοχής κατά την οδήγηση, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμελείας των αναιρεσειόντων και την ποινική τους ευθύνη αφού η συμπεριφορά αυτή, κατά τις ίδιες παραδοχές, δεν συνετέλεσε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, ώστε να θεωρηθεί ότι ήρθη ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως των αναιρεσειόντων και του αποτελέσματος. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραδοχών του Εφετείου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 περ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚποινΔ, λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚποινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 204 από 28 Δεκεμβρίου 2015 αίτηση των Χ. Σ. του Μ. και Δ. Ν. του Π. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6167/16-11-2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια ( τροχαίο ). Λόγοι αναίρεσης Δ και Ε απορ. ισχυρ. Και αναίρεση , επιδικάζει έξοδα.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
1
Αριθμός 1181/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Φ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Ιωαννίδου - Κουδρόγλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1955/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Νοεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1261/2015. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου τούτου, κατά τη σημερινή δικάσιμο (20-4-2016), εμφανίστηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Κυριακή Χ. Ιωαννίδου - Κουρδόγλου και υπέβαλε ως άγγελος του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Αντωνίου Κουρδόγλου, πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως για το λόγο ότι ο τελευταίος απέχει από τα καθήκοντά του λόγω της αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους που έχει κηρύξει ο δικηγορικός σύλλογος στον οποίο ανήκει. Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 7 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία εφαρμόζεται στα ποινικά δικαστήρια της ουσίας, η αποχή των δικηγόρων συνιστά λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή της δίκης, που δεν περιλαμβάνεται μάλιστα στους περιορισμούς που ορίζονται στο άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ.. Κατά συνέπεια συνιστά και ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση για αναβολή της συζητήσεως και στον Άρειο Πάγο κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ. Όμως, η άσκηση από το δικηγόρο του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του, είναι έννομο αγαθό μικρότερης σημασίας από τη απονομή της δικαιοσύνης, άποψη που αναγνωρίζουν και οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι με το να επιτρέπουν στους δικηγόρους που είναι μέλη τους να παρίστανται σε ποινικές υποθέσεις όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής του αξιοποίνου του εγκλήματος και ματαιώσεως της αξιώσεως της πολιτείας προς τιμωρία των ποινικά κολάσιμων πράξεων. Ενόψει τούτων, το ως άνω αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως που υπέβαλε η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Κυριακή Χ. Ιωαννίδου - Κουρδόγλου ως άγγελος του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Αντωνίου Κουρδόγλου, πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, παρόλο που και η ίδια είναι πληρεξούσια δικηγόρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (βλ. στη δικογραφία την από 8-2-2016 κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. έγγραφη δήλωση - εξουσιοδότηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου), μετά και από τις δύο αλλεπάλληλες αναβολές που χορηγήθηκαν από το Δικαστήριο αυτό κατόπιν σχετικού αιτήματος για τον ίδιο λόγο στις 10-2-2016 και 16-3-2016 και ενόψει του ότι επίκειται άμεση παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αναίρεσή του, αφού η πράξη του τελέστηκε το θέρος του έτους 2008 και συμπληρώνεται οκταετία από της τελέσεώς του τον Ιούνιο του 2016, με συνέπεια να επιτρέπεται σ’ αυτόν από το δικηγορικό του σύλλογο να παραστεί και να εκπροσωπήσει τον αναιρεσείοντα, κρίνεται ότι ασκείται παρελκυστικά κατά κατάχρηση δικαιώματος, αφού μπορούσε να παρασταθεί και ως εκ τούτου δεν συντρέχει ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση για να αναβληθεί για τρίτη φορά η συζήτηση της υποθέσεως από το δικαστήριο αυτό πρέπει να απορριφθεί το ως άνω αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) Ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. β) Το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του. γ) Ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος. Και δ) Δόλια προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίο είναι στιγμιαίο, σημαίνει εξωτερίκευση ενεργείας ή παραλείψεως η οποία εμφαίνει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, χρόνος δε τελέσεως του εγκλήματος είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 375 και 17 του Π.Κ., ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην στερείται αιτιολογίας, εφόσον στο διατακτικό περιέχονται πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα στο βαθμό που απαιτείται για να συγκροτείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ώστε να καθίσταται περιττή η λεκτική διαφοροποίηση του σκεπτικού, εκτός εάν στο σκεπτικό γίνεται ολική αναφορά δια παραπομπής στο διατακτικό, οπότε η αιτιολογία μεταπίπτει σε τυπική. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, από μόνη της, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία. Μόνον όταν στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, η αιτιολογία, στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό, είναι ελλιπής. Εξάλλου, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Δηλαδή, απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ.(Ολ. ΑΠ. 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1955/2015 απόφαση του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ένοχο υπεξαιρέσεως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαέξι (16) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε, επί λέξει, τα εξής: "Από τη ένορκη κατάθεση των μαρτύρων της κατηγορίας, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλούμενης αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως προσκομιζομένων και επικαλουμένων προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς, αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, καθώς και από την όλη, εν γένει, αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη Θεσσαλονίκη κατά το θέρος του έτους 2008 έλαβε από μεν τον εγκαλούντα Σ. Α. α) το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο με σκοπό και σύμφωνα με τη συμφωνία που είxε προηγηθεί μεταξύ τους, να χρησιμοποιηθεί το ποσό αυτό για να αγοραστούν στο όνομα του εγκαλούντος όλα τα ηλεκτρικά είδη που απαιτούνται για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ (καθρέπτες, μπαταρίες, σερπαντίνες) και επιπλέον β) έλαβε προς επισκευή τα αντικείμενα που αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, από δε τον εγκαλούντα Π. Φ. έλαβε το ποσό των 32.100 ευρώ, το οποίο ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο με σκοπό και σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε προηγηθεί μεταξύ τους, να χρησιμοποιηθεί το ποσό αυτό για να αγοραστούν στο όνομα του εγκαλούντος όλα τα ηλεκτρικά είδη που απαιτούνται για την κατασκευή ψυγείου φρούτων, καθώς επίσης και ενός μικρού γεωργικού ελκυστήρα. Ωστόσο ο κατηγορούμενος αν και έλαβε στην κατοχή του το ως άνω χρηματικό ποσό των 47100 (15.000 + 32,100) ευρώ, καθώς και τα προαναφερθέντα αντικείμενα, αφενός μεν δεν προέβη στην αγορά των παραπάνω αντικειμένων στο όνομα των εγκαλούντων, αφετέρου δε δεν επισκεύασε τα προαναφερθέντα αντικείμενα, αλλά αντίθετα κατακράτησε τα χρηματικά αυτά ποσά και τα λοιπά κινητά αντικείμενα, χρησιμοποιώντας τα για την κάλυψη των δικών του προσωπικών αναγκών και ενσωματώνοντας τα έτσι στην ιδιοκτησία του παράνομα, η αξία δε των εν λόγω χρημάτων και αντικειμένων είναι ιδιαίτερα μεγάλη, Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να. κηρυχθεί ένοχος". Και στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη κατά το θέρος του έτους 2003 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα (ολικά) κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και συγκεκριμένα έλαβε από τον μεν εγκαλούντα Σ. Α. α) το ποσό των 15.000 ευρώ, τo οποίο ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο με σκοπό και σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε προηγηθεί μεταξύ τους, να χρησιμοποιηθεί το ποσό αυτό για να αγοραστούν στο όνομα του εγκαλούντος όλα τα ηλεκτρικά είδη που απαιτούνται για την εγκατάσταση φωτοβολταΐκών πάνελ (καθρέπτες, μπαταρίες, σερπαντίνες) και επιπλέον β) έλαβε τα ακόλουθα αντικείμενα για επισκευή: ένα ακορντεόν αξίας 5.000 ευρώ, δύο ενισχυτές, από στερεοφωνικά αξίας 4.000 ευρώ και περισταλτικές αντλίες αξίας 2.000 ευρώ, από τον δε εγκαλούντα Π. Φ. έλαβε το ποσό των 32.100 ευρώ, το οποίο ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο με σκοπό και σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε προηγηθεί μεταξύ τους, να χρησιμοποιηθεί το ποσό αυτό για να αγοραστούν στο όνομα του εγκαλούντος όλα το ηλεκτρικά είδη που απαιτούνται για την κατασκευή ψυγείου φρούτων, καθώς επίσης και ενός μικρού γεωργικού ελκυστήρα, Ωστόσο ο κατηγορούμενος αν και έλαβε στην κατοχή του το ως άνω χρηματικό ποσό των 47.100 (15.000 + 32.100) ευρώ, καθώς και τα προαναφερθέντα αντικείμενα (ακορντεόν, ενισχυτές κ.τ.λ.), αφενός μεν δεν προέβη στην αγορά των παραπάνω αντικειμένων στο όνομα των εγκαλούντων, αφετέρου δε δεν επισκεύασε τα προαναφερθέντα αντικείμενα, αλλά αντίθετα κατακράτησε τα χρηματικά αυτά ποσά και τα λοιπά κινητά αντικείμενα, χρησιμοποιώντας τα για την κάλυψη των δικών του προσωπικών αναγκών και ενσωματώνοντας τα έτσι στην ιδιοκτησία του, παρανόμως , ήτοι χωρίς τη συναίνεση των εγκαλούντων και χωρίς κανένα άλλο νόμιμο δικαίωμα, τα εν λόγω δε υπεξαιρεθέντα αντικείμενα (χρήματα και κινητά) είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτή περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν. Οι σχετικές ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού στην κρινόμενη περίπτωση το διατακτικό, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, καθόσον ναι μεν το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί εν μέρει αντιγραφή του διατακτικού της, όμως η σχετική αιτιολογία αρκεί, εφόσον πληρούται η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως, η δε αιτίαση ότι η διαληφθείσα αιτιολογία είναι τυπική, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν έγινε ολική αναφορά στο διατακτικό της, στην προκείμενη δε περίπτωση, η κατά τα ανωτέρω επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Τέλος, ο άλλος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη λήψεως υπόψη υπό του δικαστηρίου της ουσίας των καταθέσεων των μαρτύρων, ανεξάρτητα από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων αποτελεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. για έλλειψη αιτιολογίας και όχι λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ για απόλυτη ακυρότητα, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμος, αφού από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο αναφέρεται ανωτέρω, προκύπτει με βεβαιότητα και χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και εκτίμησε για την επί της ουσίας κρίση του, μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, και τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριό του, τις οποίες μάλιστα μνημονεύει ρητά ως αποδεικτικό στοιχείο που έλαβε υπόψη του. Οι εμπεριεχόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για εσφαλμένη από το δικαστήριο εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ότι δηλαδή από τα κατατεθέντα από τους μάρτυρες δεν προκύπτουν τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα περιστατικά, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση ακυρότητας και ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα αναβολής. Απορρίπτει την από 4-11-2015 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Ι. Φ. του Ν. και Ε. - Σ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 5-11-2015, για αναίρεση της 1955/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτημα αναβολής. Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένου κατά αποφάσεως που τον καταδίκασε για παράβαση υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Πλήρης και επαρκής η αιτιολογία παρά το ότι το σκεπτικό είναι εν μέρει ακριβώς το ίδιο με το διατακτικό. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα. Αβάσιμη λόγος για μη λήψη υπόψη καταθέσεων μαρτύρων. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις ως προς την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Μαρτύρων καταθέσεις.
0
Αριθμός 1179/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Τ. Χ. του Ν., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 952/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2015 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 791/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι σε περίπτωση που αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν κατ’ αυτήν χωρίς κλήτευση, ακόμα και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 513 προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ο αιτών την αναίρεση ή δεν εμφανισθεί προσηκόντως με συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 του ΚΠΔ και πριν από την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναιρεσείων, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο του από 18.9.2015 αποδεικτικού επιδόσεως, της Ε. Ε. Επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηλείας, προκύπτει ότι επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 1 του ίδιου παραπάνω Κώδικα η υπ’ αριθμ. 791/1.9.2015 κλήση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για να παραστεί με συνήγορο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 20.1.2016 κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως συνεδρίαση (ΑΠ 157/2016), προκειμένου να υποστηρίξει την κρινόμενη αίτηση, περί αναιρέσεως της 952/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πύργου. Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε καθόλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν εκφωνήθηκε το ονοματεπώνυμό της κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από υπ’ αριθμ. 1 από 13.7.2015 αίτηση της Τ. Χ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.952/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πύργου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση, λόγω μη παράστασης αιτούντος και έξοδα.
Έξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
0
Αριθμός 1178/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠOINIKO ΤMHMA Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και τoυ Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Γ. Χ. του Ε., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 187/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Απριλίου 2015 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 533/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 5 Αυγούστου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Α. Γ., η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 533/28-5-2015 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. β’ και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 1140/2015 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για την 17-2-2016, οπότε αναβλήθηκε και πάλι η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 431/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για την 13-4-2016, οπότε και πάλι αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως με την 831/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-4-2015 δήλωση - αναίρεση της Γ. Χ. του Ε., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-4-2015, για αναίρεση της 187/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως της αναιρεσείουσας παρά τη νόμιμη κλήτευσή της. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
Έξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
0
Αριθμός 1177/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠOINIKO ΤMHMA Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και τoυ Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Γ. Π. του Β. και 2. Ε. Β. του Χ., κατοίκων ..., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 491/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Με πολιτικώς ενάγουσα την B. D. του J. κάτοικος ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Νοεμβρίου 2015 δύο αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1263/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι προκείμενες αίτησεις. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και χους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 51 παρ.1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι σε περίπτωση που αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν κατ’ αυτήν χωρίς κλήτευση, ακόμα και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 513 προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου ο αιτών την αναίρεση ή δεν εμφανισθεί προσηκόντως με συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 του ΚΠΔ και πριν από την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναίρεσε ίων, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο των από 4 Ιανουαρίου 2016 δύο αποδεικτικών επιδόσεως, του Αρχ/κα Κ. Σ., προκύπτει ότι επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 1 του ίδιου παραπάνω Κώδικα η υπ’ αριθμ. 1263 από 4.12.2015 κλήση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για να παραστούν με συνήγορο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 17.2.2016 κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την 16 Μαρτίου 2016 με την υπ’ αριθμ. 440/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 666/2016 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου για την 20 Απριλίου 2016 και τέλος με την υπ’ αριθμ. 908/2016 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως συνεδρίαση, προκειμένου να υποστηρίξουν την κρινόμενη αίτηση, περί αναιρέσεως της 491/14.5.2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Συνεπώς, εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν εμφανίσθηκαν καθόλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν εκφωνήθηκε το ονοματεπώνυμο τους κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν σε καθένα από αυτούς τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ’ αριθμ. 2 από 16 Νοεμβρίου 2015 και 3 από 16 Νοεμβρίου 2015 αιτήσεις των Π. Γ. του Β. και της Β. Ε. του Χ. για αναίρεση της υπ αριθμ. 491/14.5.2015 αποφάσεως του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση, λόγω μη παράστασης αιτούντων και έξοδα.
Έξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
0
Αριθμός 1175/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Κ. Κ. του Ε., κάτοικο .... Και εγκαλούμενους τους: 1. Ν. Σ. του Π. και 2. Μ. Α. του Ε., κάτοικοι .... Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 411/7-1-2016, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 126/2016. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου με αριθμό και ημερομηνία 60/5.4.2016 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ’ άρθρο 132§§1 και 2 Κ.Π.Δ. την με αριθμ.πρωτ.411/7-1-2016 αίτηση περί Κανονισμού Αρμοδιότητας του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και ειδικότερα περί Κανονισμού των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, που τυγχάνουν αρμόδιες αναφορικά με την υπ’ αρ. Α.Β.Μ.: Α14/129 [ΕΓ 16-14/140] ποινική δικογραφία, που βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και εκθέτω τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 132§§1 και 2 Κ.Π.Δ., μεταξύ άλλων ορίζεται, ότι, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων, που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, η αρμοδιότητα καθορίζεται από το Συμβούλιο Εφετών, αν η αμφισβήτηση δημιουργήθηκε μεταξύ δικαστηρίων, που υπάγονται στην περιφέρεια του ή από τον Άρειο Πάγο (σε Συμβούλιο) αν τα δικαστήρια υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία. Με τις παραπάνω διατάξεις ρυθμίζεται ο τρόπος κανονισμού της αρμοδιότητας, καθ’ ύλην και κατά τόπον, των δικαστηρίων, των συμβουλίων και των ανακριτικών αρχών, που έχουν ήδη επιληφθεί, όταν συντρέχει σύγκρουση απόψεων περί της αρμοδιότητας, είτε θετική είτε αποφατική και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα. Επί σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ Εισαγγελέων, την αμφισβήτηση αίρει ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, αν υπάγονται στην ίδια Εισαγγελία Εφετών, διαφορετικά αποφασίζει ο Άρειος Πάγος (σε Συμβούλιο) [βλ.Α.Π.248/2015, Α.Π.734/2013, I. Ζησιάδης, Κ.Π.Δ., α’ τόμος, έκδοση 1976, σελ. 93 και 304, Αθ. Κονταξής, Κ.Π.Δ., τόμος πρώτος, έκδοση 2006, σελ. 1022, Κ. Φράγκος, Κ.Π.Δ., έκδοση 2011, σελ. 406]. Εξάλλου κατ’ άρθρον 122 § 1 Κ.Ποιν.Δικ., "η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη", και κατ’ άρθρον 16 Π.Κ. "Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη...". Κατά δε τη διάταξη της παρ.8 του άρθρου 51 Ν.2172/1993, όπως αντικ. με άρθρο 111παρ.6 του Ν.4055/2012: "...τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ελληνικό πλοίο στο εξωτερικό ή σε ανοιχτή θάλασσα, καθώς επίσης και σε πλοίο με ξένη σημαία, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα, αποκλειστικά αρμόδιες για τη δίωξη, ανάκριση και εκδίκασή τους ορίζονται οι Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πειραιά". Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι ο Κ. Κ., ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας ετερόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία -."...", που εδρεύει επί της οδού ..., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 20/2/2014 έγκλησή κατά των :1] Ν. Σ. του Π. και 2] Μ. Α. του Ε., κατοίκων ... και κάθε άλλου υπευθύνου, δια της οποίας καταγγέλλεται ότι τέλεσαν σε βάρος της εν λόγω εταιρίας τις αξιόποινες πράξεις: α]της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού και β] της απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, οι οποίες φέρονται ως τελεσθείσες υπ’ αυτών στο Ρέθυμνο η 1η εξ αυτών και επί του υπό σημαία Κύπρου πλοίου " ...", που ήταν αγκυροβολημένο στο ... Δραπετσώνας η 2η τούτων, όπως ρητώς αναφέρει και διευκρινίζει στην από 15-3- 2014 κατάθεσή του ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας, αναφορικά με τον τόπο τέλεσης της πράξεως της απάτης. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, αφού παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προκειμένου να διευκρινισθεί ο τόπος που έλαβε χώρα η παράσταση των ψευδών γεγονότων, ήτοι του καταγγελλόμενου εγκλήματος της απάτης, ακολούθως, τη σχηματισθείσα προκαταρκτική δικογραφία δια του από 10/7/2015 εγγράφου του διαβίβασε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, λόγω αρμοδιότητος του κατά τόπο, ο δε Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, δια του από 23/7/2015 εγγράφου του επέστρεψε την εν λόγω δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενος αποκλειστική αρμοδιότητα του τελευταίου, ως εκ του τόπου τελέσεως της καταγγελλόμενης πράξεως της απάτης, ήτοι εντός του ως άνω υπό σημαία Κύπρου πλοίου, που ήταν αγκυροβολημένο στο ... Δραπετσώνας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51παρ.8του Ν.2172/1993,όπως αντικ. με άρθρο 11 Ι παρ.6 του Ν.4055/2012 και λόγω συνάφειας για την ετέρα πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Έτσι, επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητος, εφ’ όσον δε οι ανωτέρω εισαγγελείς υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία, αρμόδιος προς κανονισμόν αρμοδιότητος είναι, εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο. Επειδή, η καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση φέρεται ότι τελέσθηκε επί του ως άνω πλοίου, υπό ξένη σημαία, αποκλειστικά αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.8 του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, όπως αντικ. με το άρθρο ΙΠ παρ.6 του Ν.4055/2012, είναι οι Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές, του Πειραιά για την εν λόγω πράξη ως και λόγω συνάφειας για την ετέρα καταγγελλόμενη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, της αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητος, να προσδιορισθεί ως αρμόδιος κατά τόπο, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά επί της ΑΒΜ: (και ABM Α 14/129 [ΕΓ16-14/140] ποινικής δικογραφίας κατά των :α]Ν. Σ. του Π. και 2] Μ. Α. του Ε., κατοίκων αμφοτέρων Ρεθύμνου Κρήτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να προσδιορισθεί ως αρμόδιος κατά τόπο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, επί της κατά το σκεπτικό σχηματισθείσας ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά και οι ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 132§§1 και 2 ΚΠΔ, μεταξύ άλλων ορίζεται, ότι, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων, που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, η αρμοδιότητα καθορίζεται από το Συμβούλιο Εφετών, αν η αμφισβήτηση δημιουργήθηκε μεταξύ δικαστηρίων, που υπάγονται στην περιφέρεια του ή από τον Άρειο Πάγο (σε Συμβούλιο) αν τα δικαστήρια υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία. Με τις παραπάνω διατάξεις ρυθμίζεται ο τρόπος κανονισμού της αρμοδιότητας, καθ1 ύλην και κατά τόπον, των δικαστηρίων, των συμβουλίων και των ανακριτικών αρχών, που έχουν ήδη επιληφθεί, όταν συντρέχει σύγκρουση απόψεων περί της αρμοδιότητας, είτε θετική είτε αποφατική και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα. Επί σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ Εισαγγελέων, την αμφισβήτηση αίρει ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, αν υπάγονται στην ίδια Εισαγγελία Εφετών, διαφορετικά αποφασίζει ο Άρειος Πάγος (σε Συμβούλιο). Περαιτέρω, κάτ’ άρθρο 122 § 1 του ίδιου Κώδικα, η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη, και κατ’ άρθρο 16 ΠΚ, τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη...". Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 8 του νόμου Ν.2172/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 111 παρ.6 του νόμου 4055/2012: "...τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ελληνικό πλοίο στο εξωτερικό ή σε ανοιχτή θάλασσα, καθώς επίσης και σε πλοίο με ξένη σημαία, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα, αποκλειστικά αρμόδιες για τη δίωξη, ανάκριση και εκδίκαση τους ορίζονται οι Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πειραιά." Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι ο Κ. Κ., ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας ετερόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία :"...", που εδρεύει επί της οδού ..., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 20.2.2014 έγκληση κατά των :1] Ν. Σ. του Π. και 2] Μ. Α. του Ε., κατοίκων ... και κάθε άλλου υπευθύνου, δια της οποίας καταγγέλλεται ότι τέλεσαν σε βάρος της εν λόγω εταιρίας τις αξιόποινες πράξεις: α] της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού και β] της απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, οι οποίες φέρονται ως τελεσθείσες από αυτούς στο Ρέθυμνο η πρώτη πράξη και επί του υπό σημαία Κύπρου πλοίου "...", που ήταν αγκυροβολημένο στο ... Δραπετσώνας η δεύτερη τούτων, όπως ρητώς αναφέρει και διευκρινίζει στην από 15.3.2014 κατάθεση του ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας, αναφορικά με τον τόπο τέλεσης της πράξεως της απάτης. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, αφού παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, προκειμένου να διευκρινισθεί ο τόπος που έλαβε χώρα η παράσταση των ψευδών γεγονότων, ήτοι του καταγγελλόμενου εγκλήματος της απάτης, ακολούθως, τη σχηματισθείσα προκαταρκτική δικογραφία δια του από 10.7.2015 εγγράφου του διαβίβασε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, λόγω αρμοδιότητάς του κατά τόπο, ο δε Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου, δια του από 23.7.2015 εγγράφου του επέστρεψε την εν λόγω δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, επικαλούμενος αποκλειστική αρμοδιότητα του τελευταίου, ως εκ του τόπου τελέσεως της καταγγελλόμενης πράξεως της απάτης, ήτοι εντός του ως άνω υπό σημαία Κύπρου πλοίου, που ήταν αγκυροβολημένο στο ... Δραπετσώνας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ.8 του νόμου 2172/1993, πως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 111 παρ.6 του νόμου 4055/2012 και λόγω συνάφειας (άρθρο 128 ΚΠΔ) για την άλλη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ετσι, επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας, εφ’ όσον δε οι ανωτέρω εισαγγελείς υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία, αρμόδιος προς κανονισμόν αυτής είναι, εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο. Επειδή, η καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση φέρεται ότι τελέσθηκε επί του ως άνω πλοίου, υπό ξένη σημαία, αποκλειστικά αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 51 παρ. 8 του νόμου 2172/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 111 παρ.6 του νόμου 4055/2012, είναι οι Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πειραιά για την εν λόγω πράξη ως και λόγω συνάφειας κατ’ άρθρο 128 ΚΠΔ για την άλλη καταγγελλόμενη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, της αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας, να προσδιορισθεί ως αρμόδιος κατά τόπο, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά επί της ΑΒΜ: (και ABM: Α 14/129 [ΕΓ16-14/140]) ποινικής δικογραφίας κατά των: α]Ν. Σ. του Π. και 2] Μ. Α. του Ε., κατοίκων αμφοτέρων Ρεθύμνου Κρήτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προσδιορίζει ως αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, επί της παραπάνω στο σκεπτικό σχηματισθείσας ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, τον Εισαγγελέα πρωτοδικών Πειραιά και τις ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2016. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά , σύγκρουση σχετικά με την αρμοδιότητα μεταξύ εισαγγελέων για εγκλήματα που συνέβησαν σε πλοίο. Δεκτή.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας, Αρμοδιότητα.
2
Αριθμός 1173/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενη την Μ. Χ. του Δ., κάτοικο ... και εγκαλούμενο τον Λ. Σ.. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 30/8-1-2016, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 48/2016. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ακριτίδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη με αριθμό και ημερομηνία 44/24.2.2016 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε’ και 37 παρ. 1γ’ Κ.Π.Δ, την με αριθμ. πρωτ. 30 από 8-1-2016 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε’ του Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122 - 125 του Κώδικα δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 περ. γ1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-11-2015 αναφορά που κατέθεσε η Μ. Χ. κατήγγειλε τον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας Λ. Σ. για μεροληπτική άσκηση των καθηκόντων του, που υποκρύπτει καταγγελία για τέλεση παράβασης καθήκοντος, (άρθ. 259 ΠΚ). Εν τω μεταξύ είχε σχηματισθεί και ο υπ’ αρ. ABM Β-2015/102 φάκελος, που αφορά προσφυγή των αντιδίκων της προαναφερομένης α) Χ. Δ., β)Ν. Λ. και γ) Ρ. - Π. Λ., οι οποίοι μετά την παραπομπή τους στο ακροατήριο, κατόπιν μηνύσεως της Μ. Χ., προσέφυγαν ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας διαμαρτυρόμενοι κατά του υπ’ αρ. ΕΓ5- 2015/196/118 Κλητηρίου Θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Εύβοιας και η υπόθεση ήδη εκκρεμεί προς επεξεργασία στην Εισαγγελία Εφετών Εύβοιας. Ωστόσο λόγω της προαναφερόμενης καταγγελίας, που υπέβαλε η Μ. Χ. αλλά και λόγω της υπ’ αρ. 4659/3-12-2015 αναφοράς της ιδίας κατά της Αντεισαγγελέως Εφετών Εύβοιας Β. Δ., η επεξεργασία της προσφυγής των προαναφερομένων προσώπων είναι αδύνατη εντός των πλαισίων του Εφετείου Εύβοιας. Εν όψει όμως του ότι οι εγκαλούμενοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί υπηρετούν όπως αναφέρθηκε, στην Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, από τις Εισαγγελικές Αρχές του Εφετείου Ευβοίας στις Εισαγγελικές Αρχές άλλου Εφετείου και συγκεκριμένα του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να διατάξει το δικαστήριο σας την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στην με αριθμ. πρωτ. 30 από 8-1-2016 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και αφορά την υπ’ αρ. ABM Β-2015/102 προσφυγή των α) Χ. Δ., β)Ν. Λ. και γ) Ρ.-Π. Λ. κατά του υπ’ αρ. ΕΓ5-2015/196/118 Κλητηρίου Θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ευβοίας από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ‘ Αννα Ζαΐρη". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη τον άρθρου 136 εδαφ. ε’ ΚΠΔ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσεως και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούμενο δικαστικό λειτουργό. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδαφ. γ’ του ίδιου Κώδικα αρμόδιο να αποφασίσει για την παραπομπή δικαστήριο είναι εκείνο του Αρείου Πάγου όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 παρ, 1 του παραπάνω Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 3.11.2015 και 27.11.2015 αναφορά και αίτηση εξαίρεσης που κατέθεσε η Μ. Χ. του Δ., κάτοικος ..., κατήγγειλε τον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας Λ. Σ. για μεροληπτική άσκηση των καθηκόντων του, που υποκρύπτει καταγγελία για τέλεση παράβασης καθήκοντος (αρθ. 259 ΠΚ) . Εν τω μεταξύ είχε σχηματισθεί και ο υπ’ αριθμ. ABM Β-2015/102 φάκελος, που αφορά προσφυγή των αντιδίκων της προαναφερομένης α) Χ. Δ., β)Ν. Λ. και γ)Ρ. - Π. Λ., οι οποίοι μετά την παραπομπή τους στο ακροατήριο, κατόπιν μηνύσεως της Μ. Χ., προσέφυγαν ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας διαμαρτυρόμενοι κατά του υπ’ αριθμ. ΕΓ5-2015/196/118 Κλητηρίου Θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών και η υπόθεση ήδη εκκρεμεί προς επεξεργασία στην Εισαγγελία Εφετών Εύβοιας. Ωστόσο λόγω της προαναφερόμενης καταγγελίας, που υπέβαλε η Μ. Χ. αλλά και λόγω της υπ’ αρ. ΑΒΜΔ15/600 δικογραφίας προκαταρκτικής εξέτασης που εκκρεμεί κατά της Αντεισαγγελέως Εφετών Εύβοιας Β. Δ., η επεξεργασία της προσφυγής των προαναφερομένων προσώπων είναι αδύνατη εντός των πλαισίων, του Εφετείου Εύβοιας. Δεδομένου όμως ότι οι εγκαλούμενοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί υπηρετούν, όπως αναφέρθηκε, στην Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, από τις Εισαγγελικές Αρχές του Εφετείου Ευβοίας στις Εισαγγελικές Αρχές άλλου Εφετείου και συγκεκριμένα του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει, την παραπομπή της υποθέσεως, που υπέβαλε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 30 από 8.1.2016 αίτηση ο Εισαγγελέας Εφετών Εύβοιας, περί κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και αφορά την υπ’ αριθμ. ABM Β-2015/102 προσφυγή των α) Χ. Δ., β) Ν. Λ. και γ) Ρ.-Π. Λ. κατά του υπ’ αριθμ. EΓ5-2015/196/118 Κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θηβών και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς προκειμένου να κρίνει και αποφανθεί επί της παραπάνω προσφυγής και αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση σε όλες τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2016. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2016. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας. Δεκτή.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1138/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Μ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μαραγκό, για αναίρεση της υπ’ αριθ.40043/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 284/2016. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξ άλλου, έλλειψη της αιτιολογίας γενικώς, υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, όπως προαναφέρθηκε, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 131 από 23.2.2016 αίτηση του αναιρεσείοντος, πλήττεται η με αριθμό 40043/2015 απόφαση του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, από την αποδεικτική διαδικασία και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως πείσθηκε "ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο". Στη συνέχεια δε δέχθηκε ότι πρέπει να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας. Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο, αόριστα, ενώ δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα εγκλήματα για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος - ήδη αναιρεσείων ήτοι της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο εξ ολοκλήρου παραπέμπει το σκεπτικό, σύμφωνα με όσα, επίσης στη νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται παντελώς τα συγκεκριμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία τις ανωτέρω πράξεις, για τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε και τα οποία να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ προβλεπόμενος, μοναδικός και σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τον οποίο πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 40043/2015 απόφαση του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η αναιρεσι βαλλόμενη δεν περιέχει αιτιολογία αλλά αντ'αυτής με το σκεπτικό παραπέμπει στο διατακτικό. Δεν περιέχει αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
Αριθμός 1096/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Τ. του Ν., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Bασίλειο Αντωνόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 3344/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παναγόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Οκτωβρίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1231/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρου των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 397 παρ. 1 του ΠΚ ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή, σύμφωνα με άλλη διάταξη. Απαλλοτρίωση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου είναι κάθε νομική διάθεση με την οποία αποχωρίζεται ο οφειλέτης τα περιουσιακά του στοιχεία, χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, εφόσον με τη διάθεση αυτή αποκλείεται ή ματαιώνεται η δυνατότητα του δανειστή προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του. Ο αποχωρισμός αυτός και η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου επί εκποιήσεως ακινήτου, επέρχεται από την μεταγραφή της συμβάσεως (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198 του ΑΚ), στο χρόνο της οποίας τοποθετείται και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών, αφότου το μεταβιβασθέν καθίσταται νομικώς απρόσιτο στην αναγκαστική εκτέλεση και όχι στο χρόνο καταρτίσεως της μεταβιβαστικής συμβάσεως, με μόνη την οποία δεν αποξενώνεται ο οφειλέτης του περιουσιακού του στοιχείου, αφού ο δανειστής έχει τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί από αυτό ολικά ή μερικά με την επιβολή επ’ αυτού αναγκαστικής εκτελέσεως, ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 397 του ΠΚ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Από τις διατάξεις αυτές , σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι η απόφαση επί εγκλήματος διωκομένου κατ" έγκληση, εφόσον η τελευταία αυτή υποβλήθηκε μετά παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους αυτής. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύονται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Β’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 3344/2015 απόφαση του, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών και της επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για μια τριετία και η οποία (καταδολίευση), κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τελέστηκε την 18.12.2008, όταν η κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα, όντας οφειλέτης, μεταβίβασε με το .../18.12.2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννας Παντέκα του Χρήστου παραχώρησε και παρέδωσε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, λόγω γονικής παροχής στη θυγατέρα της, Δ. Τ. του Σ. μια αυτοτελή και διηρημένη κατοικία, με χαρακτηριστικό αριθμό πέντε (5), συνολικού εμβαδού πενήντα (50) τμ., η οποία αποτελούνταν από ισόγειο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου, εμβαδού είκοσι πέντε (25) τμ.... που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου ... του Νομού Χαλκιδικής, στη θέση "..."... όπως αυτό φαίνεται υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ- και Α στο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ., συνολικής αξίας κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό της 39483,03 ευρώ. Και ότι η κατηγορουμένη μετεβίβασε την κυριότητα του παραπάνω ακινήτου στην ως άνω θυγατέρα της χωρίς να λάβει ισότιμο αντάλλαγμα, ενώ στις 18.12.2008 ο αλληλόχρεος λογαριασμός χορηγήσεων με αριθμό ... είχε χρεωστικό υπόλοιπο 24.163,65 ευρώ και ο αλληλόχρεος λογαριασμός με αριθμό ... είχε χρεωστικό υπόλοιπο 63.449,97 ευρώ. Δέχθηκε δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση, (κατ" εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 397 παρ. 1 του ΠΚ ) ως χρόνο τελέσεως της πράξεως την ημερομηνία συντάξεως του μεταβιβαστικού συμβολαίου (18.12.2008) χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτή ο χρόνος μεταγραφής του προαναφερόμενου συμβολαίου, που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση της υποβληθείσας από την παθούσα Τράπεζα ήτοι την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος έγκλησης, προκύπτει ότι αυτή υποβλήθηκε την 26.2.2010, ενώ ως χρόνος τέλεσης του κατ’ έγκληση διωκομένου εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, προσδιορίζεται η 18.12.2008. Συνεπώς, μεταξύ του δεκτώς γενομένου χρόνου τέλεσης και της υποβολής εγκλήσεως από πλευράς της παραπάνω Τράπεζας (ΕΤΕ ΑΕ), έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών. Όμως ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της περιέχεται αιτιολογία που να αναφέρεται στο χρόνο κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση για την εν λόγω πράξη και για το πρόσωπο που την τέλεσε. Έτσι η απόφαση στερείται της απαιτούμενης στο ζήτημα αυτό ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το σημείο αυτό, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου η συγκρότηση είναι εφικτή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3344/2015 απόφαση του Β Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση αυτή για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδολίευση δανειστών, έλλειψη αιτιολογίας, χρόνος τέλεσης της πράξης από τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου και όχι από την υπογραφή αυτού, δεν προκύπτει γνώση για το τρίμηνο της έγκλησης. Δεκτός ο λόγος αναιρεί και παραπέμπει.
Καταδολίευση δανειστών
Καταδολίευση δανειστών.
0
Αριθμός 278/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Τ. του Χ., 2)Χ. Τ. του Γ., 3)Ε. Τ. συζ. Α., 4)Α. Τ. του Ι., 5)Γ. Τ. του Σ., 6)Β. Γ. συζ. Ι., το γένος Γ. Τ., 7)Ε. Φ. χήρας Γ., 8)Ι. Γ. του Α., 9)Κ. Γ. του Α., 10)Η. Γ. του Π., 11)Σ. Γ. του Σ., 12)Γ. Β. συζ. Φ., το γένος Ι. Κ., 13)Δ. Γ. του Ν., 14)Ι. Φ. συζ. Κ., το γένος Α. Γ., 15)Α. Γ. του Ι., 16)Γ. Γ. του Ι., 17)Δ. Γ. του Ι., 18)Ν. Γ. του Ι., 19)Ε. Γ. του Α., 20)Π. χας Θ. Γ., το γένος Χ. Τ., 21)Μ. Φ. συζ. Θ., το γένος Χ. Φ., 22)Α. Γ. συζ. Ε., το γένος Χ. Φ., 23)Ε. Τ. συζ. Χ., το γένος Χ. Φ., 24)Φ. Π. συζ. Α., το γένος Χ. Φ., 25)Χ. Τ. του Γ., 26)Σ. Τ. του Ι., 27)Ε. Τ. του Δ., 28)Δ. Γ. του Σ., και 29)Γ. Γ. του Α., όλων κατοίκων .... Οι 2ος, 5ος, 6η, 9ος, 11ος, 12η, 14η, 15ος, 16ος, 17ος, 18ος, 19ος, 21η, 22η, 23η, 26ος και 27ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Σαμαρά, ο οποίος ανακάλεσε την από 31/10/2013 δήλωσή του, παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο της 23ης αναιρεσείουσας στο ορθό "Τ." από το εσφαλμένο "Τ.". Οι 1ος, 3η, 4ος, 7η, 8ος, 10ος, 13ος, 20η, 24η, 25ος, 28ος και 29ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου: Αναγκαστικού Δασικού Συνεταιρισμού Διαχειρίσεως του συνιδιόκτητου εξ αδιαιρέτου δάσους Θεοτόκου (πρώην "Φλιάκα Κερασιάς") Καλαμπάκας, που εδρεύει στη Θεοτόκο Καλαμπάκας Νομού Τρικάλων και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο Πρόεδρος του Η. Σ. και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Σωτήριο Παταβούκα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/9/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και του Γεωργίου Γκουργκούλια του Νικολάου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 100/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 246/2010 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/7/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τα άρθρα 568 και 576 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο αναιρεσείον που επισπεύδει τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο και δεν λάβει μέρος σ' αυτήν, ο 'Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι αναιρεσείοντες υπό τους αριθμούς 1,3,4,7,8,10,13,20,24,25,28 και 29 του αναιρετηρίου, οι οποίοι μαζί με τους λοιπούς αναιρεσείοντες επισπεύδουν τη συζήτηση της αιτήσεώς τους, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δημιουργείται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως "πράγματα" δε κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Παρέπεται ότι δεν δημιουγείται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ισχυρισμούς (πράγματα) που δεν προτάθηκαν, και δη νομίμως, ενώ δεν νοείται, και αν προβληθεί είναι απαράδεκτος, λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου όταν ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας αφορά μη προταθέντα, ως ανωτέρω, ισχυρισμό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσειόντων, οι τελευταίοι εξέθεταν σ' αυτήν ότι ο καθένας από αυτούς είναι, κατά περίπτωση, κύριος ή συγκύριος κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου των περιγραφομένων στην αγωγή "αγροδασοτεμαχίων" που βρίσκονται στην Αχλαδέα (πρώην Βουρλοχώριον) Ν. Τρικάλων, ότι το δικαίωμα αυτό της κυριότητας ή συγκυριότητας το απέκτησαν με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού τόσον οι ίδιοι όσον και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί τους νέμονται ή συννέμονται τα ακίνητα διανοία κυρίων και με καλή πίστη από τον πριν από το έτος 1880 χρόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2005, προσμετρώντας στον χρόνο νομής ή συννομής του ο καθένας και τον χρόνο νομής ή συννομής των δικαιοπαρόχων τους, οι οποίοι τους μεταβίβασαν τη νομή αυτή με άτυπες διαδοχικές δωρεές, ο δε απώτατος δικαιοπάροχός τους το είχε αγοράσει προ της προσαρτήσεως (απελευθερώσεως) της Θεσσαλίας (1881) "από κάποιον Τούρκο υπήκοο", και ότι ο αναιρεσίβλητος Συνεταιρισμός το πρώτον το έτος 2005 αμφισβήτησε την κυριότητα των αναιρεσειόντων επί των ως άνω ακινήτων. Ζήτησαν δε βάσει του ιστορικού αυτού να αναγνωρισθεί ο καθένας κύριος ή συγκύριος, κατά περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου των επίδικων αγροδασοτεμαχίων. Η αγωγή αυτή, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως κατ' ουσίαν, απορρίφθηκε από το Εφετείο ως μη νόμιμη, με το αιτιολογικό ότι οι ενάγοντες δεν είχαν επικαλεστεί νόμιμη διαδοχή ο καθένας στη νομή του δικαιοπαρόχου του για τον πριν αλλά και τον μετά το έτος 1915 και μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο ώστε να είναι δυνατή η προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους στον χρόνο της δικής τους νομής, ενώ για τον μετά το έτος 1915 και μέχρι την άσκηση της αγωγής χρόνο τα επίδικα, ως δημόσιες δασικές εκτάσεις, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας τρίτων. Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου δεν πλήττονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες ανέφεραν στην αγωγή τους ότι τα επίδικα αγροδασοτεμάχια προσδιορίζονται και απεικονίζονται υπό τους αριθμούς 2 έως και 12 "στον σχετικό χάρτη διανομής του έτους 1930, καθώς και στον οικείο κτηματολογικό πίνακα διανομής" και ότι η κυριότητά τους σ' αυτά αποδεικνύεται κατά τρόπον αναντίρρητο τόσον από το γεγονός ότι το Ελληνικό δημόσιο με την υπ' αριθμ. 21/1923 απόφασή του περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών παραχώρησε τα ως άνω αγροδασοτεμάχια στους δικαιοπαρόχους τους όσο και από το πρόσφατο έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων (Τοπογραφική Υπηρεσία) υπ' αριθμ. πρωτ. 146/7-3-2005, από το οποίο προκύπτει σαφώς επί λέξει "ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του αρχείου μας δεν επήλθε καμία μεταβολή στο διάγραμμα και στους πίνακες διανομής αγροκτήματος Αχλαδέας έτους 1930 στις μικροϊδιοκτησίες με αριθμό 2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12", και σε συνδυασμό με τον χάρτη διανομής του έτους 1932 από τον οποίο προκύπτει σαφώς ότι τα ανωτέρω ακίνητά τους ήταν μικρο-ιδιοκτησίες, τα οποία υπάγονταν στο αγρόκτημα Αχλαδέας (πρώην Βουρλοχώρι) και όχι στο αγρόκτημα Θεοτόκος (πρώην Φλιάκα Κερασιά). Με τον δεύτερο, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό τους ότι οι αναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοί τους είχαν απαιτήσει την κυριότητα των επιδίκων με πρωτότυπο τρόπο δια της αγροτικής αποκαταστάσεώς τους κατά τις διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας και βάσει του κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος διανομής του αγροκτήματος Βουρλοχωρίου του έτους 1930, που "έκτοτε αυτός ήταν ο τίτλος κυριότητός των". Παρεκτός του ότι ο λόγος αυτός της αναίρεσης με το ανωτέρω περιεχόμενο προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού αναφέρεται και μόνον στην εν έτει 1930 κτήση κυριότητας των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων-εναγόντων επί των επιδίκων, χωρίς να γίνεται επίκληση κτήσεως κυριότητας έκτοτε των ιδίων των εναγόντων και των άμεσων δικαιοπαρόχων τους με έναν από τους νόμιμους τρόπους, παράγωγο ή πρωτότυπο, στην οποία (επίκληση κυριότητας) να στηρίζεται η αγωγή, ο ίδιος αυτός λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος, αφού από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αγωγής, που αποτελεί και την ιστορική της βάση προκύπτει σαφώς ότι οι αναιρεσείοντες στηρίζουν την αγωγή τους στην (έκτακτη) χρησικτησία και μόνον, τόσο των ιδίων όσο και των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους, επί των επιδίκων, χωρίς επίκληση, σαφώς και ορισμένως, κτήσεως κυριότητας των απώτερων δικαιοπαρόχων τους κατά τις διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας (αγροτική αποκατάσταση) και εντεύθεν μεταβιβάσεως της κυριότητας αυτής κατά κάποιον νόμιμο τρόπο στους ίδιους τους αναιρεσείοντες. Με τον πρώτο δε λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμ. 1 του άρθρου 559 υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να μην εξετάσει την φερόμενη ως προταθείσα ως άνω βάση της αγωγής (κυριότητα των απώτερων δικαιοπαρόχων τους από αγροτική αποκατάσταση) παραβίασε, με την μη εφαρμογή τους, τις διατάξεις της αγροτικής και επικοιστικής νομοθεσίας, την οποία (νομοθεσία) συλλήβδην μνημονεύουν οι αναιρεσείοντες και οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, αντί των διατάξεων περί ιδιωτικών δασών, περί χρησικτησίας κατά το β.ζ.ρ. δίκαιο, περί δικαιοστασίου, περί προστασίας δημοσίων κτημάτων, περί γαιών του Τουρκικού νόμου κ.λ.π., τις οποίες έλαβε υπόψη το Εφετείο για να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και τις οποίες αναφέρουν οι αναιρεσείοντες, χωρίς να προσδιορίζουν τον τρόπο της παραβιάσεώς τους, με ποίαν δηλαδή παραδοχή του Εφετείου παραβιάστηκε ποια διάταξη. Ενόψει του ότι ο εξεταζόμενος αυτός πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά μη προταθέντα ως άνω ισχυρισμό (κυριότητα δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων-εναγόντων κτηθείσα με αγροτική αποκατάσταση), απαραδέκτως προβάλλεται, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και είναι απορριπτέος προεχόντως γι' αυτόν τον λόγο. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-7-2012 αίτηση των Τ. Α. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 246/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο που κατατέθηκε. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος (από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ) Λόγος αναιρέσεως που αφορά μη προταθέντα ισχυρισμό είναι απαράδεκτος [Επικυρώνει ΕφΛαρ 246/2010].
Χρησικτησία έκτακτη
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Χρησικτησία έκτακτη.
1
Αριθμός 1002/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1645/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1165/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στη δικάσιμο αυτή όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες, όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α’ ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο των από 30 Νοεμβρίου 2015 και 24 Νοεμβρίου 2015 αποδεικτικών επιδόσεως, που συντάχθηκαν από τους Η. Π., Αρχιφύλακα Α.Τ ... και Χ. Λ., επιμελητή Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, προκύπτει ότι επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα και στον αντίκλητο αυτού Π. Α., νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 155 παρ. 2 ΚΠΔ η υπ’ αριθμ. 1165/2015 από 20.11.2015 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να παραστεί στη δικάσιμο της 17-2-2016 κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο της 9-3-2016 προκειμένου να υποστηρίξει αίτηση, περί αναιρέσεως της 1645/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Κατά τη δικάσιμο αυτή (9-3-2016) και πριν αρχίσει η συζήτηση, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος Α. Π. και υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης της προκειμένης υποθέσεως, για το λόγο ότι απέχει από τα καθήκοντά του λόγω της απεργίας που έχει κηρύξει ο δικηγορικός σύλλογος, αίτημα που έγινε δεκτό ως βάσιμο και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 16-3-2016. Κατ’ αυτήν εμφανίστηκε ο Φ. Π., ο οποίος κατά δήλωσή του είναι συνεργάτης του παραπάνω συνηγόρου του αναιρεσείοντος και δήλωσε ότι ζητεί για λογαριασμό αυτού την αναβολή της υποθέσεως λόγω απουσίας του στο εξωτερικό (Κύπρο) και λόγω ανωτέρας βίας, προσκομίζοντας αντίγραφα των αεροπορικών εισιτηρίων. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, γιατί σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του 515 παρ. 1 ο λόγος αυτός δεν συνιστά κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την αιτούμενη αναβολή. Μετά από αυτά και αφού ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, όταν εκφωνήθηκε το ονοματεπώνυμό του κατά την ανωτέρω συνεδρίαση ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα αναβολής. Απορρίπτει την από 12.10.2015 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Τ. του Χ. κατά της υπ’ αριθμ. 1645/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα ( 250 )ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτημα αναβολής και στη συνέχεια απορρίπτει αίτηση αναίρεσης και έξοδα.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
1
Αριθμός 1005/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δρακόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 6872/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 552/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις", όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. β του ιδίου νόμου 2168/1993 όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση. Κατά δε τα άρθρα 10 παρ. 1, 11 και 13α αυτού, απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του παραπάνω νόμου. Ειδικά, η οπλοφορία περιστρόφων ή πιστολιών, επιτρέπεται, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του πιο πάνω νόμου, μετά από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αιτούντος. Οι κατά παράβαση των διατάξεων αυτών φέροντες όπλα τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 13α αυτού, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 δραχμών. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παράνομης οπλοφορίας απαιτείται ο δράστης να φέρει παράνομα απαγορευμένο κατά τα παραπάνω όπλο, δηλαδή να το κρατά ή να το έχει πλησίον του για άμεση λήψη και χρήση του, στη σφαίρα κατοχής του και στη διάθεσή του, όπλο που είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στη περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στη προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6872/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό ο αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος παράνομης οπλοφορίας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και σε χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ. Όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλόμενης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "O κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος του ότι στην ... Αττικής, στις 16.9.2010, έφερε μαζί του απαγορευμένο όπλο, πρόσφορο για επίθεση και άμυνα και συγκεκριμένα στον άνω τόπο και χρόνο κατ’ απομίμηση πυροβόλου όπλου - πιστόλι - με αριθμό ..., μοντέλο ..., με ενσωματωμένο γεμιστήρα. Ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πιο πάνω πράξης καθώς από την υπ’ αριθμ. Πρωτ.... έκθεση εργαστηριακής εξέτασης της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών προέκυψε ότι αυτό δεν είναι όπλο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε πυροβόλο όπλο, ούτε έχει τη δυνατότητα πυροδότησης. Επομένως ως προς αυτό δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται, δηλαδή της παράνομης οπλοφορίας. Όμως αποδεικνύεται ότι στον πιο πάνω τόπο και χρόνο εντός της ΕΥΔΑΠ που ο κατηγορούμενος εργάζεται έφερε μαζί του απαγορευμένα όπλα πρόσφορα για επίθεση και άμυνα, συγκεκριμένα ένα μαχαίρι με λάμα μήκους 17,5 εκατοστών, ένα μηχανικό μαχαίρι με 4 λάμες, τύπου ΝΙΤΖΑ με μηχανισμό ανάπτυξης 4 λεπίδων μήκους 6 εκατοστών εκάστη, και ένα πολυεργαλείο 22 εκατοστών ... ". Ακολούθως και ενώ κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο για την παραπάνω πράξη της παράνομης οπλοφορίας του πιστολίου με αριθμό ... και μοντέλο ..., στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι στην ... Αττικής στις 16.9.2010, έφερε μαζί του απαγορευμένα όπλα, πρόσφορα για επίθεση και άμυνα και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο, περί ώρα 8.10, καταλήφθηκε να φέρει μαζί του α) ... δ) "μία απομίμηση πυροβόλου όπλου πιστόλι με αριθμό ..., μοντέλο ... μετά ενσωματωμένου γεμιστήρα...". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του διέλαβε ασαφή και αντιφατική αιτιολογία ως προς την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την συγκεκριμένη ως άνω πράξη της οπλοφορίας επειδή έφερε μαζί του "μία απομίμηση πυροβόλου όπλου πιστόλι με αριθμό ..., μοντέλο ... μετά ενσωματωμένου γεμιστήρα...", πράξη για την οποία καταδικάσθηκε και συνακολούθως ως προς την πράξη αυτή δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα ενώ στο σκεπτικό αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για το ότι έφερε παράνομα μαζί του πιστόλι με αριθμό ..., μοντέλο ..., καθόσον προέκυψε ότι αυτό δεν είναι όπλο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε πυροβόλο όπλο, ούτε έχει την δυνατότητα πυροδότησης, στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο και για την πράξη του αυτή. Συνεπεία δε της αντιφάσεως μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού αυτής το Δικαστήριο της ουσίας κατέστησε αδύνατο και τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση της νόμιμης βάσης. Επομένως είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και, κατ’ εκτίμηση, Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης ως προς την επί μέρους αυτή πράξη και πρέπει η αναιρεσιβαλλομένη κατά τούτο να αναιρεθεί. Αντιθέτως κατά τα λοιπά με τις άνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτουμένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας με πληρότητα και με σαφήνεια παρέθεσε τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο η αναλυτική παράθεση τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Αντιθέτως, συνεκτίμησε και προσηκόντως αξιολόγησε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και συνεπώς δεν υπάρχει ελλιπής ή αντιφατική αιτιολογία. Συνεπώς είναι αβάσιμες οι ειδικότερες αιτιάσεις ότι, η αναιρεσιβαλλομένη καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, α) ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, ιδία δε ως προς το εάν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο, η αναγνωσθείσα πρωτοβάθμια απόφαση υπ’ αριθ. 6872/2015 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών μετά των πρακτικών της, αφού βεβαιώνεται σε αυτήν ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτή, β) διότι δεν αναφέρεται διεξοδικά το περιεχόμενο των εγγράφων τα οποία προσκόμισε και ειδικότερα διότι δεν αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύπτοντα από τα έγγραφα αυτά πραγματικά περιστατικά και γ) διότι δεν αναφέρεται ότι εστερείτο αδείας της αρμοδίας αστυνομικής Αρχής, αφού αυτή δεν απαιτείται για τα μαχαίρια για τα οποία αρκεί η παραδοχή του παράνομου της οπλοφορίας. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι τα μαχαίρια τα οποία κατείχε τα προόριζε να τα προσφέρει ως δώρα στη Λέσχη ..., τα γραφεία της οποίας άνοιγαν μετά τις θερινές διακοπές, την 16.9.2009 (ημέρα σύλληψής του) και στην οποία Λέσχη είναι τακτικό μέλος και εκπαιδευτής και ότι αυτά είχαν ως προορισμό καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς τους οποίους υπηρετούσε προσωπικά ως εκπαιδευτής εφέδρων καταδρομέων στερείται εννόμου επιρροής, δεν συγκροτεί δε αυτοτελή ισχυρισμό ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι πρόκειται περί αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικούς σκοπούς (ασκήσεις) και επομένως ως προς αυτόν τον προορισμό τους ο οποίος γι’ αυτόν ήταν και ο μοναδικός, εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 1, παρ. 2β του νόμου 2168/1993 (κατά την οποία δεν συνιστούν όπλα μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση) ότι δηλαδή αυτά δεν είναι όπλα εν τη εννοία του νόμου και ότι υπάγονται στην παραπάνω εξαίρεση του νόμου και δεν απαγορεύεται η κατοχή τους, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε, αλλά ορθά εφάρμοσε, τις προπαρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις, αφού τα μαχαίρια περιλαμβάνονται μεταξύ των αντικειμένων, τα οποία δεν επιτρέπεται να φέρει, εφόσον δεν προορίζονται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση, πολύ περισσότερο που ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων το ισχυρίζεται ούτε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης ότι είχε υποβάλει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Οι επί μέρους αιτιάσεις, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων στο αναιρετήριο αποδεικτικών μέσων (εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων) προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στην απόφαση, δεν ελήφθησαν υπόψη τα επισημαινόμενα αποδεικτικά μέσα, διότι, διαφορετικά, δεν δικαιολογείται το πόρισμα της αποφάσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Τέλος με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003, τροποποιήθηκε το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ και μεταξύ άλλων καταργήθηκε και ο προβλεπόμενος στο στοιχ. Η’ λόγος αναιρέσεως κατά αποφάσεων για την μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, αντίστοιχα δε με την παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου τροποποιήθηκε και το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ με την απάλειψη της ρυθμίσεως για την περίπτωση που δεν έχει παρατεθεί το άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε, ότι δηλαδή ο Άρειος Πάγος στην περίπτωση αυτή παραθέτει αυτός το σωστό άρθρο του ποινικού νόμου. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η ιδία απόφαση για την, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ, πλημμέλεια της ελλείψεως αιτιολογίας, επειδή δεν έχει παρατεθεί το άρθρο του νόμου που προβλέπει και τιμωρεί την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμος, διότι η υποχρέωση παραθέσεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως δεν εκτείνεται και στην παράθεση του αριθμού του άνω άρθρου, καθ’ όσον αυτή αποτελούσε ίδιον καταργηθέντα λόγο αναιρέσεως και δεν περιλαμβάνεται πλέον η παράλειψη αυτή στους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ λόγους. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τον παραπάνω λόγο της περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί στερήσεως της νόμιμης βάσης αυτής, και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει μόνον ως προς την οπλοφορία για το πιστόλι με αριθμό ..., μοντέλο Ρ3 6 και στο σύνολό της ως προς την ποινή καθόσον η επιβληθείσα από αυτό ενιαία ποινή φυλακίσεως αφορούσε πέντε όπλα ήτοι τρία μαχαίρια, ένα πολυεργαλείο και ένα πιστόλι, όπως αυτά προσδιορίζονται παραπάνω, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμό 6872/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εν μέρει και μόνον όσον αφορά το πιστόλι και ως προς την επιβληθείσα ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη οπλοφορία. Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού ήτοι στο μεν σκεπτικό, αθωώνει τον κατηγορούμενο για το πιστόλι ενώ στο διατακτικό τον καταδικάζει και γι' αυτό. Αναιρεί και παραπέμπει.
Παράνομη οπλοφορία
Παράνομη οπλοφορία, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
1
Αριθμός 918/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 600/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "....", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό ...2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ’ του ΚΠοινΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Περαιτέρω, από το άρθρο 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί προσηκόντως (ήτοι μετά ή διά συνηγόρου), η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων Θεσσαλονίκης Κ. Ι., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. ...4-9-2015 κλήση της, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 εδ. α και 166 του Κ.Ποιν.Δ. νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2016, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6-7-2015 δήλωση - αναίρεση του Β. Π. του Ν., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-7-2015, για αναίρεση της 600/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Απριλίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση λόγω μη εμφανίσεως του αναιρεσείοντος παρά τη νόμιμη κλήτευσή του. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
null
null
0
Αριθμός 867/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Νικόλαο Τσάκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Απριλίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Σ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 426/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1356/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση . ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 513 προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ο αιτών την αναίρεση ή δεν εμφανισθεί προσηκόντως με συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 του ΚΠΔ και πριν από την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναιρεσείων, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο του από 20 Ιανουαρίου 2016 αποδεικτικού επιδόσεως, που συντάχθηκε από τον Τ. Α., Αρχιφύλακα Α.Τ. Κοζάνης μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκύπτει, ότι επιδόθηκε στα χέρια του ιδίου - αναιρεσείοντα νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 155 παρ.1 εδ. 9 και 166 παρ. 1 του ΚΠΔ, η υπ’ αριθμ. 1356/2015 και από 14.1,2016 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να παραστεί αυτός δια συνηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την κρινόμενη αίτηση, περί αναιρέσεως της 426/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Συνεπώς, εφόσον ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε καθόλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν εκφωνήθηκε το ονοματεπώνυμο του κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 4/2015 από 11.12.2015 αίτηση του Σ. Ι. του Χ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 426/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση, λόγω μη παράστασης αιτούντος και έξοδα. Επίδοση στον ίδιο.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 783/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη,-εισηγήτρια- Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ. Του αναιρεσίβλητου: Α. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Απόστολο Μαργαρίτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1ΤΜ/2012 μη οριστική και 170ΤΜ/2013 του ιδίου Δικαστηρίου, 22/2016 Εφετείου Σύρου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-5-2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες, κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση, κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ. μοναστηριού, νοσοκομείου κλπ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μέτρουκε π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δε κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτητών γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά; με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών, που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ιδιωτικές, ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιοκτήτες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο όμως συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. (Ολ.ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του από 17/29-11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν, κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 3 και ως άνω Β.Δ/τος διαδικασία ως ιδιωτικά, δημιουργείται "αμάχητο τεκμήριο" ότι ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά και δεν διατίθενται). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα καταστεί κύριός τους το Ελλ. Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου κατά τη διάταξη του αρ.19 του ίδιου άρθρου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ'αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την από 19-10-2006 αναγνωριστική κυριότητος ακινήτου αγωγή του ενάγοντα: Το επίδικο, επιφανείας 23.073,75 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "..." της Κτηματικής Περιφέρειας του ΔΔ … του Δήμου … και απεικονίζεται στα τοπογραφικά διαγράμματα του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Ι. Σ. και του αρχιτέκτονα μηχανικού Β. Π., το δεύτερο από τα οποία συνοδεύει την τελεσίδικη υπ'αριθμ. …/2003 απόφαση της Πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ του Νομού Κυκλάδων, κατά την οποία τούτο (επίδικο) είναι δασική έκταση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ.2 του Ν.998/1979, όπως ίσχυε τότε. Τούτο έχει περιέλθει στον ενάγοντα ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, επιφανείας, κατά την επικαλούμενη διορθωτική και συμπληρωματική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, 41.300 τμ, από εξ ιδιογράφου διαθήκης κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 24-3-1955 πατέρα του Γ. Ζ. του Ν., την οποία αποδέχθηκε με τη νόμιμα μεταγραφείσα υπ'αριθμ.18407/30.9.1967 πράξη του συμβ/φου … Θ. Κ.. Το επίδικο αυτό ακίνητο περιλαμβάνεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου στους τίτλους του αμέσου και των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα. Οι τίτλοι αυτοί είναι τα υπ'αριθμ.20189/1918 και 2233/1933 νόμιμα μεταγεγραμμένα δωρητήρια εν ζωή συμβόλαια των συμβολαιογράφων … Φ. Σ. και Μ. Π. αντίστοιχα, με τα οποία ο πατέρας του ενάγοντα απέκτησε το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο από δωρεά του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα Ν. Γ. Ζ., ο οποίος το είχε αποκτήσει με τα νόμιμα μεταγεγραμμένα υπ'αριθμ.1613/1880 προικοσύμφωνο του συμβ/φου … Α Μ. και στη συνέχεια με το υπ'αριθμ.898/1890 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου … Γ. Ζ., σε συνδυασμό με την υπ'αριθμ.3794/1898 εγκριτική της διανομής από τον πατέρα του Πράξης του συμβ/φου … Φ. Σ., με το οποίο (διανεμητήριο) αυτός διένειμε μαζί με τον αδελφό του Χ. Γ. Ζ., την περιλαμβάνουσα και το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο περιουσία της Μονής του ..., που τους είχε παραχωρηθεί, μαζί με τη Μονή, από τον πατέρα τους Γ. Χ. Ζ., ο οποίος κατά τα έτη 1859-1860 είχε αγοράσει τη Μονή και την περιουσία της από τους κληρονόμους του Λ. Σ., που είχε γίνει ιδιοκτήτης στις 30.8.1826 από δημοπρασία που είχαν διενεργήσει οι κληρονόμοι του Ν. Μ., που ήταν ιδιοκτήτης από το 1816, ενώ πριν από αυτόν ιδιοκτήτες ήταν ο Ι. Μ. από το 1806 και προγενέστερα τα παιδιά του Ι. Α., σύμφωνα δε με έγγραφα του Πατριαρχείου Κων/λεως, που ανάγονται στο 1793 η Μονή και η περιουσία της από το 1715 ανήκαν σε ιδιώτες. Στη συνέχεια γίνεται, επί λέξει, δεκτό από την προσβαλλομένη απόφαση. Ακολούθως, ως πρός την μορφή του εδάφους του επιδίκου, το οποίο κατά τον τελεσίδικο χαρακτηρισμό του με την με αριθ. …/2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων είναι δασική έκταση με αραιά ή πενιχρή ξυλώδη βλάστηση, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες δασών που χρήζουν αποτελεσματικής και διαρκούς προστασίας, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν δεν προέκυψε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", κατά τον οποίο απαιτείτο να υφίσταται η ιδιότητα του δάσους για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας επ' αυτού του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η περί τούτου αμφιβολία, με δεδομένο ότι το εναγόμενο δεν διαθέτει αεροφωτογραφίες ή άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο προ του 1945 ενισχύεται από το γεγονός ότι περιβάλλεται στο σύνολό του από ξηρολιθιά, η οποία έχει καλυφθεί σε διάφορα σημεία από δασική βλάστηση (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις συνημμένες φωτογραφίες του επιδίκου), με εύλογο το συμπέρασμα ότι, αν υπήρχε ανέκαθεν δασική βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία, δεν θα είχε ανεγερθεί επ' αυτής η ξηρολιθιά, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο συνορεύει με δημόσια δασική έκταση. Οπωσδήποτε, από τα προειρημένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν άγονη, μη καλλιεργήσιμη έκταση, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιέργειας διαχρονικά, και αποτελούσε, περισσότερο ή λιγότερο κατά τη διαδρομή του χρόνου, βοσκότοπο. Τέλος, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, τις συνδυαζόμενες με τους τίτλους ιδιοκτησίας ένορκες καταθέσεις που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά και ένορκες βεβαιώσεις, και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο, που περιβάλλει το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος, περιβάλλεται, όπως αποδείχθηκε, ανέκαθεν από ξηρολιθιά, που οριοθετεί το όλο ακίνητο από άλλες ιδιοκτησίες ιδιωτών, χωρίς να συνορεύει καθόλου με δημόσια έκταση, είτε δασική είτε χορτολιβαδική, προκύπτει ότι πράξεις νομής ασκούνταν διαχρονικά στο όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., το οποίο εντάσσεται κατά τα ανωτέρω στην ενιαία έκταση του. Ειδικότερα ο ενάγων και πριν από αυτόν οι δικαιοπάροχοι του, άμεσος και απώτεροι, καθ' όλο το διάστημα που αφορούν οι προπαρατεθέντες τίτλοι ιδιοκτησίας τους (οπωσδήποτε έως το 1880, αλλά και επί πολλά χρόνια πρωτύτερα), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ως αγροτικού ακινήτου κατά το καλλιεργήσιμο μέρος του και για την παραμονή και βόσκηση των ζώων τους κατά το μη καλλιεργήσιμο μέρος. Συγκεκριμένα, μεριμνούσαν για τη συντήρηση και διατήρηση της περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιεργούσαν το καλλιεργήσιμο, στο κέντρο του όλου ακινήτου, ακανόνιστου σχήματος τμήμα με δημητριακά, έβοσκαν δε και εξέτρεψαν τα ζώα τους στο, μη δεκτικό καλλιέργειας, επίδικο, ακανόνιστου επίσης σχήματος, τμήμα του, που περιβάλλει το υπόλοιπο, χωρίς να ενοχλούνται στην άσκηση των πράξεων νομής από κανένα. Έτσι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., με παράγωγο τρόπο, αλλά και (επικουρικά, κατά την επικουρική βάση της αγωγής) με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Τούτο δε διότι, έχει μεν σήμερα τη μορφή δασικής έκτασης, στο δε απώτερο παρελθόν οπωσδήποτε τη μορφή χορτολιβαδικής έκτασης και ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο (μαχητό) κυριότητας του εναγομένου (για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως η κυριότητα του είχε αποκτηθεί από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΒΡ δικαίου (ήτοι με την άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία), καθώς ο σχετικός χρόνος χρησικτησίας αυτών είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, και συνεχίστηκαν οι αυτές πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο τον ενάγοντα με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, με βάση τ'ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις του εναγομένου ως αβάσιμες και να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη". Η υποβληθείσα από το εναγόμενο - εφεσίβλητο ένσταση ήταν εκείνη της ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, που αποκτήθηκε α)δικαιώματι πολέμου, αφού το ενιστάμενο ήταν διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους, στην ιδιοκτησία του οποίου το επίδικο ανήκε, β)ως δάσος, κατά τις διατάξεις του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836 και γ)ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. της 21.6/10.7.1837. Με βάση τις αποδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή την οποία δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ απέρριψε την καταλυτική περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγομένου Δημοσίου για όλους τους επικληθέντες λόγους. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι το επίδικο ακίνητο, που σήμερα έχει δασική μορφή, περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντα παραγώγως και πρωτοτύπως και ειδικότερα από νομίμως γενομένη αποδεκτή και μεταγραφείσα κληρονομιά του πατέρα του, που ήταν κύριος από δωρεά του 1933 του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα, ο οποίος είχε γίνει κύριος από προίκα του δικού του πατέρα και προπάππου του ενάγοντα το 1880 και στη συνέχεια με διανομή του 1890 άλλως με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ και του ΑΚ, άλλως με τακτική χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, αφού ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του νεμήθηκαν το ακίνητο, με τα οικεία προσόντα, τουλάχιστον από το 1880 μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής και ότι το ακίνητο αυτό την νομή του οποίου είχαν οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και πριν από την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κατά το 1836 δάσος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το ΒΔ της 17/29-11-1836, ενώ τα τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικού έχουν καταλυθεί λόγω συμπληρώσεως στις 11.9.1915 της 30ετούς χρησικτησίας του ΒΡΔ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των κανόνων δικαίου που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρωτόκολλα και τη Συνθήκη, το ΒΔ 17/29-11-1836 και το ΒΔ της 3/15.12.1833, καθόσον υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν με πληρότητα όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα, με παράγωγο κατά τις διατάξεις του ΑΚ τρόπο καθώς και με τακτική και έκτακτη κατά το ισχύον δίκαιο χρησικτησία, αλλά και έκτακτη υπό το προϊσχύσαν, η οποία είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 οι δε εκ των πραγμάτων παραδοχές της αποφάσεως περί δικαιωμάτων του απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα επί του επιδίκου κατά τον χρόνο ισχύος των επίμαχων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης απέκλειαν την εφαρμογή τους όπως απέκλειε και την εφαρμογή του ΒΔ της 17/29.11.1836 η μη απόδειξη της ιδιότητας του επιδίκου κατά το χρόνο αυτό ως δασικού, ενώ τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης έχουν, όπως προαναφέρθηκε καταλυθεί. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο δεν ήταν δασική έκταση το 1836 γιατί δεν μπορούσε να συναγάγει κατά τέτοιο από τις αεροφωτογραφίες του 1945 που το φέρουν ως δασικό, ενώ από τις αεροφωτογραφίες αυτές και τα διδάγματα της κοινής πείρας και επιστήμης, κατά τα οποία η γεωμορφολογία της … είναι αναλλοίωτη από το 1800, προέκυπτε το αντίθετο, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Προσέτι η αιτίαση του ίδιου λόγου περί ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως από το Εφετείο του άρθρου 2 του α.ν. 1539/24/29.12.1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων" γιατί δέχθηκε ως πράξη νομής επί του επιδίκου τη βοσκή από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η βοσκή ήταν απαγορευμένη πράξη νομής επί δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και για προγενέστερο της ισχύος του εν λόγω α.ν. χρόνο και ειδικότερα για την ενδιαφέρουσα, στην προκειμένη περίπτωση, προγενέστερη της 11.9.1915 τριακονταετία. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18.5.2016 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Α. Ζ. του Γ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.22/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 2016. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάκριση Γαιών κατά το Οθωμανικό Νόμο της 7ης Ράμαζαν 1274. Διαδοχή Ελληνικού κατά τα Πρωτόκολλα της 3.2.1830, 4.6.1830 και 19.6.1830 και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και 3.7.1832. Τι ισχύει για τις Κυκλάδες. Β.Δ. της 17/29.11.1896 «περί Ιδιωτικών Δασών». ΒΔ της 12.12.1833 «περί διορισμού και Φόρου Βοσκής» Έκτακτη χρησικτησία κατά ΒΡΔ. Εφαρμογή επί Δημοσίων Κτημάτων. 559 ΑΡ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ. Δικαστική Δαπάνη Δημοσίου.
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Κυριότητα.
0
Αριθμός 754/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Α. - Β. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουφογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." ..., που εδρεύει στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σούμπαση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/8/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 510/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 3808/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/4/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 29/1/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτός ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθ. 3 παρ.1 α.ν. 539/1945 κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος "υποκείμενη") επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λ.π.). Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές κ.λ.π. και λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικοτέρου κοινωνικού συμφέροντος απ...λούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενεστέρων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ’ επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011), υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να ληφθεί και θεωρηθεί η περιεχομένη στην ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, εναλλακτική-διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των καθορισμένων για την περίπτωση αυτήν με συλλογική σύμβαση αποδοχών. Περαιτέρω κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 της υπ’ αριθμόν 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου" (ΦΕΚ Α’ 742), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα, είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου, κατά δε το εδάφιο β’ της ως άνω διάταξης στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ενδεικτικά: α) οι προσαυξήσεις της νομίμου και τακτικώς παρεχομένης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίνονται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας, ενώ κατά το εδάφιο γ’ αυτής στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η συμπληρωματική αμοιβή για υπερεργασία και μάλιστα όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επαναλήψεως από τη φύση της σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη. Από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες με τις "τακτικές αποδοχές" της παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήπ... άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011). Εξ άλλου, με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ. 1 ια’ , ιβ’ , ιγ’ και 2 που προστέθηκε με την από 10.5.1985 όμοια ΕΣΣΕ) που έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης ... ΑΕ και της συνδικαλιστικής οργάνωσης ΟΜΕ-..., ορίσθηκαν ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας τα εξής : 1)... ια) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων-Νέου έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά : αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες που έγινε από 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, δδ) του 1/2 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. ιβ) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά : αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους και δδ) του 1/24 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. ιγ) Το επίδομα κανονικής αδείας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο τον μήνα, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. To επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά : αα) το 1/24 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε στην διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες που έγινε στην διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά τον χρόνο οποιασδήπ... άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ, που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού του ..., τέθηκε σε ισχύ και ο νέος ΓΚΠ-..., στο άρθ. 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα εξής: "3. Επιδόματα εορτών. Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστ... κειμένων διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. 4. Επίδομα κανονικής αδείας. Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής αδείας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Με το άρθ. 13Β του ίδιου ως άνω νέου ΓΚΠ-... ορίσθηκε σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης ότι "το προσωπικό μετά την συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος) δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ.) και αποφάσεις ΔΣ-...". Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι από 1.1.1985 που άρχισε να ισχύει η από 14.3.1985 ΕΣΣΕ τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονταν σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην ως άνω ΕΣΣΕ τρόπο, δηλ. με βάση τον μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερομένους χρόνους. Όμως, ο τρόπος αυτός υπολογισμού τροποποιήθηκε με το νέο ΓΚΠ-..., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ’ αυτόν ορίζεται, ως προς τα επιδόματα εορτών, ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ "επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα. Ως προς τις αποδοχές αδείας, ενώ στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ-... ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ... δικαιούται για κανονική άδεια "αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας...". Ενόψει της ως άνω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα την σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του άρθ. 5 παρ.2 της από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, που όριζε, και μάλιστα αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για νυκτερινή εργασία και εργασία Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθ. 50 του νέου ΓΚΠ-... ορίζεται ρητά ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου αυτού Κανονισμού και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη και ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες (oλΑΠ 16/2011, ΑΠ 129/2016, 204/2015). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (oλ.ΑΠ 36/1988, oλ.ΑΠ 7/2006, oλΑΠ 2/2013, ΑΠ 129/2014, 1632/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 220/2012, 181/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθ.561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η ήδη αναιρεσείουσα εξέθεσε, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη ... ΑΕ την 6.7.1995 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του τεχνικού προσωπικού της ειδικότητας τεχνίτη εγκαταστάσεων και υπηρετεί μέχρι την άσκηση της αγωγής με τον βαθμό Τ/Γ, ότι η εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2004 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που της κατέβαλλε με βάση τις τακτικές αποδοχές της, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που ελάμβανε σταθερά και ανελλιπώς για νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε σταθερά και μόνιμα στην εναγομένη, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή, ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εισέπραξε από την εναγομένη για υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, εργασία Κυριακών και αργιών και νυκτερινή εργασία τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή ποσά, που η εναγομένη δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές της, με βάση τις οποίες υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που της κατέβαλε και ότι για την αιτία αυτή της οφείλει την προκύπτουσα διαφορά, συνολικού ποσού 5.838 ευρώ με βάση δε τα περιστατικά αυτά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο, κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή διακρίσεις. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, ότι η αγωγή "καίτοι επαρκώς ορισμένη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το ορισμένο αυτής και ειδικότερα την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, τον καταβαλλόμενο στην ενάγουσα κατ’ έτος μέσο μηνιαίο μισθό, τις ώρες απασχόλησης της κάθε μήνα κατά τις Κυριακές, τις νύχτες και την υπερεργασία καθώς και τις ληφθείσες αμοιβές για την εν λόγω απασχόληση, κατά τρόπο ώστε να προκύπτουν με σαφήνεια οι αιτούμενες διαφορές, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η ενάγουσα αιτείται με αυτή την διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτήν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις, και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά ώφειλε να υπολογίσει η εναγομένη με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ-..., ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλούμενη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή της, χωρίς, ωστόσο, να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητά αυτής, τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της, υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται ανεπίτρεπτος, διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και αδείας". Με τις παραδοχές αυτές, αφού έκανε δεκτή την έφεση, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή. Κρίνοντας, όμως το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, ως μη νόμιμη την αγωγή εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Πράγματι, αν και ορθώς παρέθεσε και ερμήνευσε τις διατάξεις αυτές στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, στον οποίο προέβη, στη συνέχεια πλημμελώς υπήγαγε σ’ αυτές το ιστορικό της αγωγής και κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι μη νόμιμη. Διότι η ενάγουσα, με το να εκθέσει στην αγωγή ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, κατά τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, του επιδόματος αδείας και των αποδοχών αδείας έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψη και οι πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες σταθερά λάμβανε για την παροχή υπερεργασίας και εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες και, στη συνέχεια, με το να παραθέσει στην αγωγή τις πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες, κατά μήνα και συνολικά, είχε λάβει κατ’ έτος μέσα στο ένδικο χρονικό διάστημα, εκπλήρωσε επαρκώς το δικονομικό βάρος επίκλησης προκειμένου να θεμελιώσει την αγωγή της στο νόμο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων των πιο πάνω πρόσθετων παροχών (υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών ή αργιών και κατά τη διάρκεια της νύκτας) είναι καθόλα εφικτός ο προσδιορισμός του μέσου όρου των επί μέρους διαφορών ειδικά στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα διαστήματα από 1.5 έως 31.12 και από 1.1 έως 30.4 αντίστοιχα (και όχι ο μέσος όρος των διαφορών ανά έτος), σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981. Η επαλήθευση του ύψους του, με βάση τα στοιχεία αυτά, οφειλόμενου ποσού για δώρα εορτών, επίδομα αδείας και αποδοχές αδείας ήταν ζήτημα ουσιαστικής δικαστικής διάγνωσης και τα τυχόν λάθη της ενάγουσας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού δεν καθιστούσαν την αγωγή μη νόμιμη. Και ακόμη, η τυχόν εκ μέρους της εναγομένης καταβολή για την ίδια αιτία κάποιων ποσών με το μερικό συνυπολογισμό (κατά το 1/8) των πρόσθετων αμοιβών κατά τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών κ.λ.π., τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αιτούμενα με την αγωγή, απ...λούσε δικονομικό βάρος της εναγομένης, υπό την έννοια ότι, αν και καθ’ υποφορά και σύμφωνα με το καθήκον της αληθείας (ΚΠολΔ 116) θα έπρεπε να έχει αναφερθεί από την ενάγουσα, μπορούσε να προβληθεί από την εναγομένη ως ισχυρισμός μερικής εξόφλησης ή, επικουρικώς, συμψηφισμού. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο επισημαίνονται οι πλημμέλειες αυτές και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Ο ίδιος μοναδικός λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι άφησε αδίκαστη αίτησή της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα το μέρος της αγωγής της, που αναφέρεται στις αποδοχές άδειας, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, για τους οποίους και μόνο επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, όπως και στην προκείμενη περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεµφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου ν. 4335/2015) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ, την 3808/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο.Τ.Ε. Τακτικές ή συνήθεις αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας και τα επιδόματα εορτών. Κρίση ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας των υπαλλήλων του Ο.Τ.Ε., ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14/3/1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του 5 παρ. 2 της ως άνω ΕΣΣΕ, που όριζε αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, και πλέον, με το νέο ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίζεται ότι στις αποδοχές αδείας πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενη εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύχτα και τις αργίες. (Αναιρεί την υπ΄αριθ. 3808/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών)
διαφορές επιδομάτων εορτών
διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδόματος άδειας.
0
Αριθμός 753/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουφογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." ..., που εδρεύει στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σούμπαση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/9/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1064/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 3818/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/4/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 29/1/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτός ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθ. 3 παρ.1 α.ν. 539/1945 κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος "υποκείμενη") επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λ.π.). Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές κ.λ.π. και λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικοτέρου κοινωνικού συμφέροντος απ...λούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενεστέρων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011), υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να ληφθεί και θεωρηθεί η περιεχομένη στην ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, εναλλακτική-διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των καθορισμένων για την περίπτωση αυτήν με συλλογική σύμβαση αποδοχών. Περαιτέρω κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 της υπ’ αριθμόν 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου" (ΦΕΚ Α’ 742), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα, είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου, κατά δε το εδάφιο β’ της ως άνω διάταξης στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ενδεικτικά α) οι προσαυξήσεις της νομίμου και τακτικώς παρεχομένης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίνονται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας, ενώ κατά το εδάφιο γ’ αυτής στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η συμπληρωματική αμοιβή για υπερεργασία και μάλιστα όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επαναλήψεως από τη φύση της σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη. Από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες με τις "τακτικές αποδοχές" της παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήπ... άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011). Εξ άλλου, με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ. 1 ια`, ιβ`, ιγ` και 2 που προστέθηκε με την από 10.5.1985 όμοια ΕΣΣΕ) που έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης ... ΑΕ και της συνδικαλιστικής οργάνωσης ΟΜΕ-..., ορίσθηκαν ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας τα εξής : 1)... ια) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων-Νέου έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες που έγινε από 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, δδ) του 1/2 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. ιβ) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους και δδ) του 1/24 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. ιγ) Το επίδομα κανονικής αδείας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο τον μήνα, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. To επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά: αα) το 1/24 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε στην διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες που έγινε στην διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά τον χρόνο οποιασδήπ... άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού του ... τέθηκε σε ισχύ και ο νέος ΓΚΠ-..., στο άρθ. 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα εξής: "3. Επιδόματα εορτών. Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστ... κειμένων διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. 4. Επίδομα κανονικής αδείας. Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής αδείας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Με το άρθ. 13Β του ίδιου ως άνω νέου ΓΚΠ-... ορίσθηκε σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης ότι "το προσωπικό μετά την συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος) δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ.) και αποφάσεις ΔΣ-...". Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι από 1.1.1985 που άρχισε να ισχύει η από 14.3.1985 ΕΣΣΕ τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονταν σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην ως άνω ΕΣΣΕ τρόπο, δηλ. με βάση τον μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερομένους χρόνους. Όμως, ο τρόπος αυτός υπολογισμού τροποποιήθηκε με το νέο ΓΚΠ-..., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ` αυτόν ορίζεται, ως προς τα επιδόματα εορτών, ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ "επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα. Ως προς τις αποδοχές αδείας, ενώ στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ-... ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ... δικαιούται για κανονική άδεια "αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας...". Ενόψει της ως άνω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα την σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του άρθ. 5 παρ.2 της από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, που όριζε, και μάλιστα αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για νυκτερινή εργασία και εργασία Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθ. 50 του νέου ΓΚΠ-... ορίζεται ρητά ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου αυτού Κανονισμού και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη και ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες (oλΑΠ 16/2011, ΑΠ 129/2016, 204/2015). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (oλ.ΑΠ 36/1988, oλ.ΑΠ 7/2006, oλΑΠ 2/2013, ΑΠ 129/2014, 1632/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 220/2012, 181/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθ.561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο ήδη αναιρεσείων εξέθεσε, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη ... ΑΕ την 30.1.1989 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του προσωπικού μισθολογικής διαβάθμισης με ειδικότητα ειδικό προσωπικό ασφαλείας, με υποχρέωση κατά τις ώρες εργασίας του να οπλοφορεί, ελάμβανε δε ειδικό επίδομα προσωπικού ασφαλείας που οπλοφορεί και υπηρετεί μέχρι την άσκηση της αγωγής, ότι η εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.8.2003 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που του κατέβαλλε με βάση τις τακτικές αποδοχές του, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που ελάμβανε σταθερά και ανελλιπώς για νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε σταθερά και μόνιμα στην εναγομένη, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή, ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εισέπραξε από την εναγομένη για υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, εργασία Κυριακών και αργιών και νυκτερινή εργασία τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή ποσά, που η εναγομένη δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του, με βάση τις οποίες υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που του κατέβαλε και ότι για την αιτία αυτή του οφείλει την προκύπτουσα διαφορά, συνολικού ποσού 5.238 ευρώ με βάση δε τα περιστατικά αυτά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να τoυ καταβάλει το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο, κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή διακρίσεις. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, ότι η αγωγή "καίτοι επαρκώς ορισμένη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το ορισμένο αυτής και ειδικότερα την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, τον καταβαλλόμενο στην ενάγουσα κατ` έτος μέσο μηνιαίο μισθό, τις ώρες απασχόλησης της κάθε μήνα κατά τις Κυριακές, τις νύχτες και την υπερεργασία καθώς και τις ληφθείσες αμοιβές για την εν λόγω απασχόληση, κατά τρόπο ώστε να προκύπτουν με σαφήνεια οι αιτούμενες διαφορές, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον o ενάγων αιτείται με αυτή την διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτόν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις, και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά ώφειλε να υπολογίσει η εναγομένη με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ-..., ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλούμενη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς, ωστόσο, να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητά αυτής, τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται ανεπίτρεπτος, διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και αδείας". Με τις παραδοχές αυτές, αφού έκανε δεκτή την έφεση, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή. Κρίνοντας, όμως το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, ως μη νόμιμη την αγωγή εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Πράγματι, αν και ορθώς παρέθεσε και ερμήνευσε τις διατάξεις αυτές στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, στον οποίο προέβη, στη συνέχεια πλημμελώς υπήγαγε σ` αυτές το ιστορικό της αγωγής και κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι μη νόμιμη. Διότι ο ενάγων, με το να εκθέσει στην αγωγή ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, κατά τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, του επιδόματος αδείας και των αποδοχών αδείας έπρεπε να ληφθούν υπ` όψη και οι πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες σταθερά λάμβανε για την παροχή υπερεργασίας και εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες και, στη συνέχεια, με το να παραθέσει στην αγωγή τις πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες, κατά μήνα και συνολικά, είχε λάβει κατ` έτος μέσα στο ένδικο χρονικό διάστημα, εκπλήρωσε επαρκώς το δικονομικό βάρος επίκλησης προκειμένου να θεμελιώσει την αγωγή του στο νόμο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων των πιο πάνω πρόσθετων παροχών (υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών ή αργιών και κατά τη διάρκεια της νύκτας) είναι καθόλα εφικτός ο προσδιορισμός του μέσου όρου των επί μέρους διαφορών ειδικά στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα διαστήματα από 1.5 έως 31.12 και από 1.1 έως 30.4 αντίστοιχα (και όχι ο μέσος όρος των διαφορών ανά έτος), σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981. Η επαλήθευση του ύψους του, με βάση τα στοιχεία αυτά, οφειλόμενου ποσού για δώρα εορτών, επίδομα αδείας και αποδοχές αδείας ήταν ζήτημα ουσιαστικής δικαστικής διάγνωσης και τα τυχόν λάθη του ενάγοντος ως προς τη μέθοδο υπολογισμού δεν καθιστούσαν την αγωγή μη νόμιμη. Και ακόμη, η τυχόν εκ μέρους της εναγομένης καταβολή για την ίδια αιτία κάποιων ποσών με το μερικό συνυπολογισμό (κατά το 1/8) των πρόσθετων αμοιβών κατά τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών κ.λ.π., τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αιτούμενα με την αγωγή, απ...λούσε δικονομικό βάρος της εναγομένης, υπό την έννοια ότι, αν και καθ` υποφορά και σύμφωνα με το καθήκον της αληθείας (ΚΠολΔ 116) θα έπρεπε να έχει αναφερθεί από τον ενάγοντα, μπορούσε να προβληθεί από την εναγομένη ως ισχυρισμός μερικής εξόφλησης ή, επικουρικώς, συμψηφισμού. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο επισημαίνονται οι πλημμέλειες αυτές και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Ο ίδιος μοναδικός λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι άφησε αδίκαστη αίτησή του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα το μέρος της αγωγής του, που αναφέρεται στις αποδοχές άδειας, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, για τους οποίους και μόνο επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, όπως και στην προκείμενη περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεµφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 65 παρ.1 Ν. 4139/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου ν. 4335/2015) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ, την 3818/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Δεκεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο.Τ.Ε. Τακτικές ή συνήθεις αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας και τα επιδόματα εορτών. Κρίση ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας των υπαλλήλων του Ο.Τ.Ε., ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14/3/1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του 5 παρ. 2 της ως άνω ΕΣΣΕ, που όριζε αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, και πλέον, με το νέο ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίζεται ότι στις αποδοχές αδείας πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενη εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύχτα και τις αργίες. (Αναιρεί την υπ΄αριθ. 3818/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών)
διαφορές επιδομάτων εορτών
διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδόματος άδειας.
0
Αριθμός 750/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας εξόρυξης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με την επωνυμία "... AE", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευτύχιο-Δημήτριο Καλαμίδα και Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη, που κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπακρατσά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. που κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 3/12/2012 και 26/2/2013 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 255/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/11/2015 αίτησή της και τους από 31/5/2016 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 16/9/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, 380 παρ.1, 381, 656 ΑΚ, που ορίζουν ότι "ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται. Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και προσήκουσα" (άρθρο 249), "ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δε δέχεται την παροχή" (άρθρο 350), "αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για το αδικαιολόγητο πλουτισμό" (άρθρο 380 παρ. 1), "αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους έγινε αδύνατη από πταίσμα του άλλου, αυτός δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αντιπαροχής. Από την αντιπαροχή όμως αφαιρείται καθετί που οφείλεται ή δόλια παραλείπει να ωφεληθεί από την απαλλαγή αυτός που απαλλάσσεται λόγω αδυναμίας. Το ίδιο ισχύει αν η παροχή του ενός έγινε αδύνατη χωρίς υπαιτιότητα του κατά το διάστημα που ο άλλος βρισκόταν σε υπερημερία αποδοχής της" (άρθρο 381), "αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό κάθε τι που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή του αλλού" (άρθρο 656), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 657 και 658 του ΑΚ κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται ένα μηνιαίο μισθό αν εμποδίζεται να εργασθεί από σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεώς του, αφαιρείται όμως ό,τι έλαβε από τον ασφαλιστικό του φορέα, προκύπτουν τα εξής: Η υποχρέωσή του υπερήμερου εργοδότη για καταβολή των αποδοχών του εργαζομένου υφίσταται μέχρι να αρθεί η υπερημερία του, είτε με δήλωσή του ότι αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του μισθωτού, είτε με απόσβεση της ενοχής, είτε με σχετική αυτού και του μισθωτού συμφωνία είτε με νεώτερη έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως. Σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας του εργαζομένου να παράσχει την εργασία του, ενώ κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 380 ΑΚ, θα έπρεπε να απαλλαγεί και ο εργοδότης της καταβολής του μισθού, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 657 και 658 ΑΚ δικαιούται ο εργαζόμενος, υπό τις προϋποθέσεις που το πρώτο εξ αυτών θέτει το μέρος του μισθού του που ορίζεται στο δεύτερο άρθρο. Αντίθετα αν είτε πριν την έναρξη της υπερημερίας του εργοδότη είτε κατά τη διάρκεια αυτής η παροχή της εργασίας από τον εργαζόμενο καταστεί αδύνατη από υπαιτιότητα του εργοδότη, αυτός (εργοδότης) δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς παροχή του μισθού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ και της παρ. 1 του άρθρου 381 ΑΚ στην πρώτη περίπτωση, της παρ. δε 2 του ίδιου άρθρου 381 ΑΚ στη δεύτερη περίπτωση, οι οποίες έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση της συμβάσεως εργασίας, εφόσον, από τις σχετικές ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν αυτήν, δεν προβλέπεται διαφορετική αντιμετώπιση της αδυναμίας του μισθωτού για παροχή της εργασίας του, που οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις των άρθρων 357 και 358 που αντιμετωπίζουν εν μέρει κατά διαφορετικό τρόπο από ό, τι το άρθρο 380 ΑΚ τις υποχρεώσεις του εργοδότη σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας του εργαζόμενου που οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Εξ άλλου, στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αναγνωρίζεται, γενικώς, στον εργοδότη η εξουσία να λαμβάνει κάθε μέτρο, το οποίο έχει σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζομένου και θεωρείται πρόσφορο για την αποδοτική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης, εντός της οποίας παρέχεται η εργασία. Η εξουσία αυτή είναι γνωστή ως "διευθυντικό δικαίωμα" του εργοδότη και έχει ως περιεχόμενο τον εκ μέρους αυτού μονομερή καθορισμό των όρων της συμβάσεως εργασίας, από την πρόσληψη του εργαζόμενου μέχρι την απόλυσή του, στο μέτρο που οι όροι αυτοί δεν έχουν προκαθορισθεί δεσμευτικά από τους ίδιους τους συμβαλλόμενους ή κάποιον υποχρεωτικό κανόνα δικαίου. Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, όμως, ελέγχεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την εφαρμογή της ΑΚ 281, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται, ως καταχρηστική, όταν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού (ολ ΑΠ 10/2010). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 που συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4558/1930, συνάγεται ότι επί αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, καθ’ υπέρβαση του υπό της ιδίας διατάξεως του νόμου οριζομένου χρονικού ορίου, η λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπό του δικαστού κατά τα άρθρα 200, 288 ΑΚ επί τη βάσει των αρχών της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητος ή ανυπαιτιότητος του μισθωτού και των εν γένει περιστάσεων, αν η αποχή αυτή κατ’ αντικειμενική εκτίμηση και ανεξαρτήτως της προθέσεως ή μη του μισθωτού προς λύση της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής (ολ. ΑΠ 32/1988). Όμως μόνη η συνεπεία της ασθενείας του μισθωτού ανικανότητα αυτού να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένως και η εντεύθεν πέραν των παραπάνω χρονικών ορίων αποχή αυτού από την εργασία δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή από αυτόν καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288, 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει (ΑΠ 876/1989). Η άρνηση του εργοδότη να προσδιορίσει κατά τον άνω τρόπο τα νέα καθήκοντα του ασθενούς εργαζομένου και η εμμονή του στην εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας που κατά τη σύμβαση παρείχε προ της ασθενείας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από μέρους του. Κατ’ ακολουθίαν αυτών ως προσήκουσα προσφορά της εργασίας από πλευράς εργαζομένου, σε άρνηση αποδοχής της οποίας εκ μέρους του εργοδότη περιέρχεται ο τελευταίος σε υπερημερία κατά τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ, νοείται σε περίπτωση ασθενείας του εργαζομένου, αυτή που ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288 και 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να προσδιορίσει και να του αναθέσει και την οποία είναι ικανός ο εργαζόμενος να παράσχει. Τέλος κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (oλ. ΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 255/2016, 939/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασής του, δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος), πτυχιούχος μηχανολόγος μηχανικός του Τμήματος Μηχανολογίας της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τ.Ε.Ι. Καβάλας, άγαμος, συνήψε με την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... του Νομού Καβάλας και έχει ως αντικείμενο εργασιών την εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, στις 6.7.2007, ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., παρέχοντας σε αυτή την εργασία του, υπό την επίβλεψη, την εποπτεία και τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του προστηθέντων της εναγομένης, με τη μορφή της μόνιμης και πλήρους απασχόλησής του με την ειδικότητα του χειριστή μονάδων παραγωγής, υπό το σύστημα της εναλλασσόμενης οκτάωρης βάρδιας με ένα κύκλο εργασίας 35 ημερών, με βάση το πρόγραμμα εργασίας που εκπονούσε η εναγομένη, υπαχθείς, με βάση το οργανόγραμμα αυτής (εναγομένης), στο τμήμα λειτουργίας χερσαίων εγκαταστάσεων με μηνιαίο μισθό, ο οποίος, κατά την ημέρα του κατωτέρω περιγραφομένου, επισυμβάντος στις 18.12.2010, εργατικού ατυχήματος, ανερχόταν σε 1.618,33 ευρώ, ενώ κατά το έτος 2012 στο ποσό των 1.899 ευρώ. Για τις εργασίες που εκτελούσε με βάση την παραπάνω σύμβαση ο ενάγων λάμβανε οδηγίες και εντολές από το θάλαμο ελέγχου, ενώ ιεραρχικά ανώτεροι του ήταν ο εργοδηγός παραγωγής, ο προϊστάμενος λειτουργίας χερσαίων εγκαταστάσεων και ο διευθυντής του εργοστασίου. Τις θέσεις και τον τρόπο εργασίας, καθώς και τις μονάδες παραγωγής, επέβλεπαν οι τεχνικοί επιθεωρητές της εναγομένης εταιρείας, ενώ η ίδια διέθετε (και διαθέτει) τεχνικό ασφαλείας, υπεύθυνο για την εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου και την εκπόνηση-εφαρμογή του κανονισμού ασφαλείας της επιχείρησης, καθώς και για τη συνεπή εφαρμογή του πλέγματος της νομοθεσίας για την ασφάλεια της παρεχόμενης εργασίας και την υγιεινή των εργαζομένων. Στις 18.12.2010, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ο ενάγων τραυματίστηκε, όταν εργαζόταν στην απογευματινή βάρδια εργασίας, στη μονάδα παραγωγής ανάκτησης θείου. Η μονάδα θείου τουλάχιστον από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 είχε μειωμένη παραγωγή και για το λόγο αυτό υπήρχε χαμηλή παροχή όξινου νερού. Από τότε, η ρύθμιση της λειτουργίας της μονάδας δεν μπορούσε να γίνει αυτόματα από το θάλαμο ελέγχου της, αλλά χρειαζόταν η συνδρομή του χειριστή παραγωγής της, ο οποίος, μετά σχετική εντολή, που λάμβανε από το θάλαμο ελέγχου, ρύθμιζε την παροχή αέρα με τη χρήση μιας χειροκίνητης βάνας που βρίσκεται σε ένα πατάρι σε ύψος 4 μέτρων περίπου, ο χειρισμός της οποίας απαιτούσε μικρές και λεπτές κινήσεις. Κατά την αυτή ημεροχρονολογία (18.12.2010), ενώ ο ενάγων εκτελούσε την εργασία του στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της εναγομένης, η τελευταία, δια των κατωτέρω αναφερομένων αρμοδίων και εντεταλμένων οργάνων της - φυσικών προσώπων, του επέτρεψε, κατά την εργασία του στη μονάδα του θείου, μετά εντολή που έλαβε από τη μονάδα ελέγχου του θαλάμου, να ανεβεί στο πατάρι ύψους 4 μέτρων και να ρυθμίσει με τη χειροκίνητη βάνα την παροχή αέρα, χωρίς προηγουμένως να έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, ώστε να εκτελεστεί η ως άνω εργασία του με ασφάλεια. Συγκεκριμένα, η εναγομένη δεν φρόντισε για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος, κατά την παραμονή του στην προαναφερόμενη θέση εργασίας, στην οποία ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση ήταν ορατός, καθώς δεν μερίμνησε, ώστε το πιο πάνω αναφερόμενο πατάρι να διαθέτει και σε εκείνο το τμήμα, δηλαδή ακριβώς απέναντι και δίπλα από τη χειροκίνητη βάνα που είχε μέτωπο προς το κενό, προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο, όπως σταθερό σημείο αγκύρωσης για τη χρήση ζώνης ασφαλείας, ενώ, επιπλέον, δεν ενημέρωσε και δεν επέστησε την προσοχή στον ενάγοντα, με αφορμή την αλλαγή της διαδικασίας ρύθμισης της παροχής αέρα τους τελευταίους τρεις μήνες περίπου, για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η νέα θέση εργασίας ή για τον τρόπο, με τον οποίο αυτή θα μπορούσε να εκτελεστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτός (ενάγων), για να φτάσει στη χειροκίνητη βάνα, να πατήσει πάνω σε οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών με μόνωση, που διέρχεται παράλληλα με το άκρο του παταριού, και με την πλάτη γυρισμένη στο κενό να ισορροπήσει πάνω στο σωλήνα, ακουμπώντας με την πλάτη σε έναν άλλο ανενεργό, οριζόντιο σωλήνα παροχής αέρα, διαμέτρου 5 εκατοστών, που υπήρχε σε ύψος περίπου μέτρου από το πατάρι, να υποχωρήσει ο σωλήνας αυτός από τη στήριξη του και ο ενάγων, πριν προλάβει να αντιδράσει, να πέσει και να βρεθεί με ορμή στο έδαφος και να υποστεί από την πτώση του αυτή κάταγμα του 8ου θωρακικού σπονδύλου λόγω πτώσης εξ ύψους μετά συνοδού τραυματισμού του νωτιαίου μυελού, επιπλοκή από λοίμωξη μήνιγγος, θλάση πνευμόνων, παραπληγία από τη μεσότητα του κορμού και κάτω με πλήρη έκπτωση της κινητικής και αισθητικής λειτουργίας από τη μέση και κάτω και φυσικά των άκρων, υποδόριο οίδημα κατά το δεξιό κάτω άκρο άνευ θρομβώσεως, εξαιτίας των οποίων μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης του μυελού με επέκταση της αρχικής πεταλεκτομής, σπονδυλοδεσία και τοποθέτηση οστικού αλλομοσχεύματος, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε (και ακολουθεί ακόμη) πρόγραμμα αποκατάστασης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, με την κατάσταση της υγείας του να παρουσιάζεται μεν βελτιωμένη, πλην όμως με διατήρηση της κατάστασης παραπληγίας στα κάτω άκρα που τον έχει καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι. Από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, οπότε και σταμάτησε η αυτόματη λειτουργία της μονάδας θείου, έως και το χρόνο του ανωτέρω περιγραφέντος εργατικού ατυχήματος ο ενάγων, όπως και ορισμένοι ακόμη συνάδελφοι του χειριστές παραγωγής στις άλλες βάρδιες λειτουργίας του εργοστασίου της εναγομένης, εκτελούσαν την εργασία ρύθμισης της χειροκίνητης βάνας παροχής αέρα με τον προαναφερόμενο κινδυνώδη τρόπο, δηλαδή ανέβαιναν στο πατάρι που βρίσκεται σε ύψος 4 περίπου μέτρων από το έδαφος, πατούσαν πάνω σε ένα σωλήνα παροχής νερού διαμέτρου 15 εκατοστών τουλάχιστον που βρισκόταν σε ύψος 50 περίπου εκατοστών από το δάπεδο του παταριού και, αφού έστρεφαν το πρόσωπο τους προς τη βάνα, ακουμπώντας με την πλάτη τους για στήριξη έναν ανενεργό οριζόντιο σωλήνα, επιχειρούσαν με λεπτές κινήσεις των χεριών τους να ρυθμίσουν τη βάνα, ώστε να επιτύχουν την κατάλληλη παροχή αέρα, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς στη μονάδα. Ο ενάγων, όπως και άλλοι συνάδελφοι του, επέλεξαν τη συγκεκριμένη παράτολμη μέθοδο εργασίας, παρά την προφανή επικινδυνότητά της και την εξ αυτής ελλοχεύουσα απειλή κατά της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας, προκειμένου να εκτελέσουν με ακρίβεια, συνέπεια και αμεσότητα το χειρισμό της χειροκίνητης βάνας, ώστε να αποτρέψουν εγκαίρως τη δημιουργία προβλημάτων στη λειτουργία της μονάδας θείου. Δεν χρησιμοποιούσαν ζώνη ασφαλείας, διότι στην συγκεκριμένη θέση δεν υπήρχε σταθερό σημείο αγκύρωσης, παρά μόνο ενεργοί σωλήνες. Η παραπάνω κινδυνώδης θέση (εργασίας) και ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας, τόσο του ενάγοντος, όσο και άλλων συναδέλφων του, ήταν γνωστός στα κατωτέρω αναφερόμενα φυσικά πρόσωπα της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας. Παρόλα αυτά, ο τεχνικός ασφαλείας της εναγομένης, Θ. Ε. του Κ., δεν φρόντισε να υποδείξει και οι: α) Κ. Π. του Μ., διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης, β) Ε. Π. του Γ., Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου και γ) Ε. Κ. του Α., Αντιπρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, οι οποίοι (τρεις τελευταίοι), υπό τις ρηθείσες ιδιότητες τους, εκπροσωπούν δικαστικά και εξώδικα την εναγομένη εταιρεία, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση προστατευτικού προπετάσματος με επαρκές ύψος έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) ή άλλου ισοδύναμου αποτρεπτικού μέτρου, όπως είναι για παράδειγμα η τοποθέτηση σταθερού σημείου αγκύρωσης που θα επέτρεπε την ασφαλή χρήση ζώνης ασφαλείας, καθώς, όπως αποδείχθηκε από την πτώση και τον τραυματισμό του ενάγοντος, οι υπάρχουσες σωληνώσεις σε εκείνο το σημείο του παταριού δεν ήταν πρόσφορες και ικανές να εμποδίσουν την πτώση των εργαζομένων από μεγάλο ύψος, περίπου 4 μέτρων. Το γεγονός ότι ορισμένοι χειριστές παραγωγής εκτελούσαν εκείνη την περίοδο την ίδια εργασία, δηλαδή το άνοιγμα και κλείσιμο της χειροκίνητης βάνας παροχής αέρα, με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή με την επιδέξια χρήση βανόκλειδου ή με τη χρήση μικρού σκαλοπατιού, δεν αναιρεί και δεν αποκλείει την υπαίτια (και αξιόποινη) παράλειψη των προαναφερθέντων φυσικών προσώπων να λάβουν τα προαναφερόμενα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα ασφαλείας προς αποτροπή πτώσης και τραυματισμού εργαζομένων, αν και γνώριζαν τον τρόπο ρύθμισης της χειροκίνητης βάνας τόσο από τον ενάγοντα, όσο και από άλλους συναδέλφους του. Προσέτι, αποδείχθηκε ότι για το σοβαρό αυτό τραυματισμό του ενάγοντος σχηματίστηκε σε βάρος των προαναφερομένων τεσσάρων φυσικών προσώπων, οργάνων της εναγομένης, ποινική δικογραφία και παραπέμφθηκαν αυτοί να δικαστούν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, μεταξύ άλλων, και για την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, εκδοθείσας ήδη σχετικώς της με αριθμό 1950/25.11.2013 οριστικής απόφασης του ρηθέντος πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας καθένας από αυτούς (κατηγορουμένους) καταδικάστηκε, για την ανωτέρω πράξη, σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η προκληθείσα παραπληγία του ενάγοντος δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά, αλλά οι υπόλοιπες λειτουργίες του οργανισμού του αποκαταστάθηκαν σταδιακά και οι επιπλοκές αντιμετωπίστηκαν ικανοποιητικά, ώστε ο ενάγων είχε πλέον τη δυνατότητα να εργαστεί στην εναγομένη, αλλά με καθήκοντα διάφορα αυτών που αποτελούσαν αντικείμενο της ένδικης εργασιακής του σχέσης με την εναγομένη εταιρεία, ήτοι προσαρμοσμένα στην παραπληγία που του προκάλεσε το προαναφερθέν εργατικό ατύχημα. Για το λόγο αυτό, στις 3.10.2012, ζήτησε εγγράφως από την εναγομένη να δεχθεί μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας στις 15.10.2012 τις υπηρεσίες του με αλλαγή καθηκόντων του υπό τα δεδομένα της αναπηρίας του, αιτούμενος τον επανακαθορισμό εκ μέρους της εναγομένης των εργασιακών του καθηκόντων και την ανάθεση σε αυτόν εργασίας ανάλογης και συνάδουσας με τη νέα, μετά τον επελθόντα σοβαρό τραυματισμό του, κατάσταση της υγείας του. Στο σημείο αυτό άξιο επισημειώσεως είναι ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του από την εργασία του, για την οποία δεν είναι υπαίτιος ο ενάγων, η εναγομένη ενημερωνόταν ως προς την πορεία της ασθενείας του, εξ αιτίας της οποίας επιδοτείτο από το ΙΚΑ με επίδομα ασθενείας και από την συμπεριφορά του και ειδικά από τις δηλώσεις του στα προαναφερόμενα πρόσωπα της διοίκηση της εναγομένης ότι πρόκειται να επανέλθει στην εργασία του. Ο ενάγων μάλιστα εκδηλώνοντας σταθερά κατά την αποχή του την επιθυμία του να συνεχιστεί η εργασιακή σύμβαση πρότεινε την τοποθέτησή του σε κενή θέση αποθηκαρίου, ακόμα και στην Πύλη της Βιομηχανίας στις υποχρεώσεις των οποίων μπορούσε να αντεπεξέλθει. Οι εκπρόσωποι της εναγομένης κατά κατάχρηση του διευθυντικού τους δικαιώματος και κατ’ απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή του αρνήθηκαν να πράξουν τούτο όχι γιατί δεν υπήρχε άλλη θέση ανάλογη με τα προσόντα του αλλά επικαλούμενοι την Μελέτη Ασφαλείας Χερσαίων Εγκαταστάσεων της εναγομένης για τη συμμόρφωσή της στις ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας για την πρόληψη Βιομηχανικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης (ΒΑΜΕ, οδηγία ΣΕΒΕΖΟ) σύμφωνα με την οποία υφίσταται απαγόρευση εισόδου των προσώπων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) στις μονάδες παραγωγής αυτής. Ωστόσο η μελέτη αυτή σαφώς διαχωρίζει τα μέτρα ασφαλείας και τις απαγορεύσεις στα δύο διακριτά μέρη του εργοστασίου: στις μονάδες παραγωγής (που κατά νόμο είναι τα συγκροτήματα μηχανολογικού εξοπλισμού ενιαίας λειτουργίας που παράγουν ενδιάμεσα ημικατεργασμένα ή και τελικά προϊόντα πετρελαίου, όπως ορίζεται στην ΥΑ 34458/90) και στις βοηθητικές εγκαταστάσεις για τις οποίες δεν υπάρχει απαγόρευση εισόδου στα εν λόγω πρόσωπα (ΑΜΕΑ). Συναφώς η επιχείρηση, μπορούσε να τον τοποθετήσει σε θέση αποθηκαρίου ή σε μια θέση στην Πύλη της βιομηχανίας, όπως τούτο επιβαλλόταν να πράξει κατά τους κανόνες της καλής πίστης, εφόσον ο ενάγων είχε ζητήσει και αποδεχόταν να εργασθεί στις θέσεις αυτές και μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που η τοποθέτηση σε μια από αυτές συνεπαγόταν, διότι διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Εφόσον λοιπόν η εναγομένη αρνήθηκε να προσαρμόσει την απασχόλησή του στην φυσική του κατάσταση παρά τις δυνατότητες προσαρμογής ένταξης και υποβοήθησης- και να δεχθεί τις υπηρεσίες που πρόσφερε σ’ αυτήν κανονικά και με προσήκοντα τρόπο στην συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων, έγινε υπερήμερη και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σ’ εκείνον τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι στις 12.12.2012, η εναγομένη εταιρεία απέκρουσε και πάλι τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, γιατί έκρινε ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του (μεγάλη διάρκεια αποχής από την εργασία και "διαρκή ανικανότητα") ενείχε σιωπηρά δήλωση βουλήσεως περί οικειοθελούς αποχωρήσεώς του και μονομερή από αυτόν λύση της εργασιακής αυτής συμβάσεως και κατέθεσε στο αρμόδιο Γραφείο του υποκαταστήματος Ο.Α.Ε.Δ. Καβάλας την από 6.12.2012 με αριθμό πρωτοκόλλου ...12.12.2012 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Ενόψει των πιο πάνω συνθηκών και περιστάσεων, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή του ενάγοντος από την εργασία του, της μεγάλης διάρκειάς της και των πιο πάνω δηλώσεων του ενάγοντος, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η προαναφερθείσα ανυπαίτια, έστω και μακράς διαρκείας απουσία του ενάγοντος από την εργασία του, δεν συνιστά σιωπηρή εκ μέρους αυτού δήλωση βουλήσεως προς λύση της συμβάσεως εργασίας. Και ναι μεν η ασθένεια του ενάγοντος διήρκεσε επί μακρόν, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι η αποχή του συνιστά λύση της σύμβασης απ’ αυτόν. Διότι από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 4658/1930 και άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται από τις πιο πάνω διατάξεις, η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ. Ειδικότερα με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διαρκείας της, της μη υπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της συμβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως, ήτοι ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του μισθωτού για τη λύση από αυτόν της εργασιακής συμβάσεως. Βέβαια, δεν απαγορεύεται στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζομένου, τηρώντας όμως τις νόμιμες προϋποθέσεις για την καταγγελία της (έγγραφη καταγγελία και αποζημίωση). Επομένως ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς καταγγέλλοντας τη σύμβαση, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα η εναγομένη κατέστη υπερήμερη δανείστρια ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος και υπερήμερη οφειλέτρια ως προς την καταβολή των αποδοχών του μετά τις από 16.10.2012 και 12.12.2012 άκυρες καταγγελίες και είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σ’ εκείνον τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας από 16.10.2012 μέχρι και 28.2.2013, το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.282,48 ευρώ, [αναλυόμενο ως εξής: 809,16 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 16.10.2012 μέχρι 31.10.2012, καθώς και από 1.618,33 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας για κάθε έναν από τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2012, όπως και για κάθε έναν από τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2013] και για το χρονικό διάστημα από 1.3.2013 έως 30.6.2013, το χρηματικό ποσό των (4 μήνες Χ 1.899 ) 7.596 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές και αφού εν τω μεταξύ έκρινε ως μη νόμιμη ένσταση της εναγομένης, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, που αυτή είχε υποβάλει πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιόν του, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη υπ’ αριθ. 102/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με την οποία είχαν γίνει εν μέρει δεκτές οι δύο από 3.12.2012 και 26.2.2013 αγωγές του αναιρεσιβλήτου και είχαν επιδικασθεί σ’ αυτόν για αποδοχές υπερημερίας τα ποσά των 7.282,48 ως προς την πρώτη αγωγή και 7.596 ευρώ ως προς τη δεύτερη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, με το να δεχθεί δηλαδή ότι η προσήκουσα παροχή που προσέφερε ο αναιρεσίβλητος, ως εργαζόμενος, προς την αναιρεσείουσα εργοδότριά του, τόσο κατά την 16.10.2012 όσο και κατά την 12.12.2012, της οποίας η μη αποδοχή εκ μέρους της τελευταίας, οδήγησε στην υπερημερία της, είναι όχι αυτή που κατά την εργασιακή σύμβαση είχε αρχικά συμφωνήσει να προσφέρει, δηλαδή του χειριστή μονάδων παραγωγής, αλλά αυτή του αποθηκαρίου ή του υπαλλήλου στην πύλη της βιομηχανίας, ειδικότητες σε μία από τις οποίες όφειλε η αναιρεσείουσα, ασκώντας το διευθυντικό της δικαίωμα, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να τον εντάξει για να παρέχει την εργασία του, ενόψει της κατάστασης της υγείας του και της ηλικίας του, καθήκοντα που μπορούσε ευχερώς και είχε ζητήσει με σχετικά αιτήματά του να ασκήσει αυτός και ότι η άρνησή της να προσδιορίσει τα νέα, εν όψει της καταστάσεως υγείας του, καθήκοντα του ενάγοντος, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ. Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Δεν παραβίασε επίσης τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, 5 και 25 του Συντάγματος, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία των συμβάσεων, της φυσικής δηλαδή ευχέρειας του προσώπου να συνάπτει, προβαίνοντας σε συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως ή να μη συνάπτει συμβάσεις, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δεν πρόκειται περί της φυσικής ελευθερίας του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει συμβάσεις, αλλά περί ασκήσεως συγκεκριμένου δικαιώματος, δηλαδή του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη σε ισχύουσα σύμβαση εργασίας. Επομένως ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων αυτών, είναι αβάσιμος. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, της παραβιάσεως των άρθρων 657 και 658 ΑΚ, με το να δεχθεί ότι η αδυναμία του αναιρεσιβλήτου να εκπληρώσει την παροχή του δεν αποτελεί γεγονός που αίρει την υπερημερία της αναιρεσείουσας περί την αποδοχή της εργασίας του και να του επιδικάσει αποδοχές υπερημερίας για χρονικό διάστημα που δεν καλύπτεται από τα άρθρα αυτά, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε αδυναμία του αναιρεσιβλήτου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ενώ αυτή σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές της, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως αυτές έπρεπε, κατά καλόπιστη ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος από την αναιρεσείουσα, να έχουν προσδιοριστεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 περ. α’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, με το να εμμένει στην παροχή των υπηρεσιών του αναιρεσιβλήτου σύμφωνα με την αρχική μεταξύ τους σύμβαση και να μη δεχθεί να αναπροσαρμόσει και να προσδιορίσει αυτές, σύμφωνα με την μετά το εργατικό ατύχημα κατάσταση της υγείας αυτού, χωρίς τέτοιος ισχυρισμός να έχει προταθεί από τον αναιρεσίβλητο και ως επακόλουθο της παραδοχής της αυτής δέχθηκε ότι υπάρχει υπερημερία της και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο αποδοχές υπερημερίας. Από την επισκόπηση όμως των ενδίκων αγωγών του αναιρεσιβλήτου αυτός, όχι βεβαίως κατά πανηγυρική έκφραση, αλλά σαφώς σ’ αυτές, με περιγραφή της συμπεριφοράς της εναγομένης προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Ειδικότερα στην πρώτη από τις ένδικες αγωγές (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...6.12.2012) εκθέτει (σελ. 25-26) ότι "...ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου δεν ήταν παράνομη, ούτε η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι συνέτρεχε το κώλυμα απασχόλησής μου εντός των ορίων των χερσαίων εγκαταστάσεων της, ακόμη και εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν ενδεχομένως κατ’ εξαίρεση νόμιμη λόγω ασθενείας, τότε και πάλι η επίδικη καταγγελία είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, επειδή αποτελεί απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή μου ως ατόμου με αναπηρία. Η εναγόμενη όφειλε να προωθήσει εύλογες προσαρμογές στο εργασιακό της περιβάλλον στην κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής μου. Όφειλε δηλαδή να λάβει θετικά μέτρα για την απασχόλησή μου ως ατόμου με ειδικές ανάγκες, με βάση το ειδικό για τους αναπήρους προστατευτικό καθεστώς, χωρίς να διακόψει τη σύμβαση εργασίας μου με μοναδική αιτιολογία την αναπηρία μου. Η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη, είτε να τροποποιήσει το οργανόγραμμά της και να δημιουργήσει μια νέα θέση εργασίας στα υφιστάμενα τμήματα διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών και στο τμήμα προμηθειών και μεταφορών, με καθήκοντα που θα μπορούσα ευχερώς να εκτελέσω (διοικητικός υπάλληλος, γραμματέας, αποθηκάριος, τηλεφωνητής, οδηγός κλητήρας) είτε να διατηρήσει ή να επαναλειτουργήσει ή να μεταφέρει ένα τμήμα της δραστηριότητάς της εκτός των ορίων της εγκατάστασης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να με απασχολεί ως άτομο με αναπηρία, όπως ακριβώς συνεχίζει και απασχολεί τους αρτιμελείς συναδέλφους μου. Η υποχρέωση αυτή της εναγόμενης αναδεικνύεται εμφατικά από το γεγονός ότι η ίδια, δηλώνει δημόσια, ότι στις αρχές του έτους 2013 θα επεκτείνει τις δραστηριότητές της ενισχύοντας την τοπική απασχόληση και δημιουργώντας δεκάδες νέες θέσεις εργασίας. Η υποχρέωση της εναγόμενης και το αντίστοιχο δικαίωμά μου για απασχόληση με βάση το άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος, αφού ληφθεί υπόψη το νεαρό της ηλικίας μου, η εμπειρία μου, οι γνώσεις μου, η προοπτική του ενεργού εργασιακού μου βίου που εκτείνεται σε τουλάχιστον 30 χρόνια, επιβάλλει να αναγνωριστεί και εξ αυτού του λόγου η ακυρότητα της καταγγελίας και να εκδοθεί δικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες μου...με αλλαγή καθηκόντων που να προσαρμόζονται στις κατάσταση της υγείας μου, κατάλληλη και αντίστοιχη με τα προσόντα μου ως πτυχιούχου του τμήματος Μηχανολογίας του ΤΕΙ, δεδομένου ότι λόγω του βαρύτατου τραυματισμού μου, που μου προκάλεσαν οι πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων της εναγόμενης, και της κατάστασης στην οποία με έφερε, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας μου, τις εξαιρετικά μεγάλες ανάγκες που μου δημιουργεί η νέα μου κατάσταση (ειδικός εξοπλισμός, ειδικές διαμορφώσεις στην κατοικία μου, μεγάλες οικονομικές δαπάνες για ιατρικά αναλώσιμα κ.λ.π.) καθιστούν την ανωτέρω εργασία μου απολύτως απαραίτητη τόσο για την αντιμετώπιση της διατροφής μου και των εν γένει βιοποριστικών αναγκών μου, όσο και για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς μου και την αντιμετώπιση των ψυχικών και συναισθηματικών τραυμάτων που μου προκάλεσε ο βαρύτατος τραυματισμός μου κατά την εκτέλεση διατεταγμένης από την εναγόμενη υπηρεσίας", ενώ στην δεύτερη (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...4.3.2013), αφού περιγράφει το ιστορικό της εργασιακής σχέσεως πριν και κυρίως μετά το εργατικό ατύχημα και αναφέρει την άρνηση των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας να δεχθούν αναπροσαρμογή των καθηκόντων του, σύμφωνα με την μετά το ατύχημα κατάσταση της υγείας του, εκθέτει (σελ. 22,24-25, 31- 33) ".. η καλή πίστη, με το περιεχόμενο και την ένταση που αποκτά στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, αποτελεί το ειδικότερο θεμέλιο της υποχρέωσης πρόνοιας, η οποία και αυτή, όπως η καλή πίστη, αντλεί το περιεχόμενο της από το ίδιο το Σύνταγμα...Στο περιεχόμενο της υποχρέωσης πρόνοιας ανήκει η υποχρέωση για προστασία του μισθωτού, η οποία αρνητικά περιλαμβάνει την αποφυγή κάθε ενέργειας που μπορεί να βλάψει αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του και θετικά τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς την κατεύθυνση της προστασίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως, αποκτά η υποχρέωση πρόνοιας, όταν τίθεται θέμα απώλειας της θέσης εργασίας του εργαζομένου, καθόσον οι επιμέρους υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν ενισχύονται στις περιπτώσεις που το διακύβευμα είναι η ίδια η εργασιακή σχέση. Στο πεδίο αυτό η υποχρέωση πρόνοιας προσλαμβάνει το ειδικότερο περιεχόμενο της υποχρέωσης να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον του εργαζομένου να διατηρήσει την εργασιακή του σχέση, που συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση για ανεύρεση μιας λύσης προς την κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής του. Οι υποχρεώσεις αυτές του εργοδότη, που, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά, απορρέουν από την υποχρέωση πρόνοιας, δεν αποτελούν παρά ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της καλής πίστης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Και είναι φανερό, με βάση την αρχή αυτή, ότι ελέγχεται ως προς το κύρος της η χωρίς κανένα (αντικειμενικό) λόγο, η αδικαιολόγητη - αυθαίρετη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που θέτει η καλή πίστη. Πολλώ δε μάλλον, ελέγχεται ως άκυρη η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, στην περίπτωση που, λαμβανομένου υπόψη του λόγου της καταγγελίας, αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί και η εργασιακή σχέση να έχει διασωθεί με προσφυγή σε κάποια ηπιότερη λύση. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θα πρέπει να είναι το έσχατο μέσο αντιμετώπισης των αναγκών του εργοδότη. Επομένως, ελέγχεται δικαστικά για την περίπτωση της καταχρηστικής άσκησής της και από την άποψη της αναγκαιότητάς της για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον εργοδότη αντικειμενικού σκοπού αντιμετώπισης των αναγκών του. Ελέγχεται δηλαδή, εάν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη, ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του σκοπού της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η απασχόληση του υπό απόλυση εργαζομένου σε άλλη θέση, η μερική απασχόλησή του, ακόμη και με την χρήση της τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεώς του... Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στις υποχρεώσεις των εργοδοτών και στα δικαιώματα των εργαζομένων περιλαμβάνεται και η ασθένεια του μισθωτού, η οποία δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας από μέρους των εργοδοτών. Κατά το χρόνο ασθενείας του μισθωτού η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται, ο δε μισθός καταβάλλεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες ορίζει ο νόμος. Η υπαιτιότητα του μισθωτού δεν ερευνάται στην ασθένεια και δεν εξετάζεται εάν η ασθένεια επήλθε στην εργασία ή από άλλη αιτία ή από ατύχημα. Με την ασθένεια εξομοιώνεται και το εργατικό ατύχημα, ανεξάρτητα μάλιστα εάν αυτό έχει συμβεί εντός του χώρου εργασίας ή εκτός εργασίας. Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί ότι ανικανότητα του εργαζόμενου, εξ αιτίας της ασθένειάς του, να παράσχει την εργασία που παρείχε και προηγουμένως και η για το λόγο αυτό αποχή από την εργασία του πέρα από τα χρονικά όρια που ορίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2121/1920, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται κατά τα άρθρα 288, 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει. Ο μισθός καταβάλλεται στον εργαζόμενο, εφόσον αποδεικνύεται ότι η απουσία του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Εξάλλου, υπάρχει υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει το μισθό του εργαζομένου, και στην περίπτωση .ασθενείας ή ατυχήματος του εργαζομένου, που προέρχεται από την υπαιτιότητα τρίτου, πολύ δε περισσότερο όταν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη και μάλιστα με πηγή τη μη λήψη μέτρων ασφαλείας παρά το ότι έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο. Οι υποχρεώσεις των εργοδοτών για τους σε ασθένεια ευρισκόμενους μισθωτούς (και τους εξομοιούμενους με αυτούς υποστάντες εργατικό ατύχημα) συνίσταται στη διατήρηση της σύμβασης εργασίας και στην καταβολή του μισθού. Ο εργαζόμενος δικαιούται από την πρώτη ημέρα της ασθένειάς του κανονικά τις αποδοχές του... Ειδικά ως προς την ασθένεια του εργαζόμενου σε σχέση με τη βούλησή του για διατήρηση ή καταγγελία της σύμβασης εργασίας στο άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν.4558/1930, ορίζονται: "Αποχή υπαλλήλου απόχης εργασίας, οφειλουμένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού. Ως βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρεις μήνας δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέων των δέκα ετών, τέσσαρας μήνας δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών και έξι μήνας διά τους υπηρετούντος επί χρόνον ανώτερον των δέκα πέντε ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση αποχής του εργαζόμενου από την εργασία του λόγω ασθένειας, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται σ’ αυτές, η λύση ή όχι της εργασιακής σύμβασης κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση...Επικουρικά, και στην υποθετική, περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εναγόμενη δεν προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου εξ αιτίας της παράστασής μου ως πολιτικώς ενάγοντος κατά των κατηγορουμένων - νομίμων εκπροσώπων και - υπευθύνων της και από την άσκηση της υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ...2012 αγωγής μου, αλλά υπήρχε απλή αδυναμία αποδοχής των υπηρεσιών μου με βάση τα αρχικά καθήκοντά μου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου και πλήρης άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών μου από την εναγόμενη είναι παράνομη, άκυρη και καταχρηστική επειδή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, την υποχρέωση πρόνοιας, είναι αδικαιολόγητη, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, αφού η εναγόμενη επέλεξε το έσχατο μέσο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μου, αντί να αναζητήσει μια ηπιότερη, εφικτή, νόμιμη και βάσιμη λύση για να συνεχιστεί η απασχόλησή μου και να διασωθεί η θέση εργασίας μου, με δεδομένη την τεράστια κερδοφορία της και τη διατήρηση εκατοντάδων άλλων θέσεων εργασίας. Συγκεκριμένα: η εναγόμενη όφειλε να μην προβεί σε καταγγελία, της σύμβασης εργασίας μου, αλλά να προβεί σε τροποποίησή της ως προς τα καθήκοντά μου και να με τοποθετήσει σε θέση εργασίας στο κτήριο διοίκησης ως απλό διοικητικό υπάλληλο στα γραφεία σε ένα από τα τμήματα της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών ή στο τμήμα Προμηθειών και Μεταφορών ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση εργασίας με καθήκοντα ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητές μου εναρμονισμένα με την κατάσταση παραπληγίας στην οποία βρίσκομαι. Επικουρικά θα μπορούσε η εναγόμενη να μου αναθέσει καθήκοντα οδηγού, κλητήρα, ή έστω υπεύθυνου Πύλης. Θα μπορούσε τέλος να μου αναθέσει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα εκτός των εγκαταστάσεών της...Κατά συνέπεια, μη τηρώντας η εναγομένη την αρχή της αναλογικότητας, προτείνοντας και εφαρμόζοντας εναλλακτικά και οπωσδήποτε ηπιότερα της καταγγελίας μέσα για την προσαρμογή της σύμβασης εργασίας μου στη νέα κατάσταση της υγείας μου (για την οποία ούτως ή άλλως είχε η ίδια τη ευθύνη) γίνεται σαφές ότι η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, αφού και υπό τα επικουρικώς εκτιθέμενα ως άνω περιστατικά, η απόλυσή μου υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης, καθώς και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) και ως εκ τούτου, θεωρείται ως μηδέποτε γενόμενη. Εντελώς επικουρικά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου δεν ήταν παράνομη, ούτε η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι συνέτρεχε το κώλυμα απασχόλησής μου εντός των ορίων των χερσαίων εγκαταστάσεων της, ακόμη και εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν ενδεχομένως κατ’ εξαίρεση νόμιμη λόγω ασθενείας, τότε και πάλι η επίδικη καταγγελία είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, επειδή αποτελεί απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή μου ως ατόμου με αναπηρία. Η εναγόμενη όφειλε να προωθήσει εύλογες προσαρμογές στο εργασιακό της περιβάλλον στην κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής μου. Όφειλε δηλαδή να λάβει θετικά μέτρα για την απασχόλησή μου ως ατόμου με ειδικές ανάγκες, με βάση το ειδικό για τους αναπήρους προστατευτικό καθεστώς, χωρίς να διακόψει τη σύμβαση εργασίας μου με μοναδική αιτιολογία την αναπηρία μου. Η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη, είτε να τροποποιήσει το οργανόγραμμά της και να δημιουργήσει μια νέα θέση εργασίας στα υφιστάμενα τμήματα διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών και στο τμήμα προμηθειών και μεταφορών, με καθήκοντα που θα μπορούσα ευχερώς να εκτελέσω (διοικητικός υπάλληλος, γραμματέας, αποθηκάριος, τηλεφωνητής, οδηγός κλητήρας) είτε να διατηρήσει ή να επαναλειτουργήσει ή να μεταφέρει ένα τμήμα της δραστηριότητάς της εκτός των ορίων της εγκατάστασης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να με απασχολεί ως άτομο με αναπηρία, όπως ακριβώς συνεχίζει και απασχολεί τους αρτιμελείς συναδέλφους μου. Η υποχρέωση αυτή της εναγόμενης αναδεικνύεται εμφατικά από το γεγονός ότι η ίδια, δηλώνει δημόσια, ότι στις αρχές του έτους 2013, θα επεκτείνει τις δραστηριότητές της ενισχύοντας την τοπική απασχόληση και δημιουργώντας δεκάδες νέες θέσεις εργασίας. Η υποχρέωση της εναγομένης και το αντίστοιχο δικαίωμά μου για απασχόληση με βάση το άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος, αφού ληφθεί υπόψη το νεαρό της ηλικίας μου, η εμπειρία μου, οι γνώσεις μου, η προοπτική του ενεργού εργασιακού μου βίου που εκτείνεται σε τουλάχιστον 30 χρόνια, επιβάλλει να αναγνωριστεί και εξ αυτού του λόγου η ακυρότητα της καταγγελίας και να - εκδοθεί δικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες μου. Επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" , κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου και αντέφεσης. Τέτοια αίτηση είναι και η επικουρική αγωγή (ΑΠ 179/2016, 184/2008), η οποία ασκείται είτε στο ίδιο δικόγραφο με την κύρια αγωγή, ως επικουρική βάση αυτής (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε με αυτοτελές δικόγραφο (άρθρο 219 παρ. 2 ΚΠολΔ) και η εξέτασή της γίνεται υπό την προϋπόθεση της απόρριψης της κυρίας βάσεως ή της κυρίας αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, στην πρώτη από τις συνεκδικασθείσες ένδικες αγωγές του (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...6.12.2012) ο ενάγων (αναιρεσίβλητος), εξέθετε ότι προσελήφθη στις 6.7.2007 από την εναγομένη (αναιρεσείουσα) με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, ως χειριστής μονάδων παραγωγής, με τον αναφερόμενο μισθό, εργασθείς υπό την ιδιότητά του αυτή μέχρι τις 18.12.2010, οπότε, λόγω του περιγραφόμενου εργατικού ατυχήματος, οφειλομένου σε αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας, κατέστη, ένεκα αναπηρίας, ανίκανος να παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία προς την εργοδότριά του, γεγονός το οποίο η τελευταία γνώριζε. Ότι, επομένως, η παροχή της πραγματικής και προσήκουσας εργασίας του προς την εναγομένη κατέστη αδύνατη από πταίσμα της τελευταίας, η οποία, για το λόγο αυτό, δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης της προς αντιπαροχή (καταβολή μισθών). Ότι, μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας και την αποκατάσταση των λοιπών λειτουργιών του οργανισμού του, ενημέρωσε προφορικώς και εγγράφως την εναγομένη ότι είναι διαθέσιμος και έτοιμος για παροχή προς αυτήν των υπηρεσιών του με βάση την ενεργή σύμβαση εργασίας του, με αλλαγή όμως, λόγω της παραπληγίας του, κατά καλόπιστη ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, των ανατεθειμένων σε αυτόν με την ενεργή αρχική σύμβαση καθηκόντων, που προϋποθέτουν απασχόληση απόλυτα υγιούς (και όχι παραπληγικού, όπως ο ίδιος) εργαζομένου, με τα προσδιοριζόμενα νέα καθήκοντα, τα οποία θα μπορούσε και στην κατάσταση της υγείας που βρισκόταν μετά τον τραυματισμό του να ασκήσει. Ότι η εναγομένη, από λόγους εκδικητικότητας, εμπάθειας και εχθρότητας προς το πρόσωπο του, αρνείται καταχρηστικά να αποδεχθεί τις προσηκόντως - υπό τις νέες συνθήκες, μετά το ατύχημα και την εξ αυτού αναπηρία του (ενάγοντος) - προσφερόμενες υπηρεσίες του, γεγονός που ισοδυναμεί με σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, από 16.10.2012, άλλως από 7. 9.2012, η οποία, όμως (καταγγελία), είναι άκυρη, επειδή δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο, καθώς και επειδή δεν προσφέρθηκε, ούτε και καταβλήθηκε στον ενάγοντα η οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση, λόγω, επιπλέον, και της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος εκ μέρους της εναγομένης και της μη τήρησης υπ’ αυτής της αρχής της αναλογικότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, μεταξύ άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 16.10.2012 καταγγελίας της συμβάσεώς του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 16.10.2012 έως 28.2.2013, που δεν δεχόταν τις υπηρεσίες του, το συνολικό ποσό των 7.282, 48 ευρώ. Στην δεύτερη από τις συνεκδικασθείσες αγωγές (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...4.3.2013) ο ενάγων, αφού παρέθετε το περιεχόμενο της πρώτης αγωγής, περαιτέρω εξέθετε ότι μετά την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της πρώτης αγωγής του, η εναγομένη, διά των αρμοδίων οργάνων της, ανήγγειλε μονομερώς, στις 12.12.2012, στο αρμόδιο γραφείο του υποκαταστήματος του Ο.Α.Ε.Δ. Καβάλας, τη λύση της εργασιακής του σχέσης με την εργοδότρια εταιρεία λόγω της υποτιθέμενης οικειοθελούς αποχώρησής του, χωρίς ποτέ να του γνωστοποιήσει με κάποιο πρόσφορο τρόπο την εν λόγω αναγγελία της. Ότι η αναγγελία αυτή θεωρείται ως δεύτερη καταγγελία της συμβάσεώς του από την εναγομένη, η οποία είναι άκυρη για τους ίδιους ως άνω λόγους που είναι άκυρη και η γενομένη προηγούμενη (πρώτη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Με βάση το ιστορικό αυτό και με τη δήλωση ότι "την αγωγή αυτή ασκεί επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η επίδικη σχέση εργασίας ήταν σε ισχύ μέχρι 6.12.2012 (από προφανή παραδρομή αναφέρεται στην αγωγή 6.6.2012), μόνο στην περίπτωση αυτή και προς το σκοπό της πλήρους διαφύλαξης των εργασιακών του δικαιωμάτων και με τη ρητή επιφύλαξη της βασιμότητας της ανωτέρω πρώτης αγωγής του" ζήτησε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της γενομένης, με την από 12.12.2012 δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης, στο υποκατάστημα Καβάλας του Ο.Α.Ε.Δ., καταγγελίας της συμβάσεώς του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.3.2013 έως 30.6..2013 που δεν δεχόταν τις υπηρεσίες του, το συνολικό ποσό των 7.596 ευρώ. Κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, με τη δεύτερη αυτή αγωγή , προσβάλλεται η, θεωρουμένη από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ως δεύτερη καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, από 6.12.2012, κατατεθείσα υπό της αναιρεσείουσας εναγομένης στα γραφεία του ΟΑΕΔ την 12.12.2012, δήλωση μονομερούς αποχωρήσεώς του από την εργασία, για την περίπτωση που η πρώτη αγωγή γίνει δεκτή και θεωρηθεί άκυρη η προσβαλλομένη με αυτή από 18.10.2012 καταγγελία της συμβάσεώς του από την εναγομένη, διότι μόνο τότε θα ήταν ενεργής η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και όχι στην περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η πρώτη αγωγή, οπότε θα θεωρείτο η πρώτη καταγγελία αυτής έγκυρη, με σκοπό να διατηρηθεί σε ισχύ η σύμβαση εργασίας και μετά την 12.12.2012, με την ακύρωση της, θεωρουμένης ως καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης, δήλωσης περί οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία και ζητούνται αποδοχές υπερημερίας για χρονικό διάστημα επόμενο εκείνου για το οποίο ζητήθηκαν με την πρώτη αγωγή. Δεν πρόκειται δηλαδή περί επικουρικά κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ ασκηθείσας αγωγής. Επομένως το Εφετείο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε ερευνηθεί και είχε γίνει εν μέρει δεκτή η δεύτερη αυτή αγωγή, καίτοι δεν είχε απορριφθεί η πρώτη αγωγή, δεν επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και συνεπώς ο τέταρτος, αληθώς από τον αριθμό 9 και όχι 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι κακώς δίκασε την δεύτερη αγωγή, εφόσον δεν απορρίφθηκε η πρώτη είναι αβάσιμος. Tο κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, δικαίωμα του εργαζομένου για τους μισθούς υπερημερίας (όπως κάθε δικαίωμα) απαγορεύεται να ασκείται καταχρηστικά, ήτοι καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του (ΑΠ 1212/2013). Για να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 656 εδ. β’ και 281 ΑΚ καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται εκτός των άλλων και α) δόλια και κακόβουλη αποφυγή ανεύρεσης και παροχής εργασίας και δεν αρκεί ότι ο ακύρως απολυθείς δεν άνευρε άλλη εργασία από αμέλεια, β) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή ωφελείας που αποκόμισε από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 223/2014). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα πρόβαλε πρωτοδίκως με συνοπτική προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και πλήρη ανάπτυξη με τις προτάσεις ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου να ζητήσει με τις ένδικες αγωγές του αποδοχές υπερημερίας. Συγκεκριμένα για τη θεμελίωση της ενστάσεώς της αυτής, κατά παραδοχή της οποίας ζήτησε την απόρριψη των αγωγών, ισχυρίσθηκε ότι "ο ενάγων θα μπορούσε να υποβάλλει, λόγω της κατάστασης της υγείας του και για όσο χρόνο παραμένει στην κατάσταση αυτή, αίτηση προς τον ασφαλιστικό του φορέα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τη χορήγηση σε εκείνον σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος (τόσο κύριας όσο και επικουρικής) με ταυτόχρονη χορήγηση επιδόματος απόλυτης αναπηρίας και εξωιδρυματικού επιδόματος (παραπληγίας), αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα ηθελημένα αδρανής αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και εντελώς κακόβουλα να επιδιώξει τη χορήγηση σε εκείνον συντάξεως με τα ως άνω πρόσθετα επιδόματα, αν και έχει όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις..., ενεργώντας όμως εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση προδήλως κακόπιστα, προτιμά ηθελημένα να αδρανεί ελπίζοντας ότι θα εισπράττει τους αιτούμενους από αυτόν υποτιθέμενους μισθούς υπερημερίας, παρότι εφόσον η αναπηρία του οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, δικαιούται να λάβει σύνταξη άσχετα με το χρόνο ασφάλισης του στο ΙΚΑ....Ήταν σε κάθε περίπτωση ευχερές για τον ενάγοντα να υποβάλει την ως άνω αίτηση για χορήγηση σε εκείνον σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος (τόσο κύριας όσο και επικουρικής) με ταυτόχρονη χορήγηση επιδόματος απόλυτης αναπηρίας και εξωιδρυματικού επιδόματος (παραπληγίας), κατά το διάστημα της επίδικης περιόδου υποτιθεμένης υπερημερίας μας, εισπράττοντας τα ίδια ακριβώς καθαρά χρήματα που θα εισέπραττε εργαζόμενος σε εμάς. Όμως ο αντίδικος εξόφθαλμα αδράνησε σκοπίμως και αδικαιολογήτως, αποβλέποντας έτσι στην εξασφάλιση εισοδήματος από την εταιρεία μας με μοναδικό σκοπό να την ζημιώσει, εκδικούμενος εμμέσως αυτήν για τη (δικαιολογημένη και καθ’ όλα νόμιμη) στάση της απέναντι του. Σε επίρρωση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του αντιδίκου επαγόμαστε και πάλι ότι η εταιρεία μας μετά τον τραυματισμό του αντιδίκου (και παρά το ότι επαναλαμβάνουμε για μια ακόμη φορά δεν έχουμε την παραμικρή υποτιθέμενη ευθύνη) κατέβαλλε στον ενάγοντα το ποσό των 12.074, 15 ευρώ το οποίο (μαζί με το ποσό των 18.229, 75 ευρώ που έλαβε ο αντίδικος από το ΙΚΑ και μαζί με το ποσό των 6.846 ευρώ που έλαβε ο ενάγων από την ασφαλιστική εταιρεία ...) καλύπτουν τη μισθοδοσία του ωσάν να είχε εργαστεί αυτός από τις 18.12.2010 έως και τις 15.10.2012, επίσης η εταιρεία μας κατέβαλλε στον αντίδικο προς κάλυψη (κατά το χρονικό διάστημα από τις 1.2.2011 έως τις 13.6.2012) αμοιβών ιατρών, κλινικών και νοσηλίων εντός και εκτός Ελλάδας (στη Γερμανία), για αεροπορικά εισιτήρια κ.τ.λ. το επιπλέον ποσό των 168.828, 30 ευρώ, καθώς επίσης η ασφαλιστική εταιρεία ... στην οποία ο ενάγων ήταν από εμάς, που καταβάλλαμε τα ασφάλιστρα, ασφαλισμένος, κατέβαλλε στον αντίδικο από τις 17.3.2011 έως τις 21.11.2012 το επιπλέον ποσό των 21.333, 45 ευρώ. Με άλλα λόγια, στον αντίδικο έχουμε εμείς κατά τα ανωτέρω καταβάλλει το συνολικό ποσό των 180.902, 45 ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθεί και το επιπλέον ποσό των 21.333, 45 ευρώ που του κατέβαλλε η ασφαλιστική εταιρεία ..., ήτοι συνολικά του καταβλήθηκαν 202.235,90 ευρώ". Την ένσταση αυτή την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επανέφερε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Εφετείου με σχετικό λόγο εφέσεως. Το λόγο αυτό εφέσεως απέρριψε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του με την εξής αιτιολογία: "Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) που η εναγομένη επικουρικά πρόβαλε πρωτόδικα και επαναφέρει στο δεύτερο βαθμό με λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν είναι νόμιμη, καθόσον τα επικαλούμενα περιστατικά (μη υποβολή αίτησης του ενάγοντα προς τον ασφαλιστικό του φορέα (Ι.Κ.Α.) για χορήγηση σε αυτόν σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος, κάλυψη του κόστους νοσηλείας αυτού από την εναγομένη ) και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ. Λεκτέον ότι τα ζητήματα της αναπηρίας εντάσσονται κατά κύριο λόγο στην κοινωνική ασφάλιση και η κοινωνική προστασία των ατόμων με αναπηρία θεωρείται ως ειδικότερη έκφανση του γενικού δικαιώματος στην κοινωνική πρόνοια, όμως το κρίσιμο στοιχείο, δεν είναι η έξοδος αλλά η είσοδος και η παραμονή των αναπήρων στην αγορά εργασίας, που αφορά προεχόντως την προάσπιση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα παρατιθέμενα ποσά που ωφελήθηκε ή παρέλειψε να ωφεληθεί ο αναιρεσίβλητος, δεν συνδέονται αιτιωδώς, κατά την ανωτέρω έννοια, με την ένδικη υπερημερία της αναιρεσείουσας και ως εκ τούτου ο σχετικός του ισχυρισμός ήταν μη νόμιμος. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί όμως ο παραπάνω λόγος, απαιτείται το δικαστήριο της ουσίας να έχει επιληφθεί αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου. ‘ Αρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 12/2016, 2/2016). Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί με την προσβαλλομένη απόφασή του πως η αναιρεσείουσα κατέστη υπερήμερη και υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο αποδοχές υπερημερίας, διότι η άρνησή της αφενός να επανακαθορίσει τα εργασιακά καθήκοντα του αναιρεσιβλήτου και να αναθέσει σ’ αυτόν εργασία ανάλογη και συνάδουσα με τη νέα μετά τον τραυματισμό του κατάσταση της υγείας του και αφετέρου να αποδεχθεί τις τροποποιημένες υπηρεσίες που ο αναιρεσίβλητος της προσέφερε, αποτελεί καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος και απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση, παραβίασε το δεδικασμένο που παρήχθη από την πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία απέρριψε το αγωγικό αίτημα και των δύο αγωγών για επαναπρόσληψη του αναιρεσιβλήτου από την αναιρεσείουσα και απασχόλησή του με αλλαγή καθηκόντων του προσαρμοσμένων στην κατάσταση της υγείας του μετά το εργατικό ατύχημα, σε μια από τις αναφερόμενες στις αγωγές θέσεις εργασίας, με τις αιτιολογίες αφενός μεν ότι η αποδοχή των αιτημάτων αυτών θα έθιγε το διευθυντικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας, αφετέρου δε ότι η αναιρεσείουσα δεν υποχρεούται να συμπράξει στην τροποποίηση των όρων εργασίας του αναιρεσιβλήτου και ότι η άρνησή της αυτή είναι ανεξέλεγκτη ακόμη και αν ασκείται καταχρηστικά, η οποία πρωτοβάθμια απόφαση κατά την κρίση της επί του ζητήματος αυτού δεν προσεβλήθη με την έφεση και κατέστη έτσι ως προς αυτό τελεσίδικη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο καθόλου δεν ερεύνησε τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων δεδικασμένου ούτε δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, από την πρωτοβάθμια απόφαση επί του ως άνω αναφερομένου ζητήματος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23.11.2015, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ...25.11.2015, αίτηση και τους από 31/5/2016 πρόσθετους λόγους της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε." κατά του Γ. Π. του Ι., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 255/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Οκτωβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17Δεκεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μίσθωση εργασίας. Πότε η αποχή του μισθωτού από την εργασία του μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης. Αδυναμία του μισθωτού να παράσχει την εργασία του, που οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη. Δεν αποτρέπει ούτε αίρει την υπερημερία του τελευταίου. Καλή πίστη. Μόνο η λόγω της ασθένειας του μισθωτού ανικανότητά του να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένων και η εντεύθεν αποχή του απ΄ αυτήν πέρα από τα νόμιμα όρια σε περίπτωση ασθένειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την καλή πίστη, ως σιωπηρή απ΄ αυτόν καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν ο εργοδότης μπορεί να του αναθέσει άλλη εργασία, την οποία είναι ικανός να παράσχει, πράγμα που ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη από την καλή πίστη υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη έναντι των μισθωτών του, αλλά κατά καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν το κάνει. Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργαζόμενου να λάβει μισθούς υπερημερίας. Στοιχεία για την ευδοκίμηση της σχετικής ενστάσεως του εργοδότη. Μεταξύ αυτών ο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αποδοχών που παράλειψε ο μισθωτός να πορισθεί και της υπερημερίας του εργοδότη. Αναίρεση. Λόγοι. Παραβίαση δεδικασμένου. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αναιρετικής πλημμέλειας.
Άκυρη απόλυση
Άκυρη απόλυση, Αποδοχές υπερημερία.
0
Αριθμός 752/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουφογιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε." (...), που εδρεύει στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σούμπαση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/9/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 623/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 2698/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/4/2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 21/1/2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Γεωργίου Παπαηλιάδη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθ. 3 παρ.1 α.ν. 539/1945 κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος "υποκείμενη") επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές κ.λ.π. και λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικοτέρου κοινωνικού συμφέροντος απ...λούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενεστέρων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ’ επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011), υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να ληφθεί και θεωρηθεί η περιεχομένη στην ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, εναλλακτική-διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των καθορισμένων για την περίπτωση αυτήν με συλλογική σύμβαση αποδοχών. Περαιτέρω κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 της υπ’ αριθμόν 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου" (ΦΕΚ Α’ 742), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα, είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου, κατά δε το εδάφιο β’ της ως άνω διάταξης στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ενδεικτικά α) οι προσαυξήσεις της νομίμου και τακτικώς παρεχομένης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίνονται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας, ενώ κατά το εδάφιο γ’ αυτής στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η συμπληρωματική αμοιβή για υπερεργασία και μάλιστα όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επαναλήψεως από τη φύση της σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη. Από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου", 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες με τις "τακτικές αποδοχές" της παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήπ... άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (ολ. ΑΠ 16/2011, 5/2011). Εξ άλλου, με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ. 1 ια’ , ιβ’ , ιγ’ και 2 που προστέθηκε με την από 10.5.1985 όμοια ΕΣΣΕ) που έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης ... ΑΕ και της συνδικαλιστικής οργάνωσης ΟΜΕ-..., ορίσθηκαν ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας τα εξής : 1)... ια) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων-Νέου έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες που έγινε από 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, δδ) του 1/2 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. ιβ) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του έτους και δδ) του 1/24 του επιδόματος κανονικής αδείας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. ιγ) Το επίδομα κανονικής αδείας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο τον μήνα, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. To επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά: αα) το 1/24 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε στην διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες που έγινε στην διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά τον χρόνο οποιασδήπ... άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού του ... τέθηκε σε ισχύ και ο νέος ΓΚΠ-..., στο άρθ. 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα εξής: " 3. Επιδόματα εορτών. Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστ... κειμένων διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα. 4. Επίδομα κανονικής αδείας. Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής αδείας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Με το άρθ. 13Β του ίδιου ως άνω νέου ΓΚΠ-... ορίσθηκε σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης ότι "το προσωπικό μετά την συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος) δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ.) και αποφάσεις ΔΣ-...". Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι από 1.1.1985 που άρχισε να ισχύει η από 14.3.1985 ΕΣΣΕ τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονταν σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην ως άνω ΕΣΣΕ τρόπο, δηλ. με βάση τον μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερομένους χρόνους. Όμως, ο τρόπος αυτός υπολογισμού τροποποιήθηκε με το νέο ΓΚΠ-..., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10.6.1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ’ αυτόν ορίζεται, ως προς τα επιδόματα εορτών, ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ "επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ". Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα. Ως προς τις αποδοχές αδείας, ενώ στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ-... ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ... δικαιούται για κανονική άδεια "αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας...". Ενόψει της ως άνω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα την σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του άρθ. 5 παρ.2 της από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, που όριζε, και μάλιστα αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για νυκτερινή εργασία και εργασία Κυριακών και λοιπών εξαιρεσίμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθ. 50 του νέου ΓΚΠ-... ορίζεται ρητά ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου αυτού Κανονισμού και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη και ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες (oλΑΠ 16/2011, ΑΠ 129/2016, 204/2015). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (oλ.ΑΠ 36/1988, oλ.ΑΠ 7/2006, oλΑΠ 2/2013, ΑΠ 129/2014, 1632/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 220/2012, 181/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθ.561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η ήδη αναιρεσείουσα εξέθεσε, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη ... ΑΕ την 1.11.1989 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του διοικητικού προσωπικού και υπηρετεί μέχρι την άσκηση της αγωγής με τον βαθμό Δ.Β, ότι η εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.12.2004 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που της κατέβαλλε με βάση τις τακτικές αποδοχές της, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που ελάμβανε σταθερά και ανελλιπώς για νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία που πραγματοποιούσε σταθερά και μόνιμα στην εναγομένη, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή, ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εισέπραξε από την εναγομένη για υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, εργασία Κυριακών και αργιών και νυκτερινή εργασία τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή ποσά, που η εναγομένη δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές της, με βάση τις οποίες υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που της κατέβαλε και ότι για την αιτία αυτή της οφείλει την προκύπτουσα διαφορά, συνολικού ποσού 6.853 ευρώ με βάση δε τα περιστατικά αυτά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο, κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή διακρίσεις. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, ότι η αγωγή "καίτοι επαρκώς ορισμένη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το ορισμένο αυτής και ειδικότερα την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, τον καταβαλλόμενο στην ενάγουσα κατ’ έτος μέσο μηνιαίο μισθό, τις ώρες απασχόλησης της κάθε μήνα κατά τις Κυριακές, τις νύχτες και την υπερεργασία καθώς και τις ληφθείσες αμοιβές για την εν λόγω απασχόληση, κατά τρόπο ώστε να προκύπτουν με σαφήνεια οι αιτούμενες διαφορές, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η ενάγουσα αιτείται με αυτή την διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτήν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις, και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά ώφειλε να υπολογίσει η εναγομένη με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ-..., ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλούμενη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή της, χωρίς, ωστόσο, να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητά αυτής, τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της, υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται ανεπίτρεπτος, διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και αδείας". Με τις παραδοχές αυτές, αφού έκανε δεκτή την έφεση, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή. Κρίνοντας, όμως το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, ως μη νόμιμη την αγωγή εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Πράγματι, αν και ορθώς παρέθεσε και ερμήνευσε τις διατάξεις αυτές στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, στον οποίο προέβη, στη συνέχεια πλημμελώς υπήγαγε σ’ αυτές το ιστορικό της αγωγής και κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι μη νόμιμη. Διότι η ενάγουσα, με το να εκθέσει στην αγωγή ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, κατά τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, του επιδόματος αδείας και των αποδοχών αδείας έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψη και οι πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες σταθερά λάμβανε για την παροχή υπερεργασίας και εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες και, στη συνέχεια, με το να παραθέσει στην αγωγή τις πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες, κατά μήνα και συνολικά, είχε λάβει κατ’ έτος μέσα στο ένδικο χρονικό διάστημα, εκπλήρωσε επαρκώς το δικονομικό βάρος επίκλησης προκειμένου να θεμελιώσει την αγωγή της στο νόμο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων των πιο πάνω πρόσθετων παροχών (υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών ή αργιών και κατά τη διάρκεια της νύκτας) είναι καθόλα εφικτός ο προσδιορισμός του μέσου όρου των επί μέρους διαφορών ειδικά στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα διαστήματα από 1.5 έως 31.12 και από 1.1 έως 30.4 αντίστοιχα (και όχι ο μέσος όρος των διαφορών ανά έτος), σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981. Η επαλήθευση του ύψους του, με βάση τα στοιχεία αυτά, οφειλόμενου ποσού για δώρα εορτών, επίδομα αδείας και αποδοχές αδείας ήταν ζήτημα ουσιαστικής δικαστικής διάγνωσης και τα τυχόν λάθη της ενάγουσας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού δεν καθιστούσαν την αγωγή μη νόμιμη. Και ακόμη, η τυχόν εκ μέρους της εναγομένης καταβολή για την ίδια αιτία κάποιων ποσών με το μερικό συνυπολογισμό (κατά το 1/8) των πρόσθετων αμοιβών κατά τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών κ.λ.π., τα οποία θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αιτούμενα με την αγωγή, απ...λούσε δικονομικό βάρος της εναγομένης, υπό την έννοια ότι, αν και καθ’ υποφορά και σύμφωνα με το καθήκον της αληθείας (ΚΠολΔ 116) θα έπρεπε να έχει αναφερθεί από την ενάγουσα, μπορούσε να προβληθεί από την εναγομένη ως ισχυρισμός μερικής εξόφλησης ή, επικουρικώς, συμψηφισμού. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο επισημαίνονται οι πλημμέλειες αυτές και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Ο ίδιος μοναδικός λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι άφησε αδίκαστη αίτησή της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα το μέρος της αγωγής της, που αναφέρεται στις αποδοχές άδειας, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, για τους οποίους και μόνο επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, όπως και στην προκείμενη περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεµφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε µετά την αντικατάσταση του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου ν. 4335/2015) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ, την 2698/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14Δεκεμβρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο.Τ.Ε. Τακτικές ή συνήθεις αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας και τα επιδόματα εορτών. Κρίση ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας των υπαλλήλων του Ο.Τ.Ε., ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14/3/1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του άρθ. 5 παρ. 2 της ως άνω ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διάταξης του άρθ. 5 παρ. 2 της ως άνω ΕΣΣΕ, που όριζε αντίθετα προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, και πλέον, με το νέο ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίζεται ότι στις αποδοχές αδείας πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενη εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύχτα και τις αργίες. (Αναιρεί την υπ΄αριθ. 2698/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών)
διαφορές επιδομάτων εορτών
διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδόματος άδειας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 446/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Γ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύριο Δήμοβιτς, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1079/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ε. Τ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 524/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Στοιχεία του ως άνω εγκλήματος είναι α) η καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά είτε με τον τύπο του άρθρου 42 ΚΠοινΔ είτε με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής αναγγελίας, αν πρόκειται για αδίκημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως ή για πειθαρχικό αδίκημα, β) η καταμήνυση να έγινε ενώπιον της αρχής, γ) η καταμήνυση πρέπει να αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, δ) η καταμήνυση να είναι ψευδής και ε) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό του ("υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση") να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, που ορίζουν "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών ή με χρηματική ποινή " και " αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για κάποιο άλλο πρόσωπο, καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαία, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το ισχυρισθέν ή διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές και ότι η διάδοση αυτή μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ’ αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚποινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Δ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Ειδικώς, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και ως εκ τούτου καθίσταται αναιρετέα η καταδικαστική απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά, με την προσβαλλόμενη, με αριθμό 1079/2014 απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. "Ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα στον Πειραιά την 9.6.2009, εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πειραιά την από 9.6.2009 έγκλησή του με την οποία καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα Τ. Ε., προϊστάμενο του Τμήματος έκδοσης πιστοποιητικών καταλληλότητας του ΥΕΝ, για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, ισχυριζόμενος ότι αυτός, κατά παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και των διατάξεων του νόμου αρνήθηκε να του χορηγήσει αυτοτελές πιστοποιητικό καταλληλότητας Αξιωματικού Μηχανής για Δ/Ξ υγραεριοφόρα, παρά του ότι διέθετε όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για την έκδοσή του, επικαλούμενος δήθεν την ύπαρξη νόμου που επέβαλε την έκδοση ενός ενιαίου πιστοποιητικού και για πετρελαιοφόρα (το οποίο κατείχε ο κατηγορούμενος) και για υγραεριοφόρα και ζητώντας από αυτόν αυθαίρετα να επιστρέψει στην υπηρεσία το πιστοποιητικό καταλληλότητας για πετρελαιοφόρα που ήδη διέθετε, προκειμένου να εκδοθεί ένα ενιαίο πιστοποιητικό στο όνομά του, παρόλο του ότι γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι τα δύο πιστοποιητικά, έπρεπε να φέρουν διαφορετική ημερομηνία έκδοσης και λήξης και όχι μία ενιαία, κάτι που θα του δημιουργούσε πρόβλημα στη ναυτολόγησή του, αφού θα παρατεινόταν η ισχύς ενός εκ των δύο πιστοποιητικών χωρίς να έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία των εξετάσεων και της θεώρησης. Οι ως άνω ισχυρισμοί όμως ήταν εν γνώσει του ψευδείς, καθώς όπως τον ενημέρωσε και ο εγκαλών επανειλημμένα καθώς και ο αρμόδιος εισηγητής του γραφείου, η έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών αποτελούσε μέρος της γενικότερης προσπάθειας και της τακτικής του ΥΕΝ να μειώσει την γραφειοκρατία και τον όγκο των χιλιάδων πιστοποιητικών που εκδίδονταν κάθε έτος, έτσι ώστε να είναι ευχερέστερος και ο έλεγχος του φακέλου του κάθε ναυτικού και της γνησιότητας των πιστοποιητικών του, ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος δεν υφίστατο καμία βλάβη από την ενοποίηση αλλά μάλλον όφελος, αφού το ένα εκ των δύο πιστοποιητικών του (αρχικά και δη αυτό για πετρελαιοφόρα) θα ίσχυε για περισσότερο του κανονικού χρόνου, όπως και ο μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε αλλά και επί πλέον θα ίσχυε για πέντε χρόνια και όχι για τρία όπως ίσχυαν στα χωριστά. Παρ’ όλα αυτά, και παρ’ ότι η ίδια τακτική ακολουθείται για όλους τους ναυτικούς, χωρίς κανείς άλλος να διαμαρτυρηθεί αρνήθηκε να συνεργασθεί με την υπηρεσία και να καταθέσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας για πετρελαιοφόρα που διέθετε έτσι ώστε να εκδοθεί στο όνομά του ένα νέο πιστοποιητικό ενιαίο αυτή τη φορά και για πετρελαιοφόρα και για υγραεριοφόρα δεξαμενόπλοια. Εξ άλλου ζήτημα δεν θα ανέκυπτε με τον τυχόν διαφορετικό χρόνο ισχύος της πιστοποίησης καταλληλότητας του ναυτικού για τη μία κατηγορία πλοίων σε σχέση με την άλλη, καθώς στο σχετικό έντυπο υπήρχε η ένδειξη "αφαίρεση", όπου εκεί θα μπορούσε να διευκρινίζεται για κάθε ναυτικό αν είχε λάβει ή δεν είχε λάβει παράταση καταλληλότητας για τη μία κατηγορία πλοίων. Ο λόγος δε που κατέθεσε την ψευδή του έγκληση ήταν για να συκοφαντήσει τον εγκαλούντα που δεν ικανοποιούσε την ως άνω απαίτησή του και μάλιστα μόνο γι’ αυτόν, παρ’ ότι την άποψη του εγκαλούντος ακολουθούσε το σύνολο της συγκεκριμένης υπηρεσίας με την σύμφωνη γνώμη και του προϊσταμένου αυτού (εγκαλούντος) και να επιτύχει την άδικη ποινική και πειθαρχική του δίωξη. Επίσης στον Πειραιά στις 9.6.2009, ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, το γεγονός δε αυτό ήταν ψευδές και αυτός γνώριζε την αναλήθειά του, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 9.6.2009 έγκλησή του κατά του εγκαλούντα στην οποία ισχυρίσθηκε, όσα παραπάνω αναφέρθηκαν αλλά και στο διατακτικό αναλυτικά περιγράφονται και του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο Εισαγγελέας και οι υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, οι προανακριτικοί υπάλληλοι και οι συνάδελφοι και προϊστάμενοι του εγκαλούντος, οι ισχυρισμοί δε αυτοί μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, καθώς παρίσταναν αυτόν ως υπάλληλο που ενεργεί αυθαίρετα και δεν σέβεται τους νόμους και τους πολίτες, ενώ αυτός είναι ένας ανώτερος υπάλληλος του ΥΕΝ με πολυετή ευδόκιμη υπηρεσία. ‘ Ετσι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται αφού αυτός δεν έδωσε κατά την απολογία του επαρκείς και πειστικές αποδείξεις". Στη συνέχεια και κατόπιν όλων αυτών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία ήτοι ότι "Ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται ειδικότερα στον Πειραιά την 09-06-2009 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν και συγκεκριμένα υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κων Πειραιά την από 09-06-2009 έγκλησή του, με την οποία καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα-πολιτικώς ενάγοντα Ε. Τ., Προϊστάμενο του Τμήματος Έκδοσης πιστοποιητικών καταλληλότητας του ΥΕΝ για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, ισχυριζόμενος ότι αυτός, κατά παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και των διατάξεων του νόμου αρνήθηκε να του χορηγήσει αυτοτελές πιστοποιητικό καταλληλότητας Αξιωματικού Μηχανής για Δ/Ξ Υγραεριοφόρα, παρά το ότι διέθετε όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις, για την έκδοσή του, επικαλούμενος δήθεν την ύπαρξη νόμου που επέβαλε την έκδοση ενός ενιαίου πιστοποιητικού και για πετρελαιοφόρα (το οποίο κατείχε ο κατηγορούμενος) και για υγραεριοφόρα και ζητώντας από αυτόν αυθαίρετα να επιστρέψει στην υπηρεσία το πιστοποιητικό καταλληλότητας για πετρελαιοφόρα που ήδη διέθετε, προκειμένου να εκδοθεί ένα ενιαίο πιστοποιητικό στο όνομα του, παρ’ όλο ότι γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι τα δύο πιστοποιητικά, έπρεπε να φέρουν διαφορετικές ημερομηνίες έκδοσης και λήξης και όχι μια ενιαία, κάτι που θα του δημιουργούσε πρόβλημα στην ναυτολόγηση του, αφού θα παρατεινόταν αυθαίρετα η ισχύς ενός εκ των δύο πιστοποιητικών χωρίς να έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία των εξετάσεων και της θεώρησης. Οι ως άνω ισχυρισμοί όμως ήταν εν γνώσει του ψευδείς, καθώς, όπως τον ενημέρωσε και ο εγκαλών επανειλημμένα καθώς και ο αρμόδιος εισηγητής του γραφείου, η έκδοση ενιαίων πιστοποιητικών αποτελούσε μέρος της γενικότερης προσπάθειας και της τακτικής του ΥΕΝ να μειώσει την γραφειοκρατία και τον όγκο των χιλιάδων πιστοποιητικών που εκδίδονταν κάθε έτος, έτσι ώστε να είναι ευχερέστερος και ο έλεγχος του φακέλου του κάθε ναυτικού και της γνησιότητας των πιστοποιητικών του, ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος δεν υφίστατο καμία βλάβη από την ενοποίηση αλλά μάλλον όφελος, αφού το ένα εκ των πιστοποιητικών του (αρχικό και δη αυτό για πετρελαιοφόρα) θα ίσχυε για περισσότερο του κανονικού χρόνου, όπως και ο μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε αλλά και το ενιαίο επιπλέον θα ίσχυε για πέντε χρόνια, και όχι για τρία όπως ίσχυαν τα χωριστά. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ ότι η ίδια τακτική ακολουθείται για όλους τους ναυτικούς, χωρίς κανείς άλλος να διαμαρτυρηθεί, αρνήθηκε να συνεργαστεί με την υπηρεσία και να καταθέσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας για πετρελαιοφόρα που διέθετε, έτσι ώστε να εκδοθεί στο όνομα του ένα νέο πιστοποιητικό ενιαίο αυτή τη φορά και για πετρελαιοφόρα και για υγραεριοφόρα δεξαμενόπλοια. Εξάλλου ζήτημα δεν θα ανέκυπτε με τον τυχόν διαφορετικό χρόνο ισχύος της πιστοποίησης καταλληλότητας του ναυτικού για τη μία κατηγορία πλοίων σε σχέση με την άλλη, καθώς στο σχετικό έντυπο υπήρχε η ένδειξη "αφαίρεση", όπου εκεί θα μπορούσε να διευκρινίζεται για κάθε ναυτικό αν είχε λάβει ή δεν είχε λάβει παράταση καταλληλότητας για τη μία μόνο κατηγορία πλοίων. Ο λόγος δε που κατέθεσε την ψευδή του έγκληση ήταν για να εκφοβίσει τον εγκαλούντα που δεν ικανοποιούσε την ως άνω απαίτησή του και μάλιστα μόνο γι’ αυτόν παρ’ ότι την άποψη του εγκαλούντος ακολουθούσε το σύνολο της συγκεκριμένης υπηρεσίας με τη σύμφωνη γνώμη και του Προϊσταμένου αυτού (εγκαλούντος) και να επιτύχει την άδικη ποινική και πειθαρχική του δίωξη. Επίσης στον Πειραιά στις 09-06-2009, ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το γεγονός δε αυτό ήταν ψευδές και αυτός γνώριζε την αναλήθειά του, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κων Πειραιά την από 09-06-2009 έγκληση του κατά του εγκαλούντα, στην οποία ισχυρίσθηκε όσα παραπάνω αναφέρθηκαν και του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο Εισαγγελέας και οι υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, οι προανακριτικοί υπάλληλοι και οι συνάδελφοι και προϊστάμενοι του εγκαλούντος, οι ισχυρισμοί δε αυτοί μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, καθώς παρίσταναν αυτόν ως υπάλληλο που ενεργεί αυθαίρετα και δεν σέβεται τους νόμους και τους πολίτες, ενώ αυτός είναι ένας ανώτερος υπάλληλος του ΥΕΝ με πολυετή ευδόκιμη υπηρεσία. Έτσι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται αφού αυτός κατά την απολογία του δεν έδωσε επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις για την ενέργεια του αυτή". Στη συνέχεια κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμισης, αναγνωρίζοντας του την ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων ( αρθρ. 84 παρ. 2 β ΠΚ). Με όλα αυτά τα οποία δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης και για τα οποία έχει καταδικασθεί ο αναιρεσείων, τις αιτιολογίες από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήγαγε στις ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν των άρθρων 26, 27, 94, 229 παρ. 1 και 363 - 362 του ΠΚ και όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως, με ελλειπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Προσέτι και ο υπερχειλής δόλος του κατηγορουμένου με επάρκεια και πληρότητα αιτιολογείται καθώς και ο σκοπός του που ήταν να προκαλέσει με την κατάθεση της ψευδούς έγκλησής του την ποινική και πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος. Ειδικότερα και αναφορικά με τη σχετική ως προς το σημείο αυτό, αιτίαση, του αναιρεσείοντος ως προς την εκ μέρους του γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων και ισχυρισθέντων από αυτόν πραγματικών περιστατικών υπάρχει πλήρης αιτιολογία, η οποία προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης ότι τόσον ο εγκαλών ως αρμόδιος υπάλληλος όσον και ο αρμόδιος εισηγητής του γραφείου τον είχαν ενημερώσει για την ακολουθούμενη ως προς το θέμα του διαδικασία επίλυσης αυτού. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που προβάλλει ο αναιρεσείων ως προς τη γνώση του ψεύδους των καταμηνυθέντων και ισχυρισθέντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας ( άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11.5.2015 αίτηση αναίρεσης με αριθμ. Ε.Μ. 26/2015 του Γ. Τ. του Γ., κατοίκου ... κατά της υπ’ αριθμ. 1079/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα ( 250 ) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδης Καταμ και Συκ. Δυσφημιση, Αιτιολ. Δολος Απορ. Αναιρεση και Εξοδα
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 451/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Χαλκιά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 7731/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Φ. Π. του Ι., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1138/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η έλλειψη ακροάσεως κατά το 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά το 170 παρ. 2 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος με το άρθρο 364 παρ. 1 του ίδιου κώδικα υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ή που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου απόκειται στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφαση του, άλλως αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως η από το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ και Β’ του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί(ΑΠ 916/2014). Ως έγγραφο που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ένορκες βεβαιώσεις διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 364 ΚΠΔ ως "υπόλοιπα" (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 365 του ίδιου Κώδικα(ΑΠ 1349/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 7731/2015 απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τη βασιμότητα προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατέθεσε και ζήτησε να καταχωρηθεί στα πρακτικά αυτοτελής ισχυρισμός, όπως τον ονομάζει, ότι η εναντίον του μήνυση είναι ψευδής, σχεδιασμένη και μεθοδευμένη για εκφοβισμό του και μη πληρωμή από τον μηνυτή οφειλών του προς αυτόν, ότι η μήνυση στηρίχθηκε στις από 10-10-2012 ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, των οποίων όμως όλα τα σε βάρος του κατατεθέντα ανακλήθηκαν ήδη με τη με αρ. 238/2013 ένορκη βεβαίωση του Γ. Μ. ως μάρτυρος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καρδίτσας Β. Μιχάλη. Τα παραπάνω καταχωρηθέντα στα πρακτικά του δικαστηρίου, δεν συνιστούν αυτοτελή ισχυρισμό, που χρήζουν κάποιας απαντήσεως, αλλά άρνηση της κατηγορίας, ενώ δεν προκύπτει, ούτε συνάγεται ότι προσκομίστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου η εν λόγω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος Γ. Μ., ούτε προκύπτει ότι υποβλήθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου αίτημα ανάγνωσης της ένορκης βεβαίωσης αυτής, ο οποίος μάρτυρας σημειωτέον προκύπτει ότι εξετάστηκε στο ακροατήριο ως μάρτυρας κατηγορίας (βλ. σελ. 8 πρακτικών), ώστε να είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα ανάγνωσης του εγγράφου αυτού και σε τυχόν μη αποδοχή του αιτήματος, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη του. Από τα ίδια μάλιστα πρακτικά προκύπτει (σελ. 15), ότι μετά την ανάγνωση των αναγνωσθέντων εγγράφων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και η παραπάνω με αρ. 238/2013 ένορκη βεβαίωση του Γ. Μ., η πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε το συνήγορο πολιτικής αγωγής καθώς και το συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, εάν έχουν και άλλα προς ανάγνωση έγγραφα και ο συνήγορος ζήτησε να αναγνωσθούν κάποια έγγραφα, ένδεκα τον αριθμό, τα οποία και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δεν προκύπτει όμως ότι προσκομίστηκε και ζητήθηκε και η ανάγνωση της παραπάνω ένορκης βεβαιώσεως μάρτυρος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ συναφής δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε υποβληθέν αίτημα αναγνώσεως προσκομισθέντος εγγράφου και δεν ανέγνωσε και δε συνεκτίμησε την παραπάνω ένορκη βεβαίωση μάρτυρος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητάς της συζήτησης και η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο(ΑΠ 8/2013). Επάγεται δε και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας από την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως(ΑΠ 618/2014). Αν δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο έγγραφο στο οικείο σημείο των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει όμως, από το αιτιολογικό της αποφάσεως και από το όλο περιεχόμενο της, ότι το έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι ο κατηγορούμενος είχε την δυνατότητα να ασκήσει τα κατά τα άνω δικαιώματα του, πληρούται ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων και δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ’ αυτής και κατ’ ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 358 δικαιώματα του (ΑΠ 316/2015, 93/2014,8/2013, 795/2011, 1751/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως του, ισχυρίζεται ότι όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο για την ενοχή του για πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ’ εξακολούθηση και η από 10-6-2008 αίτηση του συσταθέντος Συνεταιρισμού προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, για τη δημοσίευση των πλαστών συστατικών εγγράφων σε περίληψη, το οποίο όμως κρίσιμο αυτό έγγραφο δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και έτσι παραβιάστηκαν οι αρχές προφορικότητας και δημοσιότητας της διαδικασίας και το δικαίωμα του να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με αυτό, κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, κηρύχθηκε ένοχος πλαστογραφίας, κατ’ απομίμηση της υπογραφής τεσσάρων μελών του υπ’ αυτού συσταθέντος συνεταιρισμού, στα δύο συστατικά έγγραφα, με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης αυτών, με την προσκόμιση αυτών, μαζί με σχετική αίτηση που υπέβαλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης την 10-6-2008, για τη δημοσίευση των πλαστών συστατικών αυτών εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των ιδρυτικών μελών του συνεταιρισμού. Όμως το εν λόγω έγγραφο, η από 10-6-2008 αίτηση του κατηγορουμένου προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, που πράγματι προκύπτει από τα πρακτικά ότι δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, διηγηματικώς και μόνο αναφερόμενο στην απόφαση, δεν επέδρασε στον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως για την ενοχή του αναιρεσείοντος και επί πλέον συνιστά στοιχείο του σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατηγορητηρίου, το οποίο, με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, γνωρίζει ο τελευταίος και μπορεί να αντιτάξει την υπεράσπιση του κατ’ αυτού του εγγράφου της αιτήσεως προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και κατ’ ακολουθία μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ συναφής τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το ως άνω έγγραφο της αιτήσεως προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, χωρίς να αναγνωσθεί στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Γ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ, ορίζεται: "παρ.1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, παρ. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται: " α) Εξ’ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π Κ) (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, που να το εμφανίζει ότι συντάχθηκε από άλλον, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή β) νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι αλλοίωση της έννοιας του, με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για δε την υποκειμενική θεμελίωση του απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και γ) επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Στα εγκλήματα δε στα οποία ο νομοθέτης απαιτεί, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, η πράξη να επιχειρείται εναντίον ή χωρίς τη θέληση εκείνου κατά του οποίου αυτή στρέφεται, η εντολή ή η συναίνεση του παθόντος, αποκλείει την αντικειμενική τους υπόσταση. Έτσι και επί πλαστογραφίας, η κατόπιν εντολής ή συναίνεσης, ρητής ή σιωπηρής, του φερόμενου ως εκδότη, κατάρτιση, με θέση της υπογραφής του επί ιδιωτικού εγγράφου, ή η μεταβολή, νόθευση του περιεχόμενου αυτού, εφόσον ακόμη διατηρεί το δικαίωμα διάθεσης και δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα προς διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου άλλος, αποκλείει την αντικειμενική υπόσταση της κατάρτισης πλαστού ή της νόθευσης αντίστοιχα εγγράφου. Η εκ των υστέρων έγκριση της πλαστογραφίας από τον πραγματικό εκδότη ή τον φερόμενο ως εκδότη, δεν έχει καμία νομική επιρροή επί της ήδη γενόμενης πλαστογραφίας, καθόσον ούτε την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας αποκλείει, ούτε συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα αυτής ή λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Αν όμως μεσολαβήσει έγκριση της πλαστογραφίας και μεταγενέστερα γίνει από τον πλαστογράφο ή από τρίτο χρήση του πλαστού εγγράφου, δε θεμελιώνεται υποκειμενικά το έγκλημα χρήσης πλαστού εγγράφου, διότι ελλείπει ο απαιτούμενος σκοπός παραπλάνησης άλλου. Χρήση νοείται συμπεριφορά με την οποία ο ίδιος ο εκδότης ή τρίτος, ο ίδιος αυτοπρόσωπα ή μέσω άλλου προσώπου, καθιστά ένα έγγραφο, το πρωτότυπο, το επίσημο αντίγραφο ή και φωτοτυπία αυτού, προσιτό σε εκείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση, ώστε να δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου του και να παραπλανηθεί. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της πλαστογραφίας, αλλά αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216, που λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Χρήση δε του πλαστού εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνηση της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητας της. Περαιτέρω, καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Ως αντίφαση ή ασάφεια, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο αιτιολογικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 7731/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολουθηση, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στο αιτιολογικό της άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, πρόεδρος του Προμηθευτικού συνεταιρισμού εμπόρων Λιανικής πώλησης πετρελαίου θέρμανσης, με το διακριτικό τίτλο "...", προέβη στη σύσταση ενός ακόμη προμηθευτικού συνεταιρισμού πετρελαιοειδών προϊόντων, με το διακριτικό τίτλο "...", με σκοπό την προμήθεια πετρελαιοειδών προϊόντων στα μέλη του απευθείας από τα διϋλιστήρια. Εντούτοις, προέβη στις ενέργειες για τη σύσταση του ανωτέρω συνεταιρισμού, με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία, και χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση απάντων των πρατηριούχων, φερομένων ως μελών του ως άνω συνεταιρισμού. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, εκ των μελών του συνεταιρισμού, οι Φ. Π., Ε. Μ. και Π. Ν. δεν συναίνεσαν προ της συστάσεως του συνεταιρισμού στη συμμετοχή τους σ’ αυτόν, ούτε υπέγραψαν τα σχετικά έγγραφα για τη σύσταση του ή εξουσιοδότησαν τον κατηγορούμενο να υπογράψει αντ’ αυτών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στην ..., την 29.05.2008: α) στο με ημερομηνία 29.05.2008 έγγραφο - "Καταστατικό του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (..." και β) στο με ημερομηνία 29.05.2008 έγγραφο - "Πρώτη γενική συνέλευση του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (... -) Πρακτικό ίδρυσης του Συνεταιρισμού και Εκλογή Προσωρινής Διοίκησης", έθεσε ως ονόματα ιδρυτικών μελών -μεταξύ άλλων και- το όνομα του πολιτικώς ενάγοντος Φ. Π., καθώς και τα ονόματα των Ε. Μ. και Π. Ν., και δίπλα από τα ονόματα αυτά, έθεσε σφραγίδα με τα στοιχεία της επιχείρησης . υγρών καυσίμων που διατηρούσε έκαστος εξ αυτών, την οποία σφραγίδα κατασκεύασε ο ίδιος κατ’ απομίμηση των γνήσιων σφραγίδων τους και στη συνέχεια, επί των σφραγίδων αυτών, έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή των προαναφερθέντων προσώπων, εν αγνοία τους και χωρίς να έχει τη σχετική από αυτούς εξουσιοδότηση, ακολούθως δε, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, έκανε χρήση των προαναφερθέντων δύο εγγράφων και ειδικότερα, προσκόμισε τα παραπάνω έγγραφα: α) την 04.06.2008, στο ... Θεσσαλονίκης μαζί με την από 04.06.2008 αίτηση, που υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο ..., προκειμένου να επιτύχει την καταχώρηση στα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου ... του από 29.05.2008 καταστατικού του προαναφερθέντος Προμηθευτικού Συνεταιρισμού και β) την 10.06.2008, στην Αθήνα, μαζί με σχετική αίτηση, που υπέβαλλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τον Ειρηνοδίκη ... και τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης, αντίστοιχα, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των προαναφερθέντων προσώπων που υπογράφουν τα παραπάνω δύο (2) έγγραφα και κατ’ επέκταση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του επίμαχου συνεταιρισμού. Αναφορικά με τις Ε. Μ. και Π. Ν., πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κρίθηκαν αξιόπιστα όσα κατέθεσαν οι Γ. Μ. και Π. Ν., ότι δηλαδή ο Γ. Μ. έθεσε την υπογραφή στα επίμαχα έγγραφα, για λογαριασμό της μητέρας του (Ε. Μ.) και της συζύγου του (Π. Ν.), χωρίς να τον έχουν εξουσιοδοτήσει ή να τις ενημερώσει σχετικώς, αλλά αρχικώς αρνήθηκε ότι το έπραξε, φοβούμενος ότι θα ελεγχθεί από το ΣΔΟΕ, ένεκα των αλληλοαναιρούμενων καταθέσεων των μαρτύρων αυτών, κατά την προδικασία. Όσον αφορά τον αποβιώσαντα Ε. Ρ., υπάρχουν αμφιβολίες, εάν εκείνος έδωσε ή όχι τη συναίνεση του στον κατηγορούμενο να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα για λογαριασμό του. Πρέπει να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αυτοί, που αρχικώς αγνοούσαν ότι φέρονταν ως μέλη του συνεταιρισμού, ενέκριναν εκ των υστέρων την συμμετοχή τους, δοθέντος ότι τόσο ο πολιτικώς ενάγων, όσο και η Ε. Μ., προμηθεύθηκαν καύσιμα από το συνεταιρισμό, πλην, όμως, η εκ των υστέρων έγκριση δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πλαστογραφίας. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στη σύσταση του προμηθευτικού συνεταιρισμού, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ίδιος, με αντίστοιχη βλάβη των προσώπων τις υπογραφές των οποίων πλαστογράφησε. Τουναντίον, αποδείχθηκε ότι τα μέλη του συνεταιρισμού ωφελήθηκαν, διότι προμηθεύονταν καύσιμα με μειωμένες τιμές, απευθείας από τα διυλιστήρια, προς βλάβη των αναγνωρισμένων εταιρειών πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίες απώλεσαν κέρδη από τη μη μεταπώληση στους πρατηριούχους των καυσίμων, που ο συνεταιρισμός προμήθευσε σ’ αυτούς, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο πολιτικών ενάγων. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η μετέπειτα συμπεριφορά του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος ναι μεν δεν είχε δώσει τη συναίνεση του για τη σύσταση του συνεταιρισμού, αλλά "επωφελήθηκε" εκ των υστέρων και ο ίδιος από τα οφέλη, που πρόσφερε ο συνεταιρισμός στα μέλη του, προμηθευόμενος πετρέλαιο θέρμανσης από τον .... Η εξήγηση, που έδωσε ο πολιτικώς ενάγων, ότι δηλαδή θεωρούσε ότι ο ... ήταν προέκταση του συνεταιρισμού ..., δεν κρίνεται διόλου πειστική, διότι ο πολιτικώς ενάγων, ως άνθρωπος της αγοράς και μέλος ετέρου συνεταιρισμού, ο οποίος μάλιστα διερεύνησε και όλη την υπόθεση σύστασης του ..., όφειλε να γνωρίζει ή εν πάση περιπτώσει να προβληματιστεί περισσότερο για την ύπαρξη διαφορετικής επωνυμίας επί των τιμολογίων του προμηθευτή του. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απάτης, διότι η παραπλάνηση του αρμοδίου Ειρηνοδίκη για τη γνησιότητα των φερόμενων ως μελών του συνεταιρισμού και την έγκριση του καταστατικού δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αποκόμιση οποιουδήποτε περιουσιακού οφέλους ή την πρόκληση βλάβης σε τρίτον. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατ’ εξακολούθηση, αλλά αθώος της πράξης της απάτης." Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως, έκανε χρήση των εγγράφων αυτών. Συγκεκριμένα, στην Ά. - Ν. Θ., την 29 Μαίου 2008: φ στο με ημερομηνία 29-5-2008 έγγραφο - "Καταστατικό του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (..." και β); στο με ημερομηνία 29-5-2008 έγγραφο - "Πρώτη γενική συνέλευση του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (... - Πρακτικό ίδρυσης του Συνεταιρισμού και Εκλογή Προσωρινής Διοίκησης", έθεσε ως ονόματα ιδρυτικών μελών -μεταξύ άλλων και- το όνομα του εγκαλούντος Φ. Π. του Ι., κατοίκου ... καθώς και τα ονόματα των Ε. Μ. του Χ., κατοίκου ..., Π. Ν. του Ν., κατοίκου ... και Ε. Ρ., κατοίκου εν ζωή Νομής - ... και δίπλα από τα ονόματα αυτά, έθεσε σφραγίδα με τα στοιχεία της επιχείρησης υγρών καυσίμων που διατηρούσε έκαστος εξ αυτών, την οποία σφραγίδα κατασκεύασε ο ίδιος κατ’ απομίμηση των γνήσιων σφραγίδων τους και στη συνέχεια, επί των σφραγίδων αυτών, έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος, Φ.Π. και των λοιπών προαναφερθέντων προσώπων, εν αγνοία τους και χωρίς να έχει τη σχετική από αυτούς εξουσιοδότηση, ακολούθως δε, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, έκανε χρήση των προαναφερθέντων δύο εγγράφων και ειδικότερα, προσκόμισε τα παραπάνω έγγραφα: Ί) την 4 Ιουνίου 2008, στο ... - Ν. Θεσ/νίκης μαζί με την από 4-6-2008 αίτηση που υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά προκειμένου να επιτύχει την καταχώρηση στα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά του από 29-5-2008 καταστατικού του προαναφερθέντος "Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (..." και ii) την 10 Ιουνίου 2008, στην Αθήνα, μαζί με σχετική αίτηση που υπέβαλλε προς το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη δημοσίευση των προαναφερθέντων εγγράφων σε περίληψη, με σκοπό να παραπλανήσει τον Ειρηνοδίκη ... και τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης αντίστοιχα, ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής των προαναφερθέντων προσώπων που υπογράφουν τα παραπάνω δύο (2) έγγραφα και κατ’ επέκταση ως προς την εγκυρότητα και νομιμότητα ίδρυσης του επίμαχου συνεταιρισμού". Στη συνέχεια κήρυξε αθώο τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο του ότι: "Στο ... - Ν. Θεσ/νίκης, την 4 Ιουνίου 2008, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, υπέβαλλε στο Ειρηνοδικείο ..., την από 4-6-2008 αίτηση περί καταχώρησης στα βιβλία Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου ... του προαναφερθέντος, από 29-5-2008 καταστατικού του "Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... "..." (...), (... επισυνάπτοντας με την παραπάνω αίτηση του το από 29-5-2008 Καταστατικό του προαναφερθέντος Συνεταιρισμού και το από 29-5-2008 "Πρακτικό ίδρυσης του ως άνω Συνεταιρισμού και Εκλογής Προσωρινής Διοίκησης", τα οποία έγγραφα τυγχάνουν πλαστά, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να πείσει τον Ειρηνοδίκη ... ότι άπασες οι υπογραφές στα προαναφερθέντα έγγραφα είναι γνήσιες και ότι συνεπώς πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την σύσταση του επίμαχου συνεταιρισμού και έγκριση του καταστατικού αυτού, γεγονός που πέτυχε, καθόσον ο Ειρηνοδίκης πείσθηκε περί της γνησιότητας των προαναφερθέντων υπογραφών και εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1/9-6-2008 Πράξη, με την οποία ενέκρινε το καταστατικό του προαναφερθέντος συνεταιρισμού και διέτασσε την καταχώρηση αυτού στα μητρώα των Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου ..., αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στην αγορά από τον ίδιο εξ ονόματος του ως άνω συνεταιρισμού καυσίμων με μειωμένες τιμές, βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος και των λοιπών προαναφερθέντων προσώπων, τις υπογραφές των οποίων πλαστογράφησε, διότι καθιστούσε αυτούς συνυπεύθυνους για την κάλυψη των χρεών και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων του προαναφερθέντος συνεταιρισμού έναντι των ιδιωτών και του δημοσίου". Με αυτά που δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 7731/2015 αποφάσεως του, όπως συμπληρώνεται με το διατακτικό, στέρησε την απόφαση του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμης βάσης, συνεπεία ασαφειών και αντιφάσεων μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της. Ειδικότερα, ενώ στο αιτιολογικό (σελ. 21) δέχεται ότι "όσον αφορά τον αποβιώσαντα Ε. Ρ., υπάρχουν αμφιβολίες, εάν εκείνος έδωσε ή όχι τη συναίνεση του στον κατηγορούμενο να υπογράψει τα σχετικά έγγραφα για λογαριασμό του για τη σύσταση του νέου συνεταιρισμού" και επομένως δέχεται ότι υπάρχουν αμφιβολίες αν ο κατηγορούμενος πλαστογράφησε και την υπογραφή του παραπάνω φερόμενου ως μέλους στο Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης, καθώς και στο με ημερομηνία 29-5-2008 Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού και επομένως θάπρεπε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος αθώος για την εν λόγω μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, παρά ταύτα, στο διατακτικό, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο πλαστογραφίας με χρήση, εγγράφων σύστασης του εν λόγω συνεταιρισμού, με απομίμηση υπογραφών τεσσάρων μελών, πλην άλλων υπογραφών, και για την παραπάνω μερικότερη πράξη πλαστογραφίας στα δύο συστατικά έγγραφα και της υπογραφής του μέλους Ε. Ρ. με χρήση, λαμβάνοντας προδήλως το δικαστήριο υπόψη του κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μίας ποινής των οκτώ μηνών, για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση με χρήση και την ενοχή του κατηγορουμένου για την τελευταία ως άνω πλαστογραφία της υπογραφής του μέλους Ε. Ρ.. Η σαφής αυτή αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, χωρίς απαλλακτική διάταξη της μερικότερης αυτής πράξης πλαστογραφίας στο διατακτικό, που έχει μάλιστα και δυσμενείς συνέπειες στην κατ’ άρθρο 79 ΠΚ γενόμενη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και δη των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216, 79 και 98 του ΠΚ και στερεί την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσεως. Επί πλέον τούτων, κατά επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 511 ΚΠΔ), από την παραδοχή στο προπαρατεθέν αιτιολογικό (σελ. 21) ότι " το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμα και αυτοί, που αγνοούσαν ότι φέρονταν ως μέλη του συνεταιρισμού, ενέκριναν εκ των υστέρων τη συμμετοχή τους, δοθέντος ότι τόσο ο πολιτικώς ενάγων, όσο και η Ε. Μ., προμηθεύτηκαν καύσιμα από το συνεταιρισμό αυτό, πλην, όμως η εκ των υστέρων έγκριση δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της γενόμενης την 29-5-2008 πλαστογραφίας", δημιουργείται ασάφεια ως προς το μη αναφερόμενο ακριβή χρόνο της έγκρισης εκ των υστέρων της πλαστογραφίας των υπογραφών των παραπάνω μελών του συνεταιρισμού στα δύο ως άνω συστατικά του συνεταιρισμού έγγραφα και δη αν η έγκριση έγινε προ ή μετά τη γενόμενη εκ μέρους του κατηγορουμένου χρήση των πλαστών εγγράφων στις 4-6-2008 και στις 10-6-2008, στον Ειρηνοδίκη ... και στο Υπουργείο Ανάπτυξης αντίστοιχα, διότι αν μεν η έγκριση αυτή έγινε μετά τη χρήση των πλαστών εγγράφων, δεν αναιρείται ο άδικος χαρακτήρας της γενόμενης πλαστογραφίας και της χρήσης των πλαστών αυτών εγγράφων, αν όμως η μετά την πλαστογράφηση έγκριση αυτή έγινε προ του ανωτέρω χρόνου χρήσης των πλαστών εγγράφων, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν συνιστά η έγκριση αυτή λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα της γενόμενης πλαστογραφίας αυτής, αλλά ελλείπει το στοιχείο του απαιτούμενου σκοπού παραπλάνησης άλλου και αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της γενόμενης χρήσης, ως επιβαρυντικής περίστασης της πλαστογραφίας, όταν η χρήση γίνεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τον ίδιο τον πλαστογράφο. Επομένως, είναι βάσιμος εν μέρει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αρ. 7731/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, μόνον κατά τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, μετά χρήσεως, στο από 29-5-2008 Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ... (...), καθώς και στο από 29-5-2008 Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού, όσον αφορά τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιδρυτικού μέλους του άνω συνεταιρισμού Ε. Ρ., β) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την κατ’ εξακολούθηση χρήση των ανωτέρω δύο πλαστών συστατικών εγγράφων του συνεταιρισμού με την προσκόμιση τους στο Ειρηνοδικείο ... και στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όσον αφορά και τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη του συνεταιρισμού, που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και γ) την επιβληθείσα ποινή. Ήτοι η άνω προσβαλλόμενη απόφαση δε θίγεται και καθίσταται πλέον αμετάκλητη, όσον αφορά τις διατάξεις περί ενοχής του κατηγορουμένου, για πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, των ανωτέρω δύο συστατικών του συνεταιρισμού εγγράφων, με θέση, χωρίς συναίνεση, πλαστής σφραγίδας της επιχείρησης υγρών καυσίμων και πλαστογράφηση της υπογραφής των ιδρυτικών μελών του συνεταιρισμού Φ. Π., Ε. Μ. και Π. Ν.. Περαιτέρω, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), για να δικάσει την υπόθεση, όσον αφορά την εναντίον του αναιρεσείοντος και εκκαλούντος κατηγορουμένου κατηγορία, κατά το παραπάνω, υπό στοιχεία α’ , β’ και γ’ , αναιρούμενο μέρος, της αναιρούμενης εν μέρει με αρ. 7731/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και για επιβολή μίας νέας ενιαίας ποινής, κατ’ άρθρο 98 παρ.2 ΠΚ και 470 ΚΠΔ, για την κατηγορία της πλαστογραφίας, που δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και καθίσταται αμετάκλητη και ενδεχομένως και για το λοιπό μέρος της κατηγορίας, που αναιρείται ως άνω και θα επανασυζητηθεί η υπόθεση, σε περίπτωση που θα επανακριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμ. 7731/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Δ. Μ. για την πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, μετά χρήσεως, στο από 29-5-2008 Καταστατικό του νέου Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης Ανεξάρτητων Πρατηρίων Εμπορίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ...(...), καθώς και στο από 29-5-2008 Πρακτικό της πρώτης γενικής συνέλευσης του εν λόγω συνεταιρισμού, όσον αφορά τη σφραγίδα και την υπογραφή του ιδρυτικού μέλους του άνω συνεταιρισμού Ε. Ρ., β) την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την κατ’ εξακολούθηση χρήση των ανωτέρω δύο πλαστών συστατικών εγγράφων του συνεταιρισμού με την προσκόμιση τους στο Ειρηνοδικείο ... και στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όσον αφορά και τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη του συνεταιρισμού, που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και γ) την επιβληθείσα ποινή. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά τα παραπάνω στο σκεπτικό αναφερόμενα και κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά τη με αρ. εκθ. 38/14-10-2015 αίτηση αναιρέσεως του Δ. Μ. του Ν., περί αναιρέσεως της προσβαλλόμενης με αρ. 7731/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος εν μέρει ο εκ του 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, λόγω ασαφειών και αντιφάσεων παραδοχών αιτιολογικού και διατακτικού.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 387/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Λ. Χ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημητρούκα, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.1236/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ν. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1137/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως και στο έγκλημα της ψευδορκίας, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής κρίσεως για ψευδορκία μάρτυρα, πρέπει εκτός από άλλα στοιχεία να αναφέρονται όχι μόνο τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο μάρτυρας, αλλά και ποία ήταν τα αληθινά γεγονότα τα οποία αυτός γνώριζε και να αιτιολογείται ειδικά η ύπαρξη αμέσου δόλου, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσεως και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη σε τρόπο ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η ψευδής κατάθεση πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία, ανεξαρτήτως αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, πρέπει να έχουν σχέση με την υπόθεση και να αναφέρεται προκειμένου μεν για αστική διαφορά στο αποδεικτέο θέμα, ή σε άλλα περιστατικά που συνδέονται αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά. Μπορεί δε τα περιστατικά που κατατέθηκαν να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με εκκρεμή υπόθεση, αλλά πρέπει και να μπορούν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση, άσχετα αν πράγματι άσκησαν η όχι. Ειδικότερα, πρέπει τα περιστατικά αυτά, αν πρόκειται για πολιτική δίκη, είτε να εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα, είτε να συνδέονται αναπόσπαστα με περιστατικά που εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα (ΑΠ 696/2015, 106/2014). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τη με αρ. 1236/2015 προσβαλλόμενη απόφαση του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους, ανασταλείσα επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Ν.. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το άνω δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει και συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της Π. Σ., η οποία είναι δικηγόρος Αθηνών και συγκατηγορουμένη στον πρώτο βαθμό και της Λ. Χ., οι οποίες είναι συγγενείς εξ αγχιστείας, υπάρχει σφοδρή αντιδικία για περιουσιακές διαφορές. Ενόψει των διαφορών αυτών στις 12-6-2007 συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Λ. Χ. κατά της Π. Σ. με την οποία η πρώτη ζητούσε να υποχρεωθεί η δεύτερη να πάψει να προσβάλει την προσωπικότητά της. Επί της αίτησης αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας η Λ. Χ. παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της και τώρα εγκαλούντος Γ. Ν., εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5459/2007 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση. Μετά την εκδίκαση της αίτησης στον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων οι διάδικοι διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους και απάλλαξαν υβριστικές φράσεις. Στο επεισόδιο ήταν παρόντες ο σύζυγος της Π. Σ. Α. Χ., ο γιός της Λ. Χ. (κατηγορούμενος) και ο εγκαλών Γ. Ν., στον οποίο η Π. Σ. απηύθυνε τη φράση "εσύ τί είσαι, ο γκόμενός της". Ο εγκαλών της ανταπάντησε φραστικά και η Π. Σ. του επιτέθηκε και τον χαστούκισε στο πρόσωπο. Ασκήθηκαν εκατέρωθεν μηνύσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 6257/2010 και 6264/2010 αποφάσεις του Τριμ. Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, με την πρώτη των οποίων η Π. Σ. κηρύχθηκε ένοχη για την πράξη της εξύβρισης και με τη δεύτερη ο εγκαλών Γ. Ν. κηρύχθηκε αθώος για τις κατηγορίες της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής. Ο κατηγορούμενος, ενώ ήταν παρών κατά το επεισόδιο της 12-6-2007 και είχε ιδία αντίληψη των γεγονότων, εν τούτοις κατά την εξέτασή του ενόρκως ως μάρτυρας στις 24-3-2008 κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης της προαναφερόμενης 5459/2007 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατέθεσε ότι ο εγκαλών χειροδίκησε (χαστούκισε) τη μητέρα του Π. Σ. και της απηύθυνε την απειλητική φράση "θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις", γεγονός το οποίο προέκυψε ότι ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά του. Πρέπει, επομένως, για την αποδιδόμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, να κηρυχθεί ένοχος κατά ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό". Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: " Στην Αθήνα, στις 24-03-2008 ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα, κατά την συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της από 3-8-2007 αιτήσεως ανακλήσεως της με αρ. 5459/2007 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε υποβάλει η Π. Σ. (μητέρα του) κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς εις βάρος του εγκαλούντος Ν. Γ. ότι αυτός εξύβρισε με έργο και απείλησε την μητέρα του, ήτοι την χαστούκισε και της απηύθυνε την απειλητική φράση "θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις". Η ανωτέρω, όμως, αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνδυαζόμενη και με το διατακτικό της, που δεν περιλαμβάνει τίποτε περισσότερο, δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα το δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά, εκ μέρους του κατηγορουμένου, κατάθεσης ψευδών γεγονότων και απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ότι τα υπ’ αυτού ψευδή κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ήτοι σε πολιτικό δικαστήριο, εκδίκασης αιτήσεως ανάκλησης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, για προσβολή προσωπικότητας, μεταξύ διαδίκων, αιτούσας Π. Σ., θυγ. Α. Χ. και καθής η αίτηση Λ. θυγ. Λ. Χ., που δεν περιλαμβανόταν ο νυν εγκαλών- πολιτικώς ενάγων Γ. Ν. και ο οποίος ήταν απλός πληρεξούσιος δικηγόρος της καθής η αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων, και συγκεκριμένα δεν διευκρινίζεται αν αυτά που ο κατηγορούμενος Λ. Χ. κατέθεσεν ως μάρτυρας της αιτούσας ψευδώς σε βάρος του εγκαλούντος Γ. Ν. και δη " ότι αυτός ο εγκαλών Γ. Ν. (μη διάδικος στην ανωτέρω δίκη) εξύβρισε με έργο και απείλησε τη μητέρα του κατηγορουμένου (την αιτούσα), ήτοι την χαστούκισε και της απηύθυνε την απειλητική φράση θα σου δείξω εγώ τι θα πάθεις", εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα ή σχετίζονται και πώς, ουσιαστικά ή διαδικαστικά, με την εκκρεμή δικαζόμενη αυτή υπόθεση και το αποδεικτέο θέμα και αν αυτά μπορούσαν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση. Ήτοι, από τις παραπάνω παραδοχές προκύπτει ασάφεια αν τα ψευδώς κατατεθέντα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφορούσαν μόνο τον εγκαλούντα δικηγόρο, νυν πολιτικώς ενάγοντα δικηγόρο της καθής στην πολιτική δίκη ή αφορούσαν και τις διαδίκους και τη μεταξύ τους αστική διαφορά και πώς τα κατατεθέντα ψευδή γεγονότα σχετίζονταν με το αποδεικτέο θέμα της δίκης εκείνης ασφαλιστικών μέτρων. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθ. 1236/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο εκ του 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, λόγω ασαφειών και δη διότι το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά υπάρχει ασάφεια και δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν αν τα υπ'αυτού ψευδή κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ήτοι σε πολιτικό δικαστήριο, εκδίκασης αιτήσεως ανάκλησης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, για προσβολή προσωπικότητας, μεταξύ διαδίκων που δεν περιλαμβανόταν ο νυν εγκαλών- πολιτικώς ενάγων, εμπίπτουν στο αποδεικτέο θέμα ή σχετίζονται και πώς, ουσιαστικά ή διαδικαστικά, με την εκκρεμή δικαζόμενη αυτή υπόθεση και ότι αυτά μπορούσαν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση.
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
0
Αριθμός 385/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάρα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα και Νικόλαο Τσάκο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Σ. Τ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σινέλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1147/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Π. Μ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 991/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, ορίζεται ότι "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης από αμέλεια συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο "όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή, ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του υπαιτίου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμβαση ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διαταγή νόμου. Περαιτέρω με το ΠΔ 17/1996 προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία περί ασφαλείας και υγιεινής των εργαζομένων προς τις διατάξεις 89/391/ΕΟΚ της 12ης Ιουνίου 1989 "Σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία" και 91/383/ΕΟΚ της 25ης Ιουνίου 1991 "Για την συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας" και οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού αλλά και του δημοσίου τομέα, ενώ για τον κλάδο των λατομείων έχουν επί πλέον εφαρμογή και οι πλέον δεσμευτικές διατάξεις ή και ειδικές διατάξεις της Υ.Α. ΙΙ-5η/Φ/17402/84 "Κανονισμός Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών" (931/Β/31-12-1984). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των άλλων πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος για την ενοχή του κατηγορουμένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο επιλεκτικώς μερικά από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη με αρ. 1147/2013 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας που την εξέδωσε και που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων σ’ αυτήν αποδεικτικών μέσων, μετ’ αναίρεση προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεως, κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφού στο αιτιολογικό της, ανέλεγκτα αναιρετικώς, δέχθηκε ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τη χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, την ανάγνωση της εκκαλουμένης απόφασης και των πρακτικών αυτής, καθώς και των Λοιπών εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε, ότι στη θέση "Γ. Π. Α. Ν. Μ., στις 2-10-2006 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επέφερε τον θάνατο άλλου. Ειδικότερα, με την ιδιότητα του εργοδότη-ιδιοκτήτη λατομείου αδρανών υλικών που βρίσκεται στην ανωτέρω θέση, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας αυτών, δεν τήρησε την υποχρέωσή του αυτή και: α) χωρίς να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, την συντήρηση από εξειδικευμένο προσωπικό και την άμεση αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών σε ευρισκόμενο (εντός) του λατομείου μηχάνημα έργων-διάνοιξης οπών ("wagon-drill", τύπου "Bolher", DTC 111 LC-L123), το οποίο ήταν όχι μόνο πεπαλαιωμένο, καθώς είχε κατασκευασθεί το έτος 1987, αλλά επιπλέον βρισκόταν εκτός λειτουργίας και δεν είχε χρησιμοποιηθεί επί τουλάχιστον δύο έτη και β) χωρίς να γνωστοποιήσει στους εργαζομένους τους επαγγελματικούς κίνδυνους από την εργασία τους και να παράσχει σε αυτούς κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας και σε θέματα τήρησης των διατάξεων του Κώδικα Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (Α. Υπ. Εν. ΙΙ-5/Φ/17402/1984, ΦΕΚ Β’ 931/31-12-1984), έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία επαγγελματικών κινδύνων, ανέθεσε, μεταξύ άλλων εργαζομένων, και στον παθόντα Κ. Μ. του Β., την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του νοτιοδυτικού ορίου του οποίου βρισκόταν το προαναφερόμενο μηχάνημα διάνοιξης οπών - wagon-drill, το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα, ενώ ο Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της εργασίας του στεκόταν πλησίον του ανωτέρω μηχανήματος έργων που ήταν εκεί σταθμευμένο, χωρίς να διενεργεί εργασίες διάτρησης, τη στιγμή εκείνη ο πύρρος που συγκρατούσε το διατρητικό στέλεχος ("μπούμα") του εν λόγω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της εντεύθεν μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσε απότομα, το δε διατρητικό στέλεχος να αποσπασθεί αιφνιδίως και να επιπέσει στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες κα καθιστώντας τον πολυτραυματία, καθώς υπέστη αιμοπεριτόναιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες, που ήταν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του, ο οποίος επισυνέβη στις 3-11-2006 στο Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου νοσηλευόταν. Κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α1 ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι έως το χρόνο που τελέστηκε η πράξη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Κατά το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "στη θέση ..., στις 2-10-2006 από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επέφερε τον θάνατο άλλου. Ειδικότερα, με την ιδιότητα του εργοδότη-ιδιοκτήτη λατομείου αδρανών υλικών που βρίσκεται στην ανωτέρω θέση, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας αυτών, δεν τήρησε την υποχρέωση του αυτή και: α) χωρίς να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, την συντήρηση από εξειδικευμένο προσωπικό και την άμεση αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών σε ευρισκόμενο (εντός) του λατομείου μηχάνημα έργων - διάνοιξης οπών, (Wagon - drill- Bolher), το οποίο ήταν όχι μόνο πεπαλαιωμένο, καθώς είχε κατασκευασθεί το έτος 1987, αλλά επιπλέον βρισκόταν εκτός λειτουργίας και δεν είχε χρησιμοποιηθεί επί τουλάχιστον δύο έτη και β) χωρίς να γνωστοποιήσει στους εργαζομένους τους επαγγελματικούς κίνδυνους από την εργασία τους και να παράσχει σε αυτούς κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας και σε θέματα τήρησης των διατάξεων του Κώδικα Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών, έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεση του μια γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία επαγγελματικών κινδύνων, ανέθεσε, μεταξύ άλλων εργαζομένων, και στον παθόντα Κ. Μ. του Β., την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του νοτιοδυτικού ορίου του οποίου βρισκόταν το προαναφερόμενο μηχάνημα διάνοιξης οπών, το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα, ενώ ο Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της εργασίας του στεκόταν πλησίον του ανωτέρω μηχανήματος έργων που ήταν εκεί σταθμευμένο, χωρίς να διενεργεί εργασίες διάτρησης, τη στιγμή εκείνη ο πείρος που συγκρατούσε το διατρητικό στέλεχος ("μπούμα") του εν λόγω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της εντεύθεν μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσει απότομα, το δε διατρητικό στέλεχος να αποσπασθεί αιφνιδίως και να επιπέσει στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες και καθιστώντας τον πολυτραυματία, καθώς υπέστη αιμοπεριτόναιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες, που ήταν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του, ο οποίος επισυνέβη στις 3-11-2006 στο Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου νοσηλευόταν". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο κατά επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος εργοδότης λατομικής επιχείρησης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα συνήγαγε, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 15, 26, 28 και 302 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθενται οι συγκεκριμένες παραλείψεις του ήδη αναιρεσείοντος που στοιχειοθετούν την προεκτεθείσα αμέλεια αυτού, την ευθύνη του, η οποία δεν βασίζεται σε ειδικότερη συμπεριφορά του, αλλά στην ιδιότητά του, ως εργοδότη - ιδιοκτήτη επιχείρησης λατομείου αδρανών υλικών, που λειτουργούσε παραγωγικά παλαιότερα και ως εργοδότη μίας οργανωμένης επιχείρησης με οικονομική ενότητα, που με την προοπτική επαναλειτουργίας και ενάρξεως εκμεταλλεύσεως της άνω λατομικής επιχείρησης, με σύμβαση εργασίας ανέθεσε στον παθόντα χειριστή μηχανήματος την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του ως άνω λατομείου, πλησίον του οποίου βρισκόταν το προαναφερθέν μηχάνημα διάνοιξης οπών, με ανεβασμένη την "μπούμα", το οποίο μάλιστα την ίδια ημέρα είχε μετακινήσει εκεί άλλος εργαζόμενος κατόπιν εντολής του κατηγορουμένου, με την προοπτική επισκευής του, εκ της οποίας και μόνο ιδιότητας όφειλε ο κατηγορούμενος κατά τις περιστάσεις και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία των απασχολούμενων στην επιχείρησή του λατομείου, και δη να φροντίσει, ώστε ο εργαζόμενος Κ. Μ., που απασχολήθηκε ως παραπάνω κατ’ εντολή του στο λατομείο της επιχειρήσεώς του, να μην εκτεθεί σε κίνδυνο ατυχήματος, εργαζόμενος πλησίον ενός άλλου εκτός λειτουργίας επί διετία και χωρίς συντήρηση σταθμευμένου πεπαλαιωμένου έτους 1987 μηχανήματος διάνοιξης οπών και ειδικότερα, αδιάφορα του ότι δεν λειτουργούσε την άνω περίοδο το λατομείο, αφού κατά τις παραδοχές υπήρχε ενεργός η εν γένει επιχείρηση και κατ’ εντολήν του γινόντουσαν εργασίες συντήρησης και προετοιμασίας για λειτουργία του λατομείου, οπότε όφειλε αφενός να μεριμνήσει για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας, τη συντήρηση και αποκατάσταση τυχόν φθορών ή βλαβών στο άνω μηχάνημα διάνοιξης οπών, αφετέρου όφειλε να γνωστοποιήσει στους εργαζόμενους στην επιχείρηση αυτή, όπως στον άνω παθόντα που εργάσθηκε πλησίον του παραπάνω ακινητοποιημένου μηχανήματος, που διέθετε διατρητικό στέλεχος (μπούμα), που συγκρατείτο με παλαιό μη συντηρημένο πύρρο ασφαλείας, με αποτέλεσμα, ο παθών εργαζόμενος Κ. Μ. κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας από τον κατηγορούμενο εργασίας του, τη στιγμή που στεκόταν πλησίον του άνω μηχανήματος, λόγω της έλλειψης συντήρησης και της μακροχρόνιας φθοράς, κόπωσης και αστοχίας του υλικού κατασκευής του, να σπάσει απότομα, το διατρητικό στέλεχος να αποσπαστεί αιφνιδίως και να επιπέσει πάνω στον Κ. Μ., προκαλώντας σε αυτόν πολλαπλές σωματικές βλάβες, με αιμοπεριτόνιο και πολυοργανική ανεπάρκεια, σωματικές βλάβες που ήσαν και η μόνη ενεργός αιτία του θανάτου του που επισυνέβη στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν στις 3-11-2006. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως ο υφιστάμενος, μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδης σύνδεσμος, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και δεν υφίσταται ασάφεια ως προς το αν υπήρχεν ή όχι επιχείρηση λατομείου, ούτε ως προς τη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του εργοδότη κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος ήταν εργοδότης και ιδιοκτήτης της υπάρχουσας επιχείρησης παλαιού λατομείου και αδιάφορα του ότι δεν είχε ακόμα εφοδιασθεί με άδεια λατόμευσης και δε λειτουργούσε σαν λατομείο αδρανών υλικών, εφόσον με σύμβαση ανέθεσε σε εργαζόμενους μεταξύ των οποίων και στον παθόντα, την με μηχανήματα εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος χώρου του άνω λατομείου, στην επιχείρησή του αυτή λατομείου, που υπήρχαν οι εγκαταστάσεις και παλαιά μηχανήματα, με την προοπτική επαναλειτουργίας του λατομείου, υπήρχεν επιχείρηση με ιδιοκτήτη τον κατηγορούμενο, ο οποίος και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, σαν ιδιοκτήτης της επιχείρησης αυτής, κατ’ άρθρο 15 ΠΚ, με απασχολούμενους σε αυτή εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και τον παθόντα, αλλά και σαν εργοδότης από τη συγκεκριμένη σύμβαση αυτή εργασίας με τον παθόντα στην επιχείρησή του αυτή λατομείου, όφειλε να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο παθόντα τους επαγγελματικούς κινδύνους από την ανατεθείσα σε αυτόν εργασία του πλησίον μηχανημάτων πεπαλαιωμένων και χωρίς συντήρηση, με μακροχρόνια φθορά και κόπωση υλικών, ώστε ο παθών να είναι προσεκτικός κατά την ανατεθείσα εργασία του και για τον άνω υπάρχοντα και πραγματοποιηθέντα κίνδυνο πτώσης της μπούμας και καταπλάκωσης αυτού. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, ότι δεν υπήρχε επιχείρηση, ώστε να ανακύπτουν οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις του κατηγορουμένου ως ιδιοκτήτη επιχείρησης και ότι το δικαστήριο δεν απάντησε στο θέμα που τέθηκε με την αναιρετική απόφαση, αν το λατομείο βρισκόταν ή όχι σε λειτουργία, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου ότι την ημέρα του ατυχήματος υπήρχε επιχείρηση λατομείου, στο οποίο κατ’ εντολή του κατηγορουμένου γινόντουσαν εργασίες με μηχανήματα με ιδιοκτήτη τον κατηγορούμενο και είναι αδιάφορο το ότι δε λειτουργούσε ακόμη η παραγωγική λειτουργία λατόμευσης αδρανών υλικών και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης το προεκτεθέν αιτιολογικό δε συνιστά πιστή αντιγραφή του διατακτικού, είναι σαφές και πλήρες και χωρίς αντιφάσεις, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη - αντιγραφή του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει όπως το προπαρατεθέν και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της αποφάσεως και εκ τούτου δεν φαλκιδεύονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ούτε παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αναιρέσεως ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη των προβληθέντων στο ακροατήριο αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, ότι "οι αποδιδόμενες κατηγορίες είναι ουσιαστικώς και νομικώς αβάσιμες και ότι δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την τέλεση από αυτόν της αποδιδόμενης πράξεως", αναφερόμενος στο σκεπτικό της με αρ. 921/2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προηγούμενη καταδικαστική απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, γιατί δεν εκτίθεται αν το λατομείο του κατηγορουμένου λειτουργούσε ήδη ως επιχείρηση ή όχι, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί οι παραπάνω προβληθέντες ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της αποδιδόμενης κατηγορίας και το δικαστήριο, με τις παραδοχές του στο αιτιολογικό, συμπληρούμενο από το διατακτικό, απάντησε και δέχθηκε συνδρομή όλων των απαιτούμενων στοιχείων της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο και κήρυξε, κατά τα παραπάνω, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη νόμιμης βάσης με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 19/8-10-2014 αίτηση του Σ. Τ. του Ε., περί αναιρέσεως της με αριθμό 1147/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως βάσιμη. Ανθρωποκτονία από αμέλεια εργάτη σε επιχείρηση Λατομείου Κατ/νου. ΑΡΘΡΑ 302-15 ΠΚ. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
2
Αριθμός 379/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα , Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Ι. Σ. του Κ., 2. Σ. Α. του Ο., κατοίκων ..., και 3. Χ. Β. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κουτσαγγέλη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 332/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως. Mε πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολέττα Μπελίτση. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τριπόλεως με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαΐου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 624/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του Α.Ν. 263/1968, "ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται διωκόμενος αυτεπαγγέλτως δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 100.000 δρχ.". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται α) αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος (ή δημοτικού ή κοινοτικού), β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχομένου δόλου ότι πρόκειται για τέτοιο κτήμα και γ) το κτήμα να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου (Δήμου ή Κοινότητος) (ΑΠ 199/2015, 717/2014, 292, 846/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 332/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, οι τρεις αναιρεσείοντες πρόεδρος και μέλη αντίστοιχα της Προσωρινής Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης της ..., κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι αυθαίρετης κατάληψης δημόσιας έκτασης, στην οποία υπάρχει και πηγή ύδατος, αναγνωρίστηκε ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ΠΚ και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Η επίδικη έκταση βρίσκεται στη θέση "..." ... και ανέρχεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων σε 2.200 στρέμματα, ωστόσο στην πραγματικότητα ανέρχεται σε 11.242.042,86 τ.μ., όπως προκύπτει από την με αριθ. πρωτ. .../20-5-2009 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου ... και η οποία (έκταση) συνορεύει δυτικά με κτήμα ..., νότια με το ... ,βόρεια με ... σύνορο ..., ... κάτωθι Ιεράς Μονής και ανατολικά με υδρόμυλο Μονής και .... Εντός της ανωτέρω έκτασης και στο τμήμα- θέση 13 της ως άνω πράξης χαρακτηρισμού συνολικής έκτασης 4.610.633,09 τμ κείται η πηγή με την ονομασία ... Το εν λόγω τμήμα (13) σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού προτείνεται να χαρακτηριστεί ως δασική έκταση της παρ. 2. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η Ιερά Μονή ..., Πρόεδρος της Προσωρινής Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης τυγχάνει ο πρώτος κατηγορούμενος και μέλη ο δεύτερος και η τρίτη κατηγορούμενη, η οποία ανέκαθεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες ύδρευσης των μοναχών από τα ελευθέρως και αενάως ρέοντα ύδατα της ανωτέρω πηγής εισηγήθηκε την εκμετάλλευση και εμφιάλωση μέρους του ύδατος της ως άνω πηγής και την ενοικίαση στην εταιρία εμφιάλωσης με την επωνυμία "... SA" ενός αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας της μονής που κείται στη θέση "..." έκτασης 36.989,81 ευρώ στο οποίο βρίσκεται η απόληξη της ευρισκόμενης σε ψηλότερο σημείο πηγής. Το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της Ιεράς Μητρόπολης ... με σχετική απόφαση του κατά τη συνεδρίαση της 20-7-2007 ενέκρινε την ως άνω εισήγηση και δυνάμει της ως άνω η Ιερά Μονή ... ... μίσθωσε στις 20-7-2007 το ανωτέρω ακίνητο στην ως άνω εταιρία, συνάπτοντας το σχετικό με αριθμό .../20-7-2007 συμβόλαιο μίσθωσης αγροτικού ακινήτου του συμβολαιογράφου ... Βασίλειου Αρτόπουλου, νομίμως μεταγεγραμένου. Στο εν λόγω μισθωτήριο ρητώς αναγράφεται ότι η πηγή ανήκει κατά κυριότητα στην εκμισθώτρια μονή, ενώ με αυτό πλέον της μίσθωσης του αγροτικού ακινήτου εντός του οποίου σχεδιαζόταν η εγκατάσταση και λειτουργία εργοστασίου εμφιάλωσης νερού και αναψυκτικών παραχωρείται επιπλέον στη μισθώτρια εταιρία το δικαίωμα εκμετάλλευσης και χρήσης της πηγής και του απαραίτητου φέροντα χώρου (οπότε υπονοείται λογικώς και το μέρος του εδάφους απ’ όπου εξέρχεται και που αποτελεί αναποχώριστο και συστατικό στοιχείο του ακινήτου επί του οποίου υπάρχει). Με τη σύναψη του ανωτέρω μισθωτηρίου και την παραχώρηση στη μισθώτρια εταιρία του δικαιώματος χρήσης της πηγής, οι κατηγορούμενοι, με τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, με πρόθεση, ήτοι με γνώση και βούληση κατέλαβαν αυτογνωμόνως δημόσια έκταση η οποία βρισκόταν αναμφισβήτητα υπό την κατοχή του Δημοσίου καθόσον α) κατέστησαν ανέφικτη τη χρήση του κοινόχρηστου ύδατος από οποιονδήποτε τρίτο, καθόσον με το μισθωτήριο παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του νερού και του "περιβάλλοντος χώρου (ήτοι της εδαφικής έκτασης στην οποία αυτή κείται) στη μισθώτρια εταιρία, η οποία θα προέβαινε εντός του χώρου αυτού εργασίες για την άντληση του νερού και την κατάληξή του στο μισθωμένο ακίνητο εντός του οποίου θα κατασκευαζόταν το εργοστάσιο εμφιάλωσης, β) η πηγή και το μέρος του εδάφους απ’ όπου εξέρχεται (και που χαρακτηρίζεται στην από 20-5-2009 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη ... ως τμήμα 13) βρισκόταν στην αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου ανέκαθεν και αδιαλείπτως. Το ανωτέρω ενισχύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο βεβαίωσαν το δημόσιο χαρακτήρα της έκτασης εντός της οποίας κείται η πηγή "Μ. Ν." αλλά θεωρείται δημόσια και κατ’ άρθρο 62 παρ 1 του Ν 998/79, αφού δεν έχει αναγνωριστεί επ’ αυτής δικαίωμα κυριότητας σε οποιονδήποτε τρίτο. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η Ιερά Μονή είχε διεκδικήσει το έτος 1933 μεταξύ άλλων εκτάσεων και την έκταση εντός της οποίας κείται η πηγή. Το τότε Διοικητικό Δικαστήριο του Υπουργείου Γεωργίας με την με αριθ. 70/6-12-1933 απόφασή του αναγνώρισε στην Μονή κυριότητα επί δασικής έκτασης 800 στρεμμάτων, ευρισκόμενη στη θέση "..." επί συνολικής διεκδικούμενης έκτασης 4.000 στρεμμάτων, Την υπόλοιπη διεκδικούμενη τότε έκταση, στην οποία περιλαμβανόταν και το εδαφικό τμήμα στο οποίο κείται η επίδικη πηγή, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν το επιδίκασε στη Μονή κρίνοντας ότι είναι δημόσιο. Η Μονή αναγνώρισε την απόφαση αυτή μη ασκώντας προσφυγή ή ένδικα βοηθήματα κατά αυτής. Αλλά και μεταγενέστερα, ουδέποτε αιτήθηκε την αναγνώριση ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων" αλλά ούτε και αγωγή κυριότητας έναντι του ελληνικού δημοσίου κατά τη διαδικασία που ορίζεται με το άρθρο 8 του ΑΝ 1539/1938 και γ) οι κατηγορούμενοι, με την ιδιότητα τους ως Πρόεδρος της Προσωρινής Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης της Ιεράς Μονής ... ο πρώτος και ως μέλη ο δεύτερος και τρίτη γνώριζαν το δημόσιο χαρακτήρα του εν λόγω κτήματος εντός του οποίου κείται η πηγή, καθόσον είχαν λόγω της ιδιότητάς τους άμεση πρόσβαση στα αρχεία της Μονής, οπότε και είχαν αντίληψη ότι ουδέποτε είχε παραχωρηθεί στη Μονή κυριότητα επί της επίδικης πηγής με οποιαδήποτε απόφαση ή διαδικασία αλλά τουναντίον είχε απορριφθεί το αίτημα της Μονής να της αναγνωριστεί κυριότητα επ’ αυτής με την με αριθμό 70/1933 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, καθόσον κρίθηκε ότι αυτή ανήκει στο Δημόσιο. Με τις παραδοχές αυτές πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την αποδιδόμενη σε αυτούς με το κατηγορητήριο πράξη, μόνον όμως όσον αφορά την πηγή και τον περιβάλλοντα χώρο της, όπως αυτός έχει προσδιοριστεί ως τμήμα- θέση 13 με την με αριθ. πρωτ. .../20-5-2009 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου ... συνολικής έκτασης 4.610.633,09 τμ με στοιχεία περιμέτρου 1-2-3- ....-124-125-1. Για τη λοιπή έκταση, η οποία ανέρχεται συνολικά σε 6.631.409,71 τ.μ. θα πρέπει να κηρυχθούν αθώοι καθόσον δεν αποδείχτηκε ούτε περιγράφεται στο κατηγορητήριο κάποιο περιστατικό το οποίο συνιστά διακατοχική πράξη (π.χ. εκχέρσωση, περίφραξη, φύτευση κλπ) σε αυτή εκ μέρους της Μονής που θα είχε το χαρακτήρα κατάληψης δημόσιας έκτασης". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τους τρείς κατηγορουμένους ενόχους του ότι: "Στη θέση "..." ..., στις 20-07-2007, ο πρώτος κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του Προέδρου της Προσωρινής Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης της ... και ο δεύτερος και η τρίτη εξ αυτών με την ιδιότητα μέλους της άνω Επιτροπής με πρόθεση κατέλαβαν αυτογνωμόνως δημόσια έκταση, η οποία βρισκόταν αναμφισβήτητα υπό την κατοχή του Δημοσίου και συγκεκριμένα χωρίς έγκριση και σχετική παραχώρηση από την αρμόδια υπηρεσία, με σκοπό να αποκτήσουν δικαίωμα κυριότητος, κατέλαβαν έκταση 4.610.633.09 τ.μ. (με στοιχεία περιμέτρου 1-2-3-....... -124-125-1), όπως αυτή προσδιορίζεται ως θέση- τμήμα 13 στην με αριθ. πρωτ. .../20-5-2009 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου ... και η οποία αποτελεί μέρος μείζονος έκτασης 11.242.042,86 τ.μ. η οποία συνορεύει δυτικά με κτήμα ..., νότια με το ..., βόρεια με Άνω ... σύνορο ..., ... κάτωθι Ιεράς Μονής και ανατολικά με υδρόμυλο Μονής και ..., καθώς επίσης κατέλαβαν και την πηγή που βρίσκεται εντός της ανωτέρω εκτάσεως με την ονομασία "Μ. Ν.", παραχωρώντας η Ιερά Μονή ... ... με το υπ’ αριθ. .../20-07-2007 συμβόλαιο μίσθωσης αγροτικού ακινήτου του Συμβολαιογράφου ... Βασιλείου Αρτόπουλου με το οποίο εκμίσθωσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο " ... S.A.", συνολική έκταση 36.989,81 τετραγωνικών μέτρων ιδιοκτησίας της, ευρισκόμενη στη θέση "..." και το δικαίωμα εκμετάλλευσης της χρήσης της πηγής στην παραπάνω ανώνυμη εταιρία παρότι γνώριζε ότι η προαναφερόμενη έκταση των 4.610.633,09 τ.μ. εντός της οποίας βρισκόταν και η πηγή με την ονομασία "Μ. Ν." ανήκε κατά πλήρες δικαίωμα νομής, κατοχής και κυριότητας στο δημόσιο". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της παράβασης άρθρου 23 παρ.1 Α.Ν. 1539/1938, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 2 του Α.Ν. 263/1968 και όπως αναλύεται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, για το οποίο πλημμέλημα και καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείοντες, με αποτέλεσμα να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρεται στην αιτιολογία μεν ότι η επίδικη έκταση, ήτοι η πηγή "Μ. Ν." ... και το μέρος του εδάφους απόπου εξέρχεται το νερό και ο περιβάλλων χώρος αυτής (τμήμα 13, έκτασης 4.610.663,09 τ.μ.), ανήκαν στην αναμφισβήτητη κυριότητα και κατοχή του πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου ανέκαθεν και αδιαλείπτως, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται στο αιτιολογικό συγκεκριμένες πράξεις νομής και κατοχής εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου και αιτιολογείται και η γνώση από τους αναιρεσείοντες του δημόσιου χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου, αναγνωρισμένου δυνάμει της με αρ. 70/1993 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ότι δεν ανήκει στην ανωτέρω Μονή, αλλά στο Δημόσιο, αλλά δεν αιτιολογείται και το τρίτο απαιτούμενο στοιχείο του εγκλήματος, η υλική πράξη της αυθαίρετης, παράνομης, κατάληψης της έκτασης αυτής από τους κατηγορουμένους. Στο προεκτεθέν αιτιολογικό, συμπληρούμενο από το προπαρατεθέν διατακτικό, αναφέρεται ως αυθαίρετη πράξη κατάληψης της άνω δημόσιας έκτασης, μόνον η, εκ μέρους των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, για λογαριασμό της ... που εκπροσωπούσαν, εκμίσθωση της δημόσιας έκτασης αυτής ομού μετά της πηγής σε ιδιωτική εταιρεία εμφιάλωσης νερού, ισχυριζόμενοι απλώς και αναγράφοντας στο καταρτισθέν μισθωτήριο συμβόλαιο ότι η πηγή ανήκει στην εκμισθώτρια Μονή κατά κυριότητα, παραχωρώντας στη μισθώτρια και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της πηγής, ενώ με την ίδια προσβαλλόμενη απόφαση αθωώθηκαν για αυθαίρετη κατάληψη της υπόλοιπης όμορης μείζονος δημόσιας έκτασης των 6.631,409 τ.μ., με την αιτιολογία ότι "δεν αποδείχθηκε, ούτε περιγράφεται στο κατηγορητήριο κάποιο περιστατικό το οποίο να συνιστά διακατοχική πράξη, π.χ. εκχέρσωση, περίφραξη, φύτευση κ.λπ. σε αυτή εκ μέρους της Μονής, που θα είχε το χαρακτήρα κατάληψης δημόσιας έκτασης". Επομένως, από το σύνολο των παραπάνω παραδοχών του αιτιολογικού σε συνδυασμό με το διατακτικό προκύπτει ασάφεια και λογικό κενό, αν οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε αυθαίρετη κατάληψη της άνω δημόσιας έκτασης που εκμίσθωσαν ή αρκέστηκαν σε απλό ισχυρισμό περί κυριότητας της Μονής στην ανωτέρω πηγή και προχώρησαν στη πράξη εκμίσθωσης της πηγής αυτής και του περιβάλλοντος αυτής χώρου σε ιδιωτική εταιρεία εμφιάλωσης νερού, αναγράφοντας απλώς στο μισθωτήριο συμβόλαιο ότι η πηγή ανήκει στην εκμισθώτρια Μονή κατά κυριότητα, παραχωρώντας και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της πηγής και του αναβλύζοντος νερού αυτής, αφού δεν εκτίθεται κάποιο πραγματικό περιστατικό που να υποδηλώνει κατάληψη της νομής και παράδοση του εκμισθωθέντος ακινήτου στη μισθώτρια εταιρεία, κατά την έννοια του άνω άρθρου 23 του ΑΝ 1539/1938, και είναι αδιάφορο το ότι με βάση το μισθωτήριο αυτό συμβόλαιο η μισθώτρια εταιρεία είχεν ενοχικό δικαίωμα να προβεί στο μίσθιο αυτό ακίνητο σε εργασίες άντλησης του νερού της πηγής και κατάληξης τους σε μισθωμένο ακίνητο της Μονής, εντός του οποίου θα κατασκεύαζε και το οικείο εργοστάσιο εμφιάλωσης, πράγμα όμως που κατά τις παραδοχές δεν έγινε, αφού δεν έγινε και παράδοση της νομής και κατοχής της εκμισθωθείσας δημόσιας έκτασης στη μισθώτρια εταιρεία. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως (πρώτος, δεύτερος, τρίτος), με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπό τη μορφή έλλειψης νόμιμης βάσης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, της ορθής εφαρμογής του νόμου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις καταδικαστικές αυτής διατάξεις, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και άρχιζε/ από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’ , 370 εδ β’ και 511 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, όταν διαπιστώσει τη συμπλήρωση της παραγραφής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτή και περιέχεται σ’ αυτή ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση η πλημμεληματική πράξη της παράβασης του άρθρου 23 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 περί προστασίας δημοσίων κτημάτων, για την οποία καταδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση οι τρεις αναιρεσείοντες, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 20-07-2007, έκτοτε δε μέχρι και τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως (την 4-11-2015) παρήλθε πλήρης οκταετία και εξαλείφθηκε κατά τα παραπάνω με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Άρα αφού η ένδικη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτά και περιέχει, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος κρίθηκε ως παραπάνω βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 332/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, κατά τις καταδικαστικές της διατάξεις. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη η οποία ασκήθηκε κατά των κατηγορουμένων Ι. Σ. του Κ., Σ. Α. του Ο. και Χ. Β. του Ι., για την αξιόποινη πράξη του ότι: "Στη θέση "..." ..., στις 20-07-2007, ο πρώτος κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του Προέδρου της Προσωρινής Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης της ... και ο δεύτερος και η τρίτη εξ αυτών με την ιδιότητα μέλους της άνω Επιτροπής με πρόθεση κατέλαβαν αυτογνωμόνως δημόσια έκταση, η οποία βρισκόταν αναμφισβήτητα υπό την κατοχή του Δημοσίου και συγκεκριμένα χωρίς έγκριση και σχετική παραχώρηση από την αρμόδια υπηρεσία, με σκοπό να αποκτήσουν δικαίωμα κυριότητος, κατέλαβαν έκταση 4.610.633.09 τ.μ. (με στοιχεία περιμέτρου 1-2-3-....... -124-125-1), όπως αυτή προσδιορίζεται ως θέση - τμήμα 13 στην με αριθ. πρωτ. .../20-5-2009 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου ... και η οποία αποτελεί μέρος μείζονος έκτασης 11.242.042,86 τ.μ. η οποία συνορεύει δυτικά με κτήμα ..., νότια με το ..., βόρεια με Άνω ... σύνορο ..., ... κάτωθι Ιεράς Μονής και ανατολικά με υδρόμυλο Μονής και ..., καθώς επίσης κατέλαβαν και την πηγή που βρίσκεται εντός της ανωτέρω εκτάσεως με την ονομασία "Μ. Ν.", παραχωρώντας η Ιερά Μονή ... ... με το υπ’ αριθ. .../20-07-2007 συμβόλαιο μίσθωσης αγροτικού ακινήτου του Συμβολαιογράφου ... Βασιλείου Αρτόπουλου με το οποίο εκμίσθωσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... S.A.", συνολική έκταση 36.989,81 τετραγωνικών μέτρων ιδιοκτησίας της, ευρισκόμενη στη θέση "..." και το δικαίωμα εκμετάλλευσης της χρήσης της πηγής στην παραπάνω ανώνυμη εταιρία παρότι γνώριζε ότι η προαναφερόμενη έκταση των 4.610.633,09 τ.μ. εντός της οποίας βρισκόταν και η πηγή με την ονομασία "Μ. Ν." ανήκε κατά πλήρες δικαίωμα νομής, κατοχής και κυριότητας στο δημόσιο". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβ. άρ. 23 παρ.1 ΑΝ 1539/1938. Δέχεται αίτηση ως βάσιμη + ΠΟΠΔ, λόγω δετούς παραγραφής. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγω ασαφειών και λογικών κενών αιτιολογικού και διατακτικού, ως προς το στοιχείο της αυθαίρετης κατάληψης της δημόσιας έκτασης.
Απάτη
Απάτη.
0
Αριθμός 316/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. Α552/2015 πράξεως του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας, με την ως άνω πράξη του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων ζητεί τώρα την αναίρεση της πράξης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 698/2015. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή, με αριθμό 163/23-10-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Σε Συμβούλιο) κατά το άρθρο 476 Κ.Π.Δ., την επιδοθείσα σε μας την 2-4-2015 αίτηση αναιρέσεως του Χ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. Α.552/10-3-2015 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε κατά το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ η αρχειοθέτηση από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου ως ουσιαστικά αβάσιμης της από 9-10-2014 μηνυτήριας αναφοράς του ήδη αναιρεσείοντα, εκθέτω τα ακόλουθα. Σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά δικαστήριο (ως συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 462,482,484, και 510 του Κ.Π.Δ τα οποία αναφέρονται στην άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, προκύπτει ότι το ένδικο αυτό μέσο συγχωρείται μόνο κατά των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων και των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, όχι όμως και κατά της διατάξεως του εισαγγελέα εφετών που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 48 του ιδίου Κώδικα επί προσφυγής στρεφομένης εναντίον διατάξεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ο οποίος μετά από έρευνα της υποβαλλομένης εγκλήσεως, απορρίπτει αυτήν εάν κρίνει ότι δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, ούτε κατά των πράξεων του Εισαγγελέα Εφετών που εκδίδονται κατά το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ, δυνάμει των οποίων εγκρίνονται από τον Εισαγγελέα Εφετών οι πράξεις αρχειοθέτησης από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών, των μηνύσεων ή μηνυτήριων αναφορών, ως μη στηριζόμενων στο νόμο ή προφανώς αβάσιμων στην ουσία τους ή ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης,..... και αυτό γιατί ούτε οι διατάξεις, ούτε οι πράξεις έγκρισης αρχειοθέτησης μήνυσης από τον Εισαγγελέα Εφετών, φέρουν τον χαρακτήρα βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως (Α.Π 1609/1988 Ποιν. Χρον. ΛΘ 485, Α.Π 459/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ 46 Α.Π 1009/2001 ΚΑΙ 1010/2001). Στην προκείμενη περίπτωση η προαναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. Α.552/10-3-2015 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε κατά το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ η αρχειοθέτηση από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου ως ουσιαστικά αβάσιμης της από 9-10-2014 μηνυτήριας αναφοράς του ήδη αναιρεσείοντα, κατά των υπευθύνων λειτουργίας του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με τον διακριτικό τίτλο "..." στην διασταύρωση των οδών ... και ..., στο ... Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ήδη, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη, επειδή στρέφεται κατά πράξεως του Εισαγγελέα Εφετών δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε πράξη αρχειοθέτησης μήνυσης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά της οποίας δεν συγχωρείται το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, και συνεπώς πρέπει αυτή να απορριφθεί ως τέτοια κατά το άρθρο 476 Κ.Π.Δ, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκειμένης διαδικασίας. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 16-3-2015 και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 2-4-2015 αίτηση αναιρέσεως του Χ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., κατά της υπ'αριθμ. Α.552/10-3-2015 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, και β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462, 482, 484, 504 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά των βουλευμάτων των Δικαστικών Συμβουλίων και των αποφάσεων των Ποινικών Δικαστηρίων, όχι όμως και κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου Κώδικα επί προσφυγής του εγκαλέσαντος κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ο οποίος μετά από έρευνα της υποβαλλόμενης εγκλήσεως, με την οποία απορρίφθηκε έγκληση αυτού επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο ή ήταν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή προφανώς ψευδής στην ουσία της ούτε κατά των πράξεων του Εισαγγελέα Εφετών που εκδίδονται κατά το άρθρο 43 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες εγκρίνονται από αυτόν οι πράξεις αρχειοθέτησης από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών, των μηνύσεων ή μηνυτήριων αναφορών, ως μη στηριζομένων στο νόμο ή προφανώς αβασίμων στην ουσία τους ή ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης... δεδομένου ότι ούτε οι διατάξεις, ούτε οι πράξεις έγκρισης αρχειοθέτησης μήνυσης ή μηνυτήριας αναφοράς του Εισαγγελέα Εφετών έχουν το χαρακτήρα βουλεύματος ή δικαστικής απόφασης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 476 παρ. 1 εδ. β του ίδιου Κώδικα ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις (24) ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Στην προκείμενη περίπτωση με την υπό κρίση από 2.4.2015 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ. Σ., κατοίκου ..., ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. Α 552/10.3.2015 πράξης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε κατά το άρθρο 43 του ΚΠΔ η αρχειοθέτηση από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου ως ουσιαστικά αβάσιμης της από 9.10.2014 μηνυτήριας αναφοράς του ήδη αναιρεσείοντα, κατά των υπευθύνων λειτουργίας του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με το διακριτικό τίτλο "..." στη διασταύρωση των οδών ... και ... στο …. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη, επειδή στρέφεται κατά πράξεως του Εισαγγελέα Εφετών δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε πράξη αρχειοθέτησης μήνυσης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά της οποίας δεν προβλέπεται από το νόμο το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και συνεπώς πρέπει αυτή μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος κατά τη σχετική επί του φακέλου επισημείωση να απορριφθεί ως τέτοια κατά το άρθρο 476 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 του ίδιου Κώδικα). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 16.3.2015 αίτηση αναιρέσεως του Χ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., κατά της υπ' αριθμ. Α.552/10.3.2015 πράξης του εισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά διάταξης του Εισαγγελέως Εφετών ως απαράδεκτης, εφόσον αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά βουλευμάτων των Δικαστικών Συμβουλίων και των αποφάσεων των Ποινικών Δικαστηρίων.
null
null
0
Αριθμός 310/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Β. Τ. του Σ. και 2) Ν. Τ. του Π., κατοίκων ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσοβόλα, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 960/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον L. B. του V., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Απριλίου 2015 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 497/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος, και προβαίνει με πράξη παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον προς το σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Το ψευδές γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν ή να έχει διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωσή του και δεν μπορεί να ανάγεται στο μέλλον. Όταν, όμως, εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, βάσει της εμφανιζόμενης ήδη στο παρόν ψευδούς πραγματικής κατάστασης ή δυνατότητας του δράστη, που είχε από πριν ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ, που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός", όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β` του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 960/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι, απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σε βαθμό πλημμελήματος ο πρώτος Β. Τ. και απλής συνέργειας στην απάτη του πρώτου ο δεύτερος αναιρεσείων Ν. Τ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2007 η L. Β., μητέρα του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στην οικία που διέμεναν, στο ..., οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Β. Τ. και Ν. Τ., παράλληλα δε κάθε δεκαπέντε ημέρες μετέβαινε στην εν λόγω οικία τους και η σύζυγος του πολιτικώς ενάγοντος E. B. και σιδέρωνε τα ρούχα τους. Στα πλαίσια της εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε από την παραπάνω εργασιακή σχέση και των συζητήσεων που γίνονταν μεταξύ τους, ο πρώτος κατηγορούμενος αντιληφθείς ότι ο εγκαλών L. B. του V., επιθυμούσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. για να εργαστεί με καλλίτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβής απ' ότι στην Ελλάδα, δεδομένου ότι όλη η οικογένεια Β. (ο πατέρας ,η μητέρα, ο πολιτικώς ενάγων και η σύζυγος του) οι οποίοι είναι Αλβανοί υπήκοοι βρίσκονται και εργάζονται στην Ελλάδα, ως οικονομικοί μετανάστες , από το έτος 1996, συνέλαβε σχέδιο εξαπάτησής του. Γι' αυτό κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007, ανέφερε στην μητέρα του εγκαλούντα, ότι είχε την δυνατότητα μέσω γνωριμιών που διέθετε τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Η.Π.Α., να εκδώσει VISA για τον εγκαλούντα και τα μέλη της οικογένειάς του προκειμένου να μεταβούν για να εργασθούν νόμιμα στις Η.Π.Α. και έτσι να έχουν μια πολύ καλλίτερη ζωή. Τα ίδια ακριβώς επανέλαβε και στον εγκαλούντα, όταν, μετά την παραπάνω συζήτηση που είχε ο πρώτος κατηγορούμενος με την μητέρα του τελευταίου, αυτή μετέφερε στον γιο της το περιεχόμενο των μεταξύ τους διαμειφθέντων και αυτός (εγκαλών) μετέβη στην οικία των δύο πρώτων κατηγορουμένων για να μάθει περισσότερα και να συζητήσουν μαζί πλέον τις λεπτομέρειες του σχεδίου μετανάστευσής του στις Η.Π.Α. Εκεί, στην οικία των δύο πρώτων κατηγορουμένων, κατά την συζήτηση που είχαν μεταξύ τους, ο πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε στον εγκαλούντα ότι για να υλοποιηθεί η έκδοση της visa και της πράσινης κάρτας, απαιτείτο η καταβολή εκ μέρους του 27.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι, κατά την διάρκεια της συζήτησης αυτής μεταξύ του εγκαλούντος και του α' κατηγορουμένου παρευρισκόταν και ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εγκαλούντα περί των γνωριμιών του και της δυνατότητάς του μέσω αυτών να εκδοθεί VISA επ' ονόματι του και της οικογένειάς του για μετάβαση και εργασία στις ΗΠΑ. Ο εγκαλών, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε ανεπιτυχώς επιχειρήσει να μεταβεί ΗΠΑ, επιθυμώντας διακαώς να υλοποιήσει το όνειρο της ζωής του, ευθύς αμέσως εμπιστεύτηκε τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, σημειωτέον, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας Β. φερόταν πάντοτε φιλικά και γενναιόδωρα προς την μητέρα και την σύζυγο του εγκαλούντος, προσφέροντάς τους ρούχα, τρόφιμα και γλυκά. Έτσι, αφού συγκέντρωσε από τις οικονομίες του και από άλλους συγγενείς του το ποσό των 27.000 ευρώ, το παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο, μαζί με διάφορα άλλα έγγραφα (ΑΦΜ, διαβατήρια, φωτογραφίες κλπ) που του ζήτησε ο πρώτος κατηγορούμενος, (ώστε το όλο εγχείρημα να φαίνεται πειστικό) και ανέμενε την έκδοση της VISA. Κατά το Πάσχα 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος ανακοίνωσε στον εγκαλούντα ότι με τα δεδομένα που είχε στην διάθεσή του δεν μπορούσε να εκδοθεί VISA, πλην όμως τούτο μπορούσε να γίνει για λόγους υγείας του ανηλίκου τέκνου του, ότι δηλαδή το τέκνο του είναι (δήθεν) άρρωστο και έπρεπε να μεταβούν στις ΗΠΑ για θεραπεία του. Γι' αυτό του παρέδωσε ένα "ιατρικό έγγραφο" και τον παρότρυνε να μεταβούν στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα προσκομίζοντας και αυτό το έγγραφο, όπου τον διαβεβαίωσε ότι όλα πλέον ήσαν έτοιμα και απέμενε η υπογραφή κάποιων εγγράφων. Ωστόσο, παρά το "ιατρικό έγγραφο" που προσκόμισε ο εγκαλών στην πρεσβεία το αίτημά του έκδοσης VISA απορρίφθηκε. Μετά ταύτα ο εγκαλών άρχισε να ζητεί την επιστροφή των χρημάτων του, όμως ο πρώτος κατηγορούμενος αποσκοπώντας να διατηρήσει το ποσό των 27.000 ευρώ που είχε αποσπάσει κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, καθησύχασε τον εγκαλούντα ότι θα του επιστρέφει τα χρήματα και εν συνεχεία του πρότεινε αντί για τις ΗΠΑ να ενεργήσει ώστε να μεταβούν στον Καναδά. Γι' αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος κατά τους θερινούς μήνες 2008 , απευθύνθηκε στον γνωστό του Ι. Χ. (γ' κατηγορούμενο), ο οποίος γνώριζε τον τέταρτο κατηγορούμενο Σ. Κ. που είχε στον Καναδά έναν εξάδελφο ονόματι Γ. Ε., με τον οποίο επικοινώνησε τηλεφωνικά ο εγκαλών, πλην όμως ουδέν ευοδώθηκε εν τέλει. Μάλιστα, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά ανέφερε καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, στην προσπάθειά του να ενημερωθεί από την Καναδική Πρεσβεία για την τύχη της αιτήσεώς του, "τους πέρασαν για τρελούς και ουδεμία απάντηση έλαβαν". Έκτοτε ο πρώτος κατηγορούμενος, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του εγκαλούντα για την επιστροφή του ποσού των 27.000 ευρώ, ουδέν ποσό του έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε πλήρως ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα ότι, μέσω γνωριμιών που διέθετε τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ, είχε τη δυνατότητα να εκδώσει VISA στον εγκαλούντα και στα μέλη της οικογένειάς του, προκειμένου αυτοί να μεταβούν για να εργασθούν νόμιμα στις ΗΠΑ και έτσι τον έπεισε να του καταβάλει το ποσό των 27.000 ευρώ που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ωφελώντας έτσι την περιουσία του με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντα, ενώ η αλήθεια είναι ότι αυτός ουδεμία τέτοια δυνατότητα είχε, την οποία (αλήθεια) αν γνώριζε ο εγκαλών ουδέποτε θα του κατέβαλε το ποσό αυτό. Στην παραπάνω εξαπάτηση που διέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος του εγκαλούντα, η συμμετοχή του δευτέρου κατηγορουμένου, έχει την μορφή της απλής συνέργειας, αφού η όλη παρουσία και εμπλοκή του στην ένδικη υπόθεση, περιορίζεται τόσο στο γεγονός της παρουσίας του κατά τις σχετικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην οικία τους μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του εγκαλούντα, με την οποία (παρουσία του) ενίσχυε ψυχικά τον πρώτο κατηγορούμενο στην υλοποίηση της απόφασής του να εξαπατήσει τον εγκαλούντα, όσο και στην διαβεβαίωση που παρείχε στον τελευταίο περί των δυνατοτήτων του πρώτου κατηγορουμένου να υλοποιήσει μέσω των γνωριμιών του την έκδοση VISA. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι οι τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή στην απάτη που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού αυτούς στην όλη υπόθεση ενέπλεξε κατά τους θερινούς μήνες του έτους 2008 ο πρώτος κατηγορούμενος, όταν δηλαδή αυτός είχε ήδη τελέσει την άδικη πράξη του και κατά την τελική προσπάθειά του να αποφύγει την επιστροφή των 27.000 ευρώ στον εγκαλούντα, επιχειρώντας να στρέψει την επιδίωξη του για μετανάστευση στην Αμερική, σε άλλη χώρα, τον Καναδά, μέσω του ανωτέρω γνωστού του γ' κατηγορουμένου, ο οποίος απευθύνθηκε στον επίσης γνωστό του δ' κατηγορούμενο. Επομένως, με βάση τα περιστατικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει: α) ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται, ήτοι της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, β) ο δεύτερος κατηγορούμενος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος, αντί της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά συναυτουργίαν". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξεν ενόχους τους δύο κατηγορουμένους του ότι: "Α. Τον α' κατηγορούμενο Β. Τ. ένοχο, του ότι: Στην …το Σεπτέμβριο του έτους 2007, σε χρόνο που δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί επακριβώς κατά την προκαταρκτική εξέταση, που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η ζημία δε που προκλήθηκε ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Συγκεκριμένα, με σκοπό να εξοικονομήσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον εγκαλούντα L. B. του V., κάτοικο ... (...), ότι είχε τη δυνατότητα μέσω γνωριμιών που διέθετε τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Η.Π.Α. να εκδώσει VISA στον εγκαλούντα και τα μέλη της οικογένειας του προκειμένου να μεταβούν για να εργασθούν νόμιμα στις Η.Π.Α. και στην συνέχεια στον Καναδά ώστε να μεταβεί εκεί με την οικογένεια του, και με τον τρόπο αυτό έπεισε τον ως άνω εγκαλούντα να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 27.000 ευρώ, ωφελώντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του κατά το παραπάνω ποσό, με ισόποση ζημία της περιουσίας του εγκαλούντα, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ο οποίος εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να του εκδώσει VISA για τις Η.Π.Α., δεν θα κατέβαλε το παραπάνω ποσό. Β. Τον κατηγορούμενο Ν. Τ., ένοχο του ότι με πρόθεση παρείχε στον πρώτο κατηγορούμενο Β. Τ. οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που αυτός διέπραξε ως αναφέρεται παραπάνω και συγκεκριμένα στην … κατά τον Σεπτέμβριο 2007 παρευρισκόταν κατά τις σχετικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην οικία τους μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του εγκαλούντα περί της δυνατότητας που είχε ο πρώτος κατηγορούμενος μέσω των γνωριμιών που διέθετε στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, να εκδώσει VISA για τον εγκαλούντα και την οικογένειά του, ενισχύοντας έτσι με την παρουσία του ψυχικά τον πρώτο κατηγορούμενο στην υλοποίηση της απόφασής του να εξαπατήσει τον εγκαλούντα και διαβεβαιώνοντας τον τελευταίο περί των δυνατοτήτων του πρώτου κατηγορουμένου να υλοποιήσει μέσω των γνωριμιών του την έκδοση VISA γι' αυτόν και την οικογένειά του προκειμένου να μεταναστεύσουν νομίμως στις ΗΠΑ. Στην πράξη αυτή προέβηκε γνωρίζοντας την πρόθεση του πρώτου κατήγορου (Β.Τ.) να εξαπατήσει τον εγκαλούντα για να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 27.000 ευρώ, ωφελώντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του κατά το παραπάνω ποσό, με ισόποση ζημία της περιουσίας του εγκαλούντα, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ο οποίος (εγκαλών) εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δηλαδή ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να του εκδώσει VISA για τις Η.Π.Α., δεν θα κατέβαλε το παραπάνω ποσό". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας για τον πρώτο αναιρεσείοντα και απλής συνέργειας στην απάτη αυτή του δεύτερου αναιρεσείοντος, για τις οποίες πράξεις καταδικάσθηκαν αυτοί, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 47 παρ.1 , 386 παρ.1 α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των δύο αναιρεσειόντων, από το άνω αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, που αλληλοσυμπληρώνονται και συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο, α) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ότι ο πρώτος αναιρεσείων κατηγορούμενος Β. Τ. παρέστησε ψευδώς στον αλλοδαπό εγκαλούντα, Αλβανό υπήκοο, ότι είχε γνωριμίες και τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση βίζας και πράσινης κάρτας γι' αυτόν και την οικογένειά του για μετανάστευση σε ΗΠΑ και πέτυχε να του καταβάλει το ποσό των 27.000 ευρώ, που δεν επέστρεψε, ενώ η αλήθεια ήταν ότι αυτός ουδεμία τέτοια δυνατότητα είχε και σκοπό είχε να εξαπατήσει τον εγκαλούντα για να του αποσπάσει το άνω χρηματικό ποσό, και να ωφελήσει την περιουσία του σε βάρος του εγκαλούντος, πράγμα που πέτυχε, β) κατά τις παραδοχές, η παρασχεθείσα εκ μέρους των κατηγορουμένων διαβεβαίωση στον εγκαλούντα ότι ο από αυτούς φυσικός αυτουργός έχει δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση βίζας για ΗΠΑ, δεν πρόκειται για παράσταση ενός απλού εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού και για απλή ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης εκπλήρωσής της στο μέλλον, αλλά πρόκειται για γεγονός, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού οι άνω απλές υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις έκδοσης βίζας, συνοδεύθηκαν ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων και δη της προσωπικής δυνατότητας έκδοσης στον εγκαλούντα και τα μέλη της οικογενείας του βίζας για ΗΠΑ με γνωριμίες, γεγονότα που αναφέρονται στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, βάσει της εμφανιζόμενης ήδη στο παρόν ψευδούς πραγματικής κατάστασης, της δυνατότητας του αναιρεσείοντος αυτουργού για έκδοση βίζας, που γνώριζε ότι δεν είχε αυτή τη δυνατότητα και είχε από πριν ειλημμένη την απόφαση να παραπλανήσει τον παθόντα και να καρπωθεί το αιτηθέν και καταβληθέν σε αυτόν ποσό των 27.000 ευρώ, οπότε και θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης, γ) αιτιολογείται ότι ο πρώτος αναιρεσείων απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 27.000 ευρώ, που απέσπασε από τον παραπλανηθέντα εγκαλούντα αλλοδαπό, με αντίστοιχη ισόποση ζημία του τελευταίου, ζημία που εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο ως ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ το ύψος της ζημίας ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, δ) όσον αφορά την καταδίκη του δεύτερου αναιρεσείοντος Ν. Τ., ως απλού συνεργού στην παραπάνω απάτη του πρώτου φυσικού αυτουργού, δεν συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, διότι στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπληρούμενο παραδεκτά από το διατακτικό, εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει όχι μόνον η απλή παρουσία του δεύτερου αναιρεσείοντος Ν. Τ. κατά τις συζητήσεις φυσικού αυτουργού και παθόντος, στις οικίες και των δύο κατηγορουμένων, κατά τη διάπραξη της απάτης, η οποία αναφέρεται στην απόφαση, ως πράξη συνδρομής του, αλλά εκτίθενται και περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η παρουσία αυτού κατά τη διάπραξη της απάτης, ήταν ενεργός, δηλαδή εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία προκύπτει αφενός ότι με τη παρουσία αυτού ενθάρρυνε ψυχικά την υλοποίηση και τέλεση της πιο πάνω πράξεως εξαπάτησης από τον αυτουργό σε βάρος του εγκαλούντος, αφετέρου δε ότι διαβεβαίωσε τον παθόντα περί των δυνατοτήτων του πρώτου φυσικού αυτουργού να υλοποιήσει δήθεν μέσω των γνωριμιών του την έκδοση βίζας, γνωρίζοντας την πρόθεση του πρώτου συγκατηγορουμένου του να εξαπατήσει τον εγκαλούντα για να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 27.000 ευρώ, κατά το οποίο και ζημιώθηκε ο εγκαλών. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται από τους δύο αναιρεσείοντες η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι, απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις, με το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόµενου στον κατηγορούµενο από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώµατος να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση: α) όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, (σελ. 14-15) μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "8 )Το αντίγραφο Τραπεζικού Λογαριασμού ΑLPHA(1) 9 ) Το αντίγραφο Τραπεζικού Λογαριασμού ΑLPHA(2) 10) Το αντίγραφο Τραπεζικού Λογαριασμού ΑLPHA(3) 11) Η αναζήτηση καταστημάτων ΑLPHA Bank (1) 12) Η αναζήτηση καταστημάτων ΑLPHA Bank (2) 13) Η αναζήτηση καταστημάτων ΑLPHA Bank (3) 14) Η αναζήτηση καταστημάτων ΑLPHA Bank (4) 15) Η αναζήτηση καταστημάτων ΑLPHA Bank (5) 20) Η απόδειξη κατάθεσης (1) 21) ) Η απόδειξη κατάθεσης (2) 22) Το αντίγραφο γραμματίου είσπραξης Πειραιώς(1) 23) Το αντίγραφο γραμματίου είσπραξης Πειραιώς(2) 24) Η φωτοτυπία(1) 25 ) Η φωτοτυπία(2) 26) Η φωτοτυπία(3) 27 ) Η φωτοτυπία(4) ". Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών και του είδους αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού, ειδικότερα τα έγγραφα αυτά αναφέρονται σε χρηματικά ποσά και με την ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης (βλ. σελ. 14 πρακτικών), κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες και στους παρισταμένους κατά την ανάγνωση συνηγόρους τους, οπότε αυτοί άκουσαν το περιεχόμενό τους και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Άλλωστε, όταν η πρόεδρος μετά την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, ρώτησε τους διαδίκους εάν χρειάζονται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, αυτοί απάντησαν αρνητικά (σελ. 15 πρακτικών). Επομένως, ορθώς το Εφετείο συνεκτίμησε και τα προαναφερθέντα αναγνωσθέντα έγγραφα, ο δε περί του αντιθέτου συναφής λόγος αναιρέσεως των αιτούντων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα η ταυτότητά τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως του Β. Τ. και του Ν. Τ., να απορριφθούν ως αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-4-2015 αίτηση - δήλωση του Β. Τ. του Σ. και την από 16-4-2015 αίτηση - δήλωση του Ν. Τ. του Π., περί αναιρέσεως της με αριθμό 960/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη Ιδιαίτ. Μεγάλης αξίας από 1ο και Απλή Συνέργεια 2 ου στην Απάτη του πρώτου - 386 παρ.1 ΠΚ. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων νόμου. 2. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεις για έλλειψη ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων.
Απάτη
Απάτη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 256/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Νικόλαο Τσάκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Ν. Ρ. του Ι., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1826/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Ζ. του Ζ., κάτοικο ... και προσωρινά ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 400/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς εκείνη της παραγράφου 3 του άρθρου 513 προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ο αιτών την αναίρεση ή δεν εμφανισθεί προσηκόντως με συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 του ΚΠΔ και πριν από την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 166 του ίδιου Κώδικα, για να παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και καταδικάζεται ο αναιρεσείων, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο των από 4.11.2015 και 8.10.2015 δύο αποδεικτικών επιδόσεως, των συνταχθέντων από τον Αρχιφύλακα Μ.Α.Υ. Β. Γ. και την Επιμελήτρια Εισαγγελίας Αρείου Πάγου Σ. Α. προκύπτει, ότι επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 155 παρ. 2 εδ. β’ και 166 παρ. 1 του ΚΠΔ και στον διορισθέντα με το δικόγραφο της, αιτήσεως αναιρέσεως δικηγόρο αυτού ως αντίκλητο, Ρέκα Γεώργιο η υπ’ αριθμ. 400/2014 κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να παραστεί αυτός με συνήγορο στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την κρινόμενη αίτηση, περί αναιρέσεως της 1826/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Συνεπώς, εφόσον ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε καθόλου στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν εκφωνήθηκε το ονοματεπώνυμο του κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ’ αριθμ. 1/8.4.2014 αίτηση του Ν. Ρ. του Ι., κατοίκου περιοχής ..., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1826/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση, λόγω μη παράστασης αιτούντος και έξοδα.
Αναιρέσεως απόρριψη
Αναιρέσεως απόρριψη.
0
Αριθμός 253/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Φ. του Δ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 278/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιανουαρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 948/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 15-10-2015 αποδεικτικό επιδόσεως της υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης Λάρισας Ι. Π., ο στο κατάστημα αυτό κρατούμενος αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα με επίδοση στα χέρια του και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 13/1/2016, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 24-1-2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 50/24-1-2014 αίτηση του Β. Φ. του Δ. περί αναιρέσεως της με αρ. 278/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 250/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Φαλαγκαράκη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 16987/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 601/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, ορίζεται ότι "όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμού και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Με τη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, όπως αντικ. με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010 "εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις, που ισχύει κατά το άρθρο 38 αυτού από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 23-12-2010 (ΦΕΚ τ.Α’ 218) ορίζεται ότι "I. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. 2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ". Πέραν αυτών, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του α.ν. 1846/1951,όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για τη καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπον για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους. Για την καταβολή των άνω εισφορών, όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής αλλά και ο διευθυντής της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 115 του ν. 2238/1994 και 4 παρ. 4 ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 ν. 2676/1999. Προς την ιδία ουσιαστική κατεύθυνση κινήθηκε και η ρύθμιση της παρ. 7 του α.ν. 86/1967, η οποία παρ.7 προστέθηκε με το άρθρο 25 του ν. 4075/ 2012 και η οποία ορίζει "Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα που δεν καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Εξάλλου, κατά το άρθρο 115 παρ.1 του ν. 2238/1994, τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσης τους ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τον παρόντα καθώς και του φόρου που παρακρατείται ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Με την παρ.4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρο 69 ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ` αναλογία και για την καταβολή των οφειλομένων στο ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα παρακάτω: α) για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται στην καταδικαστική απόφαση, η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ’ αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία, β) αναφορά, επί εργοδότη νομικού προσώπου (εταιρείας) της μορφής του νομικού προσώπου ή της εταιρείας και των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα και η θέση που είχε ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος στην εταιρεία κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης. γ) όταν πρόκειται για εργοδότη ανώνυμη εταιρία, πρέπει να διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αν ο κατηγορούμενος, κατά το καταστατικό της εταιρείας ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, ήταν διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατά τον ενδιαφέροντα κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωσή του να παρακρατεί τις εισφορές των εργαζομένων και να αποδίδει αυτές, μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχειρήσεως, στο ΙΚΑ, μόνη δε η αναφερόμενη στο σκεπτικό ιδιότητα του απλού εργοδότη της εταιρείας αυτής, δεν καθιστά, άνευ άλλου, τον κατηγορούμενο αυτόν υπόχρεο καταβολής των ως άνω εισφορών. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11-4-2012, και οφείλουν ανώνυμες εταιρείες, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, ενώ για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11-4-2012, και οφείλουν ανώνυμες εταιρείες, υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 7 του α.ν. 86/1967, ήτοι οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως είναι ελλιπής και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 16987/2015 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που εξέδωσε αυτήν, δικάζοντας κατ’ έφεση, καταδίκασε τον κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα, ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο Ανώνυμης εταιρείας, για μη έγκαιρη καταβολή στο ΙΚΑ εργοδοτικών και εργατικών εισφορών της ανώνυμης εταιρείας, σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική και επιπλέον σε συνολική χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000 Το ως άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όπως προκύπτει από την παραπάνω προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στην Αθήνα ως Πρόεδρος και Διεθνής Σύμβουλος της Εταιρείας "Ιδιωτικό ΙΕΚ ‘ ... ΑΕ" αν και αποτελούσε από 1/4/2013 έως 31/8/2013 προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας δεν κατέβαλε ως όφειλε 94059,99 € για εργοδοτικές εισφορές και 47029,99 € για εργατικές εισφορές. Το γεγονός ότι είχε παραιτηθεί ο εκκαλών από τη διοίκηση της άνω εταιρείας δεν ασκεί έννομη επιρροή, δεδομένου ότι το σχετικό ΦΕΚ δημοσιεύθηκε την 29/11/2013 ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο του επίδικου και πριν το χρόνο αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά τρίτων πριν το χρόνο αυτό". Ακολούθως κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα την 16/10/2013 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΓΕΚ ΕΨΙΛΟΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕ και Α.Μ.Ε.: ... ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ ..., είδος Επιχείρησης: Υπηρεσίες λοιπών επαγγελματικών σχολών (λογιστών, γραμματέων, κομμωτών κλπ.) και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 01/04/2013 έως 31/08/2013 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών -Ασφαλίσεων όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 141.089,98 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ συνολικού ποσού εισφορών 141.089,98 ΕΥΡΩ. 1)’ Εχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών, ποσού 94.059,99 ΕΥΡΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2) Εχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 47.029,99 ΕΥΡΟ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές, κατέστη γι αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση". Με τις παραδοχές αυτές, το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθόσον ανελέγκτως έκρινε ότι ο αναιρεσείων κατά τον κρίσιμο χρόνο τελέσεως των πράξεων τούτων, την 16-10-2013, για εισφορές της εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας χρονικού διαστήματος από 1-4-2013 μέχρι 31-8-2013, ήταν Πρόεδρος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος της εργοδότριας ΑΕ και δεν κατέβαλε αυτές προς το ΙΚΑ. Δέχτηκε ακόμη, ότι "το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε παραιτηθεί από τη διοίκηση της άνω εταιρείας δεν ασκεί έννομη επιρροή, δεδομένου ότι το σχετικό ΦΕΚ δημοσιεύτηκε την 29-11-2013 ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο του επίδικου και πριν το χρόνο αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά τρίτων περί το χρόνο αυτό". Η ιδιότητα δε του Πρόεδρου του ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας, προσδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του κωδικοποιημένου ν. 2190/1920, δια της εκλογής ΔΣ και της συγκρότησής του σε σώμα, ενώ για τους τρίτους η εκλογή ισχύει από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ, κατά τα άρθρα 1,6,16 και 18 του ν. 3419/2005 "περί εμπορικού μητρώου. Στη Μερίδα καταχωρίζονται και δημοσιεύονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 παρ. 1, προκειμένου για κεφαλαιουχικές εταιρείες με έδρα την ημεδαπή, εκτός άλλων στοιχείων και γ) ο διορισμός, η αποχώρηση, καθώς και τα ατομικά στοιχεία των προσώπων τα οποία, είτε ως όργανο προβλεπόμενο από το νόμο, είτε ως μέλη τέτοιου οργάνου, αα) έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων. .. ββ) εκπροσωπούν την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων, γγ) συμμετέχουν στη διοίκηση, στην εποπτεία ή στον έλεγχο της εταιρείας". Οι άνω ειδικά επιβαλλόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας εγγραφής στο ΓΕΜΗ, όμως αφορούν την εμπορική δημοσιότητα, και κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 , γγ του άνω ν. 3419/2005 "περί Εμπορικού Μητρώου", δεν θίγονται οι διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν διατυπώσεις δημοσίευσης των καταχωρήσεων και δη του άρθρου 7 β , παρ.1 α , β, 4,11 του ν. 2190/1920, για καταχώρηση στο ΦΕΚ/ΤΑΕ ΕΠΕ, και σύμφωνα με το αναγνωσθέν στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας και επισκοπούμενο με αρ. .../29-11-2013 ΦΕΚ/ΤΑΕΕΠΕ, προκύπτει ότι, λόγω παραίτησης του κατηγορουμένου, καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 17-5-2013 η από 3-1-2012 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης εκλογής νέου ΔΣ της παραπάνω υπόχρεης ανώνυμης εταιρείας και το από 8-2-2013 πρακτικό εκλογής του νέου ΔΣ αυτής, στο οποίο δεν μετέχει ο κατηγορούμενος, που μετείχεν προηγουμένως. Όμως ως Πρόεδρος παρέμεινε μέχρι τότε που δημοσιεύτηκε στο ανωτέρω με αρ. .../29-11-2013 ΦΕΚ/ΤΑΕΕΠΕ, ήτοι μέχρι 29-11-2013. Ήταν ποινικά υπεύθυνος και παρέμενε κατά το χρόνο τελέσεως των ένδικων αξιοποίνων πράξεων και μέχρι 29-11-2013 ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όπως ορθά δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ από τα πρακτικά συνεδριάσεως που παραδεκτά επισκοπούνται, προκύπτει ότι δεν προβλήθηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου ισχυρισμός, ότι η προς της άνω δημοσιεύσεως αλλαγής προσώπων του ΔΣ της ΑΕ στο παραπάνω .../29-11-2013 ΦΕΚ/ΤΑΕΕΠΕ ΕΠΕ, γενομένη καταχώρηση παραίτησης και αλλαγής μελών του ΔΣ στο ΓΕΜΗ την 17-5-2013, ήταν γνωστή στο ΙΚΑ, ώστε να αντιταχθεί τούτο υπό του κατηγορουμένου νόμιμα, κατά το άρθρο 78§13 7β του ν. 2190/1920. Υπό τις παραδοχές αυτές ορθά εφαρμόσθηκαν οι άνω διατάξεις και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι πλήρης, αφού αιτιολογήθηκαν τα καθήκοντα του αναιρεσείοντος ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της υπόχρεης ΑΕ, τα οποία και άσκησε με την ιδιότητά του αυτή και τα οποία πήγαζαν από τις άνω αρμοδιότητες που του είχε αναθέσει το ΔΣ της εταιρείας και κατά το χρόνο τελέσεως των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω ουσιαστικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 51/22-5-2015 αίτηση του Γ. Τ. του Χ. για αναίρεση της με αρ. 16987/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμοι οι εκ του 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης.
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 249/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Μ. Τ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Λαχανά, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2242/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Μ. Ψ. του Ν. και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνο Νασόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Απριλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 527/2015. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος και τον πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος, και προβαίνει με πράξη παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον προς το σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός και δεν απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας όταν επιφέρει μείωση αυτής. Επί εγκλήματος δε κατ’ εξακολούθηση, για την αντικειμενική υπόσταση του οποίου ή το χαρακτηρισμό του ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, απαιτείται ορισμένο ποσό οφέλους ή ζημίας, το οποίο μετά την ισχύ του ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του, εφόσον όμως ο δράστης απέβλεπε στο συνολικό αποτέλεσμα, η αιτιολογία επεκτείνεται και στην επιδίωξη του δράστη για το συνολικό αυτό αποτέλεσμα (ΑΠ698/2012). Επίσης, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, στον ένοχο των αδικημάτων μεταξύ των οποίων και εκείνου του άρθρου 386 ΠΚ, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο αρθρ. 263 Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β’ του Π.Κ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης απαιτείται : α) ο άμεσος συνεργός έχει άμεσο δόλο, ήτοι να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού, β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίησή του β) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της απάτης κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και γ) χωρίς την δική του συνδρομή η τέλεση της απάτης, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί, να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή, δηλαδή η συμβολή του να ήταν αποφασιστική. Η συμμετοχή σε απάτη κακουργηματικού χαρακτήρα, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν η επιβαρυντική περίσταση συντρέχει και στο πρόσωπο του συμμετόχου ή το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης και ο άμεσος συνεργός ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δηλαδή οι όροι του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 2242/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε, ένοχος άμεσης συνέργειας κατ’ εξακολούθηση σε απάτη σε βάρος του Δημοσίου ανωτέρα του ποσού των 150.000 ευρώ, σε βαθμό κακουργήματος, αναγνωρίστηκε ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ. α ‘ του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης επτά ετών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στη προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικής αποδείξεως και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε σχεδιάσει κατά τα έτη 1998, 1999, 200 αναπτυξιακά προγράμματα σχετικά με την προμήθεια και αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες του εξωτερικού. Με το νόμο 2731/1999 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Υ.Δ.ΑΣ) με έναρξη ισχύος από τον Σεπτέμβριο 2000. Στην αρμοδιότητα της ΥΔΑΣ υπήχθη με τον παραπάνω νόμο, η εποπτεία, ο συντονισμός και η προώθηση των δράσεων και προγραμμάτων επείγουσας ανθρωπιστικής, επισιτιστικής, καθώς και βοήθειας αναδιάρθωσης και αποκατάστασης των αναπτυσσόμενων χωρών, που προωθούνται μέσω Μ.Κ.Ο. Η ΥΔΑΣ διαχειρίζεται αφ’ ενός το σύνολο των πόρων της αναπτυξιακής συνεργασίας που εγγράφονται για το σκοπό αυτό στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εξωτερικών και αφετέρου πόρους ή δωρεές που της μεταβιβάζονται από Υπουργεία, Οργανισμούς και δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επίσης είναι αρμόδια για τη χρηματοδότηση των δράσεων ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας. Η διαδικασία για την πραγματοποίηση της ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν η ακόλουθη: α) Το ΥΠΕΞ συνέτασσε κατάλογο με τα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας, που χρηματοδοτεί και δημοσίευε το πρόγραμμα με πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος προς τις μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) με σκοπό να προβούν στην υλοποίηση των εν λόγω προγραμμάτων. β)Οι ΜΚΟ, όταν ενδιαφέρονταν για κάποιο πρόγραμμα, συνέτασσαν προϋπολογισμό του συγκεκριμένου προγράμματος και τον υπέβαλαν προς έγκριση στο ΥΠΕΞ. γ)Σε περίπτωση έγκριση του προϋπολογισμού χορηγείτο ορισμένη προθεσμία για τη συγκέντρωση των ειδών ανθρωπιστικής βοήθειας και την αποστολή τους στις χώρες προορισμού. Από το έτος 1997 έως 2000 τα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας προτείνονταν προς την αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΞ από μία τριμελή επιτροπή της Δ/νσης Β5 και στη συνέχεια στην ΥΔΑΣ. Την υλοποίηση ορισμένων εκ των προαναφερθέντων προγραμμάτων είχε αναλάβει το Ινστιτούτο Διεθνών Κοινωνικών Υποθέσεων (ΙΔΙ.ΚΥ.), που είναι μία Μ.Κ.Ο. και είχε την έδρα της στην Αθήνα. Αρχές Αυγούστου 2001 περιήλθε στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος η πληροφορία ότι η ως άνω μη κυβερνητική οργάνωση της οποίας ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος, προμηθεύεται για ανθρωπιστική βοήθεια διάφορα προϊόντα (τρόφιμα, υγειονομικό υλικό κ.λ.π.) και ζητεί από τους προμηθευτές να αναγράφουν στα τιμολόγια τιμές μεγαλύτερες της πραγματικής αξίας των προϊόντων. Μετά από έλεγχο των δραστηριοτήτων της ανωτέρω ΜΚΟ διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Α) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα 1998 έως το έτος 2000 ο πρώτος κατηγορούμενος, Μ. Ψ., ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της μη κυβερνητικής οργάνωσης με την επωνυμία Ινστιτούτο Διεθνών και Κοινωνικών Υποθέσεων (...) αλλά και πρότερον ως υπεύθυνος για την υλοποίηση προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας προς αναπτυσσόμενες χώρες τα οποία χρηματοδοτούσε το Υπουργείο Εξωτερικών, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εξακολουθητικά, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι είχαν την ευθύνη του ελέγχου των παραστατικών και την απόδοση των ποσών χρηματοδότησης στον φορέα υλοποίησης, ότι το ... δαπάνησε τα παραπάνω αναφερόμενα χρηματικά ποσά για την πραγμάτωση των εκάστοτε και κατά περίπτωση προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας που είχε αναλάβει, καταθέτοντας για το σκοπό αυτό στο εν λόγω Υπουργείο, κατά την απόδοση του τελικού, οικονομικού υπολογισμού, τα παρακάτω αναφερόμενα εικονικά στο σύνολό τους και εν μέρει, και πλαστικά φορολογικά στοιχεία που είχαν εκδοθεί μερικά από επιχειρήσεις και άλλα είχαν καταρτισθεί με τη συνδρομή συνεργατών του, επιτυγχάνοντας έτσι την είσπραξη από το ΥΠΕΞ των χρηματικών ποσών που παρακάτω αναφέρονται, αφού μετά τη κατάθεση της αρχικής αιτήσεως που υπέβαλε για κάθε πρόγραμμα, προσκόμιζε τα συλλεγέντα με τον παραπάνω τρόπο παραστατικά, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η αναληφθείσα ανθρωπιστική βοήθεια και οσάκις αυτή υλοποιήθηκε τα ποσά που είχαν δαπανηθεί ήταν πολύ μικρότερα των εισπραχθέντων για το σκοπό αυτό. Ειδικότερα: 1. Στο ανθρωπιστικό πρόγραμμα του έτους 1998 με χώρα υλοποίησης την Αλβανία, το ... ανέλαβε να διανείμει στη χώρα αυτή κλινοσκεπάσματα και ιματισμό. Ο πρώτος κατηγορούμενος με την ως άνω ιδιότητά του την 16 και 17.10.1998 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι η οργάνωση που εκπροσωπούσε δαπάνησε: α) για προμήθεια 1900 τεμαχίων κλινοσκεπασμάτων από την ομόρρυθμη εταιρία "..." το συνολικό ποσό των 9.215.000 δρχ., β) για προμήθεια 810 τεμαχίων μπουφάν από την επιχείρηση Λ. Λ. το συνολικό ποσό των 3.240.000 δρχ. Παράλληλα, κατέθεσε στο ΥΠΕΞ το υπ’ αριθμ. ...17.10.98 εν μέρει εικονικό τιμολόγιο - δελτίο αποστολής της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας για ποσό δήθεν 9.215.000 δρχ. προς 4.850 δρχ. το τεμάχιο και το υπ’ αριθμ. ...16.10.1998 εν μέρει εικονικό τιμολόγιο του Λ. Λ., για ποσό .3.240.000 δρχ. προς 4.000 δρχ. το τεμάχιο. Με την κατάθεση αυτών των τιμολογίων και τις ψευδείς παραστάσεις που παρέστησε ως προς την απεικόνιση των τιμολογίων, πέτυχε να εξαπατήσει τους προαναφερόμενους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δήθεν δαπανήθηκαν για την προμήθεια των παραπάνω ειδών τα παραπάνω χρηματικά ποσά (9.215.000 και 3.240.000 δρχ.) ενώ στη πραγματικότητα είχαν δαπανηθεί τα ποσά των 4.560.000 και 1.620.000 δρχ. αντίστοιχα, δεδομένου ότι η πραγματική αξία των μεν κλινοσκεπασμάτων συνυπολογιζομένου ποσοστού κέρδους, ανερχόταν στο ποσό των 2.400 δρχ. ανά τεμάχιο, των δε μπουφάν ήταν 2.000 δρχ. το τεμάχιο. Με τον τρόπο αυτό εισέπραξε και κάλυψε παράνομα το συνολικό ποσό των 6.275.000 δρχ. (4.655.000 δρχ. για κλινοσκεπάσματα και 1.620.000 δρχ. για μπουφάν). 2. Στο ανθρωπιστικό πρόγραμμα του έτους 1999 με χώρα υλοποίησης τη FYROM, το ..., ανέλαβε να διανείμει ενδύματα στους πρόσφυγες. Ο πρώτος κατηγορούμενος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, την 1.4.1999 και την 7.4.1999 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι η οργάνωση που εκπροσωπούσε δαπάνησε: α) για προμήθεια 2.000 μπουφάν (προς 5.500 δρχ. το τεμάχιο) το ποσό των 11.000.000 δραχμών και β) για προμήθεια 3.487 μπουφάν (προς 5.500 δρχ. το τεμάχιο) το ποσό των 19.178.500 δρχ. Παράλληλα κατέθεσε στο ΥΠΕΞ τα υπ’ αριθμ. …/1.4.1999 και 2/7.4.1999 φωτοαντίγραφα τιμολογίων της αλβανικής εταιρείας "..." με αναγραφόμενη σ’ αυτά συνολική αξία 11.000.000 και 19.178.500 δρχ. αντίστοιχα. Ωστόσο τα τιμολόγια που κατέθεσε για τη χρηματοδότηση του προγράμματος ήσαν πλαστά και υπερτιμολογημένα, διότι τα γνήσια τιμολόγια που εξέδωσε η παραπάνω εταιρία ανέγραφαν την αξία σε αγγλικές λίρες στερλίνες (STRENG). Ειδικότερα, ανέγραφαν ως αξία 3316 STRENG για το πρώτο τιμολόγιο και 5.782 STRENG για το δεύτερο, δηλαδή αξία που μετά τη δραχμοποίηση ανέρχεται σε 1.641.420 και 2.862.000 δρχ. αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό, ότι δήθεν δαπάνησε για την προμήθεια των ανωτέρω ειδών το συνολικό ποσό των 30.178.500 δρχ. (11.000.000 + 19.178.500 δρχ.), ενώ στη πραγματικότητα είχε δαπανήσει το συνολικό ποσό των 4.503.510 δρχ. (1.641.420 και 2.862.000 δρχ.) πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ και έτσι εισέπραξε και κάλυψε παράνομα με τα ως άνω πλαστά έγγραφα το ποσό των 25.674.990 δρχ. (30.178.500 - 4.503.510). 3. Στο πρόγραμμα του έτους 1999 με χώρα υλοποίησης την Αλβανία, το ... ανέλαβε να υλοποιήσει τη προμήθεια και μεταφορά ιατρικών μηχανημάτων. Ο πρώτος κατηγορούμενος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, την 11.8.1998 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι η οργάνωση που εκπροσωπούσε δαπάνησε το ποσό των 29.230.000 δρχ. για προμήθεια ιατρικών μηχανημάτων. Παράλληλα, κατέθεσε στο ΥΠΕΞ το υπ’ αριθμ. …/11.8.1999 εικονικό τιμολόγιο της εταιρίας "Μ. Α. Τ. ..." με αναγραφόμενη αξία το συνολικό ποσό των 29.230.000 δρχ. ωστόσο, το τιμολόγιο αυτό δεν αντιπροσώπευε πραγματική συναλλαγή, διότι η ως άνω επιχείρηση με ΑΦΜ ... Δ.Ο.Υ. Κ’ Αθηνών δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά, ούτε ασχολήθηκε με οποιαδήποτε δραστηριότητα και είναι εταιρία σφραγίδα, τα δε φορολογικά της στοιχεία αντιπροσωπεύουν ανύπαρκτες συναλλαγές. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δαπάνησε για τη προμήθεια των παραπάνω ειδών το ποσό των 29.230.000 δρχ., το οποίο και εισέπραξε παράνομα. 4. Στο ανθρωπιστικό πρόγραμμα του έτους 1999 με χώρα υλοποίησης την ..., το ... ανέλαβε να προβεί στην υλοποίηση προμήθειας και μεταφοράς ιατρικών μηχανημάτων. Ο πρώτος κατηγορούμενος με την ως άνω ιδιότητά του την 26.7.1999 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι η οργάνωση που εκπροσωπούσε δαπάνησε ποσό 41.299.000 δρχ. για προμήθεια ιατρικών μηχανημάτων. Παράλληλα κατέθεσε στο ΥΠΕΞ τα υπ’ αριθμ. …και …/26.7.99 εικονικά τιμολόγια της εταιρίας "Μ. Α. Τ. ..." με αναγραφόμενη αξία το συνολικό ποσό των 41.299.000 δρχ. ωστόσο, τα τιμολόγια αυτά δεν αντιπροσώπευαν πραγματική συναλλαγή, διότι η ως άνω επιχείρηση με ΑΦΜ ... Δ.Ο.Υ. Κ’ Αθηνών δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά, ούτε ασχολήθηκε με οποιαδήποτε δραστηριότητα και είναι εταιρία σφραγίδα, τα δε φορολογικά της στοιχεία αντιπροσωπεύουν ανύπαρκτες συναλλαγές. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δαπάνησε για τη προμήθεια των παραπάνω ειδών το παραπάνω χρηματικό, ποσό, ενώ η συνολική αξία του φορτίου δεν υπερέβαινε το ποσό των 7.000.000 δρχ., διότι τα αποσταλέντα είδη δεν ήταν καινούργια, αλλά μεταχειρισμένα και πεπαλαιωμένα, με αποτέλεσμα να εισπράξει παράνομα το ποσό των 34.299.000 δρχ. Ο πρώτος κατηγορούμενος, για να πετύχει τους ανωτέρω σκοπούς του και να συγκαλύψει την προπεριγραφείσα δραστηριότητά του μεταχειρίσθηκε τα ακόλουθα ιδιαίτερα τεχνάσματα: α) Έχοντας γνώση ότι κατά την εξαγωγή ανθρωπιστικής βοήθειας τα προιόντα, είδη και εμπορεύματα υπόκεινται σε τυπικό έλεγχο, δηλαδή ελέγχεται μόνον η ορθότητα ορισμένων στοιχείων, ήτοι του δελτίου αποστολής, του τιμολογίου και του βάρους των εξαγόμενων εμπορευμάτων με containers και ότι δεν γίνεται έλεγχος αν τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια είδη συμπίπτουν με τα μεταφερόμενα, μερίμνησε να τηρηθεί η διαδικασία του εκτελωνισμού και της μεταφοράς με γνήσια έγγραφα, όπως έγγραφα διασάφησης εξαγωγών, φορτωτική κ.λ.π. (περίπτωση αποστολής μηχανημάτων στη ...) ωστόσο όσα ιατρικά μηχανήματα μεταφέρθηκαν ήταν πεπαλαιωμένα και χαμηλής αξίας. β)Χρησιμοποίησε εικονικά τιμολόγια, προκειμένου να πετύχει την έκδοση γνήσιων βεβαιώσεων εξαγωγής. γ) Χρησιμοποίησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου εικονικά τιμολόγια είτε σε συνεννόηση με εκπροσώπους εταιριών είτε εξαναγκάζοντας αυτούς, με σκοπό να επιλεγεί η εταιρία τους για τη συναλλαγή και την εκτέλεση της παραγγελίας ή χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα. Με τον παραπάνω τρόπο εξακολουθητικώς από το έτος 1988 μέχρι το έτος 2000 εισέπραξε από το ΥΠΕΞ παράνομα το συνολικό ποσό των 95.478.990 δρχ. ή 280.202 €, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €. Το ποσό αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος ωφελήθηκε παράνομα με ισόποση ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Ο δεύτερο κατηγορούμενος Μ. Τ., εξακολουθητικά, την 11.8.1999 και την 26.7.1999, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "Μ. Α. Τ. ...", η οποία ουδέποτε λειτούργησε και είναι εταιρία σφραγίδα, τα δε φορολογικά της στοιχεία αντιπροσώπευαν ανύπαρκτες συναλλαγές, ηθελημένα παρέσχε στον πρώτο κατηγορούμενο τα επίδικα εικονικά τιμολόγια της επιχείρησης, τα οποία έχουν προαναφερθεί, με σκοπό τα αρμόδια όργανα του ΥΠΕΞ να εγκρίνουν την απόδοση του λογαριασμού για τη χρηματοδότηση από το ΥΠΕΞ των αθρωπιστικών προγραμμάτων στην Αλβανία και στη ..., με επακόλουθο να εισπράξει το ... παράνομα τα ποσά των 29.230.000 και 34.299.000 δρχ. αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό, το Ελληνικό Δημόσιο ζημιώθηκε κατά το συνολικό ποσό των 63.529.000 δρχ. ήτοι 186.438,07 € με αντίστοιχο όφελος του δεύτερου κατηγορουμένου. V. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου ότι οι επί μέρους πράξεις της πλαστογραφίας από κοινού κατ’ εξακολούθηση και του δεύτερου κατηγορουμένου ότι οι επί μέρους πράξεις της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, έχουν υποπέσει σε παραγραφή ως έχουσες πλημμεληματικό χαρακτήρα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, διότι οι ως άνω πράξεις είναι κακουργήματα, καθόσον, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, για τον υπολογισμό του σκοπηθέντος παράνομου περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχα της βλάβης του Δημοσίου, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μερικότερων πράξεων, το οποίο αποδείχθηκε ότι για τον πρώτο κατηγορούμενο ανέρχεται σε 176.005,8 ευρώ και για τον δεύτερο κατηγορούμενο σε 186.438,7 ευρώ και ως εκ τούτου υπόκεινται στην εικοσαετή παραγραφή ( 15 + 5 έτη, άρθρ. 111 παρ.2, 113 παρ. 3 Π.Κ.) ο χρόνος της οποίας δεν έχει συμπληρωθεί. Επίσης, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του δεύτερου κατηγορούμενου: α) περί πλάνης ως προς τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950, ως αγνοών τη σχέση της επίδικης συναλλαγής με το Δημόσιο και β) περί μη συνδρομής των όρων της επιβαρυντικής περίπτωσης του παραπάνω άρθρου για το λόγο ότι η αξία κάθε συναλλαγής (πώληση μηχανημάτων στο ... με σκοπό την εξαγωγή τους α)στην Αλβανία και β) στη ...) είναι μικρότερη των 150.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν, ο πρώτος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι ο ως άνω κατηγορούμενος αποδείχθηκε ότι γνώριζε το αντικείμενο δράσης, το σκοπό και τις πηγές χρηματοδότησης του ... και ο δεύτερος ως αβάσιμος, διότι για την εφαρμογή του Ν. 1608/1950, επί εγκλήματος που τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου, για τον υπολογισμό του σκοπηθέντος παράνομου οφέλους και της αντίστοιχης βλάβης του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μερικότερων πράξεων, το οποίο στη προκειμένη περίπτωση όπως αποδείχθηκε ανέρχεται στο ποσό των 186.438,7 ευρώ και δεν απαιτείται το αντικείμενο της κάθε μιας μερικότερης πράξης να υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. Με βάση τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και προαναφέρθηκαν, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι: ο πρώτος: α) της απάτης και κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου, με προκληθείσα ζημία άνω των 150.000 ευρώ και β) πλαστογραφίας με χρήση από κοινού κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου με προκληθείσα ζημία άνω των 150.000 ευρώ και ο δεύτερος: της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου με προκληθείσα ζημία άνω των 150.000 ευρώ. Στους κατηγορούμενους πρέπει να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2α διότι αποδείχθηκε ότι μέχρι το χρόνο που τελέσθηκαν οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: "Ι. Τον πρώτο κατηγορούμενο Μ. Ψ.: Α. Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1998 έως το έτος 2000, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα ως ακολούθως: 1) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισε άλλον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 150.000 ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα με την ιδιότητά του ο Μ. Ψ. ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της μη κυβερνητικής οργάνωσης με την επωνυμία Ινστιτούτο Διεθνών και Κοινωνικών Υποθέσεων (Μ.Κ.Ο. ...) αλλά και πρότερον ως υπεύθυνος για την υλοποίηση προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας προς αναπτυσσόμενες χώρες, τα οποία χρηματοδοτούντο από το Υπουργείο Εξωτερικών, παρέστη σε εν γνώσει ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους που ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των παραστατικών και την απόδοση των ποσών χρηματοδότησης στον φορέα υλοποίησης, ότι το ... δαπάνησε τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσά για την υλοποίηση των κατά περίπτωση προσδιοριζόμενων προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας, κατέθεσε μάλιστα προς τούτο στο ΥΠΕΞ, κατά το στάδιο της απόδοσης του τελικού οικονομικού υπολογισμού, τα κατωτέρω αναφερόμενα εικονικά στο σύνολο τους και εν μέρει, και πλαστά φορολογικά στοιχεία που είχαν εκδοθεί άλλα από επιχειρήσεις και άλλα που είχαν καταρτισθεί με βοήθεια των συνεργατών του, και με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εισπράξει από το ΥΠΕΞ τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσά αφού μετά την κατάθεση της αρχικής αιτήσεως που υπέβαλε για κάθε πρόγραμμα, προσκόμιζε τα κατά τον άνω τρόπο συλλεγέντα παραστατικά, χωρίς να έχει υλοποιηθεί και ανθρωπιστική βοήθεια, στις περιπτώσεις που αυτή υλοποιήθηκε τα ποσά που είχαν δαπανηθεί ήταν πολύ μικρότερα σε σχέση με αυτά που εισπράχθηκαν για τον άνω σκοπό. Ειδικότερα: 1) Στο πρόγραμμα του έτους 1998 με χώρα υλοποίησης την Αλβανία, ανέλαβε το ... να υλοποιήσει τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Αλβανία συνισταμένη σε κλινοσκεπάσματα και ιματισμό. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, την παραπάνω ιδιότητά του, την 16 και 17-10-98, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, που ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των παραστατικών, ότι το ... δαπάνησε το ποσό των 9.215.000 δρχ. συνολικά για προμήθεια 1900 τεμαχίων κλινοσκεπασμάτων από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Κ. Α. και Σία ΟΕ" και το ποσό των 3.240.000 δρχ. συνολικά, για προμήθεια 810 τεμαχίων μπουφάν από την επιχείρηση Λ. Δ. Λ., για να καλύψει μάλιστα το άνω ποσόν, κατέθεσε στο ΥΠΕΞ το υπ’ αριθ. ...17-10-98 εν μέρει εικονικό τιμολόγιο- δελτίο αποστολής της εταιρείας "Κ. Α. και Σία ΟΕ", συνολικής αξίας δήθεν 9.215.000 δρχ. προς 4.850 δρχ. το τεμάχιο και το υπ’ αριθ. ...16-10-98 εν μέρει εικονικό τιμολόγιο του Λ. Λ., συνολικής αξίας 3.240.000 δρχ., προς 4.000 δρχ. το τεμάχιο και με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δήθεν δαπανήθηκαν για την προμήθεια των παραπάνω ειδών τα ανωτέρω χρηματικά ποσά (9.215.000 και 3.240.000 δρχ.), ενώ στην πραγματικότητα είχαν δαπανηθεί τα ποσά των 4.560.000 και 1.620.000 δραχμών αντίστοιχα, καθόσον η πραγματική αξία των μπουφάν ήταν 2.000 δρχ. και των κλινοσκεπασμάτων, συνυπολογιζομένου ποσοστού κέρδους 2.400 δρχ. ανά τεμάχιο. Με τον τρόπο αυτό εισέπραξε και κάλυψε παράνομα το συνολικό ποσό των 6.275.000 δρχ. (1.620.000 δρχ. για μπουφάν και 4.655.000 δρχ. για κλινοσκεπάσματα). 2) Στο πρόγραμμα του έτους 1999, με χώρα υλοποίησης την FYROM, ανέλαβε το ... να υλοποιήσει τη διανομή ενδυμάτων στους πρόσφυγες και με την παραπάνω ιδιότητά του ο κατηγορούμενος, στις 1-4-99 και 7-4-99, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι το ... δαπάνησε το ποσό των 11.000.000 δρχ. και 19.178.500 δρχ. αντίστοιχα, για ποσότητα προμήθειας 2.000 και 3.487 αντίστοιχα μπουφάν προς 5.500 δρχ. το τεμάχιο, κατέθεσε μάλιστα προς τούτο στο ΥΠΕΞ τα υπ’ αριθ. …/1-4-99 και …/7-4- 99 φωτοαντίγραφα τιμολογίων της Αλβανικής εταιρείας ..., με αναγραφόμενη σ’ αυτά σε δρχ. συνολική αξία αντίστοιχα την ανωτέρω (11.000.000 και 19.178.500) δρχ., προς 5.500 δρχ. το τεμάχιο, τα οποία ήταν όμως πλαστά, αφού τα πράγματι εκδοθέντα από την παραπάνω εταιρεία αντίστοιχα τιμολόγια ανέγραφαν την αξία σε αγγλικές λίρες στερλίνες (STRENG), συγκεκριμένα δε ανέγραφαν αξία 3.316 STRENG και 5.782 STRENG, δηλαδή αξία που μετά τη δραχμοποίηση ανέρχεται σε ποσό 1.641.420 και 2.862.000 δρχ. αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτό, πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, ότι δήθεν δαπανήθηκαν για την προμήθεια των παραπάνω ειδών (11.000.000 και 19.178.500 και συνολικά 30.178.500 δρχ., ενώ στην πραγματικότητα είχαν δαπανηθεί το συνολικό ποσό των 0,-503.516 δρχ. (1.641.420 και 2.862.090) δρχ. και έτσι εισέπραξε και κάλυψε παράνομα με τα άνω πλαστά έγγραφα το ποσό των 25.674.990 δρχ. (30.178.500 - 4.503.510 = 25.674.990 δρχ.) 3) Στο πρόγραμμα του έτους 1999 με χο)ρα υλοποίησης την Αλβανία, ανέλαβε το ... να υλοποιήσει την προμήθεια και μεταφορά ιατρικών μηχανημάτων. Στα πλαίσια της υλοποίησης του προγράμματος αυτού, ο κατηγορούμενος, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, στις 11-8-1998 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι το ... δαπάνησε ποσό 29.230.000 δρχ. y για προμήθεια ιατρικών μηχανημάτων, από την εταιρεία Μ. Α. Τ. "..." και μάλιστα προς τούτο κατέθεσε στο ΥΠΕΞ το υπ’ αριθ. …/11-8-99 εικονικό τιμολόγιο της παραπάνω εταιρείας συνολικής αξίας 29.230.000 δρχ., ενώ αυτό δεν αντιπροσώπευε πραγματική συναλλαγή, διότι η ως άνω επιχείρηση δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά ούτε ασχολήθηκε με οποιαδήποτε δραστηριότητα, αλλά συστήθηκε για να εμπορεύεται τα τιμολόγιά της και τα λοιπά φορολογικά της στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δαπανήθηκε για την προμήθεια των παραπάνω ειδών το παραπάνω ποσό, το οποίο και εισέπραξε παράνομα. 4) πρόγραμμα του έτους 1999 με χώρα υλοποίησης την ..., ανέλαβε το ... να υλοποιήσει την προμήθεια και μεταφορά ιατρικών μηχανημάτων. Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, ο κατηγορούμενος με την παραπάνω ιδιότητά του, στις 26-7-99, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ, ότι το ..., δαπάνησε το ποσό των 41.299.000 δρχ., για την προμήθεια ιατρικών μηχανημάτων από την εταιρεία Μ. Α. Τ. "...", κατέθεσε μάλιστα προς τούτο στο ΥΠΕΞ τα υπ’ αριθ. .../26-7-99 εικονικά τιμολόγια της παραπάνω επιχείρησης συνολικής αξίας (41.299.000δρχ.), ενώ τούτο δεν αντιπροσώπευε πραγματική συναλλαγή, αλλά όπως παραπάνω εκτέθηκε η εκδώσασα επιχείρηση εμπορευόταν τα φορολογικά της στοιχεία και με τον τρόπο αυτό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ ότι δαπανήθηκαν για την προμήθεια ιατρικών μηχανημάτων το παραπάνω χρηματικό ποσό, ενώ η συνολική αξία του φορτίου δεν υπερέβαινε τις 7.000.000 δρχ., δεδομένου ότι τα εν λόγω είδη που εστάλησαν δεν ήταν καινούργια αλλά μεταχειρισμένα και απηρχαιωμένα και έτσι εισέπραξε παράνομα το ποσό των 34.299.000δρχ. Για να πετύχει τους άνω σκοπούς του ο κατηγορούμενος να συγκαλύψει την παράνομη δραστηριότητά του, μεταχειρίσθηκε τα εξής ιδιαίτερα τεχνάσματα: α) Γνωρίζοντας ότι στις περιπτώσεις εξαγωγής ανθρωπιστικής βοήθειας ο έλεγχος είναι τυπικός, δηλαδή γίνεται έλεγχος μόνον ως προς την ορθότητα ορισμένων στοιχείων, ήτοι του δελτίου αποστολής, του τιμολογίου και του βάρους των εμπορευμάτων που εξάγονται με containers και συγκεκριμένα δεν γίνεται έλεγχος αν τα αναγραφόμενα στο τιμολόγιο είδη συμπίπτουν με τα μεταφερόμενα, φρόντισε να τηρηθεί η διαδικασία του εκτελωνισμού και μεταφοράς με γνήσια έγγραφα (διασάφησης εξαγωγών, φορτωτικής κλπ) όπως στην περίπτωση αποστολής τέτοιων ειδών στην ..., αλλά τα πράγματι μεταφερόμενα μηχανήματα ήταν απηρχαιωμένα και μηδαμινής αξίας, β) Για να επιτύχει την έκδοση γνησίων βεβαιώσεων εξαγωγής, χρησιμοποίησε εικονικά τιμολόγια, όπως αυτά περιγράφονται πιο πάνω, γ) σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησε εικονικά εν μέρει η εξολοκλήρου τιμολόγια, εκδιδόμενα από τις εταιρείες σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους των και σε άλλες περιπτώσεις εξαναγκάζοντας τους, προκειμένου να προτιμηθεί η εταιρεία για την εκτέλεση της παραγγελίας και σε μερικές ακόμη περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν πλαστά έγραφα, όπως αυτά περιγράφονται στις υπό στοιχείο (2) (4) του παρόντος πράξεις. Με τον παραπάνω τρόπο εισέπραξε από το ΥΠΕΞ παράνομα το συνολικό ποσό των 95.478.990 δρχ., το οποίο κάλυψε με τα προαναφερθέντα παραστατικά ή 280.202 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και το οποίο ωφελήθηκε παράνομα με αντίστοιχη ισόποση ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Την ως άνω πράξη του εξακολούθησε επί μακρόν, ήτοι από του έτους 1998 έως το έτος 2000. Συνολικά από τις παραπάνω πράξεις του προκλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου περιουσιακή ζημία ανερχόμενη σε 59.973.990 δρχ., ή 176.005,8 Ευρώ (34.299.000 και 25.674.990 = 59.973.990 δρχ.), το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 150.000 ευρώ. ΙΙ. Κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Μ. Τ. του ότι: Στην Αθήνα, κατά το έτος 1999, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, στις 11-8-99 και 26-7-99, παρείχε με πρόθεση στον παραπάνω αυτουργό (Μ. Ψ.), άμεση συνδρομή, κατά την τέλεση από αυτόν της αντικειμενικής υποστάσεως των παραπάνω εγκλημάτων - μερικότερων πράξεων - που περιγράφονται στα υπό στοιχ. Α (3) και (4) του παρόντος και συγκεκριμένα, με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου της ατομικής επιχείρησης της εταιρείας με την επωνυμία "... Μ. Τ. του Α." με έδρα την οδό ... (η οποία ήταν επιχείρηση σφραγίδα, αφού δεν ανέπτυξε ποτέ εμπορική δραστηριότητα στην έδρα που είχε δηλώσει) ηθελημένα παρείχε στον παραπάνω αυτουργό τα παραπάνω αναφερόμενα, στις κατ’ ιδίαν πράξεις του αυτουργού τιμολόγια της επιχείρησης αυτής, που ήταν εικονικά, διότι δεν αντιπροσώπευαν πραγματικές συναλλαγές, για να χρησιμοποιηθούν για να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα του ΥΠΕΞ η απόδοση του λογαριασμού για τη χρηματοδότηση από το ΥΠΕΞ των προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αλβανία και στην ... και να εισπράξει το ... παράνομα τα ποσά των 29.230.000 και 34.299.000 δρχ. αντίστοιχα. Το όφελος που επεδίωξε και η αντίστοιχη ζημία που προκλήθηκε από την πράξη αυτή στο Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 63.529.000 δρχ. ή 186.438,7 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του συμπληρούμενο από το διατακτικό, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω κακουργηματικής αξιόποινης πράξεως της άμεσης συνέργειας κατ’ εξακολούθηση στον συγκαταδικασθέντα αυτουργό Μ. Ψ., σε τέλεση από τον τελευταίο απάτης σε βάρος του Δημοσίου, ζημιωθέντος κατά το ποσό των 186.438,07 ευρώ, για το οποίο κακούργημα καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ. 1, 46, 98, 386 παρ. 1 , 3 του ΠΚ και 1 παρ. 1 α του ν. 1608/1950, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ο απαιτούμενος ειδικός δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου άμεσου συνεργού, με τις παραδοχές ότι αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος ατομικής του επιχείρησης, η οποία ήταν επιχείρηση "σφραγίδα", δε λειτούργησε ποτέ και δεν είχε καμία εμπορική συναλλαγή και συστήθηκε για να εμπορεύεται τα φορολογικά της στοιχεία, γνώριζε το αντικείμενο δράσης, το σκοπό και τις πηγές χρηματοδότησης της μη κυβερνητικής οργάνωσης ... από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, με προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας προς αναπτυσσόμενες χώρες, όπως εδώ στην ... και παρέσχεν εξακολουθητικά άμεση συνδρομή στον φυσικό αυτουργό, τον συγκαταδικασθέντα Μ. Ψ., πρόεδρο της άνω ΜΚΟ/..., να τελέσει την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με την έκδοση και ηθελημένη παράδοση σε αυτόν δύο εξ ολοκλήρου εικονικών τιμολογίων αγοράς δήθεν ιατρικών μηχανημάτων από την επιχείρησή του, που αντιπροσώπευαν όμως εντελώς ανύπαρκτες συναλλαγές, ποσών 29.230.000 δραχμών και 41.299.000 δραχμών αντίστοιχα, που η ΜΚΟ με την ονομασία ... υπέβαλε στη συνέχεια στο Υπουργείο Εξωτερικών και εξαπάτησε με ιδιαίτερα τεχνάσματα τους αρμόδιους για έλεγχο των δικαιολογητικών υπαλλήλους για δήθεν δαπάνη των παραπάνω ποσών, ανθρωπιστικού προγράμματος 1999, τα οποία εγκρίθηκαν και εισέπραξε παράνομα ο άνω φυσικός αυτουργός της απάτης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ύψους 186.438,07 ευρώ, ήτοι άνω των 150.000 ευρώ. β) η αναφορά ότι η συνολική δαπάνη και αξία του φορτίου ιατρικών μηχανημάτων προς ... δεν υπερέβαινε το ποσό των 7.000.000 δραχμών, διότι τα αποσταλέντα είδη δεν ήταν καινούργια, αλλά μεταχειρισμένα και πεπαλαιωμένα μηδαμινής αξίας,(αγνώστου προμηθευτή), με αποτέλεσμα να εισπράξει παράνομα τη διαφορά του ποσού των 34.299.000 δραχμών, δε σημαίνει και ότι υπήρξε συναλλαγή του ... με τον αναιρεσείοντα που εξέδωσε τα δύο εικονικά τιμολόγια πώλησης μηχανημάτων για την ... για εντελώς ανύπαρκτες συναλλαγές, αφού δεν πώλησε αυτή ποτέ στον φυσικό αυτουργό οποιαδήποτε ιατρικά μηχανήματα, κατά τις παραδοχές, γ) αιτιολογείται ότι ο φυσικός αυτουργός απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, χρησιμοποιώντας τα παραπάνω εικονικά τιμολόγια του αναιρεσείοντος, που αφορούν εντελώς ανύπαρκτες συναλλαγές, με τα οποία παραπλάνησε τους αρμοδίους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών ότι δήθεν πρόκειται για πραγματικές αγορές ιατρικών μηχανημάτων, δ) η άμεση συνέργεια στην παραπάνω κακουργηματική απάτη, φέρει χαρακτήρα κακουργήματος, αφού τα χρήματα τα οποία εισέπραξε παράνομα ο άνω φυσικός αυτουργός της απάτης, ανέρχονται στο συνολικό ύψος των 186.438,07 ευρώ, ήτοι υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, ποσό που λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του, εφόσον ο δράστης που εξέδωσε τα άνω εικονικά τιμολόγια και ο φυσικός αυτουργός απέβλεπαν στο συνολικό αυτό αποτέλεσμα και επομένως με χρόνο τελέσεως την 11-8-1999 και 26-7-1999, δεν έχει υποπέσει η αξιόποινη πράξη σε παραγραφή. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν αποδείχθηκε ο δόλος του αναιρεσείοντος, ότι δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι ο αναιρεσείων γνώριζε το σκοπό του ... και ότι τα τιμολόγια εκδόθηκαν για να εξαπατήσει με αυτά ο φυσικός αυτουργός το Δημόσιο, ότι τα τιμολόγια που εξέδωσε ο αναιρεσείων αφορούν και καλύπτουν συγκεκριμένη και διακριτή πραγματική αγορά μηχανημάτων από το ... για να εξαχθούν σε Αλβανία και ..., που αποδείχθηκε, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής της συνέργειας σε απάτη, και έλλειψη νόμιμης βάσης με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου, μειωμένη (άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ, 22 του Ν. 3693/1957). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 1/15-4-2015 αίτηση του Μ. Τ. του Α., περί αναιρέσεως της με αριθμό 2242/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου εκ τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Άμεση Συνέργεια κατ’ εξακολούθ. Σε Απάτη Δημοσίου: Άρθρα 46-98-386 παρ.1, 3 ΠΚ, 1 παρ. 1. ν. 1608/1950. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.
Συνέργεια
Απάτη, Συνέργεια.
0
Αριθμός 252/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Χ. του Μ., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 656/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 740/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ’ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 3-9-2015 και 7-9-2015 αντίστοιχα αποδεικτικά επιδόσεως των επιμελητών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Β. Τ. και Ό. Χ., ο αναιρεσείων και ο αντίκλητος δικηγόρος του Σπυρίδων Καπετανέας κλητεύθηκαν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα με θυροκόλληση και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 13/1/2016, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 19-6-2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 64/19-6- 2015 αίτηση του Ε. Χ. του Μ. περί αναιρέσεως της με αρ. 656/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 172/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου L. Z. του K., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 543/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 875/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ακριτίδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση με αριθμό 76/3.6.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, στο Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 476 §1, 513 § 1 ΚΠΔ την με αριθμό εκθέσεως 98/19-9-2013 αίτηση αναιρέσεως του Z. L. του K. και J., κατοίκου ..., ήδη κρατούμενου στο κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, κατά της υπ’ αρίθμ. 543/11-9-2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως 3 ετών για κλοπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 §§ 1, 2, 476§1, 509 § 1,2, 510 και 513§1 ΚΠΔ προκύπτει ότι, για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος ή απόφασης, πρέπει στη δήλωση άσκησή της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι αναίρεσης, αξίωση που εξυπηρετεί τη δυνατότητα προσδιορισμού της έκτασης του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, δεν αρκεί δε απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς παράθεση των περιστατικών που θεμελιώνουν την προσβαλλόμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της επικαλούμενης πλημμέλειας. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση αόριστου λόγου αναίρεσης με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, κατά το άρθρο 509 § 2 ΚΠΔ την άσκηση παραδεκτώς αίτησης αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Παραδεκτή συμπλήρωση με παραπομπή σε λόγους αναίρεσης, που περιέχονται σε άλλο έγγραφο, υπάρχει μόνο όταν η έκθεση αναίρεσης περιέχει ρητή αναφορά στο σχετικό έγγραφο, που είναι προσαρτημένο σ’ αυτή και φέρει την υπογραφή του αναιρεσείοντος και του πληρεξουσίου του δικηγόρου και του αρμοδίου υπαλλήλου, οπότε αυτό συναποτελεί με την έκθεση αναίρεσης αναπόσπαστο και ενιαίο ολικό κείμενο αναιρετικών λόγων κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος ή της προσβαλλόμενης απόφασης. Η τυχόν έλλειψη υπογραφής του αρμόδιου υπαλλήλου στο προσαρτημένο έγγραφο μπορεί να αναπληρώνεται από άλλο στοιχείο που πιστοποιεί τη διαδικαστική σύνδεση και ενοποίησή του με την έκθεση αναίρεσης (βλ. Α.Π. 262/2015). Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 § 1 ΚΠΔ η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 476 και 513 § 1 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, το πενταμελές Εφετείο Πειραιά, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας για απλή κλοπή και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως 3 ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία δημοσιεύθηκε παρόντος του αναιρεσείοντος, ο τελευταίος άσκησε εμπροθέσμως (την 19-9-2013) ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, χωρίς όμως να αναφέρει σ’ αυτήν ορισμένο λόγο που συναρτάται με πλημμέλειες σύστοιχες των από το άρθρο 510 § 1 ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως. Για την ανωτέρω αίτηση συντάχθηκε η υπ’ αρίθμ. 98/19-9-2013 έκθεση αναίρεσης. Ειδικότερα στην έκθεση αναίρεσης αναφέρεται, κατά λέξη, ότι ο κατηγορούμενος "... ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αρίθμ. 543/11-9-2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάσθηκε για απλή κλοπή σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει... ως το συνημμένο υπόμνημα - αίτησή τους". Ακολουθεί κείμενο, μετά την έκθεση, δύο σελίδων με υπογραφή μόνο του αναιρεσείοντος, το οποίο ενσωματώνεται στην έκθεση αναίρεσης, με τον τίτλο " ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ TOY Z. L. του K....ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΘ. ΦΑΚ. 4277/28-11-2012 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΡΩΤ. ΠΕΙΡΑΙΑ...". Όπως προκύπτει από την επισκόπησή του, με το έγγραφο αυτό δεν προβάλλει συγκεκριμένες αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε επικαλείται συγκεκριμένες νομικές πλημμέλειες αυτής, δεν διαλαμβάνονται επίσης περιστατικά, τα οποία να μπορούν να ενταχθούν και συγκροτήσουν κάποιον από τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 510 ΚΠΔ. Αντίθετα, ο αναιρεσείων στρέφεται κατά της παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, με την οποία ανακαλείται προηγούμενη υφ’ όρον απόλυσή του, επειδή υπέπεσε μέσα στο χρόνο της δοκιμασίας σε νέο αδίκημα και καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, για το οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι είχε τελεσθεί πριν από το χρόνο της δοκιμασίας. Τα αναφερόμενα στα άνω κείμενο δεν εντάσσονται στη διαμόρφωση ορισμένου λόγου αναίρεσης, κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι αόριστη, αφού δεν περιέχει κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης και εξ όσων προεκτέθηκαν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476§1, 51 3 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ’ αρίθ. 98/19-9-2013 αίτηση αναιρέσεως του Z. L. του K., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, κατά της υπ’ αρίθ. 543/11-9-2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφανία Κοντοθανάση. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ’ ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση αόριστου λόγου αναίρεσης με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με άσκηση προσθέτων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, κατά το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την άσκηση παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Παραδεκτή συμπλήρωση με παραπομπή σε λόγους αναίρεσης, που περιέχονται σε άλλο έγγραφο, υπάρχει μόνο όταν η έκθεση αναίρεσης περιέχει ρητή αναφορά στο σχετικό έγγραφο, που είναι προσαρτημένο σ’ αυτή και φέρει την υπογραφή του αναιρεσείοντος ή του πληρεξουσίου συνηγόρου του και του αρμόδιου υπαλλήλου, οπότε αυτό συναποτελεί με την έκθεση αναίρεσης αναπόσπαστο και ενιαίο ολικό κείμενο αναιρετικών λόγων κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή της προσβαλλόμενης απόφασης. Η τυχόν έλλειψη υπογραφής του αρμόδιου υπαλλήλου στο προσαρτημένο έγγραφο μπορεί να αναπληρώνεται από άλλο στοιχείο, που πιστοποιεί τη διαδικαστική σύνδεση και ενοποίηση του με την έκθεση αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης, στην κρινόμενη με αριθμ. εκθ. 98/19-9-2013 αίτηση αναιρέσεως του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος, σε φυλάκιση τριών μηνών ανασταλείσα επί τριετία, για απλή κλοπή, κατά της με αριθμ. 543/11-9-2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που συντάχθηκε νόμιμα ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, που ο αναιρεσείων κρατείται, αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων L. Z. ζητεί την αναίρεση της άνω αποφάσεως, "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει .. κενό, ως το συνημμένο υπόμνημα- αίτησή του", χωρίς καν να μνημονεύει ένα τουλάχιστον νόμιμο από το άρθρο 510 παρ. του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, με απ’ ευθείας παραπομπή σε συνημμένο και προσαρτώμενο στην ανωτέρω έκθεση αναιρέσεως έγγραφο, με τον τίτλο "ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ L. Z. .. ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. ΦΑΚ. 42477/18-11-2012 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΡΩΤ. ΠΕΙΡΑΙΑ..". Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσαρτώμενου στην έκθεση αναιρέσεως ως παραπάνω εγγράφου του αναιρεσείοντος, ανεξάρτητα του ότι δεν φέρει πλην της υπογραφής του αναιρεσείοντος και την αναγκαία υπογραφή του παραλαβόντος και συντάξαντος την έκθεση αναιρέσεως Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, με το έγγραφο αυτό που αναφέρεται στο κύριο σώμα της εκθέσεως αναιρέσεως και είναι πράγματι συνημμένο και συναποτελεί με αυτή ενιαίο αναιρετήριο έγγραφο, δεν προβάλλεται καμία συγκεκριμένη πλημμέλεια ή λόγος αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης με αριθμ. 543/11-9-2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ούτε εκτίθενται περιστατικά που μπορούν να ενταχθούν σε κάποιον από τους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 510 του ΚΠΔ, ούτε περιέχεται καν αίτημα εξαφάνισης της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως αποτέλεσμα αποδοχής κάποιου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος να διατυπώνεται, έστω και με απλή επανάληψη του κειμένου της οικείας νομικής διάταξης ή με τον χαρακτηρισμό που ο λόγος αυτός είναι γνωστός στη νομική ορολογία. Απλώς ο καταδικασθείς αναιρεσείων, με το συνημμένο ως άνω έγγραφό του, χωρίς να έχει προκαλέσει δικαστική απόφαση, κατ’ άρθρο 565 ΚΠΔ, με αντιρρήσεις του κατά της εκτέλεσης της ποινής του, απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στρέφεται σαφώς και αποκλειστικά κατά της με αρ. 42477/2012 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, με την οποία ανακαλείται προηγούμενη υπό όρους αποφυλάκισή του, θεωρώντας ότι αυτός υπέπεσε σε νέο αδίκημα κατά το χρόνο της δοκιμασίας του, παραπονούμενος για εσφαλμένο υπολογισμό του χρόνου δοκιμασίας του και ζητώντας την ανάκληση της εν λόγω Εισαγγελικής παραγγελίας, με την οποία υποχρεώνεται σε αθροιστική έκτιση του ανασταλέντος υπολοίπου της ποινής του. Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν Δικαστήριο που συνεδριάζει σε Συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο και δεν παραστάθηκε, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, μη περιέχουσα κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας(άρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-3-2015 αίτηση του L. Z. του K. για αναίρεση της με αρ. 543/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση, διότι, τόσο στην έκθεση αναιρέσεως , όσο και στο συνημμένο σε αυτή έγγραφο, το οποίο, ανεξάρτητα του ότι δεν φέρει πλην της υπογραφής του αναιρεσείοντος και την αναγκαία υπογραφή του παραλαβόντος και συντάξαντος την έκθεση αναιρέσεως Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας, συναποτελεί με αυτή ενιαίο αναιρετήριο έγγραφο, δεν προβάλλεται καμία συγκεκριμένη πλημμέλεια ή λόγος αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ούτε εκτίθενται περιστατικά που μπορούν να ενταχθούν σε κάποιον από τους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 510 του ΚΠΔ, ούτε περιέχεται καν αίτημα εξαφάνισης της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως αποτέλεσμα αποδοχής κάποιου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος να διατυπώνεται, έστω και με απλή επανάληψη του κειμένου της οικείας νομικής διάταξης ή με τον χαρακτηρισμό που ο λόγος αυτός είναι γνωστός στη νομική ορολογία.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 166/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ι. Τ. του Π., κατοίκου ..., 2. Χ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3. Σ. Ρ. του Φ., κατοίκου ... και 4. Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Θανόπουλο. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Γ. του Α., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Πουλικάκο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 29/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 654/2015 Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1, 2 του ΠΚ, συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, πρέπει να είναι ψευδή τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας προς τούτο αρχής. Από την ίδια διάταξη προκύπτει επίσης ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίνεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Εξάλλου, ο Ειρηνοδίκης είναι αρμόδιος να λαμβάνει ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (βλ. άρθρο 270 Κ.ΠολΔικ., όπως τροπ. με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και το άρθρο 7 ν. 3043/2002). Πρέπει, όμως για την πληρότητα της αιτιολογίας αποφάσεως, με την οποία καταδικάστηκε κάποιος για ψευδορκία μάρτυρος, για να μπορούν αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων να ληφθούν υπόψη, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως και να αναφέρεται στην απόφαση, εκτός άλλων, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας ότι έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται σ’ αυτές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ενόρκου καταθέσεως, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να αποκρούσει αυτήν δια προσαγωγής κατά τη σχετική συζήτηση της υποθέσεως περί του αντιθέτου αποδεικτικών στοιχείων . Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α’ του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από την τελευταία αυτή διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως επί του αποδοθέντος στον κατηγορούμενο εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων, δεν είναι αρκετό να αναφέρεται στην απόφαση μόνον ότι ο ηθικός αυτουργός με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς επίσης και ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ίδιος (ηθικός αυτουργός) πέτυχε τον σκοπό του, όπως και ο βαθμός επίδρασης στον αυτουργό, αλλά πρέπει ακόμη να περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο η αξιόποινη πράξη την οποία με τις προτροπές κ.λπ. του ηθικού αυτουργού, διέπραξε ο αυτουργός, αφού προϋπόθεση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας είναι η τέλεση από τον αυτουργό του εγκλήματος στη διάπραξη του οποίου παρακινήθηκε. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 29/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι τέσσερις αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι ψευδορκίας μάρτυρα, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίες μαρτύρων και απόπειρας απάτης αντίστοιχα και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεως, ανασταλείσες επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Tην 19-2-02 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... διαγνωστικό κέντρο ... ανώνυμη ιατρική και εμπορική εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο "..." σκοπός της οποίας ήταν η παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Με την με αρ. 2021/27-6-02 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών που καταχωρήθηκε στο μητρώο Α.Ε. της Νομαρχίας Αθηνών η ως άνω εταιρεία μετονομάστηκε "... ιατρική-ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο - ιατρική ανώνυμη εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο "... ιατρική Α.Ε.". Μέτοχος της εταιρείας αυτής ήταν ο Α. Κ., Ε. Γ. και Ν. Κ. με ποσοστό 25%, 24% και 51% αντίστοιχα και μετοχές 1000, 960 και 2040 αντίστοιχα. Στο Δ.Σ. της εταιρείας μετείχαν και οι τρείς παραπάνω μέτοχοι και μάλιστα ο Ν. Κ. ως πρόεδρος και οι λοιποί ως διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας την οποία και εκπροσωπούσαν οι δύο τελευταίοι. Την 11-4-03 ο Α. Κ. παραιτήθηκε από μέλος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Αρχή Μαΐου 2003 δε αρχίζει διαπραγμάτευση για την πώληση των 1000 μετοχών του στην πολιτικώς ενάγουσα αντί ποσού συνολικά 120.000 ευρώ. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων η πολιτκώς ενάγουσα και προκειμένου να αγοράσει τις μετοχές εξέδωσε εις διαταγή της δύο τραπεζικές επιταγές (με αρ. ...) ποσού 20.000 και 100.000 ευρώ αντίστοιχα με ημερομηνία έκδοσης 6-5-2003 πληρωτέες από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα "... bank". Τις επιταγές αυτές οπισθογράφησε νόμιμα στον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος και τις εισέπραξε αφού τις εμφάνισε νόμιμα στην πληρώτρια τράπεζα. Η πώληση όμως τελικά ματαιώθηκε αλλά ο τέταρτος κατηγορούμενος αρνήθηκε να επιστρέψει στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των 122.000 ευρώ που του είχε καταβάλει. Για τον λόγο αυτό η πολιτικώς ενάγουσα Ε. Γ. άσκησε κατά του τέταρτου κατηγορουμένου την από 5-5-06 με αρ. κατάθεσης 5343/06 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει το παραπάνω ποσό κατά το οποίο έχει καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Το Δικαστήριο εκείνο με την με αρ. 3292/2011 απόφασή του δέχτηκε την αγωγή αυτή. Με την με αρ. ... 695/13 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε η κατά της παραπάνω απόφασης ασκηθείσα από τον τέταρτο κατηγορούμενο έφεση. Τα παραπάνω Δικαστήρια δέχτηκαν ως βάσιμους στην ουσία τους, τους ισχυρισμούς της πολιτικώς ενάγουσας. Απέρριψαν ως αβάσιμους στην ουσίας τους τους ισχυρισμούς του τέταρτου κατηγορουμένου που συνίστατο στο ότι το ποσό των 120.000 ευρώ ουδέποτε καταβλήθηκε σ’ αυτόν για την αγορά των μετοχών του στην προαναφερθείσα εταιρεία και ότι ο λόγος καταβολής του είναι ότι ο ίδιος κατέβαλε εξ ιδίως διάφορα χρέη της εταιρείας προς τρίτους συνολικού ύψους 339.367,74 ευρώ, κατά τη συμφωνία όλων των παραπάνω εταίρων της εταιρείας όφειλαν οι λοιποί εταίροι να του καταβάλουν από το ποσό αυτό μέρος ανάλογο με το στην εταιρεία ποσοστό τους. ‘ Ετσι η Ε. Γ. όφειλε 81.448.25 ευρώ και ο Ν. Κ. 173.077,54 ευρώ. Ότι από το ποσό των 120.000 ευρώ που του κατέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα 60.000 κατέβαλε έναντι της ως άνω οφειλής της και 60.000 αφορούσαν καταβολή έναντι της πιο πάνω οφειλής του Ν. Κ. Τέλος με την με αρ. 1957/14 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης της με αρ. 695/2013 απόφασης (βλ. το με αρ. 395/14 πιστοποιητικό γραμματέα Αρείου Πάγου). Στην πιο πάνω δίκη και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας ο πρώτος κατηγορούμενος τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας προσκομίστηκαν δε οι με αρ. 6852/09 και 6853/09 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν από την δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων αντίστοιχα με το περιεχόμενο που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου με τις με αρ. .../09 και .../09 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Η. Κ.). Οι ίδιες κατηγορούμενες βεβαίωσαν ενόρκως γεγονότα όπως αντίστοιχα αναφέρονται στο διατακτικό και με τις με αρ. 4516/09 και 4515/09 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους που προσκομίστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την συνεδρίαση της 31-10-13 και λήφθησαν υπόψη κατόπιν κλήτευσης αντιδίκων του τέταρτου κατηγορουμένου (βλ. τη με αρ. 7122/13 απόφαση του πιο πάνω δικαστηρίου). Τα παραπάνω όμως κατατεθέντα από τον πρώτο και βεβαιωθέντα από τις λοιπές ήταν ψευδή. Τούτο προκύπτει από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τον μάρτυρα Α. ενισχύεται δε και από τα ακόλουθα: 1) ο Α. Κ. όπως ήδη αναφέρθηκε παραιτήθηκε από μέλος του Δ.Σ. την 11-4-03. Την βούλησή του αυτή γνωστοποίησε στον Ν. Κ. με την από 11-4-03 εξώδικη δήλωση παραίτησής του στην οποία όμως καμία μνεία δεν κάνει για την επικαλούμενη απ’ αυτόν παραπάνω συμφωνία περί επιμερισμού των χρεών της εταιρείας μεταξύ των εταίρων (καταρτισθείσα την ίδια ημέρα κατά τους ισχυρισμούς του) 2) ορισμένα από τα επί μέρους χρέη της εταιρείας που συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των 339.367,74 ευρώ αφορούν καταβολή που έγινε εις χρόνο μεταγενέστερο της συμφωνίας (επικαλούμενη) και μάλιστα κάποια απ’ αυτά και με την αποχώρηση της πολιτικώς ενάγουσας τον Αύγουστο 2004. Δεν είναι δε λογικό να έδωσε η πολιτικώς ενάγουσα στον τέταρτο κατηγορούμενο την 5-5-2003 το ποσό των 120.000 ευρώ για την κάλυψη αγνώστων μέχρι τότε αναγκών της ανώνυμης εταιρείας που θα δημιουργούνταν μεταγενέστερα. ‘ Αλλωστε δεν δικαιολογείται η καταβολή 60.000 ευρώ με επιταγή της πολιτικώς ενάγουσας για λογαριασμό του Ν. Κ. Τα παραπάνω έγιναν δεκτά και με την με αρθ. 695/13 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που έκανε δεκτή στην ουσία της την προαναφερθείσα αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας. Οι τρείς πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι αυτοί κατέθεσαν ότι τον μετέφερε ο τέταρτος κατηγορούμενος και ότι δεν είχαν ίδια αντίληψη των γεγονότων και συνεπώς δεν γνώριζαν αν τα γεγονότα που κατέθεσαν ήταν ψευδή. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται. Η δεύτερη ως κόρη του τέταρτου κατηγορουμένου και όλοι ως στενοί και έμπιστοι συνεργάτες του γνώριζαν τα της λειτουργίας της κλινικής και την διαμορφωθείσα κατάσταση. Μάλιστα καίτοι ισχυρίζονται ότι η γνώση τους επί των σχετικών θεμάτων προείρχετο αποκλειστικά από τις διαβεβαιώσεις του τέταρτου κατηγορουμένου αναφέρθηκαν και σε γεγονότα για τα οποία είχαν προσωπική αντίληψη. Ειδικότερα μεταξύ άλλων κατέθεσαν ο πρώτος: ότι η εταιρεία ... δεν λειτουργούσε όπως και ο ίδιος είχε διαπιστώσει (βλ. τα από 13-1-11 πρακτικά). Η δεύτερη απολογούμενη ότι η ίδια έβλεπε ότι δεν υπήρχαν πελάτες. Στην δε ένορκη βεβαίωση με αρ. 6853/09 αναφέρει μεταξύ άλλων "διατέλεσα μέλος του Δ.Σ. της εταιρείας αυτής και έτσι έχω άμεση γνώση των προβλημάτων που προέκυψαν από την λειτουργία και τη δράση της εταιρείας, τη θέση και τις αποφάσεις των μετόχων για την αντιμετώπισή τους. Η τρίτη που είχε προσωπική αντίληψη για το τι πλήρωνε και καταλήγει ότι για τα ποσά που οφείλουν οι άλλοι "μάλλον θα το είχε ακούσει" χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια σε τυχόν από τρίτους πληροφορίες της. Συνεπώς οι τρείς πρώτοι εν γνώσει τους κατέθεσαν ψέμματα εξεταζόμενοι ενόρκως όπως παραπάνω και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Ο τέταρτος κατηγορούμενος στην Αθήνα την 13-1-11 και 24-9-09 έπεισε τους λοιπούς με πρόθεση με προτροπές και παραινέσεις να καταθέσουν ο μεν πρώτος τα όσα ψευδή κατέθεσε την 13-1-11 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών όπως αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας οι δε λοιπές όσα περιέχονται στις με αρ. 6853/09 και 6852/09 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους όπως επίσης αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας αφού μάλιστα οι παραπάνω κανένα λόγο δεν είχαν να προβούν στις προαναφερθείσες καταθέσεις που εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του τέταρτου κατηγορουμένου. Τέλος ο τελευταίος την 3-1-11 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το δικόγραφο των προτάσεων του προς κατάρριψη της πιο πάνω αγωγής της πολιτικώς ενάγουσας στο οποίο ισχυρίστηκε όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την αιτία του χρέους των 120.000 ευρώ και τη συμφωνία των μετόχων για επιμερισμό των χρεών της εταιρείας προσκομίζοντας ως σχετικά τις με αρ. 6853/09 και 6852/09 πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις της 2ης και 3ης των κατηγορουμένων και εξετάζοντας ως μάρτυρα στο ακροατήριο των πρώτο κατηγορούμενο προς απόδειξη των ψευδών ισχυρισμών του με σκοπό να παραπλανήσει τους δικαστές ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του ώστε να απορριφθεί η από 5-5-06 αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας γεγονός που θα προκαλέσει βλάβη στην περιουσία ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αντιστοιχούσας στην οριστική απώλεια του ποσού των 120.000 ευρώ. Η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε επειδή οι δικαστές δεν πείστηκαν από τους ισχυρισμούς του αλλά αντιθέτως έκριναν βάσιμους τους ισχυρισμούς της πολιτικώς ενάγουσας και της επιδίκασαν το ποσό των 120.000 δρχ. Συνεπώς ο 4ος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις προαναφερθείσες πράξεις όπως στο διατακτικό. Τέλος σύμφωνα με όλα τα προαναφερθέντα πρέπει να απορριφθεί ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός των τριών πρώτων κατηγορουμένων". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων ψευδορκίας μάρτυρα, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίες μαρτύρων και απόπειρας απάτης αντίστοιχα, για τις οποίες καταδικάσθηκαν αντίστοιχα οι τέσσερις αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46, 94, 98, 224 παρ.1, 386 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ότι τα από τους τρεις πρώτους κατηγορουμένους κατατεθέντα και τα περιλαμβανόμενα στις χρησιμοποιηθείσες εκ μέρους του τετάρτου κατηγορουμένου ηθικού αυτουργού - εναγομένου στην τακτική πολιτική δίκη - σε αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας, ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, είναι ψευδή, αναφέρεται δε ότι η αστική δίκη κατέληξε σε παραδοχή της σχετικής αγωγής της πολιτικώς ενάγουσας και απόρριψη των ισχυρισμών του εναγομένου, με τη με αρ. 3292/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια απόρριψη της εφέσεως του τετάρτου κατηγορουμένου- εναγομένου με τη με αρ. 695/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και απόρριψη της αναιρέσεως του ιδίου με τη με αρ. 1957/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, β) αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα ο δόλος των τριών φυσικών αυτουργών της ψευδορκίας, ήτοι από πού προκύπτει ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των ψευδών περιστατικών που κατέθεσαν, αιτιολογείται δε επαρκώς και ο δόλος του ηθικού αυτουργού για την προτροπή στην τέλεση της συγκεκριμένης πράξης, ήτοι από που προκύπτει ότι, κατά την κατάπειση των φυσικών αυτουργών, ο εναγόμενος στη δίκη - τέταρτος κατηγορούμενος ηθικός αυτουργός τελούσε εν γνώσει του ψεύδους των κατατεθέντων γεγονότων. Αναφέρεται ειδικότερα στο αιτιολογικό ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των υπ αυτών ψευδών κατατεθέντων και ότι η γνώση τους αυτή, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, εκτός από τις διηγήσεις του τετάρτου συγκατηγορουμένου τους ηθικού αυτουργού θεμελιώνεται και σε προσωπική αντίληψη των ιδίων, που στο αιτιολογικό εξειδικεύεται για καθένα φυσικό αυτουργό ψευδορκίας χωριστά, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών, γ) εκτίθενται στο αιτιολογικό τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται ότι δεν συνέτρεξε η προβληθείσα από τους κατηγορουμένους πραγματική πλάνη επί των συγκεκριμένων ψευδών περιστατικών που κατέθεσαν ενόρκως, δ) αναφέρεται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν νομότυπα, αφού είχεν προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, του τέταρτου κατηγορουμένου - εναγομένου, αναφέροντας και τα σχετικά αποδεικτικά κλητεύσεως για τις δύο πρώτες με αρ. 6852, 6853/2009 ένορκες βεβαιώσεις και με νόμιμη κλήτευση παρομοίως, του τέταρτου κατηγορουμένου-εναγομένου, αναφέροντας τη με αρ. 7122/2013 αναγνωσθείσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, άλλης δίκης των ιδίων διαδίκων, όπου προσκομίστηκαν οι βεβαιώσεις και οι σχετικές εκθέσεις επιδόσεως των αντιδίκων, όσον αφορά τις έτερες δύο με αρ. 4515, 4516/2009 ένορκες βεβαιώσεις και έτσι και οι τέσσερις αυτές ένορκες βεβαιώσεις δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένου - αναιρεσειόντων, συνιστούν υποστατό και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, παραδεκτά ανεγνώσθηκαν στο ακροατήριο και στοιχειοθετείται το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται σ’ αυτές και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά άλλων επί πλέον στοιχείων κλητεύσεως των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου, αρκεί δε και η αναφορά διαπίστωσης από το ποινικό δικαστήριο της ουσίας ότι έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως. Η αναφορά δε στο αιτιολογικό των μη αναγνωσθεισών στο ακροατήριο εκθέσεων επιδόσεως για τη διαπίστωση της ως παραπάνω νόμιμης κλητεύσεως των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου - εναγομένου στην αστική δίκη από την πολιτικώς ενάγουσα, δεν επάγεται καμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ποινικό δικαστήριο από τη μη ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, γιατί το περιεχόμενό τους προκύπτει από τις αναγνωσθείσες στο ακροατήριο δικαστικές αποφάσεις με αριθμούς 7122/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 3292/2011 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 695/2013 Εφετείου Αθηνών, που συνεκτίμησαν τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, κρίνοντας αυτές ότι έγιναν μετά νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, αναφέροντας και τις σχετικές εκθέσεις επιδόσεως. ε) δεν προκύπτει καμία ασάφεια ως προς τα κατατεθέντα από καθένα κατηγορούμενο ψευδή γεγονότα σε κάθε μία ένορκη βεβαίωση από τις συνεκτιμηθείσες τέσσερις βεβαιώσεις, ούτε ως προς τη πηγή γνώσεως κάθε κατηγορουμένου, στ) ορθά, επαρκώς αιτιολογημένα και σύννομα η τρίτη κατηγορουμένη καταδικάστηκε για ψευδορκία μάρτυρος κατ’ εξακολούθηση, με επί μέρους πράξεις τελεσθείσες την 13-5-2009 και την 24-9-2009 και δεν πρόκειται για μία πράξη, ζ) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του τετάρτου κατηγορουμένου ηθικού αυτουργού, με την αναφορά στο αιτιολογικό ότι αυτός "με προτροπές και παραινέσεις έπεισε τους λοιπούς να καταθέσουν τα κατατεθέντα ψευδή γεγονότα, αφού οι παραπάνω (φυσικοί αυτουργοί) δεν είχαν κανένα λόγο να προβούν στις προαναφερθείσες καταθέσεις που εξυπηρετούσαν μόνον τα συμφέροντα του τέταρτου κατηγορουμένου" και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά και άλλων περιστατικών, ούτε ο ειδικότερος προσδιορισμός του βαθμού επιδράσεως των προτροπών και παραινέσεων αυτών στους φυσικούς αυτουργούς, αλλά ούτε και ο βαθμός εξαρτήσεως των τελευταίων από τον ηθικό αυτουργό και η) επαρκώς αιτιολογείται η απόπειρα απάτης σε αστικό δικαστήριο του τετάρτου κατηγορουμένου, με τον ισχυρισμό με τις έγγραφες προτάσεις του, όσων ψευδών κατέθεσαν οι άνω μάρτυρές του και με την προσκόμιση ψευδών ως παραπάνω αποδεικτικών μέσων των ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, που τελικά απώλεσε την αστική δίκη, που απέβη υπέρ της ενάγουσας και νυν πολιτικώς ενάγουσας, με τις προαναφερθείσες πολιτικές αποφάσεις. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 171 παρ.1, 358, 364, 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για στέρηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, όσον αφορά τη χρήση ως αποδεικτικού μέσου των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, που νόμιμα προσκομίστηκαν σε αστική δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκτιμήθηκαν, από τον εναγόμενο - τέταρτο κατηγορούμενο, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή των κατηγορουμένων για όλες τις αξιόποινες πράξεις και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού τους περί πραγματικής πλάνης, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όπως της από 4-8-2005 αναγνωσθείσας βεβαιώσεως της Γενικής Τράπεζας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση όλων των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 99/2-6-2015 αίτηση - δήλωση των Ι. Τ. του Π., Χ. Κ. του Α., Σ. Ρ. του Φ. και Α. Κ. του Ε., περί αναιρέσεως της με αριθμό 29/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Ψευδορκία Μάρτ.- Απόπ. ΑπάτηςΙδ. Μεγ. Αξ., Ηθ. Αυτουργία σε Ψευδορκία. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α', Δ, Ε' του ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις, λογικά αιτιολογικού και διατακτικού. 2. Για την πληρότητα της αιτιολογίας αποφάσεως, με την οποία καταδικάστηκε κάποιος για ψευδορκία μάρτυρος, για να μπορούν οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων να ληφθούν υπόψη, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, πρέπει να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως και να αναφέρεται στην απόφαση, εκτός άλλων, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας ότι έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται σ' αυτές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ενόρκου καταθέσεως, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να αποκρούσει αυτήν δια προσαγωγής κατά τη σχετική συζήτηση της υποθέσεως περί του αντιθέτου αποδεικτικών στοιχείων (ΑΠ 30/2015, 221, 483, 696/2014).
Απάτη
Απάτη.
0
Αριθμός 78/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Ι. Θ. του Β. και 2. Ε. Θ. του Β., κάτοικοι ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κυριακή Ιωαννίδου - Κουδρόγλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 375/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Αυγούστου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 849/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές μέσα σε έναν μήνα αφότου έγιναν απαιτητές προς τους παραπάνω οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Επίσης, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ’ αυτόν (εργατικών) με σκοπό να τις αποδώσει στους παραπάνω οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους οργανισμούς αυτούς μέσα σε έναν μήνα αφότου είχαν γίνει απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ορίζεται ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει οριστεί (για την καταβολή τους). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών εισφορών και απόδοσης των εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη για τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ’ αυτόν, καθώς και η μη καταβολή των σχετικών ποσών μέσα σε έναν μήνα από τότε που τα σχετικά ποσά έγιναν απαιτητά από τον δικαιούχο ασφαλιστικό οργανισμό, δηλαδή μέσα στον αμέσως επόμενο μήνα εκείνου, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία προς τον οφειλέτη εργοδότη. Τα παραπάνω εγκλήματα είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος του μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία. Για την πληρότητα δε της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών, απαιτείται το υποκείμενο τους να έχει την ιδιότητα του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, δηλαδή να πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο προσφέρει την εργασία ή την υπηρεσία του το προσωπικό που υπάγεται στην ασφάλιση και το οποίο οφείλει, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί το μέρος των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους, για να το αποδώσει στον ασφαλιστικό οργανισμό. Όταν εργοδότης είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος για την καταβολή των παραπάνω εισφορών είναι ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 του ν. 2676/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του ν. 2238/1994. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ρύθμιση της παρ. 7 του α.ν. 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/11-4-2012. Σύμφωνα με την πρόσφατη ρύθμιση αυτή, ως αυτουργοί των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και απόδοσης εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες είναι: α) οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) για ασφαλιστικές εισφορές που γεννήθηκαν μέχρι τις 11-4-2012, οπότε θεσπίστηκε η παρ. 7 του α.ν. 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που γεννήθηκαν μετά τις 11-4-2012 και οφείλονται από ανώνυμη ημεδαπή εταιρεία, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι όσοι ορίζονται στην παρ. 7 του α.ν. 86/1967 (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνο αν λείπουν όλα τα αμέσως παραπάνω πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πράγματι διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη σχετική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 375/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκη Αθηνών, που κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, Ι. Θ. και Ε. Θ., για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1-2 του α.ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, τις καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας και του μάρτυρα υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του και γενικά όλα τα στοιχεία της αποδεικτικής διαδικασίας (οι κατηγορούμενοι δεν απολογήθηκαν, επειδή δεν ήταν παρόντες και εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους), δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του, ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις, που αποδόθηκαν σε βάρος τους με το κατηγορητήριο και ότι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών. Πιο συγκεκριμένα το άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχτηκε τα ακόλουθα: "Στην ... την 1-7-2009 έως την 1-11-2009 τυγχάνοντας εργοδότες της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Β. Ι. Θ. - Χ. ΑΕ" (ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... Υποκατάστημα ΙΚΑ ...) με αντικείμενο την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο "..." και συγκεκριμένα ενεργώντας με πρόθεση με τις ιδιότητες του αντιπροέδρου ο πρώτος και του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου η δεύτερη, όντες αναμεμειγμένοι και δραστηριοποιούμενοι στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας και έχοντας απασχολήσει προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή κατά τη χρονική περίοδο 5ος 2009 έως 9ος 2009 στην επιχείρηση τους που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι ίδιοι όφειλαν για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 173.679,90 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επομένου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό .../10 ΠΕΕ. 1 Συγκεκριμένα έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 115.786,60 ευρώ, δεν κατέβαλαν αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση τους (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 57.893,30 ευρώ με σκοπό να αποδώσουν αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ’ αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστησαν γι’ αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση. Ο ισχυρισμός τους περί μη συμμετοχής στη διοίκηση της ξενοδοχειακής μονάδας πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν άλλη απασχόληση, πλην του ξενοδοχείου και ο διευθύνων σύμβουλος και πατέρας τους που απεβίωσε το Φεβρουάριο του έτους 2013 ήταν υπερήλικας και νοσούσε από καρκίνο, αδυνατώντας για τον λόγο αυτό ν’ ασχοληθεί με τα της διοίκησης της εταιρίας, παρά τα όσα αντίθετα καταθέτει ο μάρτυρας υπεράσπισης. Σημειωτέον ότι ενώ η επιχείρηση εδώ και μια δεκαετία περίπου ακολουθεί συστηματικά την ίδια συμπεριφορά, δηλαδή δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα τις ασφαλιστικές εισφορές που τη βαρύνουν, όχι γιατί αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, αλλά γιατί κατόπιν καθοδήγησης αναμένει να τύχουν εφαρμογής ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις που δημοσιεύονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ’ αυτούς πράξεων, δεδομένου ότι πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτών, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας". Ακολούθως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ...ς κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους για το ότι: "Στην ... την 1-7-2009 έως την 1-11-2009 τυγχάνοντας εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία Β. Ι. Θ. - Χ. ΑΕ και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... Υποκατάστημα ΙΚΑ ... είδος επιχείρησης Ξενοδοχείο ... και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 5ος 2009 έως 9ος 2009 στην επιχείρηση τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι ίδιοι όφειλαν για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 173.679,90 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επομένου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό .../10 ΠΕΕ. 1.Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 115.786,60 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 57.893,30 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστησαν γι’ αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση". Στη συνέχεια επέβαλε σε καθέναν από αυτούς ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για καθεμία πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοχτώ (18) μηνών και συνολική χρηματική ποινή 4.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο, τα οποία περιέχονται και στο σχετικό κατηγορητήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πρόκειται για εργοδότρια ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, για την οποία, κατά τον νόμο, ποινικά υπαίτιος ως αυτουργός για τη μη έγκαιρη καταβολή των εργοδοτικών και των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών της στο ΙΚΑ είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής εφ’ όσον δε οι οφειλόμενες από αυτή εργοδοτικές και εργατικές ασφαλιστικές εισφορές γεννήθηκαν το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 έως 1-11-2009, δηλαδή πριν τις 11-4-2012, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 4075/11-4-2012, οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, οι οποίοι, κατά την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, κηρύχθηκαν ένοχοι των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της προαναφερόμενης Α.Ε. ο πρώτος κατηγορούμενος και του μέλους του Δ.Σ. αυτής η δεύτερη κατηγορούμενη, δεν έχουν σχετική ποινική ευθύνη και δεν τέλεσαν τις ένδικες πράξεις. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, με την οποία, για τις εργοδότριες ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, διευρύνεται ο κύκλος των υπαιτίων ως αυτουργών της παράβασης του α.ν. 86/67, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται πλέον και ο αντιπρόεδρος (και τα λοιπά μέλη) του διοικητικού συμβουλίου, εάν ελλείπουν οι κυρίως ποινικά υπαίτιοι ως αυτουργοί και εφόσον αυτός ασκεί πράγματι, διαρκώς ή προσωρινά, καθήκοντα των κυρίως ποινικά υπαιτίων, συμπράττοντας έτσι ουσιαστικά στη διοίκηση της Α.Ε., δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίμαχες ασφαλιστικές εισφορές γεννήθηκαν και ήταν καταβλητέες και αποδοτέες σε χρόνο πριν από τη θέσπιση της και η σχετική διάταξη είναι δυσμενέστερη για τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, οι οποίοι, βάσει αυτής και ενόψει της παραπάνω ιδιότητας τους, εντάσσονται στα ποινικά υπαίτια πρόσωπα για την μη έγκαιρη καταβολή και απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών της Α.Ε προς το ΙΚΑ. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι δεν είναι, κατά τον νόμο, ποινικά υπαίτιοι για τις πράξεις, για τις οποίες κηρύχτηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν αθώοι (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την απόφαση 375/2014 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κηρύσσει τους αναιρεσείοντες, Ι. Θ. του Β. και Ε. Θ. του Β., κατοίκους ..., αθώους των πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ και δη του ότι "Στην ... την 1-7-2009 έως την 1-11-2009 τυγχάνοντας εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία Β. Ι. Θ. - Χ. ΑΕ και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... Υποκατάστημα ΙΚΑ ... είδος επιχείρησης Ξενοδοχείο ... και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 5ος 2009 έως 9ος 2009 στην επιχείρηση τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι ίδιοι όφειλαν για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 173.679,90 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επομένου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό .../10 ΠΕΕ. 1.Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 115.786,60 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 57.893,30 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά το^ οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστησαν γι’ αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινικά υπαίτιος ως αυτουργός για τη μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ εργαζομένων σε ημεδαπή Α.Ε. και για τη μη απόδοση εργατικών , ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ, που παρακρατήθηκαν από την Α.Ε., κατά το άρθρο 1 παρ. 1-2 του α:ν. 86/1967, όπως ίσχυε μέχρι τη θέσπιση του ν. 4075/2012 (11-4-2012), είναι μόνο ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΕ. Για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα ποινικά υπαίτιοι, με κύρια ή επικουρική ευθύνη, είναι όσοι μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, η οποία είναι δυσμενέστερη και δεν έχει αναδρομική εφαρμογή για ασφαλιστικές εισφορές που έγιναν απαιτητές μέχρι τις 11/4/2012, οπότε άρχισε να ισχύει η σχετική διάταξη. Βάσιμος ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αφού, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείοντες δεν είχαν την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας ημεδαπής Α.Ε. και οι ένδικες ασφαλιστικές εισφορές έγιναν απαιτητές πριν από τη θέσπιση του ν. 4075/2012.
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 71/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Κ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 40/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 617/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ' του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ.α' ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 11.8.2015 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στην σύνοικο ενήλικο μητέρα του Μ. Φ., για να εμφανισθεί στην συνεδρίαση της 2.12.2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 17.2.2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ' αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ.10/17.2.2015 αίτηση του Κ. Π. του Ι., περί αναιρέσεως της με αρ. 40/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 67/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Σ. του Σ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Θαλασσινό, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 112/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 580/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής, απαιτείται αφαίρεση, με θετική ενέργεια του δράστη, από την κατοχή άλλου, ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος, με σκοπό την παράνομη, δηλαδή χωρίς δικαίωμα, ιδιοποίησή του. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής και τη θεμελίωση νέας στο πράγμα κατοχής από το δράστη, προς το σκοπό της παράνομης ιδιοποίησης αυτού, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος όσο και η θέληση για εξουσίαση αυτού, δηλαδή να το έχει δικό του και να το χρησιμοποιεί. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 εδάφ. δ' και ε' του ΠΚ, "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες .. ". Η παρούσα περίπτωση πληρούται, όταν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους ανθρώπους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες, μεμονωμένα, περιοδικά ή και κατ'εξακολούθηση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 Α' παρ. 1 του ΠΚ, "Όποιος αφαιρεί από την κατοχή άλλου ξένο μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο με αποκλειστικό σκοπό να το χρησιμοποιήσει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Ο δόλος του δράστη της τελευταίας κλοπής χρήσης μεταφορικού μέσου, περιλαμβάνει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα είναι ξένο ολικά και δεν υπάρχει συναίνεση του ιδιοκτήτη για χρήση αυτού. Σκοπός του δράστη εδώ δεν είναι η παράνομη ιδιοποίηση του αφαιρούμενου πράγματος, αλλά η για βραχύτατο χρονικό διάστημα χρήση αυτού σύμφωνα με τον προορισμό του μεταφορικού μέσου, λ.χ. για μετακίνηση. Όταν ο δράστης εγκαταλείπει το κλαπέν μεταφορικό μέσο σε άγνωστο ή ερημικό μέρος έκθετο σε κλέπτες ή καταστροφείς ή μετά τη χρήση του, το ρίχνει στη θάλασσα ή το καταστρέφει ή το καίει, διαπράττει απλή κλοπή και όχι κλοπή χρήσης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, εκείνους, δηλαδή, που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή αποκλείουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Αν υποβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός για το ότι δεν πρόκειται για διακεκριμένη κακουργηματική κλοπή, αλλά για απλή κλοπή πράγματος ή ότι πρόκειται για κλοπή χρήσης μεταφορικού μέσου, που οδηγούν, σύμφωνα με το άρθρο 372 παρ.1 α και 374 Α' παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική πλημμεληματική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι απλή ή διακεκριμένη ή αν πρόκειται για κλοπή μεταφορικού μέσου ή όχι, αντίστοιχα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ., υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα αναγόμενα στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' του ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και έξι μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, υπό όρους, για διακεκριμένη κλοπή, που τέλεσε ενωμένος με άλλα άγνωστα άτομα για τη διάπραξη τέτοιων πράξεων κλοπών. Δέχθηκε, δηλαδή, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη για πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στη ... στις 9.9.2002 ο κατηγορούμενος ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού με άλλα άγνωστα άτομα, τα οποία διέφυγαν την σύλληψη, με τους οποίους είχε ενωθεί αυτός για να διαπράττει κλοπές, αφού παραβίασε παράθυρο του καταστήματος της εταιρίας εμπορίας αυτοκινήτων με την επωνυμία "..." επί της ... αριθ. .., εισήλθε στον χώρο του λογιστηρίου από όπου αφαίρεσε 3 πρωτότυπες άδειες αυτοκινήτου, 3 άρσεις παρακράτησης κυριότητος ΙΧΕ αυτοκινήτων μαζί με όλα τα έγγραφα αυτών, 14 ζεύγη πινακίδων ΙΧΕ αυτοκινήτων, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μάρκας SONY, 70 κλειδιά ΙΧΕ. Ακολούθως με τα ως άνω κλειδιά αφαίρεσε από τον χώρο έξω του καταστήματος τρία αυτοκίνητα που ήταν εκεί σταθμευμένα, ήτοι το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... CITROEN XSARA ο ίδιος, προκειμένου να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ AUDI AG 1800cc και το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ ALFA ROMEO 1600 cc, τα οποία αφαίρεσαν οι άγνωστοι συνεργοί του προκειμένου να το ιδιοποιηθούν παρανόμως. Με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι ο κατηγορούμενος είχε ενωθεί με τους άγνωστους συνεργούς του για να διαπράττουν κλοπές και έχοντας αυτό το σκοπό, αφαίρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος με άλλα άγνωστα άτομα τέλεσε την αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού που τελέστηκε από δράστες που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, απορριπτομένων των υπερασπιστικών αυτοτελών ισχυρισμών περί πλημμεληματικού χαρακτήρος της πράξεώς ίου εν όψει του ότι αυτός δεν έδρασε μόνος του αλλά μαζί με άλλα άγνωστα άτομα τα οποία ταυτόχρονα με τον κατηγορούμενο, με σκοπό να διαπράττουν αόριστο αριθμό κλοπών εν γνώσει τους, αφήρεσαν από την κατοχή άλλων τα μνημονευόμενα ξένα εν όλω κινητά πράγματα, ήτοι και άλλα αυτοκίνητα από το κατάστημα "..." με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Συντρέχουν επομένως εν προκειμένω οι ως άνω επιβαρυντικές περιστάσεις υπό την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη έννοια τούτων και δη: α) Ότι ο κατηγορούμενος ενώθηκε με τους άγνωστους συνεργούς του με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών και η γνώση καθενός από αυτούς και επομένως και του κατηγορουμένου εν προκειμένω ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό, αφού κατά τα προμνημονευόμενα, αποδείχθηκε ότι η από κοινού διάπραξη της απόπειρας κλοπής δεν ήταν περιστασιακή και δεν αποσκοπούσε μόνο στην κλοπή του καταστήματος της προμνησθείσης εταιρίας εμπορίας αυτοκινήτων, αλλά στη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών. Επίσης το Δικαστήριο απορρίπτει και τον έτερο ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι επρόκειτο για κλοπή χρήσης του αυτοκινήτου μάρκας Citroen Xsara (372 Α ΠΚ), αφού ο κατηγορούμενος εκδήλωσε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησής του και όχι απλής χρήσης τούτου για μικρό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι όταν αντελήφθη τους αστυνομικούς υπαλλήλους που τον καταδίωκαν και έφθασε σε αδιέξοδο και δεν είχε τρόπο διαφυγής με το άνω όχημα, δεν το ακινητοποίησε αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει πεζός. Ακολούθως όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της με το κατηγορητήριο σε αυτόν αποδιδομένης πράξεως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης αποφάσεως, αναγνωριζομένων όμως, ως και πρωτοδίκως, ότι έζησε μέχρι τον χρόνο που διέπραξε το αδίκημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως διακεκριμένης κλοπής, για την οποία κακουργηματική πράξη καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 372, 374 περ. δ. του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, από το άνω αιτιολογικό προκύπτει ότι επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε τη διακεκριμένη πράξη κλοπής του άνω άρθρου 374 περ. δ. του ΠΚ, και δεν πρόκειται για απλή πλημμεληματική κλοπή, ούτε για κλοπή μεταφορικού μέσου, ήτοι απορρίπτονται επαρκώς αιτιολογημένα οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του ότι πρόκειται για απλή κλοπή και όχι διακεκριμένη, και ότι πρόκειται για κλοπή χρήσεως μεταφορικού μέσου, με τις παραδοχές, ότι ο κατηγορούμενος ενώθηκε με άγνωστους άλλους συνεργούς του με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών, σε γνώση καθενός από αυτούς ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό και στη συνέχεια προέβησαν στην παραπάνω περιγραφόμενη, όχι περιστασιακή κλοπή, και δη προέβη ο ίδιος ο κατηγορούμενος σε διάρρηξη καταστήματος εμπορίας αυτοκινήτων και σε αφαίρεση 3 αδειών, 14 πινακίδων, 70 κλειδιών αυτοκινήτων κ.λπ. πραγμάτων και στη συνέχεια με τα κλειδιά αυτά αφαίρεσαν, και οι τρεις ταυτόχρονα από το χώρο έξωθι του καταστήματος αυτού που ήταν σταθμευμένα ΙΧΕ αυτοκίνητα προς πώληση, ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο ο ίδιος και έτερα δύο αυτοκίνητα οι άλλοι άγνωστοι στην ανάκριση συνεργοί του, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους, ότι δεν αποσκοπούσαν μόνο στην κλοπή του άνω καταστήματος, αλλά στη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών και ότι η κλοπή των αυτοκινήτων και ιδία του με αρ. κυκλ. ... που έγινε από τον ίδιο έγινε με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του όχι την απλή χρήση του για μικρό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι όταν αντελήφθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τους αστυνομικούς υπαλλήλους που τον καταδίωκαν και έφθασε σε αδιέξοδο και δεν είχε τρόπο διαφυγής με το άνω κλαπέν όχημα, δεν το ακινητοποίησε, αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς να διαφύγει πεζός. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-5-2015 αίτηση - δήλωση του Β. Σ. του Σ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 112/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Κακοργημ. Διακεκρ. Κλοπή - 374 περ. δ ΠΚ . 1.Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων νόμου.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κλοπή.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 79/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο-Εισηγητή και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Θ. του Χ.-Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ.4520/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 980/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται το έγκλημα της απάτης, το οποίο στρέφεται κατά της περιουσίας και για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις : α) Σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωσή του. β) Εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία ως παραγωγό αιτία να έχει παραπλανηθεί κάποιος και να έχει προβεί σε επιζήμια γι’ αυτόν ή για άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Και γ) Βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, που να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ο δράστης πρέπει να επιδιώκει το όφελος άμεσα από την περιουσία του βλαπτόμενου, κατά τρόπο που αυτό να είναι η αντίστροφη όψη της βλάβης, χωρίς να είναι αναγκαία η ταύτιση ως προς το ποσό και το ποιόν τους. Αν δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός, αλλά μόνο σκοπός βλάβης της περιουσίας του παθόντος, τότε τελείται απατηλή πρόκληση βλάβης (άρθρο 389 ΠΚ), και όχι απάτη. Ως παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η οποία μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρά από τη συμπεριφορά του δράστη, νοείται οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση, διαβεβαίωση ή ισχυρισμός αυτού, που εμπεριέχει ανακριβή παρουσίαση ή απεικόνιση της πραγματικότητας και αποσκοπεί στην απόκτηση από τον ίδιο ή από άλλον παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία. Ενώ ως βλάβη νοείται η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου ή η απατηλή δημιουργία σε βάρος του υποχρεώσεων από ακυρώσιμη δικαιοπραξία, την οποία βλάβη δεν αναιρεί η δυνατότητα δικαστικής αντιμετώπισης της ακυρωσίας ή η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας κατά αυτού που την προκάλεσε, (δράστη ή τρίτου) έστω και αν οι τελευταίοι είναι απόλυτα αξιόχρεοι, αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη. Η απειλή περιουσιακής ζημίας θεωρείται βλάβη, όταν προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης που υπάρχει κατά την τέλεση της πράξης. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν η βλάβη επέρχεται ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή, ενώ δεν απαιτείται η βλάβη να έχει ως μόνη αιτία την απατηλή συμπεριφορά του δράστη και τη συνακόλουθη πράξη ή ανοχή περιουσιακής διάθεσης εκείνου που παραπλανήθηκε, ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτόν που ζημιώθηκε. Εξάλλου, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως γεγονότα νοούνται εξωτερικά πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή στο παρόν, που έχουν συντελεστεί το αργότερο μέχρι τον χρόνο της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη, και όχι ενδιάθετα στοιχεία του δράστη ή πραγματικά περιστατικά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά αντλήθηκαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ή η έξαρση κάποιου ή κάποιων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του. Επίσης, ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικά και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεση και η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ειδικά, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής ή στη γνώση και αποδοχή ενδεχόμενης παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αυτονοήτως προκύπτει από την πραγμάτωση των σχετικών περιστατικών. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξης απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή της, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση από τον δράστη ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία και ως προς αυτά τα στοιχεία. Ειδικότερα, στην περίπτωση της απάτης, η ειδική αιτιολογία πρέπει να καλύπτει τόσο τον δόλο του δράστη ως προς τη γνώση της ψευδούς παράστασης γεγονότων σαν αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, όσο και τον σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του παραπλανώμενου ή τρίτου, με παράθεση στην απόφαση των περιστατικών που δικαιολογούν την προαναφερόμενη γνώση και τον σκοπό προσπορισμού του παράνομου περιουσιακού οφέλους. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι αναιρετέα. Η δε δικαστική κρίση αν η ζημία της απάτης είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ως κρίση ουσίας, δεν ελέγχεται αναιρετικά, αρκεί να προσδιορίζεται το ύψος της. Τέλος δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής κλπ., ενώ δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί συνιστούν απλώς νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της ακροατηριακής διαδικασίας και στοιχειοθετεί τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτόν. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 4520/2014 απόφασή του, που εκδόθηκε μετά από έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης 5912/2013 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που συμπληρώνουν την αιτιολογία της, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται γενικά ως προς το είδος τους σ’ αυτή, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα την 20-9-2007 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ενώ ακολούθως με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Συγκεκριμένα, ο εγκαλών επισκέφθηκε την Pro Bank την 20-1-09 με την οποία συνεργάζεται και τυχαία ανακάλυψε ότι έχει εγγραφεί στην Black List του συστήματος Τειρεσίας για δύο ανεξόφλητες συναλλαγματικές. Αμέσως προέβη σε έλεγχο των τραπεζών στις οποίες είχαν κατατεθεί οι συναλλαγματικές και διεπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο εκδότης αυτών. Ο τελευταίος είναι έμπορος ασχολούμενος με την εμπορία αυτοκινήτων και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "...." που έχει ως αντικείμενο την πώληση αυτοκινήτων, στην οποία συμμετέχει και ο αδελφός του. Η μοναδική συναλλαγή που είχε ο κατηγορούμενος με τον εγκαλούντα ήταν ότι ο τελευταίος αγόρασε από την εταιρία "....", το υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, το δε τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής εξόφλησε ο εγκαλών μέσω δανείου της τράπεζας Άλφα Μπάνκ. Ωστόσο, ακολούθως ο κατηγορούμενος εξέδωσε δύο συναλλαγματικές ποσού 7.800 ευρώ εκάστη, με τόπο έκδοσης το ... Αττικής, ημερομηνία εκδόσεως την 20-9-2007, με ημερομηνία λήξεως η πρώτη εξ αυτών στις 10-11-2008 και η δεύτερη στις 11-11-2008, εκδόσεως της εταιρίας "...", σε διαταγή η μία εξ αυτών της εταιρίας "....", η άλλη του Ε. Θ., ο οποίος είναι αδελφός του κατηγορουμένου, θέτοντας σε έκαστη εξ αυτών στο όνομα του αποδέκτη αυτό του εγκαλούντος Ν. Α., εν αγνοία και παρά τη θέληση του τελευταίου. Σκοπός του κατηγορουμένου δια της καταρτίσεως των ως άνω πλαστών συναλλαγματικών και δη δια της αναγραφής σε αυτές του ονόματος του εγκαλούντος ως αποδέκτη ήταν να παραπλανήσει τους τρίτους με τους οποίους θα συναλλασσόταν ότι οι ανωτέρω συναλλαγματικές ήταν πράγματι αποδοχής του εγκαλούντος και αφορούσαν μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, και ως εκ τούτου μπορούσαν να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, δηλαδή γεγονός με έννομη συνέπεια. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των προδιαλαμβανομένων συναλλαγματικών που ήσαν πλαστές καθώς κατέθεσε τη μία εξ αυτών στην τράπεζα ... και τη δεύτερη στην Εθνική Τράπεζα ..., προς προεξόφληση των αναγραφομένων σε αυτά ποσών. Το γεγονός ότι ουδεμία σχέση έχει ο εγκαλών με τις ανωτέρω συναλλαγματικές, τις οποίες πλαστογράφησε ο κατηγορούμενος, αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου υπεύθυνη δήλωση της 27-2-2009 του άρθρ. 8 του Ν. 159/1986 στην οποία μεταξύ άλλων αναγράφεται ότι "οι συναλλαγματικές που εκδόθηκαν ως εξής... γράφτηκαν εκ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ - ΛΑΘΟΥΣ και εν αγνοία του κ. Α. (εγκαλούντος) που ΔΕΝ τις έχει υπογράψει, καθώς δεν έχουν καμία σχέση με εκείνον και το αυτοκίνητό του", δηλαδή το αυτοκίνητο που αγόρασε ο εγκαλών από την εταιρία .... Άλλωστε και ο μάρτυρας υπερασπίσεως και αδελφός του κατηγορουμένου ρητώς κατέθεσε ως προς την πλαστότητα των συναλλαγματικών ότι "Από αυτά που είδα ο γραφικός χαρακτήρας ταιριάζει με του αδερφού μου, για την υπογραφή του δεν ξέρω. Μου είπε ότι έκανα τη βλακεία λόγω πίεσης", ο δε εγκαλών κατηγορηματικά κατέθεσε ότι την ανωτέρω πλαστογραφία με χρήση τέλεσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος προσεφέρθη για να τον αποζημιώσει να του μεταβιβάσει την κυριότητα ενός αυτοκινήτου, πράξη που δεν υλοποίησε. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, αφού εξέδωσε δύο συναλλαγματικές ποσού 7.800 ευρώ εκάστη, με τόπο έκδοσης το ... Αττικής, ημερομηνία εκδόσεως την 20-9-2007, με ημερομηνία λήξεως η πρώτη εξ αυτών στις 10-11-2008 και η δεύτερη στις 11-11-2008, εκδόσεως της εταιρίας "....", σε διαταγή η μία εξ αυτών της εταιρίας "...." και η άλλη του Ε. Θ., θέτοντας σε έκαστη εξ αυτών στο όνομα του αποδέκτη αυτό του εγκαλούντος Ν. Α., εν αγνοία και παρά τη θέληση του τελευταίου, κατέθεσε τη μία εξ αυτών στην τράπεζα ... και τη δεύτερη στην Εθνική Τράπεζα ..., προς προεξόφληση των αναγραφομένων σε αυτά ποσών, παριστάνοντας ψευδώς στους υπαλλήλους των ως άνω τραπεζών ότι οι ανωτέρω συναλλαγματικές είχαν πράγματι γίνει αποδεκτές από τον εγκαλούντα και αφορούσαν εμπορικές συναλλαγές του τελευταίου με την εταιρία του κατηγορουμένου, ενώ ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι ανωτέρω συναλλαγματικές ήταν προϊόν πλαστογραφίας που είχε διαπράξει ο ίδιος. Σκοπός δε του κατηγορουμένου με την κατάρτιση των ως άνω συναλλαγματικών και της καταθέσεώς τους στις προαναφερόμενες τράπεζες προς προεξόφληση ήταν να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των συναλλαγματικών (15.600 ευρώ) με αντίστοιχη ισόποση ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος, συνιστάμενη αφενός μεν στο ποσό των ως άνω συναλλαγματικών, αφετέρου δε σε όλες τις δυσμενείς συνέπειες σε βάρος του από την έκδοση διαταγής πληρωμής και την εγγραφή του στον Τειρεσία. Ειδικότερα ως προς τις λοιπές συνέπειες σε βάρος του εγκαλούντος ενημερώθηκε ως προς τις προαναφερθείσες συνέπειες η "...." με αποτέλεσμα 1) να κληθεί ο εγκαλών να τακτοποιήσει άμεσα αλληλόχρεο λογαριασμό τον οποίο και διατηρούσε στην ... ύψους 100.000 ευρώ επειδή είχε εγγραφεί το όνομά του στον Τειρεσία ως αφερέγγυο 2) να μην δέχονται οι τράπεζες δικές του επιταγές 3) συνεπεία αυτών να κλείσει ο ανωτέρω την επιχείρησή του. Περαιτέρω ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι "το περιουσιακό όφελος που επεδίωξε να προσπορίσει στον εαυτό του δεν προερχόταν άμεσα από την περιουσία του μηνυτή αλλά από την περιουσία της τράπεζας, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της οποίας, πεισθέντες από την εν γνώσει ψευδή μου παράσταση σ’ αυτούς ότι οι μεταβιβασθείσες επίμαχες συναλλαγματικές λόγω ενεχύρου είναι γνήσιες και έγκυρες, προέβησαν σε πράξη περιουσιακής διαθέσεως σε βάρος της περιουσίας της τράπεζας, η οποία συνίσταται στην κάλυψη του πιστωτικού ορίου της δανειοδοτούμενης εταιρίας του κατά το ποσό των 15.600 ευρώ", δηλαδή ότι η πράξη αυτή δε συνιστά το έγκλημα της απάτης σε βάρος του μηνυτή αλλά εκείνο της απατηλής πρόκλησης βλάβης (άρθρο 389 Π.Κ.) αφού ελλείπει ο υπερχειλής δόλος παράνομου περιουσιακού οφέλους προερχόμενου από την περιουσία του βλαπτόμενου αποδείχτηκε ότι 1) ως προς την κατατεθείσα στην τράπεζα ΕΤΕ συναλλαγματική η τράπεζα αυτή είχε συνάψει σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού με την εταιρία "...." όμως η συναλλαγματική αυτή δεν κατετέθη - μετεβιβάσθη λόγω ενεχύρου αφού, όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος ρητώς αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του 23ου πταισματοδίκου Αθηνών, ως προς την ανωτέρω πράξη "η τράπεζα του ανακοίνωσε ότι είχαν εντολή από τα κεντρικά της Εθνικής Τράπεζας να μην παραλαμβάνουν πλέον συν/κές ως εγγύηση των υφιστάμενων λογαριασμών", δηλαδή από το Νοέμβριο του έτους 2007, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε από την συναλλαγματική αυτή ότι μετεβιβάσθη λόγω ενεχύρου. Κατ’ ακολουθίαν αποδείχθηκε ότι αμέσως ζημιωθείς είναι ο εγκαλών και όχι η ΕΤΕ. Επίσης εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι η κατατεθείσα στην Αλφα Μπανκ συναλλαγματική κατετέθη λόγω ενεχύρου. Κατ’ ακολουθίαν το περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου προερχόταν άμεσα από την περιουσία του μηνυτή και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός, αφού αποδείχθηκε ο υπερχειλής δόλος του κατηγορουμένου. Εξάλλου βάσει των προεκτεθέντων στοιχειοθετείται η απάτη του άρθρου 386 παρ.1 εδ. 2 απορριπτόμενου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού περί του ότι πρόκειται για παράβαση του άρθρου 386 παρ.1 εδ. 1 δηλαδή όχι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Εξάλλου επίσης βάσει των προεκτεθέντων στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης αφού, εκτός των άλλων, αποδείχθηκε και ο σκοπός του κατηγορουμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, απορριπτέου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού ...". Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση του πλαστού κατ’ εξακολούθηση και της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία σε βάρος του εγκαλούντος και επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή της εκτέλεσής της. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, ως προς το αναιρεσιβαλλόμενο κεφάλαιο της απάτης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία σε βάρος του εγκαλούντος, για την οποία κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1 β-α ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διατυπώνονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά οι εξής, αναιρετικά ανέλεγκτες και κρίσιμες, ουσιαστικές παραδοχές : 1) Ότι ο κατηγορούμενος, αφού συμπλήρωσε τις παραπάνω δύο συναλλαγματικές αξίας 7.800 ευρώ η καθεμία με φερόμενο εκδότη στη μία από αυτές τον αδελφό του, Ν. Α., και στην άλλη την εταιρία τους "‘ ...", σημείωσε δε και στις δύο συναλλαγματικές ως αποδέκτη τον εγκαλούντα χωρίς τη γνώση και θέληση του τελευταίου, στη συνέχεια τις κατέθεσε για προεξόφληση της αξίας τους στις προαναφερόμενες τράπεζες, παριστάνοντας ψευδώς στους αρμόδιους τραπεζικούς υπαλλήλους ότι δήθεν αυτές έγιναν αποδεκτές από τον εγκαλούντα και ότι αφορούσαν συναλλαγές μεταξύ αυτού και της εταιρίας του κατηγορουμένου. 2) Ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι συναλλαγματικές είχαν πλαστογραφηθεί από τον ίδιο ως προς τον φερόμενο ως αποδέκτη τους. 3) Ότι με την απατηλή συμπεριφορά αυτή ο κατηγορούμενος παρέπεισε τα αρμόδια τραπεζικά όργανα να θεωρήσουν σαν γνήσιες τις συναλλαγματικές και να τις δεχτούν για προεξόφληση, προκαλώντας έτσι στον εγκαλούντα άμεση ζημία, που συνίσταται τόσο στο ποσό των 15.600 ευρώ, όση η συνολική αξία αυτών, των οποίων φέρεται αποδέκτης (και οφειλέτης έναντι του αρχικού λήπτη και της τελικής κομίστριας τράπεζας) όσο και στις προαναφερόμενες δυσμενείς συνέπειες από την έκδοση σχετικής διαταγής πληρωμής και την εγγραφή του εγκαλούντος στην "...", που κατέληξε στην επιχειρηματική καταστροφή του. 4) Ότι σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να αποκομίσει, με την απατηλή συμπεριφορά του, ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με τη συνολική αξία των συναλλαγματικών σε βάρος της περιουσίας και με αντίστοιχη άμεση ζημία του εγκαλούντος. Και 5) Ότι η ζημία που επήλθε στον εγκαλούντα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επομένως διαλαμβάνονται στην απόφαση, ειδικά και εμπεριστατωμένα, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, για την οποία κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Συνακολούθως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη σε βάρος του εγκαλούντος, αλλά μόνο απατηλή πρόκληση άμεσης βλάβης σε βάρος των τραπεζών, επειδή, κατά τον αναιρεσείοντα, αυτός είχε ως σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, που δεν αντιστοιχίζεται με άμεση ζημία του εγκαλούντος, αλλά προέρχεται μόνο από την περιουσία των τραπεζών, που δέχτηκαν τις συναλλαγματικές (όχι για προεξόφληση, αλλά) ως ενέχυρο για κάλυψη ανάλογου πιστωτικού ορίου της δανειοδοτούμενης εταιρίας του, ισχυρισμός που αξιολογήθηκε και απορρίφθηκε ρητά ως αβάσιμος από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης αβάσιμος είναι και ο συναφής πέμπτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν απάντησε σε σχετικούς ισχυρισμούς, που ο αναιρεσείων είχε προβάλει κατά την εφετειακή δίκη και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά : α) ότι έχει τελεστεί μόνο η πράξη της απατηλής πρόκλησης βλάβης σε βάρος των τραπεζών, για την οποία δεν υπάρχει σχετική έγκληση και πρέπει να παύσει οριστικά η σχετική ποινική δίωξη (αυτοτελής ισχυρισμός) και β) ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απάτης ή, επικουρικά, της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (αρνητικοί ισχυρισμοί), αφού το δικαστήριο της ουσίας, με τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές, αντιμετώπισε ευθέως και ρητά τα σχετικά ζητήματα και έκρινε αιτιολογημένα ότι τελέστηκε το έγκλημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Εξάλλου, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, με τον οποίο προσβάλλεται η εφετειακή απόφαση, επειδή έκρινε ως ιδιαίτερα μεγάλη τη ζημία του εγκαλούντος, αφού την καθόρισε (εσφαλμένα, κατά τον αναιρεσείοντα) στο ποσό των 15.600 ευρώ, ενώ από τις αποδείξεις, κατ’ αυτόν, προέκυπτε ότι ήταν 7.800 ευρώ, είναι απαράδεκτος, αφού αφορά ζήτημα ουσίας που δεν ελέγχεται αναιρετικά, όπως σημειώνεται στην οικεία νομική σκέψη. Ακόμη, με τους λόγους αναίρεσης δεύτερο και τρίτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο αναιτιολόγητα δέχτηκε σκοπό και δυνατότητα του αναιρεσείοντος να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 15.600 ευρώ με αντίστοιχη άμεση ζημία του εγκαλούντος, καθώς και κατάθεση των δύο συναλλαγματικών στις τράπεζες για προεξόφληση (και όχι ως ενέχυρο), χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτουν οι σχετικές παραδοχές και αγνοώντας τη σχετική ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε. Θ., αλλά και του εγκαλούντος κατά τη συζήτηση στο ακροατήριό του. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στις παραδοχές αυτές μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρει ως προς το είδος τους και αφού έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των εν λόγω ενόρκων καταθέσεων, για τις οποίες γίνεται ρητή μνεία στην απόφαση και οι οποίες σταθμίστηκαν με τρόπο διαφορετικό από τις εκτιμήσεις του αναιρεσείοντος. Επομένως και αυτοί οι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Με τους έκτο και έβδομο λόγους αναίρεσης ο αναιρέσεων επικαλείται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παραβίαση των οικείων ποινικών διατάξεων ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ , δ’ και ε’ ΠΚ, που στοιχειοθετούν λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ. Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, ελαφρυντικές περιστάσεις, που επισύρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, θεωρούνται ιδίως : α) το ότι ο υπαίτιος έζησε μέχρι τον χρόνο που τελέστηκε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β)..., γ)..., δ) το ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του. Ως πρότερος έντιμος βίος νοείται η σύννομη και θετική για την κοινωνία στάση και συμπεριφορά του υπαιτίου ως προς όλες τις εκφάνσεις του βίου του (ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική) μέχρι την τέλεση της πράξης, σε βαθμό που να μην αναμένεται ως πιθανή η εκτροπή αυτού σε ποινική παραβατικότητα. Μόνη η έλλειψη ποινικής εμπλοκής δε αρκεί για την αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού, αλλά και η ύπαρξη καταδίκης για πράξη μικρής ηθικής και ποινικής απαξίας δεν αποκλείει τη χορήγησή του. Ως ειλικρινής μετάνοια νοείται η αληθινή και θετική ψυχοβουλητική μεταστροφή του υπαιτίου προς την έννομη τάξη και την πλευρά του παθόντος, η οποία προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστο, την ειλικρινή ομολογία τέλεσης της πράξης και η οποία πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Επιπλέον, για την αναγνώριση της σχετικής ελαφρυντικής περίστασης, απαιτείται ο υπαίτιος να έχει επιδιώξει με συγκεκριμένο τρόπο να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Δεν συνιστά ειλικρινή μετάνοια η απλή δήλωση συγγνώμης από τον δράστη ή η καλή διαγωγή αυτού ή η δήλωση ομολογίας της πράξης κατά τη διεξαγωγή της δίκης ή η παράδοσή του στις αρμόδιες αρχές μετά την πράξη. Εξάλλου, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ, απαιτείται θετική ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ο συνήγορος του κατηγορουμένου υπέβαλε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ , δ’ και ε’ ΠΚ, οι οποίοι αναπτύχτηκαν προφορικά και καταχωρίστηκαν στα οικεία πρακτικά με το εξής περιεχόμενο : "Α. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΟΥΣ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑΣ ΜΟΥ (αρ. 84 παρ. 2 εδ. δ’ ΠΚ). Ως ευθέως συνάγεται από την σχηματισθείσα δικογραφία, ευθύς ως προέκυψε το επίμαχο συμβάν και επιθυμώντας να μην υποστεί την παραμικρή ζημία ο εγκαλών Νικόλαος Αργυρός, αμέσως έσπευσα στις 27/2/2009 και δη πολύ ενωρίτερα (κατά χρόνο ενός μηνός) και προ της υποβολής της σε βάρος μου εγκλήσεως) να χορηγήσω στον εγκαλούντα υπεύθυνη δήλωσή μου, με την οποία βεβαιώνω ότι ουδεμία ευθύνη ή ενοχή ή χρέος έχει έναντι της τραπέζης ή έναντι εμού ή της εταιρίας μου. Έτσι και με την συμπεριφορά μου και έχοντας ειλικρινά μεταμεληθεί, ανέλαβα εκουσίως την ευθύνη της πράξεώς μου, χωρίς να εξαρτήσω την πράξη μου αυτή από οιαδήποτε παροχή, αντιπαροχή ή όρο, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη που μου αναλογεί. Β. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΠΙΔΕΙΧΘΕΙΣΑΣ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ (αρ. 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ). Σε συνέχεια μάλιστα της ανωτέρω σχετικής υπευθύνου δηλώσεως περί της ανυπαρξίας οιουδήποτε χρέους ή ενοχής ή ευθύνης του εγκαλούντος προς οιονδήποτε και σε μία σαφή και ειλικρινή μου πρόθεση και βούληση όπως άρω και εξαλείψω τις συνέπειες των πράξεών μου, άμα τε και επιδείξω την ειλικρινή μου μεταμέλεια και την καλή μου συμπεριφορά μετά την πράξη, επεδίωξα και κατάφερα να αποπληρώσω την οφειλή που προέκυψε από την μία εκ των δύο επιδίκων συν/κων. Πράγματι και παρά το γεγονός ότι η οικονομική μου κατάσταση δεν είναι ανθηρή, αποπλήρωσα στον Ε. Θ. του Χ., όστις ήταν δικαιούχος εξ αναγωγής από ανάστροφη κυκλοφορία, το ποσό των € 7.800,00 πλέον τόκων και λοιπών εν γένει δικαστικών και άλλων εξόδων και έγινα κομιστής της συν/κής αυτής, αντίγραφο της οποίας προσκομίζω. Παράλληλα ουδόλως επεχείρησα ή επέδειξα άλλη παραβατική συμπεριφορά, διάγω δε από το σημείο εκείνο και μέχρι σήμερα καθόλα άμεμπτο βίο. Γ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ ΜΟΥ (αρ. 84 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ). Έως το εξεταζόμενο περιστατικό, διήγα βίον έντιμο κατά πάντα. Ουδέποτε μου επεβλήθη και δη οιαδήποτε ποινή για οιοδήποτε έγκλημα, έχω δε λευκό ποινικό μητρώο, αφού δεν έχω καταδικασθεί ως σήμερα και για οιοδήποτε αδίκημα.". Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το άνω Τριμελές Εφετείο απέρριψε τους παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς με την εξής αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση δεν εκτίθεται ούτε αποδείχθηκε θετική και γενικότερη κοινωνική δραστηριότητα του κατηγορουμένου. Τέλος ως προς την ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ δηλαδή ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια ο κατηγορούμενος και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, είναι μεν αληθές ότι χορήγησε στον εγκαλούντα, αφού τον αναζήτησε προηγουμένως ο ανωτέρω, την προαναφερθείσα υπεύθυνη δήλωση, με την οποία, όμως, δεν αποδέχεται την εκ προθέσεως τέλεση των άνω πράξεων, αλλά αναφέρει μόνο παραδρομή - λάθος, δεν ήρε ούτε μείωσε τη σοβαρή προξενηθείσα ζημία στον εγκαλούντα, η δε παραδοχή του ότι δεν οφείλει ο εγκαλών σε αυτόν οποιοδήποτε ποσόν από την αγορά αυτοκινήτου προέκυπτε εξ εγγράφων τραπέζης. Πρέπει λοιπόν το αίτημα να αναγνωρισθούν στον κατηγορούμενο οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις να απορριφθεί". Στο προαναφερόμενο απορριπτικό σκεπτικό εμπεριέχονται οι ουσιώδεις παραδοχές α) ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν διέλαβε στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περιστατικά θετικής συμπεριφοράς (πριν και μετά την πράξη), ούτε αποδείχτηκε τέτοια συμπεριφορά αυτού και β) ότι ο κατηγορούμενος με την υπεύθυνη δήλωση που επικαλέστηκε δεν αποδέχτηκε (δεν ομολόγησε) την τέλεση των πράξεων (πλαστογραφίας και απάτης) και δεν ήρε ούτε μείωσε τη σοβαρή ζημία που προκάλεσε στον εγκαλούντα με τις πράξεις του αυτές. Η παραδοχή με στοιχείο α’ αποκλείει την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, για τη χορήγηση των οποίων απαιτείται απόδειξη και του στοιχείου της θετικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου με την έννοια που προαναφέρθηκε στην οικεία νομική σκέψη. Η δε παραδοχή με στοιχείο β’ αποκλείει την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιας, για τη χορήγηση της οποίας απαιτείται, κατ’ ελάχιστο, ομολογία της πράξης ως στοιχείο εκδηλωτικό και θεμελιωτικό ειλικρινούς ψυχοβουλητικής μεταστροφής του κατηγορουμένου, καθώς και απόδειξη ότι αυτός επιδίωξε με συγκεκριμένο τρόπο να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεις του. Επομένως, το Εφετείο, με τις προαναφερόμενες παραδοχές, απάντησε αιτιολογημένα στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για χορήγηση των σχετικών ελαφρυντικών και ορθά τους απέρριψε ως αβάσιμους, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του επαρκή αιτιολογία ως προς την απορριπτική κρίση του και ως προς τη μη εφαρμογή των οικείων διατάξεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’ , δ’ και ε’ ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Συνακολούθως, οι λόγοι αναίρεσης έκτος και έβδομος, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-10-2014 αίτηση του Σ. Θ. του Χ. - Σ. για αναίρεση της απόφασης 4520/2014 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης καταδικαστικής για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Έννοια και όροι αντικειμενικής και υποκειμενικής θεμελίωσης αυτής. Αυτός που παραπλανήθηκε από τον δράστη και εκείνος που έχει προβεί σε πράξη ή ανοχή διάθεσης περιουσίας πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο. Απαιτείται σκοπός του η δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας εκείνου που βλάπτεται άμεσα από την πράξη. Διαφορετικά, αν υπάρχει μόνο σκοπός βλάβης της περιουσίας άλλου ή σκοπός προσπόρισης παράνομου οφέλους στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον από τρίτο πρόσωπο, του οποίου η περιουσία δεν βλάπτεται άμεσα από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, τελείται η πράξη της απατηλής πρόκλησης βλάβης. Η βλάβη πρέπει να είναι άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς, αλλά δεν απαιτείται να έχει ως μόνη και αποκλειστική αιτία την απατηλή συμπεριφορά τοι/ δράστη και τη συνακόλουθη πράξη περιουσιακής διάθεσης εκείνου που παραπλανήθηκε. Μπορεί να συντρέχουν και άλλες αιτίες στην πρόκληση, της βλάβης, αρκεί να μην προκύπτει ότι αυτός που παραπλανήθηκε θα , προχωρούσε στην ίδια ζημιογόνο πράξη ή θα τηρούσε την ίδια ανοχή περιουσιακής διάθεσης, χωρίς τη συγκεκριμένη παραπλανητική συμπεριφορά, οπότε δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παραπλανητικής συμπεριφοράς και ζημίας με βάση την αρχή της c.s.q.n. Έννοια και όροι χορήγησης ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 α', δ' και ε΄ ΠΚ.
Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας
Απάτη, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
0
Αριθμός 66/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Ε. Χ. του Ι., 2 Ε. Χ. του Α. και 3 Α. Κ. του Ι., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σεβιντικίδη, για αναίρεση της υπ'αριθμ 2606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Μαΐου 2015 τρείς χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 591/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου, που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ, να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό περί τούτου λόγο εφέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο και δεν αποφανθεί, όπως έχει υποχρέωση, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επί του εκκληθέντος αυτού κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση τούτο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, για τον ίδιο λόγο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και το εφετείο στον σχετικό ειδικό λόγο της εφέσεως, διότι αυτός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν με το με αρ. .../2008 κλητήριο θέσπισμα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής για να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων αυθαίρετης κατάληψης και παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και αυθαίρετης οικοδομικής κατασκευής. Η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση κατά την δικάσιμο της 26-6-2012. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο οι τρεις κατηγορούμενοι, νυν αναιρεσείοντες, δια των συνηγόρων τους, υπέβαλαν, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία ανέπτυξαν και προφορικά, για λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη διότι ενώ σε αυτό εκτίθεται η αντικειμενική υπόσταση των πράξεων που τους αποδίδονται, δε γίνεται καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των πράξεων και δεν αναφέρεται αν οι πράξεις τελέστηκαν από δόλο ή από αμέλεια. (321 παρ. 1 δ ΚΠΔ). Ειδικότερα οι συνήγοροί τους επικαλέσθηκαν προς θεμελίωση της παραπάνω ενστάσεως τους, τα ακόλουθα, που δόθηκαν και εγγράφως και καταχωρήθηκαν αυτούσια στα πρακτικά, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου: "Στη συγκεκριμένη περίπτωση το υπ' αριθμόν .../82 κλητήριο θέσπισμα αναπτύσσει μεν και εκθέτει την αντικειμενική απόσταση των πράξεων που αποδίδονται στους κατηγορουμένους δεν κάνει όμως καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των "πράξεων". Δα αναφέρει ούτε καν επιγραμματικά εάν οι αποδιδόμενες πράξεις τελέστηκαν "από δόλο" ή "από αμέλεια". Με τον τρόπο όμως αυτό δεν αποδίδει στους κατηγορούμενους σαφή και ακριβώς καθορισθείσα πράξη αφού δεν αποδίδει συγκεκριμένη υποκειμενική υπόσταση που να επικαλύπτει τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως. Η σπουδαιότητα της προφανούς αυτής ελλείψεως έγκειται στο ότι οι μεν πρώτες δύο πράξεις δεν τιμωρούνται όταν τελούνται από αμέλεια και συνεπώς ο μη καθορισμός της πράξεως ως εκ προθέσεως τελεσθείσας οδηγεί ουσιαστικά σε μη απόδοση κατηγορίας, η δε τρίτη πράξη τιμωρείται και από αμέλεια τελούμενη, πλην όμως με διαφορετικές ποινές και ως εκ τούτου ο μη καθορισμός της υποκειμενικής υπόστασης της πράξεως οδηγεί σε σύγχυση για την επαπειλούμενη ποινή. Είναι σαφές ήδη από τα ανωτέρω ότι το επιδοθέν στους κατηγορουμένους υπ' αριθμόν .../82 κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο κατ' άρθρο 321 Παρ. 1 και 4 του ΚΠΔ και πρέπει το Δικαστήριο Σας να απαγγείλει την ακυρότητα αυτή. Η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από την παράθεση στο κλητήριο θέσπισμα των άρθρων 26§1 και 27§1 του Π.Κ. καθόσον το άρθρο 321 ΚΠΔ ζητά αρθροιστικά και όχι διαζευκτικά τόσο τον λεκτικό ακριβή καθορισμό της πράξεως όσο και την αναγραφή του σχετικού άρθρου και ρητά δεν επιτρέπει την αντικατάσταση του λεκτικού από το όρθρο. Β. Ο ανωτέρω μη ακριβής καθορισμός των αποδιδόμενων πράξεων με τη μορφή της παντελούς έλλειψης αναφοράς στην υποκειμενική υπόσταση των πράξεων και η συνακόλουθη παντελής ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, γίνονται έτι εναργέστεροι ενόψη της τρίτης εκ των τριών αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους πράξης. Η πράξη αυτή τιμωρείται τόσο όταν τελείται με δόλο, όσο και όταν τελείται από αμέλεια. Εντούτοις, πέραν του ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στο λεκτικό του κλητηρίου θεσπίσματος για την υποκειμενική υπαιτιότητα, και στο άρθρο του ποινικού νόμου που παρατίθεται η ασάφεια παραμένει. Και τούτο διότι παρατίθεται το όρθρο 17 παρ. 8 του νόμου 1337/1983, πλην όμως η παράγραφος 8 του άρθρου αυτού περιέχει κυρώσεις και για τις δύο περιπτώσεις και συγκεκριμένα στο εδάφιο 1 περιέχει κυρώσεις για την εκ δόλου τέλεση και στο εδάφιο 3 περιέχει κυρώσεις για την εξ αμελείας τέλεση, το δε κλητήριο θέσπισμα και πάλι δεν διακρίνει σε ποιο εδάφιο αναφέρεται. Είναι επομένως σαφές και πρέπει να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο Σας ότι το υπ' αριθμόν .../82 κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στους κατηγορούμενους δεν περιέχει σαφή και ακριβή καθορισμό των πράξεων που τους αποδίδονται, καθώς δεν περιέχει καμία απολύτως αναφορά στην υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων και πρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθεί. Ενόψει όλων των ανωτέρω οι κατηγορούμενοι ζητούν να ακυρωθεί το υπ' αριθμόν .../82 κλητήριο θέσπισμα που τους επιδόθηκε γενομένης δεκτής από το Δικαστήριο Σας της παρούσας ενστάσεως. Η παρούσα ένσταση, όπως προβάλλεται, αναπτύχθηκε προφορικά ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής κατά τη δικάσιμο της 26-06-2012 και προβάλλεται και εγγράφως προκειμένου να καταχωρηθεί στα πρακτικά". Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αρ. 775/2012 απόφασή του απέρριψε την ένσταση ως αβάσιμη και στη συνέχεια κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις με αριθ. εκθέσεως 108,109,110/26-06-2012 αντίστοιχες αυτοτελείς εφέσεις τους, στις οποίες περιέλαβαν και ειδικό λόγο εφέσεως με τον οποίο, επανέλαβαν το λόγο ακυρότητας του κλητηρίου Θεσπίσματος και παραπονέθηκαν διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά λέξη, "παρά τον νόμο, απέρριψε την νομίμως προταθείσα ένστασή τους ακυρότητας του κλητηρίου Θεσπίσματος, συνιστάμενη στο μη ακριβή καθορισμό των πράξεων ως προς την υποκειμενική υπόσταση κατ' άρθρο 321 παρ. 1δ , 4 του ΚΠΔ". Το Τριμελές εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αρ. 2606/2014 απόφασή του, κήρυξε και πάλι ενόχους τους κατηγορούμενους, για τη μία από τρεις πράξεις, την παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης, χωρίς να εξετάσει τον ανωτέρω ειδικό λόγο της εφέσεως και τον απέρριψε σιγή. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως δεν επαναφέρθηκε στο ακροατήριο του άνω Εφετείου και δεν αναπτύχθηκε προφορικά από τον κοινό πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων κατηγορουμένων, στο προσήκον διαδικαστικό σημείο, και ο συνήγορός τους δε συμπλήρωσε, ούτε διευκρίνισε το περιεχόμενο του προπαρατεθέντος σχετικού λόγου της εφέσεως, που, είχεν αναπτυχθεί και απορριφθεί και στον πρώτο βαθμό. Σύμφωνα όμως με αυτά που εκτέθηκαν παραπάνω, ο με το ως άνω περιεχόμενο αυτοτελής ισχυρισμός (ένσταση) των αναιρεσειόντων για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που περιλήφθηκε ως παραπάνω ως ειδικός λόγος εφέσεως, παρά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, δε μεταβιβάστηκε, διότι τύγχανε απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον αόριστα αναφερόταν σε μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη αποκλειστικά σε μη παράθεση στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των τριών αδικημάτων που παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αποτελούν στην ουσία άρνηση της βασιμότητας των κατηγοριών, επί του οποίου ισχυρισμού, θα απαντούσε το δικαστήριο με την απόφασή του επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, όπως και έκανε, δεχόμενο συνδρομή της αντικειμενικής, όσο και της υποκειμενικής υποστάσεως για τη μία πράξη της παράνομης χωρίς άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου Χαλκιδικής με πρόθεση εκχέρσωσης δασικής έκτασης. Ήτοι η προβαλλόμενη ουσιαστική ανακρίβεια της περιγραφής των πράξεων, ως προς τα υποκειμενικά τους στοιχεία που θα κρινόταν από το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας, δεν ασκεί έννομη επιρροή στο κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκ του λόγου αυτού, δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει τον ως άνω λόγο εφέσεως και να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ούτε να διαλάβει ειδική αιτιολογία επ' αυτού του λόγου που τύγχανε απαράδεκτος, προϋπόθεση δε της υποχρεώσεως του δικαστηρίου για έρευνα του λόγου εφέσεως, αποτελεί να είναι αυτός παραδεκτός. Συνεπώς, το Εφετείο, μη ερευνώντας τον απαράδεκτο ως άνω ειδικό λόγο εφέσεως, δεν υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όπως υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως των κρινόμενων τριών αιτήσεων, ο οποίος λόγος και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Β. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 2 του Ν. 2145/1993, όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ` οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο της αποδιδόμενης στους αναιρεσείοντες κατηγορίας (Μάιος 2007), όριζε ότι: "Όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ'οιοδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής έκτασης, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος παράνομης εκχέρσωσης, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεώς του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ως άνω Ν. 998/1979, όπως οι παρ.1,2,3,4 και 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 άρθρ.1 του Ν. 3208/2003, (ΦΕΚ Α 303/24.12.2003) και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες, μεταξύ των οποίων και η παράνομη εκχέρσωση της δασικής εκτάσεως. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικά το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών επί της επιφανείας του εδάφους. Το δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς του είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή ότι αποτελεί ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον ή ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στο άρθρο 3 του Ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3208/2003 και προ της καταργήσεως της παρ.3 με το άρθρο 9 του ν. 3818/2010, ορίζονται τα έξης: 1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται τα οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί, με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. 3. Η κατά τις §§ 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν. I. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη). II. To εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται ενόλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ' ελάχιστον 0.3 εκτάρια. Η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση. III. Οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή καλύπτουν τουλάχιστον το 25% (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους. Τα δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τις επόμενες διακρίσεις: [α] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα τα δασικά είδη έχουν ευδιάκριτη κατακόρυφη δομή (ορόφους) και οι κόμες τους καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 30% του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,30), η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δάσος, με την προϋπόθεση ότι η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστά (0,15) και σε περίπτωση έλλειψης υπό ροφού η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατοστά (0,25). [β] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα η ξυλώδης βλάστηση αποτελείται από δασοπονικά είδη αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων που εμφανίζονταν σε θαμνώδη μορφή, η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δασική έκταση, εφόσον οι κόμες των ειδών αυτών καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 25% του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25). [γ] Στην έννοια των δασικών οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις που απώλεσαν για οποιονδήποτε λόγο τη δασική βλάστηση και δεν αποδόθηκαν με πράξεις της διοίκησης, μέχρι την έναρξη ισχύος παρόντος νόμου, σε άλλες χρήσεις. Οι εν λόγω εκτάσεις διέπονται από τις διατάξεις της παρ. 3 του Συντάγματος κηρύσσονται αναδασωτέες και διατηρούν το χαρακτήρα που είχαν πριν από την καταστροφή τους. 4. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων. Στις εν λόγω εκτάσεις, πέραν επιτρεπτών επεμβάσεων που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 1734/1987 και τα άρθρα 45 έως 61 του παρόντος νόμου, ουδεμία άλλη επέμβαση επιτρέπεται. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 2606/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι τρεις αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι μόνο παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και αφού τους αναγνωρίστηκε ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84 παρ.2 α' του ΠΚ, τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι, το Μάιο του έτους 2007, στη θέση "..." του δημοσίου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. ... αυτογνωμόνως επιλήφθηκαν δημοσίου κτήματος ευρισκομένου αναμφισβήτητα στην κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, και συγκεκριμένα, ενεργώντας με πρόθεση, κατέλαβαν αυθαίρετα δημόσια δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ. όμορη σε υπάρχουσα ιδιοκτησία τους και η οποία απέχει 70 μ. περίπου από τη θάλασσα, η οποία ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και βρίσκεται αναμφισβήτητα υπό τη διαχείριση του Δασαρχείου Πολυγύρου, προβαίνοντας στην εκχέρσωση, χωρίς την άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου, της φυόμενης εντός αυτής βλάστησης η οποία αποτελούνταν από αείφυλλα - πλατύφυλλα προξενώντας ζημία, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1.100,00 ευρώ, προχώρησαν δε στη φύτευση οπωροφόρων και καλλωπιστικών φυτών και τέλος προέβησαν στην κατασκευή ψησταριάς με σκεπή από κεραμίδια, χωρίς να έχουν την προς τούτο απαιτούμενη οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, καθώς και στην τοποθέτηση ξύλινης περίφραξης και φωτιστικών. Ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δημόσια - δασική και ότι προέρχεται από το αγρόκτημα του ..., που διενεμήθη το 1952 με πράξη οριστικής διανομής, όπου εμφανίζεται εν μέρει ως αγρός και εν μέρει ως χέρσο, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, καθόσον σύμφωνα και με τη κατάθεση της δεύτερης μάρτυρος η επίδικη περιοχή δεν ανήκει σε έκταση διανομής, ενώ η διανομή έγινε στο αγρόκτημα της ... και όχι του .... Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 882/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης που αναγνώσθηκε, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των κατηγορουμένων περί ακυρώσεως, α) της 3369/21-6-2007 αποφάσεως αναδασώσεως του Διευθυντή Δασών του Ν. Χαλκιδικής, β) της 14/2011 αποφάσεως της 2Α Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Χαλκιδικής, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα άρσεως της αναδασώσεως που διατάχθηκε με την εν λόγω απόφαση, γ) της σιωπηρής παραλείψεως της Διευθύνσεως Προστασίας Δασών Νομού Χαλκιδικής, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για την ανάκληση της πιο πάνω πράξεως αναδασώσεως, και δ) της 2365 13-6-2007 πράξεως του Δασάρχη Πολυγύρου του Νομού Χαλκιδικής, κατά το μέρος της με το οποίο δεν χαρακτηρίστηκε ως μη δασική και η έκταση η οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα με την πρώτη πιο πάνω πράξη. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της ως άνω πράξης της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης που τους αποδίδεται". Στη συνέχεια, το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους ειδικότερα του ότι: "στη θέση "... "του δημοσίου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. .... κατά το μήνα Μάιο 2007: Χωρίς την άδεια της αρμόδιας δασικής αρχής, δηλαδή του Δασαρχείου Πολυγύρου, εκχέρσωσαν την ως άνω δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ., εκριζώνοντας δια της χρήσεως χωματουργικού μηχανήματος την εντός αυτής φυόμενης βλάστηση από αείφυλλα - πλατύφυλλα και προξενώντας ζημία, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1100,00 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 2606/2014 αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω πλημμελήματος της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, για την οποία αξιόποινη πράξη καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 80, 84, 94 του ΠΚ και 71 παρ. 3-1 του ν. 998/1979, όπως το τελ. άρθρο αντικατ. με το άρθρο 46 παρ. 1,2 του ν. 2145/1993 και με το ν. 3208/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ως άνω πλημμελήματος και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, α) αναφέρεται στο αιτιολογικό, επαρκώς αιτιολογημένα, (και στο διατακτικό) ότι πρόκειται για δασική έκταση, και δεν δέχθηκε και ρητά απέρριψε τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό των κατηγορουμένων, ότι η έκταση αυτή δεν είναι δημόσια δασική και προέρχεται από το Αγρόκτημα του ... που διανεμήθηκε το 1952 με πράξη οριστικής διανομής και ότι η εκχέρσωση δεν έγινε το 1961 και το 1971, αλλά το 2007, και παραπέρα δέχθηκε το Εφετείο ότι η εκχερσωθείσα με χωματουργικό μηχάνημα έκταση εμβαδού 608 τ.μ. ήταν δασική έκταση, δεν ανήκε στην έκταση της γενόμενης από το Δημόσιο διανομής και ότι είχε δασική βλάστηση από αείφυλλα - πλατύφυλλα και επήλθε ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο ύψους 1.100 ευρώ. β) δεν απαιτείται να αναφέρονται στην απόφαση οι προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν την έννοια της δασικής εκτάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/79, διότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ευκρινώς και σαφώς δέχθηκε ότι η προδιαληφθείσα έκταση αποτελεί δασική έκταση και δεν ήταν αναγκαία η ειδική μνεία στην απόφαση ότι η έκταση αυτή περαιτέρω μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση των ανθρώπων εντός του φυσικού περιβάλλοντος, γιατί οι λειτουργίες αυτές, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 δεν συνιστούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος, γ) Η ειδικότερη αιτίαση και λόγος αναιρέσεως ότι δεν στοιχειοθετείται η παράνομη εκχέρσωση δασικής εκτάσεως και εσφαλμένα εφαρμόστηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 71 του ν. 998/1979, διότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1,2,3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε μετά την ανωτέρω τροποποίησή του με το ν. 3208/2003, ως εκ του χρόνου τελέσεως της πράξης (Μάιος 2007) και προ της καταργήσεως της παρ. 3 με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 3818/2010, στην οποία παρ. 3 και παραπέμπει το άρθρο 71 για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως, ορίζεται ότι "η κατά τις παρ. 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν. I. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη). II. To εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποία φύονται ενόλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ' ελάχιστον 0.3 εκτάρια ... ", ήτοι ότι απαιτείται η εκχερσωθείσα δασική έκταση να ανέρχεται τουλάχιστον σε έκταση 0,3 εκταρίων, που ισούνται με τρία στρέμματα γης, ενώ η εκχερσωθείσα δασική έκταση ανέρχεται στην προκειμένη περίπτωση σε εμβαδόν 608 τ. μ., είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1,2,3 του ν. 998/1979, η προϋπόθεση εκτάσεως 0,3 εκταρίων, κατά τα ισχύοντα ως παραπάνω εκτέθηκαν, κατά το 2007, χρόνο τελέσεως της εκχέρσωσης, (παρ. 3 περ. ΙΙ β) "η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση" και στην προκειμένη περίπτωση, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, "οι κατηγορούμενοι, το Μάιο του 2007 στη θέση ... του δημόσιου δάσους της περιφέρειας του Δ.Δ. ... κατέλαβαν αυθαίρετα δημόσια δασική έκταση εμβαδού 608 τ.μ. ..., προβαίνοντας στην εκχέρσωση, χωρίς την άδεια του Δασαρχείου Πολυγύρου, της φυόμενης εντός αυτής βλάστησης η οποία αποτελούνταν από αείφυλλα - πλατύφυλλα ... κλπ", ήτοι η άνω εκχερσωθείσα δασική έκταση των 608 τ.μ., κατά τις παραδοχές βρίσκεται, ως εκ της θέσεώς της, σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλη γειτονική έκταση που συνιστά το δημόσιο δάσος .... και επομένως δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός και προϋπόθεση η εκχερσωθείσα έκταση να είναι τουλάχιστον 0,3 εκταρίων ή τριών στρεμμάτων, δ) με το προπαρατεθεέν αιτιολογικό, όσον και το διατακτικό, με την αναφορά ότι οι κατηγορούμενοι, ενεργώντες με πρόθεση προέβησαν και οι τρεις σε παράνομη εκχέρσωση εκριζώνοντας τη βλάστηση δασικής εκτάσεως των 608 τ.μ., χωρίς να αναφέρεται ρητά ότι οι τρείς κατηγορούμενοι, ενήργησαν, ως συναυτουργοί, καταδικάστηκαν όλοι ομού για παράνομη εκχέρσωση της βλάστησης της ιδίας της όλης αυτής δημόσιας δασικής εκτάσεως, ενεργώντες επομένως από κοινού, με κοινό δόλο, ενώ επί τέλεσης αξιοποίνου πράξεως από κοινού δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου οι επί µέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς και δεν δημιουργείται στην καταδικαστική για συναυτουργία απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης από την απουσία συγκεκριμενοποίησης της συνεκτέλεσης κάθε συναυτουργού επί της ιδίας αυτής δασικής εκτάσεως. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως των τριών κρινόμενων αιτήσεων, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή των τριών κατηγορουμένων, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όπως για παραμόρφωση της κατάθεσης της δεύτερης μάρτυρος, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση όλων των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, όπως του εγγράφου που συνιστά η από 10-3-2009 τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων ιδιοκτησίας και φωτοερμηνείας του Ν. Ζ., η οποία ως αναγνωσθέν απλούν έγγραφο συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο όπως όλα τα άλλα έγγραφα. Γ. Από τις διατάξεις του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία δεν τηρηθούν από το δικαστήριο οι διατάξεις για την υπεράσπιση και την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "Εκείνος που διευθύνει δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόµενους µάρτυρες, πραγµατογνώµονες ή τεχνικούς συµβούλους και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέµα". Επίσης, από την διάταξη του άρθρου 357 παρ. 3 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι "Ο κατηγορούµενος και οι άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωµα να κάνουν απευθείας στο µάρτυρα ή τον πραγµατογνώµονα ή τον τεχνικό σύµβουλο του κατηγορουµένου τις ερωτήσεις που είναι χρήσιµες για την εξακρίβωση της αλήθειας", σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων τα 333 παρ. 2, 335 παρ. 2 και 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε περιλαµβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 και 365 παρ.1 του ΚΠΔ, και περαιτέρω ότι, αν ο διευθύνων τη συζήτηση πολυμελούς δικαστηρίου δεν δώσει το λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, για να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, για την ανακάλυψη της αλήθειας, δεν επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων ή για έλλειψη ακροάσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, παρά μόνον αν ζητήθηκε ο λόγος για υποβολή ερωτήσεων και σε περίπτωση ρητής ή σιωπηρής άρνησης του διευθύνοντος, αν έγινε αμέσως προσφυγή του συνηγόρου σε ολόκληρο το δικαστήριο για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος και τούτο παρέλειψε να αποφανθεί επί της προσφυγής, ή παρά τον νόμο και αναιτιολόγητα την απέρριψε. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως ισχυρίζονται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο ότι στο ακροατήριο του Εφετείου, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας Β. Ι. και Σ. Κ. και υπερασπίσεως Ζ. Ν., οι άνω τρεις μάρτυρες δεν παρέμειναν στο ακροατήριο και δε δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στους συνηγόρους υπερασπίσεως, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους άνω μάρτυρες, πράγμα που αντίθετα σημειώνεται στα πρακτικά ότι συνέβη μετά την εξέταση του επόμενου μάρτυρος υπερασπίσεως Κ. Κ. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πράγματι δεν αναφέρεται στο τέλος κάθε μάρτυρα ότι ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στους συνηγόρους υπερασπίσεως, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους άνω μάρτυρες, πλην μετά το τέλος της εξέτασης του τελευταίου μάρτυρος υπερασπίσεως Κ. Κ., σημειώνεται στα πρακτικά, κατά λέξη ότι "ο παραπάνω μάρτυρας, ο οποίος κλήθηκε και εξετάστηκε προφορικά, μετά την εξέτασή του, παρέμεινε στο ακροατήριο και κατά την κατάθεση του μάρτυρα ο Πρόεδρος έδινε το λόγο στην Εισαγγελέα, τους Δικαστές και στο συνήγορο των κατηγορουμένων, για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τον μάρτυρα και προς κάθε κατηγορούμενο αν έχει να παρατηρήσει ή να θυμίσει τίποτα, αυτοί ρωτούσαν και ο μάρτυρας απαντούσε σχετικά με τις ερωτήσεις, όπως αναφέρεται στην κατάθεσή του". Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανεξάρτητα του ότι η παραπάνω αναφορά των πρακτικών σε ενικό αριθμό αντί πληθυντικού που να αφορά όλους τους εξετασθέντες μάρτυρες έγινε προφανώς από παραδρομή, η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 παρ.3 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν υποστηρίζεται δε από τους αναιρεσείοντες, ούτε προκύπτει από τα πρακτικά, ότι οι συνήγοροι των κατηγορουμένων είχαν ζητήσει το λόγο, για να υποβάλουν ερωτήσεις στους παραπάνω τρείς πρώτους μάρτυρες και ο διευθύνων τη συζήτηση το αρνήθηκε και ότι αυτοί προσέφυγαν σε ολόκληρο το δικαστήριο κατά της αρνήσεως του προέδρου και στη συνέχεια το δικαστήριο τους αρνήθηκε το λόγο για υποβολή ερωτήσεων και παρέλειψε να αποφανθεί επί των προσφυγών και επομένως, ο προβαλλόμενος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων συναφής τελευταίος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αριθμ. εκθ. 12,13,14/14-5-2015 αντίστοιχες αιτήσεις των Ε. Χ. του Ι., Ε. Χ. του Α., συζ. Ι. Χ. και Α. Κ. του Ι., περί αναιρέσεως της με αριθμό 2606/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και . Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2016. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Παράνομη Εκχέρσωση Δασ. Έκτασης. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α', Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις και εσφαλμένη ερμινεία και εφαρμογή ους. ποινικών διατάξεων. 2. Ο αυτοτελής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματο,ς που περιλήφθηκε ως ειδικός λόγος εφέσεως, παρά το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, δε μεταβιβάστηκε, διότι τύγχανε απαράδεκτος ως αόριστος, καθόσον αόριστα αναφερόταν σε μη ακριβή περιγραφή των πράξεων και δη αποκλειστικά σε μη παράθεση στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των τριών αδικημάτων που παραπέμφθηκαν και καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αποτελούν στην ουσία άρνηση της βασιμότητας των κατηγοριών, επί του οποίου ισχυρισμού, θα απαντούσε το δικαστήριο με την απόφασή του επί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων 3. Η παραβίαση των άνω διατάξεων του άρθρου 357 παρ.3 του ΚΠΔ, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας, δεν παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 και 365 παρ.1 του ΚΠΔ, αν δε ζητηθεί ο λόγος από το συνήγορο του κατηγορουμένου.
Δασική έκταση
Δασική έκταση, Δασικά αδικήματα.
0
Αριθμός 914/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4856/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ. Κ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Π. του Θ., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Σπυρίδωνα-Ιωάννη Κλαδά και Ανδρέα Γαβαλά. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αναστάσιος Κανελλόπουλος, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 56 και ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1369/2012. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513§1 εδ.γ' ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 156-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 515§2 εδ.α' του ίδιου Κώδικα εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 21-2-2013 και 25-2-2013 αποδεικτικά επίδοσης της επιμελήτριας δικαστηρίων Εισαγγελίας Αρείου Πάγου …ο κατηγορούμενος Χ. Κ., κλητεύθηκε από τον αναιρεσείοντα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση καθώς και ο αντίκλητος δικηγόρος του Σπήλιος Σπηλιάκος για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ εμφανίσθηκαν ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και οι λοιποί διάδικοι (βλ. πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού για τη συζήτηση της προκειμένης υπόθεσης). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αυτό θα προχωρήσει στη διαδικασία σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και θα εξετάσει περαιτέρω την υπόθεση. Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της ελλείψεως της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 73/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται, όμως, για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, για να θεωρηθεί η δικαστική απόφαση αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. β)... Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται* α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Τα γεγονότα μπορεί να αναφέρονται στην προσωπική κατάσταση, τη φερεγγυότητα, το επάγγελμα, τις έννομες σχέσεις, τη νομική κατάσταση του πράγματος, το κύρος ή την ισχύ δικαιοπραξιών κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 4856/2012 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, που την εξέδωσε, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα σε αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ. Κ. ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός μέτοχος της, κατά το άρθρο 43α του ν. 3190/1955, μονοπρόσωπης ΕΠΕ, με την επωνυμία "ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", και τον διακριτικό τίτλο ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΕΠΕ, που είχε έδρα στον ... στην οδό ... Με το από 7-10-2003 και με αριθμό .../03 συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει συντάξει ο Συμβ/φος Αθηνών Ιωάννης-Χριστόφορος Κόλλιας, η εν λόγω εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2190/1920, αφού τηρήθηκαν και οι απαιτούμενες στην ίδια διάταξη διατυπώσεις δημοσιότητας και έλαβε την επωνυμία "ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "PRIME YACHTING Α.Ε.". Σύμφωνα με το από 8-1-2004 πρακτικό του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ.ΑΕ και ΕΠΕ, αριθ. 974 της 4-2-2004, η εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής ανατέθηκε, μέχρι 30-6-2004, στον Πρόεδρο του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, που ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος και, ακολούθως, με μεταγενέστερη απόφαση, του ΔΣ, που δημοσιεύθηκε ομοίως νομότυπα στο ΦΕΚ, η θητεία αυτού παρατάθηκε μέχρι την 30-6-2007. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 του ν. 2190/1920, με τη μετατροπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στον εταιρικό τύπο της ανώνυμης, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας δεν μεταβάλλεται, δηλαδή-δεν λήγει η νομική προσωπικότητα της ΕΠΕ και δεν δημιουργείται νέα νομική προσωπικότητα με τον τύπο της ΑΕ, αλλά συνεχίζεται η ίδια νομική προσωπικότητα υπό άλλο εταιρικό τύπο, ήτοι εκείνον της ΑΕ, με αποτέλεσμα η ανώνυμη εταιρεία να καθίσταται αυτοδικαίως φορέας όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της προϋπάρχουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και οι τυχόν εκκρεμείς δίκες μεταξύ της τελευταίας και τρίτων να συνεχίζονται από την ανώνυμη πλέον εταιρεία, χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς να προηγηθεί βίαιη διακοπή της δίκης, όπως θα συνέβαινε αν η ΕΠΕ είχε λυθεί και είχε παύσει να υφίσταται, (βλ. και Δ. Τζουγανάτο στο "Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας", με επιμέλεια Ευαγγ. Περάκη, υπ' άρθρο 67, παρ. Ι.-2, αριθ. 7, σελ, 675-676 και τις εκεί-παραπαμπές ). Η ανωτέρω εταιρεία, και με τις δύο νομικές μορφές της, είχε αντικείμενο την εκναύλωση σκαφών αναψυχής, με σκοπό το εμπορικό κέρδος από τους ναύλους, που αποκόμιζε, και είχε στην ιδιοκτησία της, για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, στις αρχές του 2004, δέκα (10) σκάφη αναψυχής. Το καλοκαίρι του 2004 προβλεπόταν ιδιαίτερα επικερδές, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων - Αθήνα 2004, που θα συγκέντρωναν πολλούς αλλοδαπούς υψηλού εισοδήματος στην Ελλάδα, οι οποίοι, με την ευκαιρία της παρακολούθησης των Αγώνων, θα ήταν πρόθυμοι να ναυλώσουν ένα σκάφος αναψυχής για να περιηγηθούν τη χώρα. (Εξ ετέρου η εταιρεία είχε ανάγκη χρηματοδοτήσεως για αποπληρωμή του τιμήματος αγοράς του ημίσεως του στόλου της, που είχε πρόσφατα αγορασθεί, αλλά και για την εν γένει συντήρηση, εξοπλισμό και επάνδρωση όλων των σκαφών της). Ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τον έτερο αρχικά συγκατηγορούμενό του, Σ. Κ., (ως προς τον οποίο η υπόθεση δεν εισάγεται), ο οποίος δραστηριοποιείτο επαγγελματικά σε διάφορες εμπορικές διαμεσολαβήσεις και επιχειρήσεις αντιπροσωπείας. Ο τελευταίος είχε διαβεβαιώσει τον κατηγορούμενο ότι μπορεί να του εξεύρει χρηματοδότη από το εξωτερικό με συμφέροντες όρους για την κάλυψη των αναγκών της εταιρείας του. (Εάν ο κατηγορούμενος ήθελε απλώς να πωλήσει τον στόλο του, ήταν πολύ εύκολο τότε, λόγω της προσδοκώμενης κερδοφορίας να εξεύρει αγοραστή και εντός Ελλάδος, με τίμημα ανάλογο της εμπορικής αξίας των σκαφών του, χωρίς να χρειασθεί μεσίτη και δεν θα προέβαινε σε μετατροπή του εμπορικού τύπου της εταιρείας του για να διευκολύνει τον επιχειρηματικό του σκοπό, αφού μετά την πώληση ο σκοπός αυτός θα έπαυε να υπάρχει). Κατ' ακολουθία της συνεννοήσεως αυτής, στις 2-3-2004, ο κατηγορούμενος έδωσε ειδική πληρεξουσιότητα στον ανωτέρω μεσολαβητή, δυνάμει του υπ' αριθ. .../2-3-2004 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Παπακωνσταντίνου, με την ιδιότητα, όμως, του νομίμου εκπροσώπου της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ και όχι της νεοσυσταθείσας ΑΕ, όπως, με σκοπό "την χρηματοδότηση της εταιρείας από ιδιωτικό ή τραπεζικό φορέα στο εξωτερικό", πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάσει και παραδίδει ή δεσμεύει σκάφη ανήκοντα στην εταιρεία. Η αναγραφή της ΕΠΕ ως παρέχουσας την πληρεξουσιότητα και όχι της ΑΕ, που την είχε υποκαταστήσει έγινε, διότι οι-εγγραφές των επίμαχων σκαφών στο Νηολόγιο του Πειραιά εμφάνιζαν μέχρι τότε ως πλοιοκτήτρια εταιρεία την ΕΠΕ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των εγγράφων εθνικότητας των σκαφών, σε συνδυασμό με την από 18-2-2004 εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου προς τον δικηγόρο του Κ., Γεώργιο Βλαχόπουλο, για να αναλάβει αυτά από το οικείο Νηολόγιο και να τα επιδείξει προς μελλοντικό χρηματοδότη. Από τη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω πληρεξουσίου, αλλά και το πνεύμα του, σε συνδυασμό με την τελευταία εξουσιοδότηση, συνάγεται ότι η πληρεξουσιότητα αυτή δεν αφορούσε την εξεύρεση αγοραστή και τη σύναψη με αυτόν ουσιαστικής πωλήσεως των σκαφών της εταιρείας, αλλά η αναφερόμενη δυνατότητα του πληρεξουσίου "να πωλεί και μεταβιβάζει" τα εταιρικά σκάφη εννοούσε, προφανώς, την καταπιστευματική μεταβίβασή τους στον μελλοντικό χρηματοδότη της εταιρείας, ως εμπράγματη εγγύηση, δίκην πλασματικού ενεχύρου, για το ότι το δάνειο, που θα χορηγούσε αυτός προς την εταιρεία του κατηγορουμένου θα αποπληρωνόταν στο ακέραιο, (lex commissoria). Η τελευταία ερμηνεία υπαγορεύεται και από το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο, (27-2-2004), ο Κ. είχε αναλάβει με τους ίδιους όρους να εξασφαλίσει χρηματοδότηση και για την ιδίου αντικειμένου εταιρεία "EASY YACHTING" του Α. Φ., πλην όμως στην περίπτωση αυτή συντάχθηκε, ως αντέγγραφο, ιδιωτικό συμφωνητικά, στο οποίο διευκρινίζονταν τα πραγματικά όρια της χορηγηθείσας προς τον Σ. Κ. πληρεξουσιότητας, (βλ. αυτό προσκομιζόμενο). Τέτοιο αντέγγραφο δεν κρίθηκε αναγκαίο να συνταχθεί στην περίπτωση του κατηγορουμένου, λόγω της προαναφερθείσας στενής φιλικής σχέσης του με τον Κ.. Η ίδια ως άνω ερμηνεία, περί της παροχής, πληρεξουσιότητας από τον κατηγορούμενο προς τον εμφανισθέντα ως διαμεσολαβητή, ενισχύεται και από το περιεχόμενο της επιστολής υπό ημερομηνία 22-3-2004, (βλ. αυτήν προσκομιζόμενη), που απηύθυνε ο δικηγόρος Γεώργιος Βλαχόπουλος για λογαριασμό του Κ. προς τον δικηγόρο Δημήτρη Λεοντακιανάκο, ως εκπρόσωπο του ήδη μηνυτή Γ. Π., όπου αναφέρεται καθαρά η καταπιστευματική μεταβίβαση σκαφών προς εξασφάλιση απαιτήσεως. Ακολούθως, με χρήση του ανωτέρω από 2-3-2004 πληρεξουσίου, το οποίο, όμως, είχε την ως άνω περιορισμένη ισχύ μεταξύ παρέχοντος την πληρεξουσιότητα και πληρεξουσίου, ο Κ. προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: (α) Την επομένη της συντάξεως του ανωτέρω πληρεξουσίου, δηλαδή στις 3-3-2004, στο Μόναχο της Γερμανίας, υπέγραψε, ως αντιπρόσωπος της - φερόμενης ως πωλήτριας - μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης του κατηγορουμένου, δέκα πωλητήρια συμβόλαια των ανωτέρω σκαφών, ήτοι ένα συμβόλαιο για καθένα από τα 10 συνολικά σκάφη αντίστοιχα, (bil of sales), με αντισυμβαλλόμενο - αγοραστή τον ήδη μηνυτή Γ. Π. Με τα εν λόγω συμβόλαια καταρτίσθηκαν ενοχικές - υποσχετικές συμβάσεις πωλήσεως και μόνο, καθόσον οι αντίστοιχες εμπράγματες πωλήσεις, με την μεταβίβαση της κυριότητας των σκαφών στον αγοραστή-δια της σχετικής-μεταβολής στο νηολόγιο, (άρθρο 6 εδ. β' - γ' του ΚΙΝΔ), επέρχονται εφόσον πληρωθούν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, όπως αυτές αναφέρονται στο προσκομιζόμενο έγγραφο του Τμήματος Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Στις συμβάσεις αυτές, που ενέχουν εξασφάλιση απαιτήσεως, αναφέρεται ότι το αντίστοιχο "τίμημα" για κάθε-σκάφος, δηλαδή: 80.000 + 80.000 + 90.000 + 100.000 + 130.000 + 140.000 + 150.000 + 150.000-+ 160.000 + 170.000 ευρώ και συνολικά 1.250.000 ευρώ, καταβλήθηκε εν όλω από τον αγοραστή στον αντιπρόσωπο της πωλήτριας εταιρείας. (β) Δύο ημέρες αργότερα στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Μόναχο βεβαιώθηκε αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής του Σ. Κ. στις συμβάσεις αυτές. Επίσης την ίδια ημέρα αυτός υπέγραψε, ενώ βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του στο ίδιο Προξενείο, δέκα (10) εξοφλητικές αποδείξεις, ήτοι μία αντίστοιχα για κάθε πωληθέν σκάφος, περί του ότι το ανάλογο για κάθε σκάφος τίμημα, (χωρίς όμως να εξειδικεύεται το κάθε επί μέρους ποσό), καταβλήθηκε από τον αγοραστή Γ. Π. προς τον ίδιο, (Κ.), ως αντιπρόσωπο και για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ίδιου του μηνυτή η καταβολή των χρημάτων δεν έγινε μέσω τραπεζικού λογαριασμού, αλλά σε μετρητά, καθόσον από την επαγγελματική του δραστηριότητα, ως χονδρέμπορος λαχανικών, είχε διαθέσιμο το ποσό του 1.250.000 ευρώ στην κατοχή του. Επίσης, ο κατά την προανάκριση εξετασθείς μάρτυρας του μηνυτή Α. Κ. κατέθεσε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταβολής του εν λόγω ποσού σε μετρητά, η οποία έγινε, κατά τους ισχυρισμούς του, την ίδια ημέρα, κατά την οποία συντάχθηκαν οι εξοφλητικές αποδείξεις και βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του λαβόντος, (Κ.), στο Ελληνικό Προξενείο του Μονάχου, δηλαδή στις 5-3-2004. Εν συνεχεία ο ήδη κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι το ανωτέρω πληρεξούσιο αφορούσε μόνο εντολή προς τον εκεί πληρεξούσιο για να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τρίτους για δάνειο και όχι για να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση με αυτούς. Επίσης αρνήθηκε, ειδικότερα, ότι είχε παράσχει πληρεξουσιότητα στον Κ. για να συνάψει σύμβαση πωλήσεως των σκαφών της εταιρείας του με τρίτους, έστω και καταπιστευματική, καθώς και ότι έλαβε οποιοδήποτε ποσό σε εκτέλεση αυτής, είτε ως τίμημα της πωλήσεως, είτε ως δάνειο. Κατ' ακολουθία αυτών αρνήθηκε και να παράσχει στον ήδη μηνυτή τα αναγκαία στοιχεία για να πραγματοποιηθεί και η εμπράγματη σύμβαση της πωλήσεως με τη μεταβίβαση των σκαφών στον τελευταίο ως αγοραστή. Κατόπιν τούτου ο Γ. Π. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22-3-2004 αίτησή του, εναντίον της εταιρείας του κατηγορουμένου, (αλλά και εκείνης του Α. Φ.), για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, για εξασφάλιση της απαιτήσεώς του για την επιστροφή του τιμήματος, λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, (άρθρο 904 ΑΚ), καθώς και για ισόποση τουλάχιστον αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, (άρθρο 914 ΑΚ), την συντηρητική κατάσχεση των επίμαχων σκαφών. Επί της αιτήσεως αυτής χορηγήθηκε στις 22-3-2004 από το ανωτέρω Δικαστήριο προσωρινή διαταγή, με την οποία απαγορεύθηκε κάθε μεταβολή στη νομική και πραγματική κατάσταση των επίμαχων σκαφών. Η αίτηση συζητήθηκε, τελικά, στις 21-5-2004 και εκδόθηκε επ' αυτής η υπ' αριθμ. 5912/04 απορριπτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Λόγω της ως άνω δικαστικής εμπλοκής τα επίμαχα σκάφη δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον προορισμό τους, μέσα στο καλοκαίρι του 2004, κατά το οποίο αναμενόταν να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα, με περαιτέρω αποτέλεσμα να κηρυχθεί η ανώνυμη εταιρεία του κατηγορουμένου, σε πτώχευση με την υπ' αριθ. 788/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 2-6-2005, με χρόνο παύσεως πληρωμών την 14-1-2005. Από όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνάγονται τα εξής κρίσιμα συμπεράσματα: (Α) Το ψευδώς δηλωθέν, δια του ως άνω πληρεξουσίου υπ' αριθ. .../2-3-2004 της Συμβ/φου Αθηνών Ευγενίας Παπακωνσταντίνου, προς τον ήδη μηνυτή, ότι ο κατηγορούμενος ήταν, κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης πωλήσεως σκαφών αναψυχής, νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με τον τίτλο "PRIME YACHTING Ε.Π.Ε." και όχι της ανώνυμης εταιρείας με τον τίτλο "PRIME YACHTING Α.Ε.", που είχε αντικαταστήσει ως προς τη νομική μορφή και μόνο την προηγούμενη ΕΠΕ, (όπως ήταν η πραγματικότητα), δεν ήταν πρόσφορο για να δημιουργήσει ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως και έτσι ο κατηγορούμενος πωλητής να ματαιώσει την απαίτηση του μηνυτή για παράδοση των πωληθέντων ή για επιστροφή του τιμήματος, ιδιοποιούμενος παράνομα το τελευταίο, εάν και εφόσον είχε καταβληθεί. Επομένως αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και της ισχυριζομένης ζημίας του μηνυτή, και επιπλέον τίθεται σε αμφιβολία ο δόλος του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, εφόσον ο πληρεξούσιος ενήργησε μέσα στα όρια της δοθείσας πληρεξουσιότητας, όπως ισχυρίζεται ο μηνυτής, και δοθέντος ότι η πωλήτρια εταιρεία, είτε με τη νομική μορφή της ΕΠΕ, είτε με εκείνη ΑΕ, είχε παραμείνει το ίδιο νομικό πρόσωπα, (βλ. ανωτέρω), και ο κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και των δύο εταιρικών μορφών του ίδιου νομικού προσώπου, έπεται ότι η εταιρεία, και με τη νομική μορφή της της AG δεσμευόταν από τη σύμβαση και υπείχε έναντι του αντισυμβαλλομένου της υποχρέωση παραδόσεως των πωληθέντων, (έστω και τυπικά εφόσον η σύμβαση ήταν καταπιστευματική), άλλως, σε περίπτωση υπερημερίας, είχε όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τον υπερήμερο πωλητή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Αλλά, ακόμη κι αν ο ανωτέρω πληρεξούσιος ενήργησε εκτός των ορίων της δοθείσας πληρεξουσιότητας, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, και πάλι η σύμβαση δεν είναι άκυρη, αλλά το κύρος της "ήρτηται" από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου, η οποία, εάν δοθεί, ισχυροποιεί αναδρομικά τη δικαιοπραξία, ενώ, πριν από αυτήν, παρέχεται δικαίωμα υπαναχωρήσεως στον αντισυμβαλλόμενο του ψευδοαντιπροσώπου και αναζητήσεως των δοθέντων από αυτόν σε εκτέλεση της ματαιωθείσας δικαιοπραξίας, (άρθρα 229, 230 και 239 του ΑΚ). Τα ανωτέρω ισχύουν τόσο για την εξουσία αντιπροσωπεύσεως του Σ. Κ., όσο και για την εξουσία εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας από τον κατηγορούμενο Χ. Κ. Όλα τα ανωτέρω δεδομένα από άποψη αστικού δικαίου, ήταν ικανά να εκθέσουν τον κατηγορούμενο και την ανώνυμη, (πλέον), εταιρεία, που εκπροσωπούσε, σε δικαστικά μέτρια από πλευράς του μηνυτή, (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως αίτηση συντηρητικής κατασχέσεως κλπ., αλλά και με την τακτική, διαδικασία), με τα οποία θα υποχρεωνόταν και το τυχόν καταβληθέν τίμημα να επιστρέψει, είτε με άμεση καταβολή, είτε μέσω πλειστηριασμού των εταιρικών σκαφών, αλλά και να υποστεί διαφυγόντα κέρδη, που θα οδηγούσαν στην οικονομική καταστροφή του, όπως πράγματι τελικά συνέβη. Επομένως: - (α) Η επικαλούμενη ζημία δεν μπορούσε να προέλθει με τον τρόπο που εσφαλμένα υπολαμβάνεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή απλά με επίκληση από τον κατηγορούμενο της αλλαγής του νομικού τύπου της εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και του ότι ο εμφανισθείς πληρεξούσιος αυτής δεν την δέσμευε, μόνο και μόνο από το γεγονός της αλλαγής αυτής, με αποτέλεσμα, δήθεν, την επιτυχή απόκρουση, έτσι, οποιασδήποτε αξιώσεως του εμφανισθέντος ως αντισυμβαλλομένου της. - (β) Με τα ίδια δεδομένα, αντικρούεται από την κοινή λογική η εκδοχή να παρέστησε ψευδώς ο κατηγορούμενος ότι εκπροσωπεί άλλη εταιρική μορφή από την υφισταμένη, με σκοπό να ιδιοποιηθεί, χωρίς να παράσχει αντάλλαγμα, το τίμημα της επίδικης πωλήσεως, αφού έτσι διακινδύνευε μεγαλύτερη ζημία. Περαιτέρω, όμως, ούτε και η επικαλούμενη ζημία αποδείχθηκε ότι συνέτρεξε, αλλά ούτε και ότι ο κατηγορούμενος προσπορίσθηκε αντίστοιχο παράνομο όφελος. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι ο μηνυτής κατέβαλε στον εμφανισθέντα ως πληρεξούσιο της εταιρείας του κατηγορουμένου, (Σ. Κ.), το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του 1.250.000 ευρώ, ούτε ότι ο εν λόγω πληρεξούσιος απέδωσε το ίδιο χρηματικό ποσό στον κατηγορούμενο. Το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται στα ακόλουθα τεκμήρια: (1) Ο Σ. Κ. δεν είχε ορισθεί παράλληλα και ως [δεκτικός-καταβολής για λογαριασμό της εταιρείας και μάλιστα ενός τόσο μεγάλου χρηματικού ποσού, γεγονός το οποίο οι νομικοί σύμβουλοι του μηνυτή θα του είχαν ασφαλώς επισημάνει για μια τόσο σοβαρή συναλλαγή. (2) Δεν υπάρχουν παραστατικά εκταμίευσης από Τράπεζα για ένα τόσο μεγάλο ποσό εκ μέρους του μηνυτή και ο ισχυρισμός του ότι είχε πρόχειρα διαθέσιμο ένα τόσο μεγάλο ποσό σε μετρητά, από τις εισπράξεις που έκανε ως χονδρέμπορος λαχανικών στο Μόναχο, δεν είναι πειστικός. (3) Δεν υπάρχουν τραπεζικά παραστατικά για τη μεταφορά του εν λόγω ποσού από τον Κ. στο Μόναχο, προς τον κατηγορούμενο ή την εταιρεία του στην Ελλάδα. (4) Ο μηνυτής είχε πλήρη άγνοια για τις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως σκαφών αναψυχής και εντούτοις δεν ζήτησε να -ελέγξει τα προς πώληση σκάφη πριν προβεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στην καταβολή ενός τόσο υψηλού τιμήματος. (5) Ο Σ. Κ. ενεργώντας ως πληρεξούσιος της εταιρείας του κατηγορουμένου, πρώτα υπέγραψε τα πωλητήρια των σκαφών ως πωλητής, χωρίς να λάβει άμεσα οποιοδήποτε τίμημα, στις 3-3-2004, και μόνο ύστερα από δύο ημέρες, δηλαδή στις 5-3-2005, υπέγραψε στις αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις ότι έλαβε το τίμημα των πωληθέντων, οπότε βεβαιώθηκε και το γνήσιο της υπογραφής του στο Ελληνικό Προξενείο το Μονάχου και φέρεται, κατά τον μηνυτή και τον μάρτυρά του Α. Κ., ότι έλαβε χώρα η καταβολή. Όμως, κατά τη λογική των συναλλαγών, κανείς πωλητής δεν δεσμεύεται να παραδώσει το πωληθέν, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει ότι το τίμημα, (και μάλιστα όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, όπως εν προκειμένω), πρόκειται σίγουρα να καταβληθεί. (6) Στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας, από 22-3-2004, επιστολής του δικηγόρου Γεώργιου Βλαχόπουλου, (που ενεργούσε για λογαριασμό του Κ.), προς τον δικηγόρο του ήδη μηνυτή Δημήτρη Λεοντακιανάκο, επεξηγείται πειστικά ότι ο Κ. είχε συσσωρεύσει οφειλές προς τον ήδη μηνυτή ύψους ισόποσου περίπου με το αντικείμενο της προκειμένης διαφοράς, (δηλ. 1.250.000 ευρώ), από προηγούμενες (άγνωστες) μεταξύ τους συναλλαγές, ότι ο μηνυτής Γ. Π. είχε εξασφαλίσει δάνειο, υπέρ του ίδιου και του οφειλέτη του Κ., από γνωστούς του επενδυτές στην Ιταλία, ύψους 2.000.000 έως 4.000.000 ευρώ, ότι, εφόσον ο εν λόγω οφειλέτης λάμβανε το δάνειο αυτό, έστω και εν μέρει, θα μπορούσε να εξοφλήσει τον Π. και ότι ο τελευταίος προκειμένου να πείσει τους Ιταλούς επενδυτές να προβούν σε εκταμίευση του δανείου, ζήτησε από τον Κ. να τον εφοδιάσει με πιστοποιητικά κυριότητας ελληνικών σκαφών αναψυχής στο όνομά του, των οποίων την διαχείριση στην Ελλάδα θα είχε ο Κ., έτσι ώστε να εμφανίζονται και οι δύο φερέγγυοι προς τους Ιταλούς. Με τα δεδομένα αυτά το τίμημα της επίδικης πωλήσεως δεν καταβλήθηκε μετρητοίς, αλλά συμψηφιστικά με την απόσβεση ισόποσης οφειλής του Κ. προς τον Π.. Ο Κ. απέμεινε βέβαια, έτσι, υπόχρεος προς τον ήδη κατηγορούμενο για το τίμημα της πωλήσεως. Μετά όμως την άρνηση των Ιταλών να προβούν σε εκταμίευση του δανείου, για ανεξακρίβωτους λόγους, η απόδοση από τον Κ. προς τον κατηγορούμενο του δήθεν εισπραχθέντος τιμήματος ήταν πλέον αδύνατη. Αλλά και ο Π. έμεινε ακάλυπτος στην απαίτησή του κατά Κ., -έχοντας μόνο απαίτηση κατά της εταιρείας του κατηγορουμένου, δίκην πλασματικής "εγγυήσεως" υπέρ του αρχικού οφειλέτη του. Βέβαια ο Σ. Κ. προτίμησε να. εξαφανισθεί, παραλείποντας να ικανοποιήσει τον Π., αλλά και να βοηθήσει τον κατηγορούμενο στην διαφορά, στην οποία είχε, εξαιτίας του, εμπλακεί με τον Π.. Τέλος ο μηνυτής, (Γ. Π.), επιδιώκει να ικανοποιηθεί πλέον από τον κατηγορούμενο και την εταιρεία του, εφόσον είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί από τον Κ.. Τα ανωτέρω αποδεικτικά συμπεράσματα δεν αντίκεινται κατ' αποτέλεσμα, αλλά και κατά τις περισσότερες παραδοχές από τις οποίες αντλούνται, τόσο στην απόφαση υπ' αριθ. 5912/04 του Μον/λούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, που απέρριψε την αίτηση του ήδη μηνυτή για την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως σε βάρος της εταιρείας του κατηγορουμένου, όσο και στην απόφαση υπ' αριθ. 3884/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τακτικής διαδικασίας, με την οποία απορρίφθηκε η σχετική με την αντίστοιχη αστική διαφορά τακτική αγωγή του ήδη μηνυτή κατά του κατηγορουμένου, της ανώνυμης εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και άλλων φερομένων ως συνυπεύθυνων προσώπων. Κατ' ακολουθία όλων άσων προαναφέρθηκαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης, της από κοινού απάτης με ζημία άνω των 73.000 (και ήδη των 120.000) ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1-3β' ΠΚ. Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε την απάτη για την οποία κατηγορήθηκε, εκτίθενται δε στην απόφαση οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο διατυπούμενο στο ως άνω διατακτικό του απαλλακτικό πόρισμα. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα ότι στην αιτιολογία της αποφάσεως, διατυπώνεται ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αθωώθηκε ο κατηγορούμενος εκ του γεγονότος ότι στο προοΐμιο του αιτιολογικού αναφέρεται ότι έλαβε υπόψη και την "απολογία του κατηγορουμένου" ενώ αυτός δεν παρέστη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμος, καθόσον εκ προφανούς και μόνο παραδρομής αναφέρεται τούτο στην απόφαση. Με όλες δε τις λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως επιχειρείται διάφορος εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των προσκομισθέντων υπό του κατηγορουμένου εγγράφων στο Εφετείο, και ως εκ τούτου συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ,ως απαράδεκτες. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μοναδικός και παραδεκτός λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμ. εκθ. 56/18-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 4856/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση Εισαγγελέως Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Λόγος αναιρέσεως: Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως. Η αναφορά στο προοίμιο του αιτιολογικού της απόφασης ότι έλαβε υπόψη και την απολογία του κατηγορουμένου ενώ ο τελευταίος δεν παρέστη οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραδοχών του Εφετείου και είναι απαράδεκτες. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Κλήτευση.
0
Αριθμός 1374/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων:1)Μ. χας Ν. Δ., το γένος Κ. Π., 2)Ι. Δ. του Ν., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Της αναιρεσίβλητης: Κ. συζ. Δ. Α. το γένος Ν. και Μ. Δ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννου Αρχοντάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 169/2013 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-7-2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 21-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. .../11.9.2015 και .../11.9.2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Χανίων Μ. Γ., κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσίβλητη, προς τους αναιρεσείοντες, επιδοθέντος σ’ αυτούς, ως εκ περισσού και αντιγράφου της αναιρέσεως (άρθρ. 568 παρ. 4 εδ. 1 ΚΠολΔικ). Εφόσον όμως οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔικ, παρέχεται η δυνατότητα και δεν θεσμοθετείται υποχρέωση αναβολής συζήτησης της υπόθεσης με απόφαση πάντοτε του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διαδίκου, εφόσον για προκριματικό ζήτημα της δίκης υφίσταται εκκρεμής δίκη σε άλλο πολιτικό δικαστήριο. Η αναβολή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’ έφεση δίκη, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 9γ του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 9γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά παραβίαση της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔικ, απέρριψε το αίτημα των εναγομένων αναιρεσειόντων περί αναβολής της ένδικης, περί κλήρου αγωγής, δίκης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα εκκρεμούσα περί κυριότητας για τα ίδια ακίνητα, κατά της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης δίκη, η οποία αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της ένδικης, περί κλήρου, αγωγής. Η αιτίαση αυτή ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορά σε "αίτημα", κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, εφόσον δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, δεν ιδρύει την επικαλουμένη πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 9γ του ΚΠολΔικ περί αδίκαστης αίτησης, αφού το συγκεκριμένο αίτημα ερευνήθηκε και απορρίφθηκε, ενώ ούτε κάποιο άλλο αναιρετικό λόγο ιδρύει, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η οικεία περί αναβολής (αναστολής) ή μη της συζητήσεως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επειδή η περί κλήρου αγωγή του άρθρου 1871 ΑΚ, με την οποία εισάγεται καθολική αξίωση του ενάγοντος με βάση το κληρονομικό του δικαίωμα δεν περιέχει διεκδίκηση του αντικειμένου ως παρακρατουμένου, έστω και αν ζητείται η απόδοση στον ενάγοντα ενός κληρονομιαίου αντικειμένου. Ενόψει τούτων δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της βάσης της περί κλήρου αγωγής η αποδοχή και η μεταγραφή της κληρονομιας και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομίας (ΑΠ 1126/2009, ΑΠ 142/2002). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον παραπάνω αναιρετικό λόγο, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά παραβίαση των διατάξεων περί αποδοχής της κληρονομίας και μεταγραφής της των άρθρων 1846, 1192, 1193, 1194 και 1198 ΑΚ δέχθηκε, (απορρίπτοντας τον οικείο λόγο εφέσεως και επικυρώνοντας, κατά τούτο, την πρωτόδικη απόφαση), ότι δεν αποτελούσε στοιχείο της ένδικης περί κλήρου αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της ένδικης κληρονομιάς. Ο λόγος αυτός πρέπει, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η περί κλήρου αγωγή δεν έχει ως αντικείμενο την κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος, ώστε αν αυτή προέρχεται από κληρονομική διαδοχή, να απαιτείται αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας των, οποίων κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά την κατοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, μόνο η επί μακρόν χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στο περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 5/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή και δη τη σωρευομένη περί κλήρου αγωγική βάση, που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά των αναιρεσειόντων (που είναι μητέρα και αδελφός της αντίστοιχα) και την κατά της αγωγικής αυτής βάσης υποβληθείσα από τους τελευταίους ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του, καταχθέντος σε δίκη, δικαιώματος. "Την 1-5-1992, στην ... Δήμου Πελεκάνου, Νομού Χανίων, πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο Ν. Δ., πατέρας της ενάγουσας και του δευτέρου εναγόμενου και σύζυγος της πρώτης εναγόμενης. Κατά τον χρόνο του θανάτου του ο Ν. Δ., είχε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του τα κάτωθι ακίνητα, ευρισκόμενα άπαντα εντός της κτηματικής Περιφέρειας του Δήμου Πελεκάνου, Νομού Χανίων και ειδικότερα: 1) Στο δημοτικό διαμέρισμα ..., εντός σχεδίου του οικισμού και στην ειδικότερη Θέση "...", ένα οικόπεδο εκτάσεως 2.500 τμ περίπου, που συνορεύει νότια με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Π., δυτικά με ιδιοκτησίες Γ. Κ. Ε. Μ. και βόρεια με δημοτική οδό προς .... Επί του οικοπέδου αυτού υφίσταται μία διώροφη οικοδομή συνολικής επιφάνειας 600 τμ, ήτοι 300 τμ ανά όροφο, μετά του δικαιώματος επεκτάσεως αυτής απεριόριστα καθ’ ύψος, λειτουργούσα ως μονάδα ενοικιαζομένων δωματίων με το διακριτικό τίτλο "...", καθώς και ισόγειο κτίσμα επιφανείας 120 τμ, εκ των οποίων στα 80 τμ λειτουργεί επιχείρηση μπαρ 2) Στην θέση "..." ..., εκτός σχεδίου του οικισμού, οικόπεδο 2.875τμ με οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο όροφο επιφανείας 260 τμ και α’ υπέρ το ισόγειο όροφο επιφανείας 180 τμ, με πισίνα 80 τμ. Το όλο ακίνητο λειτουργεί ως μονάδα ενοικιαζόμενων δωματίων με το διακριτικό τίτλο "..." και συνορεύει νότια με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ., δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Δ. και βόρεια με δημοτική οδό προς .... 3) Στην Θέση "..." ..., εκτός σχεδίου του οικισμού, έκταση 1.500 τμ με ισόγεια αποθήκη επιφανείας 30 τμ που συνορεύει νότια με δημοτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Α.. δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ. και βόρεια με γκρεμό. 4) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 3.500 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ.. ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Κ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Κ. και βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Π.. 5) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 1.700 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. Φ., ανατολικά με ιδιοκτησία Μ. Φ., δυτικά, με δημοτική οδό και βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Φ. 6) Στην Θέση "..." ..., έκτος οικισμού αγρό εκτάσεως 1.500 τμ που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Φ., ανατολή με δημοτική οδό, δυτικά με πρανές και βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Φ. 7) Στην Θέση "..." ...ς, εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 20.000 τμ που συνορεύει νότια με δημοτική οδό και ιδιοκτησία Ι. Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Π., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Δ. και βόρεια με ιδιοκτησία Ζ.. 8) Στην Θέση "..." ..., εκτός οικισμού, αγρό εκτάσεως 100.000 τμ με 500 ελαιόδεντρα που συνορεύει νότια με ιδιοκτησία Διονυσίου Ζ., ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Ζ., δυτικά με ποταμό και βόρεια με ιδιοκτησία Α. Τ. Κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν η σύζυγος του Σ. και τα τρία τέκνα του, Κ. (ενάγουσα), Ι. (δεύτερος εναγόμενος) και Γ., ήδη αποβιώσας. Οι ανωτέρω υπεισήλθαν στην κληρονομιά του Ν. Δ. ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς. Στη συνέχεια, στις 4-11-2003 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο αδελφός της ενάγουσας και του δευτέρου εναγόμενου και γιος της πρώτης εναγόμενης, Γ. Δ. του Ν., κάτοικος εν ζωή ... Δήμου Πελεκάνου. Κατά το χρόνο του θανάτου του Γ. Δ., ο οποίος απεβίωσε άγαμος και χωρίς τέκνα, πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν τα αδέλφια του (ενάγουσα και δεύτερος εναγόμενος) και η μητέρα του - πρώτη εναγόμενη. Οι ανωτέρω υπεισήλθαν στην κληρονομιά του Γ. Δ., η οποία αποτελείτο από το 1/4 εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω ακινήτων που κληρονόμησε αυτός από τον πατέρα του Ν. Δ. και από ένα ακόμα ακίνητο (οικόπεδο) που βρίσκεται στη Θέση "..." του δημοτικού διαμερίσματος ..., του Δήμου Πελεκάνου, επιφάνειας 5.000 τμ, εντός του οποίου υφίσταται μια διώροφη οικοδομή, συνολικής επιφανείας 551 τμ, στην οποία στεγάζεται επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων, με το διακριτικό τίτλο "..." κι επίσης μια ισόγεια οικοδομή με υπόγειο, επιφανείας εκάστου ορόφου 130 τμ και συνολικά 260 τμ, συνορευομένου του όλου ακινήτου νοτίως με αιγιαλό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ν. Δ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Δ. και βόρεια με δημοτική οδό κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς. Ενόψει των ανωτέρω, περιήλθε στην ενάγουσα, κατόπιν των διαδοχικών θανάτων του πατέρα της και του αδελφού της Γ., ποσοστό 1/3 ή 4/12 εξ αδιαιρέτου των κληρονομιαίων αυτών ακινήτων (4/12 ή 1/3 εξ’ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα της πλέον ποσοστού 1/12 ή 1/3 επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμος του αδελφού της στο ποσοστό που περιήλθε σε αυτόν από την κληρονομιά του πατέρα του και 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω κληρονομιαίου ακινήτου στην θέση "..."). Οι εναγόμενοι από το χρόνο του θανάτου εκάστου των κληρονομουμένων, κατέχουν και νέμονται τα προαναφερθέντα ακίνητα ως κληρονόμοι, αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας. Ισχυρίζονται προς αντίκρουση της ιστορικής βάσης της υπό κρίση αγωγής ότι τα εν λόγω ακίνητα δεν αποτελούν κληρονομιαία περιουσία, αλλά ο αρχικός δικαιοπάροχος τους Ν. Δ., τα είχε ατύπως μεταβιβάσει λόγω δωρεάς σε αυτούς το έτος 1982 και έκτοτε τα νέμονται κατά τον προορισμό τους, είχε δε ο τελευταίος ικανοποιήσει την πρώτη ενάγουσα με παροχές εν ζωή, ενώ δεν είχε προβεί σε άτυπη μεταβίβαση οποιουδήποτε ακινήτου του προς τον γιό του Γ.. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος Ν. Δ. είχε προχωρήσει εν ζωή σε άτυπη μεταβίβαση της νομής ή της κυριότητας οποιουδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας του προς τους γιους του, πολύ μάλλον δε προς την σύζυγο του, πλην αυτών προς την ενάγουσα, στην οποία πράγματι, δυνάμει των με αριθμ. ... και .../4.3.1988 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Κανδάνου Παγώνας Ζερβουδάκη, παραχώρησε λόγω γονικής παροχής, για να την αποκαταστήσει οικονομικά, εφόσον αυτή δημιούργησε δική της οικογένεια, δύο ακίνητα, διάφορα των επιδίκων, στην Παλαιόχωρα (ένα ακίνητο ενός στρέμματος στη θέση "..." και μια χωριστή ιδιοκτησία στην οικοδομή που στεγάζει την επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων ...). Ας σημειωθεί ότι δεν προβάλλεται εν προκειμένω από τους εναγόμενους ένσταση συνεισφοράς της ενάγουσας στην κληρονομιά του πατέρα τους, καθώς αυτοί πρωτίστως δεν αιτούνται τον καταλογισμό στην κληρονομιά των παροχών που έλαβε ,αλλά και δεν καθορίζουν την αξία των παροχών στον χρόνο που έγιναν, ώστε ακόμη και αν οι συγκεκριμένες παροχές προς αυτήν από τον πατέρα της έγιναν υπό τον όρο του καταλογισμού τους στην κληρονομική της μερίδα, το γεγονός αυτό δεν εξετάζεται. Αντίθετα αποδείχθηκε πλήρως ότι οι διάδικοι μετά τον θάνατο του Ν. Δ. αναμείχθηκαν στην περιουσία του ως κληρονόμοι, ασκώντας επί των κληρονομιαίων ανωτέρω ακινήτων πράξης νομής με την ιδιότητα τους αυτή./ Ενδεικτικό είναι δε το γεγονός ότι ενήργησαν ομού ως συγκύριοι των κληρονομιαίων ακινήτων, ασκώντας ανακοπές και παριστάμενοι ενώπιον των δικαστικών αρχών κατόπιν επισπευδόμενης εκτέλεσης σε βάρος των κληρονομιαίων ακινήτων από την Εθνική Τράπεζα, λόγω οφειλής του πατρός τους - κληρονομουμένου, προερχόμενη από συμβάσεις στεγαστικών δανείων (βλ με αριθμ. 88/1995 και 216/1995 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων εκδοθείσες επί ενδίκων μέσων που ασκήθηκαν από τους διαδίκους κατά της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης) και στην συνέχεια ,με την ιδιότητα πάντα των κληρονόμων, ζήτησαν ρύθμιση εξόφλησης των οφειλών τους αυτών (βλ από 26- 10-2004 αίτηση εναγομένων προς την Εθνική Τράπεζα), αλλά και πέραν τούτων, προηγούμενα, το έτος 1992, δήλωσαν στην Β ΔΟΥ Χανίων έναρξη δραστηριότητας, μαζί με την ενάγουσα και τον Γ. Δ., για την εκμετάλλευση των ενοικιαζόμενων δωματίων στην Παλαιόχωρα (βλ από 15-5- 1992 δήλωση έναρξης δραστηριότητας), ως κληρονόμοι του Ν. Δ.. Αντίθετα, αποδείχθηκε, ότι μέχρι το θάνατο του, ο Ν. Δ., ασκούσε τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής επί όλων των προπεριγραφόμενων ακινήτων του, εκμεταλλευόμενος αυτά σύμφωνα με τον προορισμό τους, ως αγροτικά, ορισμένα, και οικοδομώντας άλλα, προκειμένου να τα εκμεταλλευτεί διαμορφώνοντας επ’ αυτών επιχειρήσεις ενοικιαζόμενων δωματίων. Είναι βέβαια γεγονός ότι ήδη και πριν τον θάνατο του Ν. Δ. και κατά παραχώρηση του τελευταίου, την επιχείρηση δωματίων με τον τίτλο ..., είχε αναλάβει να εκμεταλλεύεται ο δεύτερος εναγόμενος, την επιχείρηση δωματίων με τίτλο ..., είχε αναλάβει να εκμεταλλεύεται η πρώτη εναγόμενη μετά του συζύγου της, ενώ ο αποβιώσας το 2003 Γ. Δ., το έτος 1990 εξέδωσε άδεια οικοδομής στο ακίνητο στη θέση ..., οικοδομώντας το, και άρχισε και εκείνος να εκμεταλλεύεται μέχρι τον θάνατο του επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων επ’ αυτού με τον τίτλο ... Ωστόσο, κανένα από τα προαναφερόμενα ακίνητα δεν είχε εκφύγει της νομής του αρχικού ιδιοκτήτη τους Ν. Δ. μέχρι τον χρόνο θανάτου του, γι’ αυτό άλλωστε προχώρησε ο ίδιος από το έτος 1981 και εντεύθεν σε λήψη από την Εθνική Τράπεζα στεγαστικών δανείων προς οικοδόμηση των ανωτέρω ακινήτων του, αλλά και σε έκδοση, μετά την από 29-6-1983 αίτησή του, οικοδομικής άδειας για το ακίνητο όπου βρίσκεται η επιχείρηση δωματίων με τον τίτλο ... ( βλ με αριθμό ...1988 άδεια της Πολεοδομίας Χανίων) και η προαναφερόμενη κατανομή της διαχείρισης και επίβλεψης των επιμέρους επιχειρήσεων ενοικιαζομένων δωματίων δεν είχε την έννοια της ατύπου διανομής των περιουσιακών στοιχείων του, αλλά έλαβε χώρα με σκοπό την ευελιξία της εκμεταλλεύσεως της οικογενειακής επιχείρησης ως συνόλου. Είναι γεγονός βέβαια ότι οι εναγόμενοι και ο Γ. Δ. μέχρι το θάνατο του συνέχισαν και μετά το θάνατο του πατέρα τους να εκμεταλλεύονται τις επιχειρήσεις αυτές ενοικιαζομένων δωματίων, δαπανώντας για την εκμετάλλευση τους σημαντικά ποσά (βλ. το από 10-1-2008 έγγραφο της Εθνικής τράπεζας περί εξοφλήσεως από τον δεύτερο εναγόμενο στεγαστικών δανείων που είχε λάβει ο κληρονομούμενος, ποσών 36.594,38 ευρώ, 63.686,52 ευρώ και 11.343,41 ευρώ), ωστόσο η εκμετάλλευση αυτή είχε ως συνέπεια και την είσπραξη αντιστοίχων ωφελημάτων. Η ενάγουσα, η οποία δεν είχε αναμιχθεί καθόλου στην διαχείριση και εκμετάλλευση των προσφερόμενων επιχειρήσεων, μετά το θάνατο του πατρός της και μέχρι το θάνατο του αδελφού της Γ., δεν αμφισβήτησε καθοιονδήποτε τρόπο την εκμετάλλευση αυτή των προσοδοφόρων ακινήτων που ελάμβανε χώρα κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι είχε απεκδυθεί των κληρονομικών της δικαιωμάτων επί της πατρικής περιουσίας, ανεξάρτητα από την εν τοις πράγμασι συμμετοχή της ή μη στην οικογενειακή επιχείρηση και τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι στις προαναφερόμενες δίκες ανακοπών κατά της εκτέλεσης που επίσπευσε η Εθνική Τράπεζα επί των κληρονομιαίων ακινήτων μετείχε και αυτή ως κληρονόμος του πατρός της, αλλά και προηγούμενα το έτος 1992, όπως προεκτέθηκε, είχε δηλώσει δραστηριότητα εκμετάλλευσης των ενοικιαζομένων δωματίων και επιπλέον, αμέσως μετά το θάνατο του αδελφού της Γ., αντιλαμβανόμενη ότι οι εναγόμενοι άρχισαν να νέμονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι αυτού το επίδικο ακίνητο στη θέση ..., όπου στεγάζεται η επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων ..., αποκλείοντας την ίδια από την νομή αυτού, απέστειλε προς αυτούς την από 22.10.2004 εξώδικη διαμαρτυρία της. Συνακόλουθα των ανωτέρω αποδειχθέντων, εφόσον οι εναγόμενοι κατακρατούν τα κληρονομιαία επίδικα ακίνητα αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας, είναι υποχρεωμένοι να αποδώσουν αυτά κατά το ποσοστό που αντιστοιχεί στην τελευταία και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτούς με τον τέταρτο, έκτο, όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο λόγο της εφέσεως τους, με τους οποίους παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον δέκατο τέταρτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της επικουρικά προβληθείσας ένστασης τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας από την κληρονομιά του πατρός της, με την οποία ειδικότερα ισχυρίζονταν ότι αυτή αδράνησε επί μακρόν χρόνο και με δεδομένο το γεγονός ότι είχε λάβει το μερίδιο της από την πατρική περιουσία με παροχές εν ζωή του πατρός της για την πλήρη ικανοποίησή της, ενώ ιδιαίτερα ο δεύτερος εναγόμενος νεμόταν τα ακίνητα διανοία κυρίου καταβάλλοντος για την οικοδόμηση και εκμετάλλευσή τους μεγάλη οικονομική δαπάνη και επωμιζόμενος στεγαστικά δάνεια, δεν πρόβαλε καμμία αντίρρηση και έτσι εδραιώθηκε σε αυτούς η πεποίθηση ότι; δεν πρόκειται ποτέ να διεκδικήσει την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος και την απόδοση του μεριδίου της. Η ένσταση όμως αυτή (αρθ 281 ΑΚ) είναι αβάσιμη και συνακόλουθα αβάσιμος ο σχετικός λόγος της εφέσεως, διότι αφενός μεν η ενάγουσα δεν αδράνησε αλλά αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, ενεργούσε, ομού μάλιστα μετά των εναγομένων, ως κληρονόμος του πατρός της και αφετέρου οι όποιες δαπάνες προς κατασκευή ενοικιαζόμενων δωματίων από τον δεύτερο εναγόμενο από ‘ τις οποίες προήλθε και αύξηση της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, έγινε για την εξυπηρέτηση επιχείρησης δικής του, η οποία του απέφερε και οφέλη, οι δαπάνες δε αυτές μπορούν να αναζητηθούν από την ενάγουσα υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα α) της αντιποιήσεως από τους εναγομένους - αναιρεσείοντες του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας αναιρεσίβλητης επί των επιδίκων ακινήτων, (τα οποία είναι κληρονομιαία, αφού δεν είχαν εκφύγει της νομής των κληρονομουμένων και δη επί των 4/12 εξ αδιαιρέτου των οκτώ πρώτων επιδίκων ακινήτων και επί του 1/3 εξ αδιαιρέτου του τελευταίου ακινήτου), ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου του αποβιώσαντος την 1.5.1992 πατέρα της Ν. Δ. και του αποβιώσαντος την 4.11.2003 αδελφού της Γ. Δ. και β)της μη καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας, αφού αυτή δεν επέδειξε αδράνεια, ως προς την άσκηση του δικαιώματός της, ενώ οι δαπάνες επί των κληρονομιαίων, του δευτέρου εναγομένου, από τις οποίες προήλθε και αύξηση της κληρονομιαίας περιουσίας, έγιναν για την εξυπηρέτηση της λειτουργούσας επί κληρονομιαίου ακινήτου επιχειρήσεως, και μπορούν να αναζητηθούν από την ενάγουσα, κατά το ποσοστό που της αναλογεί. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1871 και 281 ΑΚ. Ενόψει τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν α) ως προς την ιδιότητα των επιδίκων ακινήτων ως κληρονομιαίων του πατέρα των διαδίκων, αφού αυτά είχαν εκφύγει της νομής του από το 1992, που τα είχε παραχωρήσει άτυπα στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητά τους, β)ως προς το υπαρκτό του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας στην κληρονομιά του πατέρα τους, αφού αυτή είχε λάβει από εκείνον από γονική παροχή δύο ακίνητα και είχε απεκδυθεί των δικαιωμάτων της επί των επιδίκων ακινήτων και γ)ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ είναι απαράδεκτες, γιατί υπό το πρόσχημα της ελλείψεως νομίμου βάσεως και της εκ πλαγίου παραβιάσεως των επικαλουμένων κανόνων δικαίου αναφέρονται σε κακή εκτίμηση στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (πέμπτος και έκτος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ, συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση αυτά που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά την οποία το Εφετείο α) δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι εναγόμενοι αναιρεσείοντες, από του χρόνου του θανάτου του κάθε κληρονομουμένου, κατείχαν ως κληρονόμοι τα κληρονομιαία ακίνητα, αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας αναιρεσίβλητης, καθώς και ότι ο κληρονομηθείς σύζυγος και πατέρας τους, αντίστοιχα, δεν τους είχε παραχωρήσει εν ζωή άτυπα τη νομή και κυριότητα των κληρονομιαίων, ενώ αντίθετα από τις αποδείξεις προέκυπτε ότι η ενάγουσα δεν είχε αναμειχθεί καθόλου στη διαχείριση και εκμετάλλευση των λειτουργούντων στα επίδικα επιχειρήσεων για τις οποίες ο δεύτερος εναγόμενος είχε δαπανήσει σημαντικά ποσά λαμβάνοντας στεγαστικά δάνεια και β) δέχθηκε χωρίς να διατάξει απόδειξη ότι η ενάγουσα μετείχε "ως κληρονόμος στις δίκες ανακοπών κατά της εκτέλεσης που επίσπευδε η Εθνική Τράπεζα επί των κληρονομιαίων ακινήτων" ενώ η συμμετοχή της ήταν τυπική και οφειλόταν στο ότι ο κοινός δικαιοπάροχος τους δεν είχε τίτλους επί των κληρονομιαίων επιδίκων ακινήτων, με αποτέλεσμα η επισπεύδουσα Τράπεζα να στραφεί εναντίον όλων των κληρονόμων μολονότι τα επίδικα, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις είχαν περιέλθει κατά κυριότητα στους εναγομένους αναιρεσείοντες. Ο λόγος αυτός ανεξάρτητα από το ότι είναι απαράδεκτος γιατί δεν αναφέρεται σε απόδειξη "πραγμάτων" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αφού ο πρώτος αφορά σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ο δεύτερος σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, είναι προσέτι απαράδεκτος και γιατί αφορά σε ισχυρισμούς που, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, έγιναν δεκτοί, χωρίς η βασιμότητά τους να προκύπτει από τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Ενόψει τούτων, και ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση, για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται, σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, από τον διάδικο. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔικ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 2915/2001 (αλλά και το Ν. 3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ μέχρι τρεις για κάθε πλευρά και μόνον, αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία και του Πολυμελούς (καθόσον κατά το άρθρο 11 του Ν. 1.../1984 είχαν ήδη εισαχθεί στη διαδικασία του Μονομελούς), καθώς και κάθε δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση από τους διαδίκους, ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβ/φου, ως ιδιαιτέρου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν. 3994/13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες. Εφόσον όμως, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα, μη περιλαμβανόμενες στα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔικ έγγραφα, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση, η οποία (μνεία) αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά την κατάστρωση του νομικού του συλλογισμού, δεν έλαβε υπόψη τις υπ’ αριθμ. .../24.11.2009 και .../24.11.2009 ένορκες βεβαιώσεις του Γ. Δ. και του Η. Π., που λήφθηκαν, νομότυπα, ενώπιον της συμβ/φου Καντάνου Παγώνας Ζερβουδάκη-Βαρδουλάκη, από τις οποίες προέκυπτε το ουσία βάσιμο των ισχυρισμών των εναγομένων - αναιρεσειόντων ως προς την ιδιότητα των επιδίκων ακινήτων ως μη κληρονομιαίων και ως προς την ένσταση του 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη γιατί ήταν πέραν του αριθμού των επιτρεπομένων τριών. Ειδικότερα από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι από τις προσκομισθείσες από τους εναγομένους - εκκαλούντες πέντε ένορκες βεβαιώσεις, λήφθηκαν υπόψη, ως το πρώτον προσκομισθέντα ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔικ) οι νόμιμα ληφθείσες, μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως υπ’ αριθμ. .../16.4.2013 ένορκη βεβαίωση του Ο. Λ. και η ένορκη βεβαίωση της Δ. Α. (δεν αναφέρεται ο αριθμός), ενώ από τις τρεις υπ’ αριθμ. .../24.11.2009, .../24.11.2009 και .../24.11.2009 ένορκες βεβαιώσεις των Σ. Α., Γ. Δ. και Π. Ζ. - Β. που είχαν δοθεί μεν νομότυπα, αλλά δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γιατί δεν είχαν προσκομισθεί εμπρόθεσμα εντός των οριζομένων από τα άρθρα 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔικ προθεσμιών, λήφθηκε υπόψη μόνο η πρώτη, ενώ οι δύο άλλες ως υπεράριθμες, ήτοι πέραν του επιτρεπομένου αριθμού των τριών (άρθρ. 270 παρ. 2 εδγ ΚΠολΔικ) δεν λήφθηκαν υπόψη. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.7.2014 αίτηση των Μ. χας Ν. Δ. το γένος Κ. Π. και Ι. Δ. του Ν. κατά της Κ. συζύγου Δ. Α., το γένος Ν. Δ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 169/2013 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
249 ΚΠολΔ. Η περί αναστολής(αναβολής) κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, λόγω υφισταμένης εκκρεμούς δίκης σε άλλο πολιτικό δικαστήριο είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Το οικείο αίτημα δεν αποτελεί «αίτηση» υπό την έννοια της διατάξεως του αρθ 9γ του 559 ΚΠολΔ. Η περί κλήρου αγωγή δεν περιέχει διεκδίκηση, έστω και αν ζητείται η απόδοση στον ενάγοντα του κληρονομουμένου αντικειμένου γι’ αυτό και δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομίας και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομίας. Περί κλήρου αγωγή. Προϋποθέσεις 281 ΑΚ. Δεν αρκεί η αδράνεια. Ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπονται εως τρεις. Οι πέραν του αριθμού αυτού ως υπεράριθμες δε λαμβάνονται υπόψη, μη στοιχειουμένης από την παράλειψη αυτή της αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 11γ του αρ559 ΚΠολΔ
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
Αγωγή περί κλήρου , Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Αποδείξεων εκτίμηση.
1
Αριθμός 1371/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Σ. Β. και 2) Ε. συζ. Π. Β., το γένος Γ. Π. κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Γρηγοριάδη, ο οποίος δήλωσε με τις προτάσεις του ότι διορθώνει τα στοιχεία της 2ης αναιρεσίβλητης από το εσφαλμένο "Μ. συζύγου Λ. Κ." στο ορθό "Μ. Λ. Κ.". Των αναιρεσίβλητων: 1) Μ. Π. Κ. και 2)Μ. συζύγου Λ. Κ., κατοίκων ... ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού διαδίκου Π. Ν. Κ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Μόσχο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-8-1994 και 10-2-1995 αγωγές των αρχικών διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 196/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 64/2012 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-10-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 9-4-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτει, ότι, όπως βάσιμα δήλωσαν στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, το όνομα της δεύτερης αναιρεσίβλητης είναι Μ. θυγατέρα Λ. Κ. και όχι σύζυγος Λ. Κ., που αναγράφεται στο αναιρετήριο, και γιαυτό τούτο πρέπει να διορθωθεί, καθόσον με τη διόρθωση αυτή καμμία αμφιβολία δεν γεννιέται ως προς την ταυτότητα της εν λόγω αναιρεσίβλητης. Επειδή κατά το άρθρο 577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ ο Άρειος Πάγος πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και αν αυτή δεν ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Ειδικότερα η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα άσκησής της και η εκπρόθεσμα ασκηθείσα αναίρεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου κατά το άρθρο 564 παρ.1 του ίδιου κώδικα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, στην δε προθεσμία αυτή, κατά το άρθρο 147 παρ.7 δεν υπολογίζεται το διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσιβαλλομένη, υπ’ αριθμ. 64/2012 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, επιδόθηκε από τους υπεισελθόντες, ως κληρονόμους στη θέση του αποβιώσαντος στις 13.8.2012, ήτοι μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής (12.3.2012), νικήσαντος αρχικού ενάγοντος-εναγομένου Π. Ν. Κ. προς τους αντιδίκους του, στις 16.7.2013, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. .../ 16.7.2013 και .../16.7.2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κορίνθου Γ. Σ.. Η κατά της αποφάσεως αυτής αναίρεση, ασκήθηκε κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, με την κατάθεση του δικογράφου της, στη Γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 8.10.2013, ήτοι μετά την πάροδο της προαναφερθείσας 30νήμερης προθεσμίας, η οποία ενόψει του μεσολαβήσαντος Αυγούστου συμπληρώθηκε στις 15.9.2013. Οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους, ως προς την κατάθεση των οποίων δεν έχει τηρηθεί η οριζόμενη στο άρθρο 570 ΚΠολΔικ προθεσμία, ήτοι αυτές κατατέθηκαν στις 9.11.2015 και όχι τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν τη συζήτηση και κατ’ εκτίμηση των όσων εκθέτουν σ’ αυτές, καθόσον συγχέονται τα ισχύοντα στην ποινική και πολιτική δίκη, υποβάλλουν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (άρθρ. 152 επ. ΑΚ) και ζητούν η εκπροθέσμως ασκηθείσα αναίρεσή τους να θεωρηθεί εμπρόθεσμη για λόγους ανώτερης βίας, αναγομένους σε πταίσμα του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ο οποίος ένεκα του προκεχωρημένου της ηλικίας του, δεδομένου ότι είναι ογδοντατεσσάρων ετών και της κωφότητάς του απώλεσε την προθεσμία. Το αίτημα αυτό, (ανεξάρτητα από την αοριστία του, καθόσον δεν γίνεται επίκληση τηρήσεως της προθεσμίας του άρθρου 153 ΚΠολΔικ, ήτοι της μη παρελεύσεως 30 ημερών από της άρσεως του εμποδίου), ενόψει του ότι αφορά σε ένδικο μέσο, δεν νοείται λόγω της προαναφερθείσας προθεσμίας, να υποβληθεί με τις προτάσεις, αλλά μόνο με την κατάθεση και κοινοποίηση δικογράφου μέσα στην προαναφερθείσα προθεσμία του άρθρου 153 ή με το δικόγραφο του ενδίκου μέσου, που θα πρέπει επίσης μέσα στην προθεσμία αυτή να κοινοποιηθεί, ώστε η εκπρόθεσμη άσκησή του να θεωρηθεί εμπρόθεσμη, εφόσον ο επικαλούμενος λόγος του άρθρου 152 παρ.1 κριθεί βάσιμος. Ενόψει τούτων το αίτημα αυτό είναι προεχόντως απαράδεκτο, γιατί υποβάλλεται με προτάσεις, που σε κάθε περίπτωση ως εκπρόθεσμες, όσον αφορά το αίτημα αυτό, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αλλά και γιατί ο επικαλούμενος λόγος δεν στοιχειοθετεί, κατά το άρθρο 152 παρ.2 αίτηση επαναφοράς. Ενόψει τούτων η αναίρεση, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, πρέπει αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχή της παραδεκτώς, από τους αναιρεσίβλητους, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους υποβληθείσας οικείας ενστάσεώς τους να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔικ. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει το όνομα της δεύτερης αναιρεσίβλητης, από το λανθασμένο Μ. σύζυγος Λ. Κ., στο ορθό Μ. θυγατέρα Λ. Κ.. Απορρίπτει την ασκηθείσα με τις προτάσεις των αναιρεσειόντων αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Απορρίπτει την από 8.10.2013 αίτηση του Π. Σ. Β. και Ε. συζ. Π. Β., κατά του Μ. Π. Κ. και Μ.ς θυγατ. Λ. Κ. (ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού διαδίκου Π. Ν. Κ.), για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 64/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας του αρθ 564 ΚΠολΔ προς άσκηση αναίρεσης, συνεπάγεται έκπτωση από το οικείο δικαίωμα και την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης. Το εκπρόθεσμο αίρεται με την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, των άρθ 152 επΚΠολΔ, η οποία εφόσον αφορά σε ένδικο μέσο ασκείται με την κατάθεση και επίδοση δικογράφου, ή με το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που πρέπει επίσης μέσα στην προθεσμία το αρθ153ΚΠολΔ να επιδοθεί(πταίσμα του δικηγόρου δε στοιχειοθετεί την αίτηση επαναφοράς)
Επαναφορά πραγμάτων
Επαναφορά πραγμάτων, Εκπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου.
0
Αριθμός 1361/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 468/2015 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Γ’ Τμήματος) σύμφωνα με την 176/2015 πράξη του Προέδρου του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, χωρίς κλήτευση των διαδίκων: Των αναιρεσειόντων: 1)Σ. Κ., κατοίκου ..., 2)Χ. Λ., ο οποίος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον α)Γ. Λ. του Χ. και β)Δ. Λ. του Χ., 3)Θ. Π., ο οποίος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις: α)Ε. Π., χήρα Θ., το γένος Δ. Λ., β)Α. Π. του Θ., και γ)Α. Π. του Θ., 4)Α. Τ., κατοίκου ..., και 5)Γ. Φ., ο οποίος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α)Α. Φ., χήρα Γ., το γένος Θ. Θ., β)Φ. Φ. του Γ., και γ)Α. Φ. του Γ.. Οι υπό στοιχεία 1, 2, 3, και 4 παραιτήθηκαν σύμφωνα με την από 31/7/2013 δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ένδικης αναίρεσης και οι υπό στοιχεία 5 παραιτήθηκαν σύμφωνα με την από 13/12/2013 δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ένδικης αναίρεσης που κατατέθηκαν στη Γραμματέα του Αρείου Πάγου και επιδόθηκαν στους αναιρεσιβλήτους. Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1)Σ. Γ., κατοίκου ..., 2)Π. Κ., κατοίκου ..., 3)Β. Κ., κατοίκου ..., 4)Δ. Α., κατοίκου ..., 5)Ν. Ι., κατοίκου ..., 6)Α. Β., κατοίκου ..., και 7)Ι. Β., κατοίκου ... που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Των καθών η κλήση: 1)Ι. Μ. του Δ., ως κληρονόμου της αναιρεσείουσας Κ. συζ. Δ. Μ., το γένος Ι. Λ., 2)Ε. χήρας Π. Τ., το γένος Α. Τ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του αναιρεσείοντος Π. Τ., 3α)Δ. Ζ. του Μ., β)Δ. Ζ. του Δ. και γ)Μ. Ζ. του Δ., κατοίκων ... ως κληρονόμων της αναιρεσείουσας Ε. Ζ., 4α)Ε. Σ., Ν., το γένος Ι. Ζ., κατοίκου ... β)Ε. Σ. του Ν., γ)Α. συζ. Α. Τ., το γένος Σ. Σ., κατοίκου ..., ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Γ. Σ., 5α)Σ. Π. του Σ., β)Γ. Π. του Σ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων της αναιρεσείουσας Α. Β., 6α)Ι. Δ. του Β., β)Π. Δ. του Β., και γ)Ρ. χήρας Β. Δ., το γένος Π. Ν., κατοίκου ..., ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Β. Δ., 7α)Ε. Φ. του Θ., β)Κ. συζ. Ε. Φ., το γένος Π. Σ., κατοίκων ..., ως ασκούντων την γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους 1)Θ. Φ. του Ε. και 2)Π. Φ. του Ε., των τελευταίων ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Θ. Φ., γ)Σ. Φ. του Θ., δ)Σ. συζ. Σ. Φ., το γένος Θ. Π., κατοίκων ..., ως ασκούντων την γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους 1)Μ. Φ. του Σ. και 2)Θ. Φ. του Σ., των τελευταίων ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Θ. Φ.. (Των 7α και 7γ ως κληρονόμων της Μ. Φ., χήρας Θ.), 8α)Ξ. χήρας Ι. Ξ., β)Χ. Ξ. του Ι., γ)Μ. Ξ. του Ι., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Ι. Ξ. ( Χ.), 9α)Σ. Γ., χήρας Γ., το γένος Ι. Σ., β)Γ. Γ. του Γ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Γ. Γ., 10α)Μ. χήρας Δ. Μ., το γένος Β. Π., β)Ι. Μ. του Δ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του αναιρεσείοντος Δ. Μ., που δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Μ. Α. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Οικοδομικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΝΕΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΕΠΕ", νομίμως εκπροσωπουμένου που τελεί υπό εκκαθάριση και εδρεύει στην ..., που δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Eπειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 315, 317 παρ. 3 και 318 ΚΠολΔικ, οι οποίες, κατ’ άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία, προκύπτει ότι, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της αποφάσεως, περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης διορθώσεως ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει (αυτεπαγγέλτως) δικάσιμο για τη συζήτηση, κατά την οποία και πριν από οκτώ τουλάχιστον ημέρες, πρέπει να κληθούν, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου, όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στη διορθωτέα απόφαση. Η κλήση όμως αυτή μπορεί να παραλειφθεί, για λόγους που ανάγονται στην οικονομία της δίκης, όταν από τη διόρθωση δεν βλάπτονται οι διάδικοι και δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν σ’ αυτήν. Νόμιμα επομένως, με την υπ’ αριθμ. 176/21.10.2015 πράξη του Προεδρεύοντος του παρόντος Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, φέρεται προς διόρθωση η υπ’ αριθμ. 468/2015 απόφαση του ίδιου τούτου Τμήματος, που συζητήθηκε στις 18.2.2015, ως προς την ημεροχρονολογία κρίσεώς της (διασκέψεως), η οποία στο διατακτικό της απόφασης, από προφανή παραδρομή κατά τη σύνταξή της, εσφαλμένα διατυπώθηκε ως η 17.2.2015, αντί της ορθής 17.3.2015, χωρίς προς τούτο να έχουν κλητευθεί οι διάδικοι, αφού κατ’ ουσίαν πρόκειται και μόνο για διόρθωση του διατακτικού ως προς την ημεροχρονολογία κρίσεως της απόφασης και από την εν λόγω διόρθωση αυτοί (διάδικοι) δεν βλάπτονται, ούτε και έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν. Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω εσφαλμένη ημεροχρονολογία προκύπτει από το σχέδιο δημοσιεύσεως της υπό διόρθωση απόφασης, αλλά και από την ίδια την απόφαση, η οποία φαίνεται να κρίθηκε (17.2.2015) σε χρόνο προγενέστερο της συζητήσεώς της (18.2.2015). Ενόψει τούτων πρέπει αυτεπάγγελτα και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό να διορθωθεί η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου και επιπλέον να σημειωθεί κατ’ άρθρο 320 ΚΠολΔικ, η παρούσα απόφαση στο περιθώριο της διορθούμενης απόφασης, στα δε αντίγραφα, απόγραφα ή αποσπάσματά της, πρέπει να αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία της παρούσας διορθωτικής απόφασης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την προτελευταία διάταξη του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 468/2015 αποφάσεως του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, από το εσφαλμένο " Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2015" στο ορθό " Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 17 Μαρτίου 2015". Διατάσσει τη σημείωση της παρούσας διορθωτικής απόφασης στο πρωτότυπο της διορθούμενης και την αναγραφή του αριθμού και της ημεροχρονολογίας της στα αντίγραφα, απόγραφα ή αποσπάσματα της διορθούμενης απόφασης. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αυτεπάγγελτη διόρθωση απόφασης κατά το διατακτικό της, χωρίς την οριζόμενη στο άρθ 318 ΚΠολΔ κλήτευση των διαδίκων για λόγους που ανάγονται στην οικονομία της δίκης, καθόσον οι διάδικοι δε βλάπτονται από τη διόρθωση και δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν σε αυτήν. Η διορθωτική απόφαση, κατ’ αρθ 320 σημειώνεται στο πρωτότυπο της διορθούμενης απόφασης.
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
1
Αριθμός 1372/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Πέτρο Σαλίχο και Ιωάννη Φιοράκη Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ-ΠΕΝΤΕΛΗΣ", που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Μπότη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ Των αναιρεσίβλητων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην…, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., 3) Α. Π. του Γ., ως μοναδική κληρονόμου του Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Τράκη, 4)Δήμου Βριλησσίων που εδρεύει στα Βριλήσσια και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Νόταρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-1995 αγωγή των 2ου και 3ης ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2841/1996 μη οριστική, 3535/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1101/2002 μη οριστική και 4705/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την τριτανακοπή της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 3-3-2012 τριτανακοπή του. Εκδόθηκε επ’ αυτής, η απόφαση 303/2014 του Εφετείου Αθηνών Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-3-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 21-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των παρόντων αναιρεσίβλητων ζήτησαν να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586, 587 και 588 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αυτός που δεν συμμετείχε ούτε προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε δίκη που διεξήχθει μεταξύ άλλων προσώπων, δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδόθηκε σ’ αυτή τη δίκη, αλλά μπορεί να ασκήσει κατ’ αυτής και στο δικαστήριο που την εξέδωσε τριτανακοπή, που απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων που μετείχαν στη δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα απόφαση φέρει σ’ αυτόν βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του, είτε με τις διατάξεις της, είτε με τις στηρίζουσες το διατακτικό αιτιολογίες της. Η ύπαρξη του θιγόμενου ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί στοιχείο του εννόμου συμφέροντος και της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του τριτανακόπτοντος, για την άσκηση της τριτανακοπής. Αφορμή προς άσκηση τριτανακοπής παρέχει ιδίως η ύπαρξη σχέσης δικονομικής εγγυήσεως η οποία υφίσταται μεταξύ πωλητού υποχρεουμένου, να μεταβιβάσει το πωληθέν ελεύθερο παντός δικαιώματος τρίτου, όπως ορίζει το άρθρο 514 του ΑΚ, και αγοραστού, έναντι του οποίου ευθύνεται ο πωλητής για τα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 516, 382 και 383 επ του ίδιου κώδικα. Επομένως ο πωλητής, εφόσον δεν μετείχε στην οικεία δίκη, νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει τριτανακοπή, ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε εις βάρος του αγοραστή απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η εγερθείσα από τρίτο αγωγή, περί διεκδικήσεως του πωληθέντος, αρκεί να προκύπτει από τις αιτιολογίες ή τις διατάξεις της απόφασης αυτής η ταυτότητα του πωληθέντος και του διεκδικηθέντος ακινήτου, με βάση την οποία ο αγοραστής θα έχει τη δυνατότητα αποδείξεως, έναντι του δικαιοπαρόχου του, της υπάρξεως νομικού ελαττώματος (ΑΚ517), για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του, ενώ αν από την τριτανακοπτόμενη απόφαση προκύπτει ότι το διεκδικηθέν ακίνητο δεν πουλήθηκε από τον τριτανακόπτοντα στον καθού αυτή "διεκδίκηση" στρέφεται, ο πρώτος δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί κατά του δεύτερου, με τριτανακοπή. Εξάλλου για να καταστεί κάποιος δικονομικώς εγγυητής προσώπου που ενάγει ή ενάγεται σε δίκη, πρέπει να συνδέεται με αυτόν με έννομη σχέση δυνάμει νόμιμου συμβάσεως ή αδικοπραξίας, η οποία σε περίπτωση ήττας του τελευταίου "ενάγοντα ή εναγομένου" του παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης από το δικονομικό εγγυητή. Επί μεταπώλησης ελαττωματικού πράγματος, δικονομικός εγγυητής του τελευταίου πωλητή, όταν αυτός ενάγεται από τον αγοραστή για το παραπάνω ελάττωμα καθίσταται ο αρχικός πωλητής ως άμεσος δικαιοπάροχος του τελευταίου πωλητή, όχι μόνο με βάση την έννομη σχέση που τους συνδέει από τη σύμβαση της πώλησης, αλλά και από το γεγονός ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής πώλησης και μεταθέσεως του κινδύνου υφίστατο το ελάττωμα. Το έννομο συμφέρον λειτουργεί ως αυτοτελής διαδικαστική προϋπόθεση για την έρευνα του παραδεκτού της τριτανακοπής και εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Ο τρίτος πρέπει να επικαλείται το έννομο συμφέρον του και να το εκθέτει με τρόπο σαφή, δικαιολογώντας την προσβολή της απόφασης, δεδομένου ότι τούτο αναφέρεται ρητά στο άρθρο 583 του ΚΠολΔικ. Στην τριτανακοπή (όπως και στην αναγνωριστική αγωγή) το συμφέρον απαιτείται να είναι έννομο, ατομικό και άμεσο. Η πηγή του εννόμου συμφέροντος εμφανίζεται, κατά κύριο λόγο, στις συνέπειες της δικαστικής απόφασης, που είναι ικανές να προξενήσουν βλάβη, δίχως βέβαια να προβλέπεται η ειδική (κατά περιεχόμενο) δικαιολόγηση της συνδρομής του εννόμου συμφέροντος στις άλλες περιπτώσεις. Η τριτανακοπή δικαιολογείται και όταν η βλάβη επέρχεται από τις αιτιολογίες της δικαστικής απόφασης, εφόσον σ’ αυτές περιλαμβάνονται διατάξεις με αποφασιστικό χαρακτήρα. Το στοιχείο του εννόμου συμφέροντος του τριτανακόπτοντος απαιτείται να στηρίζεται στο θετικό δίκαιο και να συμπορεύεται με τους γενικούς σκοπούς που επιδιώκει η πολιτική δίκη. Δεν θεωρείται έννομο το συμφέρον που δεν είναι άξιο δικαστικής προστασίας, είτε επειδή δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό που επιδιώκει η πολιτική δίκη, είτε επειδή η διαδικαστική πράξη προβάλλεται για σκοπούς ξένους με τους σκοπούς που η ίδια μπορεί να επιφέρει ή όταν ασκείται κακόβουλα ή καταχρηστικά. Επίσης το συμφέρον δεν είναι έννομο, όταν δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τη δικαστική προστασία, όταν δηλαδή η πράξη δεν είναι αντικειμενικά πρόσφορη ώστε να επιφέρει τη συγκεκριμένη συνέπεια που επιδιώκεται. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του, μπορεί να είναι άμεση, έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το δικαίωμα που βλάπτεται ή τίθεται σε κίνδυνο πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως και η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα. Εξάλλου η μορφή της βλάβης που απορρέει από τις έννομες συνέπειες της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται ως δικονομική βλάβη(η οποία είναι νομική βλάβη) και προκύπτει από τη σύγκριση της δικονομικής θέσης του τρίτου, πριν και μετά από την έκδοση της απόφασης. Κατά συνέπεια, ως προς την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κατά το χρόνο άσκησης της τριτανακοπής, το έννομο συμφέρον δεν υφίσταται, στην περίπτωση που δεν υφίσταται η έννομη σχέση, κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης, αλλά υφίστατο σε παρελθόντα χρόνο. Δηλαδή πρέπει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την έννοια του συμφέροντος, να μην έχουν ολοκληρωθεί στον παρελθόντα χρόνο, έτσι ώστε και η αιτούμενη και επιδιωκόμενη έννομη προστασία να μην καθίσταται πλέον χωρίς αντικείμενο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 12/2000). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την από 3-3-2012 και με αριθμό πράξεως καταθ. 679/748/11-10-2012 τριτανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του εκδώσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Εφετείου Αθηνών ζήτησε την αναγνώριση έναντι αυτού της ακυρότητας της υπ’ αριθμ.4705/2007 αποφάσεως, που εκδόθηκε επί αγωγής του δευτέρου αναιρεσίβλητου και του δικαιοπαρόχου της τρίτης των αναιρεσιβλήτων Γ. Π. κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, υπέρ του οποίου παρενέβη ο τέταρτος αναιρεσίβλητος Δήμος Βριλησσίων. Ειδικότερα στην τριτανακοπή εξετίθετο, ότι επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας με διαδίκους τους καθών η τριτανακοπή, στην οποία το τριτανακόπτον ΝΠΔΔ δεν έλαβε μέρος, ούτε προσκλήθηκε προς τούτο, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.4705/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση του δευτέρου και της τρίτης των καθών η τριτανακοπή - της τρίτης υπεισελθούσας ως εκ διαθήκης κληρονόμου στη θέση του αρχικού συνενάγοντος Γ. Π. - κατά της υπ’ αριθμ 3537/2001αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 19-7-1995 και με αριθμ. πραξ. Καταθ. 6937/1995 αγωγή του δευτέρου και του αρχικού συνενάγοντος Γ. Π., με την οποία εζητείτο να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι κατά το ποσοστό 172/1000 εξ αδιαιρέτου, ο καθένας, εκτάσεως 1300 τμ που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο ως τμήματος μείζονος οικοπέδου εκτάσεως 7565 τμ. Ότι το τριτανακόπτον ήταν κτίριο μείζονος εκτάσεως, επιφανείας 88542 τμ, στην οποία περιλαμβανόταν η επίδικη έκταση των 1300 τμ (ως τμήμα οικοδομικού τετραγώνου έκτασης 7565 τμ), η οποία αποτελούσε τμήμα του ευρύτερου κτήματος με την ονομασία ‘ ‘ ...’ ‘ , του οποίου η κυριότητα ανήκε στο τριτανακόπτον. Ότι το τριτανακόπτον την έκταση των 88542 τμ την πούλησε στον οικοδομικό συνεταιρισμό ‘ ‘ ... ‘ , με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../1965 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Χαρίλαου Βλαβιανού, τμήμα δε του ακινήτου αυτού, επιφανείας 1300 τμ (ως τμήμα έκτασης 7565 τ.μ που αποτελεί το οικοδομικό τετράγωνο 7) πούλησε ο Συνεταιρισμός σε άλλο πρόσωπο από το οποίο αγόρασαν ο δεύτερος και ο δικαιοπάροχος της τρίτης των τριτανακοπτόντων (και αρχικώς συνενάγων). Ότι το τριτανακόπτον έχει αποκτήσει την κυριότητα του ευρύτερου κτήματος με παράγωγο, άλλως πρωτότυπο τρόπο και δη χρησικτησία που είχε συμπληρωθεί στις 11-9-1915 και ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι τούτο (τριτανακόπτον) δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του ευρύτερου τούτου κτήματος, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο με χρησικτησία, καθώς και ότι η υπ’ αριθμ 211583/2843/1965 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας αφορά σε διακατοχή από το ίδιο και όχι σε κυριότητα, ενώ το επίδικο εσφαλμένα εμφανίζεται καταχωρημένο στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Αμαρουσίου ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και αφού εκτίθεται ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του κτήματος ..., που περιλαμβάνει και το επίδικο. Ζητείται να ακυρωθεί ως προς το τριτανακόπτον η τριτανακοπτόμενη απόφαση και να αναγνωρισθεί ότι το ένδικο, ως τμήμα της εκτάσεως των 7565 τ.μ που εντάσσεται στη μείζονα έκταση των 88542 τμ, που εμπεριέχεται στο κτήμα ‘ ‘ ...’ ‘ ανήκε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του τριτανακόπτοντος και μεταβιβάστηκε νομότυπα μετά της μείζονος ως άνω εκτάσεως προς το Συνεταιρισμό "...". Ότι το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος συνίσταται εις το ότι: α) με την τριτανακοπτόμενη απόφαση προσβάλλονται εμπράγματα δικαιώματα του επί του όλου κτήματος "...", τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, καθόσον με την παραδοχή της τριτανακοπτομένης ότι το τριτανακόπτον δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου αμφισβητείται η κυριότητά του στο ευρύτερο κτήμα, ενώ έχει ήδη μετβιβάσει εκτάσεις του σε τρίτους και β) ως δικονομικώς εγγυητής των δικαιοδόχων του δευτέρου και τρίτης των καθών, για τους οποίους η τριτανακοπτόμενη δέχθηκε ότι δεν απέκτησαν παραγώγως ως μη αγοράσαντες από κύριο, καθόσον το επίδικο ανήκει στο Δημόσιο, ως τμήμα του μείζονος ακινήτου των 88542 τμ, το οποίο αποτελεί τμήμα δασικής ενότητας μεγαλύτερης έκτασης. Επί της τριτανακοπής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία ως προς το αποτελούν αντικείμενο της αναιρέσεως ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του τριτανακόπτοντος αναιρεσείοντος δέχθηκε τα ακόλουθα: "Περαιτέρω κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της τριτανακοπής, το τριτανακόπτον στηρίζει το έννομο συμφέρον του α) στο ότι είναι δικονομικός εγγυητής των ηττηθέντων εναγόντων στην δίκη περί αναγνώρισης της κυριότητας τους έναντι του Δημοσίου, επικαλούμενο ότι οι τελευταίοι απέκτησαν τη κυριότητα του ακινήτου μετά από μεταβίβαση από άλλο πρόσωπο, το οποίο το αγόρασε από τον οικοδομικό συνεταιρισμό "...", Ο οποίος το αγόρασε από το τριτανακόπτον. Η τριτανακοπή όσον αφορά το λόγο αυτό, είναι απορριπτέα ως απαραδέκτως ασκηθείσα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος εξαιτίας της οποίας ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης του τριτανακόπτοντος. Τούτο δε διότι το τριτανακόπτον, όπως εκθέτει στο δικόγραφο της τριτανακοπής, δεν συνεβλήθη το ίδιο με τους δεύτερο και τρίτο των καθών η τριτανακοπή (και εναγόντων στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτομένη απόφαση) για την πώληση του ακινήτου αλλά τη σύμβαση πώλησης συνήψε με τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό. Με το ιστορικό αυτό δεν επικαλείται ότι με τους δεύτερο και τρίτο των καθ ων η τριτανακοπή, το συνδέει έννομη σχέση που να πηγάζει από νόμο, από σύμβαση ή από αδικοπραξία. Αντίθετα επικαλείται ειδικότερα ότι το επίδικο ακίνητο στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτομένη απόφαση, έκτασης 1.300 τμ., αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης που πώλησε το τριτανακόπτον, στον οικοδομικό συνεταιρισμό "...", ο οποίος το πώλησε σε άλλο πρόσωπο (που δεν αναφέρεται ονομαστικά στην τριτανακοπή) και αυτός στους β’ και γ’ των καθ ων η τριτανακοπή. Έτσι οι τελευταίοι, κατά τους ισχυρισμούς του τριτανακόπτοντος, απέκτησαν το δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι από το τριτανακόπτον το οποίο είναι μόνο ο απώτατος δικαιοπάροχος των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή. Μόνη δε η ιδιότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει κατ αυτού δικαίωμα αποζημίωσης των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή, σε περίπτωση ήττας τους στη δίκη για την αναγνώριση της κυριότητας του ακινήτου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το τριτανακοπτον δεν απέκτησε την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή των τελευταίων και δεν έχει έννομο συμφέρον, για την άσκηση της υπό κρίση τριτανακοπής, β) στο ότι (κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου) αμφισβητούνται, από τις αιτιολογίες της τριτανακοπτομένης αποφάσεως, τα εμπράγματα δικαιώματα του επί του ευρύτερου κτήματος με την ονομασία .... Και με βάση το λόγο αυτό, η τριτανακοπή είναι απορριπτέα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος διότι το τριτανακοπτον στηρίζει το έννομο συμφέρον του, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της τριτανακοπής, σε δικαίωμα που είχε κατά το παρελθόν επί του επιδίκου ακινήτου και όχι κατά την έκδοση της τριτανακοπτομένης αποφάσεως ούτε δε κατά τη συζήτηση της υπό κρίση τριτανακοπής. Όπως ισχυρίζεται το τριτανακοπτον, το 1965 πώλησε την έκταση των 88.542 τμ., μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη στην αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή μεταξύ των καθών η τριτανακοπή, στον οικοδομικό συνεταιρισμό "...". Οι έννομες συνέπειες που παράγει η τριτανακοπτομένη απόφαση ως προς την κυριότητα των ειδικών διαδόχων που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο το ακίνητο μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, δεν είναι ικανές να στηρίξουν έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος για την άσκηση της κρινόμενης τριτανακοπής, διότι αυτές δεν καταλαμβάνουν το τριτανακοπτον. Εξάλλου ούτε οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης καταλαμβάνουν το τριτανακοπτον, ώστε να γεννάται αξίωση του για την αναγνώριση της ανενέργειας της τριτανακοπτομένης απόφασης ως προς αυτό αφού ήδη από το 1965 δεν είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου και στους δεύτερο και τρίτο των καθ ων η τριτανακοπή περιήλθε το εν λόγω ακίνητο μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι απευθείας από το τριτανακοπτον και δεν είχε δικαίωμα κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτομένης απόφασης ούτε απέκτησε τέτοιο δικαίωμα μετά την έκδοση αυτής. Επομένως το τριτανακοπτον δεν είναι δικονομικός εγγυητής των δευτέρου και τρίτου των καθ ων η τριτανακοπή ούτε βλάπτεται από τις αιτιολογίες της τριτανακοπτομένης αποφάσεως και ελλείπει .η διαδικαστική προϋπόθεση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος με αποτέλεσμα να καθίσταται απαράδεκτη η άσκηση της τριτανακοπής, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη ... και κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η τριτανακοπή λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε την επικαλούμενη και αναλυόμενη στη νομική σκέψη, δικονομικού δικαίου, διάταξη, του άρθρου 583 ΚΠολΔικ, δεχθέν ότι εφόσον το τριτανακόπτον δεν επικαλείται έννομη σχέση πηγάζουσα από το νόμο, από σύμβαση ή από αδικοπραξία, που να το συνδέει άμεσα με τους δεύτερο και την Τρίτη των καθών η τριτανακοπή (της τρίτης υπεισελθούσας ως εκ διαθήκης κληρονόμου στη θέση του αρχικού τρίτου συνενάγοντος) δεν είναι δικονομικός εγγυητής των εν λόγω διαδίκων και συνακόλουθα, ως μη δικαιολογούν άμεσο έννομο συμφέρον, δε νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της τριτανακοπής, δεδομένου του ότι μόνη η ιδιότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει κατ’ αυτού δικαίωμα αποζημιώσεως, από την ήττα των εν λόγω καθών η ανακοπή, στην περί αναγνωρίσεως της κυριότητας του επιδίκου, δίκης. Επίσης ως προς την αμφισβήτηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του τριτανακόπτοντος επί του ευρυτέρου ακινήτου, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση της τριτανακοπής, αφού το επικαλούμενο δικαίωμα υπήρχε κατά το παρελθόν και ότι κατά την έκδοση της τριτανακοπτομένης ή κατά τη συζήτηση της τριτανακοπής, καθώς και ότι ούτε οι αντανακλαστικές συνέπειες καταλαμβάνουν το τριτανακόπτον, ως μη έχον κεκτημένο και απαιτητό δικαίωμα επί του επιδίκου κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτομένης, αφού ήδη από το 1965 δεν είναι κύριο του επιδίκου, το οποίο περιήλθε στους δεύτερο και τρίτη των καθών, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις και όχι απευθείας από το τριτανακόπτον. Ενόψει τούτων το Εφετείο νόμιμα απέρριψε ως απαράδεκτη, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, την τριτανακοπή και ο από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των εχόντων ξεχωριστή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων, τα οποία ως προς τους αναιρεσιβλήτους Δημόσιο και Δήμο Βριλησσίων πρέπει να καταλογισθούν μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 και 3 του Ν.3693/1957 (που κατά το άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 εφαρμόζεται και επί Δήμων), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ, και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β’ 11/20-1-1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή, καθόσον δεν προέκυψε ότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος, ΝΠΔΔ, έγινε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-3-2015 αίτηση του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία ‘ ‘ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΕΝΤΕΛΗΣ’ ‘ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, του Α. Π. του Ι., της Α. Π. του Γ. και του Δήμου Βριλησσίων, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 303/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ για το πρώτο αναιρεσίβλητο, των χιλίων οκτακοσίων (1800) Ευρώ για τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων και των εξακοσίων (600) Ευρώ ως προς τον τέταρτο των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τριτανακοπή 714,612. Έννομο συμφέρον. Πότε υφίσταται. Λειτουργεί ως αυτοτελής διαδικαστική προϋπόθεση για την έρευνα του παραδεκτού της τριτανακοπής, και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Πρέπει να είναι έννομο ατομικό και άμεσο. Η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, μπορεί να είναι άμεση έμμεση ή και ενδεχόμενη, αλλά το δικαίωμα που βλάπτεται ή τίθεται σε κίνδυνο πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό. Κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως και η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα.
Τριτανακοπή
Έννομο συμφέρον , Τριτανακοπή .
0
Αριθμός 1341/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών:1)Χ. συζ. Α. Κ., το γένος Γ. Χ., κατοίκου ..., 2)Θ. χας Ν. Φ. το γένος Γ. Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν μετά η 1η , δια η 2η του πληρεξουσίου Δικηγόρου Γεωργίου Παπαλάμπρου. Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Π. Γ., το γένος Α. Σ., κατοίκου ... που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Κόλια. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-7-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3940/2010 μη οριστική απόφαση και 2229/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5554/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 5-12-2014 αίτησή τους και τους από 10-9-2015 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι επ’ αυτής . Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε να γίνουν δεκτοί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή τους καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ.3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι....όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α)η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νού και β)η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνωστές ψυχώσεις, όπως λ.χ. μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νού και σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.α. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν, όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου της σύνταξης της διαθήκης "όχι ακριβώς και κατά το χρόνο σύνταξής της" έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε, ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε αυτή να επιδέχεται στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αποτελούσα αντικείμενο της αναίρεσης κύρια βάση της αγωγής, για ακύρωση της ένδικης διαθήκης, λόγω συνδρομής της περιπτώσεως της διατάξεως του άρθρου 1719 αρ.3 ΚΠολΔ, περί διανοητικής διαταραχής του διαθέτη, κατά το χρόνο συντάξεώς της: "Στις 8.3.2008 απεβίωσε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου νοσηλευόταν ο Ι. Τ., κάτοικος εν ζωή ... Αττικής, ηλικίας 86 ετών. Ο αποβιώσας ήταν άγαμος, κατά το χρόνο του θανάτου του άφησε πλησιέστερους συγγενείς του : 1] Τα τέκνα της προαποβιώσασας αδελφής του Β. Χ. ήτοι τους: α] Θ. σύζυγο Ν. Φ. δεύτερη ενάγουσα, β] Α. Τ., γ] Χ. Χ. ήδη σύζυγο Α. Κ., πρώτη ενάγουσα, δ] Θ. Χ., ε] Π. Χ.. 2] Τον ετεροθαλή αδελφό του Γ. Τ.. 3] Την ετεροθαλή αδελφή του Π. Σ.. 4] Τα τέκνα του προαποβιώσαντος ετεροθαλούς αδελφού του Χ. Τ. ήτοι τους: α] Θ. Τ., β] Κ. Τ.. 5] Τα τέκνα του προαποβιώσαντος ετεροθαλούς αδελφού του Η. Τ. ήτοι τους: α] Α. Τ., β] Γ. Τ., γ] Θ. Τ., δ] Μ. Τ., ε] Κ. Τ., στ] Δ. Τ.. 6] Τα τέκνα της προαποβιώσασας ετεροθαλούς αδελφής του Θ. Α., ήτοι τους: α] Σ. Κ., β] Μ. Κ. και γ] Θ. Α.. Ο θανών με την από 2-2-2004 έως 10-2-2004 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το 3862/20-6-2008 πρακτικό, εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την εναγομένη. Η τελευταία εργάζεται ως μαγείρισσα στο νοσοκομείο Παίδων. Από το έτος 1998 είχε αναλάβει μαζί με τον σύζυγο της την φροντίδα και την περιποίηση του θανόντος, ο οποίος ήταν άγαμος και δεν είχε τέκνα, αντιμετώπιζε δε προβλήματα υγείας. Συγκεκριμένα ο αποβιώσας ήδη από το έτος 1980 είχε καρδιολογικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων συνταξιοδοτήθηκε το έτος 1988 από το ΤΕΒΕ λόγω αναπηρίας. Το έτος 2000 είχε διαγνωστεί στον θανόντα καρκίνος του προστάτη, ενώ το 2005 νοσηλεύτηκε στον Ευαγγελισμό και υποβλήθηκε σε εσωτερική οστεοσύνθεση για την αντιμετώπιση αμφισφύριου κατάγματος αριστερά. Έκτοτε είχε αστάθεια και δυσχέρεια στη βάδιση. Στις 11-2-2008 εισήλθε στον Ευαγγελισμό με εστιακές κρίσεις λόγω μικρού υποσκληρίδιου αιματώματος μετά από ελαφρά κάκωση της κεφαλής. Αρχικά η κατάσταση του αντιμετωπίστηκε συντηρητικά, δύο όμως ημέρες από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο παρουσίασε πυρετό και αναπνευστική δυσχέρεια, τέθηκε σε μηχανική υποστήριξη και υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης αιματώματος. Λόγω της συνεχιζόμενης αναπνευστικής δυσχέρειας επήλθε επιβάρυνση της καρδιακής λειτουργίας του και κατέληξε στις 8-3-2008 [βλ. το με την ίδια ημερομηνία πιστοποιητικό του νοσοκομείου Ευαγγελισμός]. Σύμφωνα με την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία διενήργησε ο διορισθείς από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών νευρολόγος-ψυχίατρος Σ. Κ., "ο θανών έπασχε από οργανικό σύνδρομο συνεπεία των παθήσεων του με αποτέλεσμα την πλημμελή αιμάτωση του εγκεφάλου του. Η πορεία του οργανικού συνδρόμου ήταν αργή και προοδευτική. Με τη λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής δεν μπορούσε να έχει πλήρη διαύγεια και πνευματική ικανότητα διότι τα διαθέσιμα από την επιστήμη φάρμακα δεν θεραπεύουν τη νόσο, αλλά μόνο επιβραδύνουν την επιδείνωση της. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της σύνταξης της διαθήκης [Φεβρουάριος του 2004], ο διαθέτης έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο, το οποίο είχε επηρεάσει τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες μνήμης, κρίσης και αντίληψης. Ήταν ευάλωτος και εξαρτημένος και είχε ανάγκη βοήθειας άλλου ατόμου. Τα ανωτέρω περιορίζουν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του. Η ανικανότητα του μπορεί να μην ήταν εν όλω, αλλά οπωσδήποτε ήταν εν μέρει". Το τελικό αυτό συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης ανατρέπεται πρωτίστως από το προσκομισθέν βιβλιάριο υγείας [ΙΚΑ] του διαθέτη, στο οποίο καταγράφονται οι ασθένειες από τις οποίες αυτός έπασχε, ήτοι καρδιολογικά προβλήματα, καρκίνο του προστάτη, καταρράκτη των οφθαλμών και δυσχέρεια βάδισης λόγω κατάγματος ποδιού καθώς και τα φάρμακα που του χορηγούνταν γι’ αυτές, από το 1985 μέχρι το θάνατο του, τα οποία είχαν άμεση σχέση με τις παραπάνω παθήσεις του και ουδέν φάρμακο ελάμβανε για ενδοκρανιακές κακώσεις και για άνοια. Επίσης, από τα προσκομισθέντα ιατρικά πιστοποιητικά ουδόλως προκύπτει ότι ο θανών κατά τον επίδικο χρόνο σύνταξης της διαθήκης [2 έως 10-2-2004], παρουσίαζε διατάραξη των νοητικών του λειτουργιών. Ειδικότερα, η έλλειψη παθολογικής αιτίας για κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, θώρακος και λιθοειδών του θανόντος, που αναγράφονται στο από 20-10-2005 έγγραφο του Νοσοκομείου "ΑΓΙΑ ΟΛΓΑ", με υπογραφή του επιμελητή Α’ Ι. Σ., στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η αξονική εγκεφάλου απεικονίζει άριστη και πλήρη υγεία και απολύτως φυσιολογικά και υγιή στοιχεία και έλλειψη επίσης κάθε εστίας παθολογικής πυκνότητας όλων των μερών του εγκεφάλου, το κοιλιακό σύστημα του οποίου εμφανίστηκε απόλυτα φυσιολογικό ως προς όλες τις παραμέτρους. Επίσης, από το από 8-3-2008 ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός προκύπτει ότι ο θανών που νοσηλεύθηκε από τις 11-2-2008 έως 8-3-2008 και κατέληξε, εισήλθε στο νοσοκομείο με εστιακές κρίσεις αριστερά λόγω μικρού υποσκληριδίου αιματώματος μετά από ελαφρά κάκωση της κεφαλής και ότι πλην των υποσκληριδίων συλλογών που προήλθαν από την κάκωση αυτή, ο ασθενής δεν παρουσίαζε εγκεφαλική ατροφία. Με αυτό συμπορεύεται και ο διορισθείς από την εναγομένη τεχνικός σύμβουλος της πραγματογνωμοσύνης, καθηγητής ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Β. Α., ο οποίος στην έκθεση του αναφέρει ότι "δεν υπάρχουν πληροφορίες για ψυχοδιανοητικές διαταραχές του διαθέτη πριν ή κατά τον επίδικο χρόνο σύνταξης της διαθήκης" και ότι από το σύνολο των δεδομένων, ήτοι αξονικών τομογραφιών Οκτωβρίου 2005, Απριλίου 2007 και Φεβρουάριου 2008 και από την εν γένει κοινωνική και συναλλακτική δραστηριότητα για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, ο θανών δεν παρουσίαζε διατάραξη στις νοητικές του λειτουργίες κατά τον επίδικο χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες με αριθμό .../1982 απόφαση του ΤΕΒΕ, με την οποία ο θανών συνταξιοδοτήθηκε εφ’ όρου ζωής με ποσοστό σωματικής αναπηρίας 67%, ουδόλως προσδιορίζει την πνευματική του κατάσταση κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης ήτοι το Φεβρουάριο του 2004. Επίσης, η προσκομιζόμενη από τις ίδιες [ενάγουσες], με ημερομηνία 10-12-2008 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ιατροδικαστή Ο. Π., είναι άσχετη με το κρίσιμο, για την παρούσα δίκη, ζήτημα της πνευματικής κατάστασης του Ι. Τ. κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης του, αφού το ερώτημα στο οποίο απαντά ο συντάξας την γνωμοδότηση αυτή, είναι αν ο διαθέτης ήταν στις 8-3-2008, την ημέρα δηλαδή που απεβίωσε, ικανός να συντάξει διαθήκη. Στερείται επίσης αποδεικτικής αξίας η προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες από 7-6-2009 έκθεση του ιδιώτη ιατρού νευρολόγου-ψυχίατρου Γ. Δ., στην οποία αυτός βεβαιώνει ότι ο θανών έπασχε, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης [έτος 2004], από οργανικό ψυχοσύνδρομο ενώ ο ίδιος που είχε εξετάσει, ως ιατρός του ΙΚΑ, στις 20-12-2005 τον θανόντα, συνταγογράφησε φάρμακα όπως το vastarel, beytina και dagrilan, που δεν είχαν σχέση με διατάραξη των νοητικών του λειτουργιών, αλλά με τις αναφερόμενες παραπάνω ασθένειες [καρδιολογικά προβλήματα, υπέρταση, καρκίνος του προστάτη και νεφρικές διαταραχές]. Από το προσκομιζόμενο βιβλιάριο υγείας του θανόντος, αποδεικνύεται ότι το φάρμακο aricept, για το οποίο ισχυρίζεται στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο εν λόγω μάρτυρας των εναγουσών, ότι το συνταγογράφησε μαζί με τα παραπάνω αναφερθέντα φάρμακα κατά τον παραπάνω χρόνο [20-12-2005] λόγω διαγνωσθείσας απ’ αυτόν εξασθένησης της μνήμης του ασθενούς, της κρίσης και της αντίληψης αυτού, διαγράφηκε την ίδια ημερομηνία από τον μάρτυρα-ιατρό, προφανώς λόγω εσφαλμένης διάγνωσης. Η καλή πνευματική κατάσταση του διαθέτη, κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αποδεικνύεται και από τις μαρτυρικές καταθέσεις ατόμων που τον έζησαν από το έτος 1990 και εντεύθεν και δη των Π. Κ. δικηγόρου του, Χ. Π. επιστάτη των κτημάτων του, Ε. Τ. και Χ. Τ. φίλων του, οι οποίοι είναι κατηγορηματικοί ως προς την απόλυτη διαύγεια και την φυσιολογική διανοητική κατάσταση του διαθέτη με τον οποίο, σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, είχαν επικοινωνία και μέχρι δύο μήνες πριν τον θάνατο του, αναφέρουν δε ότι ο διαθέτης άφησε την περιουσία του στην εναγομένη σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την αμέριστη συμπαράσταση και τις υπηρεσίες που αυτή και ο σύζυγος της εν ζωή του πρόσφεραν. Πέραν αυτών όμως, αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο για την άριστη διανοητική κατάσταση του διαθέτη, αποτελεί το λογικό και κατανοητό κείμενο της ιδιόγραφης διαθήκης του, που είναι γραμμένο με πλήρη και απόλυτο ειρμό σκέψης, με σταθερή και καθαρή γραφή σε ευθύγραμμες σειρές, η οποία [γραφή] έχει αρχαιοπρεπή ορθογραφία με πνεύματα, δασείες και ψιλές. Μια τέτοια διαθήκη δεν θα μπορούσε να συντάξει άνθρωπος που δεν είχε συνείδηση των πραττομένων ή στερείτο της χρήσης του λογικού. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη της πνευματικής υγείας του Ι. Τ. αποτελεί και το γεγονός ότι οι ενάγουσες σε ουδεμία ενέργεια προέβησαν προκειμένου να τεθεί ο δήθεν πνευματικά ασθενής θείος τους υπό δικαστική συμπαράσταση, πρωτίστως για την προστασία των περιουσιακών συμφερόντων του ιδίου, αλλά και των δικών τους μελλοντικών δικαιωμάτων στην κληρονομιά του. Αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, σε καμμία περίπτωση δεν θα παρέμεναν οι ενάγουσες απλοί θεατές, εγκαταλείποντας τον διανοητικώς πάσχοντα θείο τους, στην καταστρεπτική επιρροή της εναγομένης. Να σημειωθεί ότι κανένας άλλος από τους αναφερόμενους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος, που θα ωφελούνταν σε περίπτωση ακύρωσης της διαθήκης του, δεν συνέπραξε στην άσκηση της ένδικης αγωγής των εναγουσών και τούτο διότι διαφωνούσαν με την ενέργεια αυτή των τελευταίων. Μέχρι το έτος 2007 ο Ι. Τ. είχε κοινωνική ζωή συμμετέχοντας σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, κατά δε τα έτη 2003 και 2005 μετέβη αεροπορικώς στην Μυτιλήνη για διακοπές [βλ. τα από 4-7-2003 και 5-7-2003 ιδιόχειρα σημειώματα του αποβιώσαντος και φωτοαντίγραφα των αεροπορικών εισιτηρίων]. Η καλή όμως διανοητική κατάσταση του θανόντος, αποδεικνύεται και από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη συμβολαιογραφικές του πράξεις με διάφορους συμβαλλομένους, οι οποίες συντάχθηκαν κατά τα έτη 2001 έως 2007 σε πέντε διαφορετικά συμβολαιογραφικά γραφεία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο διαθέτης το έτος 2001 με το .../27-12-2001 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Κορωπίου Παναγιώτας Καρναμπάκου, πώλησε στην εναγομένη διαμέρισμα ιδιοκτησίας του στο Γουδί. Το έτος 2002 με το .../5-2-2002 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Δήμητρας Κόλλια, αγόρασε αγρό. Επίσης, το ίδιο έτος, προέβη στην κατάρτιση του .../27-11-2002 ειδικού πληρεξουσίου προς την εναγομένη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Γαρυφαλλιάς Καρακασιλιώτη-Μαυροφόρου. Το έτος 2003 με το 1988/10-1-2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Σπυρίδωνα Αλμπάνη πώλησε ισόγειο κατάστημα ιδιοκτησίας του στο Γουδί. Το έτος 2004 και συγκεκριμένα στις 9-2-2004. ήτοι την παραμονή της σύνταξης της διαθήκης, συμβλήθηκε στο γραφείο του Συμβολαιογράφου Νέας Μάκρης Γεωργίου Μανδρακούκα με την εργολαβική εταιρία "Ν. Β. Κ. -Ε. Β. Κ. ΟΕ" και συνέπραξε στην με αριθμό .../9-2-2004 τροποποίηση πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επίσης, σε μικρό χρονικό διάστημα από την ημέρα, που κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών, διαπιστώθηκε ότι ο θανών έπασχε από διανοητική διαταραχή και μάλιστα τέτοια που δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα, συμβλήθηκε ως αγοραστής αγροτεμαχίου στο ... Αττικής δυνάμει του .../27-12-2005 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Κορωπίου Παναγιώτας Καρναμπάκου, με αντισυμβαλλόμενο τον Α. Π. Το έτος 2007 προέβη στην σύνταξη του .../22-10-2007 πληρεξουσίου προς την εναγομένη και του .../23-10-2007 πληρεξουσίου προς τους δικηγόρους Παναγιώτη και Βασίλειο Κόλια, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορωπίου Παναγιώτας Καρναμπάκου. Οι ανωτέρω μερικές από τις συμβολαιογραφικές πράξεις, στις οποίες συμβλήθηκε ο διαθέτης Ι. Τ., αποτελούν σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την καλή ψυχική και διανοητική υγεία του, όχι μόνο κατά τον επίμαχο χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αλλά καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, στις 11-2-2008. Είναι προφανές ότι στην αντίθετη περίπτωση κανένας από τους ανωτέρω Συμβολαιογράφους, δεν θα προέβαινε στην σύνταξη οποιασδήποτε συμβολαιογραφικής πράξης, από πρόσωπο που δεν θα είχε συνείδηση των πραττομένων. Η συναλλακτική δραστηριότητα του διαθέτη και η καλή πνευματική του κατάσταση αποδεικνύεται και από τις συνεχείς παραστάσεις του, ως διαδίκου, στα ακροατήρια διαφόρων πολιτικών δικαστηρίου όπως βεβαιώνεται από τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρεται ότι παρίστατο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Ειδικότερα, κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης, παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Π. Κ. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 5-2-2004 για την εκδίκαση αγωγής του κατά της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Α. Γ. - Γ. Κ. Ο.Ε." [βλ. προσκομισθείσα 2064/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών]. Επίσης, με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο παραστάθηκε στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση αγωγής του στις 10-2-2004, δηλαδή την ημέρα κατάρτισης της διαθήκης, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα 4606/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Για την ίδια υπόθεση παραστάθηκε, ως εφεσίβλητος, με αντιδίκους την Α. Π. και την κοινοπραξία "Μ. Π. - Α. Π.", στο ακροατήριο του Εφετείου Αθηνών, στις 14-4-2005 κατά την εκδίκαση έφεσης που άσκησαν οι ως άνω αντίδικοι του, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα 8006/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο θανών παρίστατο αυτοπροσώπως στα ακροατήρια των δικαστηρίων κατά την εκδίκαση των υποθέσεών του, διότι ήθελε να είναι ενήμερος για την πορεία αυτών, γεγονός που καταμαρτυρεί την πνευματική του διαύγεια η οποία ενισχύεται και από τις με απόλυτο ειρμό και λογική συνοχή, ένορκες καταθέσεις του ως μάρτυρα, στις 12.11.2004 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και στις 25.1.2005 ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. προσκομιζόμενες 297/2005 και από 25.1.2005 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης των παραπάνω δικαστηρίων". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Στην προκειμένη περίπτωση, με το τρίτο μέρος του πέμπτου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια του αρ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία το Εφετείο κατά τον σχηματισμό της κρίσης του για την καλή ψυχική και διανοητική υγεία του διαθέτη, δέχθηκε χωρίς καμμιά προς τούτο αιτιολογία ότι "ο ιατρός Γ.Δ. έκανε λανθασμένη διάγνωση όσον αφορά το οργανικό ψυχοσύνδρομο, το οποίο διέγνωσε την 20.12.2005 στον εξετασθέντα, τότε, στο ΙΚΑ ..., διαθέτη". Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο και υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη ότι ως προς το προαναφερθέν ζήτημα το Εφετείο δέχθηκε με ανεπαρκείς αιτιολογίες α)ότι ο διαθέτης μέχρι το 2007 είχε κοινωνική ζωή συμμετέχοντας σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, κατά δε τα έτη 2003 και 2005 μετέβη αεροπορικώς στη Μυτιλήνη για διακοπές, β)ότι η καλή διανοητική κατάσταση του θανόντος προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη συμβολαιογραφικές του πράξεις με διάφορους συμβαλλόμενους, οι οποίες συντάχθηκαν κατά τα έτη 2001 έως 2007 σε πέντε διαφορετικά συμβολαιογραφικά γραφεία...Οι ανωτέρω μερικές από τις συμβολαιογραφικές πράξεις στις οποίες συμβλήθηκε ο διαθέτης Ι. Τ., αποτελούν σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την καλή ψυχική και διανοητική υγεία του, όχι μόνο κατά τον επίμαχο χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αλλά καθ’ όλο το διάστημα μέχρι την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός στις 11.2.2008. Είναι προφανές ότι στην αντίθετη περίπτωση κανένας από τους ανωτέρω συμβολαιογράφους, δεν θα προέβαινε στη σύνταξη οποιοσδήποτε συμβολαιογραφικής πράξης από πρόσωπο που δεν θα είχε συνείδηση των πραττομένων, γ)ότι η συναλλακτική δραστηριότητα του διαθέτη και η καλή πνευματική του κατάσταση αποδεικνύεται και από τις συνεχείς παραστάσεις του, ως διαδίκου, στα ακροατήρια διαφόρων πολιτικών δικαστηρίων, όπως βεβαιώνεται από τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρεται ότι παρίστατο, μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του....Ο θανών παρίστατο αυτοπροσώπως στα ακροατήρια των δικαστηρίων κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του διότι ήθελε να είναι ενήμερος για την πορεία αυτών, γεγονός που καταμαρτυρεί την πνευματική του διαύγεια, η οποία ενισχύεται από τις με απόλυτο ειρμό και λογική ένορκες καταθέσεις του ως μάρτυρα, στις 12.11.2004 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και στις 25.1.2005 ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών". Οι αιτιάσεις των λόγων αυτών (πέμπτος - τρίτο μέρος και δεύτερος πρόσθετος) αφορούν σε κατά τη γνώμη των αναιρεσειουσών, ελλείψεις, ως προς την αξιολόγηση των όσων από τις αποδείξεις προέκυψαν, οι οποίες όμως δεν ιδρύουν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως και για το ίδιο ζήτημα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο χωρίς καμμιά, προς τούτο, αιτιολογία δέχθηκε ότι "από το προσκομιζόμενο βιβλιάριο υγείας του θανόντος, αποδεικνύεται ότι το φάρμακο Aricept, για το οποίο ισχυρίζεται στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο μάρτυρας των εναγουσών ιατρός Γ.Δ. ότι το συνταγογράφησε μαζί με τα παραπάνω αναφερθέντα φάρμακα στις 20.12.2005, λόγω διαγνωσθείσας από αυτόν εξασθένησης της μνήμης του ασθενούς, της κρίσης και της αντίληψης αυτού, διαγράφηκε την ίδια ημερομηνία από τον μάρτυρα ιατρό, προφανώς λόγω εσφαλμένης διάγνωσης". Οι αιτιάσεις αυτές αφορούν σε παραδοχές, οι οποίες δεν περιέχουν ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη που να τείνουν σε κατάλυση του ασκηθέντος με την αγωγή δικαιώματος, αλλά περιέχουν πραγματικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και συνεκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αιτιολογίες της απόφασης, επιδεχόμενες μομφή από την επικαλούμενη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Για την ίδια αιτία είναι απορριπτέος και ο τρίτος πρόσθετος και από την ίδια διάταξη λόγος, κατά την οποία το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες και ως προς το ίδια ζήτημα δέχθηκε ότι "αδιαμφισβήτητη απόδειξη της πνευματικής υγείας του Ι. Τ. αποτελεί και το γεγονός ότι οι ενάγουσες σε ουδεμία ενέργεια προέβησαν προκειμένου να τεθεί ο δήθεν πνευματικά ασθενής θείος τους υπό δικαστική συμπαράσταση, πρωτίστως για την προστασία των περιουσιακών συμφερόντων του ίδιου, αλλά και των δικών τους μελλοντικών δικαιωμάτων στην κληρονομιά. Αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, σε καμία περίπτωση δεν θα παρέμεναν οι ενάγουσες απλοί θεατές, εγκαταλείποντας τον διανοητικώς πάσχοντα θείο του στην καταστροφική επιρροή της εναγομένης". Εξάλλου η αιτίαση τυ πρώτου πρόσθετου λόγου, με την οποία και υπό την επίκληση του αριθμού 10 του ίδιου άρθρου αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις αποδείξεις, ότι ο διαθέτης δεν έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο, είναι απαράδεκτη, γιατί αποδίδει στην απόφαση εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (τρίτο μέρος του πέμπτου λόγου, πρώτος, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.α και περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ), ενώ στα πλαίσια της ελεύθερης, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμησης των αποδείξεων, το δικαστήριο μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία σε κάποια αποδεικτικά μέσα από ότι σε άλλα, η δε εκτίμησή του αυτή, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ίδιου κώδικα δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Μόνο αν από τη γενική, ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο λόγος του αριθ.11γ του παραπάνω άρθρου. Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο κατά το σχηματισμό του δικανικού του πορίσματος, ως προς τη διανοητική ικανότητα του διαθέτη της ένδικης διαθήκης, δεν έλαβε υπόψη του το από 2.3.2011 ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Αγία Όλγα, στο οποίο αναφερόταν ότι το από 20.10.2005 έγγραφο του ίδιου Νοσοκομείου, που βεβαιώνει ότι "η αξονική τομογραφία εγκεφάλου απεικονίζει άριστη και πλήρη υγεία και απολύτως φυσιολογικά και υγιή στοιχεία και έλλειψη κάθε εστίας παθολογικής πυκνότητας όλων των μερών του εγκεφάλου, το κοιλιακό σύστημα του οποίου εμφανίσθηκε απόλυτα φυσιολογικό ως προς όλες τις παραμέτρους" δεν αφορά τον αποβιώσαντα 86ετή, κατά τον χρόνο του θανάτου του (8.3.2008) διαθέτη, αλλά έτερο συνονόματο του διαθέτη πρόσωπο, ήτοι τον γεννηθέντα το 1967 Ι. Τ., εάν δεν λάμβανε υπόψη το πιστοποιητικό αυτό της 2.3.2011 θα κατέληγε σε διαφορετικό ως προς την διανοητική κατάσταση του διαθέτη πόρισμα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον αναφέρεται σε έγγραφο που αφορά σε απόδειξη ισχυρισμό που δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη σε πλεοναστικό ισχυρισμό, αφού αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας του διαθέτη στις 20.10.2005, ήτοι σε χρόνο που είναι πολύ μεταγενέστερος της 2 έως 10.2.2004 που είναι ο χρόνος συντάξεως της ένδικης διαθήκης (21 περίπου μηνών) δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της, ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή. Σε κάθε περίπτωση από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα δύο επίμαχα πιστοποιητικά και κατά ανέλεγκτη κρίση θεώρησε περισσότερο αξιόπιστο το πρώτο πιστοποιητικό το περιεχόμενο του οποίου ρητά αναφέρει, και που ανταποδεικτικά και ανέλεγκτα δεν καταλύθηκε (το περιεχόμενο) από το δεύτερο (άρθρο 440 ΚΠολΔ). Με το δεύτερο μέρος του ίδιου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα το από 8.3.2008 ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός, το οποίο αναφέρει την κατάσταση της υγείας του διαθέτη κατά το χρόνο θεραπείας του στο Νοσοκομείο αυτό, από 11.2.2008 έως 8.3.2008, οπότε και απεβίωσε, το οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη γιατί εκδόθηκε από καθ’ ύλην αναρμόδια υπηρεσία του Νοσοκομείου και δη τη Γραμματεία Εξωτερικών ιατρείων, ενώ έπρεπε να εκδοθεί από τη Κεντρική Γραμματεία του Νοσοκομείου, αφού ο διαθέτης δεν εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου, αλλά νοσηλεύτηκε σ’ αυτό, ενώ προσέτι το πιστοποιητικό αυτό δεν φέρει αριθμό πρωτοκόλλου και η ορθή ημερομηνία εκδόσεώς του είναι η 28.1.2009. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον αυτοαναιρείται από το περιεχόμενο του, όπου αναφέρεται ότι το επίμαχο πιστοποιητικό εκδόθηκε από το αρμόδιο Νευροχειρουργικό Τμήμα και τον αρμόδιο ιατρό Α.Χ., του οποίου το γνήσιο της υπογραφής θεωρήθηκε από αναρμόδια γραμματεία. Η πλημμέλεια όμως αυτή, που αφορά την εσωτερική λειτουργία του Νοσοκομείου, καθώς και η έλλειψη αριθμού πρωτοκόλλου δεν καθιστούντο επίμαχο έγγραφο άκυρο, ούτε του στερούν την αποδεικτική του δύναμη ως δημοσίου εγγράφου, εσφόσον ανταποδεικτικά δεν ανατράπηκε το περιεχόμενό του (αρθρ.440 ΚΠολΔ). Αλλά και αν ακόμη αυτό ήταν άκυρο, ήταν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 εδ.β ΚΠολΔ, όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν.2915/2001, το δικαστήριο, στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας της πρωτοβάθμιας, αλλά και της κατ’ έφεση δίκης (αρθρ.524 παρ.1 ΚΠολΔ), συμπληρωματικά προς τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι τα υποστατά μεν πλήν όμως ελαττωματικά και γι’ αυτό άκυρα έγγραφα (Ολ.ΑΠ 15/2003). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (δεύτερος) και κατά το μέρος του αυτό (δεύτερο) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, χωρίς να το εξαίρει, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του ΙΚΑ του διαθέτη, με το να δεχθεί ότι από αυτό και παρά τις περί του αντιθέτου εγγραφές του, προκύπτει ότι αυτός (διαθέτης) δεν έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο και δεν λάμβανε κάποιο φάρμακο για ενδοκρανιακές κακώσεις και άνοια και ότι λόγω της παραμορφώσεως αυτής του εγγράφου δέχθηκε ότι το περιεχόμενό του ανατρέπει το συμπέρασμα της διενεργηθείσας ψυχιατρικής πραγ/νης, από τον προς τούτο διορισθέντα ως πραγ/να, με την υπ’ αριθμ.3940/2010 απόφαση του Πολ.Πρωτ.Αθηνών, νευρολόγο ψυχίατρο Σ. Κ. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα αντίθετο από το αναφερόμενο στην πραγ/νη, το οποίο εκείνες (αναιρεσείουσες) θεωρούσαν ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφασή η από την ίδια διάταξη αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο "απέδωσε περιεχόμενο ολοφάνερα διαφορετικό από το αληθές στα με αριθμούς .../20.12.2005 και .../20.12.2005 φύλλα συνταγολογίου του βιβλιαρίου υγείας του διαθέτη", με το να δεχθεί ότι τα συνταγολογηθέντα σε αυτά φάρμακα, ήτοι το vastarel, το beytina, το dagrilan και το lexotanil δεν έχουν σχέση με τη διατάραξη των νοητικών λειτουργιών του διαθέτη και το οργανικό ψυχοσύνδρομο, αλλά με καρδιολογικά προβλήματα, υπέρταση, καρκίνο του προστάτη και νεφρικές διαταραχές. Επίσης με το δεύτερο μέρος του πέμπτου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του βιβλιαρίου υγείας του διαθέτη, με το να δεχθεί ότι το συνταγογραφημένο στις 20.12.2005 φάρμακο Aricept, που αφορά σε διανοητικές παθήσεις, διαγράφτηκε την ίδια ημέρα από τον γιατρό που το συνταγογράφησε (Γ.Δ.) "προφανώς λόγω εσφαλμένης διάγνωσης" καθόσον δεν προκύπτει ότι η διαγραφή αυτή έγινε από τον γιατρό. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι για την ίδια με τον πρώτο λόγο αιτία και ειδικότερα γιατί αφορούν σε λανθασμένη κατά την εκτίμηση των αναιρεσειουσών εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων. Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (1ος, 4ος και 2ο μέρος 5ου) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (Ολ.ΑΠ 14/2004). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με αρνητικό ισχυρισμό της αγωγής ή με επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 25/2003). Εξάλλου τα αποδεικτικά μέσα πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς, ήτοι "πράγματα" κατά την απαιτουμένη κατά των εν λόγω διάταξη έννοια. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν εξέτασε λόγο εφέσεως, που αφορούσε σε παράπονο, για το ότι λήφθηκε υπόψη η αναφερομένη παραπάνω στο δεύτερο αναιρετικό λόγο, από 20.10.2005 ιατρική γνωμάτευση, του Νοσοκομείου Αγία Όλγα, ενώ από το από 2.3.2011 έγγραφο του ίδιου Νοσοκομείου προκύπτει ότι τούτο αφορά άλλο ασθενή συνονόματο του διαθέτη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί δεν αφορά σε "πράγματα" με την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε αποδεικτικά μέσα, τα οποία αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς, οι ίδιες δε αιτιάσεις ούτε ως περιεχόμενο λόγου εφέσεως συνιστούν "πράγμα", αφού αναφέρονται σε αποδεικτικά μέσα και όχι σε αυτοτελή ισχυρισμό θεμελιώνοντα την αγωγή, ενώ από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι και ο λόγος αυτός της εφέσεως λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε. Με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί και χωρίς να αποτελεί κεφάλαιο της εφέσεως, ότι το φάρμακο Aricept που ο μάρτυρας ιατρός Γ.Δ. κατέθεσε ότι το συνταγογράφησε μαζί με άλλα φάρμακα στις 20.12.2005 "λόγω διαγνωσθείσας από αυτόν εξασθένησης της μνήμης του διαθέτη καθώς και της κρίσης και αντίληψης αυτού" διαγράφηκε από τον ίδιο (ιατρό) προφανώς λόγω εσφαλμένης διάγνωσης. Οι αιτιάσεις αυτές δεν στοιχειοθετούν τον επικαλούμενο λόγο, καθόσον αναφέρονται σε συμπεράσματα και επιχειρήματα του δικαστηρίου, που τούτο συνήγαγε από την εκτίμηση των αποδείξεων, τα οποία δεν μεταβάλουν την ιστορική βάση της αγωγή και δεν συνιστούν "πράγματα" κατά την έννοια της ερευνώμενης αναιρετικής διατάξεως. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί (3ος και 1ο μέρος 5ου) καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.12.2014 και τους από 10.9.2015 πρόσθετους λόγους της Χ. συζ. Α. Κ., το γένος Γ. Χ. και Θ. χας Ν. Φ. το γένος Γ. Χ. κατά της Π. συζ. Π. Γ., το γένος Α. Σ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5554/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 25 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ιδιόγραφη διαθήκη. Προϋποθέσεις κύρους αυτής. Εννοιολογικοί προσδιορισμοί των όρων συνείδησης τω πραττομένων και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής. Χρονικό σημείο στο οποίο κρίνεται η ικανότητα για σύνταξη έγκυρης ιδιόγραφης διαθήκης 559 αρ 19. Ζητήματα. Τα επιχειρήματα δε συνιστούν αιτιολογίες. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε 55 αρ 11 περ α και περ γ 559 αρ 20 απαιτείται διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό λάθος.
Διαθήκης ακύρωση
Αγωγή αναγνωριστική, Διαθήκης ακύρωση.
1
Αριθμός 1341/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα , Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Σ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Μιχόπουλο και 2)Α. Κ. του Κ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Παναγόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.4804, 4948/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ι. Μ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Οκτωβρίου 2015 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1155/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης της Σ. Σ. και να γίνει δεκτή η αίτηση του Α. Κ.. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 155 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ, η επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο, αν δεν βρεθεί στην κατοικία ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικός ή οικιακή βοηθός ή θυρωρός, γίνεται με θυροκόλληση. Η επίδοση δε αυτή με θυροκόλληση είναι έγκυρη, μόνον όταν επακολουθεί νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου, δικηγόρου ή μη, του κατηγορουμένου αυτού και δη στην αναφερόμενη στην έκθεση ορισμού τούτου, όπως στην έκθεση εφέσεως, και όχι σε οιαδήποτε άλλη διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση τα αποτελέσματα της επίδοσης αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Αν δε γίνει νομότυπη επίδοση και προς τον αντίκλητο η επίδοση στον εκκαλούντα μόνο δεν παράγει αποτελέσματα. Αντίθετα, δεν απαιτείται για το νομότυπο της κλητεύσεως του κατηγορουμένου η επίδοση στον τυχόν διορισθέντα αντίκλητό του, όταν η επίδοση της κλήσης δεν έγινε με θυροκόλληση, αλλά με έναν από τους τρόπους που ορίζονται περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠΔ. Η κήρυξη ακυρότητας της επίδοσης της κλήσης ή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, έχει ως συνέπεια και την ανατροπή της επελθούσας με την επίδοση αναστολής της παραγραφής, ήτοι ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος τρέχει συνεχώς από την ημέρα τέλεσης αυτού και σε περίπτωση συμπληρώσεως της σχετικής προθεσμίας παραγραφής, χωρίς την αναστολή πλέον, το δικαστήριο ή το συμβούλιο, παύει το ίδιο οριστικά την ποινική δίξη, κατ’ άρθρα 111, 112 ΠΚ και 502 παρ.4 ΚΠΔ. Ο απλώς διορισµένος πληρεξούσιος δικηγόρος - συνήγορος σε πρωτοβάθμια δίκη, δεν είναι και δεν καθίσταται αυτοδικαίως και αντίκλητος δικηγόρος του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδίδονται σε αυτόν έγγραφα, όπως κλήση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διότι από καμία διάταξη δε συνάγεται ότι είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος δικηγόρος του κατηγορουμένου και άρα ότι πρέπει να επιδίδονται σε αυτόν έγγραφα, αντί αντικλήτου, όπως κλήση του κατηγορουμένου, όταν στον τελευταίο επιδίδεται κάποια κλήση με θυροκόλληση. Ο διορισμός αντικλήτου μπορεί να γίνει με την απολογία του κατηγορουμένου και με την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά της απ’ ευθείας κλήσης αυτού στο ακροατήριο και ισχύει μέχρι πέρατος της δίκης. Η μη τήρηση δε των πιο πάνω διατυπώσεων κατά την επίδοση, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ.2 ΚΠΔ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 174 παρ.2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσµατος του κατηγορουµένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των µαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ. 3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εµφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Μπορεί όµως, το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, µολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου ή του αστικώς υπευθύνου". Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 173 παρ.1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και κάθε ακυρότητα που αναφέρεται στα άρθρα 154 - 166 ΚΠΔ είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, και καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης και να επικαλεσθεί τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως μόλις εμφανισθεί και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεώς του, διαφορετικά καλύπτεται η ακυρότητα και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς να προκύπτει από την παραπάνω παρ. 2 του άρθρου 174 ή από καμία άλλη διάταξη νόμου ότι ο κατηγορούμενος για να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης λόγω άκυρης κλητεύσεώς του οφείλει να επικαλεστεί και να έχει υποστεί κάποια δικονομική βλάβη. Για τη βλάβη που αναφέρει το εδάφ. β της άνω παρ. 2, ότι δηλαδή μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, µολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου ή του αστικώς υπευθύνου, αφορά την περίπτωση που το δικαστήριο ενεργήσει αυτεπάγγελτα, χωρίς πρόταση της ακυρότητας της επίδοσης της κλήσης και χωρίς αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Η απορρίπτουσα δε την σχετική ένσταση του κατηγορουµένου απόφαση, δηλαδή, περί ακυρότητας της κλήσης στο ακροατήριο, που είναι προπαρασκευαστική, πρέπει και αυτή , κατ’ άρθρο 139 ΚΠΔ, να έχει την κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι δύο αναιρεσείοντες, προβάλλουν ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο ακυρότητας της κλητεύσεώς τους στο ακροατήριο, λόγω κλητεύσεώς τους με θυροκόλληση, χωρίς κλήση και του διορισμένου αντικλήτου δικηγόρου τους Ν. Σ., την οποία πρόβαλαν αμέσως με την εκφώνηση των ονομάτων τους στο ακροατήριο, αντιλέγοντας στην πρόοδο της δίκης, αντιρρήσεις τις οποίες το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε με αιτιολογικό που αντίκειται στις διατάξεις του ΚΠΔ και άρθρου 6 της Σύμβασης της Ρώμης. Από την προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε την έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά αθωωτικής των κατηγορουμένων αποφάσεως, προκύπτει ότι οι πράγματι ως παραπάνω παραδεκτά προβληθείσες αντιρρήσεις των δύο κατηγορουμένων στην πρόοδο της δίκης, λόγω άκυρης κλητεύσεώς τους στο ακροατήριο, απορρίφθηκαν με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδονται, στην πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ. οι αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνεργείας στην αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, (του δευτέρου) και στον δεύτερο εξ αυτών Α. Κ. οι αξιόποινες πράξεις της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (πρώτης) , που φέρονται τελεσθείσες την 26.2.2008 και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με απευθείας κλήση. Κατά της απευθείας κλήσης οι κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπ’ αριθ. 56 και 55/10.4.2013, αντίστοιχα, προσφυγές, με τις οποίες διόρισαν αντίκλητο τον δικηγόρο Αθηνών Ν. Σ. Δυνάμει της 29504/23.6.2015 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι των ως άνω αποδιδόμενων σ’ αυτούς αξιοποίνων πράξεων. Σημειωτέον ότι η πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας ήταν να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι όπως κατηγορούνται. Κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος Ι. Μ., ασκήθηκε έφεση από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στις 2.7.2015, η οποία φέρει αριθμό βιβλίου εφέσεων 2690/2015, προσδιορίστηκε δε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης προς εκδίκαση αυτής. Για την δικάσιμο αυτή επιδόθηκαν στους κατηγορούμενους κλήσεις για να αντικρούσουν την έφεση της Εισαγγελέως, στην πρώτη εξ αυτών την 24.7.2015 και μάλιστα στην ίδια προσωπικά, όπως τούτο προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό του Επιμελητή Δικαστηρίων Γ. Α. και στον δεύτερο, την 27.7.2015, περί ώρα 10:00 με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε ο ίδιος στην κατοικία του επί της οδού ..., ούτε άλλο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δικ., όπως τούτο προκύπτει από την επιδοθείσα στον εν λόγω κατηγορούμενο κλήση. Οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και, δια των συνηγόρων υπεράσπισης τους, ισχυρίστηκαν ότι η κλήση προς εμφάνιση αυτών στο παρόν Δικαστήριο επιδόθηκε σ’ αυτούς με θυροκόλληση, χωρίς να έχει επιδοθεί στον αντίκλητο δικηγόρο τους επικαλούμενοι δε ότι συντρέχει απόλυτη ακυρότητα εκ του λόγου αυτού, αντέλεξαν στην πρόοδο της δίκης. Ο ισχυρισμός περί μη νομίμου κλητεύσεως της πρώτης κατηγορουμένης κρίνεται απορριπτέος, διότι η κλήση, όπως προαναφέρθηκε, επιδόθηκε στην ίδια και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, δεν απαιτείτο να γίνει και στον αντίκλητο δικηγόρο αυτής. Καθόσον αφορά στον δεύτερο κατηγορούμενο, η κλήση προς εμφάνιση αυτού επιδόθηκε με θυροκόλληση χωρίς να έχει επιδοθεί στον αντίκλητο δικηγόρο του. Και είναι γεγονός ότι η μη τήρηση των πιο πάνω διατυπώσεων, κατά την επίδοση, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο, ωστόσο, δεν έγινε επίκληση από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ούτε και αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος υπέστη κάποια βλάβη εκ του λόγου αυτού, δεδομένου ότι δεν αμφισβητεί πως έγκαιρα έλαβε γνώση της ως άνω δικασίμου, ήτοι κατά τον ως άνω χρόνο θυροκόλλησης της κλήσης στον τόπο της κατοικίας του, είχε δε, έκτοτε, χρόνο επαρκή να παρασκευάσει την υπεράσπιση του και πράγματι παρασκεύασε αυτήν, παριστάμενος και αυτός όπως και η συγκατηγορουμένη του, με τους ίδιους, κοινούς συνηγόρους υπεράσπισης, με τους οποίους είχαν παραστεί και πρωτοδίκως, και οι οποίοι πρόβαλλαν τους ισχυρισμούς τους - κοινούς γι’ αμφότερους τους κατηγορουμένους. Πρέπει παρά ταύτα, και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, να απορριφθούν αντίθετοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και συνακόλουθα οι αντιρρήσεις αυτών στην πρόοδο της δίκης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης". Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που επισκοπούνται, για την έρευνα σχετικού ως παραπάνω πρώτου λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα παρακάτω: Από το από 24-7-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Γ. Α., το οποίο δεν προσβάλλεται από τους αναιρεσείοντες για πλαστότητα, προκύπτει ότι ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής παρέδωσε προσωπικά στην ίδια την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Σ. Σ. την κλήση για εμφάνιση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την οποία καλείτο αυτή να εμφανιστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά την 7-9-2015 που θα εκδικαζόταν η με αρ. εκθ. 2690/2015 έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά της με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού δεν έγινε κλήση αυτής με θυροκόλληση, δεν χρειαζόταν επίδοση της κλήσης αυτής και στον διορισμένο αντίκλητο δικηγόρο αυτής και η κλήτευσή της στο άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι νόμιμη και οι προβληθείσες υπ’ αυτής στο ακροατήριο αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης αμέσως με την εκφώνηση του ονόματός της στο ακροατήριο, ήταν αβάσιμες και ορθά απορρίφθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ , Η’ του ΚΠΔ, της αναιρεσείουσας Σ. Σ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Όσον αφορά όμως τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Α. Κ., ο ίδιος ως παραπάνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιμος, διότι , καίτοι η κλήση για εμφάνιση αυτού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, από τον δικαστικό επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Γ. Σ., με το επισκοπούμενο από 27-7-2015 αποδεικτικό επιδόσεως, έγινε στις 27-7-2015, με θυροκόλληση, επειδή δε βρέθηκε ο ίδιος στην κατοικία του, ούτε άλλο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 1 του ΚΠΔ, δεν επιδόθηκε αντίγραφο της κλήσης και στο νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, το δικηγόρο Ν. Σ., που τον είχε διορίσει νομότυπα με τη με αρ. 55/10-4-2013 προσφυγή του κατά της απ’ ευθείας κλήσης του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διορισμός που ουδέποτε προκύπτει ή γίνεται επίκληση ότι ανακλήθηκε, αφού οι έτεροι διορισθέντες στο ακροατήριο ως συνήγοροι υπεράσπισης δικηγόροι των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, διορίστηκαν μόνο για υπεράσπιση, όχι και ως αντίκλητοι δικηγόροι, ο δε διορισμός συνηγόρου υπερασπίσεως δε σημαίνει και ορισμό αυτού ως αντικλήτου δικηγόρου, η δε παραπάνω εκτιθέμενη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για απόρριψη των παραδεκτά προβληθεισών για τον άνω λόγο αντιρρήσεων του κατηγορουμένου αυτού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για μη πρόοδο της δίκης, "ότι οι αντιρρήσεις είναι απορριπτέες, γιατί δεν έγινε επίκληση από τον αντιλέγοντα κατηγορούμενο ότι υπέστη κάποια βλάβη εκ του λόγου μη κλήτευσης του αντίκλητου δικηγόρου του", δεν βρίσκει, κατά τα προαναφερθέντα, στήριγμα στο νόμο. Επομένως, η επελθούσα ακυρότητα της κλήτευσης του άνω κατηγορουμένου Α. Κ. με θυροκόλληση, χωρίς κλήτευση και του υπάρχοντος ως άνω αντικλήτου δικηγόρου αυτού Ν. Σ., δεν καλύφθηκε και επήλθε ακυρότητα και της περαιτέρω χωρήσασας διαδικασίας και έκδοσης καταδικαστικής αποφάσεως και ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ , Η’ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος αυτού Α. Κ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αυτού και να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως του αναιρεσείοντος αυτού. 2. Περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως της Σ. Σ., λεκτέα τα εξής: Επειδή, κατά μεν την παράγραφο 1, 2, του άρθρου 17Β’ του Ν. 1756/1988 περί ΚΟΔΚΔΛ, που ορίζει ότι στα δικαστήρια που προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, όπως του Εφετείου Αθηνών, γίνεται μεν κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων, στις δικασίµους κάθε µήνα, στην παρ. όμως 8 περ. 1 του άνω νόμου ορίζεται ότι "Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή ν’ αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιµο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται: α. Ο προσδιορισµός 1) αν συµπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήµατος, οπότε ο αρµόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογηµένη πράξη, που παραµένει στη δικογραφία, 2) αν ο κατηγορούµενος κρατείται και συµπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, 3) αν πρόκειται για υποθέσεις του άρθρου 27 παρ. 2 του παρόντος νόµου, 4) αν ο νόµος ορίζει προθεσµία προσδιορισµού. β. Η αναβολή 1) αν ο νόµος ορίζει προθεσµία αναβολής, 2) αν συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντοµη ρητή δικάσιµο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση". Με την τροποποίηση δε που επήλθε στο άρθρο αυτό, με την παρ. 13 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014, η μεν παρ. 8 του άνω άρθρου καταργήθηκε, ενώ στην παρ. 9 και 10 του νέου τροποποιημένου άρθρου 17 του ν. 1756/1988, ορίζονται τα εξής: "παρ. 9. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται : α. ο προσδιορισμός : αα) αν συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία .. παρ.10 Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στα ποινικά δικαστήρια των οποίων οι συνθέσεις προσδιορίζονται με ειδική κλήρωση των δικαστικών λειτουργών, όπως του Εφετείου Αθηνών, ναι μεν απαγορεύεται να προσδιορισθεί υπόθεση σε δικάσιμο, για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, αλλά, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να γίνει τέτοιος προσδιορισμός, αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας, αν κρίνει ότι συντρέχει η άνω περίπτωση κινδύνου παραγραφής εγκλήματος, εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στην δικογραφία, κατά δε την παράγραφο 10 του άρθρου τούτου, η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, της διάταξης της παρ. 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 4, 8 παρ. 1, 25, 28 Συντάγματος, 169 παρ. 1, 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ, συνάγεται, ότι ναι μεν δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέλησή του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής ή κινδύνου παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται, η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή η αναβολή της υποθέσεως για δικάσιμο που ήδη έχει γίνει κλήρωση των συνθέσεων και είναι γνωστά πλέον τα ονόματα των δικαστών που θα δικάσουν την υπόθεση αυτή, από τον αρμόδιο εισαγγελέα και με αιτιολογημένη πράξη αυτού, που εκδίδεται έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέλησή του, από τον ορισμένο εκ του νόμου φυσικό ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός, αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος, μπορεί ν’ ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, η δε συνδρομή ή μη κινδύνου επικείμενης παραγραφής, που να δικαιολογεί την άνω σύντμηση προθεσμίας ή προσδιορισμό σε δικάσιμο που είναι γνωστή η σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου, κρίνεται από το ίδιο το δικάζον δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσείουσα ζήτησε να κηρυχθεί άκυρη η κλήτευσή της στο παραπάνω και εκδόσαν την απόφαση αυτή Δικαστήριο, διότι ο προσδιορισμός της δικασίμου της 10-9-2015, έγινε από την Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών στις 20-7-2015, ήτοι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών θα δίκαζε την υπόθεσή της μετά την κλήρωση της σύνθεσής του, που έγινε για μεν την πρόεδρο τον Ιούνιο του 2015, για δε τα μέλη στις 14-7-2015 και συνεπώς ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου, ενώ δε συνέτρεχε κίνδυνος παραγραφής, αφού η παραγραφή των πλημμελημάτων που θα δικαζόταν συμπληρώνεται στις 26-2-2016. Το ανωτέρω δικαστήριο, με προπαρασκευαστική και συμπροσβαλλόμενη (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ) απόφασή του απέρριψε το προσημειωθέν αίτημα της αναιρεσείουσας με την παρακάτω αιτιολογία: "Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1756/1988, απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται ο προσδιορισμός, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, η μη τήρηση δε, μεταξύ άλλων, της διάταξης που προβλέπει τα ανωτέρω συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 8 παρ. 1 του Συντάγματος 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ συνάγεται, ότι ναι μεν δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέληση του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται ο προσδιορισμός υπόθεσης σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου, από τον αρμόδιο εισαγγελέα, με αιτιολογημένη πράξη αυτού, έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέληση του, από τον ορισμένο εκ του νόμου δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος μπορεί ν’ ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα εις τούτον δικαιώματα (ΑΠ 2283/2004 ΠΟΕΝΛΟΓ 2004, 2768); ρύθμιση, η οποία απολύτως συνάδει προς το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ν.Δ 53/1974). Στην προκειμένη περίπτωση, η έφεση, που άσκησε η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών κατά της αθωωτικής απόφασης 29504/23.6.2015, κατατέθηκε την 2.7.2015 και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 14.7.2015, προσδιορίστηκε δε η εκδίκαση αυτής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά τον χρόνο προσδιορισμού της δικασίμου, ωστόσο, είχε γίνει η κλήρωση των μελών της συνθέσεως του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι έλαβε χώρα για μεν την Πρόεδρο τον μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους και των λοιπών μελών την 14.7.2015. Οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους αξιόποινες πράξεις φέρονται τελεσθείσες την 26.2.2008 και επίκειται παραγραφή των ως άνω πλημμελημματικών αξιοποίνων πράξεων (άρθρα 111 περ.3, 112 και 113 περ.3 του Π.Κ.). Ενόψει ακριβώς της επικείμενης παραγραφής των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, προσδιορίστηκε η εν λόγω δικάσιμος, κατ’ εξαίρεση, μολονότι είχε γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου, και μάλιστα με αιτιολογημένη πράξη του Εισαγγελέα, η οποία υπάρχει στη δικογραφία. Μετά ταύτα, και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, πρέπει να απορριφθούν όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους κατηγορούμενους, δια των συνηγόρων υπεράσπισης αυτών, περί μη νομίμου προσδιορισμού της δίκης για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης". Από την από 20-7-2015 πράξη της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών Μαρίας Γαζή, επί του σχετικού φακέλου της δικογραφίας, που επισκοπείται, προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της εφέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά της με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 14-7-2015, έγινε στις 20-7-2015, για τη δικάσιμο της 7-9- 2015, ενώ ήδη είχαν γίνει οι σχετικές κληρώσεις και ήταν γνωστή η σύνθεση του άνω Εφετείου, "κατ’ εξαίρεση λόγω επικείμενης παραγραφής της σε βαθμό πλημμελήματος εκδικαστέων αξιοποίνων πράξεων ", που έχουν χρόνο τελέσεως την 26-2-2008, κίνδυνος επικείμενης παραγραφής, που πράγματι συνέτρεχε στην προκειμένη υπόθεση που αφορούσε πλημμελήματα, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως συζητήθηκε την 9-12-2015 και ήδη, κατά τα παραπάνω, για τον ένα αναιρεσείοντα η απόφαση είναι αναιρετέα και θα παραπεμφθεί η υπόθεση για επανασυζήτηση, με χρόνο παραγραφής την 26-2-2016. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, έπεται ότι ο προσδιορισμός δικασίμου για την κρινόμενη υπόθεση από την αρμόδια Αντεισαγγελέα Εφετών έγινε νόμιμα για την δικάσιμο της 10-9-2015, "κατ’ εξαίρεση λόγω επικείμενης παραγραφής της πράξεως", για την οποία διώκεται η κατηγορούμενη (συμπλήρωση οκταετίας στις 26-2-2016) και υπάρχει τυπικά αιτιολογημένη πράξη της άνω αρμόδιας Εισαγγελέως για προσδιορισμό στην ανωτέρω σύντομη δικάσιμο, που ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου και που αναγράφεται στο σχετικό αποδεικτικό κλήτευσής του και δε χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία του κινδύνου παραγραφής. Έτσι, που αποφάνθηκε το προαναφερθέν δικαστήριο, αφενός μεν διέλαβε, στην παραπάνω προπαρασκευαστική απόφασή του, την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν, καθώς και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο, για να οδηγηθεί στο προδιαληφθέν πόρισμα, αφετέρου δε απάντησε στο ως άνω αίτημα της αναιρεσείουσας, λαμβάνοντας αυτό υπόψη του, ενώ, τέλος, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν παραβιάσθηκε, ούτε το δικαίωμα προς εμφάνισή της ενώπιον του ως άνω ουσιαστικού Δικαστηρίου, ούτε κανένα δικαίωμά της, εκ του νόμου παρεχόμενο σε αυτήν ως κατηγορούμενη, δε στερήθηκε των φυσικών της δικαστών, δεν παραβιάστηκαν οι προαναφερθείσες διατάξεις , ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 8 και 25 του Συντάγματος, ούτε κρίνονται ως αντισυνταγματικές οι παραπάνω διατάξεις, του άρθρου 17 του ν. 1756/1988, όπως ίσχυε και όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4267/12-6-2014 και του τελευταίου νόμου, γι’ αυτό και είναι, απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β’ , Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, συναφείς λόγοι αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα. 3. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του και ο πολιτικώς ενάγων, ή όχι, για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Παρέπεται απ’ όλα αυτά, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση (ΟλΑΠ 9/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αιτιολογία της εισαγγελικής εφέσεως κατά της αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, που δεν απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη, όπως αυτή ζήτησε με παραδεκτά προβληθέντα στο ακροατήριο αυτοτελή ισχυρισμό της, ενώ επήλθε απόλυτη ακυρότητα και σχετική ακυρότητα, γιατί δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο η άνω έκθεσης εφέσεως, συνιστά σάρωση της μήνυσης και της σχετικής αίτησης του πολιτικώς ενάγοντος και δεν της δόθηκε από την εισαγγελία το αιτηθέν αντίγραφο αυτής. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Σ. Σ., με την αναγνωσθείσα με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχτηκε αθώα, λόγω αμφιβολιών, για τις αποδιδόμενες σε αυτή πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνδρομής σε απάτη στο δικαστήριο, που τέλεσε ο αθωωθείς συγκατηγορούμενός της Α. Κ.. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε νομότυπα τη με αρ. 2690/2015 έφεσή του. Στην έκθεση της έφεσης αυτής, η οποία παραδεκτά επισκοπείται, αναφέρεται, ότι ο Εισαγγελέας αυτός εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την οποία κηρύχτηκε αθώα η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη και ο συγκατηγορούμενός της, για τους παρακάτω λόγους: ""Ειδικότερα από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα που εξετάστηκε στο ακροατήριο και τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο Ι. Μ. την 10-12-2007, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Αγωγή κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ και του αντιπροέδρου αυτής Α. Κ. (2ου κατηγορούμενου) με την οποία ζητούσε την αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες τις οποίες παρείχε προς την ανωτέρω εταιρία, προκειμένου να ρυθμιστεί αστική και ποινική διαφορά της εταιρίας με την εταιρία PIONEER που εδρεύει στο Παρίσι . Κατά τη διεξαγωγή της δίκης επί της ανωτέρω αγωγής την 26-2-2008 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας η πρώτη κατηγορούμενη Σ. Σ. η οποία, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντίθετων ισχυρισμών της τότε εναγόμενης εταιρίας και του συγκατηγορουμένου της Α. Κ. κατέθεσε μια σειρά γεγονότων που διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο που της απαγγέλθηκε και σύμφωνα με τα οποία η ίδια ήταν παρούσα όταν γίνονταν χρηματικές καταβολές από τον συγκατηγορούμενο της στον Ι. Μ. στο γραφείο του ο οποίος είχε αναλάβει μόνο το ποινικό σκέλος της όλης υπόθεσης και πως η ίδια έδινε τα χρηματικά ποσά στον συγκατηγορούμενο της Α. Κ. για να τα δίδει στον δικηγόρο Ι. Μ.. Τα γεγονότα που ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη προέκυψε ότι ήταν απολύτως ψευδή. Συγκεκριμένα από τα έγγραφα προέκυψε ότι ο Ι. Μ. δεν ασχολήθηκε μόνο με το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, αλλά προέβη σε σύνταξη πλήθους έγγραφων επιστολών προκειμένου να επιτύχει έναν πολύ δύσκολο εξώδικο συμβιβασμό, σε μια υπόθεση που ουσιαστικά είχε τελειώσει προπολλού με μια επιζήμια για την εταιρία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ διαιτητική απόφαση. Ωστόσο με την αδιαμφισβήτητη συνδρομή των ενεργειών του εγκαλούντα Ι. Μ., η εταιρία κατάφερε να επιτύχει την εξώδικη αποζημίωση της ύψους 1. 000.000 τουλάχιστον. Η κατηγορούμενη Σ. Σ. κατά την ακροαματική διαδικασία δεν κατάφερε να αποδείξει ότι τα όποια χρηματικά ποσά δήθεν καταβλήθηκαν στον Ι. Μ. προέρχονταν από τη δική της περιουσία. Επιπλέον το Εφετείο Αθηνών με την υπ αριθμ 2729/2009 απόφαση του, που έκανε δεκτή την έφεση του Ι. Μ. και δικαίωσε αυτόν υποχρεώνοντας τους τότε εναγόμενους εφεσίβλητους να καταβάλλουν στον τότε εκκαλούντα το ποσό της τρίτης βάσης της αγωγής του, δηλαδή περίπου 50.000 ευρώ διαψεύδει το σύνολο του περιεχόμενου της κατάθεσης της κατηγορούμενης . Συγκεκριμένα διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι έγιναν καταβολές είτε από την ίδια είτε από την ίδια είτε από οποιονδήποτε άλλο ώστε να μην έχει εξαλειφθεί η απαίτηση του Ι. Μ., διαψεύδει το γεγονός ότι ο τελευταίος ασχολήθηκε μόνο με το ποινικό μέρος της απόφασης αφού δέχεται ότι εκείνος ήταν ο συντάκτης και ο αποστολέας μιάς σειράς εγγράφων προς την αντίδικο εταιρία PIONEER τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στον εξώδικο συμβιβασμό που ακολούθησε. Το γεγονός ότι η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε και μετ’ αναίρεση εκδόθηκε η υπ. αριθμ 987/2013 του εφετείου Αθηνών που επιδίκασε μικρότερο χρηματικό ποσόν από το αρχικώς αιτηθέν (12.000 περίπου ευρώ) ουδόλως επιδρά στην διαπίστωση πως η κατάθεση της κατηγορούμενης ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο και τούτο διότι η μετ’ αναίρεση αυτή απόφαση αποδέχεται τα ίδια ακριβώς περιστατικά και τροποποιεί μόνο το οφειλόμενο ποσό. Η κατηγορούμενη ουδόλως κατάφερε στην απολογία της να αμβλύνει την ένταση του δόλου της, εμμένοντας να ισχυρίζεται τα γεγονότα που κατέθεσε και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών γνωρίζοντας ότι η αναλήθεια τους κρίθηκε αμετάκλητα. Με την πράξη της αυτή, όχι μόνο τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας καθώς τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ αριθμ 216/2008 απόφαση του, γνώριζε ότι ήταν ψευδή καθώς τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενο της , αλλά με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενο της και άμεση συνδρομή στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο που εκείνος τέλεσε, όταν πέτυχε να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της κατηγορούμενης , βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του Ι. Μ., ο οποίος επί μακρό χρονικό διάστημα εμποδίστηκε να εισπράξει την οφειλόμενη σε αυτόν δικηγορική αμοιβή. Ο υπερχειλής δόλος αμφότερων των κατηγορούμενων αναφορικά με τις πράξεις που εκείνοι τέλεσαν ομοίως αποδείχθηκε πλήρως για τους ακόλουθους λόγους: 1. η Σ. Σ. γνώριζε ότι τα όσα κατέθετε ήταν ψευδή αφού το πιθανότερο είναι ότι τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενο της και αφορά ως επί το, πλείστον γεγονότα που υποτίθεται ότι αντιλήφθηκε με τις δικές της αισθήσεις 2.Ο κατηγορούμενος της Α. Κ. ο οποίος γνώριζε πολύ καλά ότι όφειλε στον Ι. Μ. την αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο Α. Κ. ήταν εκείνος που με πειθώ φορτικότητα και παραινέσεις έπεισε την συγκατηγορούμενη του Σ. Σ., να καταθέσει τα όσα ψευδή κατάθεσε, σκοπεύοντας να αποκομίσει για τον εαυτό του και για την εταιρία την οποία εκπροσωπούσε ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ το παράνομο περιουσιακό όφελος την μη καταβολής της επίδικης δικηγορικής αμοιβής. Από τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις ως άνω αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις της για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα (η 1η), απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας (ο 2ος), ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (ο 2ος) κα άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο (η 1η) (παράβ. δηλ. των άρ. 1, 14, 26§1α 27, 46, 224§§2-1, 386§1 ΠΚ), και κατά συνέπεια έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι και να καταδικαστούν στην ανάλογη ποινή". Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων για αναιτιολόγητο της παραπάνω εισαγγελικής εφέσεως με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 29504/23.6.2015 απόφαση του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα πρακτικά, οι κατηγορούμενοι, κηρύχθηκαν αθώοι η πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ. των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνέργειας στην αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, (του δευτέρου) και ο δεύτερος εξ αυτών Α. Κ. των αξιοποίνων πράξεων της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (πρώτης). Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών άσκησε έφεση, η οποία περιλαμβάνεται στην με αριθμό βιβλίου εφέσεων 269Ό/2015 έκθεση έφεσης. Η αιτιολογία της εφέσεως της Εισαγγελέως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, διότι, θεμελιώνει τον λόγο της εφέσεως της για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής αποφάσεως περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα, δεν αρκείται η Εισαγγελέας να αναφέρει στην έφεση της, τη στερεότυπη έκφραση "για κακή εκτίμηση των αποδείξεων", αλλ’ αναφέρεται στην χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, στα έγγραφα τα οποία αναγνώστηκαν και στην απολογία των κατηγορουμένων και εκθέτει ότι, βάσει των ανωτέρω, προέκυψε η ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων, εκ των οποίων η πρώτη κατηγορουμένη, την 26.2.2008, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατά την διεξαγωγή της δίκης επί της αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος, με την οποία ζητούσε την αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες, τις οποίες παρείχε προς την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και τον αντιπρόεδρο αυτής δεύτερο κατηγορούμενο, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντιθέτων ισχυρισμών του δευτέρου κατηγορουμένου και της ως άνω, τότε εναγομένης, εταιρείας, κατέθεσε τα διαλαμβανόμενα στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά, εμφανιζόμενη να έχει ιδίαν αντίληψη περί την καταβολή χρημάτων για την ως άνω αιτία στον πολιτικώς ενάγοντα από τον συγκατηγορούμενο και περί του περιεχομένου της δοθείσης προς τον πολιτικώς ενάγοντα εντολής, τα οποία ήταν ψευδή. Αναφέρει επίσης, τα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα οποία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να πεισθεί για το γεγονός ότι η πρώτη κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος διότι τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που εξέδωσε την 216/2008 απόφαση του, γνώριζε ότι ήταν ψευδή, καθώς τα επινόησε μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο και με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενο της και άμεση συνδρομή στην αξιόποινη πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, που εκείνος τέλεσε, καθώς πέτυχε, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου ως άνω Δικαστηρίου, να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφασή του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της πρώτης κατηγορουμένης. Επίσης, με την απαιτούμενη αιτιολογία προσδιορίζονται τόσο ο τρόπος και τα μέσα και δη αυτά της φορτικότητας της πειθούς και των παραινέσεων με τα οποία ο δεύτερος, των κατηγορουμένων προκάλεσε στην πρώτη την απόφαση να τελέσει τη διωκόμενη ως άνω αξιόποινη πράξη όσο και η υποκείμενη προς τούτο δόλια προαίρεση της άμεσα συναπτόμενη με την αίσια για τον ίδιο έκβαση της δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία ήταν -εναγόμενος αποβλέποντας με την άνω άδικη πράξη του, στην απόρριψη της αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος όπερ και εγένετο, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό, την περιουσία του εγκαλούντος, ο οποίος επί μακρό χρονικό διάστημα εμποδίστηκε να εισπράξει την δικηγορική αμοιβή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η έφεση, που η εισαγγελέας άσκησε κατά της πρωτοβαθμίου αθωωτικής απόφασης, περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην σχετική έκθεση. Πρέπει, μετά ταύτα και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, να απορριφθεί ο συναφής ισχυρισμός περί απαραδέκτου της εφέσεως που προβλήθηκε από τους κατηγορουμένους δια των συνηγόρων υπεράσπισης αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης" Η αιτιολογία αυτή της εφέσεως της Εισαγγελέως, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 486 παρ.3 του ΚΠΔ, διότι θεμελιώνει τον λόγο της εφέσεως της για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθεται σ` αυτήν ποίες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής αποφάσεως περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποιά συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα εκτίθεται σαφώς στην εκ τριών σελίδων Εισαγγελική έφεση, τί προέκυψε από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό που εισφέρθηκε και αιτιολογεί τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιοποίνων πράξεων σε βάρος των αθωωθέντων δύο κατηγορουμένων και αντικρούονται πλήρως οι αντίθετες παραδοχές της αθωωτικής αποφάσεως. Ειδικότερα, δεν αρκείται η Εισαγγελέας να αναφέρει στην έφεσή της, τη στερεότυπη έκφραση "για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων", αλλά αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει ότι βάσει των ανωτέρω προέκυψε η ποινική ευθύνη των δύο κατηγορουμένων. Αναφέρει επίσης, τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις οποίες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να πεισθεί για το γεγονός ότι πράγματι η άνω κατηγορουμένη κατέθεσε ψευδή γεγονότα υπέρ του εναγομένου Α. Κ., σε γνώση τελούσα των αληθών, παραπλανήσασα το πρωτοβάθμιο αστικό δικαστήριο και αναφέρει εκτενώς και αναλυτικά από ποία αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ο υπερχειλής δόλος των κατηγορουμένων, ώστε να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση και γι’ αυτήν. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να απορρίψει την ένσταση περί απαραδέκτου της εφέσεως και στη συνέχεια με το δεχθεί την Εισαγγελική έφεση και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα, δεν υπερέβη την εξουσία του. Επίσης, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, ούτε τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης παραβιάστηκαν, διότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 2) προκύπτει ότι η Εισαγγελέας Εφετών της έδρας του δικαστηρίου ανέπτυξε στο ακροατήριο την παραπάνω Εισαγγελική έφεση, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, που πρόσβαλαν την έφεση αυτή ως απαράδεκτη, αναφέρονται εκτενώς και με λεπτομέρειες στο περιεχόμενο της υπ’ αυτών προσβαλλόμενης ως αναιτιολόγητης εφέσεως αυτής, με κατατεθέντες εκ τριών σελίδων εγγράφως και καταχωρηθέντες στα πρακτικά αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, το δε αιτιολογικό του δικαστηρίου αναφέρεται εκτενώς στην έφεση αυτή και το περιεχόμενό της και εκ τούτων συνάγεται ότι η εισαγγελική αυτή έκθεση εφέσεως αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και ουδέν υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε δικαιώματος ακροάσεως, στερήθηκαν οι κατηγορούμενοι, που σαφώς πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο αυτής από τη δικογραφία, προ της δικασίμου και πριν προβάλλουν τους άνω εκτενείς αυτοτελείς ισχυρισμούς τους και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από τη μη χορήγηση αντιγράφου της εκθέσεως εφέσεως από την Εισαγγελία, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από τον ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να μελετήσει την όλη δικογραφία στο οικείο γραφείο και τα περιεχόμενα σε αυτήν έγγραφα προ της δίκης, και λαμβάνει γνώση και όλων των αναγνωστέων εγγράφων και κατά την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, η συγκεκριμένη δε έφεση αναπτύχθηκε και στο ακροατήριο προφορικά από την Εισαγγελέα της έδρας. Επομένως, ο τρίτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Η` του ΚΠΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 4. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 4055/2-3-2012, ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α’ 296) και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση. 2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. 3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης. 4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση. 5. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή καλεί το μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση να παράσχει εξηγήσεις". Από τα παραπάνω συνάγονται τα ακόλουθα: Η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα γίνεται κατά τρεις περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 43 ΚΠΔ τρόπους: α) µε παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, στις περιπτώσεις πληµµεληµάτων, υπό τους περιορισµούς του άρθρου 244 εδ. δ’ ΚΠΔ. β) µε παραγγελία για διενέργεια κυρίας ανάκρισης, στις περιπτώσεις κακουργηµάτων και ορισµένων πληµµεληµάτων, για τα οποία συντρέχει περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων, γ) µε εισαγωγή της υπόθεσης απ’ ευθείας στο ακροατήριο µε απ’ ευθείας κλήση του κατηγορουµένου, όπου αυτό προβλέπεται, κατά το άρθρο 244 ΚΠΔ. Ήτοι, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 43 ΚΠΔ, με το άνω άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 4055/2012, που αφορά την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενόψει του ότι η καθιερωθείσα υποχρεωτική προηγούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, στο χρόνο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καθιερώνεται πλέον, ως υποχρεωτική μόνον για τα κακουργήματα, ενώ για τα πλημμελήματα, αφήνεται το ζήτημα στην κρίση του αρμόδιου για τη δίωξη εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Ειδικά με την παρ. 4, λόγω σημειωθείσας τελευταία μεγάλης αύξησης αβάσιμων αναφορών πολιτών, ανώνυμων και ψευδεπωνύμων, ορίζεται ότι, μήνυση ή αναφορά που υποβάλλεται ανωνύμως, τίθεται αμέσως στο αρχείο, και αναφέρει σχετικώς ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα Εφετών, μπορεί όμως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά την κρίση του ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, ο ίδιος ή μετά από επιστροφή από τον εισαγγελέα Εφετών, να διατάξει και προκαταρκτική εξέταση για να διερευνήσει τη βασιμότητα των καταγγελλομένων ή και αργότερα να ανασύρει μία δικογραφία από το αρχείο για επανεξέταση μιας υπόθεσης. Επομένως, μόνον αν ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα(όχι δε για πλημμέλημα), χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ.2 του άρ. 243, η δίωξη αυτή είναι άκυρη. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα προβάλλει απόλυτη ακυρότητα, η οποία αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας και συγκεκριμένα υποστηρίζοντας ότι η ακυρότητα επήλθε επειδή ασκήθηκε εναντίον της ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με απ’ ευθείας κλήση, χωρίς να έχει προηγηθεί διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης. Όμως, για τα πλημμελήματα που η αναιρεσείουσα διώχθηκε ποινικά και παραπέμφθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στο ακροατήριο με απ’ ευθείας κλήση, χωρίς να διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατά το άνω άρθρο 43 παρ.1 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που ασκήθηκε η κρινόμενη ποινική δίωξη, δεν χρειαζόταν κατά το νόμο να έχει οπωσδήποτε προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση. Άλλωστε, η από την ως παραπάνω επικαλούμενη παράλειψη δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα, ανάγεται στην προδικασία και ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί από τους κατηγορούμενους μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, ήτοι μέχρι και τη συμπλήρωση της δεκαήμερης προθεσμίας της προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών, με σχετική προσφυγή τους, κατ’ άρθρο 322 του ΚΠΔ ( βλ. Ολ.ΑΠ 1/2008). Επομένως, ο από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ ,Ε’ του ΚΠΔ, 5, 20 Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά πολιτικά δικαιώματα, συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 5. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 του ΠΚ "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όπως είχε προ της τροποποιήσεως με το Ν. 3327/2005 τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Επίσης κατ’ άρθρον 386 παρ. 1 ΠΚ, ορίζεται ότι "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: σ) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν και απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων( ψευδής ένορκη κατάθεση μάρτυρος) από τα οποία ο δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος και της απάτης σε δικαστήριο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι δύο αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι, ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο η αναιρεσείουσα Σ. Σ. και απάτης στο δικαστήριο και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα ο Α. Κ. και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και τεσσάρων μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πολιτικώς ενάγοντος, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, από τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο δεύτερος κατηγορούμενος Α. Κ. υπήρξε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", η οποία υπήρξε, από το έτος 1969, αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος ηχοσυστημάτων αυτοκινήτων στην Ελλάδα της αλλοδαπής (Βελγικής) εταιρείας "PIONEER" και από το έτος 1990 της νεοϊδρυθείσας Βελγικής εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER ....", με διαδοχικές ανανεούμενες, μετά τη λήξη τους, συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας τριετούς διάρκειας. Με τη λήξη της τελευταίας συμβάσεως, στις 31.3.2003, η αλλοδαπή εταιρεία αρνήθηκε την περαιτέρω ανανέωση της ως άνω πολυετούς συνεργασίας τους. Μετά ταύτα, η ως άνω εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", της οποίας θίγονταν τα συμφέροντα από την εξέλιξη αυτή, έχοντας ως νομικούς παραστάτες τους δικηγόρους Β. Α., καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τον Θ. Π. και Σ. Π., δικηγόρους Αθηνών, άσκησε μία σειρά αιτήσεων για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων και αγωγών, ενώ αξίωνε να της καταβληθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνολικού ποσού 7.500.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14.4.2003 (αρ.εκθ.κατ. 4415/2003) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER ...." και του Κ., ζητώντας, μεταξύ άλλων, να συνεχιστεί προσωρινά η μεταξύ των μερών σύμβαση διανομής και να μην επιτραπεί στην καθής εταιρεία να συνάψει νέα σύμβαση διανομής με οποιονδήποτε τρίτο για τα ίδια προϊόντα. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 4520/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και διετάχθη, μεταξύ άλλων, η προσωρινή συνέχιση της σύμβασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κυρίας διαφοράς και απειλήθηκε χρηματική ποινή για κάθε παράβαση, καθώς και η προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της από 1.4.2003 σύμβασης διανομής που είχε συνάψει η PIONEER με την ..., η οποία ήταν ήδη διανομέας των λοιπών προϊόντων της PIONEER για οικιακή και επαγγελματική χρήση, διορίστηκε δε διανομέας και των ως άνω προϊόντων, ενώ με την 7246/2003 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε αίτηση ανακλήσεως της ως άνω 4520/2003 απόφασης. Επίσης, κατέθεσε τις από 15.9.2003 (αρ.εκθ.κατ. 3393/2003) και από 10.11.2003 (αρ.εκθ.κατ. 4200/2003) αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας να καταδικαστούν η PIONEER και ο Κ. να της καταβάλουν χρηματική ποινή για την άρνηση συμμόρφωσης αυτών προς την 4520/2003 απόφαση ήτοι τα ποσά των 117.400 και 114.465 ευρώ αντίστοιχα. Με την 1929/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της δεύτερης αγωγής, ανεστάλη η πρόοδος της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης αγωγής. Κατά της ... και των μελών της ασκήθηκε και η από 30.9.2003 (αρ.εκθ.κατ. 11011/2003) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και επ’ αυτής εκδόθηκε η 1536/2004 απόφαση η οποία απαγόρευσε προσωρινά την καθής, μεταξύ άλλων, να παρουσιάζεται στο κοινό ως αποκλειστική αντιπρόσωπος της PIONEER και να πωλεί προσωρινά προϊόντα της ως άνω εταιρείας. Με την από 5.7.2003 προσφυγή κατά της PIONEER η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." προσέφυγε στην υπό της συμβάσεως προβλεπόμενη διαιτησία του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) στο Παρίσι, με αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να συνεχίσει την εκτέλεση της συμβάσεως διανομής για μία ακόμη τριετία. Μετά την προσφυγή στην διαιτησία η ως άνω προσφεύγουσα εταιρεία όρισε διαιτητή τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Η. Σ., η PIONEER όρισε ως διαιτητή τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Θράκης Κ. Κ. και οι δύο διαιτητές, με κοινή συμφωνία τους, ως επιδιαιτητή τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό Α. Γ. και έτσι συγκροτήθηκε από αυτούς το Διαιτητικό Δικαστήριο. Η διαδικασία ενώπιον του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου ολοκληρώθηκε την 14.12.2004 και την 5.1.2005 ακολούθησε διάσκεψη των διαιτητών. Ενώ βρισκόταν στο στάδιο αυτό η διαιτητική διαδικασία και πριν την έκδοση της απόφασης των Διαιτητών, περί τα μέσα του μηνός Μαΐου του έτους 2005, ο δεύτερος κατηγορούμενος, σε γνώση του οποίου περιήλθαν πληροφορίες, που έθεταν, κατά την κρίση του, εν αμφιβόλω την αμερόληπτη κρίση του διαιτητή Κ. Κ., διότι ήταν επόπτης και επιβλέπων καθηγητής στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του νομικού παραστάτη της PIONEER Β. Χ., αν και είχε τους τρείς ως άνω νομικούς παραστάτες ήτοι τους δικηγόρους Β. Α., Θ. Π. και Σ. Π., μετά την άρνηση του Β. Α. να αντιδικήσει με τους συναδέλφους του Κ. Κ. και Α. Γ., επισκέφτηκε τον πολιτικώς ενάγοντα Ι. Μ., Δικηγόρο Αθηνών, τον οποίο του υπέδειξε ο Α. Γ., καθηγητής, κουμπάρος και φίλος αυτού, στο Δικηγορικό του γραφείο στην Αθήνα, όπου μετέβη την 15.5.2005 και του ζήτησε να αναλάβει τον χειρισμό των ποινικών και των αστικής φύσεως υποθέσεων, καθώς και την υποστήριξη εφεξής των εννόμων συμφερόντων της εταιρείας στην ανακύψασα μεταξύ αυτής και της PIONEER διαφοράς τους, κατά τον εκάστοτε ενδεδειγμένο τρόπο, ώστε να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας έκβαση της διαιτητικής διαφοράς, αφού τον ενημέρωσε για την πορεία της ως άνω υπόθεσης και ο πολιτικώς ενάγων ενημέρωσε τον δεύτερο κατηγορούμενο ότι η αμοιβή του προκαταβάλλεται και καθορίζεται από την εργασία του και όχι από το αποτέλεσμα, χωρίς να προσδιορίσει το ύψος αυτής το οποίο θα καθόριζε μετά την μελέτη της δικογραφίας. Ο πολιτικώς ενάγων δέχθηκε την πρόταση και την 17.5.2005 ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε προσωπικά την δικογραφία στον μηνυτή, στο γραφείο αυτού. Μετά από την εξέταση των μέχρι τότε νομικών και πραγματικών δεδομένων, ως άμεση, ενδεδειγμένη και προσήκουσα ενέργεια, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εντολέως του, ο πολιτικώς ενάγων έκρινε την υποβολή αίτησης εξαίρεσης του διαιτητή Κ. Κ., τόσον ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), όσο και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την σύνταξη δε και την κατάθεση των σχετικών δικογράφων συμφωνήθηκε, μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος, ως δικηγορική αμοιβή του το συνολικό ποσό των 12.500 ευρώ, επιφυλάχθηκε, ωστόσο, ο πολιτικώς ενάγων για περαιτέρω δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του και για τον καθορισμό της συνολικής αμοιβής του, μετά την διεξοδική μελέτη και έρευνα όλων των υπαρχόντων στοιχείων της σχετικής -υπόθεσης της εντολέως του. Στα πλαίσια της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής ο πολιτικώς ενάγων συνέταξε και κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας), την από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ." περί εξαιρέσεως του Διαιτητή Κ. Κ., η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 21.10.2005 και επιδόθηκε σε όλα τα μέλη του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, παράλληλα συνέταξε και κατέθεσε στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου αντίστοιχη αίτηση εξαίρεσης του ιδίου ως άνω διαιτητή από την Επιτροπή Διαιτητών. Μετά ταύτα, ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέβαλε στον πολιτικώς ενάγοντα την συμφωνημένη, προεκτεθείσα, δικηγορική του αμοιβή και συγκεκριμένα το ποσό των 12.500 ευρώ. Για την καταβολή του ως άνω ποσού εκδόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα η 68/30.6.2005 απόδειξη, στην οποία αναφέρεται, ως αιτία δαπάνης, η σύνταξη αίτησης εξαίρεσης διαιτητή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο Παρισίων και η οποία παραδόθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο. Για το περιεχόμενο της ως άνω απόδειξης ήτοι ημερομηνία έκδοσης, ποσό και αιτιολογία δαπάνης, δεν διατυπώθηκε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη εκ μέρους των κατηγορουμένων, κατά τον χρόνο εγχειρίσεως αυτής στον δεύτερο κατηγορούμενο. Στην συνέχεια η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." ζήτησε από τον πολιτικώς ενάγοντα την εξακολούθηση της παρακολούθησης της υπόθεσης της και τη νομική υποστήριξη των συμφερόντων της, ο πολιτικώς ενάγων δε, εμπιστευόμενος τις διαβεβαιώσεις του δευτέρου κατηγορουμένου ότι η εντολέας θα του καταβάλει την δικηγορική του αμοιβή και την δήλωση του ιδίου ότι δεν μπορεί να πληρώνει ανά υπόθεση, στα πλαίσια της γενικής ως άνω εντολής που του είχε δοθεί, ήτοι του χειρισμού, κατά τον ενδεδειγμένο, κατά την κρίση του, τρόπο της επίδικης υπόθεσης της εντολέως του, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της προέβη σε πολλές δικαστικές και εξώδικες ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, συνέταξε την από 9.6.2005 ABM B2005/2896 μήνυση της εταιρείας ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ εναντίον του Κ. Κ., του Α. Χ. και του Β. Χ., η οποία κατατέθηκε, με την επιμέλεια αυτού, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αποδίδοντας στον πρώτο την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και στους λοιπούς την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης. Την 10.6,2005, κατόπιν γραπτής παραγγελίας του μηνυτή, επιδόθηκε εξώδικη γνωστοποίηση περί της ασκηθείσης ως άνω μηνύσεως, στους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ. και Μ. Γ.. Την 22.6.2005 συνέταξε και απέστειλε προς την Γραμματεία του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου τις από 21.6.2005 απόψεις της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", σε σχέση με την από 6.6.2005 αίτηση εξαίρεσης του Κ. Κ. και, στις 23.6.2005, συνέταξε εξώδικες γνωστοποιήσεις των απόψεων της ως άνω εταιρείας, οι οποίες, με γραπτή παραγγελία του, επιδόθηκαν στα μέλη της επιτροπής και τη Γραμματέα αυτής ενώ, την ίδια ημέρα, απεστάλη με φαξ στον μηνυτή, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" το από 22.6.2005 έγγραφο της Επιτροπής Διαιτητών, με τις απόψεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου επί της από 6.6.2005 αιτήσεως εξαιρέσεως του Κ. Κ., τις οποίες μελέτησε για τη νομική αξιολόγηση τους. Την 24.6.2005 συνετάγη από τον μηνυτή και παραδόθηκε στον Εκδοτικό Οίκο "Α. Ν. Σ." η από 24.6.2005 επιστολή της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", με την οποία ζητούσε να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα επί του περιεχομένου των από 14.6.2005 και 15.6.2005 επιστολών του Α. Σ. προς τους Β. Χ. και Κ. Κ. και να του χορηγηθεί φωτοαντίγραφο του .../19.10.2004 τιμολογίου της. Την 24.6.2005 συνέταξε και απέστειλε προς την Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου τις με ίδια ημερομηνία απόψεις της ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ, προς αντίκρουση των απόψεων των Κ. Κ., Α. Χ., Α. Γ. και Η. Σ., την 27.6.2005, μετά από παραγγελία του ιδίου, ως πληρεξουσίου της "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", οι από 24.6.2005 απόψεις της κοινοποιήθηκαν προς τους Κ. Κ., Α. Γ., Η. Σ. και Μ. Γ. και στις 30.6.2005 ο μηνυτής συνέταξε, για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΠ", και απέστειλε προς την Γραμματεία του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου έγγραφο, στο οποίο διευκρινίζοντο οι λόγοι που καθιστούσαν απαραίτητη την αντικατάσταση όλων των μελών της Επιτροπής Διαιτητών και ζητήθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο να καλέσει όλα τα μέλη της Επιτροπής Διαιτητών να του γνωστοποιήσουν εάν είχαν στο παρελθόν ή εξακολουθούν να έχουν οποιαδήποτε συνεργασία είτε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της PIONEER Α. Χ. και Β. Χ., είτε με την δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία "Κ. - Γ." είτε με άλλους δικηγόρους - συνεργάτες της δικηγορικής εταιρείας, παράλληλα συνέταξε τις από 30.6.2005 εξώδικες γνωστοποιήσεις προς τους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ., Μ. Γ. και Α. Χ., για την υποβολή των από 30.6.2005 απόψεων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν σ’ αυτούς μετά από γραπτή παραγγελία του μηνυτή. Την 1.7.2005 κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την επιμέλεια του μηνυτή, η με ίδια ημερομηνία και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8545/2005 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", σε βάρος των Κ. Κ., Α. Χ., Β. Χ., Α. Γ. και Η. Σ. προς επίδειξη των σ’ αυτήν αναφερομένων εγγράφων και την 4.7.2005 συνέταξε, για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", την με ίδια ημερομηνία επιστολή προς τον Μ. S., ενώ με την επιμέλεια του ιδίου κατατέθηκε, ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." για εξαίρεση του Επιδιαιτητή Α. Γ. και οι από 14.7.2005 εξώδικες γνωστοποιήσεις περί της αποστολής της ως άνω αιτήσεως εξαιρέσεως, που με την επιμέλεια του μηνυτή επιδόθηκαν στους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ., Μ. Γ. και Α. Χ. Την 14.7.2005 η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." κατέθεσε την Γ05/3403 μήνυση κατά των Κ. Κ., Α. Χ., Β. Χ. και Α. Σ., αποδίδοντας σ’ αυτούς την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και στις 27.7.2005 την ΑΒΜ Δ05/3115 μήνυση κατά του Α. Γ., Α. Χ. και Π. Α. αποδίδοντας στον πρώτο την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και τους λοιπούς ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή του πρώτου και με το από 3.8.2005 έγγραφο η ως άνω εταιρεία ενημέρωσε, περί της καταθέσεως της εν λόγω μηνύσεως, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο. Στις 27.7.2005 η ίδια εταιρεία κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αίτηση εξαίρεσης του Επιδιαιτητή Α. Γ., δικάσιμο προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 28.11.2005, ενώ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 1.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 8545/2005) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των Κ. Κ., Α. Χ.. Β. Χ., Α. Γ. και Η. Σ., με αίτημα την επίδειξη εγγράφων, παρέστη κατά την συζήτηση αυτής, συνέταξε και κατέθεσε έγγραφο σημείωμα. Την 2.9.2005 δημοσιεύθηκε η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, που ήταν αρνητική για τα συμφέροντα της προσφεύγουσας εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", δεδομένου ότι, κατά πλειοψηφία, και για τους ειδικότερα αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, απορρίφθηκε, στο σύνολο της, η προσφυγή της κατά της αντιδίκου της βελγικής εταιρείας και στις 20.10.2005 υπεγράφη το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ.", της Βελγικής εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER EUROPE Ν. V" και του S. K. προς επίλυση των διαφορών, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων, η πρώτη εταιρεία αναγνώρισε ως νομικά και ουσιαστικά ορθή την από 2.9.2005 ως άνω απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου και ανακάλεσε όλους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς που περιέχονται στις διάφορες αιτήσεις, παραιτήθηκε από τα εκκρεμή, μέχρι τον χρόνο αυτό, δικόγραφα και τα συναφή δικαιώματα, ανακάλεσε τις εκκρεμείς, μέχρι τον χρόνο αυτό, μηνύσεις για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα και για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα δήλωσε ότι στην υποβολή των μηνύσεων προέβη από συγγνωστή πλάνη και, προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών αγώνων, δικαστικών δαπανών, κλπ και προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλή διακίνηση των προϊόντων ήχου αυτοκινήτων PIONEER στην Ελληνική αγορά, η οποία είχε πληγεί από την υφιστάμενη προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της μεταξύ της PIONEER και της ... σύμβασης, συμφωνήθηκε η PIONEER να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία Κ. το συνολικό εφάπαξ ποσό των 1.000.000 ευρώ. Ο εν λόγω συμβιβασμός υπήρξε επωφελής για τα συμφέροντα της εταιρείας Κ., ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ποσό αυτό το είχε προσφέρει η PIONEER στην Κ. ήδη τον μήνα Νοέμβριο προς επίλυση όλων των διαφορών τους, πλην όμως η Κ. είχε αρνηθεί τότε την προσφορά αυτή της PIONEER, διότι, η προσφυγή αυτής ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου είχε πλέον απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη, στην επίτευξη δε του εν λόγω συμβιβασμού, όπως προκύπτει από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συνέβαλαν τόσο οι ενέργειες των προαναφερθέντων τριών πληρεξουσίων δικηγόρων της εταιρείας Κ. ήτοι των Β. Α., Θ. Π. και Σ. Π., με την επιμέλεια των οποίων είχαν ασκηθεί οι αγωγές και οι αιτήσεις περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες είχε δημιουργηθεί πρόβλημα στην ομαλή διακίνηση των προϊόντων ήχου αυτοκινήτων PIONEER στην Ελληνική αγορά, όσο και με τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος που σκοπούσαν στην αναζήτηση ενδεχομένων ποινικών ευθυνών των εμπλεκομένων άμεσα ή έμμεσα στην αντιδικία της εταιρείας Κ. με την PIONEER. Ωστόσο, η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", κατά παράβαση της μεταξύ αυτής και του πολιτικώς ενάγοντος καταρτισθείσα σύμβαση, δεν κατέβαλε στον τελευταίο την αμοιβή του. Μετά ταύτα, ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 10.12.2007 (αρ.εκθ.κατ. 667/2007) αγωγή του με την οποία ζήτησε, για την ως άνω αιτία, κυρίως το ποσό των 150.000 ευρώ, επικουρικά το ποσό των 100.000 ευρώ και επικουρικότερα το ποσό των 50.000,96 ευρώ. Κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι κατά την δικάσιμο της 26.2.2008, εξετάστηκε με την επιμέλεια των τότε εναγομένων, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και του δευτέρου κατηγορουμένου, η πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ., η οποία κατέθεσε τα ακόλουθα: "Η α’ συνάντηση έγινε 15 Μαΐου, ημέρα Κυριακή στο γραφείο του Μ.. Ήμουν εγώ, ο κ. Κ. και ο κ. Μ. και ο Α. Γ.. Ήταν σε αναμονή της έκδοσης από το Διαιτητικό Δικαστήριο. Ήταν οι κ.κ Α. και Π.. Ζητήσαμε ποινικολόγο, γιατί ο κ. Κ. ήταν δικηγόρος αντιδίκου. Ο κ. Μ. θα αναλάμβανε το ποινικό. Πριν από κάθε ενέργεια ο κ. Μ. ήθελε να πληρώνεται, 17/5 πήγε η δικογραφία στο γραφείο του την 17.5. πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του για αίτηση εξαίρεσης του κ. Κ. 6/6 κατατέθηκε η αίτηση εξαίρεσης και μετά η μήνυση για τον κ. Κ. και ζήτησε αντίστοιχα τα χρήματα. Αίτηση εξαιρέσεως του Γ., μήνυση για Κ. και Σ.. Συνολικά αμοιβή 20.500 ευρώ. Εξέδωσε απόδειξη για 30/6 προχρονολογημένη 12.500 ευρώ. Ήταν απορριπτικές οι αιτήσεις. Συρθήκαμε σε συμβιβασμό όχι επωφελή. Η συνολική απαίτηση μας από Pioneer ήταν 7.500.000 ευρώ πήραμε 1.000.000 ευρώ. Οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον κ. Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει. Πήγα φιλικά στο Γραφείο. Από εμένα έγινε η γνωριμία. Ήμουν παρούσα. Ο κ. Κ. με ενημέρωνε καθημερινά. Ο συμβιβασμός έγινε τον Σεπτέμβριο. Εγώ έδινα τα χρήματα". Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά 1) ψευδές είναι ότι, κατά την συνάντηση της 15.6.2005 ήταν, εκτός από τον δεύτερο κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα, και η ίδια παρούσα (είχε πάει φιλικά στο γραφείο), αλλά και ο Α. Γ., ενώ το αληθές είναι ότι ουδέποτε η εν λόγω κατηγορουμένη είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος, όπως τούτο προκύπτει από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία ενισχύεται και από την κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος Π. Σ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που περιέχεται στα 216/2008 πρακτικά, η οποία, εργαζόμενη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος αναφέρθηκε στην προσέλευση του δευτέρου κατηγορουμένου, όταν ζήτησε την συνδρομή του πολιτικώς ενάγοντος, χωρίς να γίνεται αναφορά στην παρουσία και τρίτων προσώπων και κυρίως της πρώτης κατηγορουμένης. Άλλωστε, δεν συνέτρεχε λόγος παρουσίας της πρώτης κατηγορουμένης, δεδομένου ότι η ίδια δεν διέθετε ειδικές γνώσεις, που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην ως άνω συνάντηση των ως άνω άμεσα ενδιαφερομένων μερών, για νομικά θέματα της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", με την οποία δεν αποδείχθηκε ότι είχε κάποια σχέση. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ανάγκη συστάσεων μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος, του δευτέρου κατηγορουμένου και του Α. Γ., εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης δεδομένου ότι ο Α. Γ. ήταν κουμπάρος και φίλος του πολιτικώς ενάγοντος και είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία αυτού με τον πολιτικώς ενάγοντα και ενημέρωση αυτού ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος θα επικοινωνήσει μαζί του, όπερ και εγένετο και στην τηλεφωνική αυτή επικοινωνία ρυθμίστηκε το μεταξύ τους ραντεβού. Μόνη η απολογία της πρώτης κατηγορουμένης, μη ενισχυόμενη από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη ασφαλή κρίση, περί της παρουσίας και αυτής ώστε να έχει ιδίαν αντίληψη περί των διαμειφθέντων, κατά την πρώτη συνάντηση του δευτέρου κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος. 2) Ψευδές είναι και το ότι ζητήθηκε ποινικολόγος και ότι ο πολιτικώς ενάγων θα αναλάμβανε το ποινικό. Η αλήθεια είναι ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER, αποδείχθηκε δε ότι σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και ο προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον ποινικής φύσης, για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας, όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής Διαιτητών, τόσο ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων, όσο και ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, σύνταξη και κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων κ.α. 3) Ψευδές είναι το ότι την 17.5.2005 πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή κατά τον χρόνο αυτό. Άλλωστε και η ίδια η κατηγορουμένη, απολογούμενη, αναφέρθηκε σε καταβολή 5.000 ευρώ την 27.5.2005, καταβολή, η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε. 4) Ψευδές είναι το ότι η συνολική αμοιβή του εγκαλούντος ήταν 20.500 ευρώ, ενώ το αληθές είναι, ότι την 30.6.2005 δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 12.500 ευρώ από τον δεύτερο κατηγορούμενο, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον δεύτερο κατηγορούμενο τη προαναφερθείσα 68/2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το ποσό αυτό ήταν το μοναδικό ποσό που του κατεβλήθη από την εντολέα του ανώνυμη εταιρεία για τις παρασχεθείσες σ’ αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Το ως άνω χρηματικό αυτό ποσό των 12.500 ευρώ δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον πολιτικώς ενάγοντα δικηγορικών υπηρεσιών προς την εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", αλλά αποκλειστικά και μόνο για την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως προκύπτει από το κείμενο της ως άνω απόδειξης παροχής υπηρεσιών. Αλλωστε δεν αποδείχθηκε η έκδοση άλλης έγγραφης απόδειξης ούτε και καταχώρηση άλλης καταβολής, προς τον πολιτικώς ενάγοντα, στα βιβλία της εταιρείας, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία διέθετε οργανωμένο λογιστήριο. 5) Ψευδές είναι ότι η ως άνω απόδειξη ήταν προχρονολογημένη, ενώ το αληθές, όπως προαναφέρθηκε, είναι ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε με την καταβολή του ποσού των 12.500 ευρώ, για την σ’ αυτήν αναφερόμενη atria καταβολής. 6) Ψευδές είναι ότι οι αιτήσεις ήταν απορριπτικές, δεδομένου ότι δύο εξ αυτών, ήτοι οι από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) και από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αιτήσεις εξαίρεσης των Κ. Κ. και Α. Γ. αντίστοιχα, οι οποίες είχαν προσδιοριστεί προς συζήτηση την 21.10.2005 η πρώτη και την 28.11.2005 η δεύτερη δεν είχαν απορριφθεί, αλλά στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στο σύνολο της η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." παραιτήθηκε από του δικογράφου των αιτήσεων, αλλά και από του αντιστοίχου δικαιώματος. 7) Ψευδές είναι ότι σύρθηκαν σε συμβιβασμό όχι επωφελή, και ότι οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει, ενώ το αληθές είναι ότι ο πολιτικώς ενάγων, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και δη για την αντιστροφή της αρνητικής για τα συμφέροντα αυτής έκβασης της προαναφερθείσης διαιτητικής δίκης, προέβη στις ως άνω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες που συνέβαλαν και αυτές σε συνδυασμό με τις λοιπές ενέργειες των αρχικών ως άνω δικηγόρων της ώστε να οδηγηθεί η εν λόγω Βελγική εταιρεία, αν και νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και να επιτευχθεί εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", καίτοι ηττηθείσα διάδικος, έλαβε, ως αποζημίωση το σεβαστό ποσό των 1.000.000 ευρώ. Βέβαια, το εάν ο συμβιβασμός ήταν ή όχι επωφελής για την ως άνω εταιρεία, ενέχει κρίση, ωστόσο, αυτή είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τα γεγονότα που κατέθεσε η εν λόγω μάρτυρας και 8) ψευδές είναι ότι η πρώτη κατηγορουμένη έδινε τα χρήματα, ενώ το αληθές είναι ότι η καταβολή του προειρημένου ποσού έγινε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.". Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η πρώτη κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα ως άνω από αυτήν κατατεθέντα ήταν ψευδή, δεδομένου ότι, λόγω της φιλικής σχέσης που διατηρούσε με τον δεύτερο κατηγορούμενο, και την καθημερινή ενημέρωση που είχε από αυτόν, όπως η ίδια παραδέχεται στην απολογία της, γνώριζε τα αληθή, ενώ είχε ιδίαν αντίληψη ότι ουδέποτε είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος ούτε είχε η ίδια δώσει χρήματα σ’ αυτόν, τα ανωτέρω δε ψευδή επινοήθηκαν από την ίδια από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντιθέτων ισχυρισμών της τότε εναγομένης εταιρείας και του συγκατηγορουμένου της. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά την συζήτηση της ως άνω από 10.12.2007 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, προς απόκρουση της αγωγής, στις οποίες, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: 1) "πράγματι μέσω του δικηγόρου και αναπληρωτού καθηγητού του Διοικητικού Δικαίου, κ. Α. Γ., ήρθαμε σε επαφή με τον ενάγοντα, με τον οποίο συναντηθήκαμε στο γραφείο του επί της οδού ... στις 15 Μαΐου 2005, ημέρα Κυριακή. Στη συνάντηση αυτή παρευρεθήκαμε ο ενάγων, ο κ. Α. Γ., ο δεύτερος εκ των εναγομένων Α. Κ. και η γνωστή και φίλη του τελευταίου Σ. Σ. 2)"Περαιτέρω, και ως προς την αμοιβή του μας εξέθεσε ότι ήθελε να καταβάλλεται προκαταβολικώς για κάθε μία από τις ενέργειες του και ζήτησε να του καταβάλλουμε το ποσόν των 5.000 ευρώ για την σύνταξη, κατάθεση και λοιπές ενέργειες που θα αφορούσαν κατ’ αρχήν την αίτηση εξαιρέσεως κατά του Κ. Κ. Μάλιστα μας δήλωσε ότι η αμοιβή του θα καταβαλλόταν ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες του, που αφορούσαν την υπόθεση εξαιρέσεως και ενδεχομένως των ποινικών ευθυνών, είχε αίσιο ή μη αποτέλεσμα. Η συζήτησή μας περιεστράφη και αφορούσε αποκλειστικώς τους χειρισμούς αναφορικά με τις υποθέσεις αυτές και η εντολή, η οποία εδόθη προς τον ενάγοντα συνίστατο στον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως του διαιτητού, που είχε ανακύψει και των τυχόν ποινικών ευθυνών, που πιθανόν προέκυπταν. Στα πλαίσια αυτά, ο β’ από εμάς συμφώνησε και έτσι την Τρίτη 17 Μαΐου 2005 παρεδόθη στον αντίδικο μας η δικογραφία, που αφορούσε την υπόθεση για τα περαιτέρω. Εν συνεχεία την Τετάρτη 18 Μαΐου 2005 η Σ. Σ. μετέβη στο γραφείο του ενάγοντος και του κατέβαλε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μας το ποσό των 5.000 ευρώ για την συμφωνηθείσα αμοιβή που αφορούσε την αίτηση εξαίρεσης". 3)"Στις 7.6.2005 ο δεύτερος από μας συναντήθηκε με τον ενάγοντα, ο οποίος εξέθεσε ότι ήτο έτοιμος να καταθέσει μήνυση εκ μέρους της εταιρείας μας εναντίον των Κ. Κ., Α. Χ. και Β. Χ., διότι κατά την άποψη του στοιχειοθετείτο εναντίον των, του μεν πρώτου ως αυτουργού, των δε άλλων ως ηθικών αυτουργών, το αδίκημα της παρασιώπησης λόγου εξαιρέσεως (άρθρ. 254 ΠΚ). Για τη σύνταξη και κατάθεση της μηνύσεως αυτής ο ενάγων μας ζήτησε ως αμοιβή το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο εδόθη σε αυτόν στις 9.6.2005, την ίδια δηλαδή ημέρα που ο τελευταίος κατέθεσε την με στοιχεία ΑΒΜ/Β 2005/2896 μήνυση εναντίον των ανωτέρω". 4)"Παραλλήλως την 1.7.2005 κατατέθηκε εκ μέρους της εταιρείας μας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η με αριθμ. καταθ.δικαιολ. 8545/2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των...Για την σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως αυτής είχε καταβληθεί προς τον ενάγοντα, ήδη από την προηγουμένη (30.6.2005) ως αμοιβή του, το ποσό των 1.500 ευρώ.". 5)"Συγχρόνως ο ενάγων κατέστησε γνωστό στον β’ από μας ότι επρόκειτο να καταθέσει μήνυση εναντίον των Κ.. Κ... διότι κατά ην άποψη του στοιχειοθετείτο πλέον εναντίον τους το έγκλημα της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο... ως αμοιβή για την ενέργεια του αυτή ζήτησε και έλαβε στις 13.7.2005 το ποσό των 3.000 ευρώ". 6)"Μετά την περιέλευση ... ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε την από 27.7.2005 και με αριθμ. κατάθ. Δικογρ. 5731/2005 αίτηση...Για την σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως αυτής ο ενάγων ζήτησε και έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο του κατεβλήθη στις 25.7.2005...Πράγματι ο ενάγων κατέθεσε την με στοιχεία ΑΒΜ/Δ05/3115 μήνυση της εταιρείας μας εναντίον των Α. Σ.Γ....για το αδίκημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και της συμμετοχής σε αυτό...Για την σύνταξη και κατάθεση της μηνύσεως αυτής, ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή την ημέρα της καταθέσεως της το αιτηθέν ποσό των 3.000 ευρώ. Επακολούθησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η συζήτηση της αιτήσεως των Ασφαλιστικών Μέτρων (αίτηση επίδειξης εγγράφων) την 1.8.2005 στην οποία παρέστη ο ενάγων...Την ημέρα μάλιστα αυτή ο ενάγων χορήγησε στον β’ από μας μία προχρονολογημένη την από 30.6.2005 υπ’ αριθμ 68 απόδειξη για ποσό 12.500 ευρώ στην οποία αναφέρεται ότι το ποσόν αυτό αντιπροσωπεύει αμοιβή για την σύνταξη αιτήσεως εξαιρέσεως διαιτητή. Βεβαίως ούτε ο αναγραφόμενος στην απόδειξη χρόνος ήταν ο πραγματικός χρόνος εκδόσεως της ούτε και το ποσόν αντιπροσώπευε αμοιβή μόνον για την αίτηση εξαιρέσεως". 7)"Από όλα όσα λεπτομερώς εκθέσαμε μέχρι τώρα καταδεικνύεται ότι οι ενέργειες - εργασίες του ενάγοντος αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνον τον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως - αρχικού και επιγενομένου - και αυτής της ποινικώς αξιόλογης συμπεριφοράς που κατά την άποψη του εστοιχειοθετείτο εκ μέρους των προαναφερομένων μελών της Επιτροπής Διαιτητών και λοιπών προσώπων. Αυτό υπήρξε άλλωστε το περιεχόμενο της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής και για τις ενέργειες του αυτές και όσες παρεπόμενες συνδέονται με αυτές έλαβε ως συνολική αμοιβή το ποσόν των 20.500 ευρώ.". 8)Η συμβιβαστική αυτή συμφωνία υπεγράφη στις 20 Οκτωβρίου 2005 στην .... Με βάση τη συμφωνία αυτή η εταιρεία μας αναγκάσθηκε να δεχθεί ως αποζημίωση το ποσό των 1.000.000 ευρώ έναντι 7.500.000 ευρώ, που διεκδικούσε, ενώ συγχρόνως υποχρεώθηκε να επιστρέψει εμπορεύματα στην PIONEER - κυρίως - πλαίσια επίδειξης προϊόντων - σημαντικής αξίας...Ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός υπήρξε ιδιαιτέρως επαχθής για την εταιρεία μας. Αναγκαστήκαμε όμως να συμβιβαστούμε, διότι μετά την έκδοση της απορριπτικής επί της προσφυγής μας αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιήλθαμε σε δεινή θέση...... 9)Εν προκειμένω πέραν του ότι η εντολή, η οποία εδόθη από τον β’ από εμάς προς τον ενάγοντα δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, η οποία κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό, ο τελευταίος δεν ανεμίχθη και στην εκδικασθείσα προσφυγή....αλλά χειρίστηκε αποκλειστικώς και μόνον το ζήτημα της εξαιρέσεως και μάλιστα ανεπιτυχώς καθόσον οι σχετικές αιτήσεις απερρίφθησαν". Από τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή τα ακόλουθα: 1) ότι στην ως άνω συνάντηση παρευρέθηκε και ο Α. Γ. και η πρώτη κατηγορουμένη, ενώ το αληθές είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι ουδέποτε η εν λόγω κατηγορουμένη είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος και ότι η συνάντηση στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος έγινε μεταξύ αυτού και του δευτέρου κατηγορουμένου, χωρίς την παρουσία της πρώτης κατηγορουμένης και του Α. Γ.. 2) ότι η εντολή, η οποία εδόθη προς τον τότε ενάγοντα συνίστατο στον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως του διαιτητού, που είχε ανακύψει και των τυχόν ποινικών ευθυνών, που τυχόν προέκυπταν, ότι την Τετάρτη 18 Μαΐου η κ. Σ. Σ. μετέβη στο γραφείο του τότε ενάγοντος και του κατέβαλε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό τους το ποσό των 5.000 ευρώ, για την συμφωνηθείσα αμοιβή που αφορούσε την αίτηση εξαιρέσεως, ενώ το αληθές είναι ότι η δοθείσα εντολή από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." προς τον πολιτικώς ενάγοντα αναφερόταν στην διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης, προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER και ότι την 18.5.2005 ουδέν ποσό κατεβλήθη από την πρώτη κατηγορουμένη, για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας. 3) ότι κατεβλήθη στον πολιτικώς ενάγοντα, α) την 9.6.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της ΑΒΜ/Β 2005/2896 μήνυσης το ποσό των 3.000 ευρώ, β) την 30.6.2005, για την σύνταξη και την κατάθεση της με αριθ. εκθ. κατ. 8545/2005 αίτησης, ως αμοιβή του το ποσό των 1.500 ευρώ, γ) την 13.7.2005, ως αμοιβή του για την κατάθεση μήνυσης εναντίον των Κ. Κ. κλπ, το ποσό των 3.000 ευρώ, δ) την 25.7.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αίτησης, ζήτησε και έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, ε) την 27.7.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της ΑΒΜ/Δ05/3115 μήνυσης κατά των Α. Γ. κλπ, έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 3.000 ευρώ, και ότι την 1.8.2005, ο πολιτικώς ενάγων χορήγησε στον δεύτερο κατηγορούμενο την προχρονολογημένη 68/30.6.2005 απόδειξη για το ποσό των 12.500 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει αμοιβή για την σύνταξη αιτήσεως εξαιρέσεως διαιτητή, ενώ το αληθές είναι ότι, την 30.6.2005, δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 12.500 ευρώ από τον δεύτερο κατηγορούμενο, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον δεύτερο κατηγορούμενο την προαναφερθείσα 68/2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το ποσό αυτό ήταν το μοναδικό ποσό που του κατεβλήθη από την εντολέα του ανώνυμη εταιρεία για τις παρασχεθείσες σ’ αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Το ως άνω χρηματικό αυτό ποσό των 12.500 ευρώ δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον πολιτικώς ενάγοντα δικηγορικών υπηρεσιών προς την εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", αλλά αποκλειστικά και μόνο για την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 4) ότι οι ενέργειες και εργασίες του ενάγοντος αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνον τον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως - αρχικού και επιγενομένου και αυτής της ποινικώς αξιόλογης συμπεριφοράς, που κατά την άποψη του, στοιχειοθετείτο εκ μέρους των προαναφερομένων μελών της Επιτροπής Διαιτητών και λοιπών προσώπων και ότι αυτό υπήρξε άλλωστε το περιεχόμενο της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής καθώς και ότι για τις ενέργειες του αυτές και όσες παρεπόμενες συνδέονται με αυτές έλαβε ως συνολική αμοιβή το ποσό των 20.500 ευρώ, ενώ το αληθές είναι ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης, προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER, αποδείχθηκε δε ότι, σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον ποινικής φύσης για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιριών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής Διαιτητών, τόσο ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων, όσο και ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, σύνταξη και κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων κ. α. και ότι το μόνο ποσό που ο πολιτικώς ενάγων έλαβε από την εντολέα του εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." ήταν το προαναφερθέν ποσό των 12.500 ευρώ, που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 5) ότι η εταιρεία αναγκάσθηκε να δεχθεί ως αποζημίωση το ποσό των 1.000.000 ευρώ, έναντι 7.500.000 ευρώ που διεκδικούσε, ότι αναγκάσθηκαν να συμβιβαστούν διότι μετά την έκδοση της απορριπτικής επί της προσφυγής τους αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιήλθαν σε δεινή θέση, ενώ το αληθές είναι ότι και με τις ως άνω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος η βελγική εταιρεία, καίτοι νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, ήχθη σε διαπραγματεύσεις για την εξώδικη επίλυση της μεταξύ των δύο ανωνύμων εταιρειών διαφοράς και επετεύχθη εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", καίτοι ηττηθείσα διάδικος έλαβε, ως αποζημίωση το σεβαστό ποσό των 1.000.000 ευρώ, και 6) ότι η εντολή η οποία δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα δεν είχε σχέση με την υπόθεση, η οποία κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό και ότι χειρίστηκε αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της εξαιρέσεως και μάλιστα ανεπιτυχώς καθόσον οι σχετικές αιτήσεις απερρίφθησαν, ενώ το αληθές είναι ότι η δοθείσα στον πολιτικώς ενάγοντα εντολή αφορούσε την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία ΡΙΟΝΕΕR, αποδείχθηκε δε ότι, σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου, ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον αιτήσεις εξαιρέσεως, για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας, όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων κ.α., με τις οποίες συνέβαλε στην επίτευξη του εξώδικου συμβιβασμού, ενώ δύο από τις αιτήσεις εξαίρεσης ήτοι οι από 6,6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) και από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αιτήσεις εξαίρεσης των Κ. Κ. και Α. Γ. αντίστοιχα, οι οποίες είχαν προσδιοριστεί προς συζήτηση την 21.10.2005 η πρώτη και την 28.11.2005 η δεύτερη δεν είχαν απορριφθεί, αλλά στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στο σύνολο της η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." παραιτήθηκε από του δικογράφου των αιτήσεων, αλλά και από του αντιστοίχου δικαιώματος, όπως προαναφέρθηκε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των ανωτέρω, δεδομένου ότι, ως Αντιπρόεδρος της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." είχε ασχοληθεί, προσωπικά, με την υπόθεση και είχε ιδίαν αντίληψη περί των επαφών του ιδίου με τον πολιτικώς ενάγοντα, περί του περιεχομένου της ανατεθείσης στον πολιτικώς ενάγοντα εντολής, περί της συμβολής των ενεργειών του πολιτικώς ενάγοντος στην επίτευξη του εξώδικου συμβιβασμού, και των γενομένων καταβολών και συνακόλουθα περί της υπάρξεως οφειλής προς τον πολιτικώς ενάγοντα για τις υπηρεσίες που παρείχε, εν γνώσει δε της αναληθείας αυτών διέλαβε τα ανωτέρω ψευδή πραγματικά περιστατικά στις έγγραφες προτάσεις του, απευθυνόμενος προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την συζήτηση της από 10.12.2007 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος. Την θεμελίωση και απόδειξη της δήθεν αληθείας των ως άνω ισχυρισμών του ενίσχυσε με την προαναφερθείσα ψευδή ένορκη κατάθεση της πρώτης κατηγορουμένης και έτσι παραπλάνησε τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να απορρίψει την εν λόγω αγωγή με την 216/2008 απόφαση, που στηρίχθηκε στους προβληθέντες ψευδείς ισχυρισμούς και να αποκομίσει ο ίδιος και η ως άνω εταιρεία παράνομο όφελος ποσού 12.501,49 ευρώ, ποσό το οποίο δεν κατεβλήθη στον ως άνω πολιτικώς ενάγοντα, ως δικηγορική αμοιβή για τις εκτελεσθείσες υπηρεσίες, με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της περιουσίας του ως άνω παθόντος καθόσον εάν ο δικαστής γνώριζε την αλήθεια δεν θα προέβαινε στην απόρριψη της αγωγής, (βλ. για την έννοια της ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας ΑΠ 972/2014). Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον τότε ενάγοντα και με την 987/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, σ’ ολόκληρο ο καθένας, το ως άνω ποσό των 12.501,49 ευρώ. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την φιλική σχέση που είχε με την πρώτη εξ αυτών και την διάθεση της να τον βοηθήσει στον ως άνω δικαστικό αγώνα του με τον πολιτικώς ενάγοντα, έπεισε αυτήν με συμβουλές και παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα να καταθέσει όσα αναφέρονται λεπτομερώς παραπάνω, ενόρκως, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής του Ι. Μ. κατά της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. A.E." και του ιδίου του δευτέρου κατηγορουμένου, γνωρίζοντας ότι α) με τον τρόπο αυτό παράγει στην συγκατηγορουμένη του την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και β) ότι η εν λόγω κατηγορουμένη με την ως άνω κατάθεση διαπράττει την ως άνω αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος. Αποδείχθηκε, τέλος, ότι η δεύτερη κατηγορουμένη όχι μόνο τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας, καθώς τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την 216/2008 απόφαση, γνώριζε ότι είναι ψευδή, διότι, τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενό της, αλλά με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενό της και άμεση συνδρομή στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο, που εκείνος τέλεσε, όταν πέτυχε να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της κατηγορουμένης, βλάπτοντας, με τον τρόπο αυτό, την περιουσία του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος, επί μακρό χρονικό διάστημα, εμποδίστηκε να εισπράξει την οφειλόμενη σ’ αυτόν, ως άνω, δικηγορική αμοιβή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, στοιχειοθετούνται, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση οι αξιόποινες πράξεις , που αποδίδονται στους κατηγορούμενους, ήτοι της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνέργειας στην απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, καθόσον αφορά την πρώτη κατηγορουμένη και της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, καθόσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης. Πρέπει, περαιτέρω, να απορριφθεί το αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης (για κρείσσονες αποδείξεις), προκειμένου να κληθούν και να προσέλθουν οι Α. Γ. και Β. Α. λόγω της προδήλου αοριστίας του αιτήματος, αφού για την πληρότητα αυτού, δεν προσδιορίζονται επί ποίου θέματος θα εξετασθούν, ώστε να κριθεί εάν είναι αναγκαία η κλήτευση και προσέλευση αυτών για την ανακάλυψη της αληθείας (ΑΠ 93/2015 ΝΟΜΟΣ), ούτε προέκυψε, κατά την διαδικασία, ότι πράγματι είναι αναγκαία η κλήτευση και εξέταση αυτών, κατ’ άρθρο 352 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ., δεδομένου ότι τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα κρίνονται επαρκή για τον σχηματισμό δικανικής κρίσης"........................... Στη συνέχεια, το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους ειδικότερα του ότι: "Α) Η πρώτη κατηγορούμενη Σ. Σ.: 1) Εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία συνεδρίασε, συζήτησε και εκδίκασε την από 10-12-2007 αγωγή του εγκαλούντος δικηγόρου Ι. Μ. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και του αντιπροέδρου αυτής και νυν 2ου κατηγορουμένου Α. Κ., εξετάστηκε με όρκο ως μάρτυρας κα κατέθεσε μεταξύ άλλων: "Η ά συνάντηση έγινε 15 Μαΐου ημέρα Κυριακή στο γραφείο Μ. ήμουν εγώ, ο κ. Κ. και ο κ. Μ. και ο Α. Γ.. Ήταν αναμονή της έκδοσης απ’ το Διαιτητικό Δικαστήριο. Ήταν οι κ.κ. Α. και Π. Ζητήσαμε ποινικολόγο, γιατί ο κ. Κ. ήταν δικηγόρος Αντιδίκου. Ο κ. Μ. θα ανελάμβανε το ποινικό. Πριν από κάθε ενέργεια ο κ, Μ. ήθελε να πληρώνεται, 17/5 πήγε η δικογραφία στο γραφείο του 17/5 πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του για αίτηση εξαίρεσης του κ. Κ. 6/6 κατατέθηκε η αίτηση εξαίρεσης και μετά η μήνυση για τον κ. Κ. και ζήτησε αντίστοιχα τα χρήματα. Αίτηση εξαιρέσεως του Γ., μήνυση για Κ. και Σ.. Συνολικά αμοιβή 20.500 ευρώ. Εξέδωσε απόδειξη για 30/6 προχρονολογημένη 12.500 ευρώ. Ήταν απορριπτικές οι αιτήσεις. Συρθήκαμε σε συμβιβασμό όχι επωφελή. Η συνολική απαίτηση μας από Pioneer ήταν 7.500.000 ευρώ πήραμε 1.000.000 ευρώ. Οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον κ.Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει, πήγα φιλικά στο γραφείο. Από εμένα έγινε η γνωριμία. Ήμουν παρούσα, ο κ. Α.Κ. με ενημέρωνε καθημερινά. Ο συμβιβασμός έγινε τον Σεπτέμβριο. Εγώ έδινα τα χρήματα". Τα ανωτέρω όμως περιστατικά ήταν ψευδή, η δε αλήθεια την οποία η κατηγορούμενη γνώριζε ήταν πως: α) αυτή ουδέποτε προσήλθε στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος β) ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον εγκαλούντα την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο ανώνυμη εταιρεία, γ) σε εκτέλεση της προαναφερόμενης εντολής του 2ου κατηγορουμένου , ο εγκαλών προέβη σε πληθώρα δικαστικών και εξωδικαστικών ενεργειών - όχι μόνον ποινικής φύσης - για την προάσπιση των συμφερόντων της εταφείας του όπως λ.χ. λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής διαιτητών, τόσον ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων όσον και ενώπιον το ο Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Παρίσι, αποστολή επιστολών στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), σύνταξη και κατάθεση Ασφαλιστικών Μέτρων κ.α., δ) την 30-6-2005 εδόθη στον εγκαλούντα από τον 2° κατηγορούμενο το χρηματικό ποσόν των 12.500 €, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών του, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον 2° κατηγορούμενο τη με αριθμό 68/2005 σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Το προμνησθέν χρηματικό ποσόν είναι και το μοναδικό ποσόν, που του κατεβλήθη από την ανώνυμη εταιρεία του 2ου κατηγορουμένου για τις παρασχεθείσες σε αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Ουδέποτε του κατεβλήθη οιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσόν πριν ή μετά την 30-6-2005, ε) το χρηματικό ποσόν των 12.500€, που κατεβλήθη στον εγκαλούντα την 30-6-2005 δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον τελευταίο δικηγορικών υπηρεσιών προς την εν λόγω ανώνυμη εταιρεία, αλλά αποκλειστικώς και μόνον την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6-6-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4301/2005 Αίτησης για την εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Παρίσι αντίστοιχης Αίτησης εξαίρεσης του ίδιου Διαιτητή, στ) η εταιρεία με την επωνυμία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", Αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο 2ος κατηγορούμενος Α. Κ., υπήρξε αποκλειστικός αντιπρόσωπος ηχοσυστημάτων αυτοκινήτων στην Ελλάδα της αλλοδαπής (Βελγικής) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", με διαδοχικές ανανεούμενες μετά τη λήξη τους συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας τριετούς διάρκειας. Με τη λήξη της τελευταίας συναφθείσης μεταξύ των προειρημένων εταιριών σύμβασης, η βελγική εταιρεία αρνήθηκε αιφνιδίως την ανανέωση της μεταξύ των υφιστάμενης Πολυετούς συνεργασίας διο και η εταιρεία με την επωνυμία Α. Κ. Α.Ε." προσέφυγε ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), που εδρεύει στο Παρίσι, επιδιώκουσα την επιδίκαση ποσού 7.500.000 ευρώ, τόσον ως αποζημίωση, όσον και ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της βλάβης, που υπέστη στην πίστη, το όνομα και το επιχειρηματικό μέλλον αυτής, λόγω της μη ανανέωσης της μέχρι τότε υφιστάμενης συνεργασίας της με την αλλοδαπή Α.Ε. και ότι την 2-9-2005 δημοσιεύθηκε η Απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, που ήταν αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του 2ου κατηγορουμένου, καθόσον απέρριπτε στο σύνολο της την προμνησθείσα Προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." κατά της αντιδίκου της βελγικής ανώνυμης εταιρείας ζ) προς υπεράσπιση των συμφερόντων της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και δη για την αντιστροφή της αρνητικής για τα συμφέροντα της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας έκβασης της προμνησθείσης διαιτητικής δίκης προέβη ο εγκαλών στις προειρημένες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, με αποτέλεσμα η βελγική αλλοδαπή εταιρεία, καίτοι νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, να αχθεί, με την συμβολή και αυτού, σε διαπραγματεύσεις για την εξώδικη επίλυση της μεταξύ των δύο ανωνύμων εταιρειών διαφοράς και να επιτευχθεί εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" έλαβε εμφανώς το χρηματικό ποσό του 1.000.000 ευρώ ως αποζημίωση και η) η πρώτη κατηγορούμενη ουδέποτε προσήλθε στο γραφείο του εγκαλούντος για οποιονδήποτε λόγο και ουδέποτε παρευρέθη στις μεταξύ αυτού και του 2ου κατηγορουμένου συναντήσεις και θ) η καταβολή του προειρημένου χρηματικού ποσού έγινε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και όχι από την πρώτη κατηγορούμενη. 2) Με πρόθεση παρείχε σε άλλον άμεση συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας ενώπιον δικαστηρίου που αυτός διέπραξε. Συγκεκριμένα βοήθησε σπουδαία τον συγκατηγορούμενό της Α. Κ. να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον και δη δικαστή σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα βοήθησε σπουδαία τον ως άνω συγκατηγορούμενό της να παραστήσει εν γνώσει του ως αληθή, ψευδή γεγονότα στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την συζήτηση της υπό στοιχείο (Α1) αναφερόμενης αγωγής του εγκαλούντος Ι. Μ. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", που εκπροσωπείται από τον δεύτερο κατηγορούμενο, καθόσον καταθέτοντας (η κατηγορούμενη) ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε τα υπό στοιχείο (ΑΙ) διαλαμβανόμενα ψευδή περιστατικά, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί ο ως άνω δικαστής και να εκδώσει την με αρ. 216/2008 απόφαση με την οποίο απέρριψε το αγωγικό αίτημα του εγκαλούντος για επιδίκαση ποσού τουλάχιστον (50.005, 96) ευρώ, με περιουσιακό όφελος της ως άνω εναγομένης εταιρείας και του δεύτερου κατηγορουμένου Α. Κ., ποσού 12.501,49 ευρώ"................................... Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 2606/2014 αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω πλημμελημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο, για τις οποίες αξιόποινες πράξεις καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ.1 α,β, 224 παρ.1,2, 227 παρ.1 και 386 παρ. 1 β-α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω δύο πλημμελημάτων και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, α) αναφέρεται στο αιτιολογικό, και στο διατακτικό και αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και δη αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στο πολιτικό δικαστήριο και αναφέρεται η γνώση αυτής για τα ψευδή γεγονότα που αυτή ως μάρτυρας κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της από 10-12-2007 αγωγής του εγκαλούντος δικηγόρου κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία" ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", αναφέρονται εκτενώς ποία ήσαν τα αληθή, αιτιολογείται ειδικά και ο δόλος αυτής με την αναφορά ότι η αυτή είχεν ιδία αντίληψη των αληθών περιστατικών, αφού αυτή ουδέποτε προσήλθε στο γραφείο του εγκαλούντος δικηγόρου για οποιοδήποτε λόγο και ουδέποτε παραβρέθηκε στις μεταξύ του ενάγοντος δικηγόρου και του δευτέρου κατηγορουμένου Α. Κ. και πρόθεσή της ήταν με αυτά που κατατέθηκαν να παραπλανήσουν το άνω αστικό δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε τη με αρ. 216/2008 απόφασή του κατά του ενάγοντος δικηγόρου, με περιουσιακό όφελος της ως άνω εναγομένης εταιρείας και του συνεναγομένου - συγκατηγορουμένου Α. Κ., β) προσδιορίζεται επαρκώς η τέλεση της απάτης στο άνω πολιτικό δικαστήριο και δη ότι ο συγκατηγορούμενος Α. Κ. εκπροσωπώντας, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής του νυν εγκαλούντος δικηγόρου, την προαναφερθείσα ΑΕ, για την καταβολή σε αυτόν αμοιβής του ποσού 50.005 ευρώ από δικηγορικές υπηρεσίες, πρόβαλε στο δικαστήριο τους αναφερόμενους ψευδείς ισχυρισμούς τους οποίους ενίσχυσε με επίκληση της ψευδούς καταθέσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η οποία έτσι ως μάρτυρας συνέδραμε αποφασιστικά τον άνω συγκατηγορούμενό της κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης σε δικαστήριο, με αποτέλεσμα με τη με αρ. 216/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να απορριφθεί ως αβάσιμο σχετικό αγωγικό αίτημα της από 10-12-2007 αγωγής του εγκαλούντος δικηγόρου, αναφέρεται ακόμα ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπλάνησης του δικαστηρίου από τον Α. Κ. και της επελθούσας ζημίας στον εγκαλούντα παθόντα δικηγόρο, γ) με επαρκή και ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε το αίτημα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης, προκειμένου να κλητευθούν ως ουσιώδεις μάρτυρες οι Α. Γ. και Β. Α., κρίνοντας ότι τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα ήσαν επαρκή για το σχηματικό δικανικής κρίσης. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, που συνεκτίμησε όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή της κατηγορουμένης, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Σ. Σ. να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ). Όμως, όπως προεκτέθηκε, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Α. Κ., κατά τις διατάξεις που αφορούν αυτόν και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-10-2015 αίτηση - δήλωση της Σ. Σ. του Χ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 4804, 4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσείοντα Α. Κ.. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για τον άνω αναιρεσείοντα Α. Κ. για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικών διατάξεων. 2. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης και να επικαλεσθεί τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως μόλις εμφανισθεί και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεώς του, διαφορετικά καλύπτεται η ακυρότητα και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς να προκύπτει από την παραπάνω παρ. 2 του άρθρου 174 ή από καμία άλλη διάταξη νόμου ότι ο κατηγορούμενος για να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης λόγω άκυρης κλητεύσεώς του οφείλει να επικαλεστεί και να έχει υποστεί κάποια δικονομική βλάβη. 3. Ο προσδιορισμός δικασίμου για σύντομη δικάσιμο, που ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου και που αναγράφεται στο σχετικό αποδεικτικό κλήτευσής του κατ/vou , με τυπική αιτιολογία «λόγω κινδύνου επικείμενης παραγραφής της πράξεως», είναι σύννομος και υπάρχει τυπικά αιτιολογημένη πράξη της άνω αρμόδιας Εισαγγελέως για προσδιορισμό στην ανωτέρω σύντομη δικάσιμο, και δε χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία του κινδύνου παραγραφής, ο οποίος και κρίνεται από το δικαστήριο. 4. Μόνον αν ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα(όχι δε για πλημμέλημα), χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ.2 του άρ. 243 , η δίωξη αυτή είναι άκυρη. 5. Ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από τη μη χορήγηση αντιγράφου της εκθέσεως εφέσεως από την Εισαγγελία, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από τον ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να μελετήσει την όλη δικογραφία στο οικείο γραφείο και τα περιεχόμενα σε αυτήν έγγραφα προ της δίκης, και λαμβάνει γνώση και όλων των αναγνωστέων εγγράφων και κατά την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο
Ακυρότητα επιδόσεως
Οργάνωση εγκληματική, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
Αριθμός 1343/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Νικολέττα Μπελίτση Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσίβλητων: 1)Π. Κ. του Η., κατοίκου ... 2)Β. Κ. του Β., κατοίκου ... ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος την 12-7-2010 αρχικού ενάγοντος Β. Κ. του Η., 3)Ε. συζ. Ε. Τ., το γένος Η. Κ. κατοίκου ..., 4)Λ. Κ. του Η., κατοίκου ... 5)Ν. χας Ε. Κ. το γένος Ε. Π., κατοίκου ... 6)Κ. Κ. του Ε., κατοίκου ... 7)Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ... των υπ’ αριθμ. 5ης,6ου,7ου ως κληρονόμων του Ε. Κ. και Α. κατοίκου ..., 8)Ευαγγελίας χας Ιωάννου Καλαϊτζάκη το γένος Νικολάου Παπαδάκη, κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Σφακιωτάκη, 9)Φ. Κ. του Α., 10)Μ. συζ. Ν. Κ., το γένος Α. Κ., 11)Ε. χας Η. Κ., το γένος Ν. Π. κατοίκων απάντων Χανίων οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου- Ελευθέριου Τριχίλη. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ του αναιρεσείοντος: Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Βασιλική Κουλούρη. Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, η πληρεξουσία της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης. Στο σημείο αυτό έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος των αντιδίκων Ιωάννης Σφακιωτάκης, ο οποίος δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 272/2009 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 82/2014 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 3-11-2014 αίτησή του. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 12-10-2015 παρέμβασή της ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης . Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, από το ότι δε η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στο άρθρο 573 παρ. 1, στο οποίο απαριθμούνται οι εφαρμοζόμενες στην αναιρετική διαδικασία διατάξεις του ΚΠολΔικ., δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της αντίθετης άποψης, γιατί οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του ΚΠολΔικ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 80, εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ.ΑΠ 14/2008, ΟλΑΠ 13/2006, ΟλΑΠ 25/2004). Εξάλλου η έλλειψη της επίδοσης παρά το ότι συνιστά έλλειψη όρου του υποστατού της αγωγής, της παρεμβάσεως κλπ δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προτείνεται και συνεπάγεται ακυρότητα τότε μόνο, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου, επέφερε στον προτείνοντα διάδικο βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρ. 159 περ. γ και 160 παρ. 1 Ολ ΑΠ 1/1996). Εξ ετέρου από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔικ (Ολ ΑΠ 5/2003, Ολ ΑΠ 8/1998, Ολ ΑΠ 38/1997). ‘ Εννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, δηλαδή κριτήριο του εννόμου συμφέροντος είναι οι δυσμενείς εις βάρος του παρεμβαίνοντος συνέπειες της απόφασης, δηλαδή του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας. Η έλλειψη του εννόμου συμφέροντος, συνεπάγεται την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης (Ολ. ΑΠ 5/2003, Ολ. ΑΠ 8/1998). Στην προκειμένη περίπτωση η ΑΤΕ με την επωνυμία "..." με τον διακριτικό τίτλο "...", με την από 12.10.2015 παρέμβασή της, παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ του αναιρεσείοντος Δημοσίου και ζητάει να υπερβεί η δίκη υπέρ αυτού, επικαλούμενη, ως έννομο προς τούτο συμφέρον, την ύπαρξη μισθώσεως του υπάρχοντος εντός του ενδίκου ακινήτου λατομείου με εκμισθωτή το Δημόσιο, η οποία θα καταλυθεί σε περίπτωση αρνητικής εκβάσεως της δίκης. Η παρέμβαση αυτή δεν επιδόθηκε προς τους διαδίκους, όπως άλλωστε αναφέρθηκε και στο ακροατήριο, από την αιτήσασα, προς τούτο, αναβολή παρεμβαίνουσα, ενώ είναι φανερό ότι ο μεσολαβών από την κατάθεση του δικογράφου χρόνος, (16.10.2015) δεν ήταν επαρκής για εμπρόθεσμη επίδοση. Πλην όμως οι διάδικοι δεν επικαλούνται την έλλειψη αυτή και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται παρά την έλλειψη αυτή, νομίμως ασκηθείσα και πρέπει να συνεκδικασθεί με την αναίρεση, ένεκα της ιδιότητάς τους ως κυρίας και παρεπομένης δίκης αντίστοιχα. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους τρείς τελευταίους των αναιρεσιβλήτων, υπ’ αριθμ. 115/10.3.2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, η προσθέτως παρεμβάσα δεν συνδέεται με σύμβαση μισθώσεως με το υπέρ ού η παρέμβαση Ελληνικό Δημόσιο, αλλά με το υπ’ αριθμ. .../2007 νόμιμα μεταγεγραμμένο μισθωτήριο συμβόλαιο λατομικού χώρου, έχει εκμισθώσει τμήμα της κριθείσας, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων, με εκμισθωτή τον Ι. Σ., ο οποίος επικαλέσθηκε κυριότητα, με έκτακτη χρησικτησία, επί του εκμισθωθέντος χώρου των 11.132,43 τμ. Ενόψει τούτων η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την έκβαση της δίκης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο ουδεμία έννομη σχέση την συνδέει, ούτε επικαλείται τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της εκδοθησομένης αποφάσεως για την προαναφερθείσα σύμβαση μισθώσεως από την υπέρ του Δημοσίου έκβαση της δίκης. Ενόψει τούτων η πρόσθετη παρέμβαση, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 147/2014, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ’ της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες, που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, ‘ Ηπειρος Κρήτη, νήσοι του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύ αι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου αι ρυθμίζουσαι τα επ’ αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμενες χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι". Ο με το νόμο αυτό περιορισμός της ισχύος του Νόμου "περί γαιών" μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ’ αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο, μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια και συνακόλουθα, όσον αφορά την Κρήτη μετά τις 11.5.1915 που η νήσος ενώθηκε με την Ελλάδα. Εξάλλου, όπως είναι ιστορικά γνωστό το 1897 η Κρήτη που κατεχόταν από τις Δυνάμεις, αναγνωρίστηκε αυτόνομη, με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και σχηματίστηκε Εθνική Κυβέρνηση στο νησί κάτω από την υψηλή Επιτροπεία του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος (1898). Κατά τη διάρκεια της αυτονομίας της Κρήτης και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1904 τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος ν. 147/1914 και μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα (11.5.1915) και μέχρι την κατάργησή του, η οποία επήλθε, με βάση τα άρθρα 1, 5 αρ. 3 του ΕισΝΑΚ και 1 παρ. 1 του νδ της 7/10 Μαΐου 1946, στις 22 Φεβρουαρίου 1946, γιατί στις 23 Φεβρουαρίου 1946 άρχισε η ισχύς του Αστικού Κώδικα. Οι διατάξεις των άρθρων 206, 237 στοιχ. ε’ , 295, 296, 299 και 302 του εν λόγω Κώδικα καθιερώνουν ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας σε ακίνητο και την έκτακτη χρησικτησία. Αυτή κατά το άρθρο 295 συνίσταται στην επί είκοσι συνεχή έτη νομή του ακινήτου, ενώ ως νομή πράγματος κατά το άρθρο 206 του ίδιου κώδικα οριζόταν η "με διάνοια κυρίου αυτοπροσώπως ή δι’ άλλου ασκούμενη φυσική και αποκλειστική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή)". Εξάλλου όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, ο οποίος ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι την εισαγωγή του Κρητικού Αστικού Κώδικα (1904), ο θεσμός της χρησικτησίας, δεν αναγνωρίζεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας τόσο για τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όσο και για τις δημόσιες γαίες (αμρί-ρεζί). Επομένως ο χρόνος που διέδραμε στη διάρκεια ισχύος της Οθωμανικής νομοθεσίας δεν υπολογίζεται για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία. Ο Κρητικός όμως Κώδικας θέσπισε με τα άρθρα 1356 και 1357 αυτού, που συνιστούν διατάξεις διαχρονικού δικαίου, ειδική ρύθμιση, για τον υπολογισμό του χρόνου ο οποίος διέδραμε πριν από την ισχύ του. Η πρώτη διάταξη ορίζει ότι ο χρόνος που ορίζεται από τον παρόντα νόμο για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία αρχίζει, αφότου υπήρξαν όλα τα προσόντα, τα οποία απαιτούνται από το νόμο για τη χρησικτησία και ότι εάν κατά την έναρξη ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο χρόνος της χρησικτησίας ή υπολείπεται για τη συμπλήρωση του χρονικό διάστημα, που είναι μικρότερο της πενταετίας, η κυριότητα δεν αποκτάται πριν περάσουν πέντε έτη από την ισχύ του νόμου, ενώ η δεύτερη διάταξη ορίζει ότι η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής νομή, η οποία απαιτείται για την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία άρχισε, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 298 και 299 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για την έκτακτη χρησικτησία ο καθολικός ή μη ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου αυτής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Περαιτέρω από τα άρθρα 198, 199 και 202 του εν λόγω κώδικα προκύπτει ότι τα κτήματα της επικράτειας διακρίνονται σε δημόσια, τα οποία είναι αναπαλλοτρίωτα και σε ανήκοντα στην περιουσία του κράτους, τα οποία υπόκεινται σε απαλλοτρίωση και για τα οποία ρητά ορίζεται με το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα ότι υπόκεινται στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Δημόσια κτήματα είναι μόνο εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 199 και στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 200 όλα τα υπόλοιπα ανήκαν στην περιουσία του κράτους και επομένως υπάγονται στο νομικό καθεστώς περί αυτών. Το τελευταίο άρθρο (302) καταργήθηκε σιωπηρά από το άρθρο 21 του Ν. Δ/τος της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξαιρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι την έναρξη ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του Ν. ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν στην Κρήτη από 11.5.1915 (που ενώθηκε με την Ελλάδα). Ενόψει συνεπώς της με τις ως άνω διατάξεις του ισχύοντος από 23.7.1904, ως προελέχθη, Κρητικού Αστικού Κώδικα και τις λοιπές αναφερόμενες διατάξεις καθιερούμενης ρύθμισης και μολονότι στο προϊσχύσαν αυτού στη νήσο Κρήτη Οθωμανικό δίκαιο, ήταν κατά τα προαναφερθέντα άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας επί δημοσίου (ανήκοντος στην περιουσία του Κράτους) κτήματος ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, που έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.5.1915, με συνυπολογισμό μέχρι δεκαπέντε ετών χρόνου νομής, πριν από την έναρξη ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα. Εξάλλου κατά το Οθωμανικό δίκαιο και ειδικότερα το άρθρο 3 του νόμου "περί Γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274 (ήτοι 1856) μεταξύ των δημοσίων γαιών περιλαμβάνονται τα δάση και οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων), ρητώς δε οριζόταν ότι αυτές ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι η παραχώρησή τους σε ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται "ταπί", το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου, και αποτελούσε τίτλο αναγνωριστικό έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της. Από τους ορισμούς αυτούς συνάγεται ότι στην Κρήτη, η οποία κατά τη θέσπιση του ν.δ. της 17-11/1.2.1836 "περί ιδιωτικών δασών" δεν αποτελούσε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας, οι γαίες που υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα είχαν τον χαρακτήρα του δάσους αποτελούσαν κτήματα ανήκοντα στην απαλλοτριωτική περιουσία του Κράτους και όχι στην αναπαλλοτρίωτη, με συνέπεια να μπορούν να περιέλθουν στην κυριότητα των ιδιωτών με χρησικτησία. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης (Ολ ΑΠ 20/2005). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά δε τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, ως προς την διεκδικητική κυριότητας αγωγής, των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου "Το επίδικο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ... της επαρχίας ... του Νομού Χανίων, στο δημοτικό διαμέρισμα ... και στην ειδικότερη θέση "..." ή "..." ή "..." ή "...". ‘ Εχει συνολική έκταση 76801 τμ και συνορεύει .... Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το έτος 1880 ο έως τότε κύριος και νομέας του Α. Π. το μεταβίβασε άτυπα στον Ι. Κ., λόγω του γάμου του με τη θυγατέρα του Ε. Π.. Ο τελευταίος από της περιελεύσεως του άνω ακινήτου σε αυτόν δηλαδή από το έτος 1880 και εφεξής, άρχισε να ασκεί επ’ αυτού, συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου όλες τις υλικές διακατοχικές πράξεις νομής, που αρμόζουν στην -φύση του. Ειδικότερα καλλιεργούσε το νότιο τμήμα αυτού που ήταν πεδινό και εύφορο ως παραποτάμιο με σιτηρά και άλλα δημητριακά, όπως ταϊ για την τροφή των ζώων του, ενώ είχε φυτέψει και αμυγδαλιές, τους καρπούς των οποίων και συνέλεγε, όπως και τους καρπούς από τις χαρουπιές που υπήρχαν σε αυτό, ενώ το βόρειο τμήμα του το οποίο δεν ήταν καλλιεργήσιμο χρησιμοποιούσε ως βοσκότοπο, για τη βοσκή των ζώων του. Ακόμη είχε κατασκευάσει σε αυτό πρόχειρα πέτρινα σπιτάκια (κούμους), όπου διανυκτέρευε με τα ζώα του κατά τους χειμερινούς μήνες. Συνέχισε δε να νέμεται και κατέχει αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου, χωρίς την εναντίωση κανενός, ασκώντας επ’ αυτού, πέραν της επιβλέψεως και εποπτείας του και όλες τις παραπάνω αναφερόμενες διακατοχικές υλικές πράξεις νομής, που άρμοζαν στη φύση του ως εν μέρει γεωργικού και εν μέρει βοσκότοπου, μέχρι του θανάτου του το έτος 1929. Επομένως, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρονται, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος στη Κρήτη του Κρητικού Αστικού Κώδικα στις 23-7-1904 ο Ι. Κ., βρισκόταν στη νομή του επιδίκου ακινήτου ήδη επί εικοσιτέσσερα συναπτά έτη, ασκώντας επ’ αυτού, χωρίς διακοπή τις παραπάνω αναφερόμενες διακατοχικές υλικές πράξεις, διανοία κυρίου και με δεδομένο ότι κατά τα προεκτεθέντα, το Οθωμανικό Δίκαιο που ίσχυε στη Κρήτη πριν από την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα δεν αναγνώριζε το θεσμό της χρησικτησίας, αυτός απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα, μόλις την 23-7-1909, οπότε και παρήλθε το χρονικό,διάστημα των πέντε ετών, το οποίο σύμφωνα με τα άρθρα 1356 και 1357 του Κρητικού Αστικού Κώδικα, έπρεπε να παρέλθει από της ισχύος του (23-7-1904), προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού. Το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι ο παραπάνω ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου, καθόσον τούτο ήταν ανέκαθεν δημόσιο κτήμα και συγκεκριμένα εν μέρει δάσος και εν μέρει δασική έκταση και ως τέτοιο ανήκει στην κυριότητά του, αφού μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως στο ίδιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου κατά την ένωση της νήσου Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδας, η δε κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο κτήμα δεν ήταν ποτέ δυνατή, διότι από την έναρξη ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα (23-7-1904) μέχρι και την 11-5-1915, ήτοι την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα δεν είχε συμπληρωθεί η εικοσαετής χρησικτησία που ο Κρητικός Αστικός Κώδικας στο άρθρο 295 αυτού αναγνώρισε, ενώ μετά την 11-5-1915 τα δημόσια κτήματα όπως το επίδικο, ως δασικό, εξαιρούνται της χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του Ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων για το δικαιοστάσιο. Όμως ανεξαρτήτως της πραγματικής φύσεως του επιδίκου ακινήτου ως γεωργικού, βασκότοπου, δάσους ή δασικής έκτασης, ήτοι ακόμη και αληθούς υποτιθέμενου του άνω ισχυρισμού του εναγομένου, περί της φύσεως του επιδίκου ως εν μέρει δάσους και εν μέρει δασικής έκτασης, ήτοι δημοσίου κτήματος κατά το χρόνο εκείνο (1880-1909), η κυριότητα του αποκτήθηκε από τον Ι. Κ. (απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά τα παρακάτω αναφερόμενα) στις 23-7-1909, καθόσον σύμφωνα με την οικεία ως άνω νομική σκέψη, κατά το άρθρο 199 του Κρητικού Αστικού Κώδικα τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των δημοσίων κτημάτων, τα οποία κατά τα άρθρα 198, 199 και 202 του ίδιου Κώδικα είναι αναπαλλοτρίωτα, αλλά στην περιουσία του κράτους και υπόκεινται σε απαλλοτρίωση, όπως ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση, αφού γι’ αυτά ρητά ορίζεται με, το άρθρο 302 του ίδιου Κώδικα ότι υπόκεινται σε χρησικτησία και συνεπώς δεν εμποδιζόταν η με πρωτότυπο τρόπο κτήση κυριότητας επί του επιδίκου. Στη συνέχεια αναφέρονται στην απόφαση λεπτομερώς οι τυπικές και άτυπες διαδοχικές μεταβιβάσεις του ακινήτου είτε λόγω ειδικής, είτε λόγω καθολικής διαδοχής και η περιέλευσή του στους ενάγοντες κατά τα προσδιοριζόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά και δη σε άλλους παραγώγως και πρωτοτύπως και σε άλλους μόνο πρωτοτύπως και δη με έκτακτη χρησικτησία και η περιγραφή των πράξεων νομής στις οποίες εκτός από εκείνες που αναφέρονται για τον Ι. Κ., περιλαμβάνονται από το 1968 και επέκεινα και εκμισθώσεις τμημάτων του επιδίκου στον Π. Γ., στην ετερόρρυθμη εταιρεία "Π. Γ. και Σ. Ε.Ε." και στον Ι. Σ., μετά τις από 26.2.2002 και 8.3.2007 αιτήσεις του οποίου προς τη Διεύθυνση Δασών Χανίων και μετά από διενεργηθείσες αυτοψίες, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. .../28.6.2002 και .../16.5.2007 πράξεις χαρακτηρισμού για τμήματα του επιδίκου 59598,88 τμ και 11.432,43 τμ, αντίστοιχα, με την πρώτη από τις οποίες ένα μέρος των 59598,88 τμ επιφανείας 16162,50 τμ χαρακτηρίστηκε ως δάσος και το υπόλοιπο επιφανείας 43436,38 τμ ως δασική έκταση και με τη δεύτερη ένα μέρος των 11432,43 τμ επιφανείας 9733,11 τμ χαρακτηρίστηκε ως γεωργική έκταση και το υπόλοιπο των 1399,32 τμ ως δάσος, ενώ το τμήμα των 59598,88 τμ με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../3.2.2005 μισθωτήριο λατομικού χώρου της συμβ/φου Ηρακλείου Λουίζας Πέρπη - Κυπράκη εκμισθώθηκε από το εναγόμενο Δημόσιο προς τον Ι. Σ.. ‘ Ετσι το εναγόμενο με τις παραπάνω ενέργειές του και την εκμίσθωση του προαναφερθέντος τμήματος του επιδίκου "απέβαλε οριστικά τους ενάγοντες από τη νομή και κυριότητα του όλου επιδίκου ακινήτου τους παράνομα, χωρίς να έχει το ίδιο δικαίωμα κυριότητας, ούτε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη, ήτοι του Ι. Κ., απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από 23.7.1909, έκτοτε δε βρισκόταν συνεχώς και αδιαταράκτως στη νομή όλων των κληρονόμων αυτού, χωρίς στο ενδιάμεσο διάστημα να υπάρξει απώλεια νομής, όπως τούτο συνάγεται από την εκτίμηση των επικαλούμενων αποδείξεων (κατάθεση μάρτυρα αποδείξεως, αυτοψία, πραγ/νη), ενώ αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την αναφορά στις άνω πράξεις χαρακτηρισμού του Δασάρχη Χανίων, όπου το μεγαλύτερο μέρος του επιδίκου χαρακτηρίζεται ως δάσος και δασική έκταση και στην αναφορά στην πρώτη από αυτές ότι σε αεροφωτογραφία του 1960 της ίδιας υπηρεσίας η έκταση αυτή εμφανίζεται ως δενδρώδης - θαμνώδης, καθώς τούτο από μόνο του δεν αναιρεί το δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού των εναγόντων, ούτε την από μέρους τους άσκηση των προαναφερθεισών υλικών διακατοχικών πράξεων νομής διανοία κυρίων, ενώ σύμφωνα με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 1121056/981/14.12.2008 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με θέμα "Προστασία του φαραγγιού ..., η Κτηματική Υπηρεσία Χανίων, ως αρμόδια υπηρεσία, μετά από έλεγχο του αρχείου της, δεν έχει καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα στην εν λόγω περιοχή, καθώς επίσης δεν έχει οριοθετηθεί το ρέμα από τις υπηρεσίες του άρθρου 5 του Ν. 3010/2002". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως, ενώ προσέτι όπως και η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας ως διαδόχου του Τουρκικού Κράτους, αλλά και ως χρησιδεσπόζοντος τουλάχιστον από το 1940 και για είκοσι έτη και περί εξαιρουμένου ακινήτου από τη χρησικτησία ως δημοσίου κτήματος, κατά τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου. Με το πρώτο μέρος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και με τον δεύτερο λόγο και με επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο παραβίασε τις οικείες διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου περί μεταβιβάσεως δασών που γινόταν μόνο με "ταπί" (άρθρα 3, 9, 19, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) "περί γαιών" και άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 23ης Μουχαρέμ 1293 (1875) "περί εξελέγξεως τίτλων δασών"), επίκληση του οποίου (ταπίου) δεν γίνεται στην ένδικη περίπτωση και ότι συνακόλουθα το επίδικο ακίνητο, που ήταν δάσος και ως μη καλλιεργήσιμο δεν ήταν δεκτικό δικαιώματος "τεσσαρούφ" (εξουσιάσεως από ιδιώτη) ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και έτσι κατά την ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, ενώ προσέτι κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας η κυριότητα του δεν μπορούσε να αποκτηθεί με χρησικτησία, αφού ο θεσμός αυτός δεν προβλεπόταν στο Οθωμανικό δίκαιο, ούτε η τυχόν νομή του επιδίκου μπορούσε να προσμετρηθεί στην μετά την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα νομή, με αποτέλεσμα η μετά την ισχύ του εν λόγω Κώδικα και μέχρι τις 11.5.1915 (που ενώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα) νομή να μην προσπορίζει κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν συμπληρώνεται η απαιτούμενη εικοσαετία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως το επίδικο ακίνητο, που κατά τον επίμαχο χρόνο ήταν κατά το βόρειο τμήμα του βοσκότοπος και κατά το νότιο καλλιεργήσιμο και που μάλιστα ήταν πεδινό και εύφορο ως παραποτάμιο, περιήλθε στην κυριότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ι. Κ. κατά τις διατάξεις του Κρητικού Αστικού Κώδικα και μετά την πάροδο πενταετίας από την ισχύ του, ήτοι από 23.7.1909, καθόσον κατά τις εφαρμοσθείσες διαχρονικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1356 και 1357 του εν λόγω κώδικα, ο κατά τις παραδοχές της απόφασης αποδειχθείς χρόνος νομής με διάνοια κυρίου επί 24 έτη πριν την ισχύ του κώδικα (άρθ. 295 και 206) που συνεχίστηκε και μετά την ισχύ του, προσπόρισε σ’ αυτόν κυριότητα κατά τον προαναφερθέντα χρόνο (23.7.1909). Επομένως για τον προ της ισχύος του Κρητικού ΑΚ χρόνο ισχύουν οι περί χρησικτησίας του κώδικα αυτού διατάξεις, για τα δεκτικά χρησικτησίας ακίνητα, όπως ήταν το επίδικο, το οποίο και αν ακόμα ήταν, όπως υποστηρίζει το Δημόσιο στο σύνολό του δάσος ή δασική έκταση, περιλαμβανόταν στα κατά το άρθρο 200 του Κρ ΑΚ ανήκοντα στην περιουσία του Κράτους κτήματα που ήταν απαλλοτριωτά και κατά το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα υπέκειντο στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Επομένως δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου και των οικείων οδηγιών περί εξελέγξεως τίτλων δασών, ενώ η επικαλούμενη διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις ανήκουσες στο Οθωμανικό Δημόσιο ιδιοκτησίες δεν αναιρεί τα υπό την ισχύ του ΚρΑΚ αποκτηθέντα από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων δικαιώματα, τα οποία έχουν αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της επικαλουμένης διαδοχής, ήτοι της 11.5.1915, ενώ η τυχόν σημερινή μορφή του επιδίκου ως εν μέρει δασικού δεν αναιρεί τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εναγόντων, ως ειδικών και καθολικών διαδόχων των απώτερων και απώτατων νομέων από το 1880 και κυρίων από το 1909 του επιδίκου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και υπό την επίκληση της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο, κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 206 του Κρητικού Αστικού Κώδικα που ορίζει ότι "κατοχή είναι η φυσική και αποκλειστική εξουσία επί του πράγματος, νομή δε η διανοία κυρίου αυτοπροσώπως ή δι’ άλλου ενασκούμενη κατοχή" δέχθηκε ότι η ασκηθείσα από τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Ι. Κ. βοσκή στο, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποτελούν βοσκότοπο βόρειο τμήμα του επιδίκου, συνιστούσε πράξη νομής, ενώ τούτο επί δημοσίων κτημάτων, διαχρονικά, δεν συνέβαινε και μάλιστα τούτο ορίστηκε και νομοθετικά με τα άρθρα 2 του Ν. 1539/1938 και 58 του Ν. 86/1969, κατά τα οποία η βοσκή επί δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, δεν θεωρείται πράξη νομής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι κατά τον επικαλούμενο Κρητικό Αστικό Κώδικα, το επίδικο κατά το έχον μορφή βοσκοτόπου βόρειο τμήμα του, κατά τον επίμαχο χρόνο, ήτοι από το 1880 μέχρι το 1909 ήταν αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα, ήτοι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ενώ τούτο ήταν βοσκότοπος και κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 198, 199 και 202 του Κρ ΑΚ ήταν δεκτικό χρησικτησίας ως ανήκον στην απαλλοτριωτή περιουσία του Κράτους και συνακόλουθα η επ’ αυτού με διάνοια κυρίου πράξεις νομής, μη εξαιρουμένης της βοσκής, προσπόριζε κυριότητα. Με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το Εφετείο με το να μην αποφανθεί για τον πριν από την ισχύ του ΚρΑΚ χρόνο, περί της μορφής του επιδίκου ακινήτου ως δάσους και δασικής εκτάσεως στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις το επίδικο ήταν δάσος και δασική έκταση και συνακόλουθα ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και δεν είχαν επ’ αυτού δικαιώματα οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Ι. Κ. και πριν από αυτόν ο Α. Π., αφού δεν γίνεται επίκληση τίτλων (ταπίου) και περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος κατά κύριο λόγο, γιατί υπό την επίκληση της παραβιάσεως των αναφερομένων παραπάνω στον πρώτο λόγο διατάξεων, του Οθωμανικού νόμου περί γαιών αποδίδει, απροκάλυπτα, στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όπως αναφέρεται και στον πρώτο λόγο έχει αποφανθεί ανέλεγκτα ως προς τη μορφή του επιδίκου ως βοσκοτόπου και καλλιεργήσιμης εκτάσεως, ενώ για τις λοιπές αιτιάσεις ισχύουν όσα ήδη έχουν αναφερθεί παραπάνω για το πρώτο μέρος του ίδιου (πρώτου) αναιρετικού λόγου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ, ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ιδίου κώδικα, ως αποδεικτικά μέσα. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν έγγραφα με την προαναφερθείσα έννοια, εκείνα τα οποία αποτυπώνουν άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως τα πρακτικά ή η εισηγητική έκθεση, που περιέχει τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, η έκθεση πραγ/νης και το συνοδεύον αυτήν σχεδιάγραμμα, η έκθεση αυτοψίας, καθώς και οι κατά το άρθρο 390 συνταχθείσες και αφορώσες την εκκρεμή δίκη γνωμοδοτήσεις και τα συνοδεύοντα αυτές τοπογραφικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, κατά τα έτη αμέσως πριν και μετά την ισχύ του ΚρΑΚ, στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην περιεχόμενη στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Ευτυχίου Δασκαλάκη, το περιεχόμενο της οποίας παραμόρφωσε, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονταν στην κατάθεση αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί αφορά σε αποδεικτικό μέσο, που δεν είναι έγγραφο, κατά την έννοια των άρθρων 432 επ ΚΠολΔικ, αλλά σε έγγραφο που αποτυπώνει άλλο αποδεικτικό μέσο και δη μαρτυρική κατάθεση και η τυχόν παραμόρφωσή του, δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.10.2015 πρόσθετη παρέμβαση της ΑΤΕ, με την επωνυμία "... ..., ..." και τον διακριτικό τίτλο "..." υπέρ του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Απορρίπτει την από 3.11.2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των Π. Κ. του Η., Β. Κ. του Β. κλπ, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 82/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρόσθετη παρέμβαση τρόπος άσκησης. Η έλλειψη κοινοποίησης καλύπτεται αν δεν προταθεί έννομο συμφέρον. Άσκηση και στον Άρειο Πάγο. Κρητικός Αστικός Κώδικας. Διαχρονικό Δίκαιο. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας. Δε συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως του νόμου περί Γαιών και των οδηγιών περί εξελέγξεως τίτλων του Οθωμανικού νόμου. Παραχώρηση δημοσίων γαιών κατά Οθωμανικό νόμο. Η μαρτυρική κατάθεση δεν είναι έγγραφο υπό την έννοια των άρθρων 432 επ και δεν πλήττεται με λογο αρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ. Η βοσκή δεν θεωρείται πράξη νομής επί των αναπαλλοτρίωτων κτημάτων του Κρ.ΑΚ και όχι επί των ακινήτων που θεωρούνται περιουσία του Κράτους.
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, Κρητικός Αστικός Κώδικας.
0
Αριθμός 1337/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Μ. του Σ., 2) Β. Μ. του Σ. κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Τραυλό με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσίβλητων:1) Α. συζ. Μ. Κ. το γένος Α. και Π. Β. κατοίκου ..., 2) Ν. Β. του Α. ,3) Η. Β. του Α., 4) Α. συζ. Α. Ν., το γένος Α. και Π. Β. κατοίκων ..., 5) Π. Β. του Α. κατοίκου ..., απάντων των ανωτέρω με την ιδιότητά τους ως καθολικών διαδόχων και μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικά εναγομένου και ήδη αποβιώσαντος Δ. Β. του Ν., 6) Π. Μ. του Α., κατοίκου ... οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μπέσκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-3-2003 αγωγή των αρχικών διαδίκων και την από 10-11-2003 ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του 6ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 289/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2011 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 15-3-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ. γ’ και 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως, αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση, απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται και κατά του προσθέτως, στα δικαστήρια της ουσίας παρεμβάντος υπέρ του αρχικού εναγομένου Δ. Β., (στη θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του), ήτοι κατά του έκτου αναιρεσιβλήτου Π. Μ. του Α.. Η κατ’ αυτού αναίρεση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αλλά εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση αυτής, ενώ η αναφερόμενη στις κατατεθείσες από 20.10.2015 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων δήλωση περί ασκήσεως παρεμβάσεως στον Άρειο Πάγο, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι αναφερόμενες στο άρθρο 81 ΚΠολΔικ. διατυπώσεις. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι........ όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμιά έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου της σύνταξης της διαθήκης "όχι ακριβώς και κατά το χρόνο συντάξεώς της", έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο. Κατάσταση που είναι δυνατόν στη συγκεκριμένη περίπτωση να έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη είναι και η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης. Τέλος η καταχωρηθείσα στη δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδ. 3 ΑΚ αποτελεί υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Έτσι για το ως άνω γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικώς στη διαθήκη, αν δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικώς η αναλήθειά του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔικ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικαστική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ένδικη αγωγή ακυρώσεως δημοσίας διαθήκης λόγω συνδρομής της περιπτώσεως της διατάξεως του άρθρου 1719 αρ. 3 ΚΠολΔικ περί διανοητικής διαταραχής της διαθέτιδος, κατά το χρόνο συντάξεώς της: "Η Π. Β., κάτοικος όσο ζούσε Άργους, ήταν σύζυγος του αρχικού εναγομένου Δ. Β. και θεία των εναγόντων, που είναι τέκνα του προαποβιώσαντος αυτής αδελφού της Σ. Μ. του Β., του οποίου τέκνο επίσης είναι και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη αδελφή των εναγόντων Κ. Μ.. Απεβίωσε την 21η Αυγούστου 2001 σε ηλικία 77 ετών (βλ. υπ’ αριθμ. .../2001 Ληξιαρχική Πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Άργους). Σύμφωνα με σημείωση, που είναι καταχωρημένη στην ληξιαρχική πράξη θανάτου, ο θάνατος της, κατά την πιστοποίηση του ιατρού Ι. Γ., επήλθε "εκ πνευμονικής εμβολής πάσχουσα από ca πνεύμονος και ινσουλινοεξαρτώμενο". Στις 20 Οκτωβρίου 2000 σε ηλικία 76 ετών, στην οικία της στο Άργος, στην οδό ..., συνέταξε την υπ’ αριθμ. .../2-10-2000 δημόσια διαθήκη της, ενώπιον του συμβολαιογράφου Άργους Θεοδώρου Καλή, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθμ. 295/2001 πρακτικά του Μονομελούς πρωτοδικείου Ναυπλίου. Κατά την σύνταξη της διαθήκης παρέστησαν ως μάρτυρες και ο εξετασθείς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρας του εναγομένου Χ. Δ. Σ., αγρότης, και ο δικηγόρος Άργους Χρήστος Τσιράκης. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε ως μοναδικό κληρονόμο της, σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της, το σύζυγο της (εναγόμενο). Η κληρονομιά της περιλάμβανε και τα εξής ακίνητα: α) ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στο Άργος, επί της οδού ..., εμβαδού 129,51 τ. μ. επί οικοπέδου επιφανείας 145 τ.μ. επάνω στο οποίο έχει ανεγερθεί οροφοδιαμέρισμα αποτελούμενο από 4 κύρια δωμάτια εμβαδού 120,21 τ.μ., και β) μία ισόγεια οικία που βρίσκεται στο Άργος, επί της παρόδου της οδού ..., με τον προαύλιο της χώρο. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η διαθέτης κατά τον χρόνο συντάξεως της άνω διαθήκης ήτοι στις 2-10-2000 και προγενέστερα από τις αρχές του θέρους του 2000, δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό την τελευταία της βούληση, λόγω της βαριάς κατάστασης της υγείας της. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, εξαιτίας του οποίου είχαν προκληθεί αλλοιώσεις των εγκεφαλικών της κυττάρων (εκφυλισμός), τα τελευταία έτη έπασχε από καρκίνο των πνευμόνων, είχε δε νοσηλευτεί επανειλημμένα στο διαγνωστικό - θεραπευτικό κέντρο "ΥΓΕΙΑ" με υψηλότατο δείκτη ζαχάρου και σε κωματώδη κατάσταση με εμφανέστατα συμπτώματα διαταραχών μνήμης και με γεροντική άνοια και γι’ αυτό δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Βέβαια, στην ένδικη διαθήκη ο συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι "μετά από συζήτηση που είχε μαζί της διαπίστωσε ότι έχει νουν υγιή, ότι δεν στερείται από καμία αίσθηση της, ότι σοβαρά θέλει να κάνει διαθήκη και δεν υπάγεται σε καμία περίπτωση ανικανότητας από όσες αναφέρονται στο άρθρο 1719 ΑΚ..." Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά που επιβεβαιώνει (αναφορικά με την κατάσταση της διαθέτιδας) επιδέχονται, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη ανταπόδειξη. Διότι η καταχωρηθείσα σε δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδάφιο 3 ΑΚ αποτελεί υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Διαφορετικά, αν δηλαδή για το γεγονός αυτό, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικά στη διαθήκη, δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικά η αναλήθεια του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ (ΑΠ 964/2005 Ελ.Δ.46/1451, ΑΠ 88/2003 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ. 1328, Εφ Αθ. 4588/2009, Εφ.ΑΘ. 306/2008 δημοσίευση νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι η διαθέτης δεν είχε κατά τη σύνταξη της διαθήκης συνείδηση των πράξεων της λόγω της επικαλούμενης βαριάς κατάστασης της υγείας της. Έπασχε, βέβαια, από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του πνεύμονας και στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί για μικρά χρονικά διαστήματα στο νοσηλευτικό κέντρο "ΥΓΕΙΑ" λόγω των παραπάνω ασθενειών της, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από γεροντική άνοια, και μάλιστα τέτοιας μορφής ,ώστε από αυτή να έχει προκληθεί μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Ειδικότερα οι ενάγοντες, προς απόδειξη του παραπάνω βασικού ισχυρισμού τους, επικαλούνται ιδίως σειρά εγγράφων του διαγνωστικού και θεραπευτικού κέντρου Αθηνών "ΥΓΕΙΑ Α.Ε.", που αφορούν εργαστηριακές εξετάσεις, στις οποίες είχε υποβληθεί η διαθέτης από αρχές του έτους 2000, καθώς επίσης και δύο ιατρικές γνωματεύσεις ήτοι α) το από 23-9-2002 ιατρικό σημείωμα του νευρολόγου - ψυχιάτρου Κ. Φ. και β) την από 5-10-2003 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου-ψυχιάτρου αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής Π. Σ.. Στο ως άνω από 23-9-2002 ιατρικό σημείωμα του ιατρού Κ. Φ., που συνάχθηκε κατόπιν αιτήσεως από τον δεύτερο των εναγόντων Β. Μ., ο ιατρός αυτός εκθέτει ότι από τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου της εν λόγω διαθέτιδος, που τέθηκαν υπόψη του, και αφορούν περίοδο ενδονοσοκομειακής νοσηλείας της από 23-1-2000 έως 24-3-2000, κατά το οποίο πράγματι νοσηλεύθηκε στο θεραπευτικό κέντρο ΥΓΕΙΑ Α.Ε., συνάγονται κατά την εκτίμηση του τα εξής: Η διαθέτης εισήχθη στο ως άνω θεραπευτήριο πάσχουσα από σακχαρώδη διαβήτη από δεκαετίας, βρογχοκήλη, ca πνεύμονος και ανοικτή συμπτωματολογία. Από το υπερηχογράφημα άνω - κάτω κοιλίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη αγγειακών βλαβών και εκτεταμένες αθηρωματικές αλλοιώσεις της κοιλιακής αορτής. Από την εξέταση τομογραφίας εγκεφάλου διαπιστώθηκαν αγγειακής αιτιολογίας αλλοιώσεις τύπου λευκοεγκεφαλοπάθειας κατά την περικοιλιακή λευκή ουσία των ημισφαιρίων και εστιακό έμφρακτο με καταστροφή εγκεφαλικής ουσίας, παρά το μετωπιαίο κέρας της αριστεράς πλαγίας κοιλίας. Βάσει των ευρημάτων αυτών, ο ιατρός αυτός σημειώνει ότι τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν οργανικού τύπου βλάβες του εγκεφάλου, ειδικότερα δε το έμφρακτο κατά τον μετωπιαίο λοβό, ο οποίος και αποτελεί έδρα των ανωτέρων ψυχοδιανοητικών λειτουργιών είναι δυνατόν να προκαλέσει άμβλυνση των τελευταίων. Κατά τις εκθέσεις εξετάσεων της ασθενούς, που τέθηκαν υπόψη στον εν λόγω ιατρό φέρεται αδυναμία συνεργασίας της ασθενούς, τούτο δε κατά την εκτίμηση του ιατρού αποτελεί πιθανή ένδειξη μειωμένης ικανότητας αντιλήψεως. Στις 24-3-2000 χορηγήθηκε στην διαθέτιδα εξιτήριο από το θεραπευτήριο με διάγνωση Μικροκυτταρικό ca πνεύμονος, σακχαρώδης διαβήτης, οζώδης βρογχοκήλη, άνοια. Η άνοια, κατά την επισήμανση του ως άνω ιατρού χαρακτηρίζεται από βαρύτατη βλάβη των γνωστικών λειτουργιών, μη υπακούουσα σε θεραπευτική αγωγή "προοδευτική πάντοτε επί τα χείρω εξέλιξη και δυσμενέστατη πρόγνωση, ο δε ανοϊκός ασθενής καθίσταται τελικώς πάντοτε ανίκανος προς δικαιοπραξία". Ο ίδιος όμως ιατρός, στο παραπάνω σημείωμα του, επισημαίνει σαφώς ότι τούτο δεν αποτελεί γνωμάτευση του περί της δικαιοπρακτικής ικανότητας της διαθέτιδας Π. Β., διότι ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία κλινικού ελέγχου και εκτιμήσεως της ψυχοδιανοητικής καταστάσεως της, και συνεχίζει να επισημαίνει ότι προϋπόθεση για την χορήγηση τέτοιας γνωματεύσεως αποτελεί κυρίως ο κλινικός έλεγχος από ειδικό ιατρό και μάλιστα σε χρόνο μη απέχοντα πολύ της δικαιοπραξίας, γεγονός που δεν γνωρίζει ο ίδιος, όπως σημειώνει, εάν έλαβε χώρα προ της συντάξεως της διαθήκης της ως άνω ασθενούς. Επίσης, στην από 5 Οκτωβρίου 2003 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Π. Σ., αναφέρεται ότι από φύλλα νοσηλείας της ιδίας ως άνω ασθενούς, που νοσηλεύθηκε στο θεραπευτικό κέντρο Αθηνών ΥΓΕΙΑ Α.Ε., διαπιστώνονται οι ίδιες παθήσεις που αναφέρονται παραπάνω στο ιατρικό σημείωμα του άλλου ιατρού Κ. Φ. Τελικά και ο ιατρός Π. Σ. γνωμοδοτεί ότι από τις παθήσεις αυτές "μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον κατά το διάστημα, που η ασθενής νοσηλεύθηκε στο Υγεία, από 28-1-2000 έως 24-3-2000 εμφάνιζε εικόνα ανοϊκού ασθενούς, με διαταραγμένες τις διανοητικές του λειτουργίες. Η κατάσταση αυτή οφειλόταν προφανώς σε πολλές μικρές αλλοιώσεις του εγκεφάλου της λόγω αρτηριοσκλήρυνσης. Η επιπλέον εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα μπορεί να θεωρηθεί, ότι μάλλον θα επιδεινώσει τη διανοητική λειτουργία της ασθενούς". Τελικά όμως και ο ιατρός αυτός γνωμοδοτεί ότι ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει ο ίδιος την ασθενή και επομένως τα παραπάνω συμπεράσματα του ενδεικτική αξία και μόνο έχουν. Επομένως, όπως και οι παραπάνω ιατροί σημειώνουν, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, η βεβαία και ασφαλής διάγνωση ότι ένας άνθρωπος πάσχει από άνοια γίνεται μόνο από τον άμεσο κλινικό έλεγχο του ειδικού ιατρού. Κατά τα ίδια διδάγματα η άμεση αυτή κλινική εξέταση από τον ειδικό ιατρό απαιτεί κατανάλωση αρκετού χρόνου για να ερευνήσει, μεταξύ άλλων, τη νοητική κατάσταση του ασθενούς, αφού η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της "άνοιας". Η μνήμη του ασθενούς, ο προσανατολισμός του στο χώρο και τον χρόνο και η νοητική επεξεργασία των έξωθεν ερεθισμάτων, καθώς και η ανάλογη "λογική" ανταπόκριση σ’ αυτά, που όλα αυτά περιλαμβάνονται στις νοητικές λειτουργίες αποτελούν τα κρίσιμα ζητήματα που ερευνά ο εξετάζων κλινικά τον ασθενή ιατρός (βλ. Κ. Παπαγεωργίου και Συνεργατών, Νευρολογία, τ. Β’ 1993, Κεφ. 9 σελ. 282 επ.). Σε τέτοια, όμως, κλινική εξέταση και μάλιστα σε χρόνο που δεν απέχει κατά πολύ από το χρόνο της σύνταξης της ένδικης διαθήκης (2-10-2000) δεν αποδεικνύεται ότι υποβλήθηκε η αποβιώσασα. Αντίθετα από τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο ιατρικές γνωματεύσεις του ιατρού ειδικού παθολόγου στην αγγειολογία Ι. Γ., ο οποίος ήταν θεράπων ιατρός της διαθέτιδος από δεκαετίας περίπου, αποδεικνύεται ότι η διαθέτης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της θεραπείας της ήταν περιπατητική και διατηρούσε την πνευματική της διαύγεια. Ο ίδιος ιατρός βεβαιώνει στην υπ’ αριθμ. .../2004 ένορκη βεβαίωση του, που δόθηκε νομοτύπως ενώπιον του Ειρηνοδίκη ‘ Αργούς, ότι το φάρμακο "μεμοντρίν", το οποίο χρησιμοποιούσε η ασθενής ήταν φάρμακο που χορηγείται σε άτομα τρίτης ηλικίας λόγω της συνυπάρχουσας στα άτομα αυτά αρτηριοσκλήρυνσης για διαταραχές μνήμης και ότι είναι συνηθέστατο φάρμακο που χορηγείται σε άτομα τρίτης ηλικίας και δεν έχει καμιά σχέση με αλτσχάϊμερ ή γεροντική άνοια. Εξάλλου η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση, είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και η απόδειξη της δεν δικαιολογεί από μόνη της ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 1680/2002 ΕλΔ 44.1618, Εφ. ΑΘ. 4588/2009 δημοσίευση νόμος). Περαιτέρω η κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Ν. Κ., κατοίκου ..., εμπόρου και οικογενειακού φίλου των εναγόντων, ο οποίος, όπως κατέθεσε, για τελευταία φορά είχε επισκεφθεί την αποβιώσασα το καλοκαίρι του 1999, και "κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτή που ήξερε και ότι έλεγε κάποιες ασυναρτησίες την ώρα που μιλάγανε και ότι κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό της", δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική αξία για το κρίσιμο ζήτημα της διαταραχής των νοητικών λειτουργιών της διαθέτιδος, κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης της, αφού, πέραν της αοριστίας της, πρέπει να τονισθεί ότι κατέθεσε ότι οι ενάγοντες "πιστεύουν ότι κάτι δεν πήγε καλά, επειδή δεν άφησε κάτι στα παιδιά" και ότι "παραξενεύτηκε όταν το άκουσε, γιατί ήξερε και αυτός πόσο τους αγαπούσε". Από την κατάθεση του μάρτυρος αυτού, εκτιμώμενη στο σύνολο της από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι ενάγοντες χολώθηκαν για την σύνταξη της εν λόγω διαθήκης, διότι με αυτή η διαθέτης δεν τους άφησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αποβιώσασα εκτός από τον σύζυγο της κατέλιπε ως εγγύτερους συγγενείς συνολικά 7 ανίψια (τέκνα προαποβιωσάντων αδελφών της, που δεν προσέβαλαν τη διαθήκη), εκ των οποίων μάλιστα η Π. Χ. (θυγατέρα της αδελφής της διαθέτιδας Ευαγγελίας) στην υπ’ αριθμ. .../28-12-2001 ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Γεωργιάδη, που λήφθηκε κατά την εκδίκαση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων των εναγόντων σε βάρος του εναγομένου περί θέσεως σε δικαστική μεσεγγύηση των κληρονομιαίων ακίνητων, η οποία (αίτηση) απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, με την υπ’ αριθμ. 1297/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, καταθέτει "Η θεία μου είχε νοσηλευθεί στο θεραπευτήριο "ΥΓΕΙΑ", όπου την επισκέφθηκα δύο φορές. Επίσης αρχές του καλοκαιριού του 2001 την επισκέφτηκα και στο σπίτι της στο Άργος και διαπίστωσα ότι είχε καλή πνευματική διαύγεια". Επίσης ο μάρτυρας του εναγομένου, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και είχε παραστεί ως μάρτυς κατά την σύνταξη της ένδικης διαθήκης βεβαιώνει ότι η διαθέτης είχε σώας τας φρένας της και η σκέψη της ήταν κρυστάλλινη. Άξια, επίσης, μνείας είναι και η υπ’ αριθμ. .../2001 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Μ. Π., ενώπιον της Συμβολαιογράφου ‘ Αργούς - Ανθής Μπόλιαρη, την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες. Η μάρτυς αυτή βεβαιώνει ότι "κατά τους μήνες μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2000 μέχρι τέλος του χρόνου", δεν ενθυμείται ακριβώς την ημερομηνία "δηλαδή τον καιρό που αυτή (η διαθέτης) είχε αναλαμπές στην μνήμη της μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο άνδρας της Δ. Β. μου είπε ότι θα πάει να φέρει δύο κυρίους για να κάνει η Παρασκευή την διαθήκη της". Και συνεχίζει: "μόλις κατέβηκε αυτός (ο εναγόμενος) τις σκάλες, είπε στην Παρασκευή (διαθέτιδα) ο άνδρας σου πάει να φέρει συμβολαιογράφο και δικηγόρο να κάνεις την διαθήκη σου", και ότι αυτή της απήντησε: "εγώ όποιον και να φέρει, εγώ δεν του κάνω αυτουνού διαθήκη, εάν κάνω διαθήκη θα κάνω μόνο στον Γ. τον ανηψιό μου". Και συνεχίζει: "μετά από μισή ώρα ήλθε ο συμβολαιογράφος, ο οποίος ρώτησε την διαθέτιδα αν θα υπογράψει την διαθήκη και αυτή απάντησε στον συμβολαιογράφο: και τι να κάνω" και στη συνέχεια η μάρτυς αυτή βεβαιώνει ότι απάντησε έτσι η διαθέτης "γιατί δίπλα της καθόταν ο άνδρας της Δ. Β. (ο εναγόμενος) και την αγριοκοίταξε, και ότι φοβήθηκε λόγω της ασθενείας της και υπέγραψε". Το Δικαστήριο, εκτιμώντας στο σύνολο της την τελευταία ως άνω ένορκη βεβαίωση, κρίνει ότι, κατά τον χρόνο της συντάξεως της ένδικης διαθήκης, σύμφωνα με τα ως άνω c βεβαιούμενα από την μάρτυρα αυτή, η διαθέτις δεν βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή από άνοια, αφού, από τις απαντήσεις που φέρεται ότι έδωσε στην μάρτυρα αυτήν όταν άκουσε ότι ο σύζυγος της έχει προσκαλέσει συμβολαιογράφο για να συντάξει διαθήκη της, αντέδρασε μεν αρνητικά, κατά την μάρτυρα, αλλά η αντίδραση αυτή δείχνει αντιληπτικότητα και νοητική επεξεργασία του ερεθίσματος αυτού και ανάλογη λογική ανταπόκριση σ’ αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά τον χρόνο αυτόν, η διαθέτης δεν βρισκόταν σε "άνοια" δηλαδή σε κατάσταση διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης της. Σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος αυτής των εναγόντων η διαθέτης, κατά τον χρόνο της συντάξεως της διαθήκης, είχε συνείδηση ότι υπέγραφε διαθήκη. Άλλο είναι το ζήτημα αν φοβήθηκε, κατά την μάρτυρα, και υπό κράτος του φόβου υπέγραψε. Αυτό δεν είναι κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της δίκης αυτής. Επομένως, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης η διαθέτης είχε ικανότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης και να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους πράξεων της. Η εξασθένηση του οργανισμού της, βασικά λόγω του σακχαρώδη διαβήτη και του καρκίνου του πνεύμονας, δεν είχε εξασθενήσει και τις πνευματικές της λειτουργίες. Ούτε βέβαια τα φάρμακα που είχε λάβει μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης επηρέασαν τις νοητικές της λειτουργίες, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ακόμη οι ενάγοντες, επιχειρώντας να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι η διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πράξεων της, επικαλούνται και το υπ’ αριθμ. .../2001 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθήνας Μαρίας Διγαλάκη, που συντάχθηκε στο θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ, ισχυριζόμενοι ότι η διαθέτης δεν μπορούσε να θέσει ακόμη και την υπογραφή της ,αγνοώντας το όνομα της ,αφού στην τέταρτη σελίδα του άνω πληρεξουσίου υπογράφει σαν " Β." και όχι σαν " Β.", Από την επισκόπηση του άνω πληρεξουσίου, ουδόλως αποδεικνύονται οι παραπάνω ισχυρισμοί των εναγόντων, καθώς στις λοιπές σελίδες του πληρεξουσίου η διαθέτης υπογράφει σαν " Β." ή απλά "Β.", είναι δε γνωστό ότι σε περιπτώσεις επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας, όπως εν προκειμένω (η διαθέτης έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του πνεύμονος) ο υπογραφικός τύπος ή και η γραφή του ατόμου εμφανίζει απόκλιση από τη συνήθη υπογραφική ή γραφική του συνήθεια, οφειλόμενη είτε στην επίδραση των φαρμάκων που του χορηγούνται, είτε στην προσπάθεια του να γράψει ευκρινώς, να δηλώσει την ταυτότητα του, να δώσει επισημότητα στην τελευταία του βούληση, ή και στη συναισθηματική φόρτιση. Σύμφωνα με παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η διαθέτης κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης της (2-10-2000), είχε πλήρη συνείδηση των πράξεων της και ειδικότερα γνώριζε ότι υπέγραφε τη διαθήκη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Εφόσον λοιπόν οι ενάγοντες δεν απέδειξαν (ανταποδεικτικά) την αναλήθεια της περιεχόμενης στη διαθήκη βεβαιώσεως του συμβολαιογράφου για την ικανότητα της διαθέτιδας να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδάφιο 3 ΑΚ, η ίδια η διαθήκη παρέχει (σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες) πλήρη απόδειξη περί αυτού κατά τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔικ. Γι αυτό η αγωγή, που αφορά σ’ αυτόν το λόγο ακυρότητας της διαθήκης, έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η πρόσθετη υπέρ του εναγομένου παρέμβαση". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11 γ’ , του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο κατά το σχηματισμό του δικαστικού του πορίσματος ως προς τη διανοητική ικανότητα της διαθέτιδος της ένδικης διαθήκης από τις αρχές του 2000 μέχρι του χρόνου συντάξεως της διαθήκης (20.10.2000) δεν έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα έγγραφα α) το από 8.1.2000 ιστορικό της διαθέτιδος του Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, όπου αναφέρεται ότι αυτή παρουσιάζει ανοϊκά συμπτώματα και διατάραξη μνήμης και της χορηγήθηκε το φάρμακο "μεμοντρίν", που χορηγείται σε ασθενείς με ψυχοοργανικό σύνδρομο και σε ηλικιωμένα άτομα που πάσχουν από εγκεφαλική ατροφία και εκφράζονται με διανοητική έκπτωση και ανεπάρκεια των γνωστικών λειτουργιών τους, όπως τούτο αναφέρεται στο επίσης μη ληφθέν υπόψη ενημερωτικό έντυπο της παρασκευάστριας εταιρείας ROCHC β) την από 31.1.2000 αξονική τομογραφία εγκεφάλου της διαθέτιδος του ίδιου Νοσοκομείου και γ) το από 24.3.2000 ιατρικό σημείωμα εξόδου της διαθέτιδος από το ίδιο Νοσοκομείο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα γενικά τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι...". Σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά στα παραπάνω έγγραφα, που παραδόθηκαν στην ιατρό Κ. Φ. (σελ 10) και στη συνέχεια από την ιδιαίτερη αναφορά στο τρίτο από τα παραπάνω έγγραφα (σελ 11) δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη, ως προς το παραπάνω ζήτημα, του αποδεικτικού του πορίσματος, ενώ προσέτι ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη χρήση του φαρμάκου "μεμοντρίν" (13η σελίδα) που δεν διαφοροποιείται από τα αναφερόμενα στο επίμαχο έγγραφο της παρασκευάστριας εταιρείας. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου, περί του ότι η διαφορετική εκτίμηση των εγγράφων αυτών θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετική πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του από 23.9.2002 ιατρικού σημειώματος του ιατρού νευρολόγου ψυχιάτρου Κ. Φ. και β) της από 5.10.2003 ιατρικής γνωμάτευσης του νευρολόγου ψυχιάτρου Π. Σ., με το να δεχθεί ότι από το περιεχόμενο των δύο αυτών κρισίμων εγγράφων και παρά τις περί του αντιθέτου εγγραφές τους, "δεν προέκυπτε ότι η διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και ότι εστερείτο της χρήσεως του λογικού, με αποτέλεσμα να μην έχει πλήρη αντίληψη των πραττομένων και επομένως να μην είναι ικανή προς δικαιοπραξία". Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν. Περιλαμβανομένου άλλωστε του περιεχομένου τους στο κείμενο της αποφάσεως, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων εκτίμηση του περιεχομένου τους, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα αντίθετο από εκείνο που αυτοί (αναιρεσείοντες) θεωρούν ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων. Ενόψει τούτου και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ)και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15.3.2013 αίτηση των Γ. Μ. του Σ. και Β. Μ. του Σ. κατά των Α. συζ. Μ. Κ., το γένος Α. Β., Ν. - Β. του Α. κλπ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 40/2011 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατ΄ατο 558 ΚΠολΔ η αναίρεση απευθύνεται κατά των αντιδίκων του ηττηθέντος διαδίκου. Η απευθυνόμενη κατά του προσθέτως παρεμβάντος εκτιμάται ως κλήση για τη συζήτηση 1719 αρ 3 ΑΚ. Προϋποθέσεις. Ποιοι είναι ανίκανοι για σύνταξη διαθήκης. Η ανικανότητα απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Η καταχωρηθείσα στη δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου περί της ικανότητας του διαθέτη υπόκειται σε ανταπόδειξη, χωρίς την προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Αν δεν ανταποδειχθεί η βεβαίωση, η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη 559 αριιγ προϋποθέσεις 559 αρ20 πρϋποθέσεις.
Παρέμβαση
Αποδεικτικά μέσα, Παρέμβαση, Διαθήκης ακύρωση, Αποδεικτικών μέσων δύναμη, Κλήτευση προσθέτως παρεμβαίνοντα.
1
Αριθμός 1332/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Π. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Παπαδόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 469/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Π. συζ. Γ. Κ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμπρόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαΐου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 523/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος, και προβαίνει με πράξη παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον προς το σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός.Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας όταν επιφέρει μείωση αυτής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τoν εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 469/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχος απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σε βαθμό πλημμελήματος, αναγνωρίστηκε ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ. α ‘ του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από την ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης δίκης και της εκκαλουμένης απόφασης, τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Δυνάμει του υπ’ αριθ. .../31-1-2008 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πατρών Μαρία συζύγου Αθανασίου Αμπατζή, το γένος Αθανασίου Φωτοπούλου, το οποίο νομίμως μετεγράφη, στις 05-02-2008, στο τόμο ... και τον αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακίου Ευπαλίου, ο κατηγορούμενος Ι. Π. και Α. - Β. Π. του Γ. μεταβίβασαν στην πολιτικώς ενάγουσα Π. σύζυγο Γ. Κ., το γένος Π. Π., α) μία ισόγεια οικία, εμβαδού 89,22 τ.μ., κείμενη στο ανατολικό τμήμα οικοπέδου, συνολικής επιφανείας 1.960 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 250/000 εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται στη συνοικία "..." εντός "του Οικισμού ... του Δήμου Ευπαλίου του Νομού Φωκίδας και ειδικότερα ο κατ/νος της πώλησε το 1/4 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας της άνω οικίας, καθώς και την ψιλή κυριότητα των λοιπών 3/4 εξ αδιαιρέτου αυτής, η δε Α.-Β. Π. (μητέρα του κατ/νου) την επικαρπία επί του ανωτέρω ιδανικού μεριδίου των 3/4 της οικίας αυτής, ενώ ο κατ/νος της μεταβίβασε επί πλέον, λόγω πώλησης, δια του αυτού ως άνω συμβολαίου και κατά πλήρη κυριότητα β) μία παλαιό διώροφη -οικοδομή, η οποία είναι επίσης κτισμένη στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου (συνεχόμενα και σε επαφή με την οποία ανεγέρθηκε η προρρηθείσα ισόγεια οικία από τον πατέρα του κατ/νου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ...14-03-1989 οικοδομικής αδείας της Πολεοδομίας Φωκίδας), επιφανείας κάθε ορόφου (που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερική κλίμακα, αποτελώντας μία ενιαία κατοικία) 29,4525 τ.μ., ήτοι συνολικής επιφάνειας 58,905 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 250/000 εξ αδιαιρέτου και γ) ένα οικόπεδο, όμορο και σε επαφή ευρισκόμενο με το προρρηθέν ανατολικό τμήμα του ανωτέρω οικοπέδου [έκτασης (του ανατολικού τμήματος) 977,70 τ.μ.], κείμενο και αυτό στη συνοικία "..." εντός του Οικισμού ... του Δήμου Ευπαλίου του Νομού Φωκίδας, συνολικής επιφανείας ...,52 τ.μ., άρτιο κατά παρέκκλιση και μη οικοδομήσιμο, καθόσον δεν έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο. Το τίμημα των ανωτέρω μεταβιβάσεων ορίσθηκε, για μεν την ισόγεια κατοικία σε 50.722,84 ευρώ (από το οποίο 7.608,43 ευρώ αντιστοιχούν στην αξία της μεταβιβασθείσας επικαρπίας των 3/4 εξ αδιαιρέτου, 30.433,70 ευρώ στην αξία της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω ιδανικού μεριδίου των 3/4 και 12.680,71 ευρώ στην αξία της πλήρους κυριότητας του ιδανικού μεριδίου του 1/4 που ο πρώτος κατ/νος μεταβίβασε στην εγκαλούσα), για δε τη διώροφη οικοδομή σε 40.047,16 ευρώ και σε 9.230 ευρώ για το οικόπεδο των ...,52 τ.μ., επομένως το τελικό τίμημα διαμορφώθηκε στο ποσό των 100.000 ευρώ, από το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα κατέβαλε στους πωλητές, κατά την ημέρα υπογραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου 75.000 ευρώ (60.000 ευρώ με την παράδοση ισόποσης επιταγής + 15.000 ευρώ σε μετρητά), τα δε υπόλοιπα 25.000 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβάλει η αγοράστρια στους πωλητές με την παράδοση των πωληθέντων κτισμάτων (καθότι η εγκαλούσα είχε επιτρέψει στον κατ/νο να παραμείνει στο μεταξύ στην προρρηθείσα ισόγεια οικία) τα οποία και πράγματι τους κατέβαλε, συνταχθείσης προς τούτο της υπ’ αριθ. .../22-04-2008 πράξης εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος αγοραπωλησίας ακινήτων και κατάργησης διαλυτικής αίρεσης της αυτής ως άνω Συ/μφου, που επίσης νομίμως μεταγράφηκε στα προρρηθέντα Βιβλία Μεταγραφών (στον τόμο ... και τον αριθμό ...). Πλην όμως, παρά το γεγονός ότι αμφότεροι οι πωλητές δήλωσαν κατά τη σύνταξη του υπ’ αριθ. .../31-01-2008 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ότι τα μεταβιβαζόμενα από αυτούς, ακίνητα είναι ελεύθερα από οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα, υποσχόμενοι μάλιστα ότι "σε κάθε άλλη περίπτωση ευθύνονται, για δε την ισόγεια οικία αλληλέγγυα και σε ολόκληρο ο καθένας τους, σε πλήρη αποζημίωση της αγοράστριας και σε όλο της το διαφέρον απεριόριστα", δήλωση στην αλήθεια της οποίας πίστεψε η πολιτικώς ενάγουσα και έτσι προχώρησε στην αγοραπωλησία και στην πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος, αποδείχθηκε ότι η πωληθείσα στην τελευταία ισόγεια οικία ήταν αυθαίρετη κατά τμήμα της εμβαδού 21,32 τ.μ., το οποίο δεν είχε την απαιτούμενη απόσταση των 2,50 μέτρων από τα όρια του οικοπέδου, γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν αυτοψίας στην οποία προέβη, στις 14-10-2009, η υπάλληλος της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας Χ. Α., Αρχιτέκτων - Μηχανικός Β’ βαθμού (συνταχθείσης προς τούτο της υπ1 αριθ. 26/2009 έκθεσης αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής και υπολογισμού προστίμων), κατόπιν της από 16-10-2008 καταγγελίας του κατ/νου (που κατατέθηκε στην άνω υπηρεσία με αριθμό πρωτοκόλλου .../16-10-2008) κατά της αγοράστριας (και ήδη πολιτικώς ενάγουσας-εγκαλούσης) Π. Π. και του πατέρα της (και θείου του κατ/νου - αδελφού του πατέρα του Γ.) Π. Π. του Ι., στην οποία, μεταξύ άλλων, ο πρώτος κατ/νος κατήγγελλε ότι αφενός η απόσταση της ισόγειας οικίας που αγόρασε η εξαδέλφη του Π. Π. από το παρακείμενο ακίνητο "είναι δεν είναι ένα μέτρο", αφετέρου ότι "η νοτιοανατολική γωνία της εν λόγω οικίας εφάπτεται ακινήτου Κ. Κ.". Κατόπιν των ανωτέρω και μετά την άσκηση της υπ’ αριθ. πρωτ. .../12-11-2009 ένστασης του, φερομένου ως ιδιοκτήτη της άνω αυθαίρετης κατασκευής, Π. Π. (πατέρα της εγκαλούσας), η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με το από 13-01-2010 Πρακτικό της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων κατά Εκθέσεων Αυτοψίας Αυθαιρέτων της Πολεοδομίας της Ν.Α. Φωκίδας και την από 09-03-2010 αίτηση του τελευταίου, επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο για την ανέγερση του αυθαιρέτου τμήματος της ισόγειας οικίας των 21,32 τ.μ. ύψους 563,07 ευρώ και πρόστιμο διατήρησης της εν λόγω αυθαίρετης κατασκευής ύψους 431,68 ευρώ, το οποίο, προσαυξανόμενο κατά 2% ανά έτος, αρχής γενομένης από το 2000, ανήλθε μέχρι και το έτος 2010 στο συνολικό ποσό των 5.252,76 ευρώ. Επί πλέον, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω ισόγεια οικία, την οποία ανήγειρε, σε επέκταση της όμορης σε αυτήν παλαιότερης διώροφης οικίας, ο πατέρας του κατ/νου Γ. Π. δυνάμει της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. ...1989 οικοδομικής αδείας της Πολεοδομίας Φωκίδας, κτίσθηκε σε εντελώς διαφορετικό σημείο από αυτό που βλεπόταν στην ανωτέρω οικοδομική άδεια, στην οποία φερόταν ότι θα ανεγερθεί στο νότιο άκρο του οικοπέδου, ήτοι σε επαφή με την ανώνυμη κοινοτική οδό, ενώ τελικώς ανηγέρθη στο βορειοανατολικό τμήμα του οικοπέδου, όπως σαφώς προκύπτει από μία απλή αντιπαραβολή του προχείρου σκαριφήματος του Τεχνολόγου Πολιτικού μηχανικού Ν. Β., που ενσωματώνεται στην υπ’ αριθ. ...1989 οικοδομική άδεια, με το από Μαΐου του 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονας Μηχανικού Θ. Τ., τον οποίο προσέλαβε ο κατ/νος [παρά το γεγονός ότι στο ανωτέρω τοπογραφικό φέρονται, ως εργοδότες του ο Ι. Π. του Γ. (κατ/νος) και ο θείος του Π. Π. του Ι., αναγραφή που ουδεμία έννομη συνέπεια παράγει, αφού δεν υπάρχουν τοπογραφικό διάγραμμα οι υπογραφές των φερομένων ως εργοδοτών παραπλεύρως της υπογραφής του συντάξαντος αυτό Θ. Τ.]. Ενόψει των ανωτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατ/νος γνώριζε την ύπαρξη των ανωτέρω ελαττωμάτων της ισόγειας οικίας που πώλησε (μαζί με τη μητέρα του) στην πολιτικώς ενάγουσα (όπως σαφώς περί τούτου κατέθεσε ο αδελφός του Α. Π., αλλά και ευθαρσώς ομολόγησε ο ίδιος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), και παρά ταύτα της τα απέκρυψε, ενεργώντας κακοπροαίρετα και με σκοπό να εκδικηθεί πρωτίστως το θείο του Π. Π. και κατ’ επέκταση την εξαδέλφη του Π. Π. (χαρακτηριστική είναι προς τούτο η περικοπή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απολογίας του ότι "Ναι, με όλους τους έχω μανία ... Όλοι . χαμογελούσαν κατά την υπογραφή του συμβολαίου εκτός από εμένα ..."), αποκομίζοντας από αυτήν παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 35.688 €, που αποτελεί τη C διαφορά της αγοραίας αξίας της ισόγειας οικίας χωρίς το ελάττωμα και εκείνης που αυτή είχε ως ελαττωματική (50.722,84 - 15.034,84) με αντίστοιχη ζημία της πολιτικώς ενάγουσας που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αφού ο κατ/νος είχε ήδη προτείνει στον πατέρα της εγκαλούσας Π. Π. (ακολουθώντας οργανωμένο σχέδιο που είχε εκ των προτέρων καταστρώσει) με το από 11-10-2007 έγγραφο σημείωμά του, να αγοράσει αυτός τα τελικώς πωληθέντα ακίνητα, προσφερόμενος να του παραχωρήσει δωρεάν τη χρήση των τοπογραφικών διαγραμμάτων, τα οποία είχαν ήδη συνταχθεί από μήνα Μάιο του 2007 κατά τ’ ανωτέρω, με σκοπό να αποκρύψει απ’ το θείο του Π. Π. και κατ’ επέκταση από τη θυγατέρα του Π. Π., που τελικώς συνεβλήθη στην αγοραπωλησία (χωρίς ο κατ/νος να γνωρίζει την ταυτότητα του προσώπου του πραγματικού αγοραστή, την οποία διεπίστωσε όταν είδε ξαφνικά στο Συμβολαιογραφείο της Μαρίας Αμπατζή - Φωτοπούλου την εξαδέλφη του Π. Π. ενώ μέχρι τότε πίστευε ότι αγοραστής θα ήταν ο θείος του Π. Π.), τις αυθαιρεσίες της ισόγειας οικίας, για τις οποίες τον είχε ενημερώσει ο Αρχιτέκτονας Μηχανικός Θ. Τ. [αποτρέποντας τους (με την άνω γενναιόδωρη προσφορά του) από το να αναθέσουν σε δικό τους Μηχανικό τη σύνταξη αντίστοιχου τοπογραφικού, ο οποίος αμέσως θα αντιλαμβανόταν τις άνω αυθαιρεσίες και θα τους ενημέρωνε σχετικώς], πράγμα που τελικώς κατάφερε, αφού πλήρως αποδείχθηκε ότι ούτε η πολιτικώς ενάγουσα, ούτε ο πατέρας της γνώριζαν τις ανωτέρω αυθαιρεσίες, καθόσον, ανεξαρτήτως του εάν στο προρρηθέν από Μαΐου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονος Μηχανικού Θ. Τ. (το οποίο προσαρτήθηκε στο υπ’ αριθ. .../31-01-2008 συμβόλαιο της Συμ/φου Πατρών Μαρίας Αμπατζή - Φωτοπούλου, υπογράφηκε δε απ’ όλους τους συμβαλλομένους) φαινόταν ή όχι ότι η απόσταση της ισόγειας οικίας από τα όρια του οικοπέδου ήταν μικρότερη των 2,50 μέτρων, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα γνώριζε ότι η απόσταση αυτή συνιστούσε πολεοδομική παράβαση, το αυτό δε ισχύει και για το σύζυγο της Γ. Κ. και τον πατέρα της Π. Π., οι οποίοι τη συνόδευσαν κατά την υπογραφή της σύμβασης, αφού αντιβαίνει στους κανόνες της λογικής να θελήσει η πολιτικώς ενάγουσα να αγοράσει οικία, καταβάλλοντος γι’ αυτήν το ποσό των 50.722,84 Ευρώ, γνωρίζοντας ότι είναι αυθαίρετη. Τελικώς, επειδή η κατεδάφιση του αυθαιρέτου τμήματος της οικίας θα καθιστούσε την οικοδομή στατικώς ανεπαρκή, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος του Δήμου Δελφών Φωκίδας η υπ’ αριθ. .../20-06-2011 άδεια κατεδάφισης της άνω οικίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του, ότι αναγκάσθηκε να πωλήσει το μερίδιο του στο πατρικό ακίνητο επειδή ο θείος του Π. Π. αρνείτο να προβεί στη διανομή του οικοπέδου των 1.960 τ.μ., αφού, όπως αποδείχθηκε, η Συμβολαιογράφος Πατρών Μ. Αμπατζή - Φωτοπούλου, στην οποία ο κατ/νος απευθύνθηκε το Νοέμβριο του 2006, προκειμένου να συντάξει αποδοχή της κληρονομιάς που κατέλειπε σε αυτόν και τη μητέρα του ο πατέρας του Γ. Π. (που είχε αποβιώσει στην Πάτρα στις 22-01-2002), προέβη σε διόρθωση του υπ’ αριθ. .../16-11-1999 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμ/ φου Ευπαλίου Γεωργίας Παπαγεωργίου- Κωνσταντινίδου με την οποία ο πατέρας του κατ/νου Γ. Π. Ι. μεταβίβασε σε αυτόν λόγω γονικής παροχής, από το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ενιαίου οικοπέδου των 1.960 τ.μ., το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού [αφού ο ανωτέρω αποβιώσας είχε ήδη αποκτήσει, δυνάμει του υπ’ αριθ. .../27-03-1977 συμβολαίου του Συμ/φου Πατρών Χρήστου Αργύρη, από τον πατέρα του Ι. Π. του Γ., λόγω εν ζωή δωρεάς, το 1/2 εξ αδιαιρέτου της προρρηθείσας διώροφης οικίας και του πέριξ αυτής οικοπέδου "μετά χρήσεως του ανατολικού ημίσεως της άνω οικίας" (ενώ το έτερο 1 /2 εξ αδιαιρέτου της αυτής διώροφης οικίας και του πέριξ αυτής οικοπέδου "μετά χρήσεως του δυτικού ημίσεως της άνω οικίας", είχε μεταβιβασθεί από τον Ι. Π., λόγω δωρεάς εν ζωή, στον έτερο υιό του Π. Π. δυνάμει του υπ1 αριθ. .../27-03-1977 συμβολαίου του αυτού ως άνω Συμ/φου)], με το σκεπτικό ότι, αφού ο πάππος του κατ/νου Ι. Π. του Γ. είχε δωρίσει εν ζωή σε έκαστο των τέκνων του Γ. Π. (πατέρα του κατηγορουμένου και σύζυγο της μητέρας του) και Π. Π. (πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου που βρίσκεται στη συνοικία "..." εντός του Οικισμού ... του Δήμου Ευπαλίου του Νομού Φωκίδας, του οποίου η συνολική επιφάνεια, κατόπιν ακριβούς καταμέτρησης από τον Αρχιτέκτονα - Μηχανικό Θ. Τ., ανήλθε σε 1.960 τ.μ., μετά χρήσεως του ανατολικού τμήματος (έκτασης 977,77 τ.μ., εντός του οποίου υπάρχει η παλαιά διώροφη οικοδομή και η νεώτερη ισόγεια οικία των 89,22 τ.μ.) στο Γ. Π. και του δυτικού τμήματος (έκτασης 982,30 τ.μ.) στον Π. Π., προέβη σε διανομή του οικοπέδου, συνιστώντας δύο ανεξάρτητες εντός αυτού κάθετες ιδιοκτησίες, γεγονός που ο κατ/νος γνώριζε, αφού του το γνωστοποίησε η ως άνω Συμ/φος, η οποία ουδόλως γνώριζε την εγκαλούσα Π. Π. και την οικογένεια της, προχώρησε δε στη διόρθωση του υπ’ αριθ. .../16-11-1999 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμ/φου Ευπαλίου Γεωργίας Παπαγεωρίου - Κωνσταντινίδου δυνάμει της υπ’ αριθ. 21.779/20-11-2006 πράξης της και στη συνέχεια συνέταξε την υπ1 αριθ. 21.780-/20-11-2006 αποδοχή από τους πωλητές της καταληφθείσας σε αυτούς με την από 16-11-1999 ιδιόγραφη διαθήκη του Γ. Π. Ι., που νομίμως δημοσιεύθηκε δυνάμει των υπ’ αριθ. 144/05-04-2002 πρακτικών του Πρωτοδικείου Πατρών, κληρονομιάς. Το Δικαστήριο ωστόσο δέχεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2α Π.Κ.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 386 παρ.1 α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και η Α. - Β. Π., μεταβίβασαν στην πολιτικώς ενάγουσα Π. Π., εξαδέλφη του αναιρεσείοντος, τα αναφερόμενα ακίνητα, δηλώσαντες ψευδώς κατά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου την 31-1-2008 ότι τα πωλούμενα ακίνητα είναι ελεύθερα από οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ελάττωμα και η ενάγουσα προχώρησε σε ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος, ενώ διαπιστώθηκε αρμοδίως, κατόπιν της από 16-10-2008 έγγραφης καταγγελίας του ιδίου του κατηγορουμένου πωλητή, κατόπιν αυτοψίας κατά την 14-10-2009 από την οικεία Διεύθυνση Πολεοδομίας Φωκίδας ότι η πωληθείσα ισόγεια οικία έφερε ελαττώματα και δη ότι ήταν αυθαίρετη κατά τμήμα της εμβαδού 21,32 τ.μ., πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος και αγνοούσε η αγοράστρια, ότι εκδόθηκε αρμοδίως έκθεση αυθαίρετης κατασκευής κατεδαφιστέας και υπολογισμού προστίμων και εκδόθηκε η με αρ. .../20-6-2011 άδεια κατεδάφισης της οικίας αυτής, β) αιτιολογείται πλήρως επαρκώς η γνώση του αναιρεσείοντος για την ύπαρξη των ανωτέρω ελαττωμάτων της πωληθείσας οικίας κατά την ημέρα της πωλήσεως, τα οποία και απέκρυψε, όσον και η άγνοια της αγοράστριας για το ανωτέρω πολεοδομικό πρόβλημα της οικίας, γ) αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 35.688 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά της αγοραίας αξίας της οικίας χωρίς το ελάττωμα και εκείνης που είχε με το ελάττωμα, με αντίστοιχη ισόποση ζημία της αγοράστριας, ζημία που εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο ως ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ το ύψος της ζημίας ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, δ) αιτιολογείται επαρκώς η πλάνη της αγοράστριας που δημιουργήθηκε από την παραπειστική συμπεριφορά των πωλητών και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ δημιουργηθείσας πλάνης και της ζημίας της αγοράστριας, που συνίσταται στη μείωση της αξίας της αγορασθείσας περιουσίας, ε) όσον αφορά την με αρ. 44/ΤΜ/ 9/2009/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ισχυριζόμενος ύπαρξη σχετικού δεδικασμένου, προκύπτει από την επισκόπηση της αποφάσεως αυτής, ότι με την απόφαση αυτή του άνω πολιτικού δικαστηρίου, απορρίπτεται αγωγή της αγοράστριας- πολιτικώς ενάγουσας Π. Κ. - Π. κατά του νυν κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της από την με αρ. .../16-10-2008 ψευδή καταγγελία του εναγομένου - κατηγορούμενου στην πολεοδομία Φωκίδας, ήτοι λόγω συκοφαντικής δυσφήμισης αυτής για διάπραξη υπ’ αυτής δύο πολεοδομικών παραβάσεων, όχι διότι κρίθηκε, ως αληθής και ουδόλως συκοφαντική για την ενάγουσα αγοράστρια η καταγγελία του στα Δικαστήρια της Άμφισσας και για ανακρίβεια των σχετικών σκαριφημάτων του 1980 του Π. Π. και του 1989 του Γ. Π., βάσει των οποίων εκδόθηκε η με αρ ...1989 και η .../1980 παλαιά οικοδομική άδεια Πολεοδομίας Φωκίδας, σε επέκταση της παλαιάς προπολεμικής οικίας του παππού τους, αλλά διότι "ο εναγόμενος στην παραπάνω καταγγελία του αναφέρει ως υπαίτιο των παραβάσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας τον Π. Π. και αφετέρου δεν αποδίδει στην ενάγουσα κάποια μομφή για τέλεση παράνομων και αυθαίρετων πράξεων, όπως η ενάγουσα διατείνεται, ήτοι ο ισχυρισμός της ενάγουσας δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας". Ήτοι, δεν πρόκειται για επίκληση δεδικασμένου, κατά την έννοια του άρθρου 57 ΚΠΔ, για την κρινόμενη πράξη της απάτης, που παραβιάστηκε κατά τον αναιρεσείοντα, αλλά για επίκληση εγγράφου στοιχείου απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, που σαφώς συνεκτιμήθηκε όπως όλα τα λοιπά έγγραφα από το ποινικό Δικαστήριο της ουσίας, για να συναγάγει συμπεράσματα επί της ουσίας της υποθέσεως της απάτης για την ύπαρξη της εν λόγω πολεοδομικής παράβασης και το δόλο του αναιρεσείοντος πωλητή για το ελάττωμα αυτό του πωληθέντος ακινήτου, στ) η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή πολεοδομικής παράβασης επιτρεπτά έγινε παρεμπιπτόντως γιατί συνέχεται με τη συνδρομή ή μη νομικού ελαττώματος της πωληθείσας οικίας και εντεύθεν συνδρομής βασικού στοιχείου ψευδούς παράστασης της ερευνώμενης απάτης των πωλητών και αντίστοιχης ζημίας της αγοράστριας και δε σημαίνει ότι το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για διοικητική υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του και ζ) δεν συνάγεται μη συνεκτίμηση από το Δικαστήριο, μεταξύ των άλλων αναγνωσθέντων εγγράφων και του από 2003 τοπογραφικού διαγράμματος από 10-10-2003 του πολιτικού μηχανικού Αθηνών Χ. Τ. και της από 11-11-2013 βεβαιώσεως που το συνοδεύει, για το λόγο ότι δε γίνεται στο αιτιολογικό ειδική αναφορά σε αυτά, αφού στο αιτιολογικό σημειώνεται ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά και δεν υπάρχει, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, καθενός χωριστά. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και 6 της ΕΣΔΑ (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, έκτος και έβδομος), με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, όσον και υπέρβασης εξουσίας εκ του στοιχ. Η’ του ιδίου ως άνω άρθρου, για κρίση επί διοικητικού θέματος που υπάγεται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να προβάλει αυτοτελείς ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να προταθούν αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά τρόπο ορισμένο και όχι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, άρνηση συνδρομής της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ή υπερασπιστικά επιχειρήματα του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς ισχυρισµοί στην ποινική δίκη, ονοµάζονται εκείνοι που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του στο ποινικό δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, έχουν ορισµένο αίτηµα και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως (σελ.2-13), επικαλέστηκε και ισχυρίστηκε, δια των συνηγόρων του, που ανέπτυξαν και προφορικά τα εξής σε περίληψη, που ονομάζει αυτοτελείς ισχυρισμούς: Ότι η έγκληση της πολιτικώς ενάγουσας είναι καταφανώς ψευδής, ότι η πωληθείσα οικία δεν ήταν κατεδαφιστέα, ότι η αγοράστρια και ο πατέρας της δεν υπέστησαν πλάνη και εγνώριζαν όλα τα προβλήματα της πωληθείσας οικίας, ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλάνης και ζημίας της αγοράστριας, ότι δεν υφίσταται παράνομο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη βλάβη της αγοράστριας, ότι η οικία αυτή αγοράστηκε για να κατεδαφιστεί και να αποκτήσει ο πατέρας της αγοράστριας τη δυνατότητα κατεδάφισης με σκοπό τη νομιμοποίηση άλλου οικήματος επιχείρησης νεροτριβής και η τυχόν ζημία ισοσταθμίστηκε με ισάξια αντιπαροχή και ότι συνολική αξία των τεσσάρων συνολικά αγορασθέντων ακινήτων ανερχόταν σε 200.000 ευρώ και αγοράστηκαν αντί 100.000 ευρώ. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και υπερασπιστικά επιχειρήματα και το Δικαστήριο σαφώς με την προπαρατεθείσα αιτιολογία ενοχής, απαντά και λαμβάνει σαφώς θέση επ’ αυτών με την κρίση περί ενοχής και ο συναφής εκ του άρθρου 510 παρ.2 στοιχ. Β’ , Δ, Ε’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 218 του ΚΠΔ, ορίζονται τα εξής: "Παρ.1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια. Προς τούτο ερωτάται ,αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο. Παρ. 3,4,5,6. ..". Το άρθρο 218 τροποποιήθηκε ως παραπάνω με την παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 4055/2012. Η ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 218 του ΚΠΔ, πριν από την ως άνω αντικατάστασή του, είχε ως εξής: "Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, ... Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη". Μετά, δηλαδή, την αντικατάσταση του άρθρου 218 του ΚΠΔ από το ν. 4055/2012, απαλείφθηκε η άνω κύρωση και η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας(ΑΠ 172/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (9ο φύλλο), στο ακροατήριο εξετάστηκε η μάρτυρας υπερασπίσεως Μ. Π., δηλώσασα χριστιανή ορθόδοξος και συγγενής του κατηγορουμένου, χωρίς να ορκισθεί στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά το άρθρο 221 του ΚΠΔ, χωρίς να προβάλλεται ή να σημειώνεται ή να προκύπτει συνδρομή κάποιου συγκεκριμένου λόγου από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 221 ΚΠΔ και που δικαιολογούν την εξέταση χωρίς όρκο της μάρτυρος. Όμως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα η μη όρκιση της παραπάνω μάρτυρος υπερασπίσεως δεν επάγεται σε καμία περίπτωση καμιά ακυρότητα της διαδικασίας και ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας που προκλήθηκε από την ανωμοτί εξέταση της ως άνω μάρτυρος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 16/6-5-2015 αίτηση του Ι. Π. του Γ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 469/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Απάτη Ιδιαίτ. Μεγάλης αξίας - 386 παρ.1 ΠΚ. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις, λογικά αιτιολογικού και διατακτικού. 2. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β και Η λόγοι αναιρέσεως. 3. Η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας(ΑΠ 172/2015).
Απάτη
Απάτη.
2
Αριθμός 1325/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Τ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Πουλαράκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.70/...4 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Κ. του Δ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Οκτωβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1140/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρ. 1 του ν. 3327/2005 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως(2008), "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια" ενώ κατά την παρ. 2α του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια άλλη αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν αναφέρεται σ’ αυτήν εκθέτει εν γνώσει του ψέματα....." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης απαιτείται: α) ο διάδικος ή ο μάρτυρας να καταθέσει χωρίς όρκο ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 225 παρ. 2 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, τη γνώση ότι τα χωρίς όρκο κατατεθέντα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 70/2014, απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο, τον αναιρεσείοντα, της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α του ΠΚ, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα και την μαρτυρία της μάρτυρος του κατηγορητηρίου, που εξετάσθηκε ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης, διότι στην από 14.1.2008 αναφορά του κατά των εγκαλούντων βεβαίωσε ανωμοτί ψευδώς (εν γνώσει του ψεύδους) τα αναφερόμενα στο διατακτικό γεγονότα. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος, όπως στο διατακτικό, αλλά μετ’ ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ.". Ακολούθως κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: ""στη ... την 14.01.2008, με πρόθεση αναφερόμενος στην αρχή εν γνώσει του εξέθεσε ψέματα και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον της Δ/νσης ΧΟΠ της Ν.Α Βοιωτίας την υπ’ αριθμ. .../14.1.2008 έγγραφη αναφορά του με την οποία κατήγγειλε τους εγκαλούντες Δ. Κ. και Γ. Κ., ότι ως ιδιοκτήτες γειτονικού οικοπέδου στην περιοχή ..., κατά παράβαση της οικοδομικής τους αδείας επεκτάθηκαν κατά ένα (1) μέτρο εντός της υφισταμένης ιδιωτικής οδού με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υλοποιηθεί το πλάτος των 4,00 μ της ιδιωτικής αυτής οδού, ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές και ότι οι εγκαλούντες ουδεμία οικοδομική εργασία εξετέλεσαν εντός της υφισταμένης ιδιωτικής οδού ούτε και επεξέτειναν με οποιοδήποτε οποιονδήποτε τρόπο την ιδιοκτησία τους σε βάρος της πιο πάνω ιδιωτικής οδού". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο μεν αιτιολογικό περιέχει εντελώς τυπική αιτιολογία και παραπέμπει στο διατακτικό, στο δε διατακτικό, που παραδεκτά συμπληρώνει το αιτιολογικό, αναφέρεται απλώς για την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ότι ο κατηγορούμενος εν γώσει του κατέθεσε ψέμματα στη Δνση ΧΟΠ/ΝΑ Βοιωτίας με την υποβολή της με αρ. .../14-1-2008 έγγραφης αναφοράς του, στην οποία κατήγγειλεν ψευδώς ότι οι εγκαλούντες, ως ιδιοκτήτες γειτονικού οικοπέδου, κατά παράβαση της οικοδομικής αδείας τους, επεκτάθηκαν κατά ένα μέτρο εντός της υφισταμένης εκεί ιδιωτικής οδού, ενώ γνώριζε ότι αυτό που κατήγγειλεν ήταν ψευδές και ότι οι εγκαλούντες ουδεμία οικοδομική εργασία εκτέλεσαν εντός της υφισταμένης οδού, ούτε και επεξέτειναν την ιδιοκτησίας τους σε βάρος της πιο πάνω ιδιωτικής οδού. Ήτοι, σε σχέση με τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν τόσο την ανωτέρω γνώση όσο και το σκοπό του κατηγορουμένου να διωχθούν ποινικά οι εγκαλούντες, ενώ δεν συνάγεται από καμία παραδοχή ότι δέχθηκε πως είχεν ο κατηγορούμενος προσωπική αντίληψη και γνώση ότι τα υπ’ αυτού κατατεθέντα ήταν ψευδή, οπότε και δεν θα απαιτείτο περαιτέρω αιτιολογία για τον άμεσο δόλο. Επομένως ως προς τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 66 παρ.1 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "η πολιτική αγωγή, που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο, μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι "κατ’ εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 63, 64, 65 και 68 του ΚΠΔ, των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 321 έως 324 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αποκλείεται η εισαγωγή της πολιτικής αγωγής για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου µόνο εφόσον αυτή ασκήθηκε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε για αυτή οριστική απόφαση, εκτός εάν ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει µέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Εφόσον υπάρχει τέτοια επιφύλαξη, µε το δικόγραφο της αρχικής αγωγής ή µετά µερικό περιορισµό της αγωγής, είναι αδιάφορο εάν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αγωγή του ή επιδίκασε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό ή µέρος αυτού αφού για το µέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο λόγω της γενόµενης επιφυλάξεώς του δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση αυτού, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, (ΑΠ 173/2015, 534/2012, 1157/2011). Ήτοι στην περίπτωση, κατά την οποία ο δικαιούχος από αδικοπραξία χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του αυτής, επιφυλαχθείς να εισαγάγει και ένα μέρος της στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η εις το τελευταίο παράσταση του δικαιούχου, ως πολιτικώς ενάγοντος, για το μέρος της απαίτησής του, το οποίο δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, με την οποία τούτο, κρίνοντας επί του καταχθέντος ενώπιόν του μέρους της απαίτησης αυτής και τελώντας εν γνώσει, ότι μέρος της αξίωσης αυτής θα εισαγόταν στο ποινικό δικαστήριο, επιδίκασε, είτε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό, είτε μικρότερο του αιτηθέντος ή απέρριψε την αγωγή, αφού, για το μέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο, εξαιτίας της γενομένης επιφυλάξεως, δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση του τελευταίου (ΑΠ 2258/2004). Αν όμως η αγωγή ασκήθηκε χωρίς να γίνει η κατά τα άνω επιφύλαξη, και επ’ αυτής είχε εκδοθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και παρά ταύτα ο δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, παραστάθηκε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 2 ΚΠΔ), που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, μόνον αν προβληθεί αντίρρηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για το λόγο αυτό ή αν από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου περιστατικά προκύπτει ότι η παράσταση δεν ήταν νόμιμη, αφού άλλως το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση εφόσον αυτά δεν προκύπτουν από τη διαδικασία (Ολ. ΑΠ 1282/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά και των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως, που επισκοπούνται επιτρεπτώς για τις ανάγκες αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι οι πολιτικώς ενάγοντες Γ. Κ. και Δ. Κ. άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς την από 25-10-2008 αναγνωσθείσα στο ακροατήριο αγωγή τους, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και νυν αναιρεσείων κατηγορούμενος να τους καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ σε καθένα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και αδικοπραξία του κατηγορουμένου, δίχως στην αγωγή αυτή να γίνεται οποιαδήποτε επιφύλαξη ποσού ή αναφορά σε ποσό 30 ευρώ, για το οποίο παρέστησαν αυτοί ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο που παρέστησαν, ποσό το οποίο και τους επιδικάστηκε, ενώ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επανέλαβε την παράσταση πολιτικής αγωγής ο από αυτούς πολιτικώς ενάγων Γ. Κ., ζητώντας να του καταβάλει ο κατηγορούμενος ποσό 30 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τη ρητή επιφύλαξη να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της παράστασης αυτής ο εκκαλών κατηγορούμενος, πρόβαλε αντιρρήσεις και ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αυτής αγωγής, για το λόγο ότι οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν την αστική τους αυτή αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς, ζητώντας 50.000 ευρώ ο καθένας, χωρίς στην αγωγή αυτή να γίνει οιαδήποτε επιφύλαξη για κάποιο ποσό, ώστε να το διεκδικήσουν στο ποινικό δικαστήριο. Από τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αντιρρήσεις αυτές του κατηγορουμένου, απορρίφθηκαν με την τυπική αιτιολογία, ότι "ο προβαλλόμενος λόγος αποβολής της πολιτικής αγωγής δεν είναι νόμιμος", ενώ ο συνήγορος υπερασπίσεως, ουδέν σχετικό αντέλεξε, ούτε ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκε ήδη οριστική απόφαση, ούτε προκύπτει αν εκδόθηκε και ποία απόφαση επί της ανωτέρω αγωγής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς. Ήτοι δεν τέθηκαν υπόψη του ποινικού Δικαστηρίου από τον αντιλέγοντα κατηγορούμενο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, της τυχόν εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, ώστε να προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο δεν ήταν νόμιμη Επομένως, σύμφωνα με τα πραναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η πολιτική αγωγή ασκήθηκε μεν στο πολιτικό δικαστήριο χωρίς καμία επιφύλαξη, αλλά δεν προκύπτει και έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, δεν τίθεται ζήτημα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθ. 70/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμοι οι εκ του 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, διότι το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου απλής γνώσης του ψεύδους των καταγγελθέντων, αλλά δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν τόσο την ανωτέρω γνώση, ενώ δεν συνάγεται από καμία παραδοχή ότι δέχθηκε πως είχεν ο κατηγορούμενος προσωπική αντίληψη και γνώση ότι τα υπ'αυτού κατατεθέντα ήταν ψευδή, οπότε και δεν θα απαιτείτο περαιτέρω αιτιολογία για τον άμεσο δόλο.
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
2
Αριθμός 1338/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2) Α. Κ. του Θ., κατοίκου ... 3)Δ. Κ. του Θ., κατοίκου .... Ο 2ος και 3ος των αναιρεσειόντων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Δαμουλή, η οποία δήλωσε ότι α)ο 1ος των αναιρεσειόντων απεβίωσε την 1-3-2015, (όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα υπ’ αριθ. 84/1/2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου) και κληρονομήθηκε από τους 2ο και 3ο των αναιρεσειόντων, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη (υπ. αριθμ. 23/2015 πρακτικό ΒΔ), β) ο 3ος των αναιρεσειόντων έχει προβεί σε αλλαγή του επωνύμου του από "Κ." σε "Κ.", σύμφωνα με την υπ’ αριθμ πρωτ. .../29-9-2014 απόφαση του Δημάρχου Κηφισιάς Αττικής. Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Φ. Μ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δ. Λιάκου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 48/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ελασσόνας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 1/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 341/2006 μη οριστική και 9/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 11-3-2008 αίτησή τους και τους από 22-7-2014 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 11-11-2014 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ασπασίας Μαγιάκου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή αν επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του διαδίκου, οι εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, μπορούν μετά τη γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού (αρθρ. 286 και 287 ΚΠολΔικ) να υπεισέλθουν στη θέση του δικαιοπαρόχου τους, με την άσκηση των επιτρεπομένων από το νόμο ενδίκων μέσων ή με δήλωση συνέχισης της εκκρεμούς δίκης ή με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση. Η δήλωση της εκούσιας επανάληψης της δίκης μπορεί να γίνει ενιαία με τη γνωστοποίηση του λόγου διακοπής, με ένα δηλ. έγγραφο ή δήλωση στο ακροατήριο (αρθρ. 287 και 290 ΚΠολΔικ). Η δήλωση εκούσιας επανάληψης της δίκης από τους κληρονόμους (αρθρ. 292 ΚΠολΔικ) δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας, ούτε μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής, αφού η δήλωση επανάληψης της δίκης ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς, ούτε υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς, εξ αντιδιαστολής δε του άρθρου 288 ΚΠολΔικ συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας η διακοπή που επέρχεται στο πρόσωπο του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου οι διατάξεις των ως άνω άρθρων, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως συνεδρίαση εμφανίστηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ο δεύτερος και ο τρίτος από τους αναιρεσείοντες (ο οποίος (τρίτος) έχει προβεί σε αλλαγή του επωνύμου του από Κ. σε Κ., σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. .../29-9-2014 απόφαση του Δημάρχου Κηφισιάς) και δήλωσαν ότι ο πρώτος αναιρεσείον και πατέρας τους Θ. Κ. του Α., πέθανε στις 1-3-2015, ήτοι μετά την άσκηση της αναίρεσης (12-3-2008) και των προσθέτων αυτής λόγων (22-7-2014) - βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. .../2-3-2015 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου ληξιάρχου Κηφισιάς. -Ωστόσο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από αυτούς, υπ’ αριθμ. .../11-3-2015 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Ελασσόνας Λάρισας, εκτός από τους ίδιους φέρεται ως επιζώσα και μητέρα τους και σύζυγος του αποβιώσαντα, Σ. Κ., το γένος Ι. Γ., η οποία είναι και αυτή κατά νόμο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του (αρθρ. 1820 ΑΚ). Δεδομένου όμως του ότι δεν έχει και αυτή προβεί σε επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης, η συζήτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, και να συνεχισθεί ως προς τους λοιπούς, καθόσον η ένδικη υπόθεση αφορά σε αναγνωριστική κυριότητας αγωγή και η εξ αυτής συνδέουσα τους ομοδίκους αναιρεσείοντες - εναγομένους σχέση, είναι εκείνη της απλής ομοδικίας. Επειδή κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ’ αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔικ και ειδικότερα: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο εσωτερικούς ή διεθνούς δικαίου. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν σε εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, 2) εάν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ‘ η δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείσθηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Οι λόγοι αυτοί της αναιρέσεως που είναι τέσσερεις, ορίζονται περιοριστικώς στο ως άνω άρθρο - NYMERUS CLAUSUS - και αντιστοιχούν προς τους λόγους των άρθρων 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559, με τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως και συνεπώς δεν συγχωρείται αναίρεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων, εάν αυτές στερούνται νομίμου βάσεως και ιδίως αν στερούνται παντελώς αιτιολογιών ή είχαν αντιφατικώς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ή αν η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, ή αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή αν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική τους δύναμη ή αν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ή αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε απαράδεκτο ή εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως. Η διάταξη αυτή του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ δεν αντίκειται, ως ρυθμίζουσα ουσιωδώς όμοια πράγματα κατ’ όμοιο τρόπο, στις διατάξεις των άρθρων 4 και 20 του Συντάγματος, καθόσον η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αξίωση κατά της πολιτείας για την παροχή έννομης προστασίας, υπό την μορφή εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων, δεν περιλαμβάνει και αξίωση για καθιέρωση ενδίκων μέσων κατ’ αυτών. Επίσης η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον με τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου δεν επιβάλλεται η δημιουργία ενδίκων μέσων γενικώς για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, αλλά η υποχρέωση απαντήσεως επί του παραδεκτού και βασίμου των υποβληθέντων αιτημάτων. Ενόψει τούτων α) ο δεύτερος από το άρθρο 559 αρ. 17 ΚΠολΔικ λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη και εκδοθείσα επί εφέσεως κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου απόφαση, η ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων, β) ο τρίτος, από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, λόγος, για την μη απόρριψη από την συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, της αγωγής λόγω ποσοτικής (ποιοτικής) αοριστίας, γ) ο πέμπτος από τον αριθμό 11α’ για τη λήψη υπόψη από την προσβαλλομένη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, δ) ο έκτος από τους αριθμούς 11γ’ και 13 για τη μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, καθώς και αυτό τους προσθέτους λόγους α) ο πρώτος από τον αριθμό 20 του ίδιου άρθρου για παραμόρφωση εγγράφων, β) ο δεύτερος από τους αριθμούς 11γ’ και 12 για την μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, γ) ο τρίτος από τον αριθμό 19 για έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών και δ) ο τέταρτος από τον αριθμό 11γ’ για την μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, πρέπει να απορριφθούν. Ο πρώτος και από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ για κακή σύνθεση του δικαστηρίου λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, ο οποίος ταυτίζεται (εκτός από την αγωγή κακοδικίας) με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 2 του άρθρου 560 και ο τέταρτος από τον αριθμό 5 του ίδιου άρθρου λόγος για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος ταυτίζεται με τον αριθμό 3 του άρθρου 560, θα ερευνηθούν στην ουσία τους, καθόσον κρίνεται από την εκτίμηση του περιεχομένου τους ότι αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις προαναφερθείσες αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 560 ΚΠολΔικ. Επειδή κατά το άρθρο 560 παρ. 2 του ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων, ήτοι των Ειρηνοδικείων και εκείνων που εκδόθηκαν επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ο νόμος ορίζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 254 παρ. 3 εδ. β του ΚΠολΔικ, σε περίπτωση που διατάχθηκε επανάληψη συζητήσεως "η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν η επαναλαμβανόμενη συζήτηση γίνει με διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, που να βεβαιώνονται στην απόφαση, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του αρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και του, κατά τούτο, ταυτιζόμενου με αυτόν αρ. 2 του παραπάνω άρθρου 560 του ίδιου κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση, όπως προαναφέρθηκε, του περιεχομένου του, η από την παραπάνω διάταξη του αρ. 2 του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ πλημμέλεια (και όχι η επικαλούμενη του αρ. 2 του άρθρου 559), κατά την οποία η σύνθεση του ως άνω Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που εξέδωσε την οριστική απόφαση, μετά από επανάληψη συζητήσεως που διατάχθηκε με την συμπροσβαλλομένη μη οριστική υπ’ αριθμ. 341/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει το άρθρο 254 παρ. 3 εδ. β του ίδιου κώδικα, ήτοι με την ίδια σύνθεση δικαστών, που εξέδωσε την διατάξασα την επανάληψη της συζητήσεως μη οριστική απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Ειδικότερα το εκδόσαν την συμπροσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 341/2006 μη οριστική απόφαση, που διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, συγκροτήθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Αγγελική Παναγιώτου και τις Πρωτοδίκες Μαρία - Μάριον Δερεχανή (Εισηγήτρια) και Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Η απόφαση, που κρίθηκε από την ίδια σύνθεση στις 11-9-2006, δημοσιεύθηκε μετά από τρείς μήνες και συγκεκριμένα στις 12-12-2006 από άλλη σύνθεση δικαστηρίου και δη τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ιωάννη Ζώη και τις Πρωτοδίκες Ειρήνη Γκορτζίλα και Χρυσούλα Παπαδοπούλου γιατί, όπως βεβαιώνεται στην εν λόγω απόφαση τα δύο πρώτα μέλη, που συγκρότησαν το δικαστήριο που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, έπαψαν να υπηρετούν σ’ αυτό γιατί η Πρόεδρος Πρωτοδικών Αγγελική Παναγιώτου προήχθη σε Εφέτη και τοποθετήθηκε σε άλλο δικαστήριο και το μέλος της συνθέσεως Μαρία - Μάριον Δερεχάνη προήχθη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών και επίσης τοποθετήθηκε σε άλλο δικαστήριο. Ενόψει των εν λόγω αναφορών της απόφασης αυτής είναι φανερό ότι το δικαστήριο που στη συνέχεια εξέδωσε την προσβαλλομένη οριστική απόφαση, δεν μπορούσε να έχει ως μέλη του τους προαχθέντες και μετατεθέντες δικαστές, ενώ αποτέλεσε μέλος του η συνεχίσασα να υπηρετεί σ’ αυτό Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Η αναγραφή και στην οριστική απόφαση των λόγων που κωλυόταν η προηγούμενη σύνθεση ήταν περιττή, αφού τούτο προέκυπτε από το περιεχόμενο της μη οριστικής απόφασης που αποτελεί ένα όλο με την οριστική. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των παραπάνω αποφάσεων επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δημιουργείται μόνον όταν το προαναφερόμενο σφάλμα αφορά την αρμοδιότητα του ίδιου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο και εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και όχι όταν το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, επιλαμβανόμενο της εφέσεως, που υπάγεται κατά το άρθρο 18 αρ. 2 ΚΠολΔικ στην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένως, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ’ ύλην (Ολ ΑΠ 5/2003, Ολ ΑΠ 30/1995, Ολ ΑΠ 3/1991). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση, όπως προαναφέρθηκε, του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 3 του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ πλημμέλεια (και όχι η επικαλούμενη του αριθμού 5 του άρθρου 559), κατά την οποία το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες - εναγόμενους, με λόγο εφέσεως, ένσταση για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δέχθηκε ότι το τελευταίο ήταν αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση λόγω της αξίας του διεκδικουμένου από κάθε εναγόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ενδίκου ακινήτου, ενώ η αρμοδιότητα αυτή προσδιοριζόταν, κατά τους αναιρεσείοντες, από την αξία του όλου ακινήτου και γι’ αυτό θα έπρεπε η υπόθεση να παραπεμθεί προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην Μονομελές Πρωτοδικείο. Η αιτίαση αυτή, ενόψει των αναφερομένων στη νομική σκέψη, εφόσον δεν αφορά σε σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την δική του αρμοδιότητα, είναι απαράδεκτος και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας ακινήτου, όπως προκύπτει από της διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ αποτελεί και καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα, αν χρειάζεται, να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι, εφόσον πρόκειται για οικία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η χρήση, η κατοίκηση, η συντήρηση, η επισκευή, η ανοικοδόμηση βοηθητικών χώρων και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ του ίδιου κώδικα, η νομή, ως δικαίωμα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984 και 994 ΑΚ, οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυρίων ή των συγκληρονόμων επί ιδίου πράγματος, συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ή συγκληρονόμος του ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό πράγμα, λογίζεται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών κοινωνιών συγκυρίων - συγκληρονόμων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ’ αυτούς γνωστό ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα, αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση εκούσιας παράδοσης της νομής μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυρίων, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή (ΑΠ 1378/2014). Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033 και 1192 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή, μόνο η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως, πλην όμως, έναντι του αληθινού κυρίου, δεν είναι ισχυρή η εν λόγω μεταβίβαση, αφού γι’ αυτήν απαιτείται να είναι κύριος αυτός που μεταβιβάζει. Συνεπώς εκείνος, προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο, δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο. Περαιτέρω ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1α της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 560 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 10/2011). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων "Δυνάμει της υπ’ αρ. .../29-10-1996 δημόσιας διαθήκης του πατέρα της Γ. Κ. του Α., που απεβίωσε στις 26-6-2003, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 365/22-7-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, περιήλθε στην ενάγουσα, κατόπιν της υπ’ αρ. .../29-8-2003 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ελασσόνας Δ. Μαστροευθυμίου, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ελασσόνας στον τόμο ... και αριθμό ..., το επίδικο ακίνητο, δηλαδή ένα οικόπεδο εμβαδού 150 τ.μ. περίπου με την ευρισκόμενη σ’ αυτό παλαιά διώροφη οικία, που αποτελείται από το ισόγειο τμήμα της και τον όροφο πάνω από αυτό, εμβαδού 33 τ. μ. περίπου το καθένα, και ένα επίσης βοηθητικό κτίσμα (αποθήκη και πλυσταριό) εμβαδού 26 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται εντός του δημοτικού διαμερίσματος ... του διευρυμένου Δήμου Ελασσόνας, στη συνοικία "...". Το εν λόγω ακίνητο είναι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου και ειδικότερα ενός οικοπέδου έκτασης 238 τ.μ. περίπου, με την υπάρχουσα σ’ αυτό οικία, το οποίο αποτελεί μέρος της πατρικής περιουσίας του πατέρα της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, που ήταν αδελφοί, και διανεμήθηκε άτυπα μεταξύ αυτών, του τρίτου αδελφού Β. Κ. και της μητέρας τους το έτος 1956. Συγκεκριμένα, το 1956 και μετά το θάνατο του πατέρα του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας Α. Κ. (παππού της ενάγουσας), μεταξύ των κληρονόμων του, δηλαδή των τέκνων του Γ. Κ., Θ. Κ., Β. Κ. και της χήρας Π. Κ., έγινε άτυπη διανομή της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος, στην οποία περιλαμβανόταν ένα οικόπεδο έκτασης 238 τ.μ. με την υπάρχουσα οικία, του οποίου τμήμα αποτελεί το επίδικο ακίνητο. ο Γ. Κ., που ήταν ήδη παντρεμένος και είχε ένα παιδί, έλαβε το επίδικο, όπως περιγράφεται πιο πάνω, καθώς είχε άμεσες ανάγκες να στεγάσει την οικογένεια του. Αντίθετα, οι δύο άλλοι αδελφοί του Γ., που ήταν κατά πολύ νεότεροι του στην ηλικία και δεν είχαν δημιουργήσει οικογένεια, παρέμειναν μαζί με τη μητέρα τους στο υπόλοιπο μέρος της οικίας, μέχρι που ο Θ. το 1959 παντρεύτηκε και αργότερα το 1964 έφυγε και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Αθήνα, ενώ ο Β. παρέμεινε στην οικία με τη μητέρα του έως το 1970, οπότε αποχώρησε από αυτή. Επομένως, στον πατέρα της ενάγουσας περιήλθε το νότιο τμήμα του οικοπέδου, που συνορεύει βόρεια και επί πλευράς μήκους 14 μέτρων με οικόπεδο των εναγομένων, καθώς επίσης και επί πλευράς μήκους 3,20 μέτρων με δημοτικό δρόμο, βορειοδυτικά και επί πλευράς μήκους 7,500 μέτρων με οικόπεδο των εναγομένων, νότια και επί πλευράς μήκους 16 μέτρων με άλλο οικόπεδο της ενάγουσας και οικόπεδο κληρονόμων Ε. Κ. και Σ. Λ. και δυτικά και επί πλευράς 7 μέτρων με οικόπεδο Χ. Κ.. Μετά τη διανομή του ως άνω ακινήτου ο Γ. Κ. προέβη σε εργασίες διαμόρφωσης του επιδίκου οικοπέδου και της οικίας, ώστε να κατοικηθεί από τον ίδιο και την οικογένεια του, οι οποίες εκτελέστηκαν από τον Θ. Ψ. και πληρώθηκαν από τον ίδιο τον δικαιοπάροχο της ενάγουσας (Γ. Κ.), τη μεταφορά δε των υλικών για τις εργασίες εκτέλεσε ο Α. Χ.. Τότε κατασκευάστηκε και ο τοίχος στο σημείο που εφάπτεται η βόρεια πλευρά της οικίας του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας με τη νότια πλευρά της υπόλοιπης οικίας που διέμεναν η μητέρα με τους δύο αδελφούς του, ώστε από τότε να χωριστούν οριστικά τα δύο τμήματα της οικίας, χωρίς να υπάρχει κοινή πόρτα ή να επικοινωνούν με οποιονδήποτε τρόπο μεταξύ τους. Επίσης, η στέγη που κατασκεύασε ο Γ. Κ. έχει μικρότερο ύψος από τη στέγη του υπόλοιπου κτίσματος και μάλιστα στο σημείο που χωρίζεται με την οικία του Θ. Κ.. Ως εκ τούτου, ο Γ. Κ. από το έτος 1956, έως το θάνατο του το 2003, ασκούσε αδιαλείπτως και αποκλειστικώς για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών πράξεις νομής στο προπεριγραφόμενο οικόπεδο, αφού χρησιμοποιούσε την οικία σαν οικογενειακή κατοικία το δε οικόπεδο το είχε τσιμεντοστρώσει και διαμορφώσει κατάλληλα, ως αυλή της οικίας και το βόρειο ανατολικό τμήμα ως δίοδο επικοινωνίας του ακινήτου με τον κεντρικό δημοτικό δρόμο. Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αρ. .../2000 έγγραφο της διεύθυνσης Πολεοδομίας Ελασσόνας, που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του Γ. Κ. και απαντά σ αυτή πληροφορώντας τον ότι δεν απαιτείτο η έκδοση οικοδομικής άδειας, ο τελευταίος αντικατέστησε την κεραμοσκεπή της οικίας του με καινούρια. Επομένως, αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ως κύριος αυτού κατέλιπε με δημόσια διαθήκη που συνέταξε το έτος 1996 το ακίνητο στην θυγατέρα και κληρονόμο του, η οποία, μετά την κήρυξη της σε κυρία και την αποδοχή της κληρονομά του πατέρα της, ως προεκτέθηκε, κατέστη κυρία του επιδίκου, στο οποίο ασκεί από το έτος 2003 πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στον κύριο και νομέα ακινήτου. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι το όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου τμήματος του, πωλήθηκε το έτος 1969 από το Γ. Κ. και τους λοιπούς συγκληρονόμους του Α. Κ. στον Θ. Κ., αφού στο επικαλούμενο υπ’ αρ. .../1969 πωλητήριο ακινήτων, ο Γ. Κ. συμβλήθηκε με τους λοιπούς συγκληρονόμους του ως πωλητής του 1/4 εξ αδιαιρέτου του εναπομείναντος μετά την άτυπη διανομή τμήματος του ακινήτου των 240 τ.μ. με την παλαιά οικία, για το λόγο δε αυτό, περιγράφεται στο συμβόλαιο ως ισόγειος οικία με δύο δωμάτια και όχι τρία δωμάτια που είχε η προϋπάρχουσα κατά το θάνατο του Α. Κ.. ήδη παλαιά οικία μετά της πέριξ αυλής των 50 τ.μ.. Ωστόσο, αν αυτός πωλούσε όλο το μερίδιο του επί όλου του ακινήτου, θα έπρεπε υποχρεωτικά να περιγραφεί στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη όλο το ακίνητο με την έκταση του και τα υπάρχοντα επ’ αυτού κτίσματα, δηλαδή την οικία των τριών δωματίων, με κουζίνα και σάλα καθώς και μία αποθήκη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο Θ. Κ. από το έτος 1969 χρησιδάνειζε στον Γ. Κ. και από το 1987 έως το έτος 1991 εκμίσθωνε το επίδικο τμήμα του όλου ακινήτου ως οικογενειακή κύρια κατοικία του ουδόλως αποδέχθηκε ως ουσία βάσιμος. Ειδικότερα, ο Γ. Κ. από την άτυπη διανομή του ακινήτου το 1956 και μέχρι το θάνατο του νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο διανοία κυρίου, ασκώντας συνεχώς και αποκλειστικώς τις διακατοχικές πράξεις που προαναφέρθηκαν, χωρίς να ενοχληθεί, όλο αυτό το διάστημα, από το Θ. Κ. και ιδιαίτερα μέχρι το 1969, που κατά τους. ισχυρισμούς του τελευταίου καμία έννομη σχέση από τις παραπάνω δεν τους συνέδεε. Αντιθέτως, το 2000 ο Θ. Κ., βλέποντας τις διαθέσεις του αδελφού του να σταματήσει τις διάφορες αυθαίρετες κατά τον ίδιο επισκευές που άρχισε να εκτελεί στο επίδικο, άσκησε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Ελασσόνας, ζητώντας να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 8/2001 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία απέρριψε την αίτηση του. Ο ίδιος δε, αν και, όπως ισχυρίζεται, ο Γ. Κ. δεν του κατέβαλε το μίσθωμα, δεν προέβη μετά από τόσα έτη εκ των υστέρων σε σύνταξη μισθωτηρίου συμβολαίου για καλύτερη διασφάλιση του ,ούτε ποτέ άσκησε εναντίον του τελευταίου αγωγή αποδόσεως του μισθίου και καταβολής των τυχόν καθυστερούμενων και οφειλομένων προς αυτόν μισθωμάτων. Εξάλλου, η προσκομιζόμενη υπεύθυνη δήλωση με την φερόμενη υπογραφή του Γ. Κ. δεν απευθύνεται σε κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πρόκειται για φωτοτυπία της πρωτότυπης δήλωσης το περιεχόμενο της οποίας δεν αποδείχθηκε κάτω από ποιες συνθήκες και για ποιο λόγο συντάχθηκε. Επίσης, ο ισχυρισμός ότι αρχικά υπήρχε σχέση χρησιδανείου και έπειτα μισθώσεως, διότι ο Γ. Κ. δεν είχε οικονομική δυνατότητα να καταβάλει μίσθωμα στον αδελφό του, αναιρεί το γεγονός, που δεν αμφισβητούν οι εκκαλούντες, ότι δηλαδή ο Γ. Κ. είχε αγοράσει με δικά του χρήματα το γειτνιάζον με το επίδικο ακίνητο οικόπεδο από τον Α. Κ.. Τέλος, το γεγονός της συντάξεως του υπ’ αρ. .../2001 συμβολαίου πωλήσεως ακινήτου του συμβολαιογράφου Ελασσόνας Αλεξάνδρου Παπαλεξανδρή, που μεταγράφηκε νόμιμα, βάσει του οποίου ο πρώτος των εκκαλούντων, που δεν ήταν κύριος του επιδίκου, μεταβίβασε στους λοιπούς το επίδικο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, δεν ασκεί καμία επιρροή στο δικαίωμα τη ενάγουσας, καθόσον, κατά το χρόνο της σύνταξης του συμβολαίου και της μεταγραφής του, ο δικαιοπάροχος της τελευταίας είχε καταστεί ήδη κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως, το, ως Εφετείο δικάσαν, Πολυμελές Πρωτοδικείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και προδιαληφθείσες περί έκτακτης χρησικτησίας και περί κοινωνίας, συγκυριότητας και συγκληρονομίας διατάξεις των άρθρων 974, 1045. 785, 787, 980-984, 994, 1113 και1884 ΑΚ καθώς και τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔικ) και αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις περί αποκτήσεως κυριότητας από κληρονομική διαδοχή και περί μη αποκτήσεως έναντι του αληθούς κυρίου της κυριότητας ξένου πράγματος, αιτία αγοράς (ΑΚ 1710, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199, 239, 513 επ. 1033, 1192) αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά περιστατικά συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ως προς όλες, πλην εκείνων της κοινωνίας - συγκυριότητας - συγκληρονομίας, ως προς τις οποίες δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές. Ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση ότι η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του ενδίκου ακινήτου παραγώγως από εκ διαθήκης, του πατέρα της, κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκε και μετέγραψε και ότι ο πατέρας της είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον από το 1956 που απέκτησε τη νομή του, λόγω άτυπης διανομής με τα αδέλφια και τη μητέρα του της κληρονομιάς του πατέρα του, το νεμήθηκε με τα οικεία προσόντα έως το χρόνο του θανάτου στις 26-6-2003, που τούτο περιήλθε στην ενάγουσα, αιτία κληρονομίας και ότι οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων, στους οποίους μεταβιβάστηκε το επίδικο, αιτία αγοράς, από τον πατέρα τους πρώτο αναιρεσείοντα δεν κατέστησαν κύριοι έναντι της ενάγουσας, γιατί απέκτησαν από μη κύριο. Εξάλλου ως προς το επίδικο δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής των περί κοινωνίας - συγκυριότητας - συγκληρονομίας διατάξεων, αφού ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, με άτυπη διανομή με τους συγκληρονόμους του πατέρα του, ήτοι τα αδέλφια και τη μητέρα του, απέκτησε τη νομή του όλου επιδίκου και άσκησε αυτοπροσώπως και εν γνώσει την μετασχόντων στην περί άτυπης διανομής συμφωνία λοιπών συγκληρονόμων και για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας νομή επ’ αυτού, ήτοι επί του όλου επιδίκου και όχι επί του εξ αδιαιρέτου ποσοστού του. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ (και όχι του επικαλουμένου 559) πέμπτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες από τις αποδείξεις προέκυψε αντίθετο πόρισμα ως προς την απόκτηση από τον δικαιοπάροχο της ενάγουσας της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον αυτός το κατείχε αρχικά λόγω χρησιδανείου και στη συνέχεια λόγω μισθώσεως, καθώς και ότι από την σύμπραξη του εν λόγω δικαιοπαρόχου, ως συγκληρονόμου στην πώληση της όλης πατρικής οικίας στον πρώτο αναιρεσείοντα προκύπτει η μη κατάρτιση της επικαλούμενης άτυπης διανομής, είναι απαράδεκτες, γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες (δεύτερος και τρίτος), λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα (Θ. Κ. του Α.). Απορρίπτει την από 11-3-2008 αίτηση και τους από 22-7-2014 πρόσθετους λόγους του Α. Κ. του Θ. και Δ. Κ. (Κ.) του Θ. κατά της Α. συζ. Φ. Μ., το γένος Γ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 9/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης και της συμπροσβαλλομένης μη οριστικής υπ’ αριθμ. 341/2006 αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες (δεύτερο και τρίτο) στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης γίνεται από όλους τους κληρονόμους. Αν γίνει μόνο από κάποιους, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τον φερόμενο ως αποβιώσαντα και επί απλής ομοδικίας δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς ομόδικους. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου παραγώγως από κληρονομική διαδοχή και πρωτοτύπως από έκτακτη χρησικτησία. Αν η νομή αποκτήθηκε με άτυπη διανομή στο όλο ακίνητο δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των περί κοινωνίας διατάξεων, ούτε υφίσταται αντιποίηση νομής. Οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, καθως και οι εκδιδόμενες επί εφέσεων κατά των αποφάσεων αυτών, υπόκεινται σε αναίρεση μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο αρθ 560 ΚΠολΔ λόγους. Ο λόγος περί καθ’ υλην αναρμοδιότητας του αρθ 560 παρ 3 ιδρύεται μόνο επί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου και όχι του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο λόγος του αρθ 560 παρ 2 περί κακής συγκροτήσεως ιδρύεται και στην περίπτωση του αρθ 254 παρ 3 εδβΚΠολΔ. Μόνο η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος πωλητή δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως πλην όμως έναντι του αληθινού κυρίου, δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση (ΑΚ 239,513επ1033 και 1192)
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου.
0
Αριθμός 1340/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΥΓΡΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ-Κ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταμάτη Γρύλλη Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω (μεταβατική έδρα Καλύμνου). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: Κ 86/2011 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 84/2013 του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου (μεταβατική έδρα Κω). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 18-6-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή το έγγραφο της αναίρεσης κατά το άρθρο 566 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά τα άρθρα 118 έως 120, δηλαδή τα στοιχεία κάθε δικογράφου και να αναφέρει τους λόγους αναίρεσης δηλ. τα παράπονα κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αν η αίτηση δεν περιλαμβάνει έστω και ένα λόγο αναίρεσης, ακόμη και απαράδεκτο ή αβάσιμο, απορρίπτεται. Αν αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ), εφόσον το δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές, με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, στις πλημμέλειες που συγκροτούν τον λόγο αυτό της αναίρεσης γιατί διαφορετικά είναι απολύτως ανέφικτος ο ζητούμενος αναιρετικός έλεγχος. Η από την παράλειψη αυτή αοριστία του δικογράφου της αναίρεσης, η οποία επάγεται την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης (άρθρ.577 παρ.1, 2 ΚΠολΔ) δεν μπορεί, όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός του αναιρετηρίου, (Ολ.ΑΠ 32/1996) ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με την αναίρεση, γιατί, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος, δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν το αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που δεν το συνιστούν και να απορριφθεί για το λόγο αυτό η αναίρεση, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως να ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα. Η θέση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη και με το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί διασφαλίζει την από αυτό αξιούμενη δίκαιη δίκη, αφού συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του, και συνταγματικά κατοχυρωμένου, δικαιώματος πρόσβασης καθενός στα δικαστήρια, το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την άσκηση ορισμένης, σύμφωνα με το νόμο, προσφυγής οιασδήποτε μορφής, η οποία θα επιτρέπει, ως εκ του ορισμένου περιεχομένου της, την από το δικαστήριο παροχή της αιτούμενης έννομης προστασίας και γι’ αυτό τα απαιτούμενα από το νόμο για το ορισμένο της εν γένει προσφυγής στα δικαστήρια, μορφή της οποίας είναι και το ένδικο μέσο της αναίρεσης, δεν δυσχεραίνουν, αλλά μάλλον διευκολύνουν την πρόσβαση στα δικαστήρια για παροχή έννομης προστασίας, αφού με αυτά, συγκεκριμενοποιείται το είδος αυτής (Ολ.ΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, αφού κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ δέχθηκε την έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου, εξαφάνισε την εκκκαλουμένη απόφαση και αφού αναδίκασε την υπόθεση και συνεκτίμησε τα νομίμως, σ’ αυτό, επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 28.11.2009 αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης, επί ενός βοσκοτόπου επιφανείας 12.500 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της Καλύμνου και αποκτήθηκε παραγώγως ήτοι με αγορά, άλλως πρωτοτύπως, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι το ένδικο ακίνητο, του οποίου την κυριότητα αμφισβητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, χαρακτηρίζοντάς το με την υπ’ αριθμ..../7.9.2005 πράξη ως χορτρολιβαδική και ανήκουσα σ’ αυτό έκταση, περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας αναιρεσίβλητης με παράγωγο τρόπο και δη από αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ..../18.6.2004, νόμιμα μεταγεγραμμένου, συμβολαίου της συμβ/φου Καλύμνου Αικατερίνης Κουρεμέτη, άλλως με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτή και οι δικαιοπάροχοι της, νεμήθηκαν το επίδικο, με τα οικεία προσόντα, επί 20 χρόνια πριν από την ένδικη αμφισβήτηση, αλλά και προγενέστερα μέχρι το 1917, ενώ το ακίνητο, που είναι βοσκότοπος έχει τη νομική μορφή μουλκίου, ήτοι ακινήτου ελεύθερης ιδιοκτησίας, γιατί στην ..., που δεν ήταν δορνάλωτη, δεν υπήρξαν δημόσιες γαίες (αρζί - μυρί) και επ’ αυτών δικαίωμα διαρκούς εξέτασης (τεσσαρούφ). Με την ένδικη αναίρεση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι υπέπεσε στις νομικές πλημμέλειες του άρθρου 559 ΚΠολΔ με το να δεχθεί ότι το επίδικο ακίνητο μολονότι είναι βοσκότοπος ανήκει στην κατηγορία των μουλκίων, ενώ εφόσον έχει αυτή τη μορφή είναι δημόσιο κτήμα (αρζί - μυρί) και ανήκει στο αναιρεσείον Δημόσιο, αφού για την απόκτησή του δεν γίνεται επίκληση ταπίου, ούτε ως μη καλιεργήσιμο είναι δεκτικό δικαιώματος τεσσαρούφ, ούτε αποκτήθηκε με χρησικτησία κατά το Οθωμανικό δίκαιο που δεν προβλέπει τέτοιο θεσμό, αλλά ούτε και κατά το Ιταλικό, αφού μέχρι τις 10.1.1949 που εισήχθη στα Δωδεκάνησα ο ΑΝ 1539/1938 δεν είχε συμπληρωθεί ο οριζόμενος από το δίκαιο αυτό χρόνος ενώ η επί σειρά ετών χρήση του επιδίκου ως βοσκοτόπου δεν θεμελιώνει νομή κατά το άρθρο 2 παρ.2 του ΑΝ 1539/1938. Έχοντας το περιεχόμενο αυτό η αναίρεση είναι αόριστη γιατί δεν προσδιορίζει ποια από τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση, ενώ για την περίπτωση που θα εθεωρείτο ότι αποδίδει την πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πάλι (η αναίρεση) είναι αόριστη, αφού δεν αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια έστω και μη σχινοτενώς αλλά παρέχοντας τη δυνατότητα εξειδίκευσης της επικαλούμενης νομικής πλημμέλειας (Διοικ.Ολ.ΑΠ 104/2010) τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, με τις οποίες το δικαστήριο υπέπεσε στις πλημμέλειες που συγκροτούν το λόγο της αναίρεσης, ούτε η αοριστία αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την παραπομπή του αναιρετηρίου σε έγγραφα εκτός του κειμένου της και δή στην αποτελούσα στοιχείο της δικογραφίας προσβαλλομένη απόφαση. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝ ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18.6.2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ανώνυμης εταιρείας "Επιχείρηση Εκμετάλλευσης Υγρών Καυσίμων - Κ. Ανώνυμη Εταιρεία", για αναίρεση της υπ’ αριθμ.84/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική έδρα Κώ). Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία δικογράφου αναίρεσης. Για το ορισμένο του κατά το αρθ 559 αρ1 ΚΠολΔ λόγου, πρέπει να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές, με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, γιατί διαφορετικά είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Παραπομπή στην υπάρχουσα στη δικογραφία προσβαλλόμενη απόφαση δεν θεραπεύει την αοριστία. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με το αρθ στις ΕΣΔΑ
Αοριστία αναίρεσης
Αοριστία αναίρεσης.
0
Αριθμός 92/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Δήμος Σύρου - Ερμούπολης και έδρα την Ερμούπολη, ως καθολικού διαδόχου του ΟΤΑ-ΝΠΔΔ με την επωνυμία Δήμος Ερμουπόλεως, νόμιμα εκπροσωπούμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βιτάλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., την οποία ανακάλεσε και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Π. του Σ., κατοίκου ..., 2) Σ. Π. του Μ., κατοίκου ..., 3) Α. Α. συζ. Ι., το γένος Μ. Π., κατοίκου ..., 4) Μ. Π. χήρας Λ., το γένος Α. Μ., κατοίκου ... και 5) Σ. Π. του Λ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Κουμουτσάρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/7/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 72/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 6/4/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τα άρθρα 58 παρ.1 εδ.α και 72 παρ.1 εδ.γ' και 2 του Ν. 3852/4/7.6.2010 περί "Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης", που κατά το άρθρο 286 αυτού, ισχύουν από 1.1.2011 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση κατά τη διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝ ΚΠολΔ, ως ισχύοντα κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (28.1.2011) "ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα Δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή - αρθρ.58 παρ.1 εδ.α'- " "Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του Δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες ... ιγ)αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων - αρθρ.72 παρ.1 εδ.ιγ-". "Για τις περιπτώσεις ... ιγ της προηγουμένης παραγράφου, η απόφαση λαμβάνεται ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης - άρθρ.72 παρ.2 -". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι, για το τυπικά παραδεκτό, εκτός άλλων, και του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δήμαρχο ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της αδείας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δημάρχου για τη διεξαγωγή της δίκης ως αντιπροσώπου του Δήμου (ΑΠ 1395/2009, ΑΠ 1993/2007). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι για το παραδεκτό της από 6.4.2011 αιτήσεως του εναγομένου "Δήμου Σύρου - Ερμούπολης" για αναίρεση της υπ'αριθμ.72/28.1.2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, ο αναιρεσείων προσκομίζει την από 12.4.2011 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λήφθηκε πριν από την άσκηση, στις 17.5.2011, της αναιρέσεως (βλ. πράξη κατάθεσης) και ύστερα από την υπ' αριθμ. 513/30.3.2011 γνωμοδότηση της Νομικής του Διεύθυνσης. Επομένως η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, απορριπτόμενου του, περί του αντιθέτου, ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, με διάνοια κυρίου, επί συνεχή εικοσαετία, με δικαίωμα εκείνου, που απέκτησε τη νομή του πράγματος, με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο χρησικτησίας και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του (αρθρ.1051 ΑΚ). Η ειδική διαδοχή στη νομή επέρχεται με άτυπη αναιτιώδη σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια η νομή του είχε εκείνος, ο οποίος μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα, νομέας δε κατά το άρθρο 974 του ιδίου κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Πράξεις νομής όταν πρόκειται για ακίνητα αποτελούν οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτό, πράξεις, που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη και η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεων του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων, οι ενέργειες για ένταξή του στο σχέδιο πόλης και στο κτηματολόγιο και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, η καταβολή του φόρου κληρονομιάς κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 210/2011, ΑΠ 1418/2010, ΑΠ 1613/2010, ΑΠ 157/2009). Εξάλλου οι μη εμφανείς πράξεις που γίνονται χωρίς σωματική επενέργεια στο πράγμα δεν θεωρούνται πράξεις ασκήσεως νομής, αλλά προπαρασκευή αυτής (ΑΠ 1418/2010, ΑΠ 2195/2009). Περαιτέρω ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ.ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται (ΑΠ 60/2004) ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ΜΟΝΟ αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ'αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς (ΑΠ 208/2011). Ο λόγος αυτός πάντως δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 208/2011), καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του ακυρωτικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ'εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ'αυτόν, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την ερμηνεία του άρθρου 1045 ΑΚ, δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι ασκούσαν επί 20ετία πράξεις νομής στο επίδικο, θεωρώντας κατά τρόπο αντιδικονομικό ότι ο μάρτυρας των αντιδίκων όταν κατέθετε ότι αυτοί δεν ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο, εννοούσε ότι αυτοί δεν το εκμεταλλευόντουσαν και όχι ότι το είχαν αφήσει στην κοινή χρήση. Ότι οι αναιρεσίβλητοι αναφέρθηκαν σε πράξεις που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν συνιστούν πράξεις νομής, καθόσον στερούνται υλικού χαρακτήρα και υποδηλώνουν μόνο διάνοια κυρίου, ήτοι σε εποπτεία, πληρωμή ΤΑΠ και χαρτογράφηση, ενώ ο αναιρεσείων Δήμος αναφέρθηκε σε φυσική εξουσίαση του επιδίκου δια των δημοτών του, παραθέτοντας στις προτάσεις του αρκετές τέτοιες πράξεις. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά μεν το πρώτο σκέλος του γιατί αναφέρεται στην αναιρετικά ανέλεγκτη αξιολόγηση από το δικαστήριο της καταθέσεως του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων και την από αυτή συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τη βασιμότητα των ενδίκων πραγματικών περιστατικών, κατά δε το δεύτερο σκέλος του γιατί αναφέρεται σε υποβληθέντες από τους διαδίκους ισχυρισμούς στο δικαστήριο της ουσίας και όχι σε αποδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ανεξάρτητα από το ότι οι αναφερόμενες πράξεις των αναιρεσιβλήτων, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη συνιστούν εμφανείς πράξεις νομής και πληρούν το πραγματικό των επικαλουμένων διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ, των οποίων η ερμηνεία δεν χρήζει καταφυγής σε διδάγματα κοινής πείρας, αλλά ούτε και οι πράξεις νομής είναι απόρροια διδαγμάτων κοινής πείρας. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 6/2012, ΑΠ 249/2012, ΑΠ 254/2012). Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου. (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 240/2011). Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι σε αντίθεση με τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα, δέχθηκε ότι αυτοί διενεργούσαν πράξεις νομής στο επίδικο. Ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί κοινοχρησίας του επιδίκου ακινήτου, περί της οποίας κατέθεσε και ο εξετασθείς ως μάρτυρας του Π. Κ., που από το 1983 είναι υπάλληλος του, δεχθείσα ότι τα κατατεθέντα από αυτόν δεν καλύπτουν την "αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα" που θα καθιστούσε το επίδικο κοινόχρηστο, ενώ τα εν λόγω κατατεθέντα ως καλύπτοντα χρονικό διάστημα 24 ετών, ήτοι από το 1983 μέχρι το 2007, καταλύαν τα επί του επιδίκου δικαιώματα νομής και κατοχής των αναιρεσιβλήτων. Ότι ακόμη η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη την έκθεση περί "Ανάπλασης Πλατειών Πρασακάκη Πλαστήρα, Νιρβάνα, Παντελή", καθώς και το φωτογραφικό υλικό. Οι αιτιάσεις αυτές, κατά το μέρος που αναφέρονται στις μαρτυρικές καταθέσεις, "που λήφθηκαν υπόψη, αλλά εκτιμήθηκαν εσφαλμένα" δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο εκ του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, ο οποίος κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, προϋποθέτει μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, ενώ οι αναφερόμενες στην εκτίμηση των μαρτυρικών αυτών καταθέσεων αιτιάσεις, αφορούν στην ανέλεγκτη από το δικαστήριο εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων. Όσο αφορά το φωτογραφικό υλικό και την επικαλούμενη έκθεση ανάπλασης, ο από την παραπάνω διάταξη λόγος είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.562 παρ.2 ΚΠολΔ), που βεβαιώνει ότι λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα, των οποίων είχε γίνει νόμιμη επίκληση και προσαγωγή και την ιδιαίτερη (και χωρίς τούτο να είναι απαραίτητο) αναφορά στις φωτογραφίες (φύλλο 4α) και στην έκθεση ανάπλασης (φύλλο 6β) αλλά και από το σύνολο των αιτιολογιών της (βλ. Ολ.ΑΠ 14-15-16/2005 Ελ.Δικ. 46,705) δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις. Η άποψη του αναιρεσείοντος ότι διαφορετική εκτίμηση των εγγράφων αυτών, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ'εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ'αυτόν, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η πλημμέλεια, ότι εξετίμησε εσφαλμένα την κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων, κατά την οποία αυτοί δεν διενήργησαν πράξεις νομής στο επίδικο και δέχθηκε ότι αυτός εννοούσε ότι δεν είχαν πρόθεση να το εγκαταλείψουν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί είναι συγκύριοι του επιδίκου, μολονότι προς τούτο δεν αρκούσε μόνο η πρόθεση μη εγκαταλείψεώς του, αλλά απαιτείτο και η απόδειξη ασκήσεως διακατοχικών πράξεων. Ότι περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση δεν εξετίμησε την κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντα Δήμου κατά την οποία αυτός (Δήμος) δια τω δημοτών του, έκανε χρήση του επιδίκου επί 24 έτη, ήτοι από το 1983 μέχρι το 2007 και απέρριψε τον περί κοινοχρησίας του επιδίκου ισχυρισμό του, ενώ η χρήση του από τους δημότες κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα του προσέδιδε την ιδιότητα του κοινοχρήστου. Ο λόγος όμως αυτός, υπό το εκτιθέμενο περιεχόμενό του, αφορά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην αντίθεση του εξαχθέντος πορίσματος προς τις αποδείξεις αυτές, ενώ καμιά αναφορά δεν γίνεται και μάλιστα ενάριθμα, στον κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε, καθόσον ο κανόνας αυτός δεν μπορεί αυτεπάγγελτα και βάσει της αρχής Zura ovit curia, να συμπληρωθεί (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 1296/2007). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και πρέπει, όπως και οι άλλοι λόγοι και η αναίρεση στο σύνολό της, να απορριφθεί. Ο αναιρεσείων Δήμος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατά το άρθρο 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.4.2011 αίτηση του ΟΤΑ-ΝΠΔΔ "Δήμο Σύρου-Ερμούπολης" περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 72/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την άσκηση από το Δήμο αναίρεσης απαιτείται απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής ( άρθρ. 72 παρ. 1 εδ. γ΄ και 2 Ν. 3852/10) Διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 24 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ. – Έκτακτη χρησικτησία, Νομική προσμέτρηση νομής δικαιοπαροχου (1045, 974, 1051 ΑΚ). Εμφανείς πράξεις νομής επί αστικού ακινήτου. Οι μη εμφανείς δεν συνιστούν πράξεις νομής αλλά προπαρασκευή αυτών. Διδάγματα κοινής πείρας. Πότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης από την παραβίασή τους. Όχι όταν χρησιμοποιούνται για έμμεση απόδειξη. Οι πράξεις νομής δεν είναι απόρροια διδαγμάτων κοινής πείρας. Πότε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 11γ του άρθρου 559 λόγος αναιρέσεως. Η εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ανέλεγκτη και ως λόγος από του άρ. 11 απαράδεκτος. Η περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων άποψη αντίθετη προς το άρθρο 561 παρ. 10 από τον άριθμό 19 του άρθρου 559 λόγος δεν ιδρύεται όταν πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Χρησικτησία
Δήμοι, Νομή, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 1275/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αντώνιο Ζευγώλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χρυσικού), Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αθανάσιο Καγκάνη και Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαΐου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Θ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην…, ως καθολικού διαδόχου της αρχικά αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... (...)" που εδρεύει στη…, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25/10/2005 και 21/11/2005 αγωγές της αρχικά αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 44106/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 422/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/6/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Πηνελόπη Ζωντανού ανέγνωσε την από 30/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κράνη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι) Με την από 7-5-2014 κλήση του Ελληνικού Δημοσίου, καθολικού διαδόχου της αναιρεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία "..." (άρθρα 46 εδ. β’ , γ’ και 54 περ. δ’ ν. 4049/2012) φέρεται προς συζήτηση η από 17-6-2010 αίτηση για αναίρεση της 422/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφαση αυτή, έγιναν δεκτές οι συνεκδικασθείσες τέσσερις εφέσεις κατά της 44106/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων και η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Π. Θ., και, αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή (με αρ. κατ. 43131/2005) όσον αφορά τον αναιρεσείοντα και υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στην τότε ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία "...", νομιμοτόκως, ως αποζημίωση για τη ζημία που της προκάλεσε με την αδικοπρακτική από δόλο συμπεριφορά του, το ποσό των 124.552,58 ευρώ, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους της ίδιας αγωγής. ΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθ. 108, 110 παρ. 2, 568 παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1 - 3 Κ.Πολ.Δ όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 576 προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, προκύπτει, ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή δεν μετάσχει σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπάγγελτα, ποιός από τους διαδίκους επέσπευσε την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν την συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς, ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα την συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, εάν δηλ, δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησης ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί, ποιός διάδικος την επέσπευσε, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. α’ , γ’ και δ’ και 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, εκτός εάν ο διάδικος είχε παραστεί με δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ., οπότε κλητεύεται εκ νέου. Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του Δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπομένου κατ’ αυτήν διαδίκου, εφόσον αυτός δεν είχε παραστεί με δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ. και είτε είχε (εγκύρως) επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο είτε είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο είτε είχε, σε κάθε περίπτωση, παραστεί με τον προσήκοντα τρόπο κατ’ αυτήν (πλην της παράστασης με δήλωση του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ.), οπότε, με τη νόμιμη παράσταση του χωρίς να εναντιωθεί, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του Δικαστηρίου, για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπομένου κατ’ αυτήν διαδίκου. Σύμφωνα, τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 96 παρ.1, 3 Κ.Πολ.Δ., οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά Δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση του εκπροσωπούμενου από αυτόν διαδίκου, που καταχωρείται στα πρακτικά του Δικαστηρίου ή στην τυχόν έκθεση του εισηγητή ή εντεταλμένου για τις αποδείξεις Δικαστή, η έλλειψη δε της αναγκαίας πληρεξουσιότητας εξετάζεται, κατά το αρθρ. 104 του ίδιου Κώδικα, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, με συνέπεια να θεωρείται δικονομικά απών ο διάδικος, που εκπροσωπήθηκε στον Άρειο Πάγο από δικηγόρο στερούμενο της αναγκαίας πληρεξουσιότητας, ως μη νομίμως παριστάμενος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσδιορίστηκε, κατά το άρθρο 568 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, αρχικά να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15-12-2014, κατά την οποία ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από το σχετικό πινάκιο εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο Μ. Κ. και η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης απόφασης δικάσιμο της 4-5-2015, κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από δε τον φάκελο της δικογραφίας δεν υπάρχει πληρεξούσιο προς την παραπάνω δικηγόρο, που παρέστη για λογαριασμό του αναιρεσείοντος κατά την αρχική δικάσιμο της 15-12-2014 και, ως εκ τούτου, αυτός δεν εκπροσωπήθηκε τότε νόμιμα. Εφόσον όμως κλητεύθηκε νόμιμα κατά την αρχική δικάσιμο, από το επισπεύδον τη δίκη αναιρεσίβλητο όπως αυτό προκύπτει από την με αρ. .../2-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Η. Τ., και η αναβολή από το πινάκιο συνιστά κλήτευση αυτού και θεωρείται παρών κατά την παρούσα συζήτηση και πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης. Συνεπώς, εφόσον η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 Κ.Πολ.Δ), είναι παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ). ΙΙΙ) Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. (ΑΠ 1551/2010). Για να ιδρυθεί πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 571/2004) και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια. Περαιτέρω κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας που πρέπει να εξειδικεύεται ποσοτικά κατά μονάδα ή και ποιοτικά ως προς το αντικείμενό της, καθώς και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης από 25.10.2005 με αρ. κατ. 43131/2005 αγωγής, προκύπτει ότι η υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." (αναιρεσίβλητη), ισχυρίστηκε (κατά το μέρος που εδώ ενδιαφέρει) ότι ο 1ος εναγόμενος Π. Θ. (αναιρεσείων), ως εντεταλμένος εκκαθαριστής του Τομέα Πολιτιστικού Αποθέματος, εν γνώσει του και με τη σύμπραξη των λοιπών εναγομένων εισέπραξε από αυτή για τις υπηρεσίες του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 26-10-2000 στις ανάγκες της εκκαθάρισης παράνομα το ποσό των 130.422 ευρώ επιπλέον εκείνου που δικαιούταν (δηλαδή ως αμοιβή και αποζημιώσεις), εκθέτοντας λεπτομερώς στην αγωγή τα ποσά που ο αναιρεσείων δικαιούταν κατά το προαναφερόμενο διάστημα να λάβει μικτά από την αναιρεσίβλητη, δηλαδή με συνυπολογισμό του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, και εκείνα που κατά το ίδιο διάστημα, αλλά και μέχρι τις 8-2-2001 (δηλαδή και πέραν της θητείας του), εν γνώσει του και με ζημία της αναιρεσίβλητης έλαβε παράνομα από αυτή ή καταβλήθηκαν από την ίδια για λογαριασμό του στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. έναντι του αναλογούντος φόρου εισοδήματος . Ζήτησε δε (η αναιρεσίβλητη) να υποχρεωθεί ο 1ος των εναγομένων (αναιρεσείων) να της καταβάλει, ως αποζημίωση για την αντίστοιχη ζημία που της προκάλεσε με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ως άνω ποσό, εις ολόκληρο με τους λοιπούς εναγομένους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με τον πρώτο λόγο της αίτησής του ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ, αιτιάται το Εφετείο για την μη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, μολονότι δεν εξειδικεύονται σ’ αυτή τα επιδόματα εορτών και άδειας, καθώς και τα έξοδα παράστασης όπως και οι εκτός έδρας αποζημιώσεις, που φέρεται ότι αυτός εισέπραξε παράνομα από την αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον παρατίθενται αναλυτικά, στους ενσωματωμένους στην ένδικη αγωγή πίνακες αμοιβών και αποζημιώσεων, τα σχετικά ποσά, που ο αναιρεσείων Π. Θ. δικαιούταν να λάβει μικτά, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή με συνυπολογισμό του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, όπως και εκείνα τα ποσά τα οποία αυτός κατά το ίδιο διάστημα, αλλά και μέχρι τις 8-2-2001 εν γνώσει του και με ζημία της αναιρεσίβλητης έλαβε παράνομα από αυτή ή καταβλήθηκαν από την ίδια για λογαριασμό του στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. έναντι του αναλογούντος φόρου εισοδήματος ώστε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο να προσδιορίζεται η ζημία της αναιρεσίβλητης. Τα δε επί πλέον εισπραχθέντα ποσά, τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως νόμιμες αμοιβές και αποζημιώσεις του, στην πραγματικότητα αφορούσαν είτε μη προβλεπόμενα έξοδα παράστασης ή υπέρμετρες αποζημιώσεις εκτός έδρας ή αποζημιώσεις για συμμετοχή αυτού σε επιτροπές, για τις οποίες δεν προβλέπονταν αμοιβή ή κάλυπταν κατά ένα μέρος επιδόματα εορτών και άδειας ή απόλυσης, που δεν δικαιούταν να εισπράξει, εφόσον δεν συνδέονταν με την αναιρεσίβλητη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ για τις εισπράξεις του δεν εκδίδονταν πάντοτε τα προβλεπόμενα φορολογικά παραστατικά ούτε γινόταν η σωστή παρακράτηση του αναλογούντος φόρου, με αποτέλεσμα να λαμβάνει πλήρη τα μικτά ποσά των αμοιβών και αποζημιώσεών του. Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο απέρριψε, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραπάνω ένσταση αοριστίας της παραπάνω αγωγής, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, παρά τα αντίθετα ισχυρισθέντα από τον αναιρεσείοντα. ΙV) Κατά το άρθρο 22β παρ. 1 εδ. α και δ του ν. 2190/1920, όπως αντ/κε με άρθρο 10 παρ. 5 Ν. 2339/1995 (και πριν την αντ/σή του με άρθρο 31 Ν. 3604/2007) οι αξιώσεις της ανώνυμης εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της, που απορρέουν από τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, ασκούνται υποχρεωτικά, εάν το αποφασίσει η γενική συνέλευση ή το ζητήσουν από το διοικητικό συμβούλιο μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου..., οι προϋποθέσεις όμως αυτές δεν απαιτούνται στην περίπτωση που η ζημία οφείλεται σε δόλο των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αξιώσεις της εταιρείας κατά των εκκαθαριστών αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 49 παρ. 7 του ν. 2190/1920, που ορίζει, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 14 παρ 1 του ν. 2339/1995, ότι ως προς τους εκκαθαριστές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρείας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007, ΑΠ 2068/2007). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον έβδομο λόγο της αίτησής του, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον έβδομο λόγο της έφεσής του με τον οποίο ισχυριζόταν ότι έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη άλλως ως μη νόμιμη η ένδικη από 25-10-2005 αγωγή, διότι κατά την άσκησή της δεν είχε ληφθεί η αναγκαία για το σκοπό αυτό απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, η οποία λήφθηκε καθυστερημένα στις 30-12-2005. Σύμφωνα όμως με όσα προεκτέθηκαν, οι εκπροσωπούντες την αναιρεσίβλητη εταιρεία εκκαθαριστές, υποχρεούνταν να ασκήσουν την ένδικη αγωγή και χωρίς σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου ως μοναδικού μετόχου της, εφόσον ισχυρίζεται η αναιρεσίβλητη ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με δόλο. Σε κάθε δε περίπτωση εφόσον πρόκειται για ισχυρισμό μη νόμιμο, η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά στο λόγο αυτό δεν θεμελιώνει αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8β του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και πρέπει έτσι ο αντίθετος έβδομος λόγος της αίτησης αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτος. V) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22α παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920, που εφαρμόζονται αναλόγως κατά τη διάταξη του άρθρ. 49 παρ. 7 ίδιου νόμου και στους εκκαθαριστές ανώνυμης εταιρείας, κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ευθύνεται έναντι της εταιρείας για κάθε πταίσμα του κατά τη διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, εκτός αν αποδείξει ότι κατέβαλε την επιμέλεια συνετού οικογενειάρχη και ήδη, κατ’ άρθρο 30 παρ. 2 ν. 3604/2007, συνετού επιχειρηματία. Πρόκειται για ευθύνη που έχει το χαρακτήρα εντολής (άρθρ. 68 παρ. 2 ΑΚ, 32 Εμπ.Ν) ή μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, όταν συνδυάζεται με καταβολή από την εταιρεία αμοιβής στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Ρητά όμως προβλέπεται (άρθρ. 24 παρ. 3 ν. 2190/ 1920) και η δυνατότητα σύναψης ειδικής σχέσης μεταξύ εταιρείας και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της (ΑΠ 20/2007). Την καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας προβλέπουν ειδικότερα και ρυθμίζουν οι διατάξεις του άρθρ. 24 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920, σύμφωνα με τις οποίες η καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης στα μέλη αυτά και επομένως και στους εκκαθαριστές της ανώνυμης εταιρείας, όταν δεν έχει συμφωνηθεί επί των εταιρικών κερδών, είναι νόμιμη και δεσμευτική για την εταιρεία, μόνον αν έχει καθορισθεί στο καταστατικό της κατά ποσόν ή έχει εγκριθεί με ειδική απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσής της. Η ευθύνη από τη σχέση συμβούλου ή εκκαθαριστή ενδέχεται να οφείλεται σε συμπεριφορά, η οποία να συνιστά παράλληλα και αδικοπραξία, οπότε συρρέουν οι σχετικές εταιρικές αξιώσεις και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Κατά την έννοια αυτή η αξίωση αποζημίωσης κατά του εκκαθαριστή ανώνυμης εταιρείας λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του κατά την άσκηση των καθηκόντων του συνιστά ενιαία αξίωση, θεμελιούμενη απλώς σε περισσότερες νομικές βάσεις και συνεπώς υποκείμενη ως προς όλες τις βάσεις της στην αυτή παραγραφή της παρ. 5 του άρθρ. 22α του ν. 2190/1920, η οποία ως ειδικότερη διάταξη καταλαμβάνει και την αδικοπρακτική βάση της ενιαίας αξίωσης αποζημίωσης, ορίζοντας ότι οι αξιώσεις της ανώνυμης εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και κατ’ επέκταση και κατά των εκκαθαριστών της υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από την τέλεση της πράξης ή σε δεκαετή, εφόσον η ζημία που προκλήθηκε οφείλεται σε δόλο του υπαιτίου (πρβλ. ΑΠ 1483/2010) Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρ. 914 ΑΚ, παράνομη συμπεριφορά, που δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, είναι αυτή που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια, είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία, ενώ πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1796/2012, ΑΠ 996/2004). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται, όταν εφαρμόζεται κανόνας ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθεί, ή όταν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006 και Ολ. ΑΠ 4/2005,ΑΠ 68/2013, ΑΠ 70/2013). Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, "αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008). VΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη), που είναι ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", ιδρύθηκε σύμφωνα με τις .. διατάξεις του ν. 2121/1993, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2196/1994, με σκοπό την προετοιμασία της πόλεως Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το έτος 1997... Ως καλλιτεχνικός διευθυντής της ενάγουσας επιλέχθηκε ομόφωνα ο ... Π. Θ. (αναιρεσείων) με απόφαση του Δ.Σ. αυτής .., με χρόνο έναρξης της σύμβασής του την 1.4.1996... Περαιτέρω το Δ.Σ. της ενάγουσας... αποφάσισε κατά τη συνεδρίαση της 8.11.1994 να εκχωρήσει στον τελευταίο τις προσδιοριζόμενες στα σχετικά υπ’ αριθ. 49/1994 πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης πάγιες αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η διαχείριση των οικονομικών και μη υποθέσεων και ειδικότερα... η εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων για οποιοδήποτε χρηματικό ποσό..., η έκδοση ενταλμάτων πληρωμής κλπ. Με απόφαση δε του Δ.Σ. της ενάγουσας, ... εκλέχθηκε ως διευθύνων σύμβουλος ο εκ των εναγομένων Κ. Λ.. Ο εκ των εναγομένων Α. Γ. προσλήφθηκε από την ενάγουσα στις 21.5.1996, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οικονομικός διευθυντής αυτής,....... Εξ άλλου με την από 28.6.1994 απόφαση του Δ.Σ. της ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθ. 36/1994 πρακτικά συνεδρίασης αυτού και εγκρίθηκε με την από 5.7.1994 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, καθορίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρ. 5§3 της υπ’ αριθ. 32276/29.6.1994 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του εγκριτικού της ενάγουσας νόμου), οι αποζημιώσεις και οι αμοιβές των μελών του Δ.Σ. ως εξής: α) πάγια (μικτή) μηνιαία αποζημίωση 155.280 δραχμές, ήτοι καθαρή, μετ’ αφαίρεση των φόρων, 100.000 δρχ, β) μικτή αποζημίωση ανά συνεδρίαση του Δ.Σ., με ανώτατο αριθμό συνεδριάσεων 2 μηνιαίως, 38.820 δρχ. και καθαρή, μετ’ αφαίρεση των φόρων, 25.000 δρχ, γ) μικτή αποζημίωση για συμμετοχή ανά συνεδρίαση σε επιτροπές 31.050 δρχ. και καθαρή, μετ’ αφαίρεση των φόρων, 20.000 δρχ., ενώ ακόμη με την προαναφερθείσα από 12.7.1994 απόφαση του Δ.Σ. της ενάγουσας (υπ’ αρ. 38/1994 πρακτικά συνεδρίασης) ορίσθηκε επιπλέον και αποζημίωση εκτός έδρας των μελών του Δ.Σ., ανερχόμενη σε 40.000 δρχ. (πέραν των εξόδων εισιτηρίων και ξενοδοχείων), καθώς και αποζημίωση εκτός έδρας για τους διευθυντές της ενάγουσας, ανερχόμενη σε 20.000 δρχ. Η αποζημίωση του καλλιτεχνικού διευθυντή ορίστηκε στο ποσό του 1.500.000 δρχ. μηνιαίως και ακόμη αποφασίστηκε, η καταβολή σ’ αυτόν 500.000 δρχ. μηνιαίως για έξοδα παραστάσεως, καθώς και 50.000 δρχ μηνιαίως για την κίνηση και την χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου του, δυνάμει της από 21.6.1996 αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής της ενάγουσας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Δ.Σ. αυτής, ενώ με την από 25.7.1997 απόφαση της ίδιας Επιτροπής ..., εγκρίθηκε αποζημίωση εκτός έδρας γι’ αυτόν ύψους 40.000 δρχ. (Καλλιτεχνικό Διευθυντή) αναδρομικά από την 1.1.1997. Ο εκ των εναγομένων Π. Θ. κατά την θητεία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή της ενάγουσας εξέδιδε για την πληρωμή της αμοιβής του αποδείξεις παροχής υπηρεσιών.... Η ενάγουσα λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 11 του ν. 2557/1997 από την 1.1.1998 με κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ και Μακεδονίας - Θράκης (ΦΕΚ 37/27.1.1998), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος νόμου, ορίσθηκε δε πενταμελές Συμβούλιο Εκκαθάρισης, αποτελούμενο από έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου .. ως πρόεδρο, τον μέχρι τότε διευθύνοντα σύμβουλο της ενάγουσας Κ. Λ. ως μέλος και εντεταλμένο εκκαθαριστή για τον τομέα Διοίκησης και Έργων, τον μέχρι τότε καλλιτεχνικό διευθυντή Π. Θ. ως μέλος και εντεταλμένο εκκαθαριστή για τον τομέα Πολιτιστικού Αποθέματος, τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της ενάγουσας Δ. Σαλπιστή ως μέλος και εντεταλμένο εκκαθαριστή των ζητημάτων που σχετίζονταν με τη λειτουργία, τη λήξη και την εκκαθάριση της Έκθεσης των Θησαυρών του Αγίου Όρους και ως αναπληρωτή του τελευταίου τον Β. Κ., μέλος μέχρι τότε του Δ.Σ. της ενάγουσας. Στο Συμβούλιο αυτό (Εκκαθάρισης) ανατέθηκε η άσκηση του συνόλου της διοίκησης και της εκπροσώπησης της ενάγουσας για τις ανάγκες της εκκαθάρισής της, ενώ στον εντεταλμένο εκκαθαριστή ... Κ. Λ. ανατέθηκε ειδικότερα η νόμιμη εκπροσώπηση της ενάγουσας ... καθώς και η εξουσία να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για όλα τα σχετικά ζητήματα, πλην εκείνων που ανήκαν στον τομέα του Πολιτιστικού Αποθέματος, ως προς τα οποία νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας για τις ανάγκες της εκκαθάρισης ορίστηκε ο Π. Θ. ως εντεταλμένος εκκαθαριστής ..., ιδιότητα την οποία διατήρησε έως τις 26.10.2000, οπότε και αντικαταστάθηκε με την υπ’ αριθ. 7410/2000 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 1297/26.10.2000) από τον Δ. Γ. ... Καταβολή αποζημίωσης στα μέλη του Συμβουλίου Εκκαθάρισης δεν προβλέφθηκε με το άρθρ. 9§11 του ν. 2557/1997 ούτε με την Γ.Υ. 441/1998 κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ και Μακεδονίας - Θράκης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, στην οποία (Υπουργική Απόφαση) ορίσθηκε απλώς ... ότι ως προς την λειτουργία του Συμβουλίου Εκκαθάρισης, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σ’ αυτή, ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί των οργάνων εκκαθάρισης των ανωνύμων εταιρειών... Με την υπ’ αριθ. 6/11.3.1999 απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης, η οποία ελήφθη κατά την υπ’ αριθ. 23/11.3 1999 συνεδρίασή του, προεδρεύοντος του Κ. Λ.υ λόγω απουσίας του προέδρου Γ. Κ. και με την παρουσία του οικονομικού διευθυντή της ενάγουσας Α. Γ...., αποφασίσθηκε "επειδή εκκρεμεί η απόφαση περί καθορισμού της αποζημιώσεως - των μελών του Συμβουλίου Εκκαθάρισης - για τη συμμετοχή αυτών στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου, καθώς και οι αποζημιώσεις εκτός έδρας και μέχρι τελικής ρυθμίσεως του θέματος" να εγκριθεί η καταβολή έναντι αποζημιώσεων στα μέλη του Συμβουλίου Εκκαθάρισης και με προσωπική τους ευθύνη, ανά μήνα, ως εξής: Κ. Λ. 1.200.000 δραχμές, Π. Θ. 1.650.000 δραχμές, Δ. Σ. 800.000 δραχμές και Β. Κ. 500.000 δραχμές. Επιπλέον δε καθορίστηκε η αποζημίωση συμμετοχής στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου στο ποσό των ... 40.000 δρχ. καθαρά, ανά συνεδρίαση, με ανώτατο όριο 2 συνεδριάσεις το μήνα, ενώ για την αποζημίωση εκτός έδρας έγινε παραπομπή στην από 12.7.1994 απόφαση του Δ.Σ. ... δηλαδή ορίστηκε, όπως και στην τελευταία, το ποσό των 40.000 δραχμών ημερησίως (πέραν εξόδων, εισιτηρίων και ξενοδοχείων). Ακόμη αποφασίστηκε ότι, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία της Συντονιστικής Επιτροπής της Έκθεσης "Κειμηλιακοί Θησαυροί του Αγίου Όρους" και μέχρι την ολοκλήρωση όλων των εργασιών και τη ρύθμιση των εκκρεμοτήτων να εφαρμόζεται η απόφαση αποζημίωσης για τη συμμετοχή των μελών της στις συνεδριάσεις της, δηλαδή η από 24.3.1998 απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης, με την οποία η αμοιβή των μελών για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις της ως άνω Μικτής Συντονιστικής Επιτροπής ... είχε καθοριστεί στο ποσό των 20.000 δραχμών ανά συνεδρίαση. Τα πιο πάνω οριζόμενα ποσά αποζημίωσης των 1.200.000 δρχ., 1.650.000 δρχ., 800.000 δρχ. και 500.000 δρχ. είναι φανερό ότι αφορούν σε μικτές αποδοχές, αφού διαφορετικά θα διευκρινιζόταν ότι αφορούν σε καθαρές αποδοχές, όπως έγινε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις. Ακολούθως, με την 1/21.9.1999 απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης, που ελήφθη κατά την υπ’ αριθ. 34/21.9.1999 συνεδρίασή του, προεδρεύοντος και πάλι του Κ. Λ.... και με την παρουσία του ... Α. Γ., αποφασίστηκε, σε συμπλήρωση της προαναφερόμενης υπ’ αρ. 6 της 23/11.3.1999 συνεδρίασης του Συμβουλίου, να εγκριθεί "με κάθε επιφύλαξη" η καταβολή, ως μηνιαίων αποζημιώσεων στα μέλη του, των ιδίων ως άνω ποσών ...... Στη συνέχεια εκδόθηκε η από 28.12.1999 απόφαση του ίδιου Συμβουλίου (συνεδρίαση 38/28.12.1999), με την οποία αποφασίσθηκε η μείωση από την 1.1.2000 των ανωτέρω "έναντι" αποδοχών των εντεταλμένων εκκαθαριστών κατά 10%, η μείωση των αποζημιώσεων για τις συνεδριάσεις του Εκκαθαριστικού Συμβουλίου από 40.000 σε 20.000 δραχμές, καθώς και η μείωση των εκτός έδρας αποζημιώσεων από 40.000 σε 30.000 δραχμές. Για τις πιο πάνω αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης περί καταβολής αποζημιώσεων προς τα μέλη του με δική τους ευθύνη... δεν εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες να εγκρίνουν την καταβολή των αποζημιώσεων που ορίσθηκαν από το Συμβούλιο Εκκαθάρισης. Εξ άλλου για τη διευκόλυνση της εσωτερικής λειτουργίας και του ελέγχου των πληρωμών προς τα μέλη του Δ.Σ. της ενάγουσας, τους διευθυντές κλπ. ..., είχε καθιερωθεί η πρακτική της έκδοσης εντολών πληρωμής, που εκδίδονταν και για την πληρωμή του καλλιτεχνικού διευθυντή Π. Θ. ήτοι. εσωτερικού εγγράφου που απευθύνονταν προς την οικονομική υπηρεσία .. και στο οποίο αναγράφονταν το ποσό και η αιτία της πληρωμής, καθώς και οι αποφάσεις με βάση τις οποίες γινόταν η πληρωμή, υπογράφονταν δε αυτές .. από τον Κ. Λ. ως διευθύνοντα σύμβουλο, τον Α. Γ. ως διευθυντή της οικονομικής υπηρεσίας και από τον ίδιο τον Π. Θ. ως επικεφαλής της οικείας διεύθυνσης, ενώ και κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης της ενάγουσας καθιερώθηκε η πρακτική της έκδοσης αντίστοιχων εγγράφων, ήτοι πράξεων εκκαθάρισης προς την οικονομική υπηρεσία της εναγομένης, υπογεγραμμένων από τον εντεταλμένο εκκαθαριστή του αντίστοιχου τομέα στον οποίο αφορούσε η πληρωμή... Η καθιέρωση της ως άνω πρακτικής αφορούσε αποκλειστικά την εσωτερική λειτουργία της ενάγουσας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε την έννοια ότι οι σχετικές εντολές πληρωμής ήταν υποχρεωτικά εκτελεστές για τον διευθύνοντα σύμβουλο της ενάγουσας και εντεταλμένο εκκαθαριστή του Τομέα Διοίκησης Κ. Λ. και τον διευθυντή των οικονομικών υπηρεσιών αυτής Α. Γ., οι οποίοι αντιθέτως, στα πλαίσια των .. καθηκόντων τους .. όφειλαν να ελέγχουν κάθε φορά το σύννομο της πληρωμής και την ύπαρξη ή μη των νομίμων παραστατικών που δικαιολογούσαν αυτήν και εντεύθεν να μην προβαίνουν στην πληρωμή εκδίδοντας τα σχετικά παραστατικά, επιταγές κλπ., εφόσον διαπίστωναν (κατόπιν του ελέγχου) υπέρβαση των δικαιουμένων από κάθε δικαιούχο ποσών ... Η συμβατική σχέση που συνέδεε ειδικότερα τον Π. Θ. με την ενάγουσα, κατά το προ της εκκαθαρίσεως χρονικό διάστημα, δεν είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, στα πλαίσια της οποίας και μόνον θα είχε αξιώσεις για καταβολή δώρων, επιδομάτων κλπ, αλλά επρόκειτο για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, καθόσον αυτός παρείχε τις υπηρεσίες του ως ελεύθερος επαγγελματίας, αναπτύσσοντας πρωτοβουλία και επιλέγοντας το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει νομική και προσωπική εξάρτηση και χωρίς να υπόκειται σε έλεγχο και εποπτεία εκ μέρους της ενάγουσας... Εξ άλλου και ο χρόνος της ισχύος της σύμβασής του ήταν προκαθορισμένος από την αρχή, αφού ήταν εκ προοιμίου γνωστό ότι οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το έτος 1997, αφορούσαν στη συγκεκριμένη περίοδο, από την έναρξη της προετοιμασίας το έτος 1994 έως και το έτος 1997... Πρέπει δε να σημειωθεί ότι πριν από τον .. Π. Θ. στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της ενάγουσας είχαν χρηματίσει και άλλα άτομα... Σ’ αυτούς ... δεν καταβάλλονταν δώρα εορτών και επιδόματα, ενώ και στην προαναφερόμενη απόφαση του Δ.Σ. της ενάγουσας, με την οποία καθορίστηκε το ύψος της αποζημίωσης αυτού, δεν προβλεπόταν η καταβολή δώρων και επιδομάτων...". Στα πλαίσια δε αυτής της συμβατικής σχέσης ... ο Π. Θ. έπρεπε να λάβει, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων και των αντιστοιχούντων φόρων: ....... Β) Για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε την ιδιότητα του εντεταλμένου εκκαθαριστή της ενάγουσας (από 1-1-1998 έως 26-10-2000) .. έπρεπε με βάση τις προαναφερθείσες, μη εγκριθείσες Υπουργικές Αποφάσεις, .. να λάβει (μετά των αναλογούντων φόρων): .. Β1) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.1998: α) για αμοιβή - αποζημίωση ... β) για αποζημιώσεις συνεδριάσεων ..., γ) για αποζημίωση εκτός έδρας ... συνολικά ... 26.351.901 δρχ. ή 77.334,99 ευρώ, Β2) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.1999 α) για αμοιβή - αποζημίωση ... β) για αποζημιώσεις συνεδριάσεων ..., γ) για αποζημίωση εκτός έδρας ... συνολικά ... 25.062.562 δραχμών ή 73.551,17 ευρώ. Β3) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 26.10.2000 α) για αμοιβή - αποζημίωση ... και β) για αποζημιώσεις συνεδριάσεων ... συνολικά ... 17.787.320 δραχμών ή 52.200,49 ευρώ . Αντίστοιχα ο Π. Θ. εισέπραξε για τις ίδιες πιο πάνω αιτίες και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (από 1-1-1998 έως 26-10-2000 ..) : Β4) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.1998 ... συνολικά ... 47.174.575 δρχ. (ενώ επί πλέον του καταβλήθηκαν - με τα σχετικά παραστατικά και 268.217 δρχ. + 58.000 δρχ. + 24.780 δρχ. + 34.418 δρχ. για έξοδα ταξιδίων και αγοράς δώρων ..). Επίσης αποδόθηκαν για λογαριασμό του φόροι: .... 8.685.829 δρχ. Ήτοι ο Π. Θ. έλαβε συνολικά μικτά ... 55.860.404 δρχ. ή 163.933,69 ευρώ, (ενώ παραστατικά .... εκδόθηκαν για το μικρότερο ποσό των 47.334.510 δρχ..... Επομένως, αυτός κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα έλαβε μεγαλύτερο του δικαιουμένου ποσού και δη ... 29.508.03 δρχ. ή 8698,69 ευρώ. Β5) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.1999 .... Συνολικά καταβλήθηκε στον Π. Θ. το ποσό των .. 7.678.079 δρχ., Επίσης αποδόθηκαν για λογαριασμό του φόροι: .... 2.842.941 δρχ. Ήτοι ο Π. Θ. έλαβε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνολικά μικτά (μαζί με τους φόρους που αποδόθηκαν για λογαριασμό του) ... 30.521.020 δρχ. ή 89.570,13 ευρώ, (ενώ παραστατικά .... εκδόθηκαν για το μικρότερο ποσό των 13.505.020 δρχ. ....(ενώ παραστατικά .... εκδόθηκαν για το μικρότερο ποσό των 47.334.510 δρχ..... Επομένως, αυτός κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα έλαβε μεγαλύτερο του δικαιουμένου ποσού και δη ... 5.458.458 δρχ. ή 16.018,95 ευρώ Β6) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 8-1-2001 .... Συνολικά καταβλήθηκε στον Π. Θ. το ποσό των ... 19.542.000 δρχ. (ενώ του καταβλήθηκε και το ποσό των 200.000 δρχ. για απόδοση λογαριασμού για κάλυψη εξόδων χωρίς παραστατικά στοιχεία). Επίσης αποδόθηκαν για λογαριασμό του φόροι: .... 5.719.650 δρχ. Ήτοι ο Π. Θ. έλαβε κατά το ανωτέρω διάστημα συνολικά μικτά (μαζί με τους φόρους που αποδόθηκαν για λογαριασμό του) : ... 25.261.650 δρχ. ή 74.135,44 ευρώ (ενώ παραστατικά .... εκδόθηκαν για το μεγαλύτερο ποσό των 34.060.030 δρχ. Επομένως αυτός κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έλαβε 7.474.330 δρχ. ή 21.934,94 ευρώ περισσότερο από ότι εδικαιούτο .... Και συνολικά για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα έλαβε επιπλέον 69.659.855 δρχ. ή 204.430,98 ευρώ (ήτοι 6.755.792 + 20.462.772 + 29.508.503 + 5.458.458 + 7.474.330 δρχ.). Στα μεγαλύτερα αυτά ποσά που έλαβε συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και τα επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και η αποζημίωση απόλυσης, που έλαβε, χωρίς ... να τα δικαιούται. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και μετά τη λύση της ενάγουσας και τη θέση αυτής σε εκκαθάριση (1-1-1998) αυτός, ενόσω είχε την ιδιότητα του εκκαθαριστή της εξακολουθούσε να εισπράττει τις άνω παροχές, ήτοι δώρα εορτών και επιδόματα άδειας, όπως ρητά στα ... κονδύλια, που ρητώς κατονομάζονται ως επίδομα αδείας και δώρο Χριστουγέννων αλλά και στα ... κονδύλια, που δεν κατονομάζονται ρητώς, πλην από το ύψος του ποσού και το χρόνο καταβολής τους σαφώς συνάγεται ότι είναι επίδομα εορτών Πάσχα και αδείας .., όπως θα συνέβαινε αν αυτός συνδεόταν με την ενάγουσα με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ενώ τούτο δεν συνέβαινε, δεδομένου ότι ασχολούνταν αποκλειστικά με τα καθήκοντά του ως εκκαθαριστή και δεν συνδεόταν με οποιαδήποτε άλλη σχέση με την ενάγουσα, ώστε να δικαιούται τις εν λόγω παροχές, γεγονός που ασφαλώς γνώριζε και ο ίδιος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο εκ των εναγόμενων Π. Θ. ... υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, γνώριζε, ενόψει ακριβώς και της ιδιότητάς του .. όταν εισέπραττε τα ως άνω ποσά ... ότι, κατά το μέτρο που αυτά υπερέβαιναν τις αποζημιώσεις που είχαν καθοριστεί με ... τις αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης .. (για ... τον Π. Θ. κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-1998 μέχρι 26-10-2000) δεν δικαιούταν να τα λάβει, και παρά ταύτα τα εισέπραττε, με τη σύμπραξη και των λοιπών εναγομένων (Κ. Λ., Α. Γ.), οι οποίοι, ενώ, ως εκ των προαναφερθέντων καθηκόντων τους, είχαν υποχρέωση να αποτρέψουν την απόληψη των μεγαλύτερων αυτών χρηματικών ποσών, δεν το έπρατταν, αλλά συνέπρατταν στην είσπραξή τους (με την υπογραφή των σχετικών εντολών πληρωμής, πράξεων εκκαθάρισης, επιταγών, σύνταξη παραστατικών κλπ.) με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας, την οποία ο εναγόμενος (αναιρεσείων) αποδέχονταν.... Εξ άλλου .. με μόνες τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης για καθορισμό αμοιβής των μελών του, χωρίς την έκδοση των σχετικών εγκριτικών Υπουργικών Αποφάσεων, που εν προκειμένω δεν εκδόθηκαν, ο εναγόμενος ( Π. Θ., ....), δεν δικαιούνταν να εισπράξει αποζημιώσεις. Αυτός, παρότι απεστάλησαν εκ μέρους του Κ. Λ. επιστολές προς Υπουργούς για τη ρύθμιση του θέματος με την έκδοση εγκριτικών Υπουργικών Αποφάσεων, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω ουδέποτε εκδόθηκαν, γεγονός, που ενόψει και του σημαντικού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε, μόνον ως άρνηση έγκρισης των άνω καθορισθέντων από το Συμβούλιο Εκκαθάρισης αποζημιώσεων μπορούσε να εκληφθεί, δεν προσέφυγε στα αρμόδια δικαστήρια για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεών του ...Η απόληψη αμοιβής με την άνω διαδικασία, (έστω και υπό τη μορφή προκαταβολής) προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης, γεγονός που στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως συνέβη. Ούτε προκάλεσε ο ως άνω εναγόμενος, όπως είχαν τη δυνατότητα, τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης του μετόχου (Ελληνικού Δημοσίου), για το πιο πάνω ζήτημα (την έγκριση δηλαδή των αποζημιώσεων που οι εναγόμενοι μονομερώς είχαν καθορίσει). Πέραν δε των ανωτέρω, αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, που είναι τα ποσά που λήφθηκαν από τον άνω εναγόμενο, πλέον εκείνων που καθορίστηκαν με τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας και του Συμβουλίου Εκκαθάρισης αυτής αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος (αναιρεσείων) γνώριζε πως αυτά υπερέβαιναν εκείνα που είχαν καθοριστεί με τις εν λόγω αποφάσεις, αφού τούτο προέκυπτε από τις τελευταίες, που αδιαμφισβήτητα ήταν σε γνώση όλων, σε συνδυασμό με το ύψος των καταβαλλόμενων ποσών και των σχετικών παραστατικών που εκδίδονταν και με δικές του, κατά περίπτωση, ενέργειες. Τούτο ισχύει ακόμη και για τα δώρα και επιδόματα που λάμβανε ο Π. Θ. κατά το χρονικό διάστημα από 01-04-1996 έως 31-12-1997, αφού το περιεχόμενο και το είδος των υπηρεσιών που αυτός προσέφερε ήταν σαφώς γνωστό στους εναγομένους της υπό στοιχείο α’ αγωγής, οι οποίοι, επίσης, γνώριζαν, ότι εάν είχε συναφθεί μεταξύ του Π. Θ. και της ενάγουσας σύμβαση εργασίας, ασφαλώς, ενόψει και της μορφής της τελευταίας (ενάγουσας) ως ανώνυμης εταιρίας και της λειτουργίας αυτής χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με αποκλειστικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, θα είχαν ακολουθηθεί οι νόμιμες διαδικασίες για την πρόσληψη και απασχόληση του Π. Θ. (αναγγελία στο I.Κ.Α., την Επιθεώρηση Εργασίας, πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών I. Κ. Α. κλπ.), πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τα εξής: Ο Π. Θ. έλαβε, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, επιδόματα εορτών και αδείας και μετά τη λύση της ενάγουσας και τη θέση αυτής υπό εκκαθάριση, διάστημα κατά το οποίο λάμβαναν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, όμοιες παροχές και οι εκκαθαριστές της ενάγουσας εναγόμενοι. Η απόληψη αυτών των παροχών ουδόλως και υπό οποιαδήποτε εκδοχή μπορούσε να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με όσα εκτενώς αναπτύσσονται ανωτέρω. Ομοίως ουδόλως μπορούσε να δικαιολογηθεί η απόληψη χρηματικών ποσών για συμμετοχές σε επιτροπές, για τις οποίες ακόμη και το Συμβούλιο Εκκαθάρισης δεν είχε προβλέψει αμοιβή, όπως και η καταβολή χρηματικών ποσών για άλλες αιτίες για τις οποίες επίσης δεν είχαν εκδοθεί σχετικές, αποφάσεις (του Δ.Σ. για το πριν από την εκκαθάριση διάστημα, όπως π.χ. αποζημίωση απόλυσης και μισθώματα, που καταβλήθηκαν προς τον Π. Θ. κατά το χρονικό διάστημα που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της ενάγουσας κλπ. και του Σ. Ε. εκκαθάρισης για το διάστημα μετά τη λύση της ενάγουσας). Η γνώση αυτή προκύπτει και από την .. από 20-09-1999 επιστολή του Α. Γ. προς το Συμβούλιο Εκκαθάρισης, στην οποία γίνεται λόγος για το ιδιαίτερα υψηλό χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζουν οι καρτέλες των εκκαθαριστών, ενώ επισημαίνεται ότι "ξενίζει" τόσο το ύψος των καταβολών, όσο και η τακτική καταβολή τους, που σαφώς υποδηλώνουν αμοιβή. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό, ότι το ύψος των αποζημιώσεων που ορίστηκαν με την αρχική απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης ήταν ιδιαίτερα υψηλό, ιδίως σε σχέση με τις αποζημιώσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου, που είχαν οριστεί από το τελευταίο και εγκριθεί με Υπουργική Απόφαση. Δεν πρέπει, ομοίως, να παροράτε ότι οι αποφάσεις του συμβουλίου εκκαθάρισης για τον καθορισμό των αποζημιώσεων των μελών του λήφθηκαν χωρίς να συμμετέχει το μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που προήδρευε αυτού (συμβουλίου εκκαθάρισης). Τέλος, συνάδουν με τα ανωτέρω και τα εξής: Το γεγονός της μη εκδόσεως όλων των νόμιμων παραστατικών (παρά για μέρος των καταβαλλόμενων ποσών), με αποτέλεσμα να μην καταβάλλεται στο σύνολο του ο αναλογούν φόρος για το σύνολο των ποσών που λάμβαναν οι Θ., Δ. Σ. και Β. Κ., της έκδοσης παραστατικών προς το τέλος των περιόδων για τη λογιστική κάλυψη μεγαλύτερων απολήψεων, καθώς και της υπογραφής από τον Οικονομικό Διευθυντή της ενάγουσας των καταστάσεων των ετών 1997-2003, χωρίς να ολοκληρωθεί ο έλεγχος των ορκωτών λογιστών, και δίχως να εγκριθούν από τη Γενική Συνέλευση του μετόχου Ελληνικού Δημοσίου ... Ο μη καθορισμός με δικαστική απόφαση των τυχόν αξιώσεων των εναγομένων - εκκαθαριστών της ενάγουσας, τον οποίο, άλλωστε, οι ίδιοι δεν επεδίωξαν, δεν αναιρεί την υπαίτια (από δόλο) αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, αφού αυτή διαπράχθηκε με την απόληψη των άνω χρηματικών ποσών, εν γνώσει τους ότι δεν είχαν σχετικό νόμιμο δικαίωμα (άλλωστε οι ίδιοι ανέφεραν στη σχετική απόφαση του Σ. Ε. ότι η τελευταία λήφθηκε με προσωπική τους ευθύνη), αφού, ανεξάρτητα από τη μη έγκριση των αποφάσεων του Συμβουλίου Εκκαθάρισης για καθορισμό αποζημίωσης των μελών του με Υπουργική Απόφαση (και τη μη "νομιμοποίηση" με οποιοδήποτε τρόπο (απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μετόχου, δικαστική απόφαση) των άνω εν γένει αποζημιώσεων που ορίστηκαν με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης), επρόκειτο για ποσά μεγαλύτερα ακόμη και εκείνων που είχαν καθοριστεί από τις πιο πάνω αποφάσεις του Σ. Ε...". VΙΙ) Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Κατέληξε δε στο αποδεικτικό του πόρισμα, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, τόσο ως προς το παράνομο και υπαίτιο (δόλιο) της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως εντεταλμένου εκκαθαριστή της αναιρεσίβλητης, όσο και ως προς το ακριβές μέγεθος της ζημίας που προκάλεσε στην τελευταία. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, εν γνώσει του ο αναιρεσείων Π. Θ. εισέπραξε παράνομα για αμοιβές και αποζημιώσεις ποσά που υπερέβαιναν εκείνων που αυτός δικαιούταν με βάση τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης της αναιρεσίβλητης, όπως και ποσά για συμμετοχή του σε επιτροπές, για τις οποίες δεν είχε προβλεφθεί αμοιβή από το Συμβούλιο εκκαθάρισης, ενώ έλαβε δώρα εορτών, επιδόματα αδείας, και επίδομα απόλυσης, μολονότι αυτός γνώριζε ότι δεν τα δικαιούταν, εφόσον δεν συνδέονταν με την αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Επί πλέον δε, ορισμένα από τα παραπάνω ποσά, τα εισέπραττε χωρίς να έχουν εκδοθεί τα νόμιμα παραστατικά, με συνέπεια την καταβολή από αυτόν μικρότερου φόρου. Το ότι τα εισπραχθέντα ποσά αποτελούσαν προκαταβολές δεν αναιρεί το παράνομο του χαρακτήρα τους ούτε φανερώνει έλλειψη δόλου του αναιρεσείοντος, εφόσον αυτός γνώριζε ότι τα προκαταβληθέντα σ’ αυτόν ποσά υπερέβαιναν εκείνων που οφείλονταν σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Εκκαθάρισης της αναιρεσίβλητης και παρόλα αυτά υπέγραφε τις σχετικές πράξεις εκκαθάρισης, άνευ των οποίων δεν θα μπορούσε να τα εισπράξει. Το γεγονός δε ότι ενδέχεται να εγκριθεί το ύψος των ποσών αυτών με υπουργικές στο μέλλον αποφάσεις δεν αναιρεί τον αρχικά παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και την αντίστοιχη ζημία της αναιρεσίβλητης, Την κρίση του το Εφετείο για τη γνώση του αναιρεσείοντος στηρίζει κυρίως στο γεγονός ότι και ο αναιρεσείων συμμετείχε στη λήψη των αποφάσεων του Συμβουλίου Εκκαθάρισης της αναιρεσίβλητης, που επέτρεπαν στα μέλη του, επομένως και σ’ αυτόν, την είσπραξη προκαταβολών έναντι των οφειλόμενων αμοιβών και αποζημιώσεών του, ενώ ο ίδιος συνυπέγραφε και τις αντίστοιχες εκκαθαριστικές πράξεις για τον εαυτό του και συνεπώς είχε σαφή γνώση των αυξημένων ποσών που εγκρίνονταν μ’ αυτές προς είσπραξη σε βάρος της περιουσίας της αντιδίκου του, προκαλώντας σ’ αυτή ισόποση ζημία, με την είσπραξη των ποσών αυτών, την οποία (ζημία) αυτός ασφαλώς πρόβλεπε και αποδεχόταν, δεδομένου ότι ο ίδιος όπως και τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Εκκαθάρισης είχαν αναλάβει προσωπικά την ευθύνη (στην υπ’ αριθ. 6/11.3.1999 απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης), της είσπραξης των ως άνω ποσών μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης που θα καθόριζε την αποζημίωσή τους. Συνεπώς, οι δεύτερος, τρίτος και πέμπτος αναιρετικοί λόγοι, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επίσης αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο τέταρτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων, με το να δεχθεί ότι οι εναντίον του ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης δεν έχουν παραγραφεί, ως υποκείμενες στη δεκαετή παραγραφή του άρθρ. 22α παρ. 5 του ν. 2190/1920 και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρ. 937 ΑΚ, απορρίπτοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως μη νόμιμο τον σχετικό ισχυρισμό του, που πρότεινε αυτός πρωτοδίκως και επανέφερε με λόγο της έφεσής του. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε δολίως στην πρόκληση της ζημίας της αναιρεσίβλητης, παρά τα αντίθετα από αυτόν ισχυριζόμενα. Συνεπώς, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης υπόκεινται στην δεκαετή παραγραφή του άρθρ. 22α παρ. 5 του ν. 2190/1920, Ο δόλος βέβαια του αναιρεσείοντος προέκυψε από τις αποδείξεις και επομένως ο περί παραγραφής ισχυρισμός αυτού δεν έπρεπε να απορριφθεί εξ αρχής ως μη νόμιμος, αλλά έπρεπε να απορριφθεί κατ’ ουσίαν μετά την εκτίμηση των αποδείξεων και την απόδειξη του δόλου αυτού. Το σφάλμα όμως αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επηρέασε τελικά την ορθότητα του διατακτικού της, οπότε και αποκλείεται κατά το άρθρ. 578 ΚΠολΔ η αναίρεσή της για μόνο το σφάλμα αυτό. VIII) Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 και 561 παρ. 1 του ίδιου Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών ή στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 Κ.Πολ.Δ. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα κατ’ είδος αναφερόμενα, κατά το νόμο επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 544/2005, 190/1995). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθ. 6/11-3-1999 απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης της αναιρεσίβλητης, από την οποία, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, προκύπτει ότι τα ποσά που καθορίστηκαν με αυτή αναφέρονταν σε καθαρές και όχι μικτές αποδοχές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (σελίδα 31 αυτής), το Εφετείο ρητά αναφέρεται στην ως άνω απόφαση του Συμβουλίου Εκκαθάρισης, το δε γεγονός ότι από την απόφαση αυτή το Εφετείο συνήγαγε ότι αναφέρεται σε καθαρές και όχι σε μικτές αποδοχές και αποζημιώσεις, δεν σημαίνει και ότι δεν την έλαβε στην πραγματικότητα υπόψη, όπως ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Εξ άλλου απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του περί ανυπαρξίας ζημίας της αναιρεσίβλητης από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν αδικοπρακτική συμπεριφορά. Και αυτό διότι οι ισχυρισμοί αυτοί (ότι τα επίδικα ποσά αποτελούσαν προκαταβολές των οφειλομένων σ’ αυτόν ποσών και ότι μόνο σε περίπτωση που είχε καθοριστεί η συνολική τελική αποζημίωσή του και αυτός ηρνείτο να επιστρέψει τα τυχόν επί πλέον εισπραχθέντα ποσά θα μπορούσε να γίνει λόγος για ζημία της αναιρεσίβλητης), είναι απλοί αρνητικοί ισχυρισμοί των αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης και συνεπώς δεν αποτελούν πράγμα κατά την έννοια του ως άνω αναιρετικού λόγου. IΧ) Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού άνθρωπου για το δίκαιο και την ηθική, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργήθηκε στον οφειλέτη η εύλογη πεποίθηση ότι τελικά δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ. ΑΠ 8/2001, 7/2002, 33/2005, ΑΠ 613/2008, ΑΠ 701/2009). Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1321/2011, ΑΠ 1507/2011). Εξ άλλου η κατάχρηση δικαιώματος, ως συμπεριφορά απαγορευμένη από τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ, είναι παράνομη και συνιστά αδικοπραξία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 914 ή 919 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 49/2005, 16/2006, ΑΠ 1457/ 2009). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων πρότεινε πρωτοδίκως και επανέφερε και με λόγο της έφεσής του την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης από 21-11-2005 αγωγής, ισχυριζόμενος ότι η καταβολή σ’ αυτόν όλων των ποσών, που εισέπραξε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από την αναιρεσίβλητη, έγινε με νόμιμες αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της, με βάση νόμιμα παραστατικά που συντάχθηκαν με υποδείξεις και οδηγίες των οικονομικών υπηρεσιών και του λογιστηρίου της, τα οποία ακολούθως ελέγχθηκαν από τις υπηρεσίες της αυτές, γι’ αυτό και η ίδια είχε ανέκαθεν πλήρη γνώση ως προς το ύψος και τη νομιμότητα των ποσών που κάθε φορά του κατέβαλε, ως προς τα οποία εκκρεμεί εξ άλλου η οριστική εκκαθάρισή τους, αφού δεν έχει προσδιοριστεί έκτοτε με υπουργική ή δικαστική απόφαση το ποσό της συνολικής αμοιβής του ως εκκαθαριστή της αναιρεσίβλητης, ενώ και η ίδια δεν προέβαλε την οποιαδήποτε σχετική αξίωσή της μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής της, που άσκησε καθυστερημένα προβάλλοντας τις παραπάνω αξιώσεις της μόνο σε βάρος του, και ότι η μακροχρόνια αδράνεια της αναιρεσίβλητης δημιούργησε σ’ αυτόν εύλογα την πεποίθηση ότι και στο μέλλον δεν θα ασκούσε τέτοιες αξιώσεις, οπότε η όψιμη άσκηση της ένδικης αγωγής της, με την οποία επιχειρείται να ανατραπεί μια διαμορφωμένη ήδη από καιρό κατάσταση και να προκληθούν έτσι σε βάρος του ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες, παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμη την παραπάνω ένσταση, δεχόμενο τα εξής: "Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν την έννοια της ΑΚ 281, όπως αυτή προεκτέθηκε, καθόσον οι εναγόμενοι δεν αποδέχονται, έστω επικουρικώς, ότι ανέλαβαν εν γνώσει τους μεγαλυτέρου ύψους των δικαιουμένων ποσά και επομένως ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) ασκεί εναντίον τους ανύπαρκτο δικαίωμά της του οποίου κατά συνέπεια δεν είναι νοητή η καταχρηστική άσκηση, ενώ από μόνη της η καθυστερημένη προβολή των επιδίκων αξιώσεων [και όσον αφορά ειδικότερα της επικαλουμένης από τον Π. Θ. μη άσκηση αγωγής εναντίον άλλων διευθυντών της] δεν καθιστά την άσκηση της αγωγής καταχρηστική, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη και όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια και ο σχετικός λόγος... με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος". Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση των πρωτόδικων από 5-8-2006 προτάσεων του αναιρεσείοντος (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι αυτός πρότεινε επικουρικά την παραπάνω ένστασή του. Το Εφετείο, συνεπώς, που έκρινε διαφορετικά, εσφαλμένα κατά την αντίστοιχη σκέψη του ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Ενόψει δε του ότι είναι ορθή η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμη την αυτή ένσταση, κρίνοντας ότι μόνη η καθυστερημένη άσκηση των επίδικων αξιώσεων της αναιρεσίβλητης δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της ένδικης αγωγής της, εφόσον κατά τα λοιπά η καθυστερημένη επιδίωξη των σχετικών αξιώσεών της δεν συνδέεται με επαχθείς για τον ίδιο συνέπειες, τις οποίες αόριστα μόνον επικαλέσθηκε. Επομένως, ο έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, δηλαδή ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως μη νόμιμη την ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος σε συνδυασμό και με το άρθρ. 578 ΚΠολΔ, αφού ναι μεν υπάρχει, κατά τα ανωτέρω, σφάλμα στην πρώτη από τις δυο επάλληλες αιτιολογίες της απόφασης, όμως το σφάλμα αυτό δεν επηρέασε τελικά την ορθότητα του διατακτικού της, ώστε να δικαιολογείται για μόνο το σφάλμα αυτό η αναίρεσή της. Ούτε βέβαια το ίδιο σφάλμα ως προς την εκτίμηση, δηλαδή, της παραπάνω ένστασης ως μη επικουρικής, ισοδυναμεί με παράλειψη του Εφετείου να λάβει υπόψη την ένσταση αυτή, ώστε να θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, όπως ο αναιρεσείων υποστηρίζει με μέρος του αυτού έκτου λόγου της αίτησης αναίρεσης και συνεπώς ο λόγος αυτός είναι κατά το αντίστοιχο μέρος του απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ο ίδιος λόγος της αίτησης, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο ότι με ελλιπείς αιτιολογίες απέρριψε ως μη νόμιμη την παραπάνω ένστασή του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον λόγος αυτός αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ μπορεί να ιδρυθεί μόνον εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση, η ένσταση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του συνεχίζοντος τη δίκη Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της αναιρεσίβλητης εταιρείας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 Ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του Εισ. Ν. Κ.Πολ.Δ και όπως αυτό ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση του Π. Θ. για αναίρεση της 422/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του συνεχίζοντος τη δίκη Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της αναιρεσίβλητης εταιρείας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
null
null
1
Αριθμός 1272/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Γ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ναούμ Τζίφρα. Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζύγου Π. Ν., το γένος Δ. Τ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπυρίδωνα Τσιώτα Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-9-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 36/2014 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-9-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 14-1-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 400 εδ. 3, 401 εδ. 2 και 403 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η ιδιότητα του μάρτυρα ως συζύγου ή συγγενούς κάποιου διαδίκου δεν αποτελεί λόγο εξαιρέσεως, εφόσον δεν συνδέεται και με συγκεκριμένο συμφέρον του μάρτυρα, το οποίο εξαρτάται από το αποτέλεσμα της δίκης και είναι αναγκαία συνέπεια αυτής, η συνδρομή δε τούτου εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αρκούσης γι’ αυτό και της πιθανολογήσεως. Ειδικότερα με τον ισχυρισμό περί εξαιρέσεως του μάρτυρα ή μη λήψεως υπόψη της καταθέσεώς του, πρέπει να προσδιορίζεται ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον του από την σύμβαση της δίκης στην συγκεκριμένη περίπτωση ώστε να δύναται το δικαστήριο να εκτιμήσει και διαπιστώσει την ύπαρξή του, αλλιώς η ένσταση είναι αόριστη και απορριπτέα. Εξετέρου το συμφέρον του μάρτυρα πρέπει να είναι άμεσο με την έννοια ότι το δεδικασμένο η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης αφορούν και τον μάρτυρα, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν ο μάρτυρας είναι απλώς συγγενής ή σύζυγος του διαδίκου, ακόμη δε και αναγκαίος κληρονόμος του. Το τελευταίο ισχύει και όταν μετά την εξέτασή του ο μάρτυρας, λόγω κληρονομικής διαδοχής, κατέστη διάδικος. Τέλος για να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση εξαιρετέου μάρτυρα θα πρέπει να έχει προταθεί εγκαίρως η ένσταση εξαιρέσεως πριν από την όρκισή του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια των διατάξεων των αριθμών 8 εδ. β και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την προταθείσα, από τον αναιρεσείοντα, ιδιότητα του μάρτυρα αποδείξεως, ως συζύγου της αναιρεσίβλητης και την λόγω της ιδιότητάς του αυτής αυτεπάγγελτη μη εξέτασή του ως εξαιρετέου μάρτυρα, ενώ στη συνέχεια και μετά τη διαπίστωση της ιδιότητας αυτής δεν κήρυξε άκυρη την εξέταση αυτή. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος καθόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι η ένσταση εξαιρέσεως του εν λόγω μάρτυρα και συζύγου της αναιρεσίβλητης προτάθηκε πριν από την όρκισή του, ούτε ότι προσδιορίστηκε κατά το χρόνο αυτό το άμεσο, από την έκβαση της δίκης, συμφέρον του μάρτυρα, μη αρκούσης προς τούτο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, της ιδιότητας του μάρτυρα ως συζύγου και μόνο της αναιρεσίβλητης. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, ενώ η αιτίαση περί αυτεπάγγελτης έρευνας του συμφέροντος του μάρτυρα από την σύμβαση της δίκης είναι, κατά τα προεκτεθέντα, αβάσιμος, οι δε περιεχόμενες και στους λοιπούς λόγους της αναιρέσεως διάσπαρτες αιτιάσεις περί αποκρύψεως από την αναιρεσίβλητη και τον πληρεξούσιό της της προαναφερθείσας ιδιότητάς του μάρτυρα και περί μη διαπιστώσεως της ιδιότητάς αυτής από το δικαστήριο, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης (35/2012 Πολυμελούς Πρωτ. Γυθείου) προκύπτει ότι από τις αναφορές του μάρτυρα και του δικαστηρίου στον πεθερό και την πεθερά του μάρτυρα, ούτε αυτός και η πληρεξούσια δικηγόρος του απέκρυψαν την ως συζύγου της ενάγουσας ιδιότητά του, ούτε το δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ιδιότητά του αυτή, ο δε πληρεξούσιος του εναγομένου δεν ζήτησε την εξαίρεση του εν λόγω μάρτυρα, αλλά τη στάθμιση της καταθέσεώς του, ως συζύγου της ενάγουσας, χωρίς να προσδιορίζει το τυχόν άμεσο συμφέρον του και συνακόλουθα ο ισχυρισμός του αυτός ως αόριστος και ανεπίδεκτος έρευνας βάσιμα δεν λήφθηκε υπόψη μη ιδρυομένου από την παράλειψη αυτή αναιρετικού λόγου, αφού το δικαστήριο της ουσίας δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε αλυσιτελείς και αορίστους ισχυρισμούς. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι, εφόσον πρόκειται για οικία η επίβλεψη, η επίσκεψη, η χρήση, η κατοίκηση, η συντήρηση, η επισκευή, η ανοικοδόμηση βοηθητικών χώρων και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 983 του ίδιου κώδικα η νομή, ως δικαίωμα, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984, 994 και 1113 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό πράγμα, λογίζεται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών κοινωνών συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ’ αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα, αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποίησης. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η για την αντιποίηση της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οποιονδήποτε και αν προέρχεται. Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθεται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπταν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική της βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, έντασης, ή αντένστασης. (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ’ αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν ο λόγος εφέσεως απορρίφθηκε, ούτε αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξειδικεύουν την ιστορική βάση της αγωγής ή αν έλαβε υπόψη τέτοια περιστατικά μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά ως εκ περισσού, τα οποία δεν στηρίζουν το διατακτικό του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τη διεκδικητική αγωγή του εξ αδιαιρέτου ποσοστού μιας οικίας της αναιρεσίβλητης κατά του συγκυρίου της οικίας αυτής και αντιποιηθέντος τη νομή της αναιρεσείοντος. "Ο Π. Π. Π. Π. κατά το χρόνο του θανάτου του (16-3-1955) ήταν κύριος νομέας και κάτοχος, εκτός των άλλων δεκαοκτώ αγρών και οικοπέδων με ή χωρίς ελαιόδενδρα, και μιας ανώγειας πέτρινης οικίας, που αποτελείται από ισόγειο όροφο - κατοικία, εμβαδού 80 τ.μ. και από πρώτο όροφο - κατοικία, ομοίως εμβαδού 80 τ.μ., είναι κτισμένη σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού 361,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού Νομίων του δημοτικού διαμερίσματος ... και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Ν. Π., νότια με δημοτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία Ν. Π. και δυτικά με ιδιοκτησία Δ. Π.. Ο ως άνω αποβιώσας κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Π. και τις θυγατέρες του Μ. (μητέρα της ενάγουσας), Θ. (μητέρα του εναγομένου) και Ο., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από την καθεμία. Η Μ. Π. ασκούσε στην οικία της προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της πράξεις νομής αυτοπροσώπως και δια των συγκληρονόμων της, μητρός της Π. και αδελφής της Ο. που διέμεναν σαυτήν, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από τις 16-3-1955 έως τον χρόνο του θανάτου της μητρός της Π. (17-2-1977), που απεβίωσε αδιάθετη και κληρονομήθηκε από τις θυγατέρες της, ύστερα δε, αυτοπροσώπως και δια της συγκληρονόμου αδελφής της Ο., και έως τον χρόνο του θανάτου της (21-2-1978) κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Ειδικότερα συμμετείχε στις δαπάνες για τις εργασίες συντήρησης και επισκευής της οικίας. Συγκεκριμένα το 1968 αντικατέστησε τα πορτοπαράθυρα με σιδερένια, το 1977 προέβη στην κατασκευή εξωτερικής τουαλέτας, φρόντιζε για την επισκευή και συντήρηση της υδατοδεξαμενής (στέρνας) και διατηρούσε την οικία λειτουργική με την αγορά επίπλων, ειδών οικοσκευής και ειδών θέρμανσης (ξυλόσομπα). Εξάλλου, μετέβαινε από τον Πειραιά, όπου κατοικούσε, στον οικισμό Νόμια και διέμενε στην οικία με την οικογένειά της (τον σύζυγό της Δ. Τ. και την ενάγουσα θυγατέρα της) κάθε έτος κατά τις περιόδους των διακοπών (κάθε καλοκαίρι επί ένα με δύο μήνες, τις εορτές Χριστουγέννων και του Πάσχα), δεδομένου ότι αυτή και ο σύζυγός της ήταν δάσκαλοι και είχαν ελεύθερους τους χρόνους διακοπών των σχολείων. Η ως άνω Μ. Π. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου και τον σύζυγό της Δ. Τ., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, ο οποίος απεβίωσε στις 17-6-1978 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα θυγατέρα του. Η ενάγουσα και ο πατέρας της από τις 21-2-1978 έως τις 17-6-1978, ύστερα δε η ενάγουσα έως τον Απρίλιο του 2008 ασκούσαν στην επίδικη οικία της ίδιες ως άνω πράξεις νομής, προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της οικίας, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά (3/12, 1/12 και 4/12 ή 1/3 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως). Συγκεκριμένα η ενάγουσα συνέχισε να μεταβαίνει στον οικισμό Νόμια και να διαμένει στην οικία με τον σύζυγό της και τα δύο τέκνα της τα καλοκαίρια και άλλα διαστήματα μέσα στον χρόνο (κυρίως Χριστούγεννα και Πάσχα) έχοντας τα κλειδιά της οικίας. Εξάλλου προέβαινε στις απαραίτητες εργασίες καθαρισμού της οικίας, στις αναγκαίες εργασίες συντήρησής της και στην αγορά και τοποθέτηση διαφόρων ειδών οικοσκευής (ψυγείο το έτος 1989, το οποίο αντικατέστησε με άλλο το 1999). Ακολούθως η ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. .../20-3-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Σπάρτης Γεωργίας Αθανασούλια - Δεμπεγιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε τις ανωτέρω κληρονομίες (πατρική και μητρική). Επομένως η ενάγουσα κατά τον άνω χρόνο (1978, ΑΚ 1199 - ΑΠ 985/08 Δνη 49-770) κατέστη κυρία της επίδικης οικίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό (1/3 εξ αδιαιρέτου) με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομίας των γονέων της, αληθινών κυρίων, οι οποίοι είχαν στη νομή τους την επίδικη οικία κατά το προαναφερόμενο ποσοστό για χρονικό διάστημα είκοσι (20) και πλέον ετών, προσμετρουμένης στη δική τους νομή και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Π. χήρας Π. Π. ή Π. (16-3-1955 έως 17-6-1978, 1045, 1051 ΑΚ). Άλλως, ήταν κυρία με έκτακτη χρησικτησία, αφού είχε αυτή στη συννομή της κατά το ως άνω ποσοστό για χρονικό διάστημα είκοσι (20) και πλέον ετών (1978 - 2008). Κατά συνέπειαν όταν ο εναγόμενος τον Απρίλιο του 2008 προέβη στην αλλαγή της κλειδαριάς της επίκοινης οικίας προσέβαλε το δικαίωμα συγκυριότητάς της (ενάγουσας) με αποβολή. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά τον θάνατο του ως άνω Π. Π. Π. ή Π. (16-3-1955) οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι του παραχώρησαν ατύπως την επίδικη οικία στην εξ αυτών Ο. Κ., η οποία έκτοτε ασκούσε αποκλειστική νομή σαυτήν, δεν αποδείχθηκε και αναιρείται κυρίως από 1) Την από 5-4-1967 επιστολή της Ο. Κ. στη μητέρα της ενάγουσας Μ. Τ., στην οποία (επιστολή) η πρώτη αναγράφει "....διότι στο δομάτιο αυτό .... εγώ πρέπει να το σάξω κομπλέ και εσή θα σάξετε τις προσιλιακέ πόρτε όπο είτονε ξανασαγμένες.... αυτό να ξέρετε θα στιχίσου είσα με 7.300 τρακόσες όλα τα έξοδα...", ότι δηλαδή αυτή (Ο. Κ.) πρέπει να φτιάξει κομπλέ το ένα δωμάτιο και ότι η αδελφή της Μ. Τ. και ο σύζυγός της, Δ. Τ., (οι οποίοι εννοούνται με την αντωνυμία "εσή") θα φτιάξουν στις προσηλιακές πόρτες, και ότι όλα αυτά θα στοιχίσουν ίσα με 7.300 δραχμές και 2) Την από 8-6-1967 επιστολή της Ο. Κ. και της μητέρας της Π. στη μητέρα της ενάγουσας, στην οποία (επιστολή) αναφέρουν ότι έλαβαν την πόρτα και τη σιδεριά, καθώς και το καλάθι με τα πράγματα. Επομένως από τις επιστολές αυτές συνάγεται με σαφήνεια ότι η μητέρα της ενάγουσας ήταν συννομέας της οικίας, όπως και η Ο. Κ., όχι μόνο κατά το έτος 1955, αλλά και κατά το έτος 1967 και μέχρι τον θάνατό της (21-2-1978) και συμμετείχε υπό την άνω ιδιότητά της στις δαπάνες συντήρησής της. Διότι διαφορετικά, εάν δηλαδή η Ο. Κ. ασκούσε νομή στην οικία αποκλειστικά για τον εαυτό της, όπως διατείνεται ο εναγόμενος, δεν θα καλούσε την αδελφή της Μ. να κατασκευάσει τις προσηλιακές πόρτες αυτής. Κατόπιν αυτών, όταν η Ο. Κ. δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιά Αικατερίνης Πολιτάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στον εναγόμενο υιό της αδελφής της Θ.ς την επίδικη οικία ήταν κυρία αυτής μόνο κατά ένα ιδανικό μερίδιο (1/3 εξ αδιαιρέτου). Επομένως ο εναγόμενος δεν κατέστη, κατά τον άνω χρόνο, κύριος της οικίας και κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου που ανήκε στην ενάγουσα, κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν είχε κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση ότι με τον τίτλο απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα της επίδικης οικίας. Ειδικότερα δεν πίστευε ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα ολόκληρης της επίδικης και δη ότι η θεία του Ο. ήταν αποκλειστική κυρία της μεταβιβασθείσας προς αυτόν οικίας ενόψει κυρίως του ότι : 1) Γνώριζε ότι η οικία ανήκε στον προς μητρός πάππο του Π. Π. Π. Π. και 2) ΣΤΟ συμβόλαιο μεταβίβασης δεν αναγράφεται ότι η δικαιοπάροχός του είχε αποκτήσει την κυριότητα ύστερα από άτυπη παραχώρηση της νομής το 1955 εκ μέρους των λοιπών συγκληρονόμων. Και ναι μεν στην αναφερόμενη και επισυναπτόμενη στον παραπάνω τίτλο κτήσεως υπ’ αριθμ. ...1987 βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας ... Λακωνίας αναγράφεται ότι η Ο. Κ. μετά τον θάνατο του πατρός της κατοικούσε στην οικία έχουσα την απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή της έως σήμερον, πλην όμως ο συντάκτης της παρέβλεψε τα δικαιώματα συννομής και συγκυριότητας των λοιπών συγκληρονόμων επί της κληρονομιαίας περιουσίας του ως άνω Π. Π. Π. ή Π.. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από το 1987 έως το 2008 ουδέποτε γνωστοποίησε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην ενάγουσα ότι νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτόν του, ως κύριος, ολόκληρη την επίδικη οικία, ήτοι και κατά το επ’ αυτής ποσοστό της συννομέα ενάγουσας, ούτε είχε περιέλθει σε γνώση της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος νέμεται, ως κύριος, την επίδικη και κατά το επ’ αυτής ιδανικό μερίδιο της ιδίας, ούτε η ενάγουσα είχε εκφράσει με οποιοδήποτε τρόπο τη βούλησή της να μην είναι συννομέας της επίδικης κατά το παραπάνω ιδανικό της μερίδιο. Αντιθέτως ο εναγόμενος έβλεπε την ενάγουσα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (1987 - 2008) να μεταβαίνει στην οικία και να διαμένει με την οικογένειά της έχοντας δικά της κλειδιά κατά τα προαναφερθέντα και δεν προέβαλε καμία εναντίωση ή διαμαρτυρία. Και ναι μεν ο εναγόμενος προέβη σε χρόνο που δεν διακριβώθηκε, πάντως όχι ενωρίτερα από τα τέλη του έτους 2007, σε εργασίες ανακαίνισης και βελτίωσης της οικίας, καθώς και του περιβάλλοντος χώρου αυτής, πλην όμως θεωρείται ότι τις εργασίες αυτές εκτέλεσε και για λογαριασμό της ενάγουσας ως αντιπρόσωπος αυτής και κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Τέλος είναι αλήθεια ότι ο ανωτέρω Π. Π. Π. Π., δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1949 συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιά Ιωάννας Λυμπεροπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα και λόγω πωλήσεως στη θυγατέρα του και μητέρα της ενάγουσας Μ. μία οικία, που βρίσκεται στη θέση "..." του Δήμου Πειραιά. Όμως η μεταβίβαση αυτή, και αν ακόμη γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι υπεκρύπτετο δωρεά, ουδεμία ασκεί επιρροή στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον δεν γίνεται επίκληση, ούτε εν πάση περιπτώσει ρητή αναφορά στο συμβόλαιο, ότι η μητέρα της ενάγουσας παραιτείται του δικαιώματός της επί της επίδικης οικίας. Το πρωτοβάθμιο επομένως δικαστήριο που αναγνώρισε την ενάγουσα συγκυρία, εκτός των άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και της επίδικης οικίας κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της την αποδώσει κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς της, ορθώς τις προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, είναι δε αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου δεύτερος και τέταρτος λόγοι εφέσεως". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που κατά το εκκληθέν, περί διεκδικήσεως του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της επίδικης οικίας κεφάλαιο, είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, ήταν αρκετά για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών, περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως συγκυριότητας, διατάξεων, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη έγινε συγκυρία της επίδικης οικίας από νόμιμα γενομένη αποδεκτή και μεταγραφείσα κληρονομιά των γονέων της, οι οποίοι κατά το χρόνο του θανάτου τους ήταν συγκύριοι της επίδικης οικίας κατά τα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά και δη η μητέρα της από έκτακτη χρησικτησία και ο πατέρας της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της συζύγου του και μητέρας της ενάγουσας, άλλως ότι η ενάγουσα ήταν συγκυρία από έκτακτη χρησικτησία και ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων δεν απέκτησε το επίδικο ποσοστό εξ αδιαιρέτου της οικίας παραγώγως και δη από αγορά, καθόσον η μεταβιβάσασα σ’ αυτόν λόγω πωλήσεως το ποσοστό αυτό θεία του Ο. Κ., δεν ήταν συγκυρία του ποσοστού που του μεταβίβασε και ότι προσέτι αυτός ούτε πρωτοτύπως απέκτησε το ποσοστό αυτό, καθόσον δεν είχε καλή πίστη, ώστε να συντρέξουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, ενώ οι πράξεις νομής που έκανε στο επίδικο θεωρείται ότι έγιναν και για λογαριασμό της συγκυρίας ενάγουσας, αφού αυτός ουδέποτε προ του χρόνου της αποβολής (2008) είχε γνωστοποιήσει σ’ αυτήν ότι νέμεται και το ποσοστό της, αποκλειστικά, για δικό του λογαριασμό. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις των δεύτερου και τέταρτου από τους λόγους της αναιρέσεως, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και ελλειπών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης κατά το μέρος, που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτες, γιατί, υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Εξάλλου οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων, κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε τους περιεχόμενους στους οικείους λόγους εφέσεως ισχυρισμούς, δεν ιδρύουν την επικαλούμενη από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετική πλημμέλεια, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν στοιχειοθετείται όταν ο λόγος εφέσεως ερευνήθηκε και απορρίφθηκε, ενώ οι οικείες κατά του εξαχθέντος πορίσματος αιτιάσεις πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε τη διενέργεια πράξεων νομής που δεν περιείχοντο στην αγωγή και ειδικότερα ότι δέχθηκε ότι η μητέρα της ενάγουσας συμμετείχε στις δαπάνες συντήρησης και επισκευής της ένδικης οικίας, ενώ στην αγωγή αναφέρεται ότι αυτή συντηρούσε το σπίτι, καθώς ότι, χωρίς τούτο να αναφέρεται στην αγωγή, δέχθηκε ότι η εν λόγω δικαιοπάροχος κατασκεύασε εξωτερική τουαλέττα και επισκεύασε την υδατοδεξαμενή, δεν ιδρύουν τον από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. α του ίδιου άρθρου λόγο, αφενός μεν γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, αφετέρου δε γιατί εξειδικεύουν, ως προκύπτουσες από τις αποδείξεις τις αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής πράξεις νομής. Τέλος ο ισχυρισμός περί συνεισφοράς, ανεξάρτητα από την αοριστία του και από το ότι δεν υποβάλλεται στα πλαίσια διεκδικητικής αγωγής αλλά μόνο αγωγής περί κλήρου ή διανομής, είναι απαράδεκτος προεχόντως γιατί υποβάλλεται το πρώτον στον ‘ Αρειο Πάγο (άρθρ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), ενώ οι αιτιάσεις περί ελλειπών αιτιολογιών ως προς τη σύσταση δωρεάς υπέρ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο από τη διάταξη του αρ. 19 του ίδιου άρθρου, λόγο, γιατί αφορούν σε παραδοχές της αποφάσεως που δεν πλήττονται αναιρετικά, αφού έχουν γίνει ως εκ περισσού και δεν στηρίζουν το διατακτικό της απόφασης. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δεύτερος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως και ως προς όλες τις αιτιάσεις τους πρέπει να απορριφθούν. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων 188 παρ. 2 και 177 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι επί αποδοχής της αγωγής τα έξοδα της δίκης, που εν όλω ή εν μέρει, τερματίζεται με την αποδοχή, επιβάλλονται εις βάρος του διαδίκου που αποδέχεται, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 177, δηλαδή αν συντρέχει περίπτωση επιβολής τους εις βάρος του ενάγοντα, αν ανελέγκτως κριθεί ότι ο εναγόμενος, σωρευτικά, δεν προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και αμέσως μετά την άσκησή της αποδέχεται ή ομολογεί πλήρως τη βάση της. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19, άλλως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, γιατί αναιτιολόγητα, άλλως χωρίς να λάβει υπόψη την ομολογία-αποδοχή της αγωγής για τα 18 από τα 19 επίδικα ακίνητα, δέχθηκε ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων, βαρυνόταν με το σύνολο της πρωτόδικης δαπάνης, που είχε προσδιορισθεί σε 3000 Ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος γιατί για τα 18 από τα 19 ένδικα ακίνητα, για τα οποία έγινε αποδοχή της αγωγής δεν υφίσταται λόγος αναιρέσεως και συνακόλουθα δεν μπορεί να πληγεί ως προς αυτά αναιρετικά, μόνο η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη, αλλά προσέτι είναι απαράδεκτος όσο μεν αφορά το κύριο μέρος του γιατί η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, κατά δε το επικουρικό μέρος του γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι επί ομολογίας-αποδοχής της αγωγής από τον εναγόμενο τα έξοδα βαρύνουν τον αντίδικό του, πράγμα το οποίο, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 188 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. δεν συμβαίνει και αυτά βαρύνουν τον αποδεχόμενο, ενώ ανελέγκτως, δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 177 Κ.Πολ.Δικ.. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ., η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταθέσαντος παραβόλου. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-9-2014 αίτηση του Π. Γ. του Δ. κατά της Ε. συζ. Π. Ν., το γένος Δ. Τ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 36/2014 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εξαιρετέος μάρτυρας. Προσδιορισμός αμέσου συμφέροντος. Μόνο η ιδιότητα του συζύγου δεν αρκεί. Μεταβίβαση ακινήτου παράγωγος και πρωτότυπος τρόπος. Προϋποθέσεις πράξεις νομής. Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος λογίζεται ότι νέμεται για λοιπούς. Αντιποίηση νομής. Γνωστοποίηση. Γνώση συγκυρίου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ. Πότε ιδρύεται επίφαση εκ πλαγίου παραβιάσεως 559 αρ. 8 εδ. β. Πράγμα και ο λόγος έφεσης. Δεν ιδρύεται αν ο λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ούτε αν λήφθηκαν υπόψη περιστατικά προκύψαντα από αποδείξεις. Δικαστικά έξοδα εις βάρος του αποδεχομένου την αγωγή. Η καταψήφιση είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Δικαστικά έξοδα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1273/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ε. Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην…, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσίβλητων:1. Λ. Θ. Β., κατοίκου ..., 2.Α. Θ. Β., κατοίκου ... 3.Ν. Γ., κατοίκου ..., απάντων κληρονόμων του αποβιώσαντος ενάγοντος διαδίκου Θ. Β.. Ο 1ος και η 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γρηγόριο Τιμαγένη, η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-7-1994 αγωγή του αρχικώς ενάγοντος, προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3425/1996, 897/2009 μη οριστικές, 712/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2605/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 23-9-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6-5-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με το άρθρο 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" επιβλήθηκε στους ιδιοκτήτες ιδιωτικών δασών η υποχρέωση μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευσή του, να παρουσιάσουν στο Γραμματέα επί των Οικονομικών τους νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους για να εξετασθεί η νομιμοποίησή τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικού δάσους. Από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας όλα τα δάση για τα οποία δεν θα παρουσιάζονταν τίτλοι από τους ιδιοκτήτες, θεωρούνταν αδιαφιλονίκητα ως εθνικά δάση και δεν θα διετίθεντο. Περαιτέρω από τα άρθρα 3, 9, 19, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 και 3 των Οδηγιών της 23 Μουχαμέρ 1293 "περί εξελέγξεως τίτλων δασών", προκύπτει ότι κατά το Οθωμανικό Δίκαιο τα δάση ανήκαν, κατά τεκμήριο στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι μόνο με ταπί, στο οποίο αναφερόταν ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος, συνετελείτο η εκ μέρους του Δημοσίου προς ιδιώτες παραχώρηση διηνεκούς εξουσίας (τεσσαρούφ) και η από αυτούς περαιτέρω μεταβίβασή της. Τα με αυτό τον τρόπο στο Τουρκικό Δημόσιο ανήκοντα δάση (δημόσια) περιήλθαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στο νεοσυσταθέν Ελληνικό Κράτος (Ελληνικό Δημόσιο) ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου, στο οποίο (Ελλ.Δημόσιο) είχαν περιέλθει επίσης ως αδέσποτα και όσα από τα ιδιωτικά εγκατέλειψαν οι Μουσουλμάνοι φεύγοντας. Εξάλλου με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με δε την πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία, με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφίων, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων) κ.λπ. γιατί αυτά περιείρχοντο στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17/29.11.1836 Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των αποεσταλμένων της Υψηλής Πύλης, που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 ΒΔ (ΦΕΚ 15/1838), του από 4/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της υπ’ αριθμ.5059 της 1/13.11.1835 διαταγής των επί του Βασ.Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικίων, από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων, έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Αλλά και οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής, που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κ.λπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του ανωτέρω Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως, υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέως της Επικρατείας και από τον Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη κατά την τριακονταετή με διάνοια κυρίου κατοχή του ειρημένου δάσους (Ολ.ΣτΕ 1251, 1252/1975). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίας για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αρ.19 του ίδιου άρθρου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσω (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά από επικύρωση της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, ως ουσιαστικά βάσιμη, τόσο κατά την κύρια από παράγωγο τρόπο, όσο κατά την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία βάσης της, την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Θ. Β. (στη θέση του οποίου αυτοί, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του υπεισήλθαν) επί ενός αγροκτήματος επιφάνειας 42000 τ.μ. που αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου και δή του τσιφλικίου .... Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είναι εκ διαθήκης κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντα Θ. Β., στη θέση του οποίου υπεισήλθαν αποδεχθέντες την κληρονομιά του και δή κατά ποσοστό 43,75% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος (Λ. Β.), 43,75% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη (Α. Β.) και 12,50% εξ αδιαιρέτου η τρίτη (Ν. Γ.). Το επίδικο, που είναι το επακριβώς περιγραφόμενο ακίνητο, επιφανείας 42000 τετρ,μέτρων, αποτελούσε τμήμα του μεγαλυτέρου και επιφανείας 9000 στρεμμάτων αγροκτήματος (τσιφλικίου) ... και περιήλθε στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου των εφεσιβλήτων και αρχικού ενάγοντα Θ. Β. από αγορά από τους Μ. και Λ. Ε. και δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ..../20.9.1933 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, του συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Χρ.Κασσαβέτη, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ.44800/1933 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και την υπ’ αριθμ..../31.8.1936 έγκριση πωλήσεως δασικής εκτάσεως του αγροκτήματος ... από τον δασάρχη Αττικοβοιωτίας. Στους δικαιοπαρόχους του Θ. Β., ήτοι τους Λ. και Μ. Ε., το μεγαλύτερο ακίνητο είχε περιέλθει από αγορά από τον Α. Κ.Γ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ’ αριθμ..../1918 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ηρακλή Καρκούλια, σε συνδ.με την υπ’ αριθμ.12886/23.2.1918 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Κατά το διάστημα του στο εν λόγω μείζον ακίνητο ήταν κύριοι οι Λ. και Μ. Ε., έλαβαν χώρα απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων του αγροκτήματος, την δε εναπομείνασα έκταση αυτοί διαίρεσαν σε τεμάχια και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.44800/1933 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία επετράπη η πώληση των εξαιρεθεισών της απαλλοτριώσεως εκτάσεων, προέβησαν σε πωλήσεις των τεμαχίων, ένα από τα οποία είναι και το πωληθέν στον Θ. Β.. Στον δικαιοπάροχο των αφών Ε. Α. Γ. το εμπεριέχον και το επίδικο μεγαλύτερο αγρόκτημα (τσιφλίκι) περιήλθε, εκτός από έκταση 50 στρεμμάτων, από αγορά από τον Μ. Α.Σ., σύμφωνα με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../18.2.1911 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Διονυσίου Γιγάντε, στον δε Μ. Α.Σ., με αγορά από τον Α. Ε.Γ., σύμφωνα με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../5.7.1900 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Αριστοτέλους Βιλαέτου, στον δε Α. Γ. το μεγαλύτερο αγρόκτημα (επιφανείας 9000 τ.μ) περιήλθε με αγορά, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ.νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../26.3.1899 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ιωάννου Γαϊτάνου, από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Κ.Α., στον δε Κ.Α. το αγρόκτημα επιφανείας 9 ζευγαριών, περιήλθε με αγορά από Κ.Κ. με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../8.11.1888 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Παναγ.Πέρδικα, στον δε Κ.Κ., λόγω συσταθείσας υπέρ αυτού και της συζύγου του, θυγατρός Θ. Μ., προικός, με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../2.4.1876 προικοσυμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Γερασίμου Αφεντάκη, στον δε προικοδότη Θ. Η. το αγρόκτημα περιήλθε κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από εξ αδιαθέτου κληρονομιά του αποβιώσαντος, στις 29.8.1861, πατέρα του Π. Κ.Η., κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από δωρεά της αδελφής του Μ. και κατά τα 2/4 εξ αδιαιρέτου με αγορά από τις αδελφές του Α. και Ε., με το υπ’ αριθμ..../5.1.1882 νόμιμα μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Σ.Αρμάγου, στον δε Π. Η. το αγρόκτημα περιήλθε με αγορά, το 1830, από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του και από τον Γ. Β. και συγκεκριμένα αυτός αγόρασε πέντε περίπου "ζευγάρια" εδάφους από τον Δ. Α. Χ. Μ., ένα "ζευγάρι" από τη θυγατέρα του Μ. Α. και τρία "ζευγάρια" από τον Γ. Β., διάδοχο των δικαιωμάτων του Μ. Τ. και της συζύγου του Α. - Μ. Φ.. Στη συνέχεια γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη αυτολεξεί: "Στην αγορά αυτή ο Π. Κ. Η. προέβη με πωλητήρια έγγραφα ήτοι Χοτζέτια, τα οποία δεν προσκομίζονται μεταφρασμένα καθόσον είναι γραμμένα στην παλαιά τουρκική γλώσσα και ήταν αδύνατη η μετάφραση τους στην Ελλάδα. Το γεγονός όμως της ύπαρξης τους δεν αμφισβητεί το εκκαλούν Δημόσιο, το οποίο αμφισβητεί την έκταση που μεταβιβάστηκε και τα όρια αυτής ισχυριζόμενο ότι αυτή δεν ανέρχονταν σε 9.000 στρέμματα, αλλά το πολύ σε 1.000 στρέμματα. Ως προς τούτο, ο ακριβής καθορισμός σε στρέμματα ή τετραγωνικά μέτρα, της έκτασης του ενός "ζευγαριού" που αποτελούσε μονάδα μέτρησης εδάφους επί τουρκοκρατίας, αναφέρεται με διαφορετική τιμή σε διάφορες πηγές, κατ ‘ άλλους είναι η επιφάνεια που οργώνεται σε μια ημέρα από ένα ζευγάρι βοδιών, κατ άλλους η επιφάνεια που οργώνεται από ένα ζεύγος βοδιών σε μια καλλιεργητική περίοδο, υπολογιζόμενη ανάλογα με την ιδιομορφία, κάθε εδάφους από μορφολογική άποψη (επίπεδη έκταση ή με διακυμάνσεις ύψους) και από άποψη καλλιεργητική, δηλαδή αν υπάρχουν σ’ αυτό δένδρα ή όχι, σε δύο με τρία στρέμματα (ΟλΑΠ 1/2013 ΝοΒ 2013.701 που αφορά την περιοχή των Κυκλάδων) ή σε 100 έως 200 στρέμματα (κατά Π. Κ.) χωρίς να υπάρχει σταθερή τιμή του ζευγαριού αναγόμενη σε τετραγωνικά μέτρα. Στην υπό κρίση υπόθεση, ανεξαρτήτως των παραπάνω τιμών του ενός "ζευγαριού" σε κάθε περιοχή και σε κάθε εδαφική έκταση, η μεταβιβασθείσα στον Π. Η. έκταση, ευρισκόμενη στη συγκεκριμένη περιοχή υπό τις σ αυτή επικρατούσες συνθήκες, καθόσον η έκταση αυτή περιελάμβανε ορεινές και δασώδεις εκτάσεις, που δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν, ανερχόμενη σε εννέα ζευγάρια περίπου, αποτελεί έκταση 9.000 στρεμμάτων, όπως κρίθηκε και με την με αρ. 8961/1996 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση (με αρ. 699/2005 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Η απόφαση αυτή εκδόθηκε επί αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, που ασκήθηκε από τους Θ. Λ. Β. (αρχικώς ενάγοντα στην υπό κρίση αγωγή) και τη Ν. χήρα Δ. Α. το γένος Λ. Β., δύο ακινήτων, ήτοι του με αρ. …τεμαχίου που συνορεύει με το επίδικο και του με αρ. 46 τεμαχίου που βρίσκεται πλησίον του επιδίκου, τα οποία βρίσκονται στην ίδια περιοχή ... και οι στην αγωγή εκείνη ενάγοντες τα αγόρασαν εξ αδιαιρέτου, με τα με αρ. .../20-9-1933 και με αρ. .../12-10-1933 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Κασσαβέτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα, περιέχονται στο ευρύτερο κτήμα ... που αγόρασε ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτών Π. Η. από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του και από τον Γ. Β.. Το γεγονός δε ότι η συνολική έκταση που αγόρασε ο Π. Η. ανέρχονταν σε 9.000 στρέμματα, έκρινε και η με αρ. 6424/1998 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί διαφοράς που ανέκυψε με την άσκηση αγωγής αναγνωριστικής κυριότητος, άλλων ιδιοκτητών τεμαχίων του όλου αγροκτήματος ... με απώτατο δικαιοπάροχο τον Π. Η. (..., ΑΕ ΠΛΑΖΑ ΦΙΝΑΝΣΙΕΡΑ ΚΟΡΠΟΡΕΙΣΟΝ, ΑΕ Ελληνική Βιομηχανία Μεταλλικών Επιπλώσεων Τ. ΑΕ) κατά του Δημοσίου (δεν προκύπτει εάν έχει ασκηθεί κατ αυτής αναίρεση, αλλά και δεν αμφισβητήθηκε από το εκκαλούν). Τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις μεταγενέστερες απαλλοτριώσεις των εκτάσεων του όλου αγροκτήματος ..., που πραγματοποίησε το Δημόσιο μεταξύ των ετών 1920 και 1932, με τις οποίες απαλλοτριώθηκε συνολική έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ενώ συγχρόνως εξαίρεσε εδαφικές εκτάσεις οι οποίες παρέμειναν στην ιδιοκτησία των ιδιωτών. Επομένως ο σχετικός λόγος της έφεσης ότι ο Π. Η. δεν απέκτησε έκταση 9.000 στρεμμάτων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Στη συνέχεια ο Π. Η. , μετά το πέρας του αγώνα της ανεξαρτησίας του έθνους, σύμφωνα με το β.δ. 17/29/ Νοεμβρίου 1836 κατά το οποίο "Εντός έτους από την ημέρα δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου οφείλουν οι ιδιόκτητοι των υπό τα άρθρα 1 και 2 δασών, να παρουσιάσωσιν εις την ημετέραν επί των Οικονομικών Γραμματείαν ή απευθείας ή δια των αρμοδίων υπαλλήλων, τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει επισήμως δώσει την κατοχήν εις τους ιδιόκτητος, εις δε την δεύτερον θέλει αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων εις την περίστασιν ταύτην..." , προσκόμισε εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, τους τίτλους που κατείχε (χοτζέτια, δηλαδή τίτλοι ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα επικαρπίας που αποκτούνται μέσω πώλησης ή κάποιας διένεξης ή ύστερα από ανανέωση και ύστερα επικυρώνονται από τον Καδή), ενώπιον των αρμοδίων Επιτροπών επί των Οθωμανικών Κτημάτων, που θέσπισε η Ελληνική Πολιτεία και κατόπιν αιτήσεων του, εκδόθηκαν από την ανωτέρω ορισθείσα Επιτροπή Επί Των Οθωμανικών Κτημάτων οι με αρ. 168-171/1836 και 190, 191 και 215/1836 αποφάσεις, με τις οποίες διαπιστώθηκε το έγκυρο και νόμιμο των προσκομισθέντων τίτλων και κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν έχει απαίτηση επί του ακινήτου που περιήλθε στον Π. Η. με τους ανωτέρω τίτλους ("το Δημόσιο δεν έπεται να έχει απαίτησιν τινά") και αναγνώρισαν τον Π. Η. ως κύριο του ανωτέρω αγροκτήματος ... (ΑΠ 312/2008 αδημ.). Οι εν λόγω αποφάσεις φέρουν την υπογραφή των μελών της κάθε επιτροπής και του Διευθυντού της επί των Οικονομικών Γραμματείας και του επί του βασιλικού οίκου και των εξωτερικών Γραμματέως, καθισταμένου ουσιαστικά αβασίμου του ισχυρισμού του εκκαλούντος ότι δεν εκδόθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις από τον αρμόδιο Γραμματέα επί των Οικονομικών. Οι αποφάσεις αυτές των επιτροπών κηρύχθηκαν εκτελεστές, αναγνωριζομένων έτσι των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος ... ως ιδιωτικών. Ο Π. Η. από τότε που απέκτησε το κτήμα ... το 1830 μέχρι του θανάτου του το 1861, νεμόταν αυτό με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα άλλου κυρίου, καθόσον αυτός αγόρασε νόμιμα το ακίνητο από τους ανωτέρω Οθωμανούς που κατείχαν αυτό σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε τότε και στη συνέχεια με την αναγνώριση των τίτλων από το Ελληνικό Κράτος, κατείχε και νέμονταν αυτά με την αληθή πεποίθηση ότι δεν βλάπτονται δικαιώματα τρίτων και δη του Δημοσίου. Ειδικότερα προέβαινε σε πράξεις οριοθέτησης, στην επίβλεψη τήρησης των ορίων του, σε καλλιέργειες, συλλογές καρπών και εισοδημάτων. Τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη, συνέχισε να ασκεί και ο γυιός του Θ. Η., ο οποίος κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω ενεπλάκη σε δικαστικό αγώνα με τις δύο αδερφές του από το 1862 έως το 1882. Αυτός δε το έτος 1876 μεταβίβασε το όλο ακίνητο, λόγω προικός, στον γαμβρό του Κ. Κ. (έστω και αν δεν είχε περατωθεί ακόμη τελεσίδικα ο δικαστικός αγώνας με τις δύο αδερφές του, ο οποίος περατώθηκε με την υπογραφή του με αρ..../1882 συμβολαίου κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω) και προς εξασφάλιση αυτού (Κ. Κ.) του παρείχε το δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης επί των κτημάτων του, η οποία εξαλείφθηκε μετά το τέλος των δικαστικών αγώνων, με την με αρ. .../1882 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι το Δημόσιο από το 1862 και μέχρι το 1882, ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος αυτού διακατοχικές πράξεις νομής δάσους, όπως άδειες υλοτομίας δημοσίου δάσους, παραχώρηση δασικών εκτάσεων για εκμετάλλευση (ρυτινοσυλογή κλπ.). Έτσι ο Π. Η. ασκώντας πράξεις νομής από το 1830 και μέχρι το 1861, με καλή πίστη, για χρόνο μεγαλύτερο των τριάντα ετών (1830-1861) κατέστη κύριος του όλου αγροκτήματος και με τα προσόντα της χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, τόσο των αγροτικών εκτάσεων του αγροκτήματος αυτού όσο και των δασικών. Στη συνέχεια από το 1861 και μέχρι το 1882 ο Θ. Η. συνέχισε να ασκεί επ αυτού πράξεις νομής με καλή πίστη, καλλιεργώντας τους αγρούς, επιβλέποντας τη τήρηση των ορίων του και διεκδικώντας τη κυριότητα από τις υπόλοιπους κληρονόμους κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω. Κατόπιν επί του όλου αγροκτήματος ..., οι προαναφερόμενοι αποκτήσαντες τούτο ιδιοκτήτες του μετά τον Θ. Η., με τα παραπάνω συμβόλαια, ασκούσαν διακατοχικές πράξεις νομής, εκμεταλλευόμενοι τούτο με καλλιέργεια και με εκμίσθωση σε τρίτους αμπελοκαλλιεργητές, ρητινοσυλλέκτες, κηπουρούς, καπνοφυτευτές κλπ όπως με την εκμίσθωση αυτού κατά το έτος 1886 προς τους Π. και Χ. Σ., με το με αρ. .../19-12-1900 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Τασσού Οικονόμου εκμισθώθηκαν αγροί του όλου κτήματος προς καλλιέργεια προς τους Χ. Μ., Χ. Τ., Δ. Ν., Ν. Π., Ε. Ν., Κ. Α., Γ. Α., με το με αρ. ...30-10-1899 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοφάνους Μητζόπουλου οι Α. Γ. και Π. Μ. ως πληρεξούσιος της Π. χήρας Κ. Α. ενεργώντας για τον εαυτό της και ως επίτροπος των ανηλίκων τέκνων της, εκμίσθωσαν προς τον Ι. Κ. (επιστάτη και ενοικιαστή κτημάτων) προς ποιμνιοβοσκή, τις βοσκίσιμες γαίες του όλου ιδιόκτητου κτήματος ... το οποίο αποτελείται από γαίες και δασώδεις εκτάσεις, επί μία τριετία, ο ίδιος δε ο Α. Γ. εκμίσθωσε με το με αρ. .../1899 συμβόλαιο προς τον Α. Κ. και τον Α. Σ. τα ρητινοφόρα πεύκα του αγροκτήματος ... που βρίσκονταν στο δρόμο του Μαραθώνος, με το με αρ. .../23-9-1906 συμβόλαιο εκμίσθωσης αγρών προς καλλιέργεια, του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τοσκά προς τον Π. Τ., με το με αρ. .../19-10-1907 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τσιοκά εκμίσθωσε ο τότε ιδιοκτήτης του αγροκτήματος ... Μ. Σ. προς τον Γ. Ν. και Δ. Κ. τα ρητινοφόρα δένδρα που βρίσκονται εντός των επί της περιφερειακής οδού του Δήμου Μαραθώνος κτημάτων προς ρητινοσυλλογή, ο ίδιος δε με το με αρ. .../11-12-1907 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη εκμίσθωσε προς τους Σ. Σ., Δ. Ε. και Β. Μ. τους εντός του κτήματος ... αγρούς, με το με αρ. .../ 1909 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ηλία Τσοκά, ο πληρεξούσιος του Μ. Σ. Χ. Σ., εκμίσθωσε προς τον Ι. Χ. περιβόλι 12 περίπου στρεμμάτων, κήπο και αγρό 8 περίπου στρεμμάτων, με το συμβόλαιο δε με αρ. .../1911 με το οποίο ο Μ. Σ. πώλησε το όλο ακίνητο στον Α. Γ., παρέμεινε αυτός (πωλητής) μισθωτής του κτήματος μέχρι 1-11-1911. Στη συνέχεια συνήφθησαν το με αρ. .../8-2-1914 συμβόλαιο πώλησης εμφυτευτικών δικαιωμάτων αμπέλου 15 στρεμμάτων, το με αρ. .../19-10-1915 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Γιγάντε, το με αρ. .../29-5-1917 συμβόλαιο μίσθωσης και άλλα συμβόλαια μίσθωσης μέχρι το 1918. Κατά το χρονικό διάστημα από το 1861 έως το 1911 εγγράφηκαν επί του όλου κτήματος υποθήκες όπως υπέρ της Εθνικής Τράπεζας, του Ι. Τ., Α. Α., Ι. Α., κληρονόμους Κ. Α., Α. Α., Λ.Δ. και άλλους. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το Δημόσιο, κατά το χρονικό διάστημα από το 1882 και μέχρι το 1915, ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του όλου αγροκτήματος διακατοχικές πράξεις νομής με οποιονδήποτε τρόπο (όπως άδειες υλοτομίας ξυλείας εκδιδόμενες ως επί δημοσίου δάσους, συλλογή άλλων δασικών προϊόντων με άδεια του δασαρχείου, απαγόρευση ξύλευσης κλπ.). Εξάλλου ενδεικτικά προσκομίζονται τα προπεριγραφόμενα συμβόλαια εκμίσθωσης όλων των αγρών, όλων των βοσκοτοπιών και εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος ..., ενώ δεν αποδεικνύεται ότι το Δημόσιο ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος πράξεις νομής. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι του αρχικώς ενάγοντα Θ. Β., αποκτήσαντες με συμβολαιογραφικά έγγραφα που μεταγράφηκαν νόμιμα, το όλο αγρόκτημα ..., το οποίο αποτελείτο από αγρούς, περιβόλια και δασικές εκτάσεις, ασκούσαν επ αυτού συνεχώς διακατοχικές πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ειδικότερα αυτοί καλλιεργούσαν το όλο ακίνητο, εκμίσθωναν άλλοτε συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα αυτού και άλλοτε όλους τους αγρούς του κτήματος ή όλα τα βοσκοτόπια αυτού σε τρίτους, συμμετέχοντας στις απαλλοτριώσεις εδαφικών τμημάτων είτε προς αποκατάσταση ακτημόνων είτε για τη δημιουργία αποθηκών πυρομαχικών, επιβλέποντας τη τήρηση των ορίων του κτήματος και των εδαφών που απέμεναν κάθε φορά μετά από απαλλοτρίωση. Εξάλλου λόγω των διαδοχικών μεταβιβάσεων του όλου αγροκτήματος, έπρεπε να καθορίζονται τα όρια αυτού για να περιλαμβάνονται άλλοτε με ακριβή περιγραφή και άλλοτε με παραπομπή σε προηγούμενα συμβόλαια πώλησης, σε κάθε τίτλο μεταβίβασης. Η ειλικρινής πεποίθηση των εκάστοτε, δυνάμει συμβολαιογραφικών εγγράφων που μεταγράφηκαν νόμιμα, ιδιοκτητών του όλου αγροκτήματος ..., αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυτοί αποκτούσαν το όλο ακίνητο με συμβολαιογραφικά έγγραφα νόμιμα μεταγεγραμμένα και πίστευαν ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα του Δημοσίου και ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή Επί των Οθωμανικών Κτημάτων, αναγνώρισε ως ισχυρούς του τίτλους του απώτατου δικαιοπαρόχου τους Π. Η., ότι το Δημόσιο προέβη σε απαλλοτριώσεις εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος χωρίς να αμφισβητήσει την επ αυτών ή επί του όλου αγροκτήματος ... κυριότητα των ιδιωτών και ουδέποτε ενήργησε πράξεις νομής επί του ακινήτου αυτού και δη επί των δασικών εκτάσεων αυτού. Μεταγενέστερα δε με την με αρ. 4/1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων του αγροκτήματος ..., ως ιδιοκτήτες αυτού αναφέρονται οι δικαιοπάροχοι του Θ. Β., Λ. Ε. και Μ. Ε., αναγνωριζομένης της κυριότητας αυτών επί του αγροκτήματος που αγόρασαν. Επομένως το όλο αγρόκτημα ... που περιήλθε στον Π. Η., συνολικής έκτασης 9.000 στρεμμάτων, αποτελούμενο από αγροτικές και δασώδεις εκτάσεις ήταν ιδιωτική έκταση. Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στο όλο αγρόκτημα ... δασικές εκτάσεις, το Δημόσιο ουδέποτε άσκησε επ αυτών πράξεις νομής αντίθετα τόσο οι προγενέστεροι του 1885 όσο και οι μεταγενέστεροι ιδιοκτήτες του όλου αγροκτήματος ... από το 1876 έως το 1915, ήτοι οι Κ. Κ. (απέκτησε το 1876), Κ. Α. (απέκτησε το 1888), Α. Γ. (απέκτησε το 1899), Μ. Σ. (απέκτησε το 1900), Α. Γ. (απέκτησε το 1911), ασκούσαν διαδοχικά, συνεχώς και αδιαλείπτως και επί των δασικών τμημάτων του αγροκτήματος, τις διακατοχικές πράξεις νομής που περιγράφονται ανωτέρω, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών έως τις 11-9- 1915 (1876-1915) συνυπολογίζοντας ο καθένας στο χρόνο νομής του και το χρόνο άσκησης νομής των δικαιοπαρόχων του, με αποτέλεσμα ο Α. Γ., διαδεχόμενος το έτος 1911 στη νομή με καλή πίστη τους προηγούμενους νομείς του όλου αγροκτήματος ... και ασκώντας τις αυτές ως άνω πράξεις νομής και ό ίδιος μέχρι το έτος 1915 και στη συνέχεια μέχρι το 1918 (που το μεταβίβασε στους αδερφούς Ε.), συνυπολογίζοντας στο χρόνο που άσκησε αυτός νομή στο όλο αγρόκτημα και τον χρόνο άσκησης νομής των δικαιοπαρόχων του, να καταστεί κύριος αυτού συμπεριλαμβανομένων και των δασικών εκτάσεων του και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθείσας στο πρόσωπο του της τριακονταετούς συνεχούς νομής με καλή πίστη από το 1885 και πριν από το έτος αυτό από το 1876 έως το 1915 σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων, οι Λ. και Μ. Ε. απέκτησαν το έτος 1918 με παράγωγο τρόπο (προαναφερόμενο συμβόλαιο πώλησης) το όλο ακίνητο από κύριο και κατέστησαν και αυτοί κύριοι αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, συνεχίζοντας την άσκηση νομής, διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, των δικαιοπαρόχων τους και ο Θ. Β. απέκτησε το 1933 την επίδικη έκταση με παράγωγο τρόπο (με αρ. .../1933 συμβόλαιο αγοραπωλησίας) από κυρίους (αδερφούς Ε.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ολόκληρη η έκταση 42.000 τ.μ. του με αρ. 42 εδαφικού τμήματος που αγόρασε ο Θ. Β. από τους αδερφούς Ε. (με όρια, αρκτικώς με το με αρ. …τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 149 μ., ανατολικώς με το με αρ. … τεμάχιο σε πλευρά μήκους 273 μ., νότια με περιφερειακή λεωφόρο ... επί αναπτύγματος μέτρων 173 και δυτικώς με το με αρ. 42α τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 246 μ.), όπως εμφαίνεται στο αναφερόμενο στο ως άνω συμβόλαιο από 1-9-1932 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Κ. (προσαρτημένο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 18-9-1933 σχεδιάγραμμα του ίδιου ως άνω μηχανικού και προσαρτήθηκε στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, συμπίπτει απόλυτα και ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακίνητο και σ αυτήν περιλαμβάνεται η μικρότερη έκταση των 30.016 τ.μ. η οποία απέμεινε μετά τη κατάτμηση του και τη πώληση των επί μέρους εδαφικών τμημάτων. Οι οριογραμμές του όλου κτήματος ..., όπως αυτές περιγράφονται στους παραπάνω τίτλους ιδιοκτησίας των ετών 1862 έως 1918 ως περίμετρος του αρχικού αγροκτήματος ..., συμπίπτουν με τις οριογραμμές που περικλείουν την ιδιοκτησία του κτήματος αδελφών Ε., σύμφωνα με το από 1-9-1932 διάγραμμα του μηχανικού Κ. που προσαρτάται στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο και απεικονίζει το αρχικό αγρόκτημα .... Το επίδικο ακίνητο, το οποίο ο δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων απέκτησε από τους αδερφούς Ε., περιλαμβάνεται ολικά στους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας της χρονικής περιόδου 1862-1918. Αυτό βρίσκεται εντός των ορίων του νομίμως προϋφισταμένου του 1923 οικισμού ... και μέσα στα όρια της περιοχής Άνοιξης Αττικής. Η νότια οριογραμμή του επιδίκου ακινήτου συμπίπτει με το κοινό όριο των περιοχών Άνοιξης και ... που αποτελεί και το όριο του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της .... Επομένως η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στο όλο κτήμα ... που είχε αγοράσει ο απώτατος δικαιοπάροχος του αρχικώς ενάγοντος, Π. Η., από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του, απορριπτόμενων ως ουσιαστικά αβασίμων των σχετικών λόγων εφέσεως. Το περί του γεγονότος τούτου συμπέρασμα του πραγματογνώμονος που όρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συνδυασμό και με τις λοιπές αποδείξεις, κρίνεται εμπεριστατωμένο και αληθές. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι σ αρχικώς ενάγων και δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων Θ. Β., από της αγοράς του επιδίκου ακινήτου το 1933 και των άλλων, ομόρων και γειτονικών του επιδίκου, εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος ... που αγόρασε μαζί με την αδερφή του, προέβη σε περίφραξη της όλης εδαφικής έκτασης, με σιδηροπασσάλους και αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κατασκεύασε ιδιωτική οδό για την καλύτερη εκμετάλλευσή του, φύτευσε σ αυτό διάφορα δένδρα όπως συκιές, ελιές κάποιες δε από τις ελιές υπάρχουν ακόμη όπως καταθέτει και η μάρτυρας του εκκαλούντος, επέβλεπε τη τήρηση των ορίων του, συντηρούσε αυτό φροντίζοντας την καθαριότητα του, δήλωνε το εν λόγω ακίνητο στην εφορία και κατέβαλε τους αναλογούντες φόρους. Σε μικρή δε απόσταση από το επίδικο ακίνητο βρίσκεται και κατοικία του ενάγοντος. Ο ανωτέρω δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων προέβη σε ενέργειες για τη διανομή του όλου ακινήτου και κατόπιν εντολής του συντάχθηκαν το από Οκτώβριο του 1952 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ο. Ε., που είναι προσταρτημένο στο με αρ. .../1952 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγ. Νόρδα, το από 15-10-1974 κτηματολογικό διάγραμμα του αγρονόμου -τοπογράφου μηχανικού Α. Σ. ο οποίος κατέθεσε και ως μάρτυρας στην υπό κρίση υπόθεση, το από Φεβρουάριο του 1977 ρυμοτομικό σχέδιο των πολιτικών μηχανικών Η. Π. και Π. Μ. και το από 10-8-1988 νέο διάγραμμα εφαρμογής και κατόπιν νεότερης καταμέτρησης και εφαρμογής τίτλων επί του εδάφους από τον μηχανικό Α. Σ., ανευρέθη ότι η έκταση ανέρχεται σε 43.856 τ.μ. και περιβάλλεται από τις εγκεκριμένες οδούς του Σχεδίου Πόλεως, οριζόμενο αρκτικώς από την ..., νότια από την οδό ... και δυτικά από την οδό .... Το 1952 προέβη σε κατάτμηση του ακινήτου (με αρ. 42) βάσει του από Οκτώβριο 1952 διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Ο. Ε. σε 38 συνολικά τεμάχια και μεταβίβασε τα 13 από αυτά το 1952 και ένα το έτος 1969, με τα με αρ. ..., ... συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Παν. Νορδα και με αρ..../1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαρίλαου Βλαβιανού, μεταβιβάζοντας συνολική έκταση 13.840 τ.μ. Ετσι η εναπομείνασα έκταση ιδιοκτησίας του ανέρχεται πλέον σε 30.016 τ.μ. η οποία συνορεύει βόρεια εν μέρει με πωληθείσα ιδιοκτησία του ίδιου και εν μέρει με ..., νότια με την οδό ... (πρώην περιφερειακή ...), ανατολικά με ιδιοκτησία του ιδίου και δυτικά εν μέρει με την οδό .... Το μεγαλύτερο τμήμα του επιδίκου ακινήτου ήταν μη επικοισθείσα έκταση. Κατά το χρονικό διάστημα 1878 έως 1890 τουλάχιστον, το επίδικο ακίνητο αποτελούνταν από γεωργούμενες εκτάσεις, όπως εμφαίνεται στους χάρτες της περιοχής ... που εκπόνησε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο με γερμανούς τοπογράφους, οι οποίοι ερμηνευόμενοι από τον διορισθέντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματογνώμονα, δεν εμφανίζουν εντός του επιδίκου ακινήτου συνθηματικά του δάσους, της λόχμης ή του λειμώνα. Κατά το χρόνο μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου από τους αδερφούς Ε. προς τον Θ. Β. ήτοι το έτος 1933, αυτό, σύμφωνα με την περιγραφή του στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο με αρ..../1933, αποτελούνταν ήδη από δασώδεις εκτάσεις και αγρό χωρίς να περιγράφεται ειδικότερα το είδος της δασώδους βλάστησης αυτού. Η ανωτέρω πώληση, όσον αφορά τη δασώδη έκταση του μείζονος κτήματος ..., εγκρίθηκε με την με αρ. .../1936 πράξη του δασάρχη Αττικοβοιωτίας, με την οποία κοινοποιήθηκε η με αρ. .../28-8-1936 άδεια του Υπουργού Γεωργίας, προς τους ιδιοκτήτες του αγροκτήματος ..., Λ. Ε. και Μ. Ε. περί εγκρίσεως πώλησης τεμαχίων δάσους ... στον Θ. Β. εκτάσεως 42.000 τ.μ., υπό τον όρο να μη μεταβληθεί ο δασικός χαρακτήρας αυτών. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο αποτελούσε παλαιότερα μη δασική έκταση και με τη πάροδο του χρόνου, από το 1890 και μετά κατέστη δασική έκταση εμφανίζοντας και σήμερα τη μορφή της δασικής έκτασης. Αποτελεί δε αυτό, ιδιωτική έκταση καθόσον όλοι οι διαδοχικά αποκτήσαντες τη κυριότητα του όλου ακινήτου αγροκτήματος ... ιδιοκτήτες, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ασκούσαν διακατοχικες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου επί ολόκληρης της έκτασης του αγροκτήματος, δηλαδή και του επιδίκου ακινήτου, επί τριάντα χρόνια τουλάχιστον πριν από το 1915 (1876-1915) και είχαν αποκτήσει τη κυριότητα και με έκτακτη χρησικτησία. Με την με αρ.657/1949 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν νόμιμες οι πωλήσεις από τους αδερφούς Ε., εδαφικών εκτάσεων που είχαν εξαιρεθεί από την απαλλοτρίωση. Σήμερα το επίδικο ακίνητο έχει κλίση 10%, καλύπτεται κατά ένα μέρος από θαμνώδη δασική έκταση, σχίνα, πουρνάρια, φάνες και πεύκα νεαρής ηλικίας και μεγαλύτερα ενώ στη μία πλευρά αυτού υπάρχουν δύο σειρές από φυτεμένα δένδρα ελιάς μεγάλης ηλικίας και κατά το υπόλοιπο είναι μη δασική έκταση. Γύρω από το επίδικο υπάρχουν εκτάσεις με δασική μορφή και κτίσματα και συγκεκριμένα το βορειοδυτικό τμήμα της επίδικης εδαφικής έκτασης αποτελείται από πέντε οικοδομικά τετράγωνα μεταξύ των οδών ..., ... και είναι οικοδομημένο και κατοικούμενο. Οι αποφάσεις για αναδάσωση που επικαλείται το Δημόσιο, ως στοιχείο του δημοσίου χαρακτήρα των δασών του αγροκτήματος, έχουν εκδοθεί μεταγενέστερα της κτήσης του ακινήτου από τον Θ. Β. με το παραπάνω συμβόλαιο (1933) και συγκεκριμένα το 1934 και το 1982 (με αρ. .../13-9-1934 και .../1982). Εξάλλου από την με αρ. .../13-9-1934 πράξη αναδάσωσης περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής, του Υπουργού Γεωργίας, δεν αποδεικνύεται, εκ των αναφερομένων σ αυτή περιοχών και ορίων αναδασωτέας έκτασης (...παρά τον Αγιον Αθανάσιον μέχρι Μενιδίου εκείθεν δια της σιδηροδρομικής γραμμής ΣΕΚ μέχρι ..., εκείθεν δια του δημοσίου δρόμου ... Αθηνών μέχρι της διακλαδώσεως του δρόμου προς τον Διόνυσον ον ακολουθεί μέχρι του ορίου Σταμάτας ..., εκείθεν κατά την έννοιαν του ορίου τούτου ανέρχεται εις κορυφογραμμήν υψ. 919..." ότι στην αναδασωτέα περιοχή περιλαμβάνονται και οι δασικές εκτάσεις του επιδίκου ακινήτου. Από την ανωτέρω δε πράξη αναδάσωσης, εξαιρούνται "εκτάσεις ανήκουσαι εις ιδιώτας γυμναί ή υπό φρύγανων καλυπτό]ϋεναι σχεδόν επίπεδοι ή με κλίση μέχρι 40%" και η κλίση του επιδίκου ακινήτου είναι 10% από νότο προς βορρά, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η δασώδης βλάστηση του αποτελούνταν από μεγάλα δένδρα. Τέτοια δασώδης πλήρης κάλυψη (με μεγάλα δένδρα), την οποία άλλωστε δεν επικαλείται το Δημόσιο, δεν υπάρχει ούτε σήμερα. Η εξετασθείσα μάρτυρας του εκκαλούντος, καταθέτει ότι κατά την πραγματοποιηθείσα αυτοψία της κατά έτος 1999, διαπίστωσε ότι "στο σύνολο της η επίδικη έκταση καλύπτεται από θαμνώδη δασική έκταση, σχίνα, πουρνάρια, φάνες και πεύκα άλλα νεαρής ηλικίας και άλλα μεγάλα και στη μια πλευρά του υπάρχουν ελιές οι οποίες δεν είναι πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας" και όχι από δάσος αποτελούμενο από μεγάλα δένδρα. Επομένως το επίδικο, αποτέλεσε κατά την αναδάσωση του 1934 ως έκταση καλυπτόμενη από χαμηλή βλάστηση ήτοι φρύγανα με κλίση 10%, εξαιρεθείσα έκταση και εξαιρέθηκε αυτής. Από δε την πράξη αναδάσωσης με αρ. .../1982 της περιοχής με όρια ανατολικά ..., δυτικά δημόσιο δρόμο, βόρεια ... και νότια δημόσιο δρόμο, δεν αποδεικνύεται ότι η αναδασωτέα έκταση αυτή περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο, ήτοι το τεμάχιο με αρ. 42 κατά τα ανωτέρω όρια αυτού, ούτε ότι το επίδικο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Επομένως, τα στηρίζοντα την ένσταση ιδίας κυριότητος του Δημοσίου, πραγματικά περιστατικά ουδόλως αποδείχθηκαν καθόσον α) το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί έκταση που είχε καταληφθεί από το Δημόσιο κατά τη διάρκεια του αγώνα ανεξαρτησίας από τους Τούρκους, ούτε είχε εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του αλλά είχε μεταβιβαστεί από αυτούς το έτος 1830 στον Π. Η., ο οποίος εντός έτους από τη δημοσίευση του β.δ. 17/29-11-1836 προσήγαγε τους τίτλους του στο αρμόδιο προς τούτο όργανο το οποίο αναγνώρισε αυτούς ως έγκυρους με την προσυπογραφή και του Γραμματέα επί των Οικονομικών κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, β) το επίδικο ακίνητο ουδέποτε περιήλθε στη κυριότητα του Δημοσίου με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία καθόσον αυτό ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής επί του όλου αγροκτήματος και δη επί του επιδίκου ακινήτου, αλλά αντίθετα πράξεις νομής άσκησαν οι δικαιοπάροχοι του αρχικώς ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα ούτε το επίδικο ήταν χορτολιβαδική έκταση, γ) το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε στο Δημόσιο βάσει των διατάξεων του από 10-7-1837 ΒΔ "Περί διακρίσεως κτημάτων" ως αδέσποτο, καθόσον το επίδικο ακίνητο δεν ήταν "αδέσποτο", δεν εγκαταλείφθηκε από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του, αλλά περιήλθε από αυτούς στην κυριότητα του Π. Η. δ) δεν είχε ανέκαθεν τη μορφή δάσους, αλλά αποτελούσε τουλάχιστον μέχρι το 1890 αγροτική έκταση, ενώ το Δημόσιο δεν άσκησε ποτέ, κατά το χρονικό διάστημα από το 1830 έως το 1915, διακατοχικές πράξεις νομής επ αυτού και η σχετική ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο Θ. Β. απέκτησε από κυρίους (Λ. Ε. και Μ. Ε.) το επίδικο ακίνητο, ήτοι εδαφικό τμήμα του όλου αγροκτήματος ..., με αρ. 42, έκτασης 42.000 τ.μ. δυνάμει του με αρ. .../20-9-1933 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργ. Χριστοφ. Κασσαβέτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνα στο τόμο … και με αρ. ..., σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Επιτροπής Επί Των Οθωμανικών Κτημάτων με αρ. 168- 171/1836 και 190, 191 και 215/1836 με τις οποίες αναγνωρίστηκαν ως έγκυροι τίτλοι κτήσης της κυριότητας του όλου αγροκτήματος ... από τον απώτατο δικαιοπάροχο του, Π. Η.. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη Κοινότητα Άνοιξης Αττικής και στη θέση ..., αποτελεί τμήμα του μείζονος αγροκτήματος (τσιφλικιού) ... και συνορεύει αρκτικώς με το με αρ. …τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 149 μ., ανατολικώς με το με αρ. … τεμάχιο σε πλευρά μήκους 273 μ., νότια με περιφερειακή λεωφόρο ... επί αναπτύγματος μέτρων 173 και δυτικώς με το με αρ. 42α τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 246 μ., όπως εμφαίνεται στο αναφερόμενο στο ως άνω συμβόλαιο, από 1-9-1932 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Κ. (προσαρτημένο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου) όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 18-9-1933 σχεδιάγραμμα του ίδιου ως άνω μηχανικού. Η εναπομείνασα έκταση αυτού των 30.016 τ.μ. μετά τις προεκτεθείσες μεταβιβάσεις εδαφικών τμημάτων από τον Θ. Β. σε τρίτους, κατά το από 10-8-1988 διάγραμμα του μηχανικού Α. Σ., συνορεύει βορείως εν μέρει επί τεθλασμένη πλευράς 2-3 συν 4-5 μήκους 53 συν 53 μέτρων με πωληθείσα ήδη ιδιοκτησία του ιδίου και εν μέρει με ... σε πλευρά 6-7-μήκους 44μ., νοτίως επί οδού ... (πρώην περιφερειακή λεωφόρος ...) σε πλευρά 1-8 μήκους 179μ., ανατολικώς με ιδιοκτησία του ιδίου πλευρά 7-8 μήκους 306 μ. και δυτικώς εν μέρει με οδό ... σε πλευρά 1-2 μήκους 71 μ. και εν μέρει με πωληθείσα ήδη ιδιοκτησία του ίδιου σε τεθλασμένη πλευρά 3-4 συν 5-6 μήκους 85 μ. και 124 μ. αντίστοιχα. Το επιτρεπτό ή όχι της κατά το έτος 1952 κατάτμησης του επιδίκου ακινήτου από τον Θ. Β., δεν ασκεί έννομο επιρροή στην ένδικη υπόθεση περί του δικαιώματος της κυριότητας αυτού. Εξάλλου το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών του Υπουργείου Γεωργίας με το με αρ. 2/17-6-1981 απόσπασμα, γνωμοδότησε επί αιτήσεως ετέρου ιδιοκτήτη εδαφικού τμήματος του κτήματος ..., κατόπιν εισηγήσεως του Εφέτη Αθηνών Ευαγγέλου Ανδριανού, ότι ολόκληρο το κτήμα "..." ήταν ανέκαθεν ιδιωτική περιουσία, επί της οποίας ασκούσαν νομή διάνοια κυρίου και με καλή πίστη τουλάχιστον από το 1876 και εντεύθεν συνεχώς ο εκεί αιτών και οι εγγύτεροι και απώτεροι δικαιοπάροχοι του. Περαιτέρω ο Θ. Β., συνέχισε να ασκεί επί του επιδίκου ακινήτου, τις διακατοχικές πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων του, νεμόμενος τούτο (με την επίβλεψη της τήρησης των ορίων του, τη περίφραξη, τη λήψη αδείας για κατάτμηση αυτού και τη φύτευση δένδρων), διάνοια κυρίου και με καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από της κτήσεως του το 1933, χωρίς να αμφισβητηθεί από κανέναν, χωρίς να εγκαταλείψει τούτο και χωρίς να αποκτήσει ποτέ το Δημόσιο τη νομή του επιδίκου ακινήτου, μέχρι την αμφισβήτηση της κυριότητας του από το Δημόσιο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής Ανοίξεως το 1987 και μέχρι σήμερα. Επομένως αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος , που αποτελούσε κατά το χρόνο κτήσης του (1933) και συνεχίζει να αποτελεί ιδιωτική δασική έκταση, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος τούτο διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς από το 1933 και μετά την εισαγωγή του αστικού κώδικα στις 13-2-1946 (Εισαγωγή Αστικού Κώδικα) μέχρι και σήμερα χωρίς να υπεισέλθει στη νομή άλλο πρόσωπο ούτε το Δημόσιο. Κατά την ανωτέρω κτηματογράφηση το Δημόσιο εμφάνισε το επίδικο στη σημειούμενη θέση με αρ. ... του κτηματικού χάρτη και καταχώρησε αυτό στους προσωρινούς κτηματολογικούς πίνακες της κτηματικής μονάδος Άνοιξης με τον χαρακτηρισμό ως δάσος και δημόσια δασική έκταση. Ειδικότερα α) για το με αυξ. αρ. ... κτήμα με κωδικό αριθμό ..., και στη στήλη "σημερινή μορφή γής" με δήλωση και παρατηρήσεις ότι "πρόκειται περί δάσους στο απόσπασμα κτηματολογικού πίνακα διανομής ... ετών 1929 και 1936 Υπουργείου Γεωργίας και στις Α/Φ έτους 1933" καταχώρησε έκταση 27.092 τ.μ. ως Δημόσια δασική έκταση β) για το με αυξ. Αρ. 163 και με κωδικό αριθμό ...2922 με την ένδειξη "αγρός" με τη δήλωση και παρατηρήσεις ότι πρόκειται περί αγρού σε απόσπασμα κτηματολογικού πίνακα διανομής ... ετών 1929 και 1936 Υπ. Γεωργίας και στις Α/Φ έτους 1938 καταχώρησε έκταση 2.924 τ.μ. άνευ χαρακτηρισμού ιδιοκτησίας. Κατά των ανωτέρω πράξεων ο Θ. Β. κατέθεσε αντιρρήσεις με αρ. 9002/10-11-1982 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μαραθώνος το αποτέλεσμα της οποίας δεν αποδείχθηκε. Ο ανωτέρω χαρακτηρισμός της επίδικης εδαφικής έκτασης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθόσον η δασική έκταση που περιλαμβάνεται σ αυτήν ανήκε, βάσει εγγράφων τίτλων, που αναγνωρίστηκαν από την αρμόδια Επιτροπή επί των Οθωμανικών Κτημάτων με την έγκριση του επί των Οικονομικών Γραμματέα, πριν από τον εθνικό αγώνα του 1821 σε ιδιώτες και μεταβιβάστηκε από αυτούς στους προαναφερόμενους ιδιώτες οι οποίοι νέμονταν το ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, συνεχώς έως το 1915. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, το επίδικο ακίνητο υπό την προεκτεθείσα μορφή του και με τα ανωτέρω όρια, ανήκε κατά κυριότητα στον Θ. Β. και μετά τον θάνατο αυτού ανήκει στους εφεσίβλητους κληρονόμους του κατά το κληρονομικό μερίδιο εκάστου (σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου 43,75% ο Λ. Β., 43,75% εξ αδιαιρέτου η Α. Β. και 12,50% εξ αδιαιρέτου η Ν. Γ.) και ουδέν δικαίωμα κυριότητας επ αυτού απέκτησε το Δημόσιο". Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έχει κρίνει ότι ως προς το περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο του απώτατου δικαιοπαρόχου του αρχικού ενάγοντα και των υεισελθόντων στη θέση του αναιρεσιβλήτων, ήτοι του Π. Η., έχει τηρηθεί η διαδικασία του έχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου ΒΔ της 17ης/29ης Νοεμβρίου 1836 περί ιδιωτικών δασών και ότι έχουν αναγνωρισθεί τα προσκομισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας, που ήταν χοτζέτια με αποφάσεις της ορισθείσας Επιτροπής επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Κτημάτων. Έτσι όμως όπως έκρινε το Εφετείο παραβίασε, όπως και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ υποστηρίζεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, τις διατάξεις του άρθρου 3 του προαναφερθέντος ΒΔ, καθόσον ενώ επικαλείται το εν λόγω ΒΔ, δεν αναφέρεται σε αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δημοποιήσεώς της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, αλλά σε αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής, στις οποίες αποδίδει την αποδεικτική δύναμη που είχαν οι αποφάσεις της Επιτροπής του ΒΔ του 1836. Ήτοι η προσβαλλομένη συγχέει τις αποφάσεις των δύο Επιτροπών που σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να είναι της Επιτροπής του ΒΔ του 1836, αφού εκδόθηκαν σε χρόνο που το εν λόγω ΒΔ δεν είχε τεθεί σε ισχύ (29.11.1836) και δεν είχε συσταθεί η οριζόμενη από αυτό Τριμελής Επιτροπή (4.5.1842) και συγκεκριμένα η υπ’ αριθμ.168 απόφαση είχε εκδοθεί στις 2.6.1836, οι υπ’ αριθμ.169, 170, 171 στις 23.6.1836, οι υπ’ αριθμ.190, 191 στις 3.7.1836 και η υπ’ αριθμ.215 στις 12-6-1836. Οι Επιτροπές όμως αυτές, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι διαφορετικές και μόνο οι αποφάσεις της Επιτροπής του ΒΔ του 1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο του άρθρου 3 του εν λόγω ΒΔ, ενώ οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής, ήλεγχαν τις μεταβιβάσεις ακινήτων από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς προς τους Έλληνες, στα οποία ακίνητα περιλαμβανόντουσαν και τα δάση, περιείχαν παρεμπίπτουσα κρίση περί μη υπάρξεως απαιτήσεων του Δημοσίου και δεν δημιουργούν νόμιμο τίτλο, ανατρέποντα το παραπάνω τεκμήριο, αλλά αποτελούν στοιχείο που δικαιολογεί την καλή πίστη του νομέα του ακινήτου. Ο λόγος όμως αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής καθόσον πλήττει την επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης που στηρίζει την κυριότητα των δικαοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων στον παράγωγο τρόπο, ενώ όμως δεν τελεσφορούν, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, οι πλήττοντες την στηρίζουσα αυτοτελώς το διατακτικό της αποφάσεως αιτιολογία της αποκτήσεως κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κατά παραβίαση του ίδιου ΒΔ δέχθηκε ότι η καλή πίστη των απωτάτων δικαιοπαρόχων του αρχικού ενάγοντα δικαιολογείται από το ότι η κυριότητά τους αναγνωρίστηκε με απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, ενώ η Επιτροπή αυτή δεν ήταν αρμόδια να κρίνει, είναι απορριπτέες, γιατί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι αποφάσεις της Επιτροπής αυτής είναι στοιχεία που δικαιολογούν καλή πίστη. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις αυτές, που πλήττουν τις από πρωτότυπο τρόπο αποκτήσεως κυριότητας αιτιολογίες της προσβαλλομένης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Εξ ετέρου ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, κατά την οποία το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η έκταση του περιέχοντος και το επίδικο μεγαλυτέρου ακινήτου μπορεί να μετρηθεί με "ζευγαριές", αφού τούτο ήταν ορεινή, δασώδης και ανεπίδεκτη καλλιέργειας έκταση και δεν ήταν δυνατό να μετρηθεί με την εν λόγω ισχύουσα επί τουρκοκρατίας μονάδα μέτρησης εδάφους, ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορά σε "ζήτημα" υπό την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ήτοι σε ισχυρισμό με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνει στη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος, είναι απαράδεκτος, γιατί πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται έλλειψη νόμιμης βάσης στην προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, με πληρότητα και σαφήνεια, οι ουσιαστικές παραδοχές με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, στις πλημμέλειες που συγκροτούν το λόγο αυτό αναίρεσης, γιατί διαφορετικά είναι ανέφικτος ο ζητούμενος αναιρετικός έλεγχος. Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών καθιστά τον λόγο αόριστο, η δε αοριστία αυτή που επάγεται την απόρριψη του λόγου ως απαραδέκτου (άρθρο 577 παρ.1, 2 ΚΠολΔ), δεν μπορεί, όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός αναιρετηρίου, ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται με την αναίρεση (ΑΠ 1384/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, ενώ με την παραδοχή του ότι "...η μεταβιβασθείσα στον Π. Η. (απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων) έκταση ευρισκόμενη στη συγκεκριμένη περιοχή υπό τις σ’ αυτή επικρατούσες συνθήκες, καθόσον αυτή περιελάμβανε ορεινές και δασώδεις εκτάσεις που δεν ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν, ανερχόμενη σε εννέα ζευγάρια περίπου, αποτελεί έκταση 9000 στρεμμάτων..." δέχεται ότι ολόκληρη η έκταση που περιήλθε στον απώτατο δικαιοπάροχο Π. Η., εμβαδού 9000 στρεμμάτων, ήταν ορεινή, δασώδης και ανεπίδεκτη καλλιέργειας, ακολούθως διαλαμβάνει αντιφατικά ότι "το επίδικο αποτελούσε παλαιότερα μη δασική έκταση και με την πάροδο του χρόνου από το 1890 και μετά κατέστη δασική έκταση εμφανίζοντας και σήμερα τη μορφή της δασικής έκτασης" με συνέπεια να δημιουργούνται αμφιβολίες και αντιφάσεις ως προς τη μορφή της επίδικης έκτασης. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αόριστος γιατί περιορίζεται επιλεκτικά και αποσπασματικά σε δύο παραδοχές της αποφάσεως, χωρίς να προσδιορίζει, αν οι παραδοχές αυτές συνδέονται με το διατακτικό, δεδομένου και του ότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο χαρακτήρας μιας εκτάσεως ως δασικής δεν αποκλείει την επ’ αυτής απόκτηση δικαιωμάτων κυριότητας από ιδιώτες, ο δε χρονικός περιορισμός της 11.9.1915 ισχύει μόνο για τα δημόσια κτήματα, πράγμα το οποίο, ανέλεγκτα, δεν έχει γίνει δεκτό για το ένδικο ακίνητο. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε χωρίς προς τούτο να έχουν προσκομισθεί αποδείξεις καθόσον οι προσκομισθείσες προς τούτο από τους αναιρεσίβλητους τίτλοι ιδιοκτησίας, ήτοι χοτζέτια γραμμένα στην παλαιοτουρκική γλώσσα που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, δεν παρείχαν απόδειξη ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος τους Π.Η. είχε αποκτήσει το περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο αγρόκτημα (τσιφλίκι) .... Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο για την κατάστρωση του νομικού του συλλογισμού ως προς την αποκτηθείσα (με τα προσόντα της έκτασης χρησικτησίας και μόνο, καθόσον ο πλήτων την ετέρα από παράγωγο τρόπο αγωγική βάση αναιρετικός λόγος έχει απορριφθεί ως αλυσιτελής) εδαφική έκταση από τον απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, εκθέτει τα αποδεικτικά στοιχεία από τη συνεκτίμηση των οποίων κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα περί αποκτήσεως 9000 στρεμμάτων και που είναι οι υπ’ αριθμ.8961/1996 και 6424/1998 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και οι απαλλοτριώσεις 4000 στρεμμάτων του όλου αγροκτήματος ..., κατά τα έτη 1920 και 1932 (φύλλα 7β και 8α της προσβαλλομένης) και ουδόλως αναφέρεται στο περιεχόμενο των αμετάφραστων και ως εκ τούτου μη παρεχουσών απόδειξη χοτζετίων, η ύπαρξη των οποίων δεν αμφισβητείται. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Δημόσιο, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-9-2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των α)Λ. Θ. Β. β)Α. Θ. Β. και γ)Ν. Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ.2605/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 3 Νοεμβρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 4 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η Επιτροπή του Β.Δ της 17/29.11.1836 περί ιδιωτικών δασών είναι διαφορετική από εκείνη της επί των πωλήσεων των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Οι αποφάσεις της πρώτης περί κυριότητας σε δάσος του ιδιώτη αποτελούν νόμιμο τεκμήριο κατά του Δημοσίου που ανατρέπει το τεκμήριο του άρθρου 3 του εν λόγω Β.Δ, ενώ η παρεμπίπτουσα κρίση της δεύτερης περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας εκτάσεως αποτελούν στοιχείο δικαιολογούν την καλή πίστη του νομέα του ακινήτου. Επάλληλες αιτιολογίες. Εάν η μια δεν πλήττεται αναιρετικά η πλήττεται αναιρετικά ή πλήττεται αναιρετικά η πλήττεται ανεπιτυχώς τότε ο αναιρετικός που πλήττει την άλλη απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Η αιτίαση περί εσφαλμένης εμβαδομετρήσεως πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου. Αοριστία λόγου αναίρεσης, που περιορίζεται επιλεκτικά και αποσπασματικά σε δύο παραδοχές. Όταν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήχθη το αποδεικτικό πόρισμα δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικός λόγος
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή διεκδικητική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσια κτήματα, Δημόσιο , Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 1267/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Πάνο Πετρόπουλο, Δημήτριο Γεώργα και Δημήτριο Τζιούβα διορισμένο με την υπ’ αριθμ.168/2015 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Καπελούζου), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Χ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμαγκιώλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.6154/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες: 1)Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ" και τον διακριτικό τίτλο "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", και 2) την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΙΔΗΣΕΟΦΩΝΙΚΗ ΕΛΛΑΣ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΛΕΗΧΟΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ" που εδρεύουν στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπούνται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 82/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 με τον τίτλο "πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα", "οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού του δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: "Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις, με κείμενο ή χωρίς, τα θεατρικά έργα......" Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το έργο, ως πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, προσιτή στις αισθήσεις, προστατεύεται από τις εν λόγω και λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας (άρθρο 2 παρ. 1), δηλαδή εφόσον είναι πρωτότυπο. Συνεπώς, η πρωτοτυπία αποτελεί βασική προϋπόθεση της προστασίας του νόμου, ο οποίος όμως - με εξαίρεση τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (άρθρο 2 παρ.3 εδ.δ’ ν.2121/1993) - δεν δίνει ορισμό αυτής (της πρωτοτυπίας) αλλά αφήνει στην επιστήμη και στη νομολογία τον προσδιορισμό της έννοιάς της. Βασικό δε κριτήριο είναι, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η προσωπική συμβολή, χάρη στην οποία το έργο παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο "δημιουργικού ύψους", κάποια απόσταση δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα, έτσι ώστε να ξεχωρίζει και να διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας ή από άλλα παρεμφερή γνωστά έργα. Αν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο έργο ή όχι, αποτελεί πραγματικό ζήτημα, άρα κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας. (Πρβλ. Α.Π.20/2005 Πολιτική απόφαση). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του αυτού ως άνω Ν. 2121/1993, "όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εγγράφει, αναπαράγει στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή διασκευή, θέτει σε κυκλοφορία ή κατέχει με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία κατά παράβαση περιοριστικών όρων, παρουσιάζει στο κοινό, εκτελεί δημόσια, μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά κατά οποιονδήποτε τρόπο και γενικά εκμεταλλεύεται έργο που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας ..., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 1 έως 5 εκατομμυρίων δραχμών", κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του αυτού ως άνω άρθρου, " αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημιά που απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών και χρηματική ποινή 2 έως 10 εκατομμυρίων δραχμών. Αν ο υπαίτιος τελεί τις παραπάνω πράξεις κατ’ επάγγελμα ή αν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών....". Η προσβολή του πνευματικού έργου που έχει τη μορφή κειμένου μπορεί να γίνει είτε με πιστή αντιγραφή είτε με διασκευή, αρκεί να υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των δύο έργων κατά το κύριο περιεχόμενό τους, μπορεί δε να είναι παράνομη πράξη ενός ή κοινή πράξη περισσοτέρων. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται, έτσι, λόγος αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής η μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 6154/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος, α) για την πράξη της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 1 και 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν. 2121/1993, (παράνομη αναπαραγωγή και χρησιμοποίηση τεχνικής προσφοράς των εγκαλουσών, σε διαγωνισμό για την επιλογή αναδόχου του έργου) καθώς και β) της παράβασης του άρθρου 370Β παρ. 1 και 2 Π.Κ. (αθέμιτη αντιγραφή και χρήση δεδομένων που ήταν αποθηκευμένα στη μνήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών και αποτελούσαν επαγγελματικά απόρρητα των εγκαλουσών) και επιβλήθηκε σ’ αυτόν, συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και τριών (3) μηνών , ανασταλείσα επί τριετία και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν, Τριμελές Εφετείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: " Ο κατηγορούμενος , κατά το επίδικο χρονικό διάστημα , ήτοι από το έτος 2007 έως και τον Απρίλιο 2010 τουλάχιστον, ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος , ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΡHONE MARKETING Α.Ε.". Το έτος 2007 το ΙΚΑ ΕΤΑΜ προκήρυξε διαγωνισμό για την επιλογή αναδόχου του έργου "Παροχή Υποδομών και Υπηρεσιών Παραγωγικής Λειτουργίας και Υποστήριξης της Παραγωγικής Λειτουργίας του Συστήματος Διαχείρισης Ζήτησης Υπηρεσιών Υγείας (ΣΔΖΥΥ), που αφορά στις κεντρικές τηλεφωνικές μονάδες εξυπηρέτησης και τις μονάδες υγείας του ΙΚΑ στο σύνολο της Χώρας (102) μονάδες και τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς". Ο κατηγορούμενος, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του και στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ανωτέρω εταιρείας, υπέβαλε , ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, πλήρη φάκελο συμπεριλαμβανομένης και της προαπαιτούμενης τεχνικής προσφοράς. Στον ίδιο διαγωνισμό συμμετείχε και η ένωση των εγκαλουσών εταιρειών, υπό την επωνυμία "NEWSPHONE - CALL CENTER", δια της υποβολής, κατά τον μήνα Νοέμβριο 2007, σχετικής Τεχνικής Προσφοράς. Η προσφορά αυτή των εγκαλουσών εταιρειών βασίστηκε στο οργανόγραμμα και την μεθοδολογία της από 2005 προηγούμενης Τεχνικής Προσφοράς της που είχε υποβάλλει στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ σε ανάλογο διαγωνισμό, ως εξελιγμένη και καλύτερη μορφή εκείνης της τεχνικής προσφοράς της (του έτους 2005). Κατά το άνοιγμα των υποβληθεισών προσφορών, εδόθη η δυνατότητα στους διαγωνιζόμενους από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τους κανόνες του διαγωνισμού, να εξετάσουν τις κατατεθείσες τεχνικές προσφορές, οπότε η ομάδα των τεχνικών που είχε επιφορτιστεί με την σχετική αρμοδιότητα από τις πολιτικώς ενάγουσες εταιρείες, διαπίστωσε ότι μεταξύ των τεχνικών προσφορών που είχαν καταθέσει οι ίδιες και η εκπροσωπούμενη από τον κατηγορούμενο εταιρεία, υπήρχαν εμφανείς, πανομοιότυπες ακόμα και ως προς τη διατύπωση προτάσεις- χωρία, όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως ως προς όλα τα ειδικότερα στοιχεία τους. Χαρακτηριστικό δε στοιχείο της πλήρους αντιγραφής της τεχνικής προσφοράς που υπέβαλε η ένωση των εγκαλουσών εταιρειών ("NEWSPHONE - CALL CENTER") από την εταιρεία που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος, ("ΡΗΟΝΕ MARKETING Α.Ε."), αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 10.11.11 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς της στην φόρμα agent monitoring, όπου παρατίθενται τα εξής στοιχεία: "όνομα του agent Δ. Ε., ημερομηνία 29-11-2002, ώρα 16.01, όνομα αξιολογητή Λ. Π., σκορ 82,67%". Η συγκεκριμένη όμως υπάλληλος (Δ. Ε.), ανήκει από το 2002 συνεχώς και αδιαλείπτως, έως και κατά το έτος 2010 (χρόνο υποβολής της μήνυσης) στο προσωπικό της ένωσης των εγκαλουσών εταιρειών ("NEWSPHONE - CALL CENTER") και εργάζεται στην ΤΜΥ Γαλατσίου, έχει δε συμπεριληφθεί στην σελίδα 8 της ενότητας 24 του 6ου παραρτήματος της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς της τελευταίας. Οι εγκαλούσες εταιρείες, ενόψει της απόλυτης αυτής ταύτισης των δικών τους προτάσεων εν σχέσει με την κατά τα ανωτέρω κατατεθείσα τεχνική προσφορά της εκπροσωπούμενης από τον κατηγορούμενο εταιρείας ,("ΡΗΟΝΕ MARKETING Α.Ε."), υπέβαλαν αντιρρήσεις ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, η οποία όμως τις απέρριψε σιγή, λόγω τυπικής παράλειψης . Στην συνέχεια , με την από 5-3-2010 απόφαση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ προκηρύχθηκε νέος δημόσιος ανοικτός διαγωνισμός για την επιλογή για την υλοποίηση του ίδιου έργου "Παροχή Υποδομών και Υπηρεσιών Παραγωγικής Λειτουργίας και Υποστήριξης της Παραγωγικής Λειτουργίας του Συστήματος Διαχείρισης Ζήτησης Υπηρεσιών Υγείας (ΣΔΖΥΥ), που αφορά στις κεντρικές τηλεφωνικές μονάδες εξυπηρέτησης και τις μονάδες υγείας του ΙΚΑ στο σύνολο της Χώρας (102) μονάδες και τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς". Η διενέργεια του διαγωνισμού έγινε την 26-4-2010 και προσφορές υποβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, τόσο από την ένωση των εγκαλουσών εταιρειών όσο και από την ένωση εταιρειών "ΡΗΟΝΕ MARKETING - KAPPA RESEARCH" που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος. Και η προσφορά της αυτή του Απριλίου 2010 ακολουθούσε την πρωτότυπη σύλληψη και δομή που είχαν εφαρμόσει στην από 2007 Τεχνική Προσφορά "NEWSPHONE - CALL CENTER". Μετά την υποβολή των Τεχνικών Προσφορών και μετά την πρόσκληση υπ’ αριθμ. Γ99/ΠΥ51 πρόσκληση του ΙΚΑ ΕΤΑΜ για έλεγχο των τεχνικών προσφορών των συμμετεχόντων η ομάδα των τεχνικών που είχε επιφορτιστεί με την σχετική αρμοδιότητα από τις πολιτικώς ενάγουσες εταιρείες, διαπίστωσε στις 28-4-2010, οπότε διενήργησε τον έλεγχο ότι και πάλι στην τεχνική προσφορά που είχε καταθέσει η ένωση των εταιρειών που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος , υπήρχαν εμφανείς και σημαντικές ομοιότητες με την τεχνική προσφορά που είχε καταθέσει αυτή (ένωση εγκαλουσών εταιρειών) το έτος 2007 , όπως αυτές αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως ως προς όλα τα ειδικότερα στοιχεία τους. Από την αντιπαραβολή δε των αντίστοιχων περικοπών των εν λόγω τεχνικών προσφορών της εταιρείας που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος που αναφέρονται στο διατακτικό της αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτές αποτελούν πλήρη και ολοκληρωτική αντιγραφή των αντίστοιχων περικοπών της τεχνικής προσφοράς που υπέβαλαν οι εγκαλούσες εταιρείες κατά το έτος 2007. Οι επίδικες περικοπές, δεν αποτελούν αυτούσιες αναπαραγωγές από ειδικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών στηριζόμενες σε λογάριθμους, αλλά απαιτούσαν την πρωτότυπη σύλληψη και αποτύπωση του τρόπου της υλοποίησης των επιλογών των συντακτικών ομάδων των εγκαλουσών μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις εμπεριέχουσες την προσωπική έμπνευση και πνευματική διεργασία των ατόμων που αποτελούσαν την ομάδα κατάρτισης αυτών των τεχνικών προσφορών των εγκαλουσών εταιρειών. Τα μέλη της ομάδας που κατάρτισαν την εν λόγω τεχνική προσφορά, δεν αναλώθηκαν στην απλή συγκέντρωση και συρραφή έτοιμων επιλογών, μέσω των αντίστοιχων υπαρχόντων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών , αλλά απαιτήθηκε η δική τους πνευματική διεργασία, με την προσωπική συμβολή τους, ώστε να προταθούν οι πιο συμφέρουσες λύσεις, για κάθε απαιτούμενη από την προκήρυξη αναζήτηση. Τα στοιχεία αυτά προσδίδουν στο έργο της συντακτικής ομάδας των εγκαλουσών εταιρειών, περιεχόμενο και μοναδικότητα στην έκφραση και στη συνθετική διαμόρφωση και καθιστούν τις επίδικες περικοπές εξατομικευμένες και πρωτότυπες και γι’ αυτό αποτελούν πρωτότυπο πνευματικό έργο των εγκαλουσών εταιρειών προστατευόμενο από τις διατάξεις του νόμου περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο κατηγορούμενος εκπροσωπώντας την άνω εταιρεία, γνώριζε ότι ο συντονιστής της δικής του συντακτικής ομάδας Α. Θ., αλλά και άλλα μέλη αυτής εργάζονταν στις εγκαλούσες εταιρείες σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτό της πρόσληψής τους στην εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία και συνεπώς γνώριζε μετά βεβαιότητας και αποδεχόταν ότι υπήρχε η δυνατότητα και η ευχέρεια γνώσης των δικών τους προτάσεων και του ειδικότερου τρόπου εργασίας τους καθώς και πρόσβασης στα αρχεία των εταιρειών αυτών. Με βάση τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος εν γνώσει του α) προχώρησε στην αντιγραφή, αναπαραγωγή και κατοχή χωρίς την άδεια των εγκαλουσών εταιρειών των ανωτέρω χωρίων-περικοπών των τεχνικών τους προσφορών Νοεμβρίου 2007 και Απριλίου 2010 που αποτελούν πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα γραπτού λόγου και επιστήμης και β) τον Απρίλιο 2010 αθέμιτα αντέγραψε, αποτύπωσε και οπωσδήποτε παραβίασε τα αναφερόμενα στο υπό στοιχείο Αβ του διατακτικού δεδομένα, που ήταν αποθηκευμένα στην μνήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών και αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα των εγκαλουσών εταιρειών "NEWSPHONE ΕΛΛΑΣ Α.Ε." και "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ Α.Ε." ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής αξίας, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε καταθέτοντάς τα ως τεχνική προσφορά του, προκειμένου να λάβει μέρος στον διαγωνισμό Απριλίου 2010 του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, γεγονός για το οποίο οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εγκαλουσών εταιρειών έλαβαν γνώση κατά τον έλεγχο που διενήργησαν στις 28-4- 2010 κατά τα αναφερθέντα παραπάνω. Επομένως και ο έτερος ισχυρισμός των εναγομένων περί εκπρόθεσμης πέραν του τριμήνου, υποβολής της μήνυσης των εγκαλουσών στις 22-6-2010, καθ’ μέρος αυτή αφορά την παραβίαση του άρθρου 370 Β του ΠΚ που διώκεται κατ’ έγκληση είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται". Ακολούθως στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: Α) Κατά τους μήνες Νοέμβριο του έτους 2007 και Απρίλιο του έτους 2010, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση του Ν.2121/93 και των διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αναπαρήγαγε άμεσα ή έμμεσα, προσωρινά ή μόνιμα, με οποιαδήποτε μορφή εν όλω ή εν μέρει και εκμεταλλεύτηκε με οποιονδήποτε τρόπο έργα που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού τους, το δε όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημιά που απειλήθηκε από τις παραπάνω πράξεις του είναι ιδιαίτερα μεγάλο και συγκεκριμένα α) τον Νοέμβριο του έτους 2007, όντας νόμιμος εκπρόσωπος (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος) της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "PHONE MARKETING ΑΕ". ενόψει διαγωνισμού που προκήρυξε το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επιλογή αναδόχου για το έργο "Παροχή Υποδομών και Υπηρεσιών Παραγωγικής Λειτουργίας και Υποστήριξης της Παραγωγικής Λειτουργίας του Συστήματος Διαχείρισης Ζήτησης Υπηρεσιών Υγείας (ΣΔΖΥΥ), που αφορά τις Κεντρικές Τηλεφωνικές Μονάδες Εξυπηρέτησης (ΚΤΜΕ) και τις Μονάδες Υγείας (MY) του ΙΚΑ στο σύνολο της χώρας (102) μονάδες και τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς", κατέθεσε ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για λογαριασμό της ως άνω εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας, τεχνική προσφορά, η οποία, κατά το ουσιώδες μέρος της, αποτελούσε αντικείμενο παράνομης και χωρίς δικαίωμα αναπαραγωγής της από Νοεμβρίου 2007 τεχνικής προσφοράς για τον ίδιο διαγωνισμό των εγκαλουσών εταιριών "NEWSPHONE ΕΛΛΑΣ ΑΕ" και "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ ΑΕ", που αποτελεί πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα γραπτού λόγου και επιστήμης των ως άνω εγκαλουσών και προστατεύεται από τις διατάξεις περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας του Ν.2121/93 και ειδικότερα παρουσίαζε τις εξής ομοιότητες: 1. Στο κεφάλαιο 12, σελ.2 από 7 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε.", η ενότητα 12.1 έχει τίτλο "Συνεργασία μεταξύ των μελών της Εταιρείας", ενώ στη συνέχεια γίνεται λόγος για "Βασική και θεμελιώδης αρχή της συνεργασίας των μελών της Ένωσης", ενώ είναι ένωση εταιρειών αποτελούν οι εγκαλούσες και όχι η "PHONE MARKETING Α.Ε." 2.Στο κεφάλαιο 10.11.11 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε.", στην φόρμα agent monitoring παρατίθενται τα εξής στοιχεία: "όνομα του agent Δ. Ε., ημερομηνία 29/11/2002, ώρα 16:01, όνομα αξιολογητή Λ. Π., σκορ 82,67%", ενώ η συγκεκριμένη υπάλληλος Δ. Ε. ανήκε από το 2002 και αδιαλείπτως έως και το έτος 2010 στο δυναμικό της ένωσης "NEWSPHONE-CALL CENTER" και εργαζόταν στην ΤΜΥ Γαλατσίου. 3.Στο κεφάλαιο 3.3.2 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." προτείνεται η ίδια κατανομή του προσωπικού της ΤΜΥ, δηλ. 50% ωρομίσθιοι 8ωρης ημερήσιας απασχόλησης και 50% ωρομίσθιοι με 4ωρη έως 6ωρη κατά μέσο όρο ημερήσια απασχόληση, όπως και στην από 2007 Τεχνική Προσφορά "NEWSPHONE-CALL CENTER". 4.Στο κεφάλαιο 3.3.5 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." παρατηρείται η ίδια παράγραφος με την πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου 3, παρ.3.3.5, σελ. 18 από 132 της από 2007 Τεχνικής προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 5.Στο κεφάλαιο 3.3.5 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." το κείμενο που αφορά την ανάλυση του διαγράμματος είναι ακριβώς ίδιο με το αντίστοιχο κείμενο με τίτλο "Κατανομή Κλήσεων" του κεφαλαίου 3, παρ.3.3.5.4, σελ.29 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς NEWSPHONE-CALL CENTER". 6.Στο κεφάλαιο 3.3.6 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." το διάγραμμα καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών κειμένων είναι οπτικά ίδια με το αντίστοιχο διάγραμμα με τίτλο "Mobilization plan" και τα κείμενα που το συνοδεύουν, στο κεφάλαιο 3, παρ.3.3.6, σελ.45 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 7.Στο κεφάλαιο 3.3.6.2 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." το κομμάτι με τίτλο "τηλεργασία" είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ίδιο, πλην των αριθμών των τηλεφώνων, με το κεφάλαιο 3, παρ.3.3.6.2, σελ.47-50 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 8.Στο κεφάλαιο 3.3.8 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." το διάγραμμα της θέσης σε λειτουργία ΤΜΥ είναι ίδιο με το διάγραμμα "Θέση σε λειτουργία ΤΜΥ" στο κεφάλαιο 3, παρ.3.3.8, σελ.53 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", με μόνη διαφορά ότι έχει αλλάξει το λογότυπο της εταιρείας, στην επόμενη δε σελίδα, η φόρμα του "FAX Transmission" είναι ίδια με αυτή στο κεφάλαιο 3, παρ.3.3.8, σελίδα 54 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER" με μόνη αλλαγή το όνομα της εταιρείας, τα τηλέφωνα επικοινωνίας και το e-mail. 9.Στο κεφάλαιο 3.3.8 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." οι πίνακες έχουν τον ίδιο σχεδιασμό με τους πίνακες "Γενικό Πλάνο υπηρεσιών θέσης ΤΜΥ σε παραγωγική λειτουργία", "Ειδικό πλάνο υπηρεσιών θέσης ΤΜΥ σε παραγωγική λειτουργία", "Γενική αναφορά υπηρεσιών θέσης ΤΜΥ σε παραγωγική λειτουργία", "Αναφορά υπηρεσιών θέσης ΤΜΥ σε παραγωγική λειτουργία", του 3, παρ.3.3.8, σελ. 56-59 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 10.Στο κεφάλαιο 3.5 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε." το σχήμα που δείχνει τα βήματα μεθοδολογίας για ένταξη μιας νέας ΤΜΥ σε παραγωγική λειτουργία είναι ίδιο με το σχήμα στο κεφάλαιο 3, παρ.3.5 σελ. 71 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 11. Στο κεφάλαιο 10 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHOΝE MARKETING Α.Ε." ο "κανονισμός λειτουργίας" έχει τους ίδιους τίτλους κεφαλαίων (τουλάχιστον μέχρι και το 4° κεφάλαιο) με το κεφάλαιο 10 παρ. 10.4, "Κανονισμός λειτουργίας του έργου", σελ. 12-28 από 75 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", στο ίδιο δε κεφάλαιο της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING Α.Ε.", οι "περιοδικές αναφορές προόδου υπηρεσιών" είναι οπτικά ίδιες με το κεφάλαιο 10, παρ. 10.10, "περιοδικές αναφορές προόδου υπηρεσιών υποστήριξης παραγωγικής λειτουργίας", σελ.32 επ. από 75 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", το δε όφελος που επεδίωξε να αποκομίσει για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας "PHONE MARKETING Α.Ε." ανερχόταν στο ποσό των 14.934.500 ευρώ, που αντιστοιχούσε στον προϋπολογισμό του από 2007 διαγωνισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και β) τον Απρίλιο του έτους 2010, με την προαναφερόμενη ιδιότητα του, ενόψει διαγωνισμού που προκήρυξε το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επιλογή αναδόχου για το έργο "Παροχή Υποδομών και Υπηρεσιών Παραγωγικής Λειτουργίας και Υποστήριξης της Παραγωγικής Λειτουργίας του Συστήματος Διαχείρισης Ζήτησης Υπηρεσιών Υγείας (ΣΔΖΥΥ), που αφορά τις Κεντρικές Τηλεφωνικές Μονάδες Εξυπηρέτησης (ΚΤΜΕ) και τις Μονάδες Υγείας (MY) του ΙΚΑ στο σύνολο της χώρας", κατέθεσε ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για λογαριασμό της ως άνω εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας, τεχνική προσφορά, η οποία, κατά το ουσιώδες μέρος της, αποτελούσε αντικείμενο παράνομης και χωρίς δικαίωμα αναπαραγωγής της από Νοεμβρίου 2007 τεχνικής προσφοράς των εγκαλουσών εταιριών "NEWSPHONE ΕΛΛΑΣ ΑΕ" και "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ ΑΕ", που αποτελεί πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα γραπτού λόγου και επιστήμης των ως άνω εγκαλουσών και προστατεύεται από τις διατάξεις περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας του Ν.2121/93 και ειδικότερα παρουσίαζε τις εξής ομοιότητες: 1. Το κεφάλαιο 3.1.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" (σελίδα 7, 8 και 9 από 203) που έχει ως τίτλο "Επιλογή και πρόσληψη προσωπικού (προϊσταμένων, χειριστών και γραμματέων ΚΤΜΕ και ΤΜΥ)" έχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο αλλά και το ίδιο περιεχόμενο με το κεφάλαιο 3, παρ.3.3.2, "Επιλογή και πρόσληψη προσωπικού (προϊσταμένων, χειριστών και γραμματέων ΚΤΜΕ και ΤΜΥ)", σελ. 13-15 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 2.Στο. κεφάλαιο 3.1.2 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETΙNG-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Απαραίτητη Εκπαίδευση" (σελίδα 10 και 11 από 203), το κείμενο είναι ακριβώς όμοιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.3, "Εσωτερική εκπαίδευση από την Ένωση", σελ. 16-17 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER" 3.Στο Κεφάλαιο 3.1.4 της από 20Ί0 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Μεθοδολογία Καθορισμού Βαρδιών", στην σελίδα 14 από 203, οι τέσσερις πρώτες παράγραφοι του κειμένου είναι ίδιες με το Κεφάλαιο 3, παρ. 3.3.5, "Καθορισμός βαρδιών - Μεθοδολογία υπολογισμού των απαιτούμενων ωρών Παραγωγτκής Λειτουργίας σε επίπεδο ΚΤΜΕ, ΤΜΥ", σελ. 18-19 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 4.Στο Κεφάλαιο 3.1.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Μεθοδολογία Καθορισμού Βαρδιών", στην σελίδα 18 από 203, τρία bullets του κειμένου είναι ίδια με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.5, "Καθορισμός βαρδιών-Μεθοδολογία υπολογισμού των απαιτούμενων ωρών Παραγωγικής Λειτουργίας σε επίπεδο ΚΤΜΕ, ΤΜΥ", σελ.23 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 5.Στο Κεφάλαιο 3.1.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Μεθοδολογία Καθορισμού Βαρδιών", η σελ. 19 από 203, είναι πανομοιότυπη με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.5, "Καθορισμός βαρδιών - Μεθοδολογία υπολογισμού των απαιτούμενων ωρών Παραγωγικής Λειτουργίας σε επίπεδο ΚΤΜΕ, ΤΜΥ", σελ.25 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 6.Στο Κεφάλαιο 3.1.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Μεθοδολογία Καθορισμού Βαρδιών", στη σελίδα 29 από 203, το κείμενο που αφορά την ανάλυση του διαγράμματος είναι ίδιο με το αντίστοιχο κείμενο με τίτλο "Κατανομή Κλήσεων", στο Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.5.4, "ΚΤΜΕ ΑΘΗΝΑΣ: πιθανό σενάριο στελέχωσης (60.000 κλήσεις)", σελ. 29 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 7.Στο Κεφάλαιο 3.1.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που τιτλοφορείται "Μεθοδολογία Καθορισμού Βαρδιών", στη σελίδα 35 από 203, υπάρχουν δύο παράγραφοι πανομοιότυπες με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.5.5, "ΚΤΜΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ πιθανό σενάριο στελέχωσης", σελ.35-36 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 8.Το Κεφάλαιο 3.1.5 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "ΡΗΟΝΕ MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Σχέδιο Ανταπόκρισης σε μεταβολές φορτίου - Σενάρια Εκτίμησης θέσεων σε περιόδους αιχμής -Αντιμετώπιση κρίσεων" (σελ. 41, 42, 43 και 44 από 203) είναι ακριβώς ίδιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.6.1, "Εκπαίδευση επιπλέον προσωπικού και σχέδιο κινητοποίησης προσωπικού (Person-ell Mobilization)", σελ. 43-46 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", με μοναδική αλλαγή στα συνολικά νούμερα του προσωπικού στελέχωσης. 9.Το Κεφάλαιο 3.1.5.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Τηλεργασία" (σελ. 45, 46, 47 και 48 από 203) είναι ακριβώς ίδιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.6.2, "Τηλεργασία", σελ.47-50 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", με μοναδική αλλαγή στον τηλεφωνικό αριθμό σύνδεσης στην εκστρατεία και τον αριθμό από τον κωδικό πρόσβασης. 10.Στο Κεφάλαιο 3.1.6 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Εναρξη λειτουργίας" (σελ.48 και 49 από 203) η παράγραφος που ακολουθεί μετά τον πίνακα είναι ακριβώς ίδια με την παράγραφο του Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.7, "Έναρξη λειτουργίας", σελ.51 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 11.Το Κεφάλαιο 3.1.7 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Πλάνο Υπηρεσιών Θέσης σε παραγωγική Λειτουργία" (σελ. 50, 51 και 52 από 203) είναι ακριβώς ίδιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.3.8, "Πλάνο Υπηρεσιών Θέσης σε Παραγωγική Λειτουργία", σελ. 52-54 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 12.Στο Κεφάλαιο 3.2 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Υπηρεσίες Διοικητικής Υποστήριξης" (σελ. 70 από 203), παρατηρείται το ίδιο ακριβώς κείμενο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.4, "Υπηρεσίες Διοικητικής Υποστήριξης", σελ.60 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 13.Το Κεφάλαιο 3.2.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Επιλογή προσωπικού" (σελ. 71 από 203) είναι ακριβώς ίδιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.4.1, "Προκήρυξη (εσωτερική και εξωτερική)", σελ.61 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 14.To Κεφάλαιο 3.2.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Επιλογή προσωπικού" (σελ. 71 & 72 από 203) είναι ακριβώς ίδιο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.4.4, "Εκπαίδευση από το ΙΚΑ", σελ.62 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 15.Το Κεφάλαιο 3.2.2 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο’ "Καθορισμός περιοχής και ανάληψη καθηκόντων" (σελ. 73 από 203) είναι ακριβώς ίδιο (περιεχόμενο και τίτλος) με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.4.5, "Καθορισμός περιοχής και ανάληψη καθηκόντων", σελ.62 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER" με μοναδική διαφοροποίηση στους πίνακες κατανομής των περιφερειακών διευθυντών που ακολουθούν. 16.Στο Κεφάλαιο 3.3 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Υπηρεσίες Θέσης σε παραγωγική λειτουργία" (σελ. 76 από 203) υπάρχει κείμενο και σχήμα που είναι ακριβώς ίδια με την τελευταία παράγραφο και το σχήμα που ακολουθεί στο κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1 "Μεθοδολογία Παροχής Υπηρεσιών - Θέσεις σε Παραγωγική Λειτουργία (Παραδοτέο Π 5.2)", σελ.69-71 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 17.Το Κεφάλαιο 3.3.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Προκήρυξη (εσωτερική και εξωτερική)" (σελ. 78 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1.1, "Προκήρυξη (εσωτερική και εξωτερική)", σελ.72 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 18.Το Κεφάλαιο. 3.3.2 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Καταγραφή ετοιμότητας" (σελ. 78 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1.2, "Καταγραφή ετοιμότητας", σελ.72 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 19.Το Κεφάλαιο 3.3.3 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Επιλογή και πρόσληψη προσωπικού (προϊσταμένων και χειριστών)" (σελ. 78 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1.3, "Επιλογή και πρόσληψη προσωπικού (προϊσταμένων και χειριστών)", σελ. 72 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 20.Το Κεφάλαιο 3.3.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Εκπαίδευση" (σελ. 79 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως. προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1.4, "Εκπαίδευση" σελ. 72-73 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 21.Το Κεφάλαιο 3.3.5 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Καθορισμός βαρδιών" (σελ. 79 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.1.5, "Καθορισμός βαρδιών", σελ. 73 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 22.Στο Κεφάλαιο 3.3.6 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Χρονοδιάγραμμα Υλοποίησης Ενταξης των 30 νέων ΤΜΥ" (σελ. 81 και 82 από 203) οι τέσσερις πρώτοι παράγραφοι είναι ακριβώς ίδιες με τις αντίστοιχες παραγράφους στο Κεφάλαιο 3, παρ.3.5.2, "Χρονοδιάγραμμα Υλοποίησης Ένταξης των 30 νέων ΤΜΥ - Έναρξη Λειτουργίας (Παραδοτέο Π 5.1)", σελ.76 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 23.Το Κεφάλαιο 3.5.4 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Business Objects Reporting Tools" (σελ. 196 από 203) είναι ακριβώς ίδιο, τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο, με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.8.2, "Business Objects Reporting Tools", σελ. 110 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 24.Το Κεφάλαιο 3.5.5 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Ολοκληρωμένο σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης (MS - portal)" (σελ. 197 από 203) είναι ακριβώς ίδιο τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο των δυο πρώτων παραγράφων του Κεφαλαίου 3, παρ.3.8.3, "Ολοκληρωμένο σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης (MS -portal)", σελ.111 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 25.Το Κεφάλαιο 3.7 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Παρακολούθηση Ποιότητας Παρεχομένων Υπηρεσιών" (σελ. 200 από 203) είναι ακριβώς ίδιο τόσο ως προς τον τίτλο όσο και ως προς το περιεχόμενο με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.10, "Διαρκής Παρακολούθηση Ποιότητας Παρεχομένων Υπηρεσιών", σελ.127 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL "CENTER". 26. Το Κεφάλαιο 3.8 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Μεθοδολογία Βελτιστοποίησης Κατανομής Ωρών" (σελ. 202 και 203 από 203) έχει τον ίδιο τίτλο και τέσσερις ίδιες παραγράφους με το Κεφάλαιο 3, παρ.3.11, "Μεθοδολογία Βελτιστοποίησης Κατανομής Ωρών (Παραδοτέο Π 7.5)", σελ. 129-131 από 132 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 27.Το Κεφάλαιο 6.6 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Αξιολόγηση Εκπαίδευσης" (σελίδα 64) έχει το ίδιο περιεχόμενο με το Κεφάλαιο 6, παρ.6.4.2, "Βασικοί Αξονες και παράμετροι της αξιολόγησης", σελ.39-40 από 101 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 28.Το Κεφάλαιο 6.6.1 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Αξιολόγηση των εκπαιδευομένων" (σελ. 64) είναι ίδιο ως προς το περιεχόμενο αλλά και τον τίτλο με το Κεφάλαιο 6, παρ.6.4.3, "Αξιολόγηση των εκπαιδευομένων", σελ.40 από 101 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 29.Το Κεφάλαιο 6.6.2 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Αξιολόγηση των Εκπαιδευτών" (σελίδα 65) είναι ίδιο ως προς το περιεχόμενο αλλά και τον τίτλο με το Κεφάλαιο 6, παρ.6.4.4, "Αξιολόγηση των Εκπαιδευτών", σελ.42 από 101 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 30.Το Κεφάλαιο 9 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Πρόσθετες Προτεινόμενες Υπηρεσίες" (σελ. 3) έχει την 3π - 4π -5π -6π και 7π παράγραφο ίδιες με τις αντίστοιχες παραγράφους του κεφαλαίου 8, "Συμπληρωματικές Υπηρεσίες ΤΜΥ" και συγκεκριμένα με την παράγραφο 8.2.5.1, "Αναλυτικά - οι εργασίες της Υπηρεσίας Τήρησης Αρχείου Ιατρικών Φακέλων", σελ.9 από 10 της από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER". 31.Το Κεφάλαιο 12 της από 2010 Τεχνικής Προσφοράς "PHONE MARKETING-KAPPA RESEARCH" που έχει ως τίτλο "Περιγραφή Ρόλων και Αρμοδιοτήτων Ομάδας Έργου" (σελ.7), έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο στην περιγραφή του ρόλου ίου "Διευθυντή Έργου" από τη 2η παράγραφο έως το τέλος με το Κεφάλαιο 11, παρ. 11.2.2.1, "Ομάδα Έργου", σελ.7-8 από 56 της, από 2007 Τεχνικής Προσφοράς "NEWSPHONE-CALL CENTER", το δε όφελος που επεδίωξε να αποκομίσει για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας "PHONE MARKETING Α.Ε." ανερχόταν στο ποσό των 14.900.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στον προϋπολογισμό του από 2010 διαγωνισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Β) Τον Απρίλιο του έτους 2010, αθέμιτα αντέγραψε, αποτύπωσε ή οπωσδήποτε παραβίασε στοιχεία υπολογιστών, τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα ή απόρρητα επιχείρησης του ιδιωτικού τομέα και είναι ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας και συγκεκριμένα με την προαναφερόμενη ιδιότητά του προέβη στην αθέμιτη χρήση των αναφερομένων στο στοιχείο Αβ δεδομένων, που ήταν αποθηκευμένα στη μνήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών και αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα των εγκαλουσών εταιριών "NEWSPHONE ΕΛΛΑΣ ΑΕ" και "CALL CENTER ΕΛΛΑΣ ΑΕ", ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας, οι δε νόμιμοι εκπρόσωποι των εγκαλουσών έλαβαν γνώση της παραπάνω πράξης του στις 28-4-2010." Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο στο σκεπτικό, το οποίο αλληλοσυμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στην οικεία νομική σκέψη, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και καταδικάστηκε στην ως άνω ποινή, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις προδιαληφθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1, 66 παρ.1 και 3α του Ν.2121/1993 και 370Β Π.Κ. τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ότι οι δύο τεχνικές προσφορές που είχαν συντάξει τον Νοέμβριο του 2007 και τον Απρίλιο του 2010, οι εργαζόμενοι στις εγκαλούσες εταιρείες και που υποβλήθηκαν από αυτές, στην επιτροπή διαγωνισμού που προκήρυξε το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επιλογή αναδόχου για το έργο που αναφέρεται σε αυτό, αποτελεί πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 2 του παραπάνω Ν.2121/1993, εμπεριέχον την προσωπική έμπνευση και πνευματική διεργασία των ατόμων που αποτελούν την ομάδα κατάρτισης των εν λόγω τεχνικών προσφορών, στοιχεία που προσδίδουν στο έργο της ομάδας αυτής μοναδικότητα στην έκφραση και στη συνθετική διαμόρφωση και καθιστούν τα επίδικα πνευματικά έργα εξατομικευμένα. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου, περί του ότι πρόκειται για πρωτότυπο έργο, αποτελεί πραγματικό ζήτημα, κατά τα εκτεθέντα στην οικεία νομική σκέψη και είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη. Μετά ταύτα δε, με την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος εκπροσωπώντας την ανώνυμη εταιρεία εταιρία που αναφέρεται, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, προέβη, χωρίς την άδεια των εγκαλουσών στην ολοκληρωτική σχεδόν, ενσωμάτωση των αναφερομένων αναλυτικά στο διατακτικό κεφαλαίων-περικοπών των ως άνω τεχνικών προσφορών, στις υποβληθείσες από την εταιρεία που εκπροσωπούσε, δύο τεχνικές προσφορές, στο διαγωνισμό που προκήρυξε το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επιλογή αναδόχου, στον οποίο διαγωνισμό είχαν καταθέσει τις δικές του τεχνικές προσφορές οι εγκαλούσες εταιρείες, ορθώς έκρινε, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, εμπίπτει στις προστατευτικές για την παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.2121/1993, τις οποίες και εφάρμοσε και η κατά τούτο περί του αντιθέτου αιτίαση της αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι υπάρχει αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, καθόσον καίτοι γίνεται δεκτό ότι τρίτα πρόσωπα πρώην εργαζόμενοι των εγκαλουσών εταιρειών ήταν υπεύθυνοι για την αντιγραφή των επίμαχων δεδομένων εν τούτοις καταδικάστηκε αυτός, είναι αβάσιμη, καθόσον σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης στο σκεπτικό, " ο αναιρεσείων γνώριζε ότι ο συντονιστής της δικής του ομάδας Α. Θ. αλλά και άλλα μέλη αυτής εργαζόταν σε προγενέστερο διάστημα στις εγκαλούσες εταιρείες και συνεπώς γνώριζε μετά βεβαιότητας ότι υπήρχε η δυνατότητα και η ευχέρεια γνώσης των δικών τους προτάσεων καθώς και πρόσβασης στα αρχεία των εταιρειών αυτών", οι αιτιολογίες όμως αυτές αναφέρθηκαν, προκειμένου να αιτιολογηθεί ο δόλος του κατηγορουμένου, και δεν ενέχουν αντίφαση με τις λοιπές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης και την καταδίκη του εν τέλει. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης ο δεύτερος και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο πρώτος, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 370Β παρ. 4 του ΠΚ, στην περίπτωση της παρ.1 του ίδιου άρθρου, που προβλέπει την αθέμιτη αντιγραφή χρησιμοποίηση ή παραβίαση στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Κατά την ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 του ΠΚ, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρείς (3) μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος κατ’ έγκληση διωκομένου, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για ένα από τους συμμέτοχους της. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το παραπάνω Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με την οποία καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατά τα ήδη εκτεθέντα και για το προαναφερθέν αδίκημα του άρθρου 370Β παρ.1 Π.Κ., το οποίο διώκεται κατ’ έγκληση, κατά τα εκτεθέντα, δέχθηκε τόσο στο σκεπτικό του όσο και στο διατακτικό του, ότι η παραπάνω πράξη έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2010, και στις 28-4-2010 έλαβαν γνώση οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εγκαλουσών, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε από ομάδα τεχνικών τους, που είχε επιφορτιστεί με τη σχετική αρμοδιότητα, για τις εμφανείς ομοιότητες της κατατεθείσας τον Απρίλιο του 2010, τεχνικής προσφοράς της εταιρείας που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, με την κατατεθείσα σχετική προσφορά των εγκαλουσών εταιρειών. Συνεπώς η σχετική έγκληση που υποβλήθηκε στις 22-6-2010, όπως συνομολογεί και ο αναιρεσείων, δεν ήταν εκπρόθεσμη, αφού υποβλήθηκε εντός του τριμήνου, από τότε που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, έλαβαν γνώση της τέλεσης της πράξης οι εγκαλούσες, (Απρίλιος 2010) με τον τρόπο τον οποίο αναλύει. Με τις ως άνω παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει, ως προς το ζήτημα του εμπροθέσμου της εγκλήσεως, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και δεν υπερέβη το Δικαστήριο την εξουσία του με το να θεωρήσει εμπρόθεσμη την υποβληθείσα έγκληση. Σε κάθε περίπτωση, η ως άνω έγκληση υποβλήθηκε εντός τριμήνου όχι μόνο από του χρόνου που έλαβαν γνώση οι εγκαλούσες της τέλεσης της πράξης αλλά και από του χρόνου της τέλεσης της πράξης (Απρίλιος 2010). Να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από το σκεπτικό αλλά και το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, καθόσον αφορά την ως άνω, κατ’ έγκληση διωκομένη παραβίαση του άρθρου 370Β του Π.Κ., καταδικάστηκε μόνο για την αντιγραφή και χρήση των δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών με στοιχείο Αβ του διατακτικού, ήτοι για πράξη που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του έτους 2010 ( βλ. ειδικότερα σελ 31 σκεπτικού υπό στοιχείο β’ και σελ. 42 διατακτικού υπό στοιχείο Β’ ) και όχι για την σχετική πράξη που έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2007. Επομένως η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι από του έτους 2007, μέχρι την υποβολή της έγκλησης αναφορικά με το ως άνω αδίκημα του άρθρου 370Β του Π.Κ. παρήλθε η τρίμηνη προθεσμία ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απαράδεκτη. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Η’ του Κ.Π.Δ. και δεύτερος κατά το τρίτο σκέλος του και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την αιτιολογία της για την εμπρόθεσμη υποβολή της έγκλησης καθόσον αφορά το αδίκημα του άρθρου 370Β, του Π.Κ. και υπέρβασης εξουσίας, με το να κρίνει εμπρόθεσμη την έγκληση, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-1-2015 αίτηση του Μ. Χ. του Α. , περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 6154 /2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Περίληψη: Πνευματική ιδιοκτησία. Παράβαση του άρθρου 66 παρ. 1 και 3 του ν. 2121/1993 και άρθρου 370Β Π.Κ. Αντιγραφή κατά το ουσιώδες μέρος της και αναπαραγωγή Τεχνικής Προσφοράς η οποία κατατέθηκε σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό για την επιλογή αναδόχου του έργου. Ποινική ευθύνη. Εννοιολογικός προσδιορισμός του «έργου» και του προσδιορισμού του ως «πρωτοτύπου». Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Προθεσμία εγκλήσεως. Χρόνος γνώσεως της τελέσεως της πράξης. Παρατίθεται ούτε ο χρόνος γνώσης της πράξης καθώς και περιστατικά που αφορούν στο χρόνο γνώσης της πράξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Προθεσμία
Προθεσμία, Αναιρέσεως λόγοι, Πνευματική ιδιοκτησία.
0
Αριθμός 1266/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κουδρόγλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2360-2383/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 137/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, (πριν από την αντικατάσταση του από το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011 και ήδη με το άρθρο 20 του ν. 4321/2015) και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι : 1) η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή, του σε δόσεις χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Περαιτέρω, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών ο οποίος υποβάλλεται στον Εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, την μη καταβολή του συνολικού χρέους που αναφέρεται στον πίνακα, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επί μέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής ενός εκάστου χρέους του πίνακα για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος, κυριαρχικώς, θεωρεί, πλέον, ότι τα περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη, μη καταβληθέντα, συνιστούν ένα και μόνον έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και δη με χρόνο τελέσεως τη συμπλήρωση τετραμήνου από του χρόνου καταβολής αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή δηλαδή η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιοτύπου αθροιστικού εγκλήματος. (Α.Π.127/2010, Α.Π.509/2015) . Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α’ του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". β).... γ)....δ) .....". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, και 19 του Ν.2523/1997 "Διοικητικές-Ποινικές Κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία" προκύπτει ότι, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται περιοριστικά και μόνον α) στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), β) στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα κατά το άρθρο 18 παρ.1 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα, η προκειμένη φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ.2 δ’ του άρθρου 2 Ν.3943/2011, "αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου, συνάγεται ότι στην περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει με τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 18 του ανωτέρω νόμου. Επομένως, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για την ανωτέρω πράξη να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφενός της αντικειμενικής υπόστασης που θεμελιώνει το άνω αδίκημα, κυρίως όμως, να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός (αποφυγής πληρωμής φόρου προστιθέμενης αξίας), ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του άρθρου 18 του ως άνω ν. 2523/1997 (Α.Π. 225/2015, 267/2013, 1231/2011). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 2360-2383/2014, απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β’ Π.Κ, των αξιόποινων πράξεων, α) της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση και β) της φοροδιαφυγής και ειδικότερα, της παράβασης του άρθρου 18 παρ.1α του ν. 2523/1997, κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε, σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "1) Στη Θεσσαλονίκη στις 2-1-2006, 2-1-2007, 2-1-2008, 2-1-2009 και στις 1-9-2009 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος προέβη στην τέλεση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής μέσω της μη απόδοσης του ΦΠΑ. Ειδικότερα ως πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία ... Α.Β.Ε.Ε ΑΛΥΣΙΔΩΝ προέβη για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας σε ανακριβείς δηλώσεις απόδοσης ΦΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. παραλείποντας έτσι την πραγματική απόδοση του για τις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2006, 2007, 2008, καθώς και για τις περιόδους από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 προκειμένου η ανωτέρω εταιρία να αποφύγει την πληρωμή του. Ο μη αποδοθείς ΦΠΑ υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000 ευρώ. Πιο αναλυτικά για την περίοδο από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 127.909,45 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 24.096,90 και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 130.592,18 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 24.036,52 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 60,38 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 283.547,40 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 53.694,05 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 114.511,11 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 21.107,68 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 58 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,06 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2006 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 32.528 ευρώ. Επίσης για την περίοδο έτους 2006 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 343.023,71 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.974,50 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 338.554,83 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 62.433,51 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 677,80 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 136,81 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2006 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 601.569,22 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 112.098,15 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 338.554,83 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.433,51 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 677,81 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 136,80 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2007 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 49.123,63 ευρώ. Περαιτέρω για την περίοδο έτους 2007 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 345.983,95 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 63.393,71 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 337.508,41 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 62.349,65 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 1.044,21 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,16 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2007 η πιο. πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 524.363,56 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 97.265,83 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 337.508,41 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.355,50 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 1.044,27 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,27 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2008 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 33.886,33 ευρώ. Επιπλέον για την περίοδο έτους 2008 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 165.761,68 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 31.001,21 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 167.711,40 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 31.314,18 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 564,56 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 741,32 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν πιστωτικό υπόλοιπο ύψους 136,21 ευρώ στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 590.906,93 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 111.576,20 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 300.399,14 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 55.630,73 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 564,86 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,22 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2009 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 55.380,83 ευρώ. Επιπρόσθετα για την περίοδο έτους από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ,ότι η ανωτέρω εταιρία δεν είχε φορολογητέες εκροές και εισροές, καθώς και ότι στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να υπολογιστεί το ποσό των 136,21 ευρώ ως υπόλοιπο από υπόλοιπο προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 253.536,85 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 47.458,04 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 87.680,65 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 15.813,72 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 0,01 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 1-9-2009 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 31.644,31 ευρώ. Η οριστικοποίηση της σχετικής φορολογικής εγγραφής έγινε στις 17-1-2010. 2) Στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από την 1.8.2009 έως 1-8-2010, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στη ... Θεσσαλονίκης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... (...) ΑΒΕΕ ΑΛΥΣΙΔΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "... (...) ΑΒΕΕ", από πρόθεση καθυστέρησε να καταβάλει, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους τα βεβαιωμένα από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης χρέη της ανωτέρω εταιρίας προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού πεντακοσίων μίας χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ ευρώ και εξήντα λεπτών (501.808,60 ευρώ), συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι και τις 21-6-2011 (ημερομηνία σύνταξης του οικείου υπ’ αριθ. 131/2011 πίνακα χρεών όπως αυτά αναγράφονται αναλυτικά στον περιλαμβανόμενο στο διατακτικό πίνακα χρεών και τα οποία ήταν καταβλητέα , όπως ειδικότερα αναγράφεται στον πίνακα αυτόν. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των ως άνω πράξεων που του αποδόθηκαν". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "1) Στη Θεσσαλονίκη στις 2-1-2006, 2-1-2007, 2-1-2008, 2-1-2009 και στις 1-9-2009 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος προέβη στην τέλεση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής μέσω της μη απόδοσης του ΦΠΑ. Ειδικότερα ως πρόεδρος του δ.σ και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία ... Α.Β.Ε.Ε ΑΛΥΣΙΔΩΝ προέβη για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας σε ανακριβείς δηλώσεις απόδοσης ΦΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. παραλείποντας έτσι την πραγματική απόδοση του για τις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2006, 2007, 2008, καθώς και για τις περιόδους από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 προκειμένου, η ανωτέρω εταιρία να αποφύγει την πληρωμή του. Ο μη αποδοθείς ΦΠΑ υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000 ευρώ. Πιο αναλυτικά για την περίοδο από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 127.909,45 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 24.096,90 και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 130.592,18 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 24.036,52 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 60,38 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο από τις 1-6-2005 έως 31-12-2005 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 283.547,40 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 53.694,05 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 114.511,11 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 21.107,68 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 58 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,06 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2006 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 32.528 ευρώ. Επίσης για την περίοδο έτους 2006 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 343.023,71 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.974,50 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 338.554,83 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 62.433,51 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 677,80 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 136,81 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2006 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 601.569,22 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 112.098,15 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 338.554,83 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.433,51 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 677,81 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 136,80 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2007 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 49.123,63 ευρώ. Περαιτέρω για την περίοδο έτους 2007 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 345.983,95 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 63.393,71 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 337.508,41 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 62.349,65 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 1.044,21 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,16 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν ισορροπία στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2007 η πιο. πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 524.363,56 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 97.265,83 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν ‘ 337.508,41 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 62.355,50 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 1.044,27 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,27 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2008 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 33.886,33 ευρώ. Επιπλέον για την περίοδο έτους 2008 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ότι η ανωτέρω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές ύψους 165.761,68 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 31.001,21 ευρώ και ότι οι φορολογητέες εισροές της ήταν 167.711,40 ευρώ, στις οποίες ο ΦΠΑ που αντιστοιχούσε ανερχόταν σε 31.314,18 ευρώ. Ακόμη σύμφωνα με την εν λόγω δήλωση στο ΦΠΑ εισροών έπρεπε να προστεθεί το ποσό των 564,56 και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 741,32 ευρώ. Με τα δεδομένα της ανωτέρω δήλωσης εμφανιζόταν πιστωτικό υπόλοιπο ύψους 136,21 ευρώ στο ισοζύγιο ΦΠΑ εκροών και ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 590.906,93 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 111.576,20 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 300.399,14 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 55.630,73 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 564,86 ευρώ και να αφαιρεθεί από αυτόν το ποσό των 0,22 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 2-1-2009 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 55.380,83 ευρώ. Επιπρόσθετα για την περίοδο έτους από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του δήλωσε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ότι η ανωτέρω εταιρία δεν είχε φορολογητέες εκροές και εισροές, καθώς και ότι στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να υπολογιστεί το ποσό των 136,21 ευρώ ως υπόλοιπο από υπόλοιπο προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο από το φορολογικό έλεγχο που έγινε από τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέκυψε ότι για τη διαχειριστική περίοδο από τις 1-1-2009 έως 31-8-2009 η πιο πάνω εταιρία είχε φορολογητέες εκροές αξίας 253.536,85 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 47.458,04 ευρώ, ενώ οι φορολογητέες εισροές της ήταν 87.680,65 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχούσε ΦΠΑ ύψους 15.813,72 ευρώ. Επίσης στο ΦΠΑ εισροών πρέπει να προστεθεί το ποσό των 0,01 ευρώ. Ως εκ τούτου ο ΦΠΑ που δεν αποδόθηκε στο δημόσιο στις 1-9-2009 για την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 31.644,31 ευρώ. Η οριστικοποίηση της σχετικής φορολογικής εγγραφής έγινε στις 17-1-2010 (υπόθεση με αρ. εκθέμ. 9 ). 2) Στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από την 1.8.2009 έως 1-8-2010, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ως διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στη ... Θεσσαλονίκης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... (...) ABEE ΑΛΥΣΙΔΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "... (...) ABEE", από πρόθεση καθυστέρησε να καταβάλει, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους τα βεβαιωμένα από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης χρέη της ανωτέρω εταιρίας προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού πεντακοσίων μίας χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ ευρώ και εξήντα λεπτών (501.808,60 ευρώ), συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι και τις 21-6-2011 (ημερομηνία σύνταξης του οικείου υπ’ αριθ. 131/2011 πίνακα χρεών όπως αυτά αναγράφονται αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα χρεών και τα οποία ήταν καταβλητέα , όπως ειδικότερα αναγράφονται στον ακόλουθο πίνακα (υπόθεση με αρ. εκθέμ. 7): Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς να αποτελεί επανάληψη αυτού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και της φοροδιαφυγής για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 2, 98 ΠΚ και 18 παρ.1 στοιχ. α’ , β’ και γ’ Ν. 2523/1997, 25 § 1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, καθόσον αφορά την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης, η αρχή που προέβη στην βεβαίωση των χρεών, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης το είδος αυτών, το ύψος τους (συνολικώς 501.808,60 ευρώ), ο τρόπος πληρωμής τους που με σαφήνεια προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και από τον συνημμένο στο διατακτικό πίνακα χρεών, ο χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαιώσεώς τους, έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση της καταβολής τους με πρόθεση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, αφ’ ότου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, κατά την λεπτομερή αναφορά του συνημμένου εις το διατακτικό πίνακα χρεών που συνοδεύει την σχετική μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., καθώς και η ιδιότητά του αναιρεσείοντος, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας " ... (...) ΑΒΕΕ ΑΛΥΣΙΔΩΝ", σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, για τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου δέχθηκε την εφαρμογή του ν. 3220/2004, που αφορά την μη καταβολή του συνολικού χρέους, που αναφέρεται στον ενσωματωμένο στο διατακτικό της αποφάσεως πίνακα χρεών και κατά τις παραδοχές της αποφάσεως πρόκειται για 15 χρέη συνολικού αθροίσματος 501.808,60 Ευρώ, που υπερβαίνει συνεπώς τα 120.000 ευρώ, ήτοι ότι επρόκειτο για μία πράξη, αυτή της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και όχι για περισσότερες πράξεις, εκάστη εκ των οποίων να αντιστοιχεί στην μη καταβολή των επί μέρους χρεών που μνημονεύονται στον ενιαίο πίνακα χρεών. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του άρθρου 98 του ΠΚ αναφορικά με την κρίση του για την κατ’ εξακολούθηση τέλεση της πράξεως, ενόψει του ότι η αναφορά στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι το έγκλημα τούτο τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, έχει την έννοια ότι η συνολική αυτή οφειλή σύγκειται από περισσότερα χρέη που εμπίπτουν στο συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα και όχι στην έννοια της κατ’ εξακολούθηση τελέσεως περισσοτέρων πράξεων αφού, ως ελέχθη, η τέλεση του εγκλήματος τούτου υπό την ισχύ του ν. 3220/2004 συνιστά μια πράξη και όχι έγκλημα κατ’ εξακολούθηση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης ιδία, ως προς τον κατ’ εξακολούθηση χαρακτήρα του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 98 ΠΚ και 25 παρ.1 ν.1882/1990 είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης στο οποίο το σκεπτικό παραπέμπει, παρατίθεται πίνακας χρεών κατά στήλες υπό τις "ενδείξεις στοιχεία βεβαίωσης", "τρόπος πληρωμής" στη σχετική δε στήλη του τρόπου πληρωμής αναφέρονται "ο αριθμός ληξιπροθέσμων δόσεων, η ημ/νία λήξης Α’ δόσης και η ημ/νία λήξης τελευταίας δόσης". Στον εν λόγω πίνακα χρεών, το ως άνω επίδικο χρέος με Α/Α, 4 φέρεται ότι πρέπει να καταβληθεί σε τρείς μηνιαίες δόσεις και αναφέρονται δύο (2) ημερομηνίες, η 26-2- 2010 και η 30-4-2010, ως χρόνος καταβολής τους. Αυτό όμως, δεν συνιστά έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, αφού οι παραπάνω χρόνοι καταβολής, είναι ο χρόνος λήξης της Α’ δόσης (26-2-2010) και ο χρόνος λήξης της τελευταίας, Γ’ δόσης (30-4-2010), όπως προκύπτει από τη σχετική ένδειξη στη στήλη του πίνακα χρεών που προαναφέρθηκε, στην οποία ως τρόπος πληρωμής των χρεών σε δόσεις, αναφέρεται, κατά τα εκτεθέντα, η ημ/νία λήξης Α’ δόσης και ημ/νία λήξης τελευταίας δόσης. Τα αυτά ισχύουν και για τα επίδικα χρέη με Α/Α, 5, 6, 7 και 8 τα οποία καίτοι φέρονται ότι πρέπει να καταβληθούν σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις εν τούτοις αναφέρονται δύο χρόνοι καταβολής των δόσεων η 26-2-2010 και η 30-7-2010, ήτοι ο χρόνος λήξης της Α’ δόσης (26-2- 2010) και ο χρόνος λήξης της τελευταίας, ΣΤ’ δόσης (30-7-2010). Βάσει των άνω παραδοχών, είναι σαφές, ότι ως χρόνοι της τετραμήνου προθεσμίας καταβολής των ως άνω επί μέρους χρεών, με Α/Α, 5, 6, 7 και 8 ορίζεται η 30-11-2010 (καθ’ όσον στον πίνακα, ως ημερομηνίες ενάρξεως της τετραμήνου προθεσμίας παρατίθενται η 30-7-2010). Εξ άλλου και στο προπαρατεθέν σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαλαμβάνεται ότι η προθεσμία καταβολής είναι τεσσάρων (4) μηνών, αρχομένη από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής τους, ήτοι από τις άνω ημερομηνίες. Συνεπώς είναι σαφές ότι το δικαστήριο δέχθηκε ως χρόνο παρόδου της τετραμήνου προθεσμίας, η πάροδος της οποίας θεμελιώνει το αξιόποινο, την 30-11-2010, από προφανή δε παραδρομή, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, περιορίζεται ο χρόνος τέλεσης του κατ’ εξακολούθηση φερομένου εγκλήματος έως 1-8-2010, αντί του ορθού μέχρι 30-11-2010. Συνεπώς, το δικαστήριο της ουσίας στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, διέλαβε την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο. Κατ ‘ ακολουθία, ο εκ του άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με τον χρόνο τελέσεως των πράξεων της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά την πράξη της φοροδιαφυγής αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατά τα άνω ιδιότητα βάσει της οποίας είχε την υποχρέωση απόδοσης του ΦΠΑ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι ότι ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της ως άνω εταιρείας, οι διαχειριστικές περίοδοι κατά τις οποίες δεν απέδωσε τον ΦΠΑ, το ποσό το οποίο δεν απέδωσε για κάθε διαχειριστική περίοδο, την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Ακόμη διαλαμβάνεται επαρκής αιτιολογία ως προς το δόλο του αναιρεσείοντος για την τέλεση της ως άνω πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκε, αφού κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκείνος τέλεσε την εν λόγω πράξη, προκειμένου -δηλαδή με σκοπό- η παραπάνω εταιρεία να αποφύγει την πληρωμή του ακριβούς ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας για το επίδικο διάστημα, αποδίδοντας ανακριβή φόρο. Συγκεκριμένα αιτιολογείται ο δόλος με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων, με την ως άνω ιδιότητά του, στις διαχειριστικές περιόδους που αναφέρονται, εμφάνιζε μικρότερες φορολογητέες εισροές και εκροές της παραπάνω εταιρείας, προς απόκρυψη της φορολογητέας ύλης, και σκοπό την αποφυγή πληρωμής του ακριβούς ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ (κατ’ εκτίμηση) και Ε’ Κ.Π.Δ. πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το δόλο του κατηγορουμένου, ως προς την πράξη της φοροδιαφυγής και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του ως άνω σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης και του διατακτικού της, προκύπτει ότι ναι μεν το σκεπτικό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ταυτίζεται με το διατακτικό, πλην το τελευταίο, που αποτελεί με το σκεπτικό ενιαίο σύνολο, περιέχει με τόση πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων ώστε καθίστατο περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον παραπάνω λόγο, της αντιγραφής του διατακτικού στο σκεπτικό είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ’ αύξοντα αριθμό, ως εξής :1 . Η έκθεση ελέγχου ΦΠΑ της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης. 2. Οι με αριθμό 193, 194, 195, 196, 197/09 πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. 3. Τα από 16-11-2009 αποδεικτικά επίδοσης πράξεων προσδιορισμού Φ.Π.Α. Επίσης το Τριμελές Εφετείο, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του και στα κάτωθι έγγραφα, που προσκόμισε ο συνήγορος του κατηγορουμένου και αναγνώστηκαν: 1. Φ/φο σημειώματος πληρωμής με ημερομηνία 19-3-2014 και 2. Φ/φο σημειώματος πληρωμής με ημερομηνία 26-9-2014. Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τον αναιρεσείοντα, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία από τα παραπάνω έγγραφα 1 και 2, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, τα προσκόμισε στο δικαστήριο προς ανάγνωση ο συνήγορος του κατηγορουμένου και συνεπώς γνώριζε το περιεχόμενό τους. Το Τριμελές, συνεπώς, Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του όλα τα ως άνω έγγραφα και οι αιτιάσεις του κατηγορούμενου ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμες. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, όπως προκύπτει από το προοίμιο του σκεπτικού, όπου περιγράφονται κατ’ είδος, τα αποδεικτικά μέσα. Κατ’ ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ’ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, ότι στερήθηκε ο αναιρεσείων του δικαιώματος του να εκφέρει παρατηρήσεις επ’ αυτών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθώς επίσης πρέπει ν’ απορριφθεί και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, ίδιος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας εκ του λόγου ότι δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα αυτά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 5-1-2015, με αριθμό γεν. πρωτ. 144/7-1-2015, αίτηση του Σ. Σ. του Ι., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 2360-2383/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1266 - Περίληψη Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ανώνυμες εταιρείες. Ποινική ευθύνη διευθύνοντος συμβούλου. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εκτίθενται η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το είδος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής τους, το ληξιπρόθεσμο αυτών, δηλ. ο ακριβής χρόνος καταβολής τους, η καθυστέρηση καταβολής τους πέραν του τετραμήνου. Κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Δεν πρόκειται, λόγω της μη καταβολής ενός εκάστου χρέους του πίνακα για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος,, θεωρεί, πλέον, ότι τα περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη, μη καταβληθέντα, συνιστούν ένα και μόνον έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα. Αναφορά στην απόφαση ότι το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση. Η αναφορά αυτή έχει την έννοια ότι η συνολική οφειλή αποτελείται από περισσότερα χρέη που εμπίπτουν στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι στην έννοια της κατ' εξακολούθηση τελέσεως. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν προσδιορίζεται επακριβώς η ταυτότητα αναγνωσθέντων εγγράφων. Επαρκώς προσδιορίζονται, με την ανάγνωση τους, είχε δυνατότητα ο αναιρεσείων να προβεί σε δηλώσεις και παρατηρήσεις. Άλλωστε δεν προβλήθηκε αντίρρηση για την ανάγνωσή τους ούτε υποβλήθηκε αίτημα ανάγνωσης άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Φοροδιαφυγή. Μη απόδοση στο Δημόσιο του ΦΠΑ κατ' εξακολούθηση. Ποινική ευθύνη αναιρεσείοντος, Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου ΑΕ. Υποβολή ανακριβών δηλώσεων απόδοσης ΦΠΑ, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου προστιθέμενης αξίας. Έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Επαρκής αιτιολόγηση του δόλου, αφού, πέραν της αναφοράς ότι τέλεσε την εν λόγω πράξη προκειμένου -δηλαδή με σκοπό- να αποφύγει την πληρωμή του ακριβούς ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας, επισημαίνεται ότι ο αναιρεσείων κατά το επίδικο διάστημα, εμφάνιζε προς την Δ.Ο.Υ. μειωμένες φορολογητέες εισροές και εκροές της ως άνω εταιρείας, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής του ακριβούς ποσού του φόρου προστιθέμενης αξίας. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση για αμφότερα τα παραπάνω αδικήματα. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως λόγοι, Ανώνυμη εταιρία, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
0
Αριθμός 1265/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεωργά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Π. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2127/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως μετά των από 9 Ιανουαρίου 2015 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 926/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 16-9-2014 (υπ’ αριθμό γενικού πρωτ. 5968/17-9-2014) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ’ αριθμό 2127/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) και γι’ αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ’ αυτής με χρονολογία 9-1-2015 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2 Κ.Π.Δ.), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 3666/10-6-2008 και καταλαμβάνει την επίδικη πράξη, ως εκ του χρόνου τελέσεως της (18-12-2008), ήτοι πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο πρώτο παρ.ΙΕ, υποπαρ.ΙΕ.6 του ν. 4254/7-4-2014 και 32 ν. 4258/14-4-2014, "Υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, για ενέργεια ή παράλειψη του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντα του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ίδιου ή δια μέσου άλλου απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων, που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψη του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, είναι δε αδιάφορο, αν η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ.Α.Π. 6/1998). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του υπαλλήλου, ότι απαιτεί ή δέχεται τα ωφελήματα ή την υπόσχεση αυτών για ενέργεια ή παράλειψη του αναγόμενη ή αντικείμενη στα καθήκοντα του και θέληση αυτού να πράξει τούτο. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ακόμη, ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 3666/10-6-2008 η προβλεπόμενη από το άνω άρθρο αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου στοιχειοθετείται όχι μόνο για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού, αλλά και για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, (στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος), οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, υπ’ αριθμό 2127/2014, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχης της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2 α Π.Κ. ), και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, αναιρετικώς ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκείμενη περίπτωση, από τα παραπάνω αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο μάρτυς κατηγορίας Μ. Κ., άρχισε περί τα μέσα του έτους 2008 να λειτουργεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στην περιοχή των ..., ανέθεσε δε στη μηχανικό Κ. την έκδοση της αδείας λειτουργίας. Η μηχανικός τον ενημέρωσε ότι υπήρχε πρόβλημα και έπρεπε να δοθούν 1800 ευρώ σε υπάλληλο του Δήμου ... για να καταστεί δυνατή η έκδοση της αδείας λειτουργίας. Το Νοέμβριο του έτους 2008 προσήλθε ο ίδιος στο Δήμο ..., στο αρμόδιο τμήμα, όπου η κατηγορουμένη, υπάλληλος της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου Λιοσίων, του υπέδειξε τα απαραίτητα έγγραφα που έπρεπε να προσκομίσει, χωρίς να του ζητήσει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. Ο Κ.Μ. επανήλθε στο Δήμο ... στις 17-12-2008, οπότε η κατηγορούμενη του ανέφερε ότι οι τουαλέτες στο υπόγειο του καταστήματος ήταν παράνομες και του ζήτησε το χρηματικό ποσό των 600 ευρώ, για να μεσολαβήσει ώστε να εκδοθεί άδεια λειτουργίας του καταστήματος, με την παράκαμψη κάθε προβλήματος. Ο Κ.Μ. ενημέρωσε τον αντιδήμαρχο του Δήμου Άνω Λιοσίων και το Αστυνομικό Τμήμα .... Στη συνέχεια από το Αστυνομικό Τμήμα ... προσημειώθηκαν*** χαρτονομίσματα συνολικού ποσού 500 ευρώ, το οποία ο Κ.Μ. τοποθέτησε μέσα σ’ ένα φάκελο με λάστιχα, που περιείχε ένα λευκό φάκελο με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, ένα παράβολο και ένα λογαριασμό της ΔΕΗ και στις 18-12-2008 προσήλθε στο Δήμο ..., στην τεχνική υπηρεσία και παρέδωσε τον παραπάνω φάκελο στην κατηγορούμενη. Η τελευταία, άνοιξε τον φάκελο με τα λάστιχα και αφού είδε το χρήματα είπε στον Κ.Μ. "εντάξει". Η κρίση του Δικαστηρίου για τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ενισχύεται ιδιαίτερα α) από τις ένορκες καταθέσεις του Κ.Μ. τόσο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και από την κατάθεση του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στην αναγνωσθείσα έκθεση πρακτικών της απόφασης 15386/2013 του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και β) από την αναγνωσθείσα ένορκη εξέταση του Υποδιοικητή του Τμήματος Ασφαλείας ..., Δ. Π.. Η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι στις 18-12-2008 είχε σημειωθεί διακοπή ρεύματος στις υπηρεσίες του Δήμου ... και είχαν παύσει να εξυπηρετούν το κοινό. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της κατηγορουμένης δεν αναιρεί τα προαναφερθέντα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά καθώς και τη παράδοση από τον Κ.Μ. και τη λήψη από την κατηγορούμενη του φακέλου που περιείχε το χρηματικό ποσού των 500 ευρώ. Επομένως, αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παθητικής δωροδοκίας του άρθρου 235 παρ. 1 του ΠΚ. Η τελευταία πριν την τέλεση της αποδιδόμενης σ’ αυτήν πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ.". Ακολούθως, στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στα Άνω Λιόσια Αττικής, στις 18-12-2008 Ούσα υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, κατά παράβαση των | καθηκόντων της, ζήτησε και έλαβε άμεσα για τον εαυτό της, οποιασδήποτε φύσεως 1ωφελήματα, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά της. Ειδικότερα τυγχάνουσα υπάλληλος και υπηρετούσα στη τεχνική υπηρεσία του Δήμου ... εκμεταλλευόμενη την ιδιότητά της, στις 18-f2-2008 ζήτησε και έλαβε από τον εγκαλούντα Κ. Μ. το ποσό των [500,00] €υρώ προκειμένου να προωθήσει υπόθεσή του που αφορούσε την έκδοση αδείας λειτουργίας για κατάστημα-αναψυκτήριο στο όνομα του εγκαλούντα, προβαίνοντας έτσι σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά της και ενεργώντας κατά παράβαση αυτών". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά. Ειδικότερα, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το είδος τους (μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα) και απολογία της κατηγορουμένης , από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκθέτει και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Περαιτέρω εκθέτει τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 235 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο και έτσι δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αλληλοσυμπληρώνει το σκεπτικό η ιδιότητα της κατηγορουμένης ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. Α’ του ΠΚ, υπηρετούσας στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου ... και προσδιορίζεται το υπηρεσιακό της καθήκον β) εκτίθεται με σαφήνεια ο σκοπός, για τον οποίον η αναιρεσείουσα ζήτησε και έλαβε από τον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, προκειμένου να προωθήσει υπόθεσή του που αφορούσε την έκδοση αδείας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (αναψυκτηρίου) προβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε ενέργεια που ανάγεται στα νόμιμα καθήκοντά της, τα οποία παρέβη, και γ) σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκθέτει και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το είδος τους (μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης) , χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του το γεγονός δε ότι εξαίρονται οι ένορκες καταθέσεις του μηνυτή τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και η αναγνωσθείσα ένορκη εξέταση του Υποδιοικητή του Τ.Α. ..., Δ. Π., δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, (καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, Αντιδημάρχου κ.λ.π.) ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πρώτος με στοιχεία 1 και 2 και δεύτερος, καθώς και τρίτος των προσθέτων λόγων της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νομίμου βάσεως, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που περιέχονται στους αυτούς ως άνω λόγους, περί του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ως αποδειχθέντα γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκαν, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις των αυτών λόγων, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων στην αίτηση αναιρέσεως, και τους πρόσθετους λόγους μαρτυρικών καταθέσεων των αυτοπτών μαρτύρων του Αντιδημάρχου και άλλων αποδεικτικών μέσων, και δη των απολογιών της στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλήττουν επίσης την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ΚΠΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του, οτιδήποτε δύναται να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 333 παρ.3, 366 και 368 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις, ο λόγος και στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, προκειμένου να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, μόνον όμως, εφόσον το ζητήσουν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί (μετά από προσφυγή τους στο δικαστήριο), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα. Αν όμως, δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Επομένως, ο πρώτος λόγος των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, και παραβίαση του άρθρου 6 παρ.3δ της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ.3 στοιχ.ε’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν.2462/1997), γιατί μετά την ανάγνωση της από 18-12-2008, έκθεσης ένορκης εξέτασης του μάρτυρος Αστυνομικού Δ. Π., ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στην παραπάνω κατηγορουμένη ή στον συνήγορο υπεράσπισής της, προκειμένου να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα τους, χωρίς αναφορά ότι είχε ζητηθεί σχετικά ο λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠΔ, στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ, και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται, πάντως, το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ, δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ’ του ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των κατά την προδικασία ληφθεισών καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στο στάδιο της αναγνώσεως των εγγράφων, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, με αύξ. αριθ. 4, η έκθεση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Δ. Π., χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφανίσεως του στο ακροατήριο. Για την ανάγνωση αυτής, καθώς και των λοιπών εγγράφων, δεν πρόβαλε αντιρρήσεις η κατηγορουμένη ή ο συνήγορος υπεράσπισής της. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, από την ανάγνωση της, έστω και χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεως του μάρτυρα αυτού, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος του δικογράφου προσθέτων λόγων με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 16-9-2014, υπ’ αριθμό γεν. πρωτ. 5968/17-9-2014, αίτηση, της Μ. Π. του Ε., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... και τους από 9-1-2015 Πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 2127/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παθητική Δωροδοκία.. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, ως υπάλληλος της Τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, ζήτησε και έλαβε από τον εγκαλούντα, χρηματικό ποσό, προκειμένου να προωθήσει την υπόθεση του για έκδοση άδειας λειτουργίας καταστήματος-αναψυκτηρίου. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία νόμου. Πλήρης η αιτιολογία της απόφασης. Απόλυτη ακυρότητα. Δεν συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, το γεγονός ότι μετά την ανάγνωση των εγγράφων ο Πρόεδρος δεν έδωσε τον λόγο στην κατηγορουμένη ή το συνήγορο της προκειμένου να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα της, αφού δεν γίνεται επίκληση ότι είχε ζητηθεί σχετικά ο λόγος. Απόλυτη ακυρότητα. Εγγράφων ανάγνωση. Ανάγνωση καταθέσεως απολιπομένου μάρτυρα η οποία είχε ληφθεί κατά την προδικασία. Δεν πρόβαλε αντιρρήσεις η κατηγορουμένη ή ο συνήγορος της και έτσι δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, έστω και χωρίς να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεως του μάρτυρα αυτού, Απορρίπτει αναίρεση και πρόσθετους λόγους.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Δωροδοκία.
2
Αριθμός 1264/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεωργά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο του Λαμπρινή Παπαδούδη, διορισμένη με τις υπ’ αριθμ.59/2015 και 75/2015 πράξεις του Προέδρου του Αρείου Πάγου και 2)Δ. Μ. του Χ., κατοίκου ... που παρέστη με την δικηγόρο του Ευαγγελία Μαράντου, διορισμένη με τις υπ’ αριθμ.157/2014 και 107/2015 πράξεις του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθ.526/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται: α)στην από 29 Ιουλίου 2013 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 28 Σεπτεμβρίου 2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Γ. Τ. και β)στην από 26 Ιουνίου 2014 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 29 Σεπτεμβρίου 2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Δ. Μ., τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 623/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 29-7-2013, με αριθμό 19/2013, αίτηση αναιρέσεως του Γ. Τ., που ασκήθηκε με δήλωση, ενώπιον του Γραμματέως, του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, καθώς και οι επ’ αυτής με χρονολογία 28-9-2015 πρόσθετοι λόγοι, και η από 26-6-2014 (υπ’ αριθμό γενικού πρωτ.4309/26-6-2014), αίτηση αναιρέσεως του Δ. Μ., που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και οι επ’ αυτής με χρονολογία 29-9-2015 πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμό 526/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Α. Επί της πρώτης από τις παραπάνω, από 29-7-2013, αίτησης αναιρέσεως του Γ. Τ., και των επ’ αυτής με χρονολογία 28-9-2015 πρόσθετων λόγων: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ., προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ’ ακολουθία, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων, πρέπει στη αίτηση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κείμενου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Δεν μπορεί δε, ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος από τους παραπάνω αναιρεσείοντες, Γ. Τ., εμφανίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, Μ. Κ., και δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά της υπ’ αρ. 526/2013, απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, για παράβαση των άρθρων 216 παρ.3 και 386 παρ.3 Π.Κ., αναφέροντας σε αυτήν, σε σχέση με τους λόγους αναίρεσης, επακριβώς τα εξής: "ασκεί αναίρεση......για όσους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεσθεί επιπροσθέτως, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους: Για παραβίαση ή εσφαλμένη ερμηνεία διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου, κατ ‘ άρθρο 510 Κ.Π.Δ.". Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως, έτσι όπως διατυπώνεται, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται, σε τι ακριβώς συνίστανται η παραβίαση και η εσφαλμένη ερμηνεία διάταξης είναι αόριστος και εκ τούτου απαράδεκτος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, μετά δε την απόρριψη, ως απαράδεκτης της αίτησης αναιρέσεως, είναι απαράδεκτο και το δικόγραφο των από 28-9-2015 προσθέτων λόγων αναιρέσεως, κατά τα εκτεθέντα. Ο αναιρεσείων, πρέπει να καταδικασθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. Β. Επί της δεύτερης, από τις παραπάνω, αιτήσεως αναιρέσεως, του Δ. Μ., καθώς και των επ’ αυτής με χρονολογία 29-9-2015 πρόσθετων λόγων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 509§2 εδ. α’ του ΚΠΔ, "εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση (άρθρο 473 παρ. 2 και 474 παρ. 2), μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αναίρεσης ημέρα στο γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και συντάσσεται ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα που κατατίθενται• αν δεν τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι". Η προθεσμία των 15 ημερών, στην οποία, κατ’ άρθρο 168§1 εδ. β’ ΚΠΔ, δεν υπολογίζεται η ημέρα καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, και η ημέρα συζητήσεως έχει σκοπό την προπαρασκευή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των άλλων διαδίκων που μετέχουν στη συζήτηση της αναιρέσεως, προκειμένου να αποκρούσουν ή να υποστηρίξουν, ανάλογα με το έννομο συμφέρον τους, τους προσθέτους λόγους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (24-10-2015), συζητήθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η από 26-6-2014, αίτηση αναιρέσεως του Δ. Μ., καθώς και οι επ’ αυτής με χρονολογία 29-9-2015 πρόσθετοι λόγοι, για αναίρεση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Ο παραπάνω αναιρεσείων, κατέθεσε στη Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στις 29-9-2015, το από 29-9-2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως από τη σχετική επισημείωση της αρμόδιας Γραμματέως, παρά πόδας αυτού προκύπτει. Όμως, αυτό έπρεπε να κατατεθεί το αργότερο στις 28-9-2015, ώστε μεταξύ της καταθέσεως και της συζητήσεως των αιτήσεων να παρεμβάλλονται, σύμφωνα με το ημερολόγιο του οποίου γίνεται χρήση, 15 ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται η ημέρα καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, και η ημέρα συζητήσεως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Εφόσον, λοιπόν, δεν τηρήθηκε η νόμιμη προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι του ως άνω αναιρεσείοντος πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη που προαναφέρθηκε, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή (άρθρο473 παρ.2 και 3, 474 παρ. 2 και 3), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Ανεξάρτητα, επομένως, από το ως άνω απαράδεκτο των προσθέτων λόγων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε’ Κ.Π.Δ. μοναδικός λόγος τους, περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, ο οποίος περιλαμβάνεται και στην αίτηση αναιρέσεως που κρίθηκε παραδεκτή, θα εξεταστεί κατωτέρω, ως λόγος αναίρεσης. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ.3 του αυτού άρθρου του ΠΚ, μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ. 2α, β του ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) και ήδη 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ευρώ αναπροσαρμόστηκε με την παρ. 1β του άρθρου 25 του ν. 4055/2012, που άρχισε να ισχύει από 12-3-2012, και είναι ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά κατά το άρθρο 2 Π.Κ. και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως). Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το ποσό των 30.000 ευρώ ορίστηκε με την παρ. 2α του άρθρου 25 του ν. 4055/2012 που όπως προαναφέρθηκε άρχισε να ισχύει από 12-3-2012 και είναι επίσης ευμενέστερη). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάθεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΑΠ Ολ 3/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και ήδη 30.000 ευρώ (το ποσό των 30.000 ευρώ αναπροσαρμόστηκε με την παρ. 2δ’ του άρθρου 25 του ν. 4055/2012 και είναι επίσης ευμενέστερη) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ" και ήδη το ποσό των 120.000 ευρώ (το ποσό των 120.000 ορίστηκε με την παρ. 1ιδ’ του άρθρου 25 του ν. 4055/2012 που επίσης είναι ευμενέστερη). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδαφ. στ’ του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ’ προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ’ επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, όλων όσοι συμπράττουν, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της και οι επιμέρους υλικές ενέργειες καθενός εξ αυτών. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ειδικότερα, σε περίπτωση απάτης, κατά την οποία ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα, συντρέχουν περισσότερες πράξεις και ανακύπτει θέμα απάτης κατ’ εξακολούθηση. Διαφορετική όμως είναι η περίπτωση των συνεχών ψευδών παραστάσεων που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, οπότε πρόκειται για μία μοναδική πράξη απάτης. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος , αναφορά τους , χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού , ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου , οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 526/2013, απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, από κοινού, για τις αξιόποινες πράξεις, α) της κακουργηματικής πλαστογραφίας, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα με ζημία ανώτερη από 30.000 Ευρώ και β) της κακουργηματικής απάτης κατ’ επάγγελμα, με ζημία ανώτερη από 30.000 ευρώ, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις για το 2ο αναιρεσείοντα, του άρθρου 84 παρ.2 α ‘ Π.Κ, σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών ο πρώτος και πέντε (5) ετών ο δεύτερος. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στο ... Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 9 Αυγούστου 2001 έως 13 Σεπτεμβρίου 2001, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και μετά από συν από φάση, κατήρτισαν πλαστά έγγραφα. Ειδικότερα, στους παραπάνω τόπο και χρόνους, ο 2ος απ’ αυτούς Δ. Μ. ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της, έχουσας αντικείμενο την εμπορία αυτοκινήτων, εταιρείας με την επωνυμία "Δ. Χ. Μ. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε." και με το διακριτικό τίτλο "D.M. G.A.R.S. Δ. Χ. Μ. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. ". Είχε, όμως, συμφωνήσει την πώληση και μεταβίβαση της εταιρείας στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, στο παραπάνω χρονικό διάστημα, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο στρατό ξηράς, αλλά, στο τέλος του 2001, επρόκειτο ν’ αποστρατευθεί και, πριν την αποστράτευση του, δεν είχε τη νομική δυνατότητα ν’ αποκτήσει και τυπικά την πιο πάνω εταιρεία. Γιαυτό χρησιμοποιήθηκε οχ αχυράνθρωπος τρίτος άνθρωπος (με το όνομα Κ.), φίλος του πρώτου κατηγορουμένου, στον οποίο ήδη απ’ τις 19 Ιουνίου 2001 μεταβιβάστηκε η επιχείρηση άτυπα (χωρίς να γίνει η σχετική δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), αλλ’ ο δεύτερος κατηγορούμενος (Δ. Μ.) συμφωνήθηκε να παραμείνει στη διαχείριση της επιχείρησης μέχρι την από μέρους του πρώτου κατηγορουμένου εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος (που συμφωνήθηκε σε δόσεις), προκειμένου να εξασφαλιστεί η εξόφληση αυτή. Συγχρόνως, όμως, ουσιαστικός συνδιαχειριστής της εταιρείας αυτής με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ως αφανής εταίρος, ήταν πλέον κι ο 1ος κατηγορούμενος (Γ. Τ.), από κοινού με τον οποίο λαμβάνονταν οι αποφάσεις διαχείρισης κι ο οποίος λάμβανε το μέρος των κερδών που απέμενε μετά την παρακράτηση απ’ το δεύτερο κατηγορούμενο του ποσού που αναλογούσε στην εκάστοτε δόση του τιμήματος της πώλησης της επιχείρησης. Με βάση τις παραπάνω ιδιότητες τους, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, χρησιμοποιώντας φωτοαντίγραφα του δελτίου ταυτότητας και του εκκαθαριστικού σημειώματος του εγκαλούντος Ν. Π., τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή τους με άγνωστο τρόπο, κατήρτισαν, στο όνομα του εγκαλούντος, πλαστές αιτήσεις δανείου, ποσών 4.600.000, 4.500.000 και 4.700.000 δραχμών (και συνοδευτικά αυτών έγγραφα), απευθύνοντας τες στις τράπεζες "...", ‘ "..." και "...." αντίστοιχα, με τις οποίες ο εγκαλών ζητούσε δήθεν να λάβει δάνεια για αγορά, αυτοκινήτων με παρακράτηση κυριότητας από την πιο πάνω εταιρεία, αναγράφοντας στις αιτήσεις όλα τα στοιχεία του (εγκαλούντος), που αντέγραψαν απ’ το φωτοαντίγραφο της ταυτότητας του και θέτοντας την υπογραφή του, κατ’ απομίμηση της γνήσιας υπογραφής αυτού, με σκοπό να παραπλανήσουν τους αρμοδίους υπαλλήλους των τραπεζών αυτών, ώστε, αγνοώντας ότι οι αιτήσεις και τα. προσκομιζόμενα δικαιολογητικά ήταν πλαστά, να χορηγήσουν τα αιτηθέντα δάνεια για αγορά αυτοκινήτων. Πιο συγκεκριμένα, κατήρτισαν απ’ την αρχή τα εξής πλαστά έγγραφα: 1)την υπ’ αριθμ. ... από 9 Αυγούστου 2001 αίτηση δανείου προς τη "...", στην οποία συμπληρώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας του εγκαλούντος και τέθηκε κατ’ απομίμηση η υπογραφή του, ως δήθεν αιτούντος, καθώς και τα συνοδεύοντα την αίτηση έγγραφα, δηλαδή: α)την υπ’ αριθμ. ... από 3 Σεπτεμβρίου 2001 "σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου με παρακράτηση κυριότητας και σύμβαση δανείου ", στην οποία συμπληρώθηκαν τα στοιχεία του εγκαλούντος και τέθηκε, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, κάτω απ’ την ένδειξη "ο οφειλέτης", η υπογραφή του και β)τη χωρίς ημερομηνία πράξη μεταβίβασης αυτοκινήτου, στην οποίο, τέθηκε, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, η υπογραφή του εγκαλούντος, κάτω απ’ την ένδειξη "Ο Αγοραστής", 2)την από 9 Αυγούστου 2001 αίτηση/σύμβαση πώλησης οχήματος με παρακράτηση κυριότητας και χορήγησης δανείου προς τη "...", στην οποία τέθηκε, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, η υπογραφή του εγκαλούντος, κάτω απ’ την ένδειξη "ο/οι αγοραστης/ες", καθώς και τα συνοδεύοντα την αίτηση έγγραφα, δηλαδή: α)τη χωρίς ημερομηνία πράξη μεταβίβασης αυτοκινήτου, στην οποία τέθηκε, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, η υπογραφή του εγκαλούντος, κάτω απ’ την ένδειξη "Ο Αγοραστής" και β)τη χωρίς ημερομηνία "Βεβαίωση μισθοδοσίας", με την οποία βεβαιωνόταν ότι ο εγκαλών εργαζόταν σε επιχείρηση κατασκευής σκαφών, στο ..., με ετήσιες αποδοχές 6.100.000 δραχμών και στην οποία είχε τεθεί σχετική σφραγίδα με τις ενδείξεις ‘ ‘ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΚΑΦΩΝ - ..." και μονογραφή δήθεν του εκπροσώπου της πιο πάνω επιχείρησης, δηλαδή βεβαίωση, η οποία ήταν εξ ολοκλήρου πλαστή, δοθέντος ότι είναι ανύπαρκτη και η δήθεν επιχείρηση κατασκευής σκαφών και η διεύθυνση "...", ενώ ο εγκαλών, κατά το δεύτερο εξάμηνο τον έτους 2001, εργαζόταν, ως β’ μηχανικός, στο υπό ελληνική σημαία πλοίο Μ/Τ ... και ουδέποτε είχε ασχοληθεί με την κατασκευή σκαφών, 3)την από 13 Αυγούστου 2001 αίτηση δανείου - σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου, προς την "... ΤΡΑΠΕΖΑ", στην οποία συμπληρώθηκαν τα στοιχεία του εγκαλούντος και τέθηκε, κατ’ απομίμηση, η υπογραφή του, ως αιτούντος, καθώς και το. συνοδεύοντα αυτήν δικαιολογητικά, δηλαδή: α)την από 16 Αυγούστου 2001 δήθεν δήλωση του εγκαλούντος, με την οποία φερόταν ότι αναλάμβανε την υποχρέωση να προσκομίσει στην τράπεζα αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του αυτοκινήτου, που είχε δήθεν αγοράσει με χρηματοδότηση της τράπεζας αυτής και στην οποία είχε τεθεί, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, η υπογραφή του εγκαλούντος, κάτω απ’ την ένδειξη "Ο/ΟΙ ΔΑΝΕΙΖΟΜΕΝΟΣ/ΟΙ" και β)τη χωρίς ημερομηνία πράξη μεταβίβασης αυτοκινήτου, στην οποία επίσης τέθηκε, κατ’ απομίμηση της γνήσιας, η υπογραφή τον εγκαλούντος, κάτω απ’ την ένδειξη "Ο Αγοραστής". Στη συνέχεια δε, τις επόμενες ημέρες, κατά το χρονικό διάστημα από 9 Αυγούστου 2001 μέχρι 13 Σεπτεμβρίου 2001, έκαναν χρήση των πιο πάνω πλαστών εγγράφων, προσκομίζοντας τα στις προαναφερόμενες τράπεζες, προκειμένου να εγκριθούν και να εκταμιευθούν τα δάνεια αυτά, συνολικού ποσού 13.800.000 δραχμών (ή 40.498,899 ευρώ). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι, ως εκπρόσωποι της προαναφερόμενης εταιρείας και συν διαχειριστές, όπως προαναφέρθηκε, να εισπράξουν όλα τα ποσά των πιο πάνω δανείων απ’ τις δανείστριες τράπεζες, στο όνομα του εγκαλούντος, που εμφανιζόταν ους οφειλέτης, χωρίς να έχουν σκοπό ν’ αποπληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων, και, με τον τρόπο αυτόν, ν’ αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία, τόσο των τραπεζών, που είχαν χορηγήσει το. δάνεια, όσο και του εγκαλούντος, που φαινόταν ως δανειολήπτης των ποσών αυτών. Με τις παραπάνω πράξεις τους (της κατάρτισης πλαστούν εγγράφων και της χρήσης αυτών), οι κατηγορούμενοι, με τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν (των ουσιαστικών συνδιαχειριστών της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ Δ. Χ. Μ. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. " και με το διακριτικό τίτλο "D. C. Δ. Χ. Μ. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. "). ενεργώντας από κοινού και μετά από συν απόφαση κι έχοντας σκοπό ν’ αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικό, μεγαλύτερο των 15.000 (και ήδη 30.000) ευρώ και, πιο συγκεκριμένα 40.498,899 ευρώ, παρέστησαν ψευδώς στις τράπεζες "...", "..." και "..." (με τις οποίες η πιο πάνω εταιρεία συνεργαζόταν για τη δανειοδότηση πελατών της για την αγορά αυτοκινήτων με παρακράτηση της κυριότητας, στα πλαίσια σύμβασης πρακτορείας, που είχε συνάψει μαζί τους, όπως προαναφέρθηκε), ότι ο εγκαλούν Ν. Π., πελάτης δήθεν της εταιρείας τους, προσήλθε στο κατάστημα της, επί της λεωφόρου ... και εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά αυτοκινήτου με χρηματοδότηση από την καθεμιά απ’ τις πιο πάνω τράπεζες και ότι, για το λόγο αυτό, υπέγραψε ενώπιον του 2ου κατηγορουμένου (νομίμου εκπροσώπου κατά νόμο της φερόμενης ως πωλήτριας εταιρείας) αντίστοιχες αιτήσεις δανείου και συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης αυτοκινήτου, τις οποίες και υπέβαλαν στις τράπεζες, συνοδευόμενες από αντίγραφο του δελτίου ταυτότητας και του εκκαθαριστικού σημειώματος του εγκαλούντος του έτους 2000, προκειμένου να εγκριθούν και να εκταμιευτούν τα αντίστοιχα δάνεια, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε ο εγκαλών είχε επισκεφθεί το κατάστημα της παραπάνω εταιρείας και ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αγορά και μάλιστα τριών αυτοκινήτων ταυτόχρονα, οι δε υποβληθείσες αιτήσεις δανείου και τα προσκομισθέντα λοιπά δικαιολογητικά, όπως εκτέθηκε παραπάνω, αποτελούσαν πλαστά έγγραφα, τα οποία είχαν καταρτίσει αυτοί (οι κατηγορούμενοι), με άγνοια του εγκαλούντος. Με τον τρόπο αυτόν, έπεισαν τους αρμοδίους υπαλλήλους των πιο πάνω τραπεζών να εγκρίνουν τη χορήγηση των αιτηθέντων δανείων, ποσών: 4.600.000 δραχμών (από τη "..."), 4.500.000 δραχμών (από τη "...") και 4.700.000 δραχμών (από την "... Τράπεζα"), τα οποίο, και εισέπραξαν αυτοί, ως εκπρόσωποι της διαμεσολαβήτριας εταιρείας, χωρίς να έχουν πρόθεση καταβολής των μηνιαίο)ν δόσεων αποπληρωμής τους, με αποτέλεσμα ν’ αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ύψους, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 13.800.000 δραχμών ή 40.498,899 ευρώ, σε βάρος των τραπεζών που χορήγησαν τα δάνεια, αλλά και του εγκαλούντος, που εμφανίζεται ως ο δανειολήπτης και δήθεν αγοραστής αντιστοίχου αριθμού αυτοκινήτων και κατέστη, με άγνοια του, οφειλέτης του παραπάνω ποσού. Οι παραπάνω πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης συρρέουν αληθώς και δεν απορροφά, η μια την άλλη, γιατί η καθεμιά είναι αυτοτελής, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υπόστασης ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διάπραξης της πλαστογραφίας (Α.Π. 274/2013, Α.Π. 502/2012, Α.Π. 1017/2011, Α.Π. 83/2010 Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ). Οι, περισσότερες από μια, όμως, πράξεις των επί μέρους αδικημάτων της από κοινού πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστών εγγράφων και χρήσης αυτών) και απάτης, που, κατά το. παραπάνω, διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος (της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης), καθόσον τελέστηκαν απ’ τα ίδια πρόσωπα και συνιστούν περισσότερες ομοειδείς πράξεις του ιδίου εγκλήματος (της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης αντίστοιχα), διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μια περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση του εγκλήματος απόφασης (ΑΠ 33/2011, ΑΠ 1358/2010, Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ), ενώ, ενόψει του ότι η προσβολή αφορά περιουσιακά έννομα αγαθά, οι φορείς τους μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπο. (ΑΠ 649/2010). Ενόψει δε των συνθηκών, κάτω απ’ τις οποίες οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τις πιο πάνω πράξεις και, κυρίως, απ’ τον τρόπο που δρούσαν (με επαναλαμβανόμενο οργανωμένο σχέδιο δράσης και μεθοδικότητα των κινήσεων τους) συνάγεται ότι μετέρχονται αυτές κατ’ επάγγελμα, αφού διαπράττουν επανειλημμένως όμοια εγκλήματα, έχοντας διαμορφώσει για το λόγο αυτό την ανάλογη υποδομή, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προς το σκοπό πορισμού εισοδήματος (με την απόσπαση δανείων από διαφορετικές τράπεζες), η συνολική δε από τις πράξεις τους, τόσο όσον αφορά το ένα, όσο και το άλλο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, απειληθείσα ζημιά και το συνολικό όφελος (στο οποίο και απέβλεπαν με τις μερικότερες πράξεις τους οι κατηγορούμενοι και το οποίο λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 98§2 του Π. Κ. ι, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (και των 30.000 ευρώ). Η προαναφερθείσα ιδιότητα των κατηγορουμένων (ως ουσιαστικών συνδιαχειριστών της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ Δ. Χ. Μ. - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. " και με το διακριτικό τίτλο "D. C. Δ. Χ. Μ. -ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε. ", με την έννοια, ειδικότερα, ότι ο δεύτερος είχε την κατά νόμο διαχείριση, αλλ’ οι αποφάσεις λαμβάνονταν από κοινού με τον 1" (Γ. Τ.), ο οποίος λάμβανε το μέρος των κερδών που απέμενε μετά την παρακράτηση απ’ το δεύτερο της εκάστοτε δόσης του τιμήματος της πώλησης της επιχείρησης) κι όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την από κοινού από μέρους τους τέλεση των πιο πάνω πράξεων καπό. το ένδικο χρονικό διάστημα αποδείχτηκαν απ’ το συνδυασμό όλων των προεκτεθέντων αποδεικτικών μέσων. Η παραπάνω ουσιαστική συμμετοχή στις πράξεις αυτές του 1°" κατηγορουμένου με τη μορφή της συναυτουργίας δεν προέκυψε μόνο απ’ την απολογία του συγκατηγορουμένου του, ώστε να τίθεται θέμα του περιορισμού του άρθρου 2J1A του ΚΠΔ, αλλά κι απ’ το. αναγνωσθέντα παραπάνω έγγραφα κι απ’ τα, αναγνωσθέντα επίσης, πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης και, ιδιαίτερα, απ’ τις, περιεχόμενες σ’ αυτά, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Ε. Α. και Χ. Λ.. Γι αυτό κι ο σχετικός ισχυρισμός του πρέπει ν ‘ απορριφθεί ως αβάσιμος] Εξάλλου, η εκ των υστέρων μερική άρση (μείωση) των συνεπειών των πράξεων των κατηγορουμένων, με την απόδοση μέρους του περιουσιακού οφέλους τους, εις τρόπον ώστε αυτό κι η αντίστοιχη ζημιά των παθόντων να μειωθούν σε ποσό μικρότερο των 30.000 ευρώ (που συνιστούν το όριο για τη συνδρομή του κακουργηματικού χαρακτήρα του καθενός απ’ τα ένδικα αδικήματα που θεσπίζεται απ’ τις σχετικές διατάξεις, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους απ’ το άρθρο 25 του ν. 4055/2012 και, ως επιεικέστερες για τους κατηγορουμένους (άρθρο 2 του Π.Κ.), καταλαμβάνουν την κρινόμενη υπόθεση), δεν επιδρά στην κρίση για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των παραπάνω εγκλημάτων, ώστε να καθιστά αυτά. πλημμελήματα, όπως αβάσιμα υποστήριξαν οι κατηγορούμενοι, γιαυτό και οι σχετικοί ισχυρισμοί τους πρέπει ν’ απορριφθούν. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων που τους αποδίδονται". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, της από κοινού πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα με σκοπό το όφελος και τη βλάβη τρίτων που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, και της από κοινού απάτης κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30. 000 ευρώ, καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. γ’ , στ’ 26 παρ.1α, 27 παρ.1 , 94παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ.β’ και 386 παρ.1 και 3εδ. α’ του ΠΚ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία ενόψει και του ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν με τις ευμενέστερες διατάξεις του νεότερου κατά τα άνω, Ν. 4055/2012. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως για την κατ’ εξακολούθηση τέλεση των ως άνω αδικημάτων, είναι αβάσιμη, καθόσον αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η τέλεση του εγκλήματος της απάτης και της πλαστογραφίας εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό οι μερικότερες (αυτοτελείς ) πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, καθώς και η περιουσιακή διάθεση εκάστης τούτων ως αποτέλεσμα χωριστής απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Σε συνέχεια των παραπάνω, με τη διάταξη του άρθρου 406 Α του Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 3904/2010, ορίζεται ότι: "1.Το αξιόποινο των εγκλημάτων των άρθρων 386 έως 406 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. 2.Εάν ο υπαίτιος των πράξεων της παραγράφου 1 μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης, ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, δεν κινείται ποινική δίωξη και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. 3.Ο υπαίτιος των πλημμελημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 386 έως 406, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν, μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντος αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας. ..4....5....". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 386 ΠΚ, το αξιόποινο της απάτης, τόσον στην πλημμεληματική, όσον και στην κακουργηματική της μορφή, εξαλείφεται, εφόσον η πλήρης ικανοποίηση του παθόντος επέλθει πριν ο υπαίτιος εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρχές για την πράξη του ή αν μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης για την πράξη αυτή καταβάλει στον παθόντα αποδεδειγμένα το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, οπότε η ποινική δίωξη δεν κινείται και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Ο υπαίτιος δε του πλημμελήματος της απάτης, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν, μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας.( Α.Π.125/2015, 569/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την επί της ενοχής πρόταση του Εισαγγελέα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε επί λέξει "να θεωρηθεί ότι το ποσό του συνολικού οφέλους και συνολικής ζημίας είναι μικρότερο των 30.000 ευρώ, επειδή έχει εξοφλήσει και ότι, συνεπώς, οι πράξεις του καθίστανται πλημμεληματικές και πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του πελάτη του λόγω παραγραφής". Έτσι όμως όπως διατυπώθηκε ο παραπάνω ισχυρισμός εκ μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου, είναι παντελώς αόριστος, αφού διατείνεται ότι το ποσό του συνολικού οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας είναι μικρότερο των 30.000 ευρώ επειδή έχει εξοφλήσει, χωρίς να προσδιορίζει το ποσό κατά το οποίο εξόφλησε και συνακόλουθα το εναπομένον μετά την εξόφληση όφελος και την αντίστοιχη ζημία. Η παραπάνω αοριστία επιτείνεται και εκ του λόγου ότι, προκειμένης απάτης σε βαθμό κακουργήματος, δεν επικαλείται ότι έλαβε χώρα εντελής ικανοποίηση του παθόντος και δη προ της ασκήσεως της ποινικής δίωξης, επομένως, λόγω των παραπάνω ελλείψεων, δε μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 406 Α του ΚΠΔ., και δη, ως προς την πράξη της απάτης, καθόσον ως προς την πράξη της πλαστογραφίας δεν τυγχάνει εφαρμογής η παραπάνω διάταξη όπως από τη διατύπωσή της συνάγεται. Στον ανωτέρω ισχυρισμό, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει με ειδική αιτιολογία, λόγω της αοριστίας του, παρά ταύτα, το δικαστήριο, τον απέρριψε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρίς να δημιουργείται κάποια ασάφεια, με τις παρακάτω παραδοχές που ήδη αναφέρθηκαν στην κύρια επί της ενοχής απόφαση: " Εξάλλου, η εκ των υστέρων μερική άρση (μείωση) των συνεπειών των πράξεων των κατηγορουμένων, με την απόδοση μέρους του περιουσιακού οφέλους τους, εις τρόπον ώστε αυτό κι η αντίστοιχη ζημιά των παθόντων να μειωθούν σε ποσό μικρότερο των 30.000 ευρώ (που συνιστούν το όριο για τη συνδρομή του κακουργηματικού χαρακτήρα του καθενός απ’ τα ένδικα αδικήματα που θεσπίζεται απ’ τις σχετικές διατάξεις, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους απ’ το άρθρο 25 του ν. 4055/2012 και, ως επιεικέστερες για τους κατηγορουμένους (άρθρο 2 του Π.Κ.), καταλαμβάνουν την κρινόμενη υπόθεση), δεν επιδρά στην κρίση για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης των παραπάνω εγκλημάτων, ώστε να καθιστά αυτά πλημμελήματα, όπως αβάσιμα υποστήριξαν οι κατηγορούμενοι, γι’ αυτό και οι σχετικοί ισχυρισμοί τους πρέπει ν’ απορριφθούν. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων που τους αποδίδονται ". Συνεπώς δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας η σχετική απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ο παραπάνω ισχυρισμός. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι, μετά την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού του, έδει να του χορηγηθεί από το Δικαστήριο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε’ του Π.Κ. ότι δηλαδή συμπεριφέρθηκα καλά μετά την πράξη του, το οποίο δικαιούνταν λόγω της κατά τα άνω καταβολής κάποιου ποσού, (προσήκει εν προκειμένω το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 δ’ , ότι δηλαδή επεδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του), είναι αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό για χορήγηση του παραπάνω ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε’ , που επικαλείται στο δικόγραφο της αναίρεσης, παρά μόνο του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 α του Π.Κ. του προτέρου εντίμου βίου, το οποίο και του χορηγήθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο δεν ήταν υποχρεωμένο αυτεπάγγελτα να προβεί σε χορήγηση και του έτερου ελαφρυντικού που επικαλείται ο αναιρεσείων με το δικόγραφο της αναίρεσής του. Επομένως, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττεται με αυτούς η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για το κεφάλαιο της ενοχής αλλά και για την απόρριψη του ισχυρισμού περί εξόφλησης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 386 παρ. 1, 3 ΠΚ είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν είχε συμμετοχή στις ως άνω πράξεις , ουδέποτε εισέπραξε το ποσό των δανείων, απλά παρέμεινε στη διαχείριση της εταιρείας για ένα μικρό διάστημα, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας επί των εκτεθέντων αποδεικτικών μέσων και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία και η ένδικη αίτηση αναιρέσεως του Δ. Μ., και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α. Απορρίπτει, την από 29-7-2013, με αριθμό 19/2013, αίτηση αναιρέσεως του Γ. Τ., κατοίκου ..., οδός ..., καθώς και τους επ’ αυτής με χρονολογία 28-9-2015 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 526/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Β. Απορρίπτει, την από 26-6-2014 (υπ’ αριθμό γενικού πρωτ.4309/26-6-2014) αίτηση αναιρέσεως του Δ. Μ., κατοίκου ..., καθώς και τους επ’ αυτής με χρονολογία 29-9-2015 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της αυτής ως άνω, υπ’ αριθμό 526/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Καταδικάζει έκαστο των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Περίληψη: Κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα άνω των 30.000 €. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Χρήση φωτοαντιγράφων δελτίου ταυτότητας και εκκαθαριστικού σημειώματος του μηνυτή σε Τράπεζες για λήψη Δανείων. Ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος στους υπαλλήλους των Τραπεζών για χορήγηση των αιτηθέντων δανείων. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Μερική εξάλειψη του αξιοποίνου με μερική εξόφληση (άρθ. 406Α ΠΚ). Προϋποθέσεις. Αόριστος ο σχετικός ισχυρισμός. Άσκηση ενδίκων μέσων. Στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, πρέπει με τρόπο σαφή και ορισμένο να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτή. Για την εγκυρότητα του δικογράφου, απαιτείται η ύπαρξη έστω και ενός ισχυρού λόγου. Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση ως απαράδεκτη, λόγω πλήρους αοριστίας του αναιρετικού λόγου που προβάλλεται με αυτήν. Απορρίπτει και τους πρόσθετους λόγους γιατί προϋποθέτουν παραδεκτή άσκηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως λόγοι, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 1263/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεωργά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 και 9 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου W. R. - J. του J., Πολωνού υπηκόου, κατοίκου ..., ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ’ αριθμ. 75/2015 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 9-6-2010 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε από το περιφερειακό Δικαστήριο του LOTZ Πολωνίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 24/5 Αυγούστου 2015 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Νικόλαου Χρονά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1077/2015. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και δήλωσε ότι υπάρχουν οι προβλεπόμενες εγγυήσεις του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 3251/2004. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα κατά της οριστικής αποφάσεως του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτή. Επομένως, η κρινόμενη με αριθμ. εκθ. 24/5-8-2015 νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα έφεση του εκζητουμένου αλλοδαπού, κατά της με αρ. 75/4-8-2015 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία τούτο διέταξε την εκτέλεση του με αρ. XVIII KOP 69/10 από 09-06-2010 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Δικαστικών Αρχών Lotz Πολωνίας κατά του εκκαλούντος Ρουμάνου υπηκόου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατ’ ουσίαν. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, κατά δε το άνω άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Eισαγγελέα εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α’ του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12)μηνών. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, από τα με αριθ. 75/4-8-2015 πρακτικά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σε συνδυασμό με όσα ο ίδιος ο εκζητούμενος εξέθεσε στο Εφετείο και παριστάμενος αυτοπρόσωπα εξέθεσε επίσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του με αρ. XVIII KOP 69/10 από 09-06-2010 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Δικαστικών Αρχών Lotz Πολωνίας κατά του άνω εκκαλούντος Πολωνού υπηκόου. Το ως άνω Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση, εκδόθηκε προκειμένου ο εκζητούμενος R. W. J. του J. να συλληφθεί και να προσαχθεί ενώπιον της δικαστικής αρχής του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Lotz Πολωνίας που εξέδωσε το με αρ. XVIII KOP 69/10 από 09-06-2010 Eυρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης των Δικαστικών Αρχών 18ΟΥ Ποινικού Τμήματος Lotz και Πρωτοδικείου Zgierz της Πολωνίας, εκτός άλλων, που αφορούσαν έκτιση ποινών καταδικαστικών αποφάσεων και για να διωχθεί ποινικά στην Πολωνία για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης με χρήση εγγράφου που περιλαμβάνει αναλήθεια και για απάτη κατ’ εξακολούθηση σε βάρος Τράπεζας, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2, 13 παρ.1, 286 παρ.1 και 273 του ΠΚ Πολωνίας , με προβλεπόμενη ποινή στερητική της ελευθερίας μέχρι οκτώ ετών και των άρθρων 42 παρ.1, 46 παρ. 1 α, 98 και 386 του Ελληνικού ΠΚ, που προβλέπει ποινή φυλακίσεως πέντε ετών, πράξεις για τις οπίες δεν έχει γίνει ακόμα δίκη στην Πολωνία. Το ένδικο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, φέρει ημεροχρονολογία εκδόσεως, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστικού λειτουργού που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία των διατάξεων στις οποίες βασίστηκε η δίωξη και η έκδοση εντάλματος περί σύλληψης, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιoποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, το πλαίσιο της προβλεπόμενης ποινής, ο τόπος, ο χρόνος και οι περιστάσεις τελέσεως των άνω αξιοποίνων πράξεων, η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου και η προβλεπόμενη ποινή φυλακίσεως, το ανώτατο όριο της οποίας είναι οκτώ ετών ήτοι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και επομένως πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητάς του κατά το Ν. 3251/2004. Προσθέτως, οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ζητείται για να διωχθεί στην Πολωνία ο εκζητούμενος, εμπίπτουν σε εκείνες τις πράξεις, για τις οποίες, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 περιπτ. α’ και κ’ του Ν. 3251/2004, επιτρέπεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου και με μόνη προϋπόθεση να τιμωρείται στο κράτος εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ως προς το ανώτατο όριό τους, περίπτωση η οποία κατά τα παραπάνω συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού τα παραπάνω αδικήματα τιμωρούνται στην Πολωνία κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Πολωνικού ΠΚ με ποινή φυλακίσεως μέχρι 8 ετών. Τέλος, συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 5 και 10 του Ν. 3251/2004 θετικές προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκτέλεση του άνω εντάλματος, ενώ δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ίδιου νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεσή του, για τις προαναφερόμενες πράξεις που ζητείται να διωχθεί ο εκζητούμενος εκκαλών. Συνεπώς, αφού κατά τα προεκτεθέντα συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με την προσβαλλόμενη 75/4-8-2015 απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 παρ. 1,2 εδ.ιγ, 11 περ.ζ και 19 παρ.1,3 του Ν.3251/2004, ορθά όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους ο εκζητούμενος - εκκαλών επικαλείται ότι δεν πρέπει να εκδοθεί, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ο ισχυρισμός και σχετικός λόγος εφέσεως του εκκαλούντος περί παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω και είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ’ του Ν. 3251/2004, η παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής, που κωλύει την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, λαμβάνεται υπόψη όταν η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, (άρθρ. 5,6,7 και 8 του ΠΚ με τα οποία ορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων), γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού η αξιόποινη πράξη τελέστηκε από αλλοδαπό στην Πολωνία και η ποινική δίωξη έγινε από τις δικαστικές αρχές της Πολωνίας(ΑΠ 399/2015). Επίσης απορριπτέος είναι και ο λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο, ο εκζητούμενος δεν τέλεσε τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις και το ένταλμα δεν συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία ενοχής, διότι το Συμβούλιο Εφετών ουδόλως ελέγχει την ύπαρξη ή όχι στοιχείων ενοχής του εκζητουμένου για τις πράξεις, για τις οποίες εκζητείται, καθόσον τα άνω στοιχεία ενοχής δεν αποτελούν περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά το άρθρον 2 παρ. 1 Ν. 3251/2004 και όταν ζητείται η έκδοση αλλοδαπού με βάση την Ε.Σ.Ε., οπότε δεν έχουν εφαρμογή τα άρθρα 443 παρ. 1 και 450 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για την έκδοση δεν έχει εξουσία να ερευνήσει αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητούμενου για την κατηγορία που αποδίδεται σ’ αυτόν. (ΑΠ 311/2015, 2166/2009, 1814/2008). Τέλος, ο λόγος εφέσεως, περί συνδρομής δεδικασμένου από την επικαλούμενη με αρ. 437/29-2-2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αποφάνθηκε αρνητικά κατά της εκδόσεώς σε προηγούμενο αίτημα της Πολωνίας για έκτιση ποινής δυνάμει δικαστικών αποφάσεων και ότι θάπρεπε να εκδοθεί άλλο ένταλμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος δικάσας τη με αρ. 37/21-12-2011 έφεση του πιο κάτω εκζητουμένου κατά της με αριθμό 127/21-12-2011 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σε προηγούμενη σύλληψη του ιδίου Πολωνού Υπηκόου, αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση να εκδοθεί ο ίδιος σημερινός εκκαλών εκζητούμενος στις δικαστικές αρχές της Πολωνίας για εκτέλεση του ιδίου, με στοιχεία και με αριθμό XVIII ΚΟΡ. 69/2010 από 09.06.2010 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το 18° Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου του LODΖ Πολωνίας σε βάρος του ιδίου ως άνω Πολωνού υπηκόου, προκειμένου να συλληφθεί και να προσαχθεί ο εκζητούμενος ενώπιον της δικαστικής αρχής που εξέδωσε το ένταλμα για να εκτίσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν συνολικού ύψους ενός έτους και έξη μηνών, δυνάμει των εξής δικαστικών αποφάσεων: 1) Της με αριθμό VI Κ 457/2004 από 01.04.2005 Απόφασης του Πρωτοδικείου LODΖ - SRODMIESCIE Πολωνίας 2) Της με αριθμό VI Κ 155/05 από 01.07.2008 Απόφασης του τοπικού Δικαστηρίου ΖGIERZ Πολωνίας και 3) Της με αριθμό Κ 572/04 από 11.08.2004 Απόφασης του Τοπικού Δικαστηρίου της πόλεως LODG - WIDZEW Πολωνίας. Οι ως άνω ποινές επιβλήθηκαν για τις εξής πράξεις: α) απόπειρα απάτης με χρήση εγγράφου που περιλαμβάνει αναλήθεια. (άρθρο 13 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 286 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 273 του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα), β) απάτη (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), γ) απάτη (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), δ) πιστωτική απάτη κατά συρροή (άρθρο 297 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 12 Ποινικού Κώδικα), ε) πιστωτική απάτη (άρθρο 297 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), στ) απάτη κατά συρροή (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 12 Ποινικού Κώδικα), ζ) οδήγηση μηχανικού οχήματος σε κατάσταση μέθης και παρά την σχετική απαγόρευση με δικαστική απόφαση (άρθρο 178α παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 244 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παράγραφος 2 Ποινικού Κώδικα) και η) οδήγηση μηχανικού οχήματος σε κατάσταση μέθης (άρθρο 178α παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από: α) Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 286 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 273 του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα), β) απάτη (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), γ) απάτη (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), δ) πιστωτική απάτη κατά συρροή (άρθρο 297 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 12 Ποινικού Κώδικα), ε) πιστωτική απάτη (άρθρο 297 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα), στ) απάτη κατά συρροή (άρθρο 286 παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 12 Ποινικού Κώδικα), ζ) οδήγηση μηχανικού οχήματος σε κατάσταση μέθης και παρά την σχετική απαγόρευση με δικαστική απόφαση (άρθρο 178α παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 244 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παράγραφος 2 Ποινικού Κώδικα) και η) οδήγηση μηχανικού οχήματος σε κατάσταση μέθης (άρθρο 178α παράγραφος 1 Ποινικού Κώδικα). Ο Άρειος Πάγος συγκεκριμένα στο διατακτικό της αποφάσεώς του, αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση να παραδοθεί ο εκζητούμενος στις Δικαστικές αρχές της Πολωνίας προς εκτέλεση του με αριθμό XVIII KOΡ. 69/2010 από 09.06.2010 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από το 18° Ποινικό Τμήμα του Περιφερειακού Δικαστηρίου του LODZ Πολωνίας σε βάρος του Πολωνού υπηκόου, προκειμένου να συλληφθεί και να προσαχθεί (ο εκζητούμενος) ενώπιον της δικαστικής αρχής που εξέδωσε το ένταλμα για να εκτίσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν συνολικού ύψους ενός έτους και έξι μηνών, δυνάμει των εξής αποφάσεων: 1) Της με αριθμό VI Κ 457/2004 από 01.04.2005 Απόφασης του Πρωτοδικείου LODZ-SRODMIESCIE Πολωνίας, 2) Της με αριθμό VI Κ 155/05 από 01.07.2008 Απόφασης του τοπικού Δικαστηρίου ΖGIERZ Πολωνίας και 3) Της με αριθμό Κ 572/04 από 11.08.2004 Απόφασης του Τοπικού Δικαστηρίου της πόλεως LODG-WIDZEW Πολωνίας και στη συνέχεια διέταξε την εκτέλεση, με επιμέλεια του αρμόδιου Εισαγγελέα, της πιο πάνω ποινής φυλάκισης του ενός έτους και έξι μηνών που του επιβλήθηκε, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και δεν αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να εκδοθεί στην Πολωνία για να διωχθεί ποινικά για τις έτερες δύο ως παραπάνω αξιόποινες πράξεις, που δεν περιλαμβάνονται στις πράξεις για τις οποίες χώρισαν οι ως άνω καταδίκες του εκζητουμένου, που απετέλεσαν και αντικείμενο της προηγούμενης δίκης στον Άρειο Πάγο. Συνεπώς δε συντρέχει περίπτωση δεδικασμένου και το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς δεν έσφαλε και συνακολούθως οι σχετικοί λόγοι εφέσεως και η έφεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). Έξοδα δικαστικά επιβάλλονται στη διαδικασία έκδοσης, κατ’ άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ, και όταν γίνεται με βάση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, η δε πρόβλεψη του άρθρου 37 του Ν. 3251/2004, ότι η δαπάνη έκδοσης βαρύνει το κράτος, δεν αφορά και στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει κατ’ ουσία τη με αριθ. εκθ. 24/5-8-2015 έφεση του W. R. J. του J., υπηκόου Πολωνίας, κατοίκου ..., κατά της με αριθμ. 75/4-8-2015 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίστηκε η σε βάρος του εκτέλεση του με αρ. XVIII KOP 69/10 από 09-06-2010 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Δικαστικών Αρχών της Πολωνίας, του 18ου Ποινικού Τμήματος Περιφερειακού Δικαστηρίου Lotz και Πρωτοδικείου Zgierz της Πολωνίας, οδός ..., προκειμένου να εκτελεστεί στην Πολωνία το παραπάνω ένταλμα σύλληψης για να δικαστεί ο εκζητούμενος στην Πολωνία για τις δύο στο σκεπτικό αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης με χρήση εγγράφου που περιλαμβάνει αναλήθεια και για απάτη κατ’ εξακολούθηση. Και. Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση - υπηκόου Πολωνίας σε Δικ. Αρχές Πολωνίας, για να διωχθεί εκεί για αξιόποινες πράξεις, με βάση Ευρωπ. Ένταλμα Σύλληψης. Απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη η έφεση.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 1224/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ζαφειρόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 34130/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 133/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ’ αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενος σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νομό ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α’ του ΚΠΔ, με την οποία ορίζεται ότι στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσον εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ίδιου Κώδικα, που προβλέπει ως λόγο αναιρέσεως την υπέρβαση εξουσίας, σαφώς συνάγεται ότι τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν επί εφέσεως του καταδικασθέντος πρωτοδίκως, το Εφετείο καταδίκασε τον εκκαλούντα για έγκλημα βαρύτερο εκείνου για το οποίο είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως, έστω και αν επέβαλε την ίδια ή ακόμη και μικρότερη ποινή από την επιβληθείσα πρωτοδίκως. Είναι δε βαρύτερο το έγκλημα και επηρεάζεται σαφώς η επιβλητέα κατ’ άρθρο 79 ΠΚ ποινή και όταν, επί παράβασης του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, ο κατηγορούμενος ενώ στον πρώτο βαθμό έχει καταδικασθεί για μη καταβολή σε εργαζόμενο αυτού δεδουλευμένων αποδοχών ορισμένου ύψους ποσού και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που επιλαμβάνεται μετά από έφεση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, κηρύσσει ένοχο τον εκκαλούντα κατηγορούμενο για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών ποσού πολύ μεγαλύτερου εκείνου που κατηγορείται και καταδικάστηκε στον πρώτο βαθμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 34130/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, ως νόμιμο εκπρόσωπο επιχείρησης ΑΕ, μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, κατ’ εξακολούθηση, στον εργαζόμενο νυχτοφύλακα Σ. Ν. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα, και σε χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "...’ S ΑΕ" που εδρεύει στον ... Αττικής και διαθέτει διάφορα καταστήματα στην Ελλάδα. Στην προκειμένη περίπτωση στο κατάστημα της ..., όπου υπεύθυνος λειτουργίας και διευθυντής είναι ο Ν. Φ., ο κατηγορούμενος προσέλαβε τέλη του 2003 τον Σ. Ν., προκειμένου να εργαστεί ως νυχτοφύλακας εξωτερικού χώρου από τις δέκα το βράδυ έως τις έξι το πρωί. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο εν λόγω εργαζόμενος απασχολούνταν μερικώς και όχι με πλήρες ωράριο, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε, άλλωστε οι ανάγκες φύλαξης της συγκεκριμένης επιχείρησης ήταν διαρκείς. Ούτε αποδείχτηκε ότι ο εργαζόμενος παρείχε ανεξάρτητες υπηρεσίες, αφού ο κατηγορούμενος καθόριζε τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας του. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχτεί ένοχος του ότι: με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης με την επωνυμία "...S’ ΑΕ", αν και απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή τον Σ. Ν. ως νυχτοφύλακα, από 1-1-2007 μέχρι 18-3-2010, δεν κατέβαλε μέχρι και της 15-6-2010 το χρηματικό ποσό των 108.732,49 ευρώ συνολικά, που αφορά 35.040,00 ευρώ σε δεδουλευμένες αποδοχές, 18.069,99 ευρώ, ως αμοιβή νυχτερινής εργασίας, 23.761,00 ευρώ, ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Σαββάτου και 31.861,50 ευρώ , ως δεδουλευμένες αποδοχές Κυριακής, αν και του τα όφειλε, συνεπεία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που είχαν μεταξύ τους καταρτίσει". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στο ... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 έως 18-3-2010με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος. Με πρόθεση, παρέβηκε τις διατάξεις του άρθρου μόνο του Α.Ν. 690/1945 κατά τις οποίες "Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα, με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.Δ.". Συγκεκριμένα με την ιδιότητα του υπευθύνου νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης ...S ΑΕ εστιατόρια επί της οδού ... και ... τον Ν. Σ. ως νυχτοφύλακα από 1-1-2007 μέχρι 18-3-2010 δεν κατέλαβε μέχρι και της 15-6-2010 το χρηματικό ποσό των 108.732, 49 ευρώ συνολικά που αφορά 35.040,00 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές 18.069,99 ευρώ ως αμοιβή νυχτερινής εργασίας 23.761,00 ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Σαββάτου 31.861,50 ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Κυριακής αν και του τα ώφειλε, συνέπεια της σύμβασης και της σχέσης εργασίας ως αποδοχές τις προαναφερθείσας κατηγορίας". Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τη βασιμότητα ή μη προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι κατά του ήδη αναιρεσείοντος Κ. Τ. ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της παράβασης του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995 κατ’ εξακολούθηση, ήτοι της μη καταβολής μέχρι 15-6-2010, δεδουλευμένων αποδοχών ορισμένου ποσού, για το χρόνο απασχόλησης εργαζομένου νυχτοφύλακα από 1-1-2007 μέχρι 18-3-2010 Ακολούθως, με την με αριθ. 11600//2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και συγκεκριμένα για μη καταβολή στον εργαζόμενο νυχτοφύλακα της ανώνυμης εταιρείας που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος δεδουλευμένων αποδοχών συνολικού ποσού 74.363,71 ευρώ, που αφορά 31.941,47 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές, 15.297,09 ευρώ ως αμοιβή νυχτερινής εργασίας, 7.286,75 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές Σαββάτου και 19.838,40 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Κυριακής, ήτοι ποσών μικρότερων εκείνων που κατηγορήθηκε, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των οφειλομένων ποσών και ο αναιρεσείων άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθ. 34130/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την ίδια ως άνω αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945 κατ’ εξακολούθηση και επέβαλε σ’ αυτόν την ίδια ως παραπάνω ποινή φυλακίσεως και χρηματική ποινή, πλην κατά τα παραπάνω δέχθηκε και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για μη καταβολή στον ίδιο νυχτοφύλακα εργαζόμενο της εταιρείας πολύ μεγαλύτερων ποσών δεδουλευμένων αποδοχών, από τα ποσά εκείνα που καταδικάστηκε στον πρώτο βαθμό και δη για το ότι δεν κατέβαλε η ΑΕ που νόμιμα εκπροσωπούσε ο εκκαλών κατηγορούμενος στον ίδιο νυχτοφύλακα μέχρι και της 15-6-2010, για το ίδιο χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι 18-3-2010 το συνολικό χρηματικό ποσό των 108.732,49 ευρώ, που αφορά 35.040,00 ευρώ σε δεδουλευμένες αποδοχές, 18.069,99 ευρώ ως αμοιβή νυχτερινής εργασίας, 23.761,00 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Σαββάτου και 31.861,50 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές Κυριακής, αντί συνολικού ποσού μη καταβληθεισών δεδουλευμένων αποδοχών 74.363,71 ευρώ, που καταδικάστηκε στον πρώτο βαθμό. Έτσι, όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέστησε χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος κατηγορουμένου, γιατί τον καταδίκασε για έγκλημα βαρύτερο, κατά την προαναφερθείσα έννοια, από εκείνο για το οποίο καταδικάστηκε αυτός στον πρώτο βαθμό και επομένως, ανεξάρτητα του ότι επέβαλε την ίδια ακριβώς ποινή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, γιατί άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και με ενοχή μη καταβολής πολύ μεγαλύτερου ποσού δεδουλευμένων αποδοχών, από ό,τι στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ, το Δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, θα επηρεασθεί πολύ από το συγκεκριμένο ύψος των πράγματι μη καταβληθέντων και καθυστερούμενων δεδουλευμένων αποδοχών κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα επιβάλει. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ. Εδώ, λεκτέον ότι, αφού η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό στις 23-9-2014, δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής καμιάς από τις επί μέρους πράξεις, αφού από τον Ιανουάριο του 2004 μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (23.3.2011) δεν είχε παρέλθει οκταετία (5+3 και είναι ζήτημα ουσίας, πότε έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους οφειλόμενο ποσό, πράγμα που θα διερευνήσει το Δικαστήριο της ουσίας. Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της για να ερευνηθεί η όλη υπόθεση και προσδιορισθεί αναλυτικά εκ νέου το ποσό των τυχόν οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών, με την επιφύλαξη τυχόν μεσολαβούσης παραγραφής και με δέσμευση, εκ του άρθρου 470 ΚΠΔ, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που θα επανασυζητήσει την υπόθεση, ως προς τα μη καταβληθέντα ποσά οφειλών, όπως προσδιορίστηκαν στον πρώτο βαθμό, δεδουλευμένων αποδοχών συνολικού ποσού 74.363,71 ευρώ, που αφορά 31.941,47 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές, 15.297,09 ευρώ ως αμοιβή νυχτερινής εργασίας, 7.286,75 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές Σαββάτου και 19.838,40 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές ημέρας Κυριακής, και περαιτέρω πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθ. 34130/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο εκ του 510 παρ.1 Η ΚΠΔ λόγος αναίρεσης υπέρβασης εξουσίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέστησε χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος κατηγορουμένου, γιατί τον καταδίκασε για έγκλημα βαρύτερο, από εκείνο για το οποίο καταδικάστηκε αυτός πρωτοδίκως και επομένως, ανεξάρτητα του ότι επέβαλε την ίδια ακριβώς ποινή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, γιατί άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και με ενοχή μη καταβολής σε εργαζόμενο πολύ μεγαλύτερου ποσού δεδουλευμένων αποδοχών, από ό,τι στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ, το Δικαστήριο την για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, θα επηρασθεί πολύ από το ύψος των καθυστερούμεων αποδοχών.
Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου
Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 1222/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)A. R. του R., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Απατσίδη, και 2)S. T. του D., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολακόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.822/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Φεβρουαρίου 2015 και 16 Φεβρουαρίου 2015 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 337/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, α) Η από 26-2-2015 (υπ’ αριθμό γεν. πρωτ. 174/2015) αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και β) η από 16-2-2015 (υπ’ αριθμό πρωτ. 10/2015) αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Μαλανδρίνου των, 1) (A. R. του R. και 2) S. T. του D. αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 822/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίες είναι παραδεκτές (άρθρα 473 παρ. 2, 474 παρ. 1εδ.β, 2 και 3, Κ.Π.Δ.) και πρέπει να ερευνηθούν κατ’ ουσία, αφού συνεκδικαστούν ως συναφείς. ΙΙ. Κατά την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται όποιος: " α) .... β) Πωλεί, αγοράζει ναρκωτικά ή μεσολαβεί σε κάποια από τις πράξεις αυτές...... ζ) Κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του ιδίου ως άνω νόμου "με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα (29.412) ευρώ μέχρι πεντακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε (588.235) ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22 αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τελέσεως μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ’ και ζ’ του ΠΚ". Με το νέο νόμο περί ναρκωτικών 4139/20-3-2013, "νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις", (με το άρθρο 100 του οποίου καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013), ο ανωτέρω ν. 3459/2006, εκτός από τα άρθρα 1 παρ.1, 58 και 61 αυτού) ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις και ειδικότερα διατηρούνται τα ενδιαφέροντα τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς. Έτσι με το άρθρο 20 παρ. 1 του νέου αυτού νόμου, τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως τοιαύτης νοούμενης, κατά την παράγραφο 2, κάθε πράξης με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 αυτού. Ειδικότερα κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του παραπάνω ν. 4139/2013, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ". Με την παράγραφο 2 καθορίσθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τέλεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εισαγωγή, αγορά, κατοχή, μεταφορά και πώληση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 23, Ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις, 1) . ... 2) Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α) όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ". Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων, ειδικότερα δε του άρθρου 23 του ΚΝΝ και του αντιστοίχου άρθρου, του μετά τη έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στις 28/2/2014, ισχύοντος νέου νόμου 4139/20-3-2013, που ρυθμίζουν τη ποινική μεταχείριση του δράστη των πράξεων του άρθρου 20 ήτοι και της κατοχής πώλησης ή οργάνωσης ή διεύθυνσης δραστηριοτήτων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, όταν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, προκύπτει ότι για την εφαρμογή, της διατάξεως του 23 του ΚΝΝ αρκούσε η συνδρομή μιας εκ των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων και η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, μετά όμως την ισχύ του νέου νόμου 4139/2013, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του άρθρου 23 η συνδρομή της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της πράξεως αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ως νέα, αναγκαία πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση και όχι ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, του προσδοκώμενου οφέλους, το οποίο πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ. Η νέα διάταξη του άρθρου 23 του ν. 4139/2013, κατά το μέρος με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την ιδιαίτερη μεταχείριση του δράστη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (κατοχής και πώλησης ή οργάνωσης ή διεύθυνσης σ’ αυτές), δηλαδή, εκτός από την κατ’ επάγγελμα διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών απαιτείται και το προσδοκώμενο όφελος, ποσού άνω των 75.000 ευρώ, είναι ευνοϊκότερη της προηγουμένης ρυθμίσεως και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής της. Τούτο δε, διότι ο νέος νόμος είναι επιεικέστερος κατά τούτο για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι απαιτεί σωρευτικά συνδρομή επί πλέον της κατ’ επάγγελμα τελέσεως και της επιβαρυντικής περιστάσεως του άνω προσδοκώμενου οφέλους, το οποίο δεν προέβλεπε ο ΚΝΝ. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, όλων όσοι συμπράττουν, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της και οι επιμέρους υλικές ενέργειες καθενός εξ αυτών. ΙV. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ’ αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα , ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. V. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). VI. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμό 822/2014 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, για την πράξη της κατά συναυτουργία διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα των πράξεων αγοράς κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, χωρίς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων, κατ’ εφαρμογή του νεότερου κατά τα άνω και επιεικέστερου κατά το σημείο αυτό νόμου, σε ποινή κάθειρξης είκοσι (20) ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ έκαστος, ενώ διατάχθηκε και η απέλασή τους από τη χώρα μετά την οριστική έκτιση της ποινής. Ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις αρχές Οκτωβρίου 2008 στο τμήμα γενικών υποθέσεων της υποδιεύθυνσης δίωξης ναρκωτικών περιήλθαν ανώνυμες πληροφορίες ότι άτομο Αλβανικής υπηκοότητας με το όνομα Σ. μαζί με συμπατριώτες του, διακινούσε ναρκωτικές κατά την έννοια του νόμου ουσίες διαφόρων ειδών, ότι κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο μάρκας MERCEDES και σύχναζε σε καφετέρια επί της οδού ... στην ..., όπου συναντιόταν με νεαρό Αλβανό που συχνά και αυτός στην ίδια καφετέρια. Κατόπιν των πληροφοριών αυτών εξακρίβωσαν ότι το άτομο με το όνομα Σ., ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος S. T., ο οποίος κατοικούσε στην οδός ... Επίσης εξακρίβωσαν τα στοιχεία του νεαρού συνεργάτη του, ήτοι του δεύτερου κατηγορούμενου A. R. που κατοικούσε στην ... και άρχισαν να τους παρακολουθούν. Αρχές Νοεμβρίου 2008 τους εντόπισαν να μεταβαίνουν με το ως άνω αυτοκίνητο στην Λεωφόρο .... Όμως έκριναν πως δεν είχαν τις προϋποθέσεις για αποτελεσματική επέμβαση γι’ αυτό προέβησαν σε τοιαύτη άρχισαν όμως να παρακολουθούν επί πλέον της κατοικίας του πρώτου κατηγορουμένου (οδός ...) και την Λεωφόρο ... Στις 10-11-2008 και περί ώρα 11.30 είδαν τον δεύτερο κατηγορούμενο να μεταβαίνει με το ως άνω αυτοκίνητο στην κατοικία του πρώτου (οδός ...) στη συνέχεια εξήλθαν μαζί, επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς τον ..., όπου συνάντησαν στην οδό ... νεαρό άτομο που ήταν ο συγκατηγορούμενος τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου V. E. ο οποίος, κατοικούσε στο νούμερο 82 της ως άνω οδού (...). Ο τελευταίος τους άφησε να περιμένουν, εισήλθε στην οικία του, εξήλθε μετά από λίγο κρατώντας μία νάιλον σακούλα σκουπιδίων, την οποία έδωσε στον δεύτερο κατηγορούμενο, που ήταν συνοδηγός και αυτός την τοποθέτηση στο πορτμπαγκαζ του αυτοκινήτου. Τότε, ορισμένοι από τους αστυνομικούς παρέμειναν εκεί παρακολουθώντας τις κινήσεις του τρίτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατηγορουμένου, άλλοι δε ακολούθησαν το αυτοκίνητο, το οποίο κατευθύνθηκε στην οδό ..., όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέβηκε στο διαμέρισμά και άφησε τη σακούλα. Εν τω μεταξύ συνελήφθη ο ως άνω τρίτος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατηγορούμενος στο ... οι δε δύο κατηγορούμενοι στην προκείμενη υπόθεση συνελήφθησαν στο ... Αττικής. Μετά την σύλληψή τους κατά τις νομότυπες έρευνες που επακολούθησαν βρέθηκαν: α)Στην οικία της οδού ... αρ…., 38 δέματα με κάνναβη συνολικού μικτού βάρους 36.960 γραμ. και δύο νάιλον σακουλάκια με ηρωίνη συνολικού μικτού βάρους 171,5 γραμ. β)Στο δώμα επί της Λεωφ.... ποσότητα ηρωίνης στερεής μορφής συνολικού μικτού βάρους 4616 γραμ. συσκευασμένη σε εννέα αυτοσχέδια πακέτα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία, ποσότητα κοκαΐνης στερεής μορφής 564 γραμ. συσκευασμένη σε επτά αυτοσχέδια πακέτα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία και ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 2.105 γραμ. συσκευασμένη σε τρία αυτοσχέδια δέματα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία και γ)Στην οικία επί της οδού ... ακατέργαστη κάνναβη συνολικού μικτού βάρους 15515 γραμ. συσκευασμένη σε 15 αυτοσχέδια δέματα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία και ποσότητα κοκαΐνης με μορφή πλακιδίου συνολικού μικτού βάρος 73 γραμ. συσκευασμένη σε τέσσερα νάιλον σακουλάκια. Όλες οι ανωτέρω ποσότητες των ναρκωτικών κατασχέθηκαν καθώς και το ποσό των 250€, που βρέθηκε κατόπιν σωματικής έρευνας στην κατοχή του δεύτερου κατηγορούμενου. Οι ναρκωτικές κατά την έννοια του νόμου ουσίες που βρέθηκαν στην οικία της οδού ..., οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, από κοινού ενεργούντες τα αγόρασαν από τον συγκατηγορούμενό τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου E. M. και έναν άλλο αλλοδαπό αγνώστων στοιχείων, που δρούσαν από κοινού, με σκοπό την περαιτέρω εμπορία, ενώ τις ποσότητες που βρέθηκαν στο δώμα της λεωφόρου ..., αγόρασαν από άγνωστα άτομα εντός του τελευταίου μηνός πριν τη σύλληψη τους, που έλαβε χώρα στις 10-11-2008 με σκοπό την εμπορία, τις οποίες κατείχαν με τον ίδιο σκοπό. Οι ίδιοι κατηγορούμενοι εντός του τελευταίου μηνός πριν τη σύλληψή τους, πωλούσαν εξακολουθητικά από κοινού σε άγνωστα άτομα ποσότητες κοκαϊνης, ηρωΐνης και ακατέργαστης κάνναβης, αντί του χρηματικού ποσού των 6.000€ περίπου για κάθε μισό κιλό ηρωΐνης, 50€ περίπου για κάθε γραμμάριο κοκαΐνης και 1500€ ....για κάθε κιλό ακατέργαστης κάνναβης. Δεδομένου ότι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι με την εκκαλουμένη απόφαση των αποδιδομένων σ’ αυτούς αξιόποινων πράξεων (αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών) με τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προβλέποντο από τις διατάξεις των άρθρων 23 εδ.α και 23 α παρ.1 του ν.3459/2006 (κατ’ επάγγελμα και μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών αντίστοιχα) πρέπει να εκτιθούν τα παρακάτω: Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 8 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου όταν από την τέλεση της πράξις έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, προβλέπεται ευνοικότερη για τον κατηγορούμενο ποινή. (ΑΠ 731/2013 ΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα επιεικέστερος νόμος είναι και εκείνος ο οποίος μεταξύ των επιβαρυντικών περιπτώσεων για την επιβολή της βαρύτερης ποινής δεν περιλαμβάνει και εκείνη που περιείχε ο προγενέστερος νόμος υπό την οποία εχώρησε η καταδίκη (ΑΠ 778/1988 ΤΠΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 56/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και εκείνος ο οποίος προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο, αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο (ΑΠ 1971/2003 ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ). Με το άρθρο 20 του νέου νόμου περί εξάρτησιογόνων ουσιών (ΜΕΡΟΣ Α’ Ν.4139/2013) ορίζεται ότι "1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2.Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, η καλλιέργεια ή η συγκομιδή οποιουδήποτε φυτού του γένους της κάνναβης..." Η διάταξη αυτή ισχύει από την 19-3-2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου, αντικατέστησε δε την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Κ.Ν. για τα ναρκωτικά (ν.3459/2006) με την οποία, για τα ως άνω βασικά εγκλήματα προβλέπετο κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρημ. ποινή 2900 μέχρι 290.000 ευρώ. Εξάλλου με την διάταξη του άρθρου 23 του προϊσχύσαντος νόμου 3459/2006 ορίζεται ότι: "Με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή 29.412 ευρώ μέχρι 588.235 ευρώ τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια...". Ενώ με την διάταξη του άρθρου 23Α παρ.1 του ίδιου νόμου ορίζεται "Οι προβλεπόμενες για τις πράξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 23 ποινές επιβάλλονται και όταν η πράξη αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών...". Οι διατάξεις αυτές έπαυσαν να ισχύουν από την προαναφερθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.4139/2013. Συγκεκριμένα το μεν άρθρο 23Α καταργήθηκε το ...αντίστοιχο άρθρο 23 αυτού (νεώτερου και ισχύοντος ως άνω ν.4139/2013) ορίζει ότι: "Με ισόβια κάθειρξη ή με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, καθώς και με χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ μέχρι 600.000 ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α)όταν η πράξη του αφορά ναρκωτικά, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη (αρθρ.310 παρ.2 του Π.Κ.) και είτε προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο σε τρίτον είτε προκάλεσαν επικίνδυνη σωματική βλάβη στην υγεία πολλών ατόμων, β)όταν είναι ενήλικος και τελεί τις ως άνω πράξεις κατ’ επάγγελμα με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών από ανήλικα....2.Με ισόβια κάθειρξη, καθώς και με χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ μέχρι 1.000.000 ευρώ τιμωρείται ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22: α)όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκόμενο όφελος του δράστη στις ανωτέρω περιπτώσεις υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, β)...Έτσι η διάταξη του άρθρου 23 του ν.3459/2006 διελάμβανε ως επιβαρυντική περίπτωση την κατ’ επάγγελμα τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 20 του αυτού νόμου, την οποία τιμωρούσε με ισόβια κάθειρξη (και χ.π.29.412 μέχρι 588.235 ευρώ). Δηλαδή με τον νεώτερο νόμο περί εξαρτησιογόνων ουσιών (4139/2013) η μεν επιβαρυντική περίσταση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρυ 23Α παρ.1 (μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών) του προϊσχύσαντος περί ναρκωτικών ουσιών νόμου (3459/2006) δυνάμει και της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων κατόπιν δε κρίθηκαν ένοχοι με την εκκαλουμένη καταργήθηκε, η δε τοιαύτη (επιβαρυντική περίσταση) της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των ως άνω πράξεων καταργήθηκε ως αυτοτελής επιβαρυντική περίσταση, εφόσον για τη συγκρότησή της, απειλούμενης με ισόβια κάθειρξη επιβαρυντικής περίπτωσης πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, πέραν της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, και άλλες προϋποθέσεις (σκοπός πρόκλησης χρήσης ναρκωτικών από ανήλικα ή μεταχείριση ανηλίκου ή προσδοκόμενο όφελος υπερβαίνον το ποσό των 75.000 ευρώ) οι οποίες δεν συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση τα αναφερόμενα δε στην δίωξη ποσό εκτός του ότι σύμφωνα μ’ αυτό το προσδοκόμενο όφελος είναι κατώτερο του ως άνω απαιτούμενου ποσού των (75.000 Χ 2=) 150.000 ευρώ και το σημαντικότερο του εν λόγω ποσό δεν ήταν απαραίτητο ν’ αναφερθούν για την κατά νόμο θεμελίωση γι’ αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο απόδειξης. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται (αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών ουσιών) και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών χωρίς επιβαρυντικές περιστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών που ως .....ευμενέστερες για τους κατηγορούμενους έχουν εφαρμογή." Στο διατακτικό τους κήρυξε ένοχους του ότι: "Στους παρακάτω τόπους και χρόνους και χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών, εκ προθέσεως ενεργώντας, με περισσότερες της μιας πράξεις τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα, που προβλέπει και τιμωρεί ο νόμος και, ειδικότερα: Α) Στους παρακάτω τόπους και χρόνους, από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας, με πρόθεση αγόρασαν ποσότητες απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα: α) στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και σε κάθε σημείο της Αττικής σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως εντός του τελευταίου μηνός μέχρι την σύλληψη τους (10-11-2008) και σε ημερομηνία, που βρίσκεται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, από κοινού, αγόρασαν από άτομο αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, άγνωστες ποσότητες απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, με σκοπό την εμπορία, μέρος των οποίων αποτελούν οπωσδήποτε ποσότητα ηρωίνης, συνολικού μικτού βάρους τεσσάρων (4) κιλών και εξακοσίων δέκα έξι (616) γραμμαρίων, ποσότητα κοκαΐνης πεντακοσίων εξήντα τεσσάρων (564) γραμμαρίων, καθώς και ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους δύο (2) κιλών και εκατόν δέκα πέντε (115) γραμμαρίων, που από κοινού κατείχαν με σκοπό την εμπορία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα κατωτέρω στην υπό στοιχείο Β’ πράξη. β) στον ..., εντός της επί της οδού ... αρ. … οικίας του E. V., στις 10-11-2008, περί ώρα 13.00’ , από κοινού, αγόρασαν από τους E. V., M. E. και έτερο αλλοδαπό ονόματι L. α.λ.σ, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα αγόρασαν από τους παραπάνω ..πρώτος από τους οποίους E. V. ήταν συγκατηγορούμενος τους ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίοι ενεργούσαν από κοινού, ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους δέκα πέντε (15) κιλών και πεντακοσίων δέκα πέντε (515) γραμμαρίων, καθώς και ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού μικτού βάρους εβδομήντα τριών (73) γραμμαρίων, που από κοινού, κατείχαν με σκοπό την εμπορία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα κατωτέρω στην υπό στοιχεία Β’ πράξη. Β) Στην Αθήνα, στις 10-11-2008, από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας, με πρόθεση κατείχαν με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, δηλαδή μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξη τους, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό την εμπορία και συγκεκριμένα: α) εντός του επί της Λ. ... 225 δώματος, στις 10-11-2008, περί ώρα 16.00 από κοινού, κατείχαν ποσότητα ηρωίνης, στερεής μορφής, συνολικού μικτού βάρους τεσσάρων (4) κιλών και εξακοσίων δέκα έξι (616) γραμμαρίων, συσκευασμένη σε εννέα (9) αυτοσχέδια πακέτα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία (2 Χ 526 γραμ., 1 Χ 524 γραμ., 1 Χ 518 γραμ., 1 Χ 516 γραμ., 1 Χ 510 γραμ., 1 Χ 504 γραμ., 1 Χ 502 γραμ., 1 Χ 490 γραμ.), ποσότητα κοκαΐνης, στερεής μορφής, πεντακοσίων εξήντα τεσσάρων (564) γραμμαρίων, συσκευασμένη σε επτά (7) αυτοσχέδια πακέτα περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία (1 Χ 110 γραμ.. 1 Χ 106 γραμ., 1 Χ 102 γραμ., 1 Χ 84 γραμ., 1 Χ 56 γραμ., 1 Χ 54 γραμ., 1 Χ 52 γραμ.). ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους δύο (2) κιλών και εκατόν πέντε (105) γραμμαρίων, συσκευασμένη σε τρία (3) αυτοσχέδια δέματα περιτυλιγμένη με κολλητική ταινία και ένα (1) νάιλον σακουλάκι μικτού βάρους δέκα (10) γραμμαρίου (1 Χ 810 γραμ., 1 Χ 710 γραμ., 1 Χ 575 γραμ. 1 Χ 10 γραμ.), με σκοπό την εμπορία που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν. β) εντός του ευρισκομένου στον 4° όροφο της επί της οδού ... πολυκατοικίας, διαμερίσματος του πρώτου εξ αυτών, S. T., στις 10-11-2008, περί ώρα 16.00’ , από κοινού, κατείχαν ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους δέκα πέντε (15) κιλών και πεντακοσίων δέκα πέντε (515) γραμμαρίων, συσκευασμένη σε δέκα πέντε (15) αυτοσχέδια δέματα, περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία (4 Χ 1.045 γραμ., 3 Χ 1.030 γραμ., 3 Χ 1.025 γραμ. 2 Χ 1.050 γραμ., 1 Χ 1.040 γραμ., 1 Χ 1.020 γραμ., 1 Χ 1.010 γραμ.), ποσότητα κοκαΐνης σε μορφή πλακιδίου, συνολικού μικτού βάρους εβδομήντα τριών (73) γραμμαρίων, συσκευασμένη σε τέσσερα (4) νάιλον σακουλάκια (1 Χ 32 γραμ., 1 Χ 38 γραμ., 1X2 γραμ., 1X1 γραμ.), με σκοπό την εμπορία που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν. Γ) Στην Αθήνα, σε μη επακριβώς διακριβωθέντες χρόνους, οπωσδήποτε όμως εντός του τελευταίου μηνός μέχρι την σύλληψη τους (10-11-2008) και σε διάφορες ημερομηνίες, που βρίσκονται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, από κοινού, ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση πώλησαν κάθε φορά απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρονικό διάστημα και σε διάφορες ημερομηνίες που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό, πώλησαν, σε διάφορα άτομα αγνώστων μέχρι σήμερα στοιχείων, άγνωστες ποσότητες ηρωίνης, κοκαΐνης ακατέργαστης κάνναβης κάθε φορά, αντί του χρηματικού ποσού των 1.500 ευρώ, για κάθε κιλό ακατέργαστης κάνναβης, 50 ευρώ, για κάθε γραμμάριο κοκαΐνης και 6.000 ευρώ, για κάθε 500 γραμμάρια ηρωίνης, εισπράττοντας μη εξακριβωθέντα χρηματικά ποσά ή άλλου είδους ανταλλάγματα κάθε φορά, και σε κάθε περίπτωση το χρηματικό ποσό των 250 ευρώ. που βρέθηκε στην κατοχή του δεύτερου απ’ αυτούς, A. R. , και κατασχέθηκε" Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα υπ’ αριθμ. IV νομική σκέψη, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της κατά συναυτουργία διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, και ειδικότερα αγοράς , κατοχής και πώλησης αυτών, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 1,14, 26 παρ.1α, 27παρ.1, 45, 98 Π.Κ. 1 παρ.1, 2 Πιν.Α’ αρ. 5, 6 Πιν. Β’ αρ.3 του ν.3459/2006 και 20 παρ.1,2, 3του ν. 3459/2006 και 20 του ν. 4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία ενόψει και του ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κατ’ εφαρμογή του νεότερου και επιεικέστερου κατά τα άνω, Ν. 4139/2013. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος, A. R. του R.: α) προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών ήταν παράνομη, αφού στο διατακτικό που συμπληρώνει το σκεπτικό αναφέρεται ότι αγόρασαν από κοινού απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες, ότι κατείχαν από κοινού απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες και ότι πώλησαν από κοινού απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες, σε κάθε περίπτωση δε, από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού της προκύπτει το παράνομο της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση των προαναφερομένων διατάξεων το οποίο σαφώς περιλαμβάνει την έννοια του παρανόμου της αγοράς κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών. β) το σκεπτικό της απόφασης δεν είναι τυπικό και δεν εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, αλλά περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, αναλυτικά και με πληρότητα. γ) αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι ο πρώτος αναιρεσείων A. R. του R., συμμετείχε στην τέλεση των παραπάνω πράξεων ως συναυτουργός, και εκτίθεται ο κοινός δόλος των δύο αναιρεσειόντων και ειδικότερα ότι "από κοινού , ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με κοινή δράση ενεργώντας" αγόρασαν κατείχαν και πώλησαν ναρκωτικά (βλ. διατακτικό). Εξάλλου από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει με σαφήνεια ότι οι ως άνω πράξεις τελέστηκαν από κοινού, αφού εκτίθεται ότι οι Αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν, τους εντόπισαν αρχές Νοεμβρίου 2008, να μεταβαίνουν με το αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του πρώτου αναιρεσείοντα, στη Λεωφόρο ... ..., όπου αργότερα εντόπισαν τις ναρκωτικές ουσίες που αναφέρονται και ότι περαιτέρω από κοινού επιβιβάσθηκαν στο ως άνω αυτοκίνητο και μετέβησαν στον ..., στην οδό ... ..., όπου συνάντησαν νεαρό άτομο, που ήταν ο συγκατηγορούμενός τους στον πρώτο βαθμό, E. V., o οποίος τους παρέδωσε νάιλον σακούλα σκουπιδιών και την τοποθέτησε στο πορτ - μπαγκάζ του αυτοκινήτου ο πρώτος αναιρεσείων συνοδηγός. δ) αναφέρεται στην απόφαση όσον αφορά τις ποσότητες των ναρκωτικών, ηρωίνης, κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης που βρέθηκαν στο δώμα επί της Λεωφόρου ..., η κατοχή αυτών από τον πρώτο αναιρεσείοντα, από κοινού με το δεύτερο αναιρεσείοντα, με την έννοια της φυσικής εξουσίασής τους από αυτούς, ώστε να μπορούν να διαπιστώσουν σε κάθε στιγμή την ύπαρξή τους και να μπορούν να τα διαθέσουν για εμπορία, συμπράττοντας στην κατοχή των συσκευασιών, όπως ήταν αποτιθέμενες σε κλειστό προσιτό σε αυτούς χώρο, στο πιο πάνω δώμα, δεν απαιτείτο δε, παράθεση επιπλέον περιστατικών στην προσβαλλόμενη απόφαση, προς αιτιολόγηση της κρίσεως για την ενοχή του πρώτου αναιρεσείοντος, για την ως άνω πράξη της κατοχής από κοινού με τον συγκατηγορούμενο του, των ναρκωτικών. ε) στο διατακτικό το οποίο συμπληρώνει το σκεπτικό γίνεται αναφορά και αιτιολογείται ότι η αγορά της ποσότητας ακατέργαστης κάνναβης βάρους 15 κιλών και 515 γραμμαρίων που έγινε στον ... επί της οδού ... ... έγινε αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος. στ) αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα, πέραν της ως άνω αγοράς που έλαβε χώρα στον ..., και η αγορά άγνωστης ποσότητας ναρκωτικών, μέρος της οποίας αποτελούν οι ποσότητες που βρέθηκαν στην κατοχή τους, που έλαβε χώρα στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, από άγνωστο πρόσωπο, του οποίου δεν εξακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας και επίσης αιτιολογείται η πώληση σε αγνώστους αντί αδιακρίβωτου τιμήματος, και η πώληση από αυτούς των αγνώστων ποσοτήτων σε περισσότερα άτομα, κατ’ εξακολούθηση, των οποίων αγοραστών τα στοιχεία δεν κατέστησαν γνωστά, ενώ για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται και δεν είναι αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός της διακινηθείσας ποσότητας, του τόπου και του χρόνου των κατ’ ιδίαν πωλήσεων (με την επιφύλαξη του χρόνου παραγραφής αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής των πράξεων τούτων), της ταυτότητας του πωλητή ή αγοραστή των ως άνω ναρκωτικών ουσιών ούτε του ύψους του κάθε τιμήματος, των καταβληθέντων για την αγορά και πώληση χρημάτων, του τρόπου παράδοσης των ναρκωτικών και του τρόπου καταβολής του επί μέρους τιμήματος κάθε διακινούμενης ποσότητας, γιατί οι νομικοί όροι αγορά και πώληση είναι τόσο εύχρηστοι στην πράξη και έχουν ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια που οπωσδήποτε θεμελιώνει και συνομολόγηση τιμήματος, ενώ ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, σε κάθε περίπτωση, προσδιορίζεται το είδος των πωληθέντων αγνώστων ποσοτήτων ναρκωτικών και το εισπραχθέν τίμημα από την πώληση, ανά κιλό ή ανά γραμμάριο ( 1500 Ευρώ για κάθε κιλό ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, 50 ευρώ για κάθε γραμμάριο κοκαΐνης και 6000 Ευρώ για κάθε 500 γραμμάρια ηρωίνης ζ) αιτιολογείται πλήρως ότι το κατασχεθέν ποσό των 250 ευρώ που είχε στην κατοχή του ο πρώτος αναιρεσείων, προέρχεται από την πώληση ναρκωτικών, για την οποία καταδικάστηκε, αφού γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων εισέπραττε από την πώληση των ναρκωτικών τα ως άνω αναφερόμενα ποσά για κάθε επί μέρους ποσότητα αυτών και κηρύχθηκε ένοχος για πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ’ εξακολούθηση από κοινού. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ, 1ος, 2ος 3ος με στοιχεία Α και Β, 4ος με στοιχεία Α, Β και Γ 5ος και 11ος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, A. R. του R., περί ελλείψεως αιτιολογίας της κύριας περί ενοχής απόφασης, με τις ειδικότερες αιτιάσεις που αναφέρθηκαν, και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ, επίσης 1ος και 2ος λόγοι, περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, επίσης με τις ειδικότερες αιτιάσεις που αναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς επίσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ, 1ος με στοιχεία II α λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του δεύτερου αναιρεσείοντα, S. T. του D., περί ελλείψεως αιτιολογίας της κύριας περί ενοχής απόφασης, και περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου. VII. Σε συνέχεια των παραπάνω, ο δεύτερος αναιρεσείων, με τον 1ο με στοιχείο Ι λόγο της αναιρέσεώς του, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το δικάσαν την υπόθεση Πενταμελές Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον ίδιο κρίση του, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στην αρχή της αιτιολογίας της, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ’ είδος όλα τα ληφθέντα υπόψη από το Δικαστήριο αυτό αποδεικτικά μέσα, αλλά ούτε και από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται, ότι λήφθηκε υπόψη από το ίδιο Δικαστήριο, και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και το ιδιαίτερο (κατά τον αναιρεσείοντα) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, ήτοι των πέντε (5) εκθέσεων Χημικής εξέτασης της Γ’ Χημικής Υπηρεσίας Αθηνών. Όμως, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθησαν περιλαμβάνονται και οι ως άνω πέντε (5) εκθέσεις Χημικής εξέτασης της Γ’ Χημικής υπηρεσίας Αθηνών, υπό τον αύξοντα αριθμό τρία (3) των αναγνωστέων εγγράφων (βλ. σελ.6 της προσβαλλομένης απόφασης) , και τις οποίες το Δικαστήριο, ως έγγραφα, τις περιέλαβε και τις αξιολόγησε μαζί με τα λοιπά κατ’ είδος αναφερόμενα έγγραφα, και ορθά δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία αυτών, ως εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, αφού αυτές δεν αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ώστε να χρήζουν ειδικής αιτιολογίας, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο παραπάνω, 1ος με στοιχείο Ι λόγος αναιρέσεως του δεύτερου αναιρεσείοντα, που υποστηρίζει τα αντίθετα. VIIΙ. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) .... δ) την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και πολιτικά Δικαιώματα, όπως η περίπτωση δ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 3904/2010. Περαιτέρω, κατά το άρθρον 6.παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως.... υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου ....το οποίον θα αποφασίση, .....επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης "Παν πρόσωπον κατηγορούμενος επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997 "Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο". Ενώ κατά την παρ. 3. "Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα ": α) "όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία .....την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας". Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, στην έννοια της δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται επί πλέον και το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, να πληροφορηθεί τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α’ ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, o πρώτος αναιρεσείων με τον 6ο λόγο της αναιρέσεως, προβάλλει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του λόγου ότι παραβιάστηκε το μεν το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη εκ του λόγου ότι η σε βάρος του κατηγορία και καταδίκη καθόσον αφορά την πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών ήταν αόριστη και υπήρξε αδυναμία υπεράσπισής του εκ του λόγου αυτού, το δε, το τεκμήριο αθωότητάς του, αφού κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε με την αόριστη κατά τα άνω κατηγορία για κάτι άγνωστο το οποίο εικάζεται και δεν αποδεικνύεται και κατ’ αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος, γιατί με βάση τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης, που αναφέρονται αναλυτικά στην υπό στοιχείο VI σκέψη, καθόσον αφορά την πώληση των ναρκωτικών ουσιών, η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης ήταν πλήρης και αιτιολογημένη και όχι αόριστη, εντεύθεν δε, δεν επήλθε παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη καθώς και του τεκμηρίου αθωότητάς του. Εξάλλου από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού, όπως αυτό προαναφέρθηκε, προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής κρίση, του κατηγορουμένου, γιατί από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε η ενοχή του, ούτε εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών του προκύπτει, αντιστροφή της υποχρέωσης του δικαστηρίου προς απόδειξη της ενοχής και μετακύλυση στον κατηγορούμενο του βάρους απόδειξης της αθωότητάς του, εντεύθεν δε, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του, όπως αυτός αβάσιμα διατείνεται. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που περιέχονται στον αυτό ως άνω λόγο αναίρεσης, ότι παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητάς του καθόσον καταδικάστηκε, καίτοι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο μάρτυρες και έγγραφα δεν αποδείχθηκε η από μέρους του πώληση ναρκωτικών ουσιών, είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητάς του πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο 6ος λόγος αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντα, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. και δ’ του ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας, η οποία επήλθε λόγω παραβιάσεως του από το άρθρο 6 παρ. 1 , 3α και παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 13/1974) του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη και του τεκμηρίου αθωότητας του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΧ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του ν. 3459/2006 "Αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόμενους στην προηγούμενη παράγραφο, αφορά όμως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του". Κατά την αντίστοιχη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 20 του ν. 4139/2013 " Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία". Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με τον 7ο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 94 Π.Κ. καθώς και τις αμέσως παραπάνω διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 20 του ν. 4139 /2013 και της αντίστοιχης της παρ.2 του άρθρου 20 του προϊσχύσαντος ν.3459/2006, αφού καίτοι δέχεται ότι πρόκειται για διαφορετικές ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ότι αυτός με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συνεπώς έπρεπε να του επιβάλει τρείς διαφορετικές ποινές, ήτοι μια ποινή, για κάθε επί μέρους πράξη, αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, εν τούτοις του επέβαλε μία ποινή, {κάθειρξη είκοσι (20) ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ}. Ο λόγος αυτός, παρεκτός του ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την προβολή του, είναι και αβάσιμος για τους παρακάτω λόγους. Το δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας τις παραπάνω διατάξεις , επέβαλε στον αναιρεσείοντα μια ποινή για τις ως άνω πράξεις ανεξάρτητα από το ότι επρόκειτο για διαφορετική είδη ναρκωτικών ουσιών, αφού από το σύνολο των παραδοχών του προκύπτει ότι μέρος της μεγαλύτερης άγνωστης ποσότητας που αγόρασαν οι αναιρεσείοντες από κοινού, από την Αθήνα και από τον ..., όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί η ποσότητα που κατείχαν από κοινού εντός του δώματος της Λ.... 225 και εντός του διαμερίσματος του 4ου ορόφου επί της οδού ... πολυκατοικίας και που πώλησαν από κοινού, συνεπώς πρόκειται για την ίδια ποσότητα ναρκωτικών και ορθά επιβλήθηκε μία μόνο ποινή, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ 7ος λόγος της αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντα , για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Χ. Σε συνέχεια του παραπάνω λόγου, ο αναιρεσείων με τον 8ο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 94 και 98 Π.Κ. καθώς και τις αμέσως παραπάνω διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 20 του ν. 4139 /2013 και της αντίστοιχης της παρ.2 του άρθρου 20 του προϊσχύσαντος ν.3459/2006, αφού έχει αντιφατική αιτιολογία, καθόσον καίτοι δέχεται ότι αυτός με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα ήτοι δέχεται κατά συρροή τέλεση των αδικημάτων, εν τούτοις στη διάταξη περί ποινής κάνει εφαρμογή του άρθρου 98 Π.Κ. δεχόμενο κατ’ εξακολούθηση τέλεση των αδικημάτων, χωρίς να εκθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κατ’ εξακολούθηση τέλεση των επί μέρους πράξεων (αγοράς, κατοχής και πώλησης) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Ο λόγος αυτός, το μεν στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το Δικαστήριο δέχεται κατά συρροή τέλεση των εγκλημάτων, της αγοράς, κατοχής και πώλησης, ήτοι εφαρμογή του άρθρου 94 Π.Κ. και όχι κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 98 Π.Κ., όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων με τον παραπάνω λόγο, το δε είναι αβάσιμος καθόσον ως προς την πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών, για την οποία και μόνο το Δικαστήριο δέχεται κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής αιτιολογείται η κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αφού τόσο στο σκεπτικό αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι "πωλούσαν εξακολουθητικά" όσο και στο διατακτικό αναφέρεται "ότι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος" πώλησαν ναρκωτικές ουσίες. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ., 8ος , με στοιχεία 1, 2, 3 και 4, λόγος της αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντα, για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, ως προς την κατ’ εξακολούθηση τέλεση της πράξης της πώλησης ναρκωτικών, και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΧΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Περαιτέρω κατά την παρ.3 του άρθρου 20 του ν. 4139/2013, "Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία". Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από το σκεπτικό που αναφέρεται στην επιμέτρηση της ποινής, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στους αναιρεσείοντες, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξαν αλλά και την προσωπικότητά τους, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία, επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών. Ειδικότερα το δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του και την καθαρότητα των ναρκωτικών ουσιών, καθώς και τη βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία, δεδομένου ότι ο χρόνος τέλεσης των πράξεων ανάγεται στο έτος 2008, υπό την ισχύ του ν.3459/2006 και ειδικότερα του άρθρου 20 παρ.2 αυτού, που δεν προέβλεπε υποχρέωση της αρμόδιας Χημικής υπηρεσίας να αναφέρει στη σχετική έκθεση Χημικής εξέτασης των ναρκωτικών, μεταξύ άλλων, την καθαρότητα του εξεταζόμενου ναρκωτικού και τη βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεών του στην υγεία. Η υποχρέωση αυτή θεσπίστηκε το πρώτον με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.3 του ν. 4139/2013. Από την επισκόπηση των αναγνωσθέντων πέντε εκθέσεων εξέτασης της Γ’ Χημικής υπηρεσίας Αθηνών προκύπτει ότι αυτές συντάχθηκαν τα έτη 2008 και 2009 και σε αυτές δεν αναφέρεται η καθαρότητα των ναρκωτικών και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεών τους στην υγεία, αφού δεν υπήρχε κατά το χρόνο σύνταξης τους από το νόμο η σχετική υποχρέωση. Επομένως οι σχετικοί, 9ος με στοιχείο Α’ λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, καθώς και ο 1ος με στοιχείο ΙΙ β’ του δεύτερου ανιαρεσείοντα, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ περί ελλείψεως αιτιολογίας, της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης, λόγω μη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο αυτός ως άνω 9ος λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, κατά το στοιχείο Β’ , κατά τον οποίο η επιμέτρηση της ποινής έγινε με βάση αόριστες παραδοχές καθόσον αφορά την ειδικότερη πράξη της πώλησης των ναρκωτικών, είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού κατά τα ήδη εκτεθέντα η αιτιολογία της προσβαλλομένης ήταν πλήρης και για την εν λόγω πράξη της πώλησης. Χ ΙΙ. Κατά το άρθρο 35 παρ. 2 του προϊσχύοντος Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή καθείρξεως το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι’ αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1 (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του ΠΚ, με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της μ’ εκείνη του άρθρου 74 του ΠΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του σ’ αυτήν τους οποίους προβάλλει ο κατηγορούμενος. Κατά την διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 23 του ν. 4055/2012 (η οποία κατ’ άρθρ. 113 αυτού ισχύει από 2 Απριλίου 2012): "Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα το βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία....". Η διάταξη αυτή που προβλέπει τη δυνητική απέλαση είναι ευνοϊκότερη της προηγουμένης και εφαρμόζεται και για την κρινομένη πράξη που τελέσθηκε προ της ισχύος της, ίσχυε δε και κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει αυτών, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου, έχει κατά τούτο την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αν δε, προβληθεί από αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την παραμονή του στη Χώρα, ότι δηλαδή η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν είναι ασυμβίβαστη προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, καθώς και τις λοιπές κατά τα άνω προϋποθέσεις (χρόνος παραμονής του στο Ελληνικό έδαφος, νομιμότητα ή μη της παραμονής του κ.λ.π.) , η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να εκτείνεται και στην εν λόγω απόρριψη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται, προκύπτει ότι το δικαστήριο διέταξε την ισόβια απέλασή του κατηγορουμένου και ήδη πρώτου αναιρεσείοντα καθώς και του συγκατηγορουμένου του δεύτερου αναιρεσείοντα , μετά την έκτιση της επιβληθείσης ποινής, με την παρακάτω αιτιολογία: Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί της απελάσεως, δέχθηκε το Εφετείο ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός και δη υπήκοος Αλβανίας, η οποία δεν είναι κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Περαιτέρω, σε σχέση με τον απορριφθέντα ως άνω ισχυρισμό, διέλαβε επί λέξει τα εξής: " Επειδή πρέπει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.1, 3 του Π.Κ. να διαταχθεί η απέλαση των κατηγορουμένων από τη χώρα και η απαγόρευση επανεισόδου τους επ’ αόριστον, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό, καθόσον η παραμονή τους δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης λόγω του είδους των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν και τις συνέπειες που αυτά έχουν στην κοινωνία". Με το παραπάνω περιεχόμενο η προσβαλλομένη έχει την απαιτουμένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι το δικαστήριο που την εξέδωσε αιτιολογεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την παραμονή του πρώτου αναιρεσείοντα στη Χώρα, αφού δέχθηκε ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε και τις δυσμενείς συνέπειες της παραμονής του για την Ελληνική κοινωνία. Συνεπώς, δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, η παραπάνω απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η απέλαση. Η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι η παραπάνω αιτιολογία είναι ελλιπής, καθόσον δεν αναφέρεται ο χρόνος παραμονής του, ως αλλοδαπού στο Ελληνικό έδαφος, η νομιμότητα ή μη της παραμονής του, η εν γένει συμπεριφορά του, ο επαγγελματικός προσανατολισμός του ή ύπαρξη οικογένειας και ο βαθμός ένταξής του στην Ελληνική κοινωνία, είναι αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της αναιρεσιβαλλομένης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής των ως άνω προϋποθέσεων (χρόνος παραμονής του στο Ελληνικό έδαφος, νομιμότητα ή μη της παραμονής του επαγγελματικός προσανατολισμός ύπαρξη οικογένειας κ.λ.π.) και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην αιτιολογία της αποφάσεως ειδική αιτιολογία και για την απόρριψη των παραπάνω. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ 10ος λόγος αναιρέσεως, του πρώτου αναιρεσείοντα, περί ελλείψεως αιτιολογίας της παραπάνω περί απέλασης απόφασης και περί εσφαλμένης ερμηνείας των παραπάνω διατάξεων. ΧIIΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α’ ), το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ.δ’ ) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε’ ). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ’ άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της περίπτωσης ε’ της παρ.2 του άρθρου 84 πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, πρώτος αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως, αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων, του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ , δ’ και ε’ ΠΚ, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης. Για τη θεμελίωση του περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμού του, επικαλέστηκε επί λέξει, κατά το ενδιαφέρον μέρος, τα παρακάτω: "Ζητώ να μου αναγνωριστούν οι κάτωθι ελαφρυντικές περιστάσεις: Ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρου 84 παρ. 2 α’ Π.Κ.). Από το Δελτίο Ποινικού Μητρώου του κατηγορουμένου, αλλά και από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι στο παρελθόν δεν έχει τελέσει ΠΟΤΕ κανένα έγκλημα ιδιαίτερης ή ανάλογης ποινικής απαξίας με αυτό που κατηγορείται. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα του προηγούμενου βίου του έζησε μια ζωή άμεμπτη, πάντοτε στο πλευρό της οικογένειας του, σκληρά εργαζόμενος για την εξασφάλιση των προς το ζην. Ο κατηγορούμενος εργάζεται από πολύ νεαρή ηλικία σε διάφορες εργασίες, οικοδομή, μπογιατζής. Επίσης, η ηλικία του, κατά τη διάρκεια τέλεσης των αδικημάτων, για χα οποία κατηγορήθηκε, ήτοι μόλις 22 ετών (στο μεταίχμιο της μετεφηβικής ηλικίας) αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα ότι διήγαγε έντιμο βίο, με κύριο μέλημα την εργασία του και την προσωπική συνδρομή του στη συντήρηση της οικογένειάς του, υπό συνθήκες αδιαμφισβήτητα σκληρές και απάνθρωπες για το πρόσωπο του, αφού ανήλικος ακόμη ων αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα, προκειμένου να επιβιώσει. Η όλη διαγωγή του μέχρι σήμερα είναι άριστη και ουδέποτε έχει δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του, πολλώ δε μάλλον για συμμετοχή του σε παράνομες δραστηριότητες. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να αναιρέσει και να ακυρώσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, γιατί το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη ελαφρυντικό μπορεί να μην αναγνωριστεί μόνο εάν υπάρχουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης από τα οποία να αποδεικνύεται ότι δεν διήγαγε έντιμο βίο. Τέτοια, όμως, πραγματικά περιστατικά ΔΕΝ προέκυψαν από τη διαδικασία ούτε από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Αντιθέτως, ακόμη και ο εξετασθείς μάρτυρας κατηγορίας, αστυνομικός, κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος α) ουδέποτε είχε απασχολήσει ξανά την αστυνομία, β) ουδέποτε είχε κατηγορηθεί ξανά για αδίκημα σχετιζόμενο με τα ναρκωτικά, και γ) από την παρακολούθησή του προέκυψε ότι διέμενε με την οικογένεια του αδερφού του, και δεν προέκυψαν περαιτέρω αξιόποινες πράξεις του. Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι πράγματι ο παρών κατηγορούμενος διήγαγε έντιμη ατομική, οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν θα πρέπει να κατευθύνουν την κρίση Σας στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α’ Π.Κ. στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή. Ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρθρο 84 παρ. 2 δ ‘ Π.Κ.). Ο κατηγορούμενος από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του, αλλά και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, αφού ΑΜΕΣΑ συνεργάστηκε τόσο με τις Αστυνομικές, όσο και με τις Δικαστικές αρχές, και κατέθεσε όσα γνωρίζει για τους πραγματικούς εμπόρους ναρκωτικών ουσιών, αποδεχόμενος την ευθύνη του (από την αρχή κιόλας) για την μεταφορά των 15 κιλ. χασίς, πράγμα το οποίο καταδεικνύει την ηθική συγκρότηση του πυρήνα της προσωπικότητάς του, και ότι δεν διάκειται εχθρικά απέναντι στα έννομα αγαθά, που προστατεύονται από τις διατάξεις του νόμου, που παραβίασε. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ προσπάθησε να αποκρύψει κάποιο στοιχείο για τη συγκεκριμένη υπόθεση και να αποπροσανατολίσει τις Αρχές, επιδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αδίστακτο και επικίνδυνο εγκληματία που προσομοιάζει μόνο στους επαγγελματίες του είδους, αλλά αντιθέτως βοήθησε εμπράκτως για την ανεύρεση της αλήθειας, κατανοώντας ΑΜΕΣΑ το σφάλμα στο οποίο είχε υποπέσει και τις συνέπειες των πράξεων του, έστω και υπό τις συνθήκες που ενεπλάκη σε αυτή την ιστορία. Περαιτέρω, μοναδικό του μέλημα είναι να συνεχίσει να διάγει το βίο που τόσα χρόνια διήγαγε, ήτοι μέσω της σκληρής εργασίας του να εξασφαλίζει τα προς το ζην για τον ίδιο και την οικογένειά του εν ευρεία εννοία, και να μπορέσει κάποια στιγμή να χαρεί το νεαρό της ηλικίας του, και να δημιουργήσει οικογένεια, προσφέροντας σε αυτήν και στο κοινωνικό σύνολο. Συνάγεται, λοιπόν, ότι η έμπρακτη και ειλικρινή μεταμέλεια του παρόντος κατηγορουμένου ΔΕΝ είναι προσποιητή και υποκριτική, αλλά πηγάζει από την εσωτερική βούλησή του, και όχι από την επιθυμία του να του αναγνωρισθεί το συγκεκριμένο ελαφρυντικό. Η έμπρακτη, δε, μεταμέλειά του υποδηλώνεται στην αυθόρμητη μεταβολή του ψυχισμού του, είναι αυθόρμητη, πηγαία και εκούσια και ΔΕΝ πηγάζει από αίτια εξωτερικά της βουλήσεώς του, την οποία ευχερώς είχατε τη δυνατότητα με την εμπειρία Σας να διαγνώσετε, και να αντιληφθείτε από την απολογία του, και την ιδιαίτερη αφέλεια, που τον χαρακτηρίζει εκ της φύσεώς του. Ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρου 84 παρ. 2 ε’ Π.Κ.). Όπως προκύπτει από την αναγνωσθείσα Βεβαίωση του Διευθυντή του Ψυχιατρείου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, καθ’ όλη την διάρκεια της κρατήσεώς του, έχει επιδείξει άριστη διαγωγή και υπακοή, παρά τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος κάθε άνθρωπος, επιδεικνύοντας πλήρη υπακοή και συμμόρφωση στους σωφρονιστικούς κανόνες. Παράλληλα, εργάζεται στις Φυλακές, έχοντας συμπληρώσει ικανοποιητικό αριθμό ημερομισθίων. Το παραπάνω αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Διευθυντής των Φυλακών από κοινού με τον υπεύθυνο Εισαγγελέα των Φυλακών, έχει ανταμείψει τον κατηγορούμενο για την άριστη διαγωγή και συμπεριφορά του, αναγνωρίζοντας ότι στο πρόσωπο του πληρούνται οι προϋποθέσεις του ανθρώπου που επιδιώκει να αποδείξει την πραγματική και αυτόβουλη θέλησή του να αποτελέσει ξανά άξιο μέλος της κοινωνίας. Επιπλέον, η άριστη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της εκ μέρους του συνειδητοποίησης του σφάλματος και της προθέσεώς του για σωφρονισμό του, προκειμένου κατόπιν της εκτίσεως της ποινής του και της μελανής αυτής κηλίδας στη ζωή του, να επανέλθει στο κοινωνικό σύνολο και να συνεχίσει να διάγει ένα καθ’ όλα έντιμο βίο, στο πλευρό της οικογένειάς του. Περαιτέρω, η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικά διάστημα μετά την πράξη συγκαταλέγεται ακόμη και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος μπορεί να έχει και βεβαρημένο παρελθόν, συμφώνως με όσα υποστηρίζονται από πληθώρα αποφάσεων της Νομολογίας και των Δικαστηρίων της ουσίας. Επιπρόσθετα, ας ληφθεί υπόψη ότι ο νόμος ΔΕΝ θέτει ως προϋπόθεση χορήγησης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης την ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα του εκάστοτε κατηγορουμένου και δεν πρέπει το δικάζον Δικαστήριο να" το αποστερεί από τον κατηγορούμενο - κρατούμενο.Η υπακοή μάλιστα σε ένα σύστημα με αντίξοες συνθήκες και σκληρούς κανονισμούς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους υπαίτιους της πράξης και να διαμορφώνει κριτήρια καλής συμπεριφοράς. Εν προκειμένω δηλ. θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το χρονικό διάστημα της κρατήσεως του κρατουμένου, ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά καλής διαγωγής. Ακόμη και η ελάχιστη πειθαρχική ποινή, που του επιβλήθηκε, όσο κρατείτο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, έλαβε χώρα μετά από ξυλοδαρμό, και επίθεση που δέχτηκε από συγκρατούμενούς του, προ της ενάρξεως της πρωτόδικης δίκης, προκειμένου -ως μη όφειλε- να αναλάβει την ευθύνη για το σύνολο του κατηγορητηρίου, ώστε και να απαλλαγεί ο ενώπιον Σας συγκατηγορούμενός του, ο οποίος, όμως, ευθύνεται αποκλειστικά για την εμπλοκή του στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το γεγονός αυτό οδήγησε τις Αρχές να τον προστατέψουν, και να τον μεταγάγουν στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, ώστε να προστατευτεί η ζωή του και η σωματική του ακεραιότητα. Σημειώνεται, δε, ότι ο χρόνιος εγκλεισμός του οδήγησε σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα έγγραφα (ιατρικό φάκελο) της υπεράσπισης. Υπό τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο Σας θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και στοιχειοθετούνται κατά το πραγματικό και νομικό μέρος τους. Με Σεβασμό απέναντι στο Δικαστήριο Σας, που έχει τη δυνατότητα αιτιολογημένα πάντοτε να κρίνει ότι μου αρμόζει κάποια ελαφρυντική περίσταση, από τις παραπάνω, είτε ακόμη και κάποια αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη, θεωρώ ότι η όλη μου προσωπικότητα, η υπόσταση μου, υ ηθική μου στάση, συνδυαζόμενη με το υλικό της δικογραφίας, σε ό,τι αφορά, και με το νεαρό της ηλικίας μου, μου δίνουν το δικαίωμα, χωρίς αυτό να συνιστά έλλειψη κατανόησης της σοβαρότητας των πράξεων, για τις οποίες κατηγορούμαι, και χωρίς να εκληφθεί ως αναμενόμενο δεδομένο εκ μέρους μου, πολύ ταπεινά να Σας ζητήσω να μου δώσετε την ευκαιρία, αφενός να περιοριστεί ο εγκλεισμός μου στη Φυλακή, αφετέρου να διαχωριστεί έστω κατ’ ελάχιστα η ποινική αντιμετώπισή μου, εν σχέσει με τον ενώπιον Σας συγκατηγορούμενό μου......". Επίσης ο κατηγορούμενος δεύτερος αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως, αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων, του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ , και ε’ ΠΚ, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης. Για τη θεμελίωση του περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμού του, επικαλέστηκε επί λέξει, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω, μέρος, τα παρακάτω: "Ελαφρυντικές περιστάσεις. Ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρου 84 παρ. 2α’ ΠΚ). Από το Δελτίο του Ποινικού Μητρώου του κατηγορουμένου, αλλά και από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν εντός της δικογραφίας προκύπτει, ότι ΔΕΝ έχει τελέσει κανένα έγκλημα ιδιαίτερης ποινικής απαξίας ΠΟΤΕ κατά το παρελθόν. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα του βίου τόσο στη γενέτειρα του, την Αλβανία, όσο και στην Ελλάδα, έζησε μια ζωή άμεμπτη, σκληρά εργαζόμενος για την εξασφάλιση των προς το ζην. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας σήμερα σαράντα πέντε (45) ετών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλβανία και ήρθε στη χώρα μας για μια καλύτερη τύχη. Προ της συλλήψεώς του, διέμενε μόνιμα σε μισθωμένη οικία, ευρισκόμενη στην Αθήνα Αττικής (περιοχή ...), επί της οδού .... Περαιτέρω, από το 1999-2000, δραστηριοποιείτο στην Ελλάδα, έχοντας συστήσει μονοπρόσωπη εταιρεία, με αντικείμενο το γενικό εμπόριο και την παροχή υπηρεσιών ("ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ - ΕΞΑΓΩΓΕΣ" ... ΕΠΕ), με έδρα την οδό ..., από την οποία αποκέρδαινε ετησίως το ποσό των 8.000-20.000 ευρώ (Ορ. Σχετ. κατάθεση του μάρτυρα - λογιστή της επιχείρησης). Από ΟΛΑ τα ανωτέρω, καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι ο παρών κατηγορούμενος, ΟΥΔΕΝ οικονομικό πρόβλημα αντιμετώπιζε, ώστε να έχει την οποιαδήποτε ανάγκη να προβεί σε πώληση ναρκωτικών ουσιών. Πρόκειται εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από σωρεία εγγράφων που υπάρχουν μέσα στην δικογραφία, για έναν τίμιο και εργατικό οικονομικό μετανάστη, που ΟΥΔΕΠΟΤΕ δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα. Έτσι, καθ’ όλο το διάστημα παραμονής του στην Ελλάδα, αλλά και κατά το προγενέστερο χρονικό διάστημα στη γενέτειρα του, διήγε έναν έντιμο κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό βίο χωρίς να έχει την οποιαδήποτε εμπλοκή με τις Διωκτικές Αρχές και την Ποινική Δικαιοσύνη, ενώ ΟΥΔΕΠΟΤΕ απασχόλησε τις Αστυνομικές Αρχές, παρά μόνον για πλημμεληματικές παραβάσεις ήσσονος σημασίας και έτι πολύ πριν την σύλληψη και καταδίκη του για την υπόθεση αυτή. Η όλη διαγωγή του μέχρι σήμερα είναι άριστη και ΟΥΔΕΠΟΤΕ έχει δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του, πολλώ δε μάλλον για συμμετοχή του σε παράνομες δραστηριότητες. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να αναιρέσει και να ακυρώσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚΓ γιατί το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη ελαφρυντικό μπορεί να μην αναγνωριστεί, ΜΟΝΟΝ εάν υπάρχουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης από τα οποία να αποδεικνύεται ότι δεν διήγαγε έντιμο βίο. Τέτοια, όμως, πραγματικά περιστατικά ΔΕΝ προέκυψαν από τη διαδικασία ούτε από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Αντιθέτως, οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν μετά παρρησίας και ειλικρίνειας (όπως προκύπτει και από τα λοιπά έγγραφα που προσκομίστηκαν στην προδικασία και στο παρόν δικαστήριο και αναγνώστηκαν) συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι πράγματι ο παρών κατηγορούμενος διήγε έντιμη ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν θα πρέπει να κατευθύνουν την κρίση Σας στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης έζησε έντιμη ατομική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή (ΑΠ 1411/2003 ΠΧρ. ΝΔ σελ. 352......). Ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρου 84 παρ. 2ε’ ΠΚ). Ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από τη προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα Βεβαίωση Διαγωγής του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Μαλανδρίνου, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρατήσεώς του - αρχικώς στο Κ.Κ. Κορυδαλλού, μετέπειτα στο Κ.Κ. Πατρών κατόπιν μεταγωγής του - έχει επιδείξει άριστη Διαγωγή και Υπακοή και ΔΕΝ έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά, παρά τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος κάθε άνθρωπος σε συνθήκες υποχρεωτικού εγκλεισμού, επιδεικνύοντας πλήρη υπακοή και συμμόρφωση στους σωφρονιστικούς κανόνες. (Όρ. Σχετ. Υπ’ αριθμ. πρωτ. .../13.01.2014 Βεβαίωση! Παράλληλα κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, εργάσθηκε εντός των Φυλακών, συμπληρώνοντας έναν ικανοποιητικό αριθμό ημερομισθίων (Ορ. Σχετ. Βεβαίωση Επιπλέον, η άριστη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της εκ μέρους του συνειδητοποιήσεως του σφάλματος του και της προθέσεώς του για σωφρονισμό, προκειμένου κατόπιν εκτίσεως της ποινής του και της μελανής αυτής κηλίδας στη ζωή του, να επανέλθει στο κοινωνικό σύνολο και να συνεχίσει να διάγει έναν καθ’ όλα έντιμο βίο και ουσιαστικά να κερδίσει ξανά ως νέος άνθρωπος τη ζωή. Περαιτέρω, η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικά διάστημα μετά την πράξη συγκαταλέγεται ακόμη και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος μπορεί να έχει και βεβαρημένο ποινικό παρελθόν, συμφώνως με όσα υποστηρίζονται από πληθώρα Αποφάσεων της Νομολογίας και των Δικαστηρίων της ουσίας. Επιπρόσθετα, ας ληφθεί υπόψη ότι ο νόμος ΔΕΝ θέτει ως προϋπόθεση χορήγησης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης την ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα του εκάστοτε κατηγορουμένου και δεν πρέπει το Δικάζον Δικαστήριο να την αποστερεί από τον κατηγορούμενο - κρατούμενο. Άλλωστε, η υπακοή σε ένα σύστημα με αντίξοες συνθήκες και σκληρούς κανονισμούς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους υπαίτιους της πράξης και να διαμορφώνει κριτήρια καλής συμπεριφοράς. Εν προκειμένω δηλ. θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το χρονικό διάστημα της κρατήσεως του κρατουμένου, ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά καλής διαγωγής. Μάλιστα, τη σωστή συμπεριφορά και παρουσία των σωφρονισμένων κρατουμένων, όπως ο παρών κατηγορούμενος, εν αντιθέσει με άλλους κρατούμενους οι οποίοι δεν επιθυμούν την επάνοδο στην νομιμότητα και τον έντιμο βίο, έχει ανταμείψει και η Νομολογία των Ανωτέρων Δικαστηρίων, καθώς και του Ανωτάτου Ακυρωτικού, όπου έχουν κάνει δεκτούς ισχυρισμούς ανάλογους για να αναγνωριστεί η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. (Οράτε σχετ. ΑΠ 257/2008......). Υπό τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο Σας θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και στοιχειοθετούνται κατά το πραγματικό και νομικό- μέρος τους". Το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τους παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς με την παρακάτω αιτιολογία: "Ο ισχυρισμός - αίτημα των κατηγορουμένων ο πρώτος από τους οποίους πρέπει να εκτεθεί ως δεν έχει λευκό ποινικό μητρώο περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων κατ’ άρθρο 84 παρ.2 στοιχ.α και ε Π.Κ. πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον δεν προέκυψαν συγκεκριμένα περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς εκάτερον των κατηγορουμένων πριν την τέλεση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι (ΑΠ 309/2011 Τροπ.Ν.Πλ.ΝΟΜΟΣ), καθώς και περιστατικά θετικής καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση αυτών και μάλιστα υπό καθεστώς προσωπικής ελευθερίας μέσα στην κοινωνία, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιάθεσής του, και όχι εντός των φυλακών, όπου η συμπεριφορά του δεν είναι ελεύθερη και υπάγεται σε ειδικούς κανόνες υπακοής (ΑΠ 50/2011 Τραπ.Νομ.Πληρ.ΝΟΜΟΣ 1968/2010 ΟΠ.). Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός - αίτημα του δεύτερου κατηγορούμενου περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 84 παρ.2δ Π.Κ., καθόσον ουδεμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την θεμελίωση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης αποδείχθηκε". Επομένως, με επαρκή και ειδική αιτιολογία, που αναφέρεται στο παραπάνω προεκτεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως απορρίφθηκαν οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρώτου αναιρεσείοντα για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α’ , δ’ και ε’ ΠΚ., καθώς και οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεύτερου αναιρεσείοντα για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α’ , και ε’ ΠΚ. Πέραν τούτων, ο προταθείς αυτοτελής ισχυρισμός, για τη χορήγηση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ και ε’ του ΠΚ, (προτέρου εντίμου βίου και καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, αντίστοιχα), είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να θεμελιώνουν τα ελαφρυντικά αυτά. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ΠΚ, η επίκληση μόνο, από τον πρώτο αναιρεσείοντα, του ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, ότι εργάζεται από νεαρή ηλικία προκειμένου να συνδράμει την οικογένειά του υπό σκληρές συνθήκες ότι όταν κατηγορήθηκε ήταν μόλις 22 ετών και ότι αναγκάστηκε να έλθει στη χώρα μας όταν ήταν ανήλικος καθώς και η επίκληση μόνο, από τον δεύτερο αναιρεσείοντα, του ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, ουδέποτε απασχόλησε τις Αστυνομικές Αρχές, ότι έζησε έντιμο κοινωνικό, οικογενειακό και επαγγελματικό βίο και από το έτος 1999 δραστηριοποιείτο στην Ελλάδα, έχοντας συστήσει εταιρεία με αντικείμενο το γενικό εμπόριο και την παροχή Υπηρεσιών, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α’ της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Περαιτέρω, με το πιο πάνω περιεχόμενο ο προταθείς ισχυρισμός, για τη χορήγηση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους, (άρθρο 84 παρ.2 ε’ Π.Κ.) είναι αόριστος, αφού ούτε γι’ αυτόν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τον θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα η αναφορά και μόνο ότι οι αναιρεσείοντες επέδειξαν καλή συμπεριφορά στις φυλακές και πραγματοποίησαν ικανοποιητικό αριθμό ημερομισθίων, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καλής συμπεριφοράς, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς, που επιδεικνύουν οι κρατούμενοι στις φυλακές, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί καλής συμπεριφοράς, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, ισχυρισμό τους. Επομένως, το δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στους κατά τα άνω αόριστους αυτοτελείς ισχυρισμούς (αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε’ ), και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, εκ περισσού δε απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την προαναφερθείσα αιτιολογία. Τέλος πλήρης είναι και η αιτιολογία για την απόρριψη του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας του άρθρου 84 παρ.2 δ’ του Π.Κ. που πρότεινε ο πρώτος αναιρεσείων, με την παραδοχή ότι ουδεμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης αποδείχθηκε, αφού η αιτιολογία αυτή έχει την έννοια ότι όσα πραγματικά περιστατικά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για τη θεμελίωσή του σχετικού ισχυρισμού, (συνεργασία με τις Αστυνομικές και Δικαστικές Αρχές σχετικά με όσα γνωρίζει για τους εμπόρους ναρκωτικών ουσιών), δεν αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510§1 περ. Δ’ ΚΠΔ, 12ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, καθώς και 2ος της αιτήσεως αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντα, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση γα έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών τους περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2 περ. α’ , δ’ και ε’ ΠΚ, του πρώτου καθώς και του άρθρου 84§2 περ. α’ , και ε’ ΠΚ, του δεύτερου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΧΙV. Στο άρθρο 17 υπό στοιχείο Β’ του ν. 1756/1988, περί Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ορίζεται, στην παρ. 1 αυτού, ότι "σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση", στην παρ. 3 ότι "ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα ..... στο Εφετείο α) ...... . β.... γ) όλων των υπόλοιπων Εφετών από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη .....των πενταμελών και τριμελών εφετείων" , στην παρ. 4 ότι "με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός .....", στην παρ. 5 ότι " με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς .." και στην παρ. 7 ότι "αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται, παρά μόνον από τον αναπληρωματικό. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά. . .". Εξάλλου, στην παρ. 10 του ιδίου άρθρου 17 ορίζεται ότι "η μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 13ο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι καθήκοντα συνέδρου Εφέτη ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, άσκησε η Εφέτης Κων/να Αλεβιζοπούλου, (χωρίς να αναφέρεται στην απόφαση ο λόγος που κωλυόταν η κληρωθείσα στην σύνθεση ως τακτικό μέλος Εφέτης Άννα Τσέτσου - Κουτσούκου ώστε να γίνει η αντικατάστασή της στη συγκεκριμένη υπόθεση), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως του δικάσαντος δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠΔ, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. Όμως, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Τέτοια, όμως, πρόταση ακυρότητας λόγω κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου, δεν επικαλείται ο αναιρεσείων, ούτε από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Επομένως, ο ως άνω 13ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. XV. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν, στο σύνολό τους, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί έκαστος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ι. Απορρίπτει, τις από 26-2-2015 (υπ’ αριθμό γεν. πρωτ. 174/2015) και από 16-2-2015 (υπ’ αριθμό πρωτ. 10/2015) αιτήσεις αναίρεσης των 1) (A. R. του R. και 2) S. T. του D. αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 822/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ΙΙ. Καταδικάζει έκαστο των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά. Αξιόποινο. Αγορά, κατοχή, και πώληση ναρκωτικών ουσιών. Με το άρθρο 20 παρ. 1 του νέου νόμου 4139/20-3-2013, τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως τοιαύτης νοούμενης, κάθε πράξης με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία νόμου. Απορρίπτει καθόσον για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός της διακινηθείσας ποσότητας, του τόπου και του χρόνου των κατ' ιδίαν πωλήσεων ( με την επιφύλαξη του χρόνου παραγραφής αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής των πράξεων τούτων), της ταυτότητας του πωλητή ή αγοραστή ούτε του ύψους του κάθε τιμήματος, των καταβληθέντων για την αγορά και πώληση χρημάτων, και του τρόπου καταβολής του επί μέρους τιμήματος κάθε διακινούμενης ποσότητας. Δήμευση χρηματικού ποσού. Εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι το ποσό που δημεύτηκε προήλθε από την τέλεση της πώλησης ναρκωτικών. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του λόγου ότι παραβιάστηκε το μεν το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, εκ του λόγου ότι η σε βάρος του κατηγορία και καταδίκη καθόσον αφορά την πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών ήταν αόριστη το δε, το τεκμήριο αθωότητάς του, αφού κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε με την αόριστη κατά τα άνω κατηγορία. Αβάσιμος ο λόγος αφού με πλήρη αιτιολογία καταδικάσθηκε. Ισόβια απέλαση αλλοδαπών μη υπηκόων, κράτους - μέλους της Ε.Ε. που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε ποινή κάθειρξης. Αιτιολογείται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την παραμονή του αναιρεσείοντα στη Χώρα, γιατί αυτή δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής άλλων προϋποθέσεων ( χρόνος παραμονής του στο Ελληνικό έδαφος, νομιμότητα ή μη της παραμονής του επαγγελματικός προσανατολισμός ύπαρξη οικογένειας) που να δικαιολογούν τη μη απέλαση και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην αιτιολογία της αποφάσεως και την απόρριψη των παραπάνω. Έλλειψη αιτιολογίας της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και την καθαρότητα των ναρκωτικών ουσιών, καθώς και τη βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία. Υπάρχει πλήρης αιτιολογία. Το δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του και τα παραπάνω, αφού η υποχρέωση αυτή θεσπίστηκε το πρώτον με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.3 του ν. 4139/2013 και ο χρόνος τέλεσης των πράξεων ανάγεται στο έτος 2008, υπό την ισχύ του ν.3459/2006 και ειδικότερα του άρθρου 20 παρ.2 αυτού, που δεν προέβλεπε σχετική υποχρέωση της αρμόδιας Χημικής υπηρεσίας. Απόλυτη ακυρότητα. Αιτίαση απόλυτης ακυρότητας λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου. Αναπλήρωση κωλυόμενου κληρωθέντος μέλους της συνθέσεως από αναπληρωματικό. Η όποια ακυρότητα έχει καλυφθεί, αφού δεν προτάθηκε. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Ναρκωτικά.
1
Αριθμός 1223/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Σ. του Λ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λεκέα, για αναίρεση της υπ’ αριθ.1745/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 749/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 19-6-2015 (αριθμ. 6/2015) αίτηση του Σ. Σ. του Λ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.1745/17-6-2014 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ.1 και 3, 474 παρ.1, 2 και 3). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2081/1992 "όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά ή καλλιεργεί έκταση δημόσια ή ιδιωτική που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται...", κατά δε το άρθρο 41 παρ. 1 του ιδίου νόμου (998/1979), "η κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι’ αποφάσεως του οικείου Νομάρχη, καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Επομένως, στην απόφαση που καταδικάζει για παράβαση του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979, πρέπει να αναφέρονται η απόφαση του Νομάρχη (ήδη Γ.Γ. της Περιφέρειας, ο οποίος δύναται να μεταβιβάσει αρμοδιότητες στους προϊσταμένους των Δασικών Υπηρεσιών), το σχετικό σχεδιάγραμμα και η δημοσίευση αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και αν πρόκειται για δημόσια ή ιδιωτική έκταση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, (στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος), οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, υπ’ αριθμό 1745/2014, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της πράξεως της παράνομης καλλιέργειας αναδασωτέας δασικής εκτάσεως, (άρθρο 70 παρ. 1 ν. 998/1979), με την ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων (άρθρο 84 παρ.2 β Π.Κ.), και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, αναιρετικώς ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Με την υπ’ αριθ. 2058/23-6-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, νόμιμα δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τεύχος Δ αριθ. 812/2004 κηρύχθηκε ως αναδασωτέα, μετά την υπ’ αριθμ. 5101/18-6-2004 πρόταση του Δασαρχείου Πατρών, έκταση συνολικού εμβαδού 561.028,25 τ.μ. στη θέση "..." της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του δήμου ... Αχαΐας, εικονιζόμενη στο συνοδεύον την απόφαση αυτή τοπογραφικό διάγραμμα. Η έκταση αυτή ήταν δάσος από άτομα κουκουναριάς, χαλεπίου, πεύκης και αείφυλλων πλατύφυλλων με ποσοστό κάλυψης 70% το έτος 1945, του οποίου η βλάστηση καταστράφηκε από παράνομη κατάληψη - εκχέρσωση που έγινε σταδιακά και ακολούθως καλλιεργήθηκε γεωργικώς και εντός αυτής κατασκευάστηκαν παράνομα κτίσματα (οικίες, αποθήκες, καλύβες, ποιμνιοστάσια κ.λ.π.). Περαιτέρω, το δάσος της ..., στο οποίο εμπίπτει η επίδικη έκταση, έχει περιληφθεί στον πίνακα υγροτόπων διεθνούς σημασίας, σύμφωνα με τη σύμβαση Ραμσάρ, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 191/1974. Η άνω έκταση κηρύχθηκε νόμιμα ως αναδασωτέα με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, ο οποίος είχε την σχετική αρμοδιότητα προς τούτο, κατόπιν μεταφοράς σ’ αυτόν της σχετικής αρμοδιότητας από τον Νομάρχη, με ρητή παράθεση στην άνω απόφαση της νομοθεσίας που θεμελιώνει την αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας για κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας (ν. 2503/1997). Στην έκταση αυτή περιλαμβάνεται τμήμα 10.872 τ.μ., το οποίο κατελήφθη την 15-1-2008 να καλλιεργεί παράνομα με την εμφύτευση και καλλιέργεια κηπευτικών ο κατηγορούμενος Σ. Σ., μολονότι γνώριζε ότι η εν λόγω δασική έκταση μετά από πυρκαγιά είχε κηρυχτεί αναδασωτέα με την άνω 2058/23-6-2004 υπ’ αριθμ. απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο δήμο ... και στο δ.δ. ..., όπως προκύπτει από τα από 22-9-2004 αποδεικτικά δημοσίευσης του δασοφύλακα Π. Γ....... Ακολούθως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της καλλιέργειας εντός αναδασωτέας εκτάσεως...". Κατ’ ακολουθία τούτων στο διατακτικό κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στη θέση ... Δ. Δ, ... του Δήμου ... Αχαΐας την 15-1-2008 γεωργικώς καλλιέργησε έκταση η οποία κηρύχτηκε αναδασωτέα. Συγκεκριμένα: Εντός της προαναφερομένης δασικής εκτάσεως παράνομα φύτευσε και καλλιέργησε κηπευτικά σε έκταση εμβαδού 10.872 τ.μ. μολονότι γνώριζε ότι η εν λόγω δασική έκταση μετά από πυρκαγιά είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2058/23-6-04 απόφαση του Γεν. Γραμμ. Περιφ. Δυτ. Ελλάδος". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.ΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται σε αυτήν, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό προς το διατακτικό της, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 ΠΚ και άρθρ. 70 παρ. 1 ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 29 παρ. 1 του Ν. 2081/1992, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για την ως άνω πράξη με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβη στην πράξη της παράνομης καλλιέργειας αναδασωτέας δασικής εκτάσεως, έκτασης 10.872 τ.μ., ότι η έκταση αυτή είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αριθμό 2058/23-6-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, αναφέρεται ο αριθμός του ΦΕΚ (Δ’ 812) στο οποίο έχει δημοσιευθεί αυτή και το συνοδεύον την απόφαση αυτή τοπογραφικό διάγραμμα , στοιχεία που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος. Δεν απαιτείται δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, μνεία του ότι το διάγραμμα είναι λεπτομερές, αφού κατά την προπαρατεθείσα πρόβλεψη του άρθρου 41 παρ. 1 του ν 998/1979 αρκεί η δημοσίευση "εν φωτοσμικρύνσει" η οποία αναγκαίως αποκλείει το λεπτομερές, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών αιτιάσεων του αναιρεσείοντος. Εξάλλου οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης περί του ότι η ως άνω απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, περί κήρυξης ως αναδασωτέας της παραπάνω έκτασης, δημοσιεύθηκε, πλην του ΦΕΚ και στο Δήμο ... και στο δ.δ. ..., με επίκληση των σχετικών αποδεικτικών δημοσίευσης του δασοφύλακα Π. Γ., δεν αναιρεί την τυπική προϋπόθεση της δημοσίευσής της στο ΦΕΚ, ούτε δημιουργεί αντιφατική αιτιολογία όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Επομένως ο προβαλλόμενος από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , και κατ’ ορθή εκτίμηση Ε’ , του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως της κύριας επί της ενοχής απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που περιέχονται στον αυτό ως άνω λόγο, περί του ότι δεν αιτιολογείται από ποια στοιχεία πείστηκε το Δικαστήριο ότι στην αναδασωτέα έκταση περιέχεται και η φερόμενη ως καταληφθείσα από αυτόν, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αυτού δεύτερου λόγου, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων στην αίτηση αναιρέσεως, μαρτυρικών καταθέσεων των μαρτύρων Β. Ν., Η. Ν. και Γ. Μ., και άλλων αποδεικτικών μέσων, και δη της απολογίας του, προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλήττουν επίσης την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Σε συνέχεια των παραπάνω, ο αναιρεσείων, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται αιτιολογίας ως προς το δόλο του και ειδικότερα, ως προς το ζήτημα της γνώσης του περί του ότι η έκταση που φέρεται ότι καλλιέργησε, είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, για την υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση του δόλου, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής και την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης που προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο περιέχει αιτιολογία και ως προς το δόλο του κατηγορουμένου, αφού δέχθηκε ότι στην αναδασωτέα έκταση, περιλαμβάνεται τμήμα 10.872 τ.μ. το οποίο κατελήφθη να καλλιεργεί παράνομα με την εμφύτευση και καλλιέργεια κηπευτικών, μολονότι γνώριζε ότι η εν λόγω δασική έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την άνω απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Επομένως ο προβαλλόμενος από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ , του ΚΠΔ, έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της κύριας επί της ενοχής απόφασης ως προς το στοιχείο του δόλου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αυτού έκτου λόγου, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων μαρτυρικών καταθέσεων των μαρτύρων Β. Ν., Η. Ν., Γ. Μ. και Σ. Α., προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως προς το θέμα του δόλου, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 περ. α’ του Κ.Π.Δ. με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής ως άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η διενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως από Εισαγγελικό λειτουργό ή τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης ή της προανάκρισης από τα πρόσωπα που άσκησαν καθήκοντα στην υπόθεση αυτή. Ο λόγος του αποκλεισμού της εξετάσεως των προσώπων αυτών ως μαρτύρων πρέπει να αναζητηθεί στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, που απορρέει από την πληροφόρησή τους κατά την προδικασία ή στο ακροατήριο. Η παρά την απαγόρευση της διατάξεως του άρθρου 211 περ.α’ Κ.Π.Δ. εξέταση ενός τέτοιου μάρτυρα στο ακροατήριο δημιουργεί ακυρότητα, η οποία είναι σχετική και καλύπτεται, αν δεν προταθεί, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό (άρθρ. 173 παρ.1 και 174 παρ.1), ενώ αν δεν καλυφθεί δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., σε περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που απορρίπτει το ορισμένως υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου να μη ληφθεί υπόψη κατάθεση ως μάρτυρα στο ακροατήριο προσώπου από τα εμπίπτοντα σε αυτά που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση, δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη, δοθέντος ότι η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. να εκτείνεται όχι μόνο στην κύρια απόφαση για καταδίκη ή απαλλαγή του κατηγορουμένου αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις του δικαστηρίου, είτε είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 292 του ν. δ/τος 86/1969 περί Δασικού Κώδικα, που ορίζει ότι "κατ’ εξαίρεσιν της διατάξεως του άρθρου 211 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, τα δασικά εν γένει όργανα παντός βαθμού, δια τα περί τα δάση αδικήματα, δύναται να εξετάζωνται και επ’ ακροατηρίω ως μάρτυρες εν τη υποθέσει, εν τη οποία εξετέλεσαν καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου ή γραμματέως ...", εισάγεται εξαίρεση από την απαγόρευση του εδαφίου α’ του άρθρου 211 ΚΠΔ που απαγορεύει με ποινή (σχετικής) ακυρότητας της διαδικασίας την εξέταση ως μαρτύρων στο ακροατήριο των προσώπων που άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. Ως "περί το δάσος αδίκημα" νοείται η εκχέρσωση και η καλλιέργεια εντός αναδασωτέας εκτάσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως μάρτυρας, ο ασκήσας προανακριτικά καθήκοντα, με τη σύνταξη εκθέσεως αυτοψίας και λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, δασικός υπάλληλος Β. Ν. και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε (κατά πλειοψηφία), την προβληθείσα από το συνήγορο του αναιρεσείοντος ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας για τον ανωτέρω λόγο και τον εξέτασε, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β’ του ΚΠΔ πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας, λόγω εξετάσεως του ως άνω μάρτυρα, κατόπιν απορρίψεως από την αναιρεσιβαλλομένη της ενστάσεως του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, περί μη εξετάσεώς του. Κατ’ ακολουθία, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος Α ‘ με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη , για σχετική ακυρότητα, λόγω εξετάσεως ως μάρτυρα του δασικού υπαλλήλου κατόπιν απορρίψεως από την αναιρεσιβαλλομένη της ενστάσεως του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου περί μη εξετάσεώς του, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η προβληθείσα κατά τα άνω ένσταση από το συνήγορο του αναιρεσείοντος, απορρίφθηκε με την παρακάτω αιτιολογία : "Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 292 του Δασικού Κώδικα (ΝΔ 86/1969), κατ’ εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 211 ΚΠΔ, τα δασικά εν γενεί όργανα παντός βαθμού, για τα δασικά αδικήματα, μπορούν να εξετάζονται και στο ακροατήριο ως μάρτυρες στην υπόθεση στην οποία εκτέλεσαν καθήκοντα ανακριτού ή γραμματέως. Τα δε δασικά αδικήματα τυποποιούνται στο ν. 998/1979, τέτοιο δε είναι και η παράβαση του άρθρου 70 του ν. 998/1979, ήτοι η καλλιέργεια εντός αναδασωτέας έκτασης, το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Συνακόλουθα, κατά την πλειοψηφούσα άποψη που σχηματίστηκε στο παρόν Δικαστήριο, νομίμως είχε κληθεί να εξεταστεί ως μάρτυρας κατηγορίας αρχικά ο δασοφύλακας Π. Γ. και στη συνέχεια, λόγω επισυμβάντος θανάτου αυτού, σε αντικατάσταση του ο δασικός υπάλληλος Α. Ν., ακόμη και αν αυτός είχε εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα στην συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, αφού η διάταξη του άρθρου 292 Δασικού Κώδικα, ρητά προβλέπει την δυνατότητα εξέτασης του ως μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο, κατ’ απόκλιση από τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠοιν.Δ.". Η παραπάνω αιτιολογία είναι πλήρης ειδική και εμπεριστατωμένη και συνεπώς το δικαστήριο δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ του ΚΠΔ’ αναιρετική πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της παραπάνω ένστασης περί μη εξετάσεως ως μάρτυρα του δασικού υπαλλήλου Β. Ν.. Κατ’ ακολουθία, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος Β’ με στοιχείο α’ , με τον οποίο η αναιρεσιβαλλομένη πλήττεται για έλλειψη αιτιολογίας, της παραπάνω παρεμπίπτουσας απόφασης είναι αβάσιμος. Με το στοιχείο β’ του ίδιου ως άνω Β’ σκέλους, του αυτού πρώτου λόγου αναιρέσεως ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 292 του ν. δ/τος 86/1969 περί Δασικού Κώδικα, 70 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας" και 211 του ΚΠΔ, όσον αφορά το επιτρεπτό της εξετάσεως ως μαρτύρων των ασκησάντων προανακριτικά καθήκοντα δασικών υπάλληλων. Επειδή κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή μόνον ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Συνεπώς και κατά το σκέλος αυτό ο πρώτος λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον με αυτόν δεν πλήττεται ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η αιτίαση του αναιρεσείοντα, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, σχετικά με την εξέταση του παραπάνω μάρτυρα, εκ του λόγου ότι καίτοι αυτός καταδικάστηκε με τις διατάξεις του άρθρου 70 παρ.1 του ν. 998/1979, που δεν αποτελεί δασικό αδίκημα, εν τούτοις έγινε αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 292 ν.δ.86/89 (Δασικού Κώδικα) η οποία προβλέπει την παραπάνω εξαίρεση, είναι αβάσιμη για τους παρακάτω λόγους: Ο Δασικός Κώδικας, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και δεν τροποποιήθηκε η επίμαχη διάταξη του άρθρου 292, η οποία τιτλοφορείται με τον τίτλο "Εξέτασις δασικών οργάνων" δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε νομοθετήματα αλλά αναφέρει όπως προαναφέρθηκε "....τα δασικά εν γένει όργανα παντός βαθμού, διά τα περί τα δάση αδικήματα, δύνανται να εξετάζωνται και επ’ ακροατηρίω ως μάρτυρες εν τη υποθέσει, εν τη οποία εξετέλεσαν καθήκοντα ανακριτού ή γραμματέως....". Συνεπώς η διάταξη αυτή καταλαμβάνει και τα αδικήματα του ν. 998/79 ο οποίος τιτλοφορείται με τον τίτλο "ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΩΝ-δασικών εκτάσεων" και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον παραπάνω λόγο είναι αβάσιμα. Η κατά τα άνω ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα, προέβαλε γραπτώς και ανέπτυξε και προφορικά, ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας. Όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή και τα ενσωματωμένα πρακτικά της δίκης, το ως άνω δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του, τα άνω αποδεικτικά μέσα, απέρριψε, με σχετικό σκέλος της κύριας επί της ενοχής απόφασής του, την υποβληθείσα κατά τα άνω υπό του συνηγόρου υπερασπίσεως ένσταση αναρμοδιότητας ως αβάσιμη, με την παρακάτω, κατά πιστή αντιγραφή, αιτιολογία: "Ακολούθως, ως προς την θέση (εντός των ορίων του νομού Αχαΐας ή του νομού Ηλείας) την οποία βρίσκεται η περιοχή "...", από την εκτίμηση των άνω αποδεικτικών στοιχείων αποδείχθηκε ότι η θέση ... βρίσκεται εντός των ορίων του δάσους της ... Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου στην περιφέρεια της πρώην κοινότητας ... Αχαΐας, και όχι στην περιφέρεια της πρώην κοινότητας ... Ηλείας, όπως αβάσιμα διατείνεται ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, το δάσος της ... εκτείνεται στην παραλιακή ζώνη των πρώην κοινοτήτων ... Αχαΐας και ... Ηλείας, ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά διακατέχεται από τις Ιερές Μονές Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, το τμήμα που βρίσκεται εντός του νομού Αχαΐας και την Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας το τμήμα που βρίσκεται στο νομό Ηλείας. Τα όριο των δυο αυτών τμημάτων του δάσους, όπου αυτά εφάπτονται, αποτελούν και όρια των δυο πρώην κοινοτήτων ... Αχαΐας και ... Ηλείας, σύμφωνα με την από 19-6-1926 οριστική έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής Καθορισμού Ορίων (η οποία αναγνώστηκε). Σύμφωνα με το πρακτικό αυτό το δάσος της ... (...) ανήκει στην Κοινότητα ... Αχαΐας. Συνακόλουθα η περιοχή ..., που βρίσκεται εντός του δάσους της ... ανήκει και αυτή στην κοινότητα ... ν. Αχαΐας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται, εκτός των άλλων που θα εκτεθούν στην συνέχεια, από το ότι για την θέση αυτή, στην οποία ορισμένοι ιδιώτες έχουν κατά καιρούς εκχερσώσει το δάσος και έχουν καλλιεργήσει εντός αυτού, το Δασαρχείο Πατρών, ως η κατά τόπο αρμόδια δασική Υπηρεσία, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1937 έως και 1994 έχει εκδώσει εξήντα (60) πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής εναντίον των διαφόρων καταπατητών, όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν υπ’ αριθμ. πρωτ. .../10-11-2009 έγγραφο του Δασαρχείου Πατρών (Τμήμα Δασοπροστασίας) με το συνημμένο πίνακα 60 πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής που έχει εκδώσει το Δασαρχείο Πατρών για την έκταση του δάσους ..., στην περιοχή "...". Μεταγενέστερα ηγέρθησαν αμφισβητήσεις όσον αφορά την ακριβή θέση των αναφερόμενων στην από 19-6-1926 έκθεση της Επιτροπής καθορισμού ορίων σταθερών θέσεων, τοποθεσιών και σημείων με αποτέλεσμα την δημιουργία επίδικης περιοχής μέσα στην οποία βρίσκεται ο οικισμός .... Ειδικότερα, το έτος 1982 η κοινότητα ... αμφισβήτησε τα όρια μεταξύ των κοινοτήτων ... νομού Ηλείας και ... νομού Αχαΐας, όπως αυτά είχαν καθοριστεί από την αρμόδια Επιτροπή Ορίων το έτος 1926 και διεκδίκησε την θέση ... από την κοινότητα .... Η Πρωτοβάθμια Επιτροπή Ορίων που εξέτασε την ένσταση της κοινότητας Μανωλάδας, με την υπ’ αριθμ. 2/1982 απόφαση της, τροποποίησε τα όρια και περιέλαβε την θέση ... στην κοινότητα Μανωλάδας. Κατά της απόφασης αυτής, η κοινότητα ..., προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Ορίων, το οποίο, με την υπ’ αριθμ. 1/1984 απόφαση του (η οποία αναγνώστηκε), κατόπιν επιτόπιας αυτοψίας του επιδίκου χώρου, ακύρωσε την υπ’ αριθμ. 2/1982 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής καθορισμού ορίων για το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1080/1980 για την αναθεώρηση των ορίων των δυο κοινοτήτων, αφού ο κείμενος στον επίδικο χώρο οικισμός ... δεν υφίστατο κατά το χρόνο έκδοσης της από 19-6-1926 έκθεση της Επιτροπής καθορισμού ορίων, Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο απείχε του νέου καθορισμού ορίων μεταξύ των κοινοτήτων ... ν. Ηλείας και ... ν. Αχαΐας για το λόγο ότι από τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα δεν επιτρέπεται να γίνει νέος καθορισμός ορίων, εφόσον αυτά έχουν καθοριστεί με έκθεση που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επίδικη θέση ... επανήλθε εντός των ορίων της κοινότητας ... νομού Αχαΐας, χωρίς να αποδεικνύεται μέχρι σήμερα ότι η ισχύς απόφασης αυτής έχει αρθεί με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Βέβαια είναι γεγονός ότι η περιοχή ... έχει απογραφεί ως οικισμός στο ν. Ηλείας, καθώς και ότι έχει κτηματογραφηθεί ως ιδιωτική από το Κτηματολογικό Γραφείο ..., αφού η Δ/νση Αγροτικής Ανάπτυξης της Ν.Α. Ηλείας έχει εκφράσει την άποψη ότι η επίδικη έκταση έχει αγροτικό χαρακτήρα και είναι εποικιστική (σε αντίθεση με την Δ/νση Δασών νομού Αχαΐας, σύμφωνα με την οποία η θέση ... βρίσκεται εντός του δάσους ... και αποτελεί ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου που ανέκαθεν διαχειριζόταν το Δασαρχείο Πατρών) χωρίς όμως να αποδεικνύεται απ’ αυτό ότι η επίδικη περιοχή βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων του νομού Ηλείας, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1/1984 απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Ορίων Πύργου η θέση ... ρητά βρίσκεται εντός των ορίων της κοινότητας ... Αχαΐας, όπως αυτό είχε καθοριστεί από την αρμόδια Επιτροπή Ορίων του έτους 1926. Βάσει των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ένσταση περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος αλλά και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης σε βάρος του κατηγορουμένου -εφεσίβλητου". Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις και με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, απέρριψε, με την παραπάνω κύρια επί της ενοχής απόφασή του, την πιο πάνω ένσταση του αναιρεσείοντος περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του ιδίου αλλά και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας της ως άνω αποφάσεως, κατά το σκέλος με το οποίο απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα που περιέχονται στον αυτό λόγο, με τις οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αυτού τέταρτου λόγου, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των επισημαινομένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στην απόφαση, δεν ελήφθησαν υπόψη τα ανωτέρω (επισημαινόμενα) αποδεικτικά μέσα, διότι, διαφορετικά, δεν δικαιολογείται το πόρισμα της αποφάσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη, οι αυτές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε ο συντάκτης αυτού ούτε και ο χρόνος σύνταξης τους, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη, για απόλυτη ακυρότητα, γιατί λήφθηκε υπ’ όψη, χωρίς να αναγνωστεί, το ΦΕΚ τεύχος Δ’ αριθ. 812/2004 όπου δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 2058/23-6-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα η επίμαχη έκταση. Το έγγραφο αυτό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αναγνώσθηκε, η αναγκαία δε μνεία του εγγράφου αυτού από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μολονότι δεν αναγνώστηκε, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού στο εν λόγω ΦΕΚ δημοσιεύθηκε η αναγνωσθείσα στο ακροατήριο υπ’ αριθ. 2058/23-6-2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα, έκταση συνολικού εμβαδού 561.028,25 τ.μ. στη θέση "..." της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του δήμου ... Αχαΐας, εικονιζόμενη στο συνοδεύον την απόφαση αυτή τοπογραφικό διάγραμμα, οπότε ο αναιρεσείων έλαβε γνώση του περιεχομένου αυτής και του συνοδεύοντος αυτήν σχεδιαγράμματος, καθ’ όσον από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά (υπ’ αριθ. 2058/23-6-2004 απόφαση και το συνοδεύον αυτήν σχεδιαγράμμα), που ως προς το περιεχόμενό τους ταυτίζονται με το περιεχόμενο του άνω ΦΕΚ όπου δημοσιεύθηκαν, αναγνώσθηκαν (υπ’ αύξοντα αριθμό 2 και 3 αντίστοιχα στη σελίδα 19) και έτσι δόθηκε στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, και ο οποίος επομένως δεν στερήθηκε κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, εκ του λόγου ότι λήφθηκε υπόψη, χωρίς να αναγνωστεί, το παραπάνω ΦΕΚ, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, κατά την οποία, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου κώδικα, που ορίζει ότι, ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Το δικαστήριο της ουσίας όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου, αιτιολογώντας ειδικώς την απορριπτική απόφασή του, άλλως αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως από την τελευταία κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ ακυρότητα της διαδικασίας, πρέπει να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψη του δικαστηρίου να αποφανθεί. Η υποβολή αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειάς τους, παρά μόνο με την προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠΔ. Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2 και 3 και 335 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται ότι οσάκις, ο διευθύνων την συζήτηση δίδει κατ’ αίτηση των διαδίκων τον λόγο σ’ αυτούς προκειµένου να προβούν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για κάθε θέµα που αφορά την συζητουµένη υπόθεση, αν εκείνος που ζήτησε και έλαβε τον λόγο είναι ο κατηγορούµενος, δεν υποχρεούται µετά την απάντηση του εισαγγελέα και των διαδίκων, να δώσει εκ νέου σ’ αυτόν (κατηγορούµενο) τελευταίο το λόγο. Μόνον δε, αν ζητήσει ο κατηγορούµενος και πάλι το λόγο και δεν του δοθεί από τον διευθύνοντα την συζήτηση και προσφύγει αυτός αµέσως, µη αποδεχόµενος την προεδρική διάταξη, σε ολόκληρο το δικαστήριο και αυτό αρνηθεί να του δώσει το λόγο, επέρχεται κατ’ άρθρο 170 παρ. 2 ακυρότητα, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 354/2010). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του προέβαλε και ανέπτυξε προφορικώς αίτημα να μην αναγνωσθούν ορισμένα έγγραφα. διότι προσκομίσθηκαν από μάρτυρα. Μετά την απάντηση της εισαγγελέως η οποία πρότεινε την απόρριψη των αντιρρήσεων και την ανάγνωση των επίμαχων εγγράφων, ο ανωτέρω δεν ζήτησε εκ νέου τον λόγο από την διευθύνουσα την συζήτηση προς ανταπάντηση στην εισαγγελική πρόταση και ως εκ τούτου δεν επήλθε ακυρότητα στο ακροατήριο, ώστε να ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ ούτε κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, όπως ο αναιρεσείων υποστηρίζει, καθ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, η πρόεδρος δεν ήταν υποχρεωμένη αυτεπαγγέλτως να δώσει και πάλι στο συνήγορο τον λόγο. Εντεύθεν ως προς το πρώτο (Α) σκέλος του ο σχετικός πέμπτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 του ΚΠΔ προκύπτει ότι στην ποινική δίκη επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε είναι απ’ αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμα και άκυρα, αρκεί η χρησιμοποίηση τους να μην απαγορεύεται από το νόμο, είτε ρητά, είτε γιατί είναι αντίθετα στις διατάξεις του δικονομικού συστήματος που ισχύει ή αν η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ ΚΠΔ. (ΑΠ 1489/2013) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας, με την επαρκή αιτιολογία ότι δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους και συνεπώς μπορούν να αναγνωσθούν, έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που εγχείρισε στο Δικαστήριο ο μάρτυρας κατηγορίας Η. Ν., που δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά και μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην ποινική δίκη. Η χρησιμοποίηση τους δεν απαγορεύεται ρητώς από καμία διάταξη νόμου και δεν αντίκειται σε θεμελιώδεις διατάξεις του δικονομικού συστήματος που ισχύει και η λήψη τους υπόψη από το Δικαστήριο τέτοιων εγγράφων δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας του, ούτε τούτο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Επομένως και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α’ , Δ’ και Η’ , κατ’ εκτίμηση, αιτιάσεις, περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, υπέρβασης εξουσίας και έλλειψης αιτιολογίας αντίστοιχα, που προβάλλονται με τα στοιχεία Β’ και Γ’ του πέμπτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 του ΚΠΔ προκύπτει , ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 του ΚΠΔ, η άσκηση αυτής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση , άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η αξιούμενη αιτιολογία, της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα, εφέσεως, κατά της αθωωτικής αποφάσεως, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών, το δικαστήριο τούτο δέχθηκε τυπικά την υπ’ αριθ. 49/2-6-2010 έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, κατά της υπ’ αριθ. 327/2010 αθωωτικής, του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Δύμης και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, τον κήρυξε ένοχο, της αξιόποινης πράξεως που προαναφέρθηκε και τον καταδίκασε στην ποινή που επίσης προαναφέρθηκε. Στην παραπάνω έφεση, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, την οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο ‘ Αρειος Πάγος, αναφέρεται ότι ".... ασκεί έφεση ......κατά της υπ’ αριθμ.... απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δύμης, με το οποίο αθωώθηκε ο Σ. Σ., κάτοικος ... Ηλείας, για καλλιέργεια "εκτάσεως, εμβαδού 10.614,505 τ.μ., που βρίσκεται στο Δ.Δ.... του Δήμου ... Αχαϊας, η οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα με την αριθμ.2058/23-6-04 απόφαση του Γεν.Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτ.Ελλάδος και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Δ’ αριθμ.812/2004, επειδή το δικάσαν Πρωτοβάθμιο Δ/ριο, αποδεχόμενο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, εσφαλμένως εξέλαβε ότι δεν συντρέχει στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του προαναφερομένου εγκλήματος, και συγκεκριμένα ότι η ανωτέρω έκταση δεν έχει κηρυχθεί νομίμως ως αναδασωτέα, άρα δεν έχει αυτόν τον χαρακτήρα, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Ν.998/79 το οποίο τυποποιεί το κρισιολογούμενο αδίκημα, διότι κηρύχθηκε η επίμαχη έκταση ως αναδασωτέα από αναρμόδιο όργανο, κι όχι από τον Νομάρχη, στον οποίο η διάταξη του άρθρου 41 Ν.998/79 έχει αναθέσει την σχετική αρμοδιότητα. Η σκέψη όμως αυτή είναι, όπως προαναφέραμε, εσφαλμένη, διότι στην απόφαση του Γεν.Γραμματέα της Περιφέρειας, που προεκτέθηκε, και είναι συνημμένη στην δικογραφία, παρατίθεται λεπτομερώς η νομοθεσία δυνάμει της οποίας μεταφέρθηκε η σχετική αρμοδιότητα στον Γεν.Γραμματέα Περιφέρειας από τον Νομάρχη (βλ.Ν...αριθμ.186/20-6-98 απόφαση Γ.Γ.Π.Δ. κ.λπ.), στην οποία νομοθεσία στηρίχθηκε ο τελευταίος προς έκδοση της προαναφερόμενης αποφάσεώς του" Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, το Τριμελές Πλημ/κείο, απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της παραπάνω εφέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών κατά της υπ’ αριθ. 327/2010 αθωωτικής του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Δύμης, και αφού δέχθηκε τυπικά την ως άνω έφεση του Εισαγγελέως κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως, στη συνέχεια, εξέτασε την ουσία της υποθέσεως και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατά τα εκτεθέντα. Προκειμένου να απορρίψει την παραπάνω ένσταση, το Εφετείο δέχθηκε, τα ακόλουθα: "Η κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών κατά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 327/2010 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δύμης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (η εκκαλουμένη εκδόθηκε την 26-5-2010 και η έφεση ασκήθηκε την 2-6-2010), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464, 473, 474, 477, 486 και 498 του ΚΠοινΔ. ..... Εξάλλου, η υπ’ αριθμ. 49/2010 έκθεση έφεσης υπογράφεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών Γεώργιο Μπισμπίκη, ο οποίος με δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Δύμης Σπύρου Δαρειώτη άσκησε την έφεση χωρίς να προκύπτει καμία ακυρότητα της σχετικής έκθεσης έφεσης από το ότι στην πρώτη σελίδα αυτής, από προφανή παραδρομή, δεν αναγράφεται το όνομα του Εισαγγελέα που άσκησε την έφεση, αφού το όνομα αυτού ρητά αναφέρεται μετά την υπογραφή του στο δεύτερο φύλλο της έκθεσης έφεσης. Τέλος, το ότι στην υπ’ αριθμ. 49/2010 έκθεση έφεσης δεν προσδιορίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα της σχετικής έκθεσης και απαράδεκτο του ένδικου μέσου, αφού γίνεται αναφορά σε άλλα στοιχεία, όπως το δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη, το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, η πράξη για την οποία αυτός αθωώθηκε κ.α. (βλ. ΑΠ533/1977, ΠΧ ΚΖ 847, Μ. Μαργαρίτης: Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εκδ. 2008, σελ. 960, υπό το άρθρο 474 ΚΠοινΔ)". Η παραπάνω αιτιολογία της εφέσεως του Εισαγγελέως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, διότι, περιέχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί ο νόμος, αφού εκτίθεται σ’ αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής αποφάσεως σχετικά με το νομικό θέμα ποιος έχει αρμοδιότητα για την κήρυξη αναδασωτέας έκτασης και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα, δεν αρκείται ο Εισαγγελέας να αναφέρει στην έφεσή του στερεότυπες εκφράσεις αλλά αναφέρει την έκταση της αναδασωτέας έκτασης το Δ.Δ. στο οποίο ανήκει αυτή, την απόφαση του Γ.Γ. της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα η παραπάνω έκταση, και το ΦΕΚ στο οποίο δημοσιεύθηκε. Επίσης αναλύει ότι εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου εκ του λόγου ότι η επίμαχη έκταση κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση από αναρμόδιο όργανο το Γ.Γ. της περιφέρειας αντί του Νομάρχη που ήταν αρμόδιος και παραθέτει τις διατάξεις με βάση τις οποίες η σχετική αρμοδιότητα έχει μεταβιβασθεί από το Νομάρχη στο Γ.Γ. της περιφέρειας. Κατά συνέπεια, δεν υπερέβη την εξουσία του το Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να απορρίψει την ένσταση περί απαραδέκτου της εφέσεως, με την προαναφερθείσα εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και στη συνέχεια με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα. Πρέπει, επομένως, ο σχετικός έβδομος λόγος, κατά το Α’ σκέλος του, της κρινομένης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 Η’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατ’ εκτίμηση, περί υπέρβασης εξουσίας καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί έλλειψης αιτιολογίας της παραπάνω παρεμπίπτουσας απόφασης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου το Δικαστήριο δεν υπερέβη της εξουσία του, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, με το Β’ σκέλος του αυτού ως άνω έβδομου λόγου, με το να τον καταδικάσει για παράνομη κατάληψη έκτασης 10.872 τ.μ. ενώ στην Έφεση του Εισαγγελέα η καταληφθείσα παράνομα έκταση προσδιορίζεται σε μικρότερη έκταση, ήτοι σε 10.614,50 τ.μ. αφού αυτό οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Εξάλλου, στην αθωωτική απόφαση, την οποία προσβάλλει ο Εισαγγελέας, η σχετική έκταση αναφέρεται ορθά σε 10.872 τ.μ. ήτοι όσα δέχθηκε και το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο. XII. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ι. Απορρίπτει την από 19 Ιουνίου 2015 αίτηση του Σ. Σ. του Λ., κατοίκου Μανωλάδας, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 1745/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών Και ΙΙ. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δασικές εκτάσεις. Παράνομη κατάληψη αναδασωτέας δημόσιας δασικής έκτασης. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου. Απορριπτέοι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, αφού αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας, με την οποία χαρακτηρίσθηκε ώς αναδασωτέα η δημόσια δασική έκταση, τμήμα της οποίας καλλιέργησε παράνομα ο αναιρεσείων, η δημοσίευση της σε συγκεκριμένο φύλλο ΦΕΚ καθώς και η δημοσίευση του συνοδεύοντος αυτήν σχεδιαγράμματος. Αρκεί η δημοσίευση του σχεδιαγράμματος εν «φωτοσμικρήνσει». Νομίμως εξετάσθηκε στο ακροατήριο ως μάρτυρας, ο ασκήσας προανακριτικά καθήκοντα, δασικός υπάλληλος και το δικαστήριο δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠΔ πλημμέλεια της σχετικής ακυρότητας, λόγω εξετάσεως του. Απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη ακρόασης γιατί καίτοι ο κατηγορούμενος προέβαλε αίτημα να μην αναγνωσθούν ορισμένα έγγραφα, διότι προσκομίσθηκαν από μάρτυρα στο ακροατήριο, μετά την απάντηση της εισαγγελέως η οποία πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος και την ανάγνωση των επίμαχων εγγράφων, δεν δόθηκε εκ νέου ο λόγος σε αυτόν (κατηγορούμενο) και στη συνέχεια αναγνώστη καν. Απόρριψη σχετικού λόγου, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν ζήτησε εκ νέου τον λόγο από την διευθύνουσα την συζήτηση προς ανταπάντηση στην εισαγγελική πρόταση, αφού η πρόεδρος δεν ήταν υποχρεωμένη αυτεπαγγέλτως να δώσει και πάλι στον κατηγορούμενο τον λόγο. Μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων μπορούν να ληφθούν υπόψη και έγγραφα που εγχείρισε στο Δικαστήριο κάποιος μάρτυρας κατηγορίας που δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά. Η χρησιμοποίηση τους δεν απαγορεύεται ρητώς από καμία διάταξη νόμου και δεν αντίκειται σε θεμελιώδεις διατάξεις του δικονομικού συστήματος που ισχύει Η λήψη υπόψη τέτοιων εγγράφων δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, ούτε δημιουργεί την αναιρετική πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης και η αναίρεση στο σύνολο της.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Αναιρέσεως λόγοι, Δασική έκταση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1174/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Π. του Α. κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 945/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 484/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου με αριθμό 136/10-9-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, την υπ’ αριθμ. 220/2015 αίτηση αναίρεσης του Σ. Π. του Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά της υπ’ αριθμ. 945/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 514 εδ. β’ και γ’ Κ.Π.Δ.: "Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης". Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 476 ΚΠΔ, "1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα... ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο...". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 945/2012 απόφαση του, απέρριψε ως ανυποστήρικτη την υπ’ 4364/2011 έφεση του ως άνω αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 58550/2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (5) μηνών και χρηματική ποινή επτακοσίων (700) ευρώ, για παράβαση του Ν. 5960/33 "Περί Επιταγών". Η απορριπτική της ανωτέρω έφεσης απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο την 17-5-2012, επιδόθηκε στον ίδιο τον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα την 28-2-2013 (βλ. το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επίδοσης του Α. Μ., υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης Χαλκίδας). Κατά της προειρημένης απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την υπ’ αρ. Έκθ. 371/16-4-2014 αίτηση αναίρεσης, με σχετική δήλωση ενώπιον της αναπληρώτριας του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Γ. Κ. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) με την υπ’ αρ. 1348/2014 απόφαση του απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης την παραπάνω υπ’ αριθμ. Έκθ. 371/16-4-2014 αίτηση του ως άνω αναιρεσείοντος για αναίρεση της ως άνω υπ’ αρ. 945/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Στην προκείμενη περίπτωση ο ως άνω κατηγορούμενος Σ. Π. άσκησε απαραδέκτως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ’ Κ.Π.Δ. - δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας ως άνω υπ’ αρ. 945/2012 απόφασης του Τριμ. Πλημ/κείου Αθηνών, (επίσης εκπροθέσμως) με σχετική δήλωση ενώπιον της αναπληρώτριας του Διευθυντή του Κατ/τος Κράτησης Κορυδαλλού Τ. Κ., για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 220/13-3-2015 Έκθεση Αναίρεσης. Σύμφωνα, συνεπώς, με όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν, η κρισιολογούμενη αίτηση αναίρεσης, δεύτερη κατά της ίδιας απόφασης, τυγχάνει απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο ως άνω αναιρεσειων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας (άρθρα 476§1 -583§1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ’ αρ. 220/13-3-2015 αίτηση αναίρεσης του Σ. Π. του Α., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά της υπ’ αριθμ. 945/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Και 2) Ν καταδικασθεί ο ως άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου - Βασιλοπούλου. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 514 εδ. β, γ ΚΠΔ, "Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης". Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ιδίας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση του Αρείου Πάγου επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα όμως στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Εάν όμως έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί πλέον να εξετάσει τη δεύτερη αίτηση, διότι διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του και επομένως η δεύτερη αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513, 476 παρ.1 του ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με τη με αρ. 945/2012 απόφασή του απέρριψε ως ανυποστήρικτη τη με αρ. 4364/2011 έφεση του αναιρεσείοντος Σ. Π., κατά της με αρ. 58550/2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματική ποινή 700 ευρώ, για παράβαση του ν. 5960/1933 περί επιταγών. Η απορριπτική της ανωτέρω έφεσης απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από την από 17-5-2012 βεβαίωση του οικείου Γραμματέα πάνω στο δικόγραφο της απόφασης, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο δημοσιεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών την 17-5-2012 και επιδόθηκε στον ίδιο, τον τότε κρατούμενο εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα την 28-2-2013, όπως προκύπτει από το από 28-2-2013 αποδεικτικό επίδοσης του υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Α. Μ.. Κατά της παραπάνω με αρ. 945/2012 απορριπτικής της έφεσης απόφασης, ο εκκαλών κατηγορούμενος άσκησε τη με αρ. εκθ. 371/16-4-2014 αίτηση αναιρέσεως, με σχετική δήλωση ενώπιον της αναπληρώτριας του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Γ. Κ., πλην το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με τη με αρ. 1348/2014 απόφασή του απέρριψε την αναίρεση αυτή κατά της τη με αρ. 945/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως εκπρόθεσμη. Κατά της ιδίας όμως με αρ. 945/2012 απορριπτικής της εφέσεως απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε μεταγενέστερα την 13-3-2015 και δεύτερη αίτηση αναίρεσης, με σχετική δήλωσή του ενώπιον της αναπληρώτριας του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού Τ. Κ., για την οποία συντάχθηκε η με αρ. 220/13-3-2015 έκθεση αναίρεσης και πάλιν εκπροθέσμως. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω αναπτυχθέντα, αφού ο Άρειος Πάγος έχει ήδη αποφανθεί και απορρίψει την ασκηθείσα προγενέστερα πρώτη αίτηση αναίρεσης, η κρινόμενη δεύτερη αυτή αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας με αρ. 945/2012 απορριπτικής της εφέσεως απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εφόσον ειδοποιήθηκε ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του περί του άνω απαραδέκτου και δεν παρέστη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει απαράδεκτη την με αρ. 220/13-3-2015 αίτηση δήλωση αναιρέσεως, του Σ. Π. του Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά της με αρ. 945/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει, κατ' άρθρο 514 ΚΠΔ, δεύτερη Αίτηση Αναίρεσης του ιδίου κατηγ/νου κατά της ιδίας απόφασης, ως απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά απόφασης που ο Άρειος Πάγος ήδη έκρινε και απέρριψε προηγούμενη χρονικά πρώτη αίτηση αναίρεσης αυτού ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1170/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 1843/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 469/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ' του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 29-5-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στην ενήλικο σύνοικο σύζυγο του Μ. Ζ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 11/11/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 27-4-2015 αίτηση του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ'αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-4-2015 αίτηση - δήλωση του Κ. Τ. του Α. περί αναιρέσεως της με αρ. 1843/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1153/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλουμένη την Μ. Σ. και εγκαλούντα τον Α. Ρ. Ν. Μ., κάτοικο ... . Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 3776/27-3-2015, που απευθύνεται στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 477/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση, με αριθμό 137/10-9-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 παρ.1 ΚΠΔ, την με αριθμ. πρωτ. 3776/ από 27.3.2015 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορούμενου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του που οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο. Η παραπομπή αυτή σε άλλο δικαστήριο γίνεται όχι μόνο στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και σ' αυτό της προδικασίας, που περιλαμβάνει τόσο την προκαταρκτική εξέταση όσο και την άσκηση ποινικής διώξεως. Την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει σύμφωνα με το άρθρο 137 του ΚΠΔ ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός Εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου Εφετείου ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, και εφαρμόζονται αναλογικά ο διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδαφ. 1 του ΚΠΔ (ΑΠ 736/2013, ΑΠ 1417/09). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά διαβιβάσθηκε, μετά από κανονισμό αρμοδιότητας, η από 1.6.2012 έγκληση του Α. - Ρ. - Ν. Μ. του Ι., κατοίκου ..., με την οποία αυτός, εκτός των άλλων, κατήγγειλε, για κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Δ. Π., καθώς και τους "αρμοδίους υπαλλήλους των Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων" που στα πλαίσια της υπηρεσίας τους χειρίσθηκαν την υπ' αριθ. ABM A08/554 ποινική δικογραφία, εστρέφετο δε με την ίδια έγκληση και κατά της πρώην συζύγου του Μ. Ζ. του Ι., για ηθική αυτουργία στις άνω πράξεις. Επί της υποθέσεως αυτής, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, Μ. Σ., εξέδωσε την υπ' αριθ. 27/1.9.2014 διάταξή της κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ, με την οποία απέρριψε την έγκληση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ο εγκαλών, με το από 10.10.2014 "ΥΠΟΜΝΗΜΑ" που επέχει θέση εγκλήσεως, καταγγέλλει εκτός των άλλων και την ανωτέρω Εισαγγελική Λειτουργό για κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος, την οποία φέρεται ότι διέπραξε η ανωτέρω Εισαγγελέας με την έκδοση της προαναφερθείσης διατάξεως (βλ. σελ. 10α και 12 της πολυσέλιδης εγκλήσεως). Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, επειδή ανέκυψε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, υπέβαλλε με την ανωτέρω υπ' αριθ. 3776/27.3.2015 αίτησή του, την προαναφερθείσα έγκληση, μετά των συνημμένων εγγράφων, στην Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, προκειμένου να ζητηθεί η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλη Δικαστική Αρχή. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε η καταγγελλόμενη Εισαγγελική λειτουργός υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, που υπάγεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά, συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, παραπομπής της υποθέσεως από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς στις αντίστοιχες της Λαμίας (ως πλησιέστερες και ενόψει του ότι η αρχική έγκληση εστρέφετο κατά Εισαγγελικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Αθηνών), και αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Λαμίας. Για τους λόγους αυτούς προτείνω: Να ορισθούν ως κατά παραπομπή αρμόδιοι: α) ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λαμίας και β) οι δικαστικές αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Λαμίας και των αντίστοιχων Εισαγγελιών αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση για περαιτέρω δικαστική διερεύνηση της υποθέσεως. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφάνια Κοντοθανάση". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 εδ. ε' του ΚΠΔ "το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο ...". Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο ή δικαστική υπηρεσία, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Ά. Μ., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την από 10-10-2013 μηνυτήρια αναφορά του, με την μορφή Υπομνήματος επί προηγούμενης της από 1-6-2012 εγκλήσεώς του στην Πταισματοδίκη Λαυρίου, στρεφόμενη, μεταξύ άλλων και κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Μ. Σ., που εξέδωσε απορριπτική της εγκλήσεώς του διάταξη, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη κατάχρησης εξουσίας και παράβασης καθήκοντος και αρμόδιος για να κρίνει την τύχη της παραπάνω καταγγελίας και τυχόν προσφυγής του καταγγέλλοντος και αν θα ασκήσει ή όχι ποινική δίωξη, είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς αντίστοιχα. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, με το με αρ. πρωτ. 3776/15 από 27-3-2015 έγγραφό του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητά τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου να ορισθεί άλλος ως αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών για να κρίνει την τύχη της προμνημονευόμενης μήνυσης του καταγγέλλοντος, μετά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, λόγω της ως άνω προαναφερόμενης ιδιότητας της καταγγελόμενης Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Επομένως, ενόψει και του ότι στη περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς υπάρχει πλέον μόνον ένα Πρωτοδικείο, εκείνο του Πειραιώς, συντρέχει αρμοδιότητα του παρόντος συμβουλίου του Αρείου Πάγου και περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπ' αυτού κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. β περ. γ ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης, στο σύνολό της, από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί και αποφανθεί επί της άνω εγκλήσεως Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και τις κατά τόπον αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, ενόψει και του ότι η αρχική έγκληση του ιδίου εγκαλούντος (ΑΒΜ-Α08/554) στρέφεται και κατά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Δ. Π., στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών Λαμίας και στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετείου Λαμίας, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αναφέρεται στο με αρ. πρωτ. 3776/27-3-2015 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς και αφορά την από 10-10-2013 μήνυση - υπόμνημα του Ά. Μ., στρεφόμενη κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Μ. Σ. που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη κατάχρησης εξουσίας και παράβασης καθήκοντος, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών Λαμίας και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Λαμίας και του Εφετείου Λαμίας, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας. Παραπέμπει σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας κλπ Αρχές Λαμίας, για χειρισμό Μήνυσης κατά Εισαγγ.. Λειτουργού, που υπηρετεί σε Εισαγγ. Πρωτοδ. Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1152/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Χ. του Π., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Φώτιο Παπαγεωργόπουλο, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ’ αριθμό 60/18-3-2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8198/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 442/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη με αριθμό 135/10.9.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 476 τταρ.1 ΚΠΔ την υπ’ αριθμ. 2544/31.3.2015 αίτηση αναιρέσεως του Α. Χ. του Π., κατοίκου ... κατά της υπ’ αριθμ. 8198/1.12.2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης διαδικασίας της υπ’ αριθμ. 5757/3.9.2014 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που επιλήφθηκε επί εφέσεως του ως άνω αιτούντα κατά της πρωτόδικης, με αριθμό 2989- 2990/29.10.1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων α) της συκοφαντικής δυσφήμησης και β) της παράνομης κατακράτησης και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, εκθέτω τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ΚΠΔ "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)... Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.1 ΚΠΔ" αναίρεση μπορούν να ζητήσουν: ο κατηγορούμενος, ...". Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν χωρεί αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. 8198/1.12.2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης διαδικασίας της υπ’ αριθμ. 5757/3.9.2014 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που παραπάνω αναφέρθηκε. Με τα δεδομένα αυτά η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ανήκει στην κατηγορία των αποφάσεων, εναντίον των οποίων ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε κατ’ αποφάσεως, εναντίον της οποίας δεν επιτρέπεται να ασκηθεί τέτοιο ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: α) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ’ αριθμ. 2544/31.3.2015 αίτηση αναιρέσεως του Α. Χ. του Π., κατοίκου ... κατά της υπ’ αριθμ. 198/1.12.2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών και β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ανωτέρω αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠΔ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται χωρίς να κλητευθεί ο αιτών στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε "το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα", συνδυαζόμενη και προς τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, κατά την οποία "αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο", συνάγεται ότι η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατ’ ουσίαν ή ως απαράδεκτη. Η διάταξη αυτή, ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 2 του ΚΠΔ, με την οποία ορίζεται ότι κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η άνω αίτηση ακυρώσεως) ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, ή ασκήθηκε εκπροθέσμως, το αρμόδιο να κρίνει επ’ αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Η κρινόμενη από 31-3-2015 αίτηση αναιρέσεως του Α. Χ. ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 31-3-2015 με επίδοση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (βλ. με αρ. πρωτ. 2544/31-3-2015) και στρέφεται κατά της με αρ. 8198/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε, απόντος τούτου και σε πρώτο βαθμό, η με αρ. 5757/2014 καταδικαστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, εφόσον στρέφεται κατά απόφασης που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 ΚΠΔ), ενόψει του ότι κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο παρόν Δικαστήριο που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, ο αντίκλητος δικηγόρος του (άρθρο 476 παρ.1 εδάφ. τελευταίο ΚΠΔ), ο οποίος και παραστάθηκε στο ακροατήριο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-3-2015 αίτηση του Α. Χ. του Π. για αναίρεση της με αρ. 8198/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημελλημάτων) Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά απόφασης που απέρριψε αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας και η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατ' ουσίαν ή ως απαράδεκτη. (βλ. ΑΠ 650/2010, 843/2009, 463/2008).
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1150/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Π. του Η., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 4631/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2015 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 474/2015. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση . ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 8-6-2015 και από 3-6-2015 αποδεικτικά επιδόσεως του επιμελητή Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης Κ. Α. και της επιμελήτριας της ίδιας Εισαγγελίας Δ. Κ. αντίστοιχα, ο αναιρεσείων, όπως και ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του Αθανάσιος Ζαχαριάδης, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση δια νομίμου θυροκολλήσεως, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 4/11/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη με αρ. εκθ. 7/20-4-2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 7/20-4-2015 αίτηση του Π. Π. του Η. περί αναιρέσεως της με αρ. 4631/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1106/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Ζαϊρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1) Α. Χ., 2) Δ. Λ., 3) Ι. Χ. και 4) Ρ. Λ.. Και εγκαλούντα τον Ά. - Ρ. Ν. Μ., κάτοικο ... . Η αίτηση αυτή με αριθμό 155031/17-2-2015, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 233/2015. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή με αριθμό 112/31.7.2015 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά τα άρθρα 136 περ . ε 137 παρ. 1 περ. γ Κ.Π.Δ, την από 5-2-2015 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία υποβάλλει αίτημα ορισμού αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Χ15/59 ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, της παραπομπής δηλαδή της υποθέσεως αυτής από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, και εκθέτω τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 136 στοιχ. β Κ.Π.Δ όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή από το αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα αυτά δικαστήριο σε άλλο ομοιόβαθμο και ομοειδές. Η παραπομπή αυτή της υποθέσεως νοείται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της εγέρσεως της ποινικής αγωγής και του της διενεργείας της προκαταρκτικής εξετάσεως, αφού και στα στάδια αυτά συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, δηλαδή της εξασφαλίσεως απολύτου ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και του αποκλεισμού κάθε υπόνοιας μεροληψίας εξ' αιτίας της συνυπηρετήσεως. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 137§ 1 Κ.Π.Δ στην ανωτέρω περίπτωση την παραπομπή μπορεί να την ζητήσει ο Εισαγγελέας ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, την αποφασίζει δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα Πταισματοδικείο σε άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α και β του άρθρου 136, το Συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο (άρθρο 137 παρ. 1 εδάφιο β), ο Άρειος δε Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση (άρθρο 137 παρ. 1 εδάφιο γ), συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ή από ένα Πρωτοδικείο σε άλλο, εφ' όσον στην περιφέρεια του Εφετείου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί του κανονισμού αρμοδιότητας Εφετείου, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο (Α.Π 2080/2002, Α.Π 1417/2009). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την από 5-7-2014 συμπληρωματική μηνυτήρια αναφορά του ο Ά.-Ρ. Ν. Μ. (A. R. N.) (όνομα) M. (επώνυμο) καταμήνυσε, μεταξύ των άλλων και την Ι. Χ., Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, Ρ. Λ., Πρωτοδίκη Αθηνών, Α. Χ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Δ. Λ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω αναφορά. Προκειμένου να ενεργηθούν επί της ως άνω αναφοράς τα κατά το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ οριζόμενα, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με την από υπ' αριθμ. πρωτ. 155031/17-2-2-15 αναφορά του προς εμάς, ζητεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 εδάφιο ε και 137 Κ.Π.Δ, τον κανονισμό αρμοδίου να επιληφθεί της υποθέσεως δικαστηρίου, επειδή οι μηνυόμενοι υπηρετούν στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, επισυνάπτοντας ταυτόχρονα και σχετικές υπηρεσιακές βεβαιώσεις περί τούτου. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ζητούμενη παραπομπή, γιατί στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, μετά την ίδρυση του Εφετείου Χαλκίδας, δεν υπάγεται πλέον άλλο Πρωτοδικείο, εκτός εκείνου των Αθηνών. Αρμοδίως, κατά ταύτα, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Σε Συμβούλιο) η προκειμένη αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για να ορισθεί κατά το άρθρο 137 παρ.1γ Κ.Π.Δ αρμόδιο κατά παραπομπή δικαστήριο, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της εκκρεμούσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Χ15/59 ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας. Η ιδία αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση από της δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω : Να παραπεμφθεί η με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Χ15/59 ποινική προκαταρκτική δικογραφία που εκκρεμεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών ... β) το συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ’ εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Ά.-Ρ.- Ν. Μ. (A. R. N.) (όνομα) (M.) (επίθετο) κάτοικος ..., υπέβαλε την από 3-1-2013,αίτηση και την από 5-7-2014 συμπληρωματική μηνυτήρια αναφορά που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (Α.Β.Μ. Χ15 /59) που στρέφεται, μεταξύ άλλων, κατά της Ι. Χ., Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, Ρ. Λ., Πρωτοδίκη Αθηνών, Α. Χ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Δ. Λ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με το υπ’ αριθμό 155031/17-2-2015 έγγραφό του, προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέβαλε σε αυτήν, τις σχετικές ως άνω αναφορές και ζήτησε τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω της ιδιότητας, των κατά τα άνω εγκαλουμένων, ως δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, καθόσον το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορούσε να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειάς του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών. Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί ούτε άσκηση ποινικής διώξεως ούτε ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της προδικασίας και κύριας διαδικασίας να γίνει κατά των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο υπηρετούν με τους βαθμούς που προαναφέρθηκαν (βλ. τις υπ’ αριθμό πρωτ. 533/13-1-2015 και 151115/15-1-2015 υπηρεσιακές βεβαιώσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών αντίστοιχα). Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) δοθέντος δε, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορεί να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειάς του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υποθέσεως ως προς τους παραπάνω εγκαλούμενους, Δικαστικούς λειτουργούς, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο υπ’ αριθμό 155031/17-2-2015 έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, και αφορά την από 3-1-2013,αίτηση και την από 5-7-2014 συμπληρωματική μηνυτήρια αναφορά του Ά.-Ρ. Ν. Μ. (A. R. N.) (όνομα) (M.) (επίθετο) κατοίκου ..., που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (Α.Β.Μ. Χ15 /59) και στρέφεται, μεταξύ άλλων, κατά της Ι. Χ., Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, Ρ. Λ., Πρωτοδίκη Αθηνών, Α. Χ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Δ. Λ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας 136 Κ.Π.Δ. Συντρέχει βάσιμος λόγος καθορισμού αρμοδιότητας άλλων Εισαγγελικών και λοιπών δικαστικών αρχών κατόπιν της υποβολής μήνυσης σε βάρος δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ακόμα και στο στάδιο της προδικασίας
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1100/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως)- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Σ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τάντση, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.39022/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και με συγκατηγορούμενο τον Γ. Π.. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1145/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας για ανάγνωση. Αν ο διευθύνων τη συζήτηση και μετά άσκηση σχετικής προσφυγής, το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο και δεν επιτρέψει την ανάγνωση ή δεν απαντήσει στο αίτημα, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ακυρότητα της διαδικασίας και για έλλειψη ακρόασης αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Β’ και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή και η έλλειψη ακρόασης, προϋποθέτουν υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το οποίο παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή αιτήματος ανάγνωσης πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται η αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα και διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 365 παρ. 1 ιδίου Κώδικα ορίζεται: "Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ. 2) ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία• διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία". Στο άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ ΚΠΔ ορίζεται ότι "Ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται : 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν .. δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ, "κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι α), β), γ), δ), ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα". Ως έγγραφο που περιέχει την εκτός δίκης μαρτυρία τρίτου θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση τούτου, η οποία δίδεται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τις προβλέπουσες αυτήν διατάξεις. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ένορκες βεβαιώσεις διαβάζονται στο ακροατήριο κατά το άρθρο 364 ΚΠΔ ως "υπόλοιπα" (λοιπά) έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατά το άρθρο 365 του ίδιου Κώδικα. Επίσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα ανάγνωσης εγγράφου ή αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας από μη ανάγνωση ενός εγγράφου επέρχεται μόνο αν προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε την ανάγνωση συγκεκριμένου εγγράφου και το δικαστήριο αρνήθηκε αναιτιολόγητα ή παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημα αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 14-11-2014 αναίρεσή του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εξέδωσε την εναντίον του καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη από αμέλεια, για το λόγο ότι, υπέβαλε στο ακροατήριο δια του συνηγόρου του, προκειμένου να αναγνωσθεί, η επικαλούμενη και προσαχθείσα με αρ. ...11-10-2014 ενώπιον συμβολαιογράφου δοθείσα ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Μ., αυτόπτη μάρτυρα του ατυχήματος, η οποία και δεν αναγνώσθηκε και στη συνέχεια απορρίφθηκε συναφές αίτημά του αναβολής της δίκης, προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει ο άνω μάρτυρας Μ., επίσης γιατί αναγνώσθηκε η από 18-2-2009 υπεύθυνη δήλωση του Β. Μ., για το ίδιο ατύχημα και έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Όπως προκύπτει από τα παραδεκτά, για τη βασιμότητα του λόγου αναιρέσεως, επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 39022/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποίαν ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, στη σελίδα 9 αυτών, σημειώνονται κατά λέξη τα εξής: "στο σημείο αυτό υποβλήθηκε από το συνήγορο του 1ου κατηγορουμένου η υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση του Μ., η οποία κατά όμοια πρόταση του εισαγγελέα δεν λήφθηκε υπόψη του δικαστηρίου, καθότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν ερωτήσεις από το δικαστήριο στον μάρτυρα. Στο σημείο αυτό ο συνήγορος του 1ου κατηγορουμένου αφού ζήτησε το λόγο και του δόθηκε υπέβαλε αίτημα αναβολής προκειμένου να κληθεί και προσέλθει ο μάρτυρας Μ.". Στη συνέχεια από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι το δικαστήριο, μετά απορριπτική εισαγγελική πρόταση, απέρριψε και το άνω υποβληθέν αορίστως αίτημα αναβολής, με την εξής αιτιολογία "Δεδομένου του χρόνου τέλεσης της ενδίκου πράξεως (2008) και του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε ότι η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα θα συνέδραμε δραστικά στην διάγνωση της αλήθειας εκ μέρους του δικαστηρίου, πέραν του γεγονότος ότι ήταν εφικτή η προσέλευση του εν λόγω μάρτυρα και η εξέτασή του από το δικαστήριο, πρέπει το ως άνω αίτημα του κατηγορουμένου (Σ.) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο". Από όλα τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, απλώς υπέβαλε και δεν ζήτησε να αναγνωσθεί η υπ’ αρ. ...2014 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος, του Β. Μ., που είχε δοθεί ενώπιον συμβολαιογράφου Αθηνών και επομένως ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, ούτε παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου από τη μη λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε επαρκώς αιτιολογημένα το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος αναβολής της δίκης και δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 170 παρ.2 α και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ (και Δ’ κατ’ εκτίμηση) του ΚΠΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια ακυρότητας, ούτε εκείνη παραβίασης υπερασπιστικών δικαιωμάτων εκ του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού, στο ακροατήριο επιτρεπτά μεν αναγιγνώσκονται οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, κατ’ άρθρο 364 ΚΠΔ ως υπόλοιπα έγγραφα και όχι ως ένορκες καταθέσεις μαρτύρων στην προδικασία, κατά άρθρο 365 του ίδιου Κώδικα, αυτό όμως, εφόσον υποβληθεί εκ μέρους του κατηγορουμένου τέτοιο σαφές αίτημα ανάγνωσης στον δευθύνοντα τη συζήτηση δικαστή, κατ’ άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ και σε περίπτωση άρνησης αυτού, χωρήσει προσφυγή του κατηγορουμένου στο δικαστήριο κατά το άρθρο 334 ΚΠΔ και το τελευταίο αρνηθεί την ανάγνωση, πράγματα που δεν προκύπτουν από τα οικεία πρακτικά του δικαστηρίου. Επίσης από τη συνεκτίμηση νόμιμα αναγνωσθέντος στο ακροατήριο εγγράφου της από 18-2-2009 υπεύθυνης δήλωσης του Β. Μ., ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό 56/14-11-2014 αίτηση του Γ. Σ. του Ε., περί αναιρέσεως της με αριθμό 39022/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ως αβάσιμη. Σωματική Βλάβη από αμέλεια παρ. υποχρέου - 314 παρ.1 α ΠΚ. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από μη ανάγνωση εγγράφου που προσκομίστηκε στο ακροατήριο από τον κατηγορούμενο και από τη μη αναβολή της διαδικασίας για κλήτευση μάρτυρα.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1095/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Ρ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 392/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Χ. Δ. του Ν., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Κομνηνάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 291/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α, β, γ του ΠΚ, όπως τα εδ. β και γ ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 24 του ν. 4055/2012 "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στη πρόκληση είτε σωματικής κακώσεως είτε βλάβης της υγείας άλλου, ενώ η βλάβη της υγείας στη διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, ενώ κατά την παρ. 2 εδ. α του ίδιου άρθρου οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος...." Kατά το άρθρο 6 παρ. 1 "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α' της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β' της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 Π Κ, ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρ. 1 παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του κατά οποιονδήποτε τρόπο, η διαφοροποίηση δε αυτή προσδιορίζεται από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών περιστατικών τα οποία προβάλλονται και γίνονται αποδεκτά. Η συνδρομή δε των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση εν όψει της διαβαθμίσεως της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητάς της σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης έχει επιπόλαιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κακώσεως ή της βλάβης της υγείας του παθόντος προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε (ΑΠ 492/2010). Ως όλως ελαφρές σωματικές βλάβες, κρίθηκαν από τον Άρειο Πάγο, εκχυμώσεις, θλάσεις, εκδορές, ερυθρότητα, ζάλη κεφαλαλγία, εγκεφαλική διάσειση (βλ. Α.Π. 332/2005, 123/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 392/2015, απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. και τον καταδίκασε, σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν, Τριμελές Εφετείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος υπερασπίσεως την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: " Ο κατηγορούμενος είναι πολιτικός μηχανικός και η πολιτικώς ενάγουσα οδοντίατρος. Αυτοί τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 29.09.2001, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Η έγγαμη συμβίωσή τους στην αρχή ήταν αρμονική. Αργότερα, όμως, εμφανίστηκαν προβλήματα στις σχέσεις τους (που οδήγησε σε ρήξη και στη συνέχεια σε διάσταση, από τον Νοέμβριο του 2007 και διαζύγιο το έτος 2013), τα οποία ο κατηγορούμενος αποδίδει σε οικονομικούς λόγους και σε εξωσυζυγική σχέση της συζύγου του, με συμπαίκτη της στο Μπριτζ, με τον οποίο το Φεβρουάριο 2008 την είδε αγκαλιά. Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ο κατηγορούμενος, στις 03.06.2008, επισκέφθηκε την εν διαστάσει σύζυγο του και πολιτικώς ενάγουσα στο οδοντιατρείο της, προκειμένου όπως ισχυρίζεται να της μιλήσει. Η πολιτικώς ενάγουσα στην αρχή αρνιόταν να του ανοίξει, στη συνέχεια όμως, επειδή αυτός φώναζε και ντράπηκε τον κόσμο του άνοιξε, όταν δε ο κατηγορούμενος άρχισε να τη χτυπά με τα χέρια του στο πρόσωπο, στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματος της με αποτέλεσμα να την τραυματίσει, προξενώντας της εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού. Περί αυτών σαφής και πειστική είναι η κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία επιβεβαιώνεται από την από .../04.06.2008 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή Ι. Α., οι δε αντίθετοι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν επιβεβαιώνονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε βεβαίως μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα υπέρ των ισχυρισμών του, από την κατάθεση της μάρτυρα υπεράσπισης και μητέρας του, η οποία κατέθεσε ότι "μετά από αυτό το περιστατικό συνάντησε στο δρόμο τη νύφη της και τη μητέρας της και τη χαιρέτησαν σαν να μην συμβαίνει τίποτα". Κατ' ακολουθία, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη που κατηγορείται". Ακολούθως στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα στις 3-6-2008 με πρόθεση προξένησε σε μέλος της οικογένειάς του σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, δηλαδή επετέθη στην εγκαλούσα σύζυγό του Χ. Δ. και τη χτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο και σε άλλα σημεία του σώματός της με αποτέλεσμα να τραυματίσει αυτήν, προξενώντας της εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού". Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις προπαρετεθείσες διατάξεις της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α' του Ν. 3500/2006), αφού δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε, καθόσον οι παραδοχές ότι πρόκειται για εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού συνιστούν σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις, κατά παραδεκτό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, επίσης κατά τα εκτεθέντα, και στοιχειοθετούν το αδίκημα της περ. β' της παρ.1 του άρθρου 6 του ν. 3500/2006 και όχι σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της παθούσας που δέχθηκε το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, που στοιχειοθετεί την περ. α' της παρ.1 του παραπάνω ν. 3500/2006. Οι παραπάνω όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις όμως, δεν μπορούν εν προκειμένω, να στοιχειοθετήσουν το αδίκημα της εντελώς ελαφράς κάκωσης ή βλάβης, που προβλέπει η προαναφερθείσα διάταξη, της περ. β' της παρ.1 του άρθρου 6 του ν. 3500/2006, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι αυτές προκλήθηκαν με "συνεχή συμπεριφορά" του συζύγου, όπως αξιώνει η διάταξη αυτή. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. α του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του ν. 3160/2003, "αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο" Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Τριμελές Εφετείο προέβη σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη η οποία δεν στοιχειοθετείται, κάνοντας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, δεν στοιχειοθετείται δε και η εντελώς ελαφρά ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι αυτές προκλήθηκαν με συνεχή συμπεριφορά. Πρέπει, επομένως, εφόσον δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη, ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος για την πράξη που του αποδίδεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 392/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Δ. Ρ. του Γ., ΑΘΩΟ του ότι: Στην Αθήνα στις 3-6-2008 με πρόθεση προξένησε σε μέλος της οικογένειάς του σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, δηλαδή επετέθη στην εγκαλούσα σύζυγό του Χ. Δ. και τη χτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο και σε άλλα σημεία του σώματός της με αποτέλεσμα να τραυματίσει αυτήν, προξενώντας της εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ενδοοικογενειακή βία. Καταδίκη για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Σωματική βλάβη συζύγου από τον σύζυγο της. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Εσφαλμένη ερμηνεία. Τα πλήγματα που προκαλούν εκχύμωση πρόσθιας χώρας δεξιού καρπού, μικροεκδορές ραχιαίας χώρας δεξιάς άκρας χειρός και οίδημα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού συνιστούν ενδοοικογενειακή εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη. Το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο που δέχθηκε ότι τα παραπάνω συνιστούν ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ζήτημα του χαρακτηρισμού της σωματικής βλάβης ως απλής ή εντελώς ελαφράς ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο. Αναιρεί και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο αφού δεν στοιχειοθετείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Δεν στοιχειοθετείται και η εντελώς ελαφρά τοιαύτη, αφού στις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν υπάρχει το στοιχείο «της συνεχούς συμπεριφοράς» που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση αυτής σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.βτου Ν. 3 500/2006
Ενδοοικογενειακή βία
Ενδοοικογενειακή βία.
2
Αριθμός 1092/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. (K.) Π. P. του Γ., κατοίκου ... και ήδη Αλβανίας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Μπούνα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1486/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε συγκατηγορούμενο τον V. T. του J. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 326/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 24-2-2015 (υπ’ αριθμό γενικού πρωτοκόλλου 1627/24-2-2015) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση, ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ’ αριθμό 1486/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 3, Κ.Π.Δ. ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία. Η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ΚΝΝ 3459/2006, όριζε ότι: 1. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται όποιος: " .... β) Πωλεί, αγοράζει ναρκωτικά ή μεσολαβεί σε κάποια από τις πράξεις αυτές...... ζ) Κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο". Με το νέο νόμο περί ναρκωτικών 4139/20-3-2013, "νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις", (με το άρθρο 100 του οποίου καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του (20-3-2013), ο ανωτέρω ν. 3459/2006, εκτός από τα άρθρα 1 παρ.1, 58 και 61 αυτού) ρυθμίζονται οι παραβάσεις διακίνησης ναρκωτικών με νέες διατάξεις και ειδικότερα διατηρούνται τα ενδιαφέροντα τη συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση άρθρα 20 και 23 με τους ίδιους αριθμούς. Έτσι με το άρθρο 20 παρ. 1 του νέου αυτού νόμου, τυποποιείται ως βασικό έγκλημα η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως τοιαύτης νοούμενης, κατά την παράγραφο 2, κάθε πράξης με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 αυτού. Ειδικότερα κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του παραπάνω ν. 4139/2013, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ". Με την παράγραφο 2 καθορίσθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τέλεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η εισαγωγή, αγορά, κατοχή, μεταφορά και πώληση. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ευμενέστερη διάταξη, είναι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 4139/2013, ως προβλέπουσα μικρότερη ποινή και συνεπώς τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Κ. η διάταξη αυτή, καίτοι δεν ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ. Για τη στοιχειοθέτηση επομένως απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεση της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ’ αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα , ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμό 1486/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, για την πράξη της απλής συνέργειας σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα στις πράξεις αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του V. T., σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε (15.000) ευρώ, ενώ διατάχθηκε και η απέλασή του από τη χώρα μετά την οριστική έκτιση της ποινής. Ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον μέρος, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στην υποδιεύθυνση δίωξης Ναρκωτικών περί το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 209 είχε περιέλθει ανώνυμη πληροφορία ότι Αλβανός με το όνομα "Β.", με χαρακτηριστικά 1,70 με 1,75 μ. ύψος, φουσκωτά μάγουλα, μελαχρινός με κοντά μαλλιά και αριθμό κινητού τηλεφώνου "..." διακινεί σημαντικές ποσότητες ακατέργαστης κάνναβης. Ότι σύχναζε στο καφέ "..." οδό ... στο ... - Αττικής. Επίσης ότι κυκλοφορούσε είτε με ένα αυτοκίνητο δικό του, μάρκας BMW cabrio, με αριθμό κυκλοφορίας ..., είτε με ένα PEUGEOT ασημί, με αριθμό κυκλοφ. ... ... Πράγματι κοντά στο άνω καφέ εντόπισαν οι αστυνομικοί το PEUGEOT παρκαρισμένο στην οδό .... Λίγα λεπτά αργότερα πλησίασε εκεί μία μοτοσυκλέτα στην οποία επέβαιναν οι δύο κατ/νοι. Κατέβηκαν και οι δύο άνοιξαν το πορτ - μπαγκάζ του αυτοκινήτου (PEUGEOT) και κοίταζαν και οι δύο μέσα. Στη συνέχεια ο ένας μπήκε στο PEUGEOT και οδηγώντας το έφυγε από το σημείο αυτό, ενώ ο άλλος οδηγώντας τη μοτ/τα ακολούθησε το PEUGEOT. Οι αστυνομικοί στη συνέχεια έχασαν τα ίχνη των άνω και τους εντόπισαν λίγο αργότερα να κάθονται σε ένα τραπεζάκι έξω από το καφέ "...". Τότε δόθηκε εντολή στους αστυνομικούς να επιτηρούν τους κατ/νους και παράλληλα και το αυτοκίνητο PEUGEOT που ήταν κοντά σταθμευμένο. Σε κάποια στιγμή δόθηκε πάλι εντολή να ακινητοποιήσουν τους κατ/νους ... Ακολούθησε έρευνα στο σπίτι του δευτέρου κατ/νου όπου δεν βρέθηκε τίποτε ...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατ/νος την άνω ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης αγόρασε στην περιοχή της Αττικής, σε χρόνο και τόπο μη εισέτι προσδιορισθέντα, ευρισκόμενο όμως κοντά στο χρόνο σύλληψής του (14-11-2009) από άγνωστα άτομα, άγνωστες ποσότητες κάνναβης αντί αγνώστου τιμήματος, μέρος της οποίας αποτελεί η κατασχεθείσα ποσότητα συνολικού μικτού βάρους 29 κιλών και 60 γραμ. περίπου με σκοπό την εμπορία σε τρίτους ... Περαιτέρω όσον αφορά τον δεύτερο κατ/νο όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αυτός αποδείχθηκε ότι παρέσχε απλή συνδρομή στον πρώτο κατ/νο κατά την τέλεση υπ'αυτού των άνω πράξεων, ήτοι της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα ότι ο δεύτερος κατ/νος συνόδευε αυτόν κατά τις μετακινήσεις του με μία λευκή μηχανή μεγάλου κυβισμού, είτε ως συνεπιβάτης, ούτε οδηγώντας ο ίδιος την άνω μηχανή, καθόν χρόνο ο συγκατηγορούμενός του (πρώτος κατ/νος) οδηγούσε το άνω PEUGEOT, προκειμένου ο τελευταίος να αγοράσει τις άνω ποσότητες ινδικής κάνναβης με σκοπό την εμπορία, τις οποίες (ποσότητες) κατείχε επίσης αυτός (α'κατ/νος) εντός του αυτοκινήτου αυτού κατά την σύλληψή του με σκοπό την εμπορία, γεγονότα τα οποία εγνώρισε καλώς ο δεύτερος κατ/νος και τα αντίθετα υποστηριζόμενα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω να κηρυχθούν ένοχοι οι κατ/νοι ως και πρωτοδίκως ήτοι ο πρώτος αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών ήτοι διακίνησης του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013 χωρίς την επιβαρυντική περίσταση του αρθ. 23Α § 1 του Ν. 3459/2006 εφόσον ο πρώτος νεώτερος νόμος δεν προβλέπει την επιβαρυντική αυτή περίσταση και άρα είναι επιεικέστερος ... ο δε δεύτερος ένοχος απλής συνέργειας στις πράξεις αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών ... Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της απλής συνέργειας στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, και ειδικότερα αγοράς και κατοχής αυτών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 1,14, 26 παρ.1α, 27παρ.1, 47, 74, Π.Κ. 1 παρ.1, 2 Πιν.Α'αρ.6 του Ν.3459/2006 και 20 του ν. 4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογεί πλήρως τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας στις παραπάνω πράξεις, αναφέροντας τις υλικές διευκολυντικές πράξεις του κατηγορουμένου. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων με τον συγκατηγορούμενό του V. T., επιβαίνοντες και οι δύο σε μοτοσικλέτα στις 14-11-2009 πλησίασαν το σταθμευμένο στην οδό ... στο ..., Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ... μέσα στο Πόρτ - μπαγκάζ του οποίου, ο συγκατηγορούμενός του, κατείχε τις ποσότητες ναρκωτικών που αναφέρθηκαν, με σκοπό την εμπορία τις οποίες είχε αγοράσει πριν από τη σύλληψή του, ότι άνοιξαν το Πόρτ - μπαγκάζ και κοίταξαν μέσα σε αυτό και οι δύο, ότι στη συνέχεια ο συγκατηγορούμενός του οδηγώντας το αυτοκίνητο με τα ναρκωτικά απομακρύνθηκε ακολουθούμενος από τον αναιρεσείοντα που οδηγούσε την μοτοσικλέτα, ότι λίγη ώρα αργότερα εντοπίστηκαν από Αστυνομικά όργανα να κάθονται και οι δύο μαζί στην καφετέρια "..." στο ... και μετά από έρευνα στο παραπάνω αυτοκίνητο, τα κλειδιά του οποίου είχε ο συγκατηγορούμενός του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν οι παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ότι η απλή συνέργεια του αναιρεσείοντα κατά την τέλεση των ως άνω πράξεων της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών του συγκατηγορουμένου του συνίσταται στο ότι συνόδευε το συγκατηγορούμενό του κατά τις μετακινήσεις του με μοτοσικλέτα άλλοτε ως συνεπιβάτης και άλλοτε ως οδηγός αυτής, κατά το χρόνο που οδηγούσε το αυτοκίνητο ο συγκατηγορούμενός του για να αγοράσει τα ναρκωτικά με σκοπό την εμπορία, τα οποία κατείχε μέσα στο αυτοκίνητο με σκοπό την εμπορία, γεγονός που γνώριζε ο αναιρεσείων, αιτιολογώντας πλήρως το δόλο του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο ερειδόμενος στο άρθρο 510 παρ. 1 Δ' Κ.Π.Δ., 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 35 παρ. 2 του προϊσχύοντος Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή καθείρξεως το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι’ αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1 (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του ΠΚ, με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της μ’ εκείνη του άρθρου 74 του ΠΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του σ’ αυτήν τους οποίους προβάλλει ο κατηγορούμενος. Κατά την διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 23 του ν. 4055/2012 (η οποία κατ’ άρθρ. 113 αυτού ισχύει από 2 Απριλίου 2012): "Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα το βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία....". Η διάταξη αυτή που προβλέπει τη δυνητική απέλαση είναι ευνοϊκότερη της προηγουμένης και εφαρμόζεται και για την κρινομένη πράξη που τελέσθηκε προ της ισχύος της, ίσχυε δε και κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει αυτών, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου, έχει κατά τούτο την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αν δε προβληθεί απ’ αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την παραμονή του στη Χώρα, ότι δηλαδή η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν είναι ασυμβίβαστη προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, καθώς και τις λοιπές κατά τα άνω προϋποθέσεις (χρόνος παραμονής του στο Ελληνικό έδαφος, νομιμότητα ή μη της παραμονής του κ.λ.π.), η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να εκτείνεται και στην εν λόγω απόρριψη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται, προκύπτει ότι μετά την απαγγελία της ποινής, ο κατηγορούμενος, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, προέβαλε και εγγράφως, τον ισχυρισμό ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του σοβαροί λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη μη απέλασή του από την Χώρα, επικαλούμενος τα παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά: "Σε περίπτωση που το δικαστήριο Σας αχθεί σε καταδικαστική κρίση, δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 74 Π.Κ, για την επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δικαστικής απέλασης αφού: Είναι τέκνο Ελλήνων γονέων. Όπως αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα έγγραφα, ο πατέρας, η μητέρα, η αδερφή και ο αδερφός μου, είναι κάτοχοι Αστυνομικών Ταυτοτήτων, που έχουν εκδοθεί από τις Ελληνικές Αρχές (σχετ. 1- 4). Έχουν δηλαδή λάβει με απόφαση του Ελληνικού Κράτους την Ελληνική Ιθαγένεια. Ο ίδιος ήταν κάτοχος Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (σχετ.5), ενώ βρίσκεται σε εκκρεμότητα γραφειοκρατικού χαρακτήρα, η απόδοση και σε αυτόν της Ελληνικής Ιθαγένειας. Από ηλικίας 20 ετών εργάζονταν συστηματικά και αδιάλειπτα, όπως μαρτυρούν οι προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των ετών από 2002 έως 2007, αλλά και οι καταστάσεις των ενσήμων του Ι.Κ.Α, οι οποίες βρίσκονται εντός της δικογραφίας και έχουν συμπεριληφθεί στα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως. Έχει μόνιμη κατοικία επί της οδού ... στην Πετρούπολη Αττικής. Αυτό αποδεικνύεται από το μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας το οποίο προσκομίζω (σχετ.6) ". Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί της απελάσεως, δέχθηκε το Εφετείο ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός και δη υπήκοος Αλβανίας, (βλ. διατακτικό προσβαλλομένης απόφασης σελ.25), η οποία δεν είναι κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Περαιτέρω, σε σχέση με τον απορριφθέντα ως άνω ισχυρισμό, διέλαβε επί λέξει τα εξής: "Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 74 Π.Κ., ως ισχύει, πρέπει να διαταχθεί η απέλαση των παραπάνω καταδικασθέντων κατηγορουμένων από τη χώρα, μετά την απόλυση τους από τις φυλακές και η επ’ αόριστον απαγόρευση επανεισόδου τους στη χώρα. Ειδικότερα το δικαστήριο κρίνει ότι η παραμονή των κατ/νων που καταδικάστηκαν για διακίνηση ακατέργαστης κάνναβης 30 κιλών, είναι ασυμβίβαστη προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Λαμβάνοντας δε υπόψη την ποσότητα αυτή και τις ειδικές συνθήκες τέλεσης ης πράξης όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο που κρίθηκε ως αυτουργός της πράξης αυτής, κρίνει ότι η παραμονή του θα έχει δυσμενείς συνέπειες για την Ελληνική χώρα και κοινωνία, λόγω της ηθικής απαξίας της πράξης του και την επικινδυνότητα που απορρέει από αυτήν για τον πληθυσμό της. Όσον αφορά τον δεύτερο κατ/νο εκτός των ανωτέρω, αυτός με την εν γένει συμπεριφορά του έχοντας καταδικαστεί και για το αδίκημα αρπαγής από κοινού ανηλίκου σε συνολική ποινή κάθειρξης 5 ετών και 2 μηνών έχει πλήξει ομοίως τους όρους κοινωνικής συμβίωσης πολλαπλώς. Έτσι πρέπει να απορριφθούν οι περί μη απελάσεώς τους ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ως αβάσιμοι ουσιαστικά". Κατ’ ακολουθία τούτων διέταξε την ισόβια απέλασή του δευτέρου κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα καθώς και του συγκατηγορουμένου του , μετά την έκτιση της επιβληθείσης ποινής. Με το παραπάνω περιεχόμενο η προσβαλλομένη έχει την απαιτουμένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι το δικαστήριο που την εξέδωσε αιτιολογεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την παραμονή του αναιρεσείοντα στη Χώρα, τη συνδρομή των οποίων προέβαλε ο συνήγορός του, ως διακωλυτικά της απελάσεώς του περιστατικά, αφού δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης τις δυσμενείς συνέπειες της παραμονής του για την Ελληνική κοινωνία και την εν γένει συμπεριφορά του αφού είχε καταδικαστεί και για άλλο αδίκημα. Συνεπώς, δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, η παραπάνω απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντα, περί συνδρομής περιστατικών που δικαιολογούν τη μη απέλαση του από τη χώρα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ 2ος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της παραπάνω περί απέλασης απόφασης. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα περί του ότι η παρουσία του ήταν εντελώς συμπτωματική και τυχαία ότι ο μάρτυρας κατηγορίας Αστυνομικός δεν κατέθεσε σε βάρος του και ότι ο συγκατηγορούμενός του κατέθεσε ότι δεν είχε εμπλοκή είναι απαράδεκτες, καθόσον με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η περί τα πράγματα ουσιαστικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, στο σύνολό της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-2-2015 υπ’ αριθμό γεν. πρωτ. 1627/24-2-2015 αίτηση του Κ. ( K. ) Π. (P.) του Γ., κατοίκου ... οδός ...) και ήδη Αλβανίας, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 1486/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά. Απλή συνέργεια σε διακίνηση ( (αγορά και κατοχή ) ναρκωτικών ουσιών. Νόμος 3459/2006 και τροποποίηση του με το ν. 4139/2013. Επιεικέστερος νόμος ο 4139/2013 για τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αφού προβλέπει μικρότερη ποινή. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αιτιολογημένη η κύρια επί της ενοχής απόφαση. Απέλαση αλλοδαπού καταδικασθέντος για ναρκωτικά σε ποινή κάθειρξης (άρθ. 35 παρ. 2 του ν. 3459/2006). Εκτέλεση της απελάσεως σύμφωνα με το άρθ. 74 ΠΚ. Αντικατάσταση του άρθ. 74 παρ. 1 ΠΚ με το άρθ. 23 του ν. 4055/2012. Επιεικέστερη η νεότερη διάταξη, αφού προβλέπει δυνητική απέλαση. Αιτιολογημένη η απόφαση περί απέλασης, μετά από απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντα περί συνδρομής περιστατικών που δικαιολογούν τη μη απέλασή του από τη χώρα. Απορρίπτει αναίρεση.
Ναρκωτικά
Αναιρέσεως απόρριψη, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 1091/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Παπανδρέου, για αναίρεση της υπ’ αριθ.52522/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 281/2015. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναίρεσης, για όλους τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ,Ι στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α’ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν έχει δηλώσει στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτου η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης. ( Ολ.Α.Π. 2/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, με την υπ’ αριθμό 107593/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε, πρωτοδίκως, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για παράβαση του Ν. περί επιταγής. Κατά της παραπάνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε την υπ’ αριθμό 5920/28-5-2014 έφεση, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, η 12-12-2014. Κατά τη δικάσιμο αυτή ο κατηγορούμενος ήταν απών, εκπροσωπήθηκε, από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Ευαγγελία Παπανδρέου και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 52522/2014, απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, η παραπάνω υπ’ αριθμό 5920/2014 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά της υπ’ αριθμό 107593/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με την παραπάνω έφεσή του, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του ισχυρίσθηκε επί λέξει, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος, "δήλωσε δε ότι την παρούσα έφεση ασκεί εκπροθέσμως διότι του επεδόθη ως αγνώστου διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής". Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ.107593/2006 ερήμην απόφαση του Α’ Αυτοφ.Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, η οποία και επιδόθηκε σ’ αυτόν ως αγνώστου διαμονής την 11/5/2009, όπως αποδεικνύεται από το από ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα του Α.Τ.... Α. Ι.. Έκτοτε δε και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση έφεσης του κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία ασκήθηκε με την υπ’ αριθμ.5920/28-5-2014 έκθεση έφεσης, παρήλθε η νόμιμη προθεσμία των 30 ημερών προς άσκηση αυτής. Δε αποδείχθηκε δε ότι αυτός κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης είχε γνωστή σε οποιαδήποτε αρχή διαμονή διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε (οδός ..., Αγ.Παρασκευή), ούτε άλλωστε αναφέρει στην έκθεση εφέσεως, συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής κατά τον ως άνω χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης. Κατόπιν τούτων η έφεσή του ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί". Η αιτιολογία αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της υπ’ αριθμό 107593/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα και με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, αφού σ’ αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, ως αναγκαία, για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλούμενης υπ’ αριθμό 107593/2006 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών και διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσής της (11-5-2000), το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση αυτή (του Αρχιφύλακα του Α.Τ. ... Α. Ι.), καθώς και το χρόνο άσκησης της έφεσης (28-5-2014). Βέβαια με την έκθεση εφέσεως, ο εκκαλών κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, ισχυρίσθηκε ότι την άσκησε εκπρόθεσμα διότι η προσβαλλομένη απόφαση του επιδόθηκε, κατά πιστή αντιγραφή από το Εφετήριο, "ως αγνώστου διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής". Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ο οποίος στρέφεται κατά του κύρους της επιδόσεως, είναι αόριστος, εφόσον ο εκκαλών δεν προέβαλε με την έφεση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ποια ήταν η γνωστή διεύθυνση της κατοικίας του κατά το χρόνο επίδοσης, δεν επικαλέστηκε δηλαδή ότι είχε γνωστή διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο και διεύθυνση, μη αρκούσης της αναφοράς ότι "ήταν γνωστής διαμονής". Ως εκ τούτου, το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επί του ισχυρισμού αυτού. Η μεταγενέστερη, και δη με το αναιρετήριο, προβολή το πρώτον του ισχυρισμού ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν άγνωστης διαμονής στην οδό που φέρεται να αναζητήθηκε και δεν ανευρέθηκε ήτοι στην οδό ... στην Αγία Παρασκευή, αλλά γνωστής διαμονής, αφού διέμενε κατά τον χρόνο επίδοσης στην οδό αυτή, είναι απαράδεκτη αφού ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να διαλαμβάνεται στην έκθεση Εφέσεως. Ανεξάρτητα όμως από την αοριστία του παραπάνω ισχυρισμού, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ενώ εμφανίστηκε στο δικαστήριο η συνήγορος του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντα, Παπανδρέου Ευαγγελία και τον εκπροσώπησε, εν τούτοις, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, αρκέστηκε να επικαλεστεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έλαβε ποτέ γνώση και η επίδοση έγινε ως άγνωστης διαμονής, χωρίς όμως και πάλι να εξειδικεύσει τη γνωστή διαμονή του, και χωρίς να προσκομίσει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, μάρτυρα ή έγγραφο, για την απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού, περί ακυρότητας της επίδοσης, λόγω του ότι αυτή έγινε ως άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής, και συνεπώς το δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην προσβαλλομένη απόφασή του, αιτιολογία περί του ισχυρισμού του αυτού, σύμφωνα και με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν και η ανωτέρω παρατεθείσα αιτιολογία είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ σχετικός λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Συνεπώς οι εκ του άρθρου 510 Παρ.1 Α’ και Η’ , κατ’ εκτίμηση, λόγοι αναίρεσης, που αναφέρονται σε σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι στο ότι καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, καίτοι η έγκληση ήταν εκπρόθεσμη και στο ότι στο κλητήριο θέσπισμα και στην απόφαση δεν αναφέρεται η σχετική ποινική διάταξη είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον, κατά τα εκτεθέντα, η ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήταν εκκλητή όπως απαγγέλθηκε, κατά το άρθρο 489 παρ. 1 εδ. β του ΚΠΔ., και συνεπώς οποιαδήποτε ακυρότητα της αποφάσεως αυτής καλύφθηκε με την έκδοση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία και μόνο προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως για τις δικές της μόνο παραλείψεις και πλημμέλειες. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-2-2015 υπ’ αριθμό 15/2015 αίτηση του Κ. Τ. του Γ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 52522/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αναφέρεται στην απόφαση η χρονολογία επιδόσεως της αποφάσεως, το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως κλπ. Ο αναιρεσείων επικαλείται με την έφεση ότι ήταν γνωστής διαμονής χωρίς να διευκρινίζει ποια ήταν η γνωστή διεύθυνση του. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
2
Αριθμός 1055/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου 'Αννας Ζαϊρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Α. Τ. του Α. Γ., κάτοικο ... και ήδη κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Και εγκαλούμενη την Ε. Π.. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 8-2-2015, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 189/2015 Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου 'Αννα Ζαϊρη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου με αριθμό 118/7.8.2015 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριο Σας-σε Συμβούλιο την με αριθμό πρωτ. 1375/2015 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ίδιου ως άνω Κώδικα, την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτή, αν πρόκειται για παραπομπή από δικαστήριο της περιφέρειας ενός Εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου Εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. α' του ΚΠΔ. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διάταξης που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της έγερσης της ποινικής αγωγής {Α.Π 1153/2014, Α.Π 797/2003, Α.Π 381/2003}. Στην προκειμένη περίπτωση με την ανωτέρω αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 137 παρ.1 στοιχ. γ' και 136 στοιχ.ε' Κ.Π.Δ η συνημμένη με αριθμό ΑΒΜ:Μ14/177 προκαταρκτική δικογραφία που σχηματίσθηκε με αφορμή την από 24-2-2014 μηνυτήρια αναφορά του Α. Τ. του Α. Γ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, με την οποία μηνύεται η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά Ε. Π. για τις διαλαμβανόμενες σ' αυτή αξιόποινες πράξεις, καθόσον αφενός μεν η μηνυομένη τυγχάνει εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός και υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά με το βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όπως προκύπτει από τη συνημμένη με ημερομηνία 9-2-2015 υπηρεσιακή βεβαίωση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, αφετέρου δε δεν υφίσταται πλέον, μετά την ίδρυση του Εφετείου Εύβοιας, ευχέρεια του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο, που να ανήκει στην περιφέρειά του. Με τα δεδομένα αυτά, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή(άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ως άνω υπόθεσης από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, για να επιληφθούν της σχετικής υπόθεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Το Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο να διατάξει την παραπομπή της υπόθεσης που αναφέρεται στην με αριθμό 1375/2015 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και αφορά την με αριθμό ΑΒΜ:Μ14/177 προκαταρκτική δικογραφία που σχηματίσθηκε με αφορμή την από 24-2-2014 μηνυτήρια αναφορά του Α. Τ. του Α. Γ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, με την οποία μηνύεται η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά Ε. Π. από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιά στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 εδ. ε' του ΚΠΔ "το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο...". Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Α. Τ., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την από 24-2-2014 μηνυτήρια αναφορά - έγκλησή του, στρεφόμενη κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Ε. Π. για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, και αρμόδιος για να κρίνει αν θα ασκήσει ή μη ποινική δίωξη είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, με το με αρ. πρωτ. 1375/15 από 8-2-2015 έγγραφο του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητά τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου να ορισθεί άλλος αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών για να κρίνει την προμνημονευόμενη έγκληση του εγκαλούντος, μετά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, λόγω της ως άνω προαναφερόμενης ιδιότητας της καταγγελόμενης Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Επομένως, ενόψει και του ότι στη περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς υπάρχει πλέον μόνον ένα Πρωτοδικείο, εκείνο του Πειραιώς, συντρέχει αρμοδιότητα του παρόντος συμβουλίου του Αρείου Πάγου και περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπ αυτού κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. β περ. γ ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης, στο σύνολο της, από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί και αποφανθεί επί της άνω εγκλήσεως Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και τις κατά τόπον αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετείου Αθηνών, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, όπως ορίζεται στο διατακτικό, διότι η ανωτέρω έγκληση στρέφεται κατά Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αναφέρεται στο από 8-2-2015 έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς και αφορά την από 24-2-2014 μήνυση του Α. Τ., στρεφόμενη κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Ε. Π. που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κλπ Αρχές για χειρισμό μήνυσης κατά Εισαγγ. Λειτουργού, που υπηρετεί στην Εισαγγ. Πρωτ. Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1054/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως)- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Α. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 2264/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαΐου 2015 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 604/2015. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 13-7-2015 και από 19-6-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του Υπαρχιφύλακα AT Βόλου και της Ε. Γ., δικ. επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Βόλου, αντίστοιχα, ο αναιρεσείων, όπως και ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση δια νομίμου θυροκολλήσεως, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 21/10/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 7/5/2015 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 1/7-5-2015 αίτηση του Α. Σ. του Γ. περί αναιρέσεως της με αρ. 2264/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1051/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 7310/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Απριλίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου, με αριθμό 95/24-6-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ.1 και 513 ΚΠΔ, την με αριθμό 39/14-4-2015 αίτηση αναίρεσης του Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., κατά της με αριθμό 7310/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.1, 3 και 507 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ., προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από συνήγορο, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 341 παρ.1, 344 παρ.1, 346, 347 παρ.1 και 348 ΚΠΔ, θεωρείται παρών και όχι "ωσεί" παρών και συνεπώς στην περίπτωση αυτή η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε παρουσία του κατηγορουμένου και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων {Α.Π 271/2002}. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, κατά τη συναγόμενη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά στην έκθεση ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο, κατά το άρθρο 476 παρ 1 ΚΠΔ {Α.Π 1353/2014, Α.Π 139/2004, Α.Π 219/2014}. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται με άλλο έγγραφο και ειδικότερα με υπόμνημα, που υποβάλλεται μεταγενέστερα είναι απαράδεκτη {Α.Π 127/2014, Α.Π 2237/2009, Α.Π 1052/2007}. Στην προκειμένη περίπτωση όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης, με την με αριθμό 7310/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω του εκπροθέσμου της άσκησής της, η με αριθμό 8931/2011 έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα Κ. Σ., κατά της 25860/2009 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 Ν.5960/1933) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, στο δεύτερο βαθμό, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 7310/2015 απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων Κ. Σ. με την υπό κρίση αίτησή του, εκπροσωπήθηκε από το συνήγορό του Κ. Κ. και κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή θεωρείται ότι εκδόθηκε παρουσία του. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης, καταχωρήθηκε αυτή στο ειδικό βιβλίο στις 11-3-2015. Κατ’ αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αναίρεση στις 14-4-2015, ήτοι εκπρόθεσμα, χωρίς να επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας που ενδεχομένως θα δικαιολογούσε την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Σύμφωνα με τις προηγούμενες αναπτύξεις, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α. Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η από 14-4-2015 αίτηση αναίρεσης του Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., κατά της 7310/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και Β. Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ.1 και 3 και 507 παρ.1 εδ.α του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατ’ απόφασης είναι 10ήμερη, αρχόμενη από της έκδοσης της απόφασης παρόντος του διαδίκου, άλλως από της νόμιμης επίδοσής της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία αυτή, σε κάθε περίπτωση πριν την καταχώρηση της απόφασης στο βιβλίο των καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Π.Δ. Όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από συνήγορο, καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 344 παρ.1, 346, 347 παρ.1 και 348 ΚΠΔ, θεωρείται παρών και όχι "ωσεί" παρών και συνεπώς στην περίπτωση αυτή η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε παρουσία του κατηγορουμένου και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, τότε μόνον συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση άσκησής του, γίνεται επίκληση περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων άλλως αυτό απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν εμφανισθούν, απορρίπτει, ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει αυτόν που το άσκησε στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης, με την με αριθμό 7310/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω του εκπροθέσμου της άσκησής της, η με αριθμό 8931/2011 έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα Κ. Σ., κατά της 25860/2009 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 Ν.5960/1933) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, στο δεύτερο βαθμό, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 7310/2015 απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτησή του, εκπροσωπήθηκε από το συνήγορό του Κ. Κ. και κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή θεωρείται ότι εκδόθηκε παρουσία του. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης, καταχωρήθηκε αυτή στο ειδικό βιβλίο στις 11-3-2015. Κατ’ αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αναίρεση στις 14-4-2015, ήτοι εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο των δέκα ημερών, χωρίς να επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας που ενδεχομένως θα δικαιολογούσε την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, μετά και την γενομένη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του, όπως τούτο προκύπτει από την επί του φακέλου σχετική σημείωση του αρμόδιου Γραμματέως, και τούτο ανεξάρτητα από την ερημοδικία του, αφού προηγείται το νομότυπο άσκησης αυτής, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 Κ.Π.Δ. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Απριλίου 2015 αίτηση, του Κ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 7310/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Εκπρόθεσμη αναίρεση. Όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται από συνήγορο, θεωρείται παρών και συνεπώς στην περίπτωση αυτή η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε παρουσία του κατηγορουμένου. Καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο και έναρξη της προθεσμίας. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0