text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 423/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ηρειώτη, για αναίρεση της 177/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, κάτοικο Σαλαμίνας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2007 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1061/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 ΚΠΔ, συνάγεται ότι, η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη και συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατ'άρθρο 171 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ, μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη διαδικασία σχετικώς με το χρόνο και τον τρόπο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 177/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, έπειτα από έφεσή τους, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών ο καθένας, για τις αξιόποινες πράξεις, της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και της απλής συνέργειας στην απόπειρα απάτης επι Δικαστηρίου, ο πρώτος, και της χρήσης πλαστών εγγράφων και της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, η δεύτερη ανασταλείσα (ως προς αμφότερους τους κατηγορουμένους) επί 3ετία. 'Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ως άνω απόφασης, μετά την εμφάνιση των κατηγορουμένων και το διορισμό του νομικού τους παραστάτη, η Εισαγγελέας ανέπτυξε τις εφέσεις και στη συνέχεια η Προεδρεύουσα εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας και τα ονόματα των μαρτύρων υπεράσπισης, που κλήτευσαν οι κατηγορούμενοι. Μετά από αυτά, η Προεδρεύουσα διέταξε να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία και κάλεσε την πρώτη μάρτυρα κατηγορίας, η οποία, όταν ρωτήθηκε για την ταυτότητά της, απάντησε ότι ονομάζεται "Ψ1 αφού ορκίστηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο, κατά το άρθρο 218 ΚΠΔ, εξετάσθηκε και κατέθεσε ότι ... . Στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο υπεράσπισης των κατηγορουμένων, για να απευθύνει ερωτήσεις προς την μάρτυρα. Ακολούθως ο δικηγόρος Δημήτριος Καλλίγερος, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από την Προεδρεύουσα, είπε ότι παρευρίσκετο από την αρχή της εκδίκασης της υπόθεσης και ότι έχει δηλωθεί η παράσταση της πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση τριάντα (30) ευρώ, με επιφύλαξη, λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις, με την υπ'αριθ. 232/2006 αναβλητική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανεγνώσθη νομότυπα. Ακολούθως, ο συνήγορος των κατηγορουμένων, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από την Προεδρεύουσα είπε ότι η πολιτική αγωγή βρίσκεται παράτυπα, διότι δεν δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής από την αρχή στο παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η πολιτική αγωγή είχε παρασταθεί ευθύς εξ αρχής στο παρόν Δικαστήριο, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη αναβλητική συνεδρίαση. Συνεχίζοντας η μάρτυρας Ψ1 την εξέτασή της, χωρίς όρκο, κατέθεσε τα εξής...". Από τα ανωτέρω, πρόδηλο καθίσταται ότι, η παράσταση της πολιτικής αγωγής, της και πρωτοδίκως παραστάσης ως πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, δηλώθηκε καθυστερημένα, δηλαδή μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αφού στο μεταξύ η αναφερόμενη πολιτικώς ενάγουσα, είχε περατώσει και μάλιστα ενόρκως, την κατάθεσή της και δόθηκε ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, προκειμένου ο τελευταίος να της απευθύνει ερωτήσεις, ήτοι η δήλωση έγινε κατά παράβαση της παρ.2 του άρθρου 68 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "κατ'εξαίρεση εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία". Και μπορεί μεν, στην υπ'αριθ. 232/2006 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, να δηλώθηκε, όπως πράγματι προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, παράσταση πολιτικής αγωγής από τον κατά τα άνω αναφερόμενο πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, πλην, όμως, δεν εκδόθηκε επί της ουσίας απόφαση, διότι αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, κατ'άρθρ. 352 παρ.3 ΚΠΔ, για νέες αποδείξεις και, συνεπώς, αφού, στην μετά από αναβολή δίκη, η υπόθεση συζητείται εκ νέου, καθ'ολοκληρίαν από την αρχή, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 68 εδ. τελευτ. του ΚΠΔ, απαιτείτο η δήλωση για την παράσταση της πολιτικής αγωγής να γίνει πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κάτι που δεν έγινε εν προκειμένω. Με τα δεδομένα αυτά, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατ'άρθρ. 171 παρ.2 ΚΠΔ, και είναι, ως εκ τούτου, βάσιμος ο, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα, λόγος αναίρεσης και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της αίτησης αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, δεδομένου ότι είναι εφικτή η συγκρότησή του, από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αριθ. 177/30-1-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα από τη μη έγκαιρη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Δεκτή αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή.
1
Αριθμός 411/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύων Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1262/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Με κατηγορούμενη την Χ1, που δεν παρέστη και πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία με την επωνυμία "..........Ο.Ε.", που εδρεύει στο ........... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολακόπουλο. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 19/12 Απριλίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 632/07. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3του ΚΠΔ. Από τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2408/1996, που άρχισε να ισχύει από 4-6-1996, (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, ο οποίος δεν πληρώθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε κατά τα άρθρα 19, 20, 40, 42, 44 και 46 του Ν.5960/1933 είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος ο οποίος κατέστη κομιστής , πληρώνων αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ.ΑΠ 29/2007). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 23 του ν.5960/1993, σύμφωνα με την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν "αξία εις κάλυψιν" "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα", ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος", συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση, (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα αξία προς είσπραξη), δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται, ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη Χ1, υπό την ιδιότητά της ως ομόρρυθμης εταίρου, νόμιμης εκπροσώπου και διαχειρίστριας της εδρεύουσας στο ....... Κρήτης ετερρόρυθμης εταιρείας με την επωνυμία .......... ΕΕ, εξέδωσε στο ........., στις 9-9-2004, τη με αριθμό ........ επιταγή της ΠΑΓΚΡΗΤΙΑΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, επί του τηρουμένου στην ανωτέρω τράπεζα λογαριασμού της εταιρίας με αριθμό ............, ποσού28.500 ευρώ, σε διαταγή της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ........... ΟΕ, η οποία εδρεύει στην ........... Η τελευταία οπισθογράφησε την ανωτέρω επιταγή στην ALPHA BANK, με τη ρήτρα αξία σε πίστωση λογαριασμού, που τηρούσε η εγκαλούσα στην εν λόγω τράπεζα, η οποία έχει την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως της επίμαχης επιταγής, χωρίς μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Στις 14-9-2004 η εν λόγω επιταγή κομίστηκε προς συμψηφισμό, σε συμψηφιστικό γραφείο, πλην όμως, όταν εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα στις 15-9-2004, δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχαν στην τελευταία αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Με βάση τα προεκτεθέντα η εταιρία ........ ΟΕ παρέμεινε κυρία και τελευταία κομίστρια τις επιταγής αυτής, δικαιούμενη σε υποβολή εγκλήσεως κατά της κατηγορουμένης για παράβαση του άρθρου 79 του ν.5960/1933. Επομένως το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη της κατηγορουμένης, με την αιτιολογία ότι δικαιούχος υποβολής εγκλήσεως είναι η ως άνω τράπεζα και όχι η εγκαλούσα υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 118 του ΠΚ και 79 του Ν. 5960/1933, ενώ υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε και Η του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την υπ' αριθμ.19/12-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί τη 1262/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τραπεζική επιταγή. Η εταιρία που οπισθογράφησε την επιταγή στην Τράπεζα με τη ρήτρα αξία σε πίστωση λογαριασμού, που τηρούσε σ’ αυτή, (η οποία έχει την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως της επιταγής, χωρίς μεταβιβαστικά αποτελέσματα), παρέμεινε κυρία και τελευταία κομίστρια της επιταγής αυτής, δικαιουμένη σε υποβολή εγκλήσεως για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου με την αιτιολογία ότι δικαιούχος υποβολής εγκλήσεως είναι η Τράπεζα και όχι η εγκαλούσα υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένη ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 118 Π.Κ. και 79 του Ν. 5960/1933, ενώ υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, κατά τους βάσιμους λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ και Η΄ του Κ.Π.Δ. του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 408/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή -Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3307/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 501/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Nικολάου Μαύρου με αριθμό 313/3-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 81/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 3307/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2742/06 βούλευμα του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας (άρθρα 13 περ. στ', 42 παρ. 1 του ΠΚ και άρθρο 10 παρ. 3 και 2 του ν. 2447/1996). Κατά του πιο πάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθμ. 460/1-11-2006 έφεση του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3307/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικώς δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ.1, 473 παρ.1, 474 παρ.1 και 482 παρ 1α του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 42 παρ.1 του ΠΚ (άρθρο 484 παρ.1 περιπτ. δ' και β' ΚΠΔ). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 2464/2005 ΠΧρ ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο, ΠΧρ ΝΓ/638 και ΑΠ 728/2002 ΠΧρ ΝΑ/64). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 10 Ν.2447/1996 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και με χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δρχ. εκείνος, που δίνει σε υιοθεσία το παιδί του, καθώς και εκείνος, που μεσολαβεί στην υιοθεσία, αποκομίζοντας οι ίδιοι ή προσπορίζοντας σε άλλους αθέμιτο όφελος ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, εκείνος, που τελεί κατ' επάγγελμα ή με πρόθεση κερδοσκοπίας, την πιο πάνω αξιόποινη πράξη, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και με χρηματική ποινή μέχρι 5 εκατομμύρια δρχ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, σχετικά με την πράξη μεσολάβησης σε παράνομη υιοθεσία: α. ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού αρκεί η αθέμιτη μεσολάβηση, ανεξάρτητα αν η υιοθεσία τελέστηκε με δικαστική απόφαση, β. ότι, σε αντίθεση με την μεσολάβηση, που έγινε με σκοπό το αθέμιτο όφελος, ως τέλεση της πράξης με πρόθεση κερδοσκοπίας, νοείται η επανειλημμένη διάπραξη με σκοπό πορισμού κέρδους, γ. ότι, τέλεση της πράξης κατ' επάγγελμα συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 περ. στ' ΠΚ (όπως συμπληρώθηκε με το αρ. 1 παρ.1 του Ν. 2408/1996) και, δ. για την τελείωση της πράξης αρκεί το ότι ο δράστης επιδίωξε τον πιο πάνω σκοπό και είναι νομικά αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε (ΑΠ 1642/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ ΝΑ/715). Περαιτέρω, η μεσολάβηση ως έννοια, σύμφωνα με το άρθρο 703 ΑΚ "περί μεσιτείας", όπου απαντάται, ορίζεται ως η παροχή εξουσίας διαπραγμάτευσης προς επηρεασμό της βούλησης σύναψης δικαιοπραξίας του υποψηφίου αντισυμβαλλομένου, η οποία περιλαμβάνει, εφόσον η έκτασή της δεν προκύπτει ειδικότερα, κάθε πρόσφορη για τον σκοπό αυτό διαπραγματευτική ενέργεια, (πχ κανονισμό συνάντησης των μερών, διαπραγμάτευσης των όρων συνάψεως, πρόσκληση προς υποβολή πρότασης κλπ. ενδεικτικά βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, έκδοση 1980, σελίδα 1699). Πρόσθετα, αθέμιτο όφελος υπάρχει όταν επιζητείται η άμεση ή η έμμεση, η πρόσκαιρη ή η διαρκής απόλαυση οιουδήποτε ωφελήματος, όχι με νόμιμα μέσα, όταν δηλαδή επιδιώκεται άμεσα ή έμμεσα αθέμιτη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης (ΑΠ 1447/1990, ΠΧρ ΜΑ/651). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ "όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη, που περιέχει αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται αν το κακούργημα ή το πλημμέλημα, δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ)". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πράξη, που περιέχει αρχή εκτελέσεως, είναι εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που αποφάσισε ο δράστης, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την αναφερομένη προηγουμένως, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, ως συστατικό μέρος αυτής και αν δεν ανακοπεί από οποιαδήποτε αιτία, οδηγεί αμέσως στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης (ΑΠ 1676/05 ΠΧρ ΝΣΤ/439). Έτσι συντελεσμένο θεωρείται το έγκλημα της αθέμιτης μεσολάβησης σε υιοθεσία, όταν διαπιστωθεί, τόσο μεσολάβηση στην υιοθεσία παιδιού όσο και αποκόμιση ή προσπορισμός αθεμίτου οφέλους κατά την έννοια, που προεκτέθηκε. Περαιτέρω, αν, παρά την μεσολάβηση στην υιοθεσία παιδιού και την επιδίωξη αποκόμισης ή προσπορισμού αθεμίτου οφέλους από τον μεσολαβητή για λογαριασμό του ή άλλων (φυσικών γονέων), δεν καταστεί δυνατόν να αποκομίσει ή να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλους ο μεσολαβητής αθέμιτο όφελος, τότε δεν πραγματώνεται πλήρως η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της αθέμιτης μεσολάβησης σε υιοθεσία, αλλά της απόπειρας αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3307/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την κύρια ανάκριση που ενεργήθηκε καθώς και την προκαταρκτική που προηγήθηκε αυτής και μάλιστα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά στο σύνολό τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν κατά την κρίση μας, τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: (Γίνεται μνεία ότι η απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του κατηγορουμένου με τους μάρτυρες δημοσιογράφους Γ1 και Γ2, η οποία αποτυπώθηκε σε μαγνητοταινία εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου και το κείμενο της οποίας υπάρχει στη δικογραφία δεν λαμβάνεται υπόψη αφού αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 2 του ΚΠΔ και 370 Α του Π.Κ. - ΑΠ 1568/2004 Π.Δ/σύνη 8/295). Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι ιατρός γυναικολόγος στο επάγγελμα και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην ..... επί της οδού ..... αριθμός ......., ενώ παράλληλα κατά το έτος 2000 συνεργάζονταν με το μαιευτήριο "ΗΡΑ" στην Αθήνα και εργαζόταν με την ανωτέρω ιδιότητά του στο Ι.Κ.Α. Περιστερίου Αττικής. Στις αρχές του μηνός Απριλίου του έτους 2000 στον υπεύθυνο της εκπομπής "..........." του τηλεοπτικού σταθμού "........", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπέμπει πανελληνίως τηλεοπτική εικόνα, Ζ1, δημοσιογράφο περιήλθε η πληροφορία, ύστερα από τηλεφώνημα γυναίκας που διατήρησε την ανωνυμία της, ότι ο κατηγορούμενος ιατρός μεσολαβεί αθεμίτως κατ'επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας σε υιοθεσίες παιδιών (παράνομες αγοραπωλησίες βρεφών). Την έρευνα της βασιμότητας της πληροφορίας αυτής ο υπεύθυνος της εκπομπής ανέθεσε στους συνεργάτες της εκπομπής δημιοσιογράφους και μάρτυρες εν προκειμένω Γ1 και Γ2. Οι δύο ανωτέρω δημοσιογράφοι περί τα τέλη Απριλίου του έτους 2000 και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε ήλθαν σε επαφή με τον κατηγορούμενο αρχικώς τηλεφωνικά και στη συνέχεια ορίσθηκε συνάντηση στο ιατρείο του κατηγορουμένου στην ανωτέρω οδό ....... Κατά τη συνάντηση ο ανωτέρω δημοσιογράφος (Γ1) ανέφερε στον κατηγορούμενο, ότι επειδή η σύζυγός του δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει εξαιτίας γυναικολογικών προβλημάτων ενδιαφέρονταν σφόδρα να υιοθετήσει ένα βρέφος και ότι για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε από την πόλη της ....... όπου διαμένει μαζί με την ανωτέρω μάρτυρα Γ2, την οποία εμφάνισε ως αδελφή του και η οποία και αυτή τόνισε την ανάγκη να βρεθεί βρέφος για υιοθεσία. Ο κατηγορούμενος τους υποσχέθηκε την ίδια ημέρα ότι θα βρει βρέφος για υιοθεσία και ζήτησε προκειμένου να μεσολαβήσει στην υιοθεσία το χρηματικό ποσό των 6.000.000 δραχμών, προσδιορίζοντας ότι από το ποσό αυτό 5.000.000 δραχμές θα έδινε στη φυσική μητέρα του βρέφους για να συναινέσει στην υιοθεσία του βρέφους και 1.000.000 δραχμές θα κρατούσε ο ίδιος ως αμοιβή του για τη μεσολάβηση. 'Ετσι ο κατηγορούμενος έχοντας προφανώς και την εξουσία διαπραγμάτευσης για λογαριασμό της άγνωστης φυσικής μητέρας του τέκνου πριν την ανωτέρω συμφωνία και μεσολαβώντας στην εν λόγω αθέμιτη υιοθεσία μετά χρονικό διάστημα περίπου δύο (2) μόλις ημερών από την ανωτέρω συνάντηση και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε περί τα τέλη του μηνός Απριλίου του έτους 2000 τηλεφώνησε στην ανωτέρω μάρτυρα Γ2 και αφού της είπε ότι είχε ευχάριστα νέα: έκλεισε συνάντηση στο ιατρείο του αυθημερόν με την μάρτυρα και τον υποψήφιο θετό γονέα ανωτέρω μάρτυρα. Εκεί τους ανέφερε ότι βρέθηκε βρέφος για υιοθεσία και ότι μόλις θα του έδιναν το ποσό των 6.000.000 δραχμών που είχαν συμφωνήσει για την υιοθεσία θα τους παρέδιδε και το προς υιοθεσία βρέφος που είχε στη διάθεσή του. Στη συνέχεια ο υποψήφιος θετός πατέρας Γ1 προφασίσθηκε ότι πάει να πάρει τα χρήματα να τα παραδώσει στον κατηγορούμενο για να παραλάβει το προς υιοθεσία βρέφος και έτσι αναχώρησαν με τη σύνοδό του και δεν ήλθαν έκτοτε οι εν λόγω δημοσιογράφοι σε επαφή με τον κατηγορούμενο, αφού έτσι ολοκλήρωσαν την έρευνα που διενεργούσαν σχετικά μαγνητοφωνώντας κρυφά τις μεταξύ αυτών (δημοσιογράφων) και του κατηγορουμένου συνομιλίες. Το σχετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ με τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες προβλήθηκε την 28.5.2000 στην ανωτέρω εκπομπή "...........", του ανωτέρω τηλεοπτικού σταθμού και κατά τη διάρκεια της προβολής έγιναν και άλλες επώνυμες και ανώνυμες τηλεφωνικές καταγγελίες σε βάρος του κατηγορουμένου για αθέμιτες μεσολαβήσεις σε υιοθεσίες κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη του και ισχυρίζεται, ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση είναι κατασκευασμένη και ότι εκπορεύεται από αντιζηλίες άλλων ιατρών χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις. Παρότι δεν επιβεβαιώνει τις ανωτέρω συναντήσεις και τη μεσολάβησή του διατείνεται, ότι θέλησε να βοηθήσει στην εν λόγω υιοθεσία για λόγους ανθρωπιστικούς και όχι για να αποκομίσει αθέμιτο όφελος και ότι τα ανωτέρω ποσά προσφέρθηκαν να καταβάλουν από μόνοι τους οι ανωτέρω που εμφανίσθηκαν ως υποψήφιοι θετοί γονείς. Αβάσιμοι όμως ελέγχονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί καθόσον οι καταθέσεις των εν λόγω μαρτύρων ουδεμία αμφιβολία καταλείπουν ότι έλαβε απόπειρα μεσολάβησης, σε αθέμιτη υιοθεσία κατ'επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αφού ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις τόσο με τον υποψήφιο θετό πατέρα όσο και την άγνωστη φυσική μητέρα του προς υιοθεσία βρέφους προκειμένου να αποκομίσει αθέμιτο όφελος ο ίδιος και να προσπορίσει αθέμιτο όφελος στην άγνωστη φυσική μητέρα του βρέφους απαίτησε το ποσό των 6.000.000 δραχμών από τον υποψήφιο θετό πατέρα για να παραδώσει σ' αυτόν το προς υιοθεσία βρέφος που είχε στη διάθεσή του, πλην όμως το κακούργημα της αθέμιτης μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θέλησής του καθόσον ο υποψήφιος θετός πατέρας δεν είχε σπουδαία την απόφαση να προβεί σε υιοθεσία βρέφους και έτσι ανακόπηκε η ολοκλήρωση της εν λόγω πράξης, τέτοιες δε πράξεις τελεί κατ' επάγγελμα, και με πρόθεση κερδοσκοπίας αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της μεσολάβησης σε αθέμιτη υιοθεσία προκύπτει σκοπός για πορισμό εισοδήματος και πορισμό κέρδους. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ' ουσία την υπ' αριθμ. 460/1-11-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 2742/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το βούλευμα τούτο. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της απόπειρας μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ' και 42 παρ. 1 ΠΚ και άρθρο 10 παρ. 3 και 2 του Ν. 2447/1996, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι επομένως αβάσιμοι και απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως, που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς προτείνω: --------------- Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ' αριθμ. 81/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 3307/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 19-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., δεδικασμένο πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ' άρθρο 43 παρ. 18 Κ.Π.Δ. (όπως ίσχυε πριν από την αυτ/σή του με το άρθρο 5 του Ν. 3160/2003), αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, στο από 15-11-2007 υπόμνημά του, αναφέρει ότι, η κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική δικογραφία, η οποία αφορά το ίδιο αδίκημα για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια, τέθηκε στο αρχείο, με την υπ' αρ. Α.Β.Μ. 400/4080 αναφορά της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών Ειρήνης Πανταζή -Μελίστα, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται, με το συναφή ισχυρισμό ότι η ενέργεια αυτή εγκρίθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετείου Αθηνών. Και εάν μεν ήθελε θωρηθεί ότι, με το προαναφερόμενο υπόμνημα, προβάλλεται η αιτίαση ότι η ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσείοντος μετέπειτα ποινική δίωξη για απόπειρα μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας, παραβιάζει το δεδικασμένο που παράχθηκε από την ως άνω ενέργεια της Εισαγγελέως, αυτή (αιτίαση), ενόψει των προαναφερθέντων, είναι αβάσιμη. Εάν δε ήθελε θεωρηθεί ότι προβάλλεται η αιτίαση ότι η προμνησθείσα ενέργεια της Εισαγγελέως αποτελεί εμπόδιο στην ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη για την ως άνω αξιόποινη πράξη, αυτή είναι επίσης αβάσιμη, διότι η ενέργεια αυτή αφορά την προδιωκτική Εισαγγελική διαδικασία, και δεν εμποδίζει τον αρμόδιο Εισαγγελέα να ανασύρει από το Αρχείο την Ποινική δικογραφία και θα ασκήσει την οικεία ποινική δίωξη. ΙΙ. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις αυτές απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποίασυνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμη βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 3307/2006 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από την κύρια ανάκριση που ενεργήθηκε, καθώς και την προκαταρκτική που προηγήθηκε αυτής και μάλιστα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μια χωριστά στο σύνολό τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι ιατρός γυναικολόγος στο επάγγελμα και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην ..... επί της οδού ...... αριθμός ......., ενώ παράλληλα , κατά το έτος 2000, συνεργάζονταν με το μαιευτήριο "ΗΡΑ" στην Αθήνα και εργαζόταν με την ανωτέρω ιδιότητα του στο Ι.Κ.Α. Περιστερίου Αττικής. Στις αρχές του μηνός Απριλίου του έτους 2000, στον υπεύθυνο της εκπομπής "......." του τηλεοπτικού σταθμού "....", που εδρεύει στην ...... και εκπέμπει πανελληνίως τηλεοπτική εικόνα, Ζ1, δημοσιογράφο, περιήλθε η πληροφορία, ύστερα από τηλεφώνημα γυναίκας που διατήρησε την ανωνυμία της, ότι ο κατηγορούμενος ιατρός μεσολαβεί αθεμίτως κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας σε υιοθεσίες παιδιών (παράνομες αγοραπωλησίες βρεφών). Την έρευνα της βασιμότητας της πληροφορίας αυτής ο υπεύθυνος της εκπομπής ανέθεσε στους συνεργάτες της εκπομπής δημιοσιογράφους και μάρτυρες εν προκειμένω Γ1 και Γ2. Οι δύο ανωτέρω δημοσιογράφος περί τα τέλη Απριλίου του έτους 2000 και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε, ήλθαν σε επαφή με τον κατηγορούμενο, αρχικώς τηλεφωνικά και στη συνέχεια ορίσθηκε συνάντηση στο ιατρείο του κατηγορουμένου στην ανωτέρω οδό ...... Κατά τη συνάντηση, ο ανωτέρω δημοσιογράφος (Γ1) ανέφερε στον κατηγορούμενο, ότι, επειδή η σύζυγος του δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει εξαιτίας γυναικολογικών προβλημάτων, ενδιαφέρονταν σφόδρα να υιοθετήσει ένα βρέφος και ότι για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε από την πόλη της ........, όπου διαμένει μαζί με την ανωτέρω μάρτυρα Γ2, την οποία εμφάνισε ως αδελφή του και η οποία και αυτή τόνισε την ανάγκη να βρεθεί βρέφος για υιοθεσία. Ο κατηγορούμενος τους υποσχέθηκε την ίδια ημέρα ότι θα βρει βρέφος για υιοθεσία και ζήτησε, προκειμένου να μεσολαβήσει στην υιοθεσία, το χρηματικό ποσό των 6.000.000 δραχμών, προσδιορίζοντας ότι, από το ποσό αυτό, 5.000.000 δραχμές θα έδινε στη φυσική μητέρα του βρέφους (για να συναινέσει στην υιοθεσία του βρέφους και 1.000.000 δραχμές θα κρατούσε ο ίδιος, ως αμοιβή του, για τη μεσολάβηση. Έτσι, ο κατηγορούμενος, έχοντας προφανώς και την εξουσία διαπραγμάτευσης για λογαριασμό της άγνωστης φυσικής μητέρας του τέκνου, πριν την ανωτέρω συμφωνία και μεσολαβώντας στην εν λόγω αθέμιτη υιοθεσία, μετά χρονικό διάστημα περίπου δύο (2) μόλις ημερών από την ανωτέρω συνάντηση και σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε, περί τα τέλη του μηνός Απριλίου του έτους 2000 τηλεφώνησε στην ανωτέρω μάρτυρα Γ2 και, αφού της είπε ότι είχε ευχάριστα νέα, έκλεισε συνάντηση στο ιατρείο του αυθημερόν με την μάρτυρα και τον υποψήφιο θετό γονέα ανωτέρω μάρτυρα. Εκεί τους ανέφερε ότι βρέθηκε βρέφος για υιοθεσία και ότι, μόλις θα του έδιναν το ποσό των 6.000.000 δραχμών, που είχαν συμφωνήσει για την υιοθεσία, θα τους παρέδιδε και το προς υιοθεσία βρέφος που είχε στη διάθεση του. Στη συνέχεια ο υποψήφιος θετός πατέρας Γ1 προφασίσθηκε ότι πάει να πάρει τα χρήματα να τα παραδώσει στον κατηγορούμενο για να παραλάβει το προς υιοθεσία βρέφος και έτσι αναχώρησαν με τη συνοδό του και δεν ήλθαν έκτοτε οι εν λόγω δημοσιογράφοι σε επαφή με τον κατηγορούμενο, αφού έτσι ολοκλήρωσαν την έρευνα που διενεργούσαν σχετικά) μαγνητοφωνώντας κρυφά τις μεταξύ αυτών (δημοσιογράφων) και του κατηγορουμένου συνομιλίες. Το σχετικό δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, με τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, προβλήθηκε την 28.5.2000 στην ανωτέρω εκπομπή "........", του ανωτέρω τηλεοπτικού σταθμού και κατά τη διάρκεια της προβολής έγιναν και άλλες επώνυμες και ανώνυμες τηλεφωνικές καταγγελίες σε βάρος του κατηγορουμένου για αθέμιτες μεσολαβήσεις σε υιοθεσίες κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη του και ισχυρίζεται, ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση είναι κατασκευασμένη και ότι εκπορεύεται από αντιζηλίες άλλων ιατρών χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις. Παρότι δεν επιβεβαιώνει τις ανωτέρω συναντήσεις και τη μεσολάβηση του/ διατείνεται, ότι θέλησε να βοηθήσει στην εν λόγω υιοθεσία για λόγους ανθρωπιστικούς και όχι για να αποκομίσει αθέμιτο όφελος και ότι τα ανωτέρω ποσά προσφέρθηκαν να καταβάλουν από μόνοι τους οι ανωτέρω, που εμφανίσθηκαν ως υποψήφιοι θετοί γονείς. Αβάσιμοι όμως ελέγχονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί, καθόσον οι καταθέσεις των εν λόγω μαρτύρων ουδεμία αμφιβολία καταλείπουν ότι έλαβε απόπειρα μεσολάβησης, σε αθέμιτη υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, αφού ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις τόσο με τον υποψήφιο θετό πατέρα όσο και την άγνωστη φυσική μητέρα του προς υιοθεσία βρέφους, προκειμένου να αποκομίσει αθέμιτο όφελος ο ίδιος και να προσπορίσει αθέμιτο όφελος στην άγνωστη φυσική μητέρα του βρέφους απαίτησε το ποσό των 6.000.000 δραχμών από τον υποψήφιο θετό πατέρα για να παραδώσει σ' αυτόν το προς υιοθεσία βρέφος (που είχε στη διάθεση του, πλην όμως το κακούργημα της αθέμιτης μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θέλησης του, καθόσον ο υποψήφιος θετός πατέρας δεν είχε σπουδαία την απόφαση να προβεί σε υιοθεσία βρέφους και έτσι ανακόπηκε η ολοκλήρωση της εν λόγω πράξης, τέτοιες δε πράξεις τελεί κατ' επάγγελμα, και με πρόθεση κερδοσκοπίας, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της μεσολάβησης σε αθέμιτη υιοθεσία, προκύπτει σκοπός για πορισμό εισοδήματος και πορισμό κέρδους", στη συνέχεια δε, μετά την τυπική παραδοχή, απέρριψε στην ουσία την υπ' αριθ. 460/1-11-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθ. 2742/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της απόπειρας μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ' επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την αξιούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο Βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 42 παρ. 1 Π.Κ. και άρθρο 10 παρ. 2 και 3 του Ν. 2447/1996, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι συνεπώς αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., λόγοι αναίρεσης και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και θα καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 81/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 3307/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα μεσολάβησης σε υιοθεσία κατ’ επάγγελμα και με πρόθεση κερδοσκοπίας. 1) Δεδικασμένο από θέση στο αρχείο υπό του Εισαγγελέως της υποβληθείσας αναφοράς. 2) Έλλειψη αιτιολογίας. 3) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δεδικασμένο, Υιοθεσίας μεσολάβηση.
0
Αριθμός 407/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στην Δικαστική Φυλακή Κορίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της 25, 53Α, 201/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 696/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της απάτης, απαιτείται, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2408/1996, ο δράστης να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με την έννοια, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. στ' του ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2408/1996, ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος ή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, για να είναι η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά το πρώτο σκέλος της, η τελευταία ως άνω διάταξη είναι ηπιότερη για τον κατηγορούμενο και έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν απ' αυτήν και δεν έχουν εκδικασθεί αμετακλήτως. Κακουργηματική απάτη, υπάρχει επίσης και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 4 παρ.5 του ν. 1738/1987 και 38 του ν. 2172/1993 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ.3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου, ή ν.π.δ.δ. ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα παραπάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (αρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της κοινοτικής απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην, όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του. Περαιτέρω , κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000 Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων, ο οποίος, ως προς τα άρθρα δεύτερο έως και δωδέκατο, ίσχυσε από 3-3-2000, όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρεώσεως παρασιώπηση πληροφοριών ή με την μη κατά προορισμό τους χρήσης των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά την προηγούμενη διάταξη βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι, με αυτές, θεσπίστηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού για την απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 386 του ΠΚ και ενδεχομένως άρθρο 1 του Ν. 1608/1950). Και τούτο, διότι, με το άρθρο 209Α παρ.1 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο "Τα Κράτη-Μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων, εξομοιώθηκε η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με εκείνη κάθε Κράτους-Μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι και απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνον, όταν, σε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου. Στην περίπτωση που, πριν την ισχύ του νόμου 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), αφού η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί ο νόμος 2803/2000, ως ειδικότερος, καθόσον περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 του Π.Κ., αλλά περιορίζει το πρόσωπο του παθόντος μόνο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και επί πλέον περιέχει ειδικότερα χαρακτηριστικά, που προσδίδουν ελαφρότερη μορφή στην πράξη. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο δίκασε επί εφέσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος εναντίον της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, κατ' αρχάς δέχθηκε ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση, υπάρχει συρροή νόμων και εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2803/2000 ως ειδική και ευμενέστερη, έναντι των διατάξεων του άρθρου 386 ΠΚ και ότι "..... εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, πριν την ισχύ του ν. 2803/2000, είχε ασκηθεί, σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου, ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αλλά αυτός κηρύχθηκε ένοχος πρωτοδίκως κακουργηματικής κοινοτικής απάτης μετά την ισχύ του ν. 2803/2000, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν. εμποδίζεται να τον κηρύξει και πάλι ένοχο κακουργηματικής κοινοτικής απάτης, με βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., διότι δεν υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του ως εκκαλούντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ίδιος, από το γεγονός ότι δεν αποδόθηκαν σε αυτόν πρωτοδίκως οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 386 § 3 εδ. α' ΠΚ (απάτη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια), διότι δεν ήταν αναγκαίο, αφού ο ν. 2803/2000, που εφάρμοσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ως ειδικότερος, περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 ΠΚ...". Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 25, 53Α, 201/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ασχολείται με την εμπορία αγροτικών προϊόντων από το έτος 1978 στην περιοχή της ...... Κατά το έτος 1987 ίδρυσε την εταιρεία "....... ΕΠΕ"και μέσω αυτής πραγματοποιούσε εξαγωγές κυρίως εσπεριδοειδών και εισέπραττε εξαγωγικές επιδοτήσεις. Λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας του, γνώριζε πολύ καλά τη διαδικασία, που ακολουθείται, για την είσπραξη των εξαγωγικών επιδοτήσεων, τα αρμόδια πρόσωπα, καθώς και τις αδυναμίες της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, δηλαδή της Γενικής Διεύθυνσης Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ). Έτσι από το Δεκέμβριο του 1994 έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο εξαπατήσεως αυτής της υπηρεσίας, ώστε να εισπράξει παράνομη εξαγωγική επιδότηση. Για την επίτευξη του στόχου έκανε χρήση πλαστών εγγράφων. Αφετηρία του σχεδίου αυτού αποτέλεσε η απόκτηση εμπορικής ιδιότητας από τον Γ1. Προς τούτο, περί τα τέλη Νοεμβρίου 1994 μετέβη με τον ανωτέρω στο ....., του μίσθωσε ένα γραφείο ιδιοκτησίας της Δ1, επί της οδού ......, προκείμενου να δηλωθεί ως έδρα της επιχειρήσεώς του με τον διακριτικό τίτλο "........". Ακολούθησαν η ασφάλιση του εν λόγω Γ1 στο ΤΑΕ Πειραιά, η εγγραφή του στο Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και αίτηση του ίδιου στην ΔΙΔΑΓΕΠ για την εγγραφή του στα Μηχανογραφικό Μητρώο Εξαγωγέων. Ο Γ1, που γεννήθηκε στη Ρωσία και ήταν τότε μόλις 19 ετών, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ως άβουλο όργανο, προφανώς έναντι μικρού ανταλλάγματος, βρισκόμενος σε άγνοια των σχεδίων του. Ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε την ηλικία του Γ1, διότι είχε πολύ νεανικό παρουσιαστικό. Η φερόμενη ως ιδρυθείσα απ' αυτόν ως άνω ατομική επιχείρηση ουδέποτε λειτούργησε και ιδρύθηκε αποκλειστικά και μόνο για να εισπράξει ο πρώτος κατηγορούμενος την παρακάτω αναφερόμενη παράνομη εξαγωγική επιδότηση. Ο Γ1, που ήταν νεαρής ηλικίας και αλλοδαπής (ρωσικής) καταγωγής, δεν γνώριζε τις σχετικές διατάξεις και τη διαδικασία, που ακολουθείται, για την είσπραξη των εξαγωγικών επιδοτήσεων. Στις ..... ο πρώτος κατηγορούμενος υπέβαλε στη ΔΙΔΑΓΕΠ αίτηση αυτού (Γ1), με την οποία ζητούσε να καταβληθεί σ' αυτόν εξαγωγική επιδότηση, για δήθεν εξαγωγή από την αρχή του έτους αυτού στη Ρωσία 7.225 τόνων, καλής ποιότητας, λεμονιών. Η αίτηση συνοδευόταν με κατάσταση πληρωμής δικαιούχου υπό ημερομηνία ..... Η υπογραφή του Γ1 τόσο στην αίτηση, όσο και κατάσταση πληρωμής, υπό την ένδειξη "ο δικαιούχος", είναι πλαστή. Ο φάκελος που σχηματίσθηκε έλαβε τον αριθμό ..... Στις 24.8.1995 η ΔΙΔΑΓΕΠ έλαβε το υπ' αριθμ. πρωτ. ...... διαβιβαστικό έγγραφο του Τελωνείου Πατρών, μαζί με τις υπ' αριθμ. ..., ...., ....., ..... και ...... διασαφήσεις του ίδιου τελωνείου και τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ποιοτικού ελέγχου της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας Πατρών, δια των οποίων ο Γ1 φερόταν να έχει εξαγάγει στη Ρωσία τμηματικά 7.225 τόνους λεμόνια καλής ποιότητας. Τα έγγραφα αυτά είναι πλαστά, αφού δεν υπάρχει καμία επίσημη απόδειξη ότι έγινε διασάφηση και εξαγωγή της αναφερόμενης ποσότητας λεμονιών, ούτε εκτελωνισμός, ούτε ποιοτικός έλεγχος (εξαγομένων λεμονιών), ούτε τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις, που να πιστοποιούν ότι έλαβε χώρα τέτοια εξαγωγή με έγκυρα τελωνειακά έγγραφα, ούτε, άλλωστε, ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έγινε εξαγωγή λεμονιών. Τα πλαστά έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τον πρώτο κατηγορούμενο, σε γνώση της πλαστότητας, ο οποίος θα εισέπραττε την υπέρογκη επιδότηση, λόγω δε εξαφανίσεως του φακέλου δεν υπάρχουν στη δικογραφία. Η χρήση των πλαστών εγγράφων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχουν πρωτοκολληθεί από το αρμόδιο τμήμα της ΔΙΔΑΓΕΠ με αριθμ. πρωτ. ...... Ο φάκελος με αυτά, ακολούθως, περιήλθε στο αρμόδιο τμήμα νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων της ΔΙΔΑΓΕΠ. Η προϊσταμένη του τμήματος αυτού Ζ1 ανέθεσε τον πρώτο και δεύτερο έλεγχο του εν λόγω ολοκληρωμένου φακέλου σε δύο υπαλλήλους και συγκεκριμένα στη Ζ2 και τον Ζ3. Ο τελευταίος μάλιστα προέβη και στον υπολογισμό της εξαγωγικής επιδότησης, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 347.516.525 δραχμών. Στη συνέχεια, μετά την υπογραφή της κατάστασης πληρωμής δικαιούχου και από τη Ζ1, στις 13.9.1995 ο εν λόγω φάκελος διαβιβάστηκε στο Τμήμα Λογιστηρίου, του οποίου διευθύντρια ήταν η Ζ4 και προϊστάμενος ο Ζ5. Στις 22.9.1995 το τμήμα λογιστηρίου της ΔΙΔΑ-ΓΕΠ εξέδωσε την υπ' αριθμ. ..... εντολή πληρωμής προς την ΑΤΕ, η οποία υπογράφηκε από τον Ζ5. Στο μεταξύ ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 έπεισε τον Δ2, καταγόμενο, όπως και αυτός, από την ......., έμπορο λαϊκών αγορών, με γνώσεις Γ' Δημοτικού σχολείου, να ιδρύσει εταιρεία, για να μπορέσουν να συνεργαστούν, με την αιτιολογία ότι η δική του εταιρεία "....... ΕΠΕ", λόγω των χρεών της προς τους συνεταιρισμούς, δεν μπορούσε να εισπράττει τις εξαγωγικές επιδοτήσεις. Ως αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μισθό 500.000 δραχμών και μιάμιση δραχμές ανά κιλό εξαγομένου προϊόντος. Έτσι ο Δ2, στις 3.6.1995, προέβη σε δήλωση έναρξης εμπορικής δραστηριότητας και, στις ......., με συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Κιάτου Σοφίας Τασούλη - Φραγκοπούλου, την οποία του υπέδειξε ο πρώτος κατηγορούμενος, μετέτρεψε την ατομική του επιχείρηση σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία "..... ΕΠΕ"και το διακριτικό τίτλο "....... ΕΠΕ.". Στις 12.9.1995, μόλις ο πρώτος κατηγορούμενος πληροφορήθηκε από ανθρώπους του στη ΔΙΔΑΓΕΠ την αίσια έκβαση του ελέγχου του φακέλου, προχώρησε στην περαιτέρω υλοποίηση του σχεδίου απάτης. Με σύμβαση εκχωρήσεως, με ημερομηνία ......, ο Γ1 φέρεται να εκχωρεί στην εταιρεία του Δ2 την εκ του υπ' αριθμ. ....... φακέλου απαίτησή του για λήψη της εξαγωγικής επιδότησης, δηλαδή ολόκληρο το ποσό των 347.516.125 δραχμών. Οι υπογραφές στη σύμβαση αυτή των Γ1 και Δ2, με την ιδιότητα του εκχωρητή και του εντολέα είναι πλαστές. Η πλαστή αυτή σύμβαση επιδόθηκε στην υπάλληλο του λογιστηρίου της ΔΙΔΑΓΕΠ ........ στις ..... Μαζί με τη σύμβαση αυτή την ίδια ημέρα, με διαφορά πέντε λεπτών, επιδόθηκε στην ίδια υπάλληλο από τον ίδιο δικαστικό επιμελητή ........ και η από ..... σύμβαση ανακλήσεως μέρους εκ του εκχωρηθέντος ποσού, ύψους 190.000.000 δρχ, η οποία περιέργως εξαφανίστηκε. Και η τελευταία αυτή σύμβαση είναι πλαστή. Οι υπογραφές στις προαναφερόμενες συμβάσεις των Γ1 και Δ2 διαφέρουν ουσιωδώς από τις γνήσιες. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 την ημέρα της επιδόσεως των δύο εγγράφων συμβάσεων (......) άνοιξε στο Κεντρικό Κατάστημα της ΑΤΕ, στην Αθήνα, τον υπ' αριθμό ...... λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομα του Δ2, με το ελάχιστο προβλεπόμενο ποσό, δηλαδή 50.000 δραχμές, στον οποίο, όπως εξήγησε στον Δ2, θα γινόταν καταθέσεις των χρημάτων των εισαγωγικών επιδοτήσεων, που δικαιούταν η δική τους εταιρεία "...... ΕΠΕ", η οποία δεν μπορούσε να τα εισπράξει, διότι, από την εμπορική δραστηριότητά της δημιούργησε μεγάλα χρέη σε διάφορες τράπεζες και συνεταιρισμούς. Την επόμενη ημέρα (15.9.1995) ο Δ2, με τα υπ' αριθμ. ..... και ...... πληρεξούσια της πιο πάνω συμβολαιογράφου, με την ιδιότητα του εκπροσώπου της εταιρείας ".... ΕΠΕ", διόρισε πληρεξουσίους του τους κατηγορούμενους αδελφούς Χ1,Χ2 οι οποίοι, βάσει αυτών, θα εισέπρατταν τα χρήματα της παράνομης επιδότησης. Στις 25.9.1995, διαβιβάστηκε η εντολή πληρωμής στην ΑΤΕ, η οποία πίστωσε το λογαριασμό του Δ2 με το ποσό των 347.516.125 δραχμών. Στις 7.9.1995 οι κατηγορούμενοι αδελφοί, μαζί με το Δ2, μετέβησαν σε θυρίδα της ΑΤΕ Γλυφάδας και ζήτησαν άμεση ανάληψη ποσού 20.000.000 δραχμών και μεταφορά -του υπολοίπου στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της ΑΤΕ, ο οποίος ανήκε στον Χ2. Η υπάλληλος της θυρίδας της ΑΤΕ στη Γλυφάδα διέθετε μόνο 5.000.000 δραχμές. Έτσι απευθύνθηκε για λήψη οδηγιών στην προϊσταμένη του Κεντρικού Καταστήματος Ζ6. Η τελευταία έδωσε εντολή στην πρώτη (υπάλληλο της θυρίδας της Γλυφάδας) για τη δέσμευση του πιο πάνω ποσού, γιατί τα παραπάνω πρόσωπα (όπως τα περιέγραψε η υπάλληλος της θυρίδας Γλυφάδας) δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Ακολούθως το Κεντρικό Κατάστημα της ΑΤΕ, μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια να του σταλεί η σύμβαση εκχωρήσεως από τη ΔΙΔΑΓΕΠ, με έγγραφό του (υπ' αριθμ. ........), ενημέρωσε την υπηρεσία αυτή για ποιό λόγο δεν απέδωσε στον δικαιούχο το ποσό της ...... εντολής και ταυτόχρονα ζήτησε τον επανέλεγχο του φακέλου. Η διευθύντρια του λογιστηρίου Ζ4, με το υπ' αριθμ. ....... έγγραφο της προς την ΑΤΕ, ζήτησε τη μεταφορά της ως άνω εντολής στο λογαριασμό ...... της ΔΙΔΑΓΕΠ μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες. Την ίδια ημέρα η δικηγόρος Κορίνθου Βασιλική Οικονομοπούλου, συνοδευόμενη από τους αδελφούς Χ1,Χ2 και το Δ2, διαμαρτυρήθηκε προς την ΑΤΕ και τη ΔΙΔΑΓΕΠ για την μη καταβολή της ως άνω εξαγωγικής επιδοτήσεως. Μετά τη λήψη του εγγράφου, η Διευθύντρια Ζ4 ζήτησε το φάκελο του Γ1. Από τον έλεγχο διαπίστωσε ότι η υπογραφή αυτού στη σύμβαση εκχωρήσεως διέφερε ουσιωδώς από την υπογραφή του ίδιου, που είχε τεθεί στην από ..... αίτηση αυτού για την εγγραφή του, στο Μηχανογραφικό Μητρώο Εξαγωγέων της ΔΙΔΑΓΕΠ. Κατόπιν αυτού, ο Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Θ1, τον οποίο αυτή (Ζ4) ενημέρωνε συνεχώς, ζήτησε να διαβιβαστεί σ' αυτόν ο φάκελος, όπως και έγινε. Ο Θ1, στον οποίο ο φάκελος περιήλθε στις 29.2.1995, παρουσία της υπαλλήλου ......., τηλεφώνησε στη Διευθύντρια Ζ4 την ίδια ημέρα και της συνέστησε να καλέσει τους Γ1 και Δ2, οι οποίοι να επιβεβαιώσουν τη σύμβαση εκχωρήσεως και να υπογράψουν ενώπιον της. Περιέργως, όμως, στις 2.10.1995 εμφανίσθηκε στη Διευθύντρια Ζ4 η δικηγόρος Βασιλική Οικονομοπούλου και τηςπαρέδωσε τα εξής έγγραφα : α) την ως άνω από .... σύμβαση εκχωρήσεως, β) την από ... επιστολή διαμαρτυρίας του Γ1 και γ) την από ..... υπεύθυνη δήλωση αυτού. Και στα τρία αυτά έγγραφα η υπογραφή του Γ1 είχε .θεωρηθεί για το γνήσιο αυτής από την αστυφύλακα του Δ' Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών ......., με ημερομηνία 1.10.1995. Παρά τη θεώρηση αυτή, η υπογραφή του Γ1 δεν είναι ίδια με την υπάρχουσα στο δελτίο αστυνομικού τμήματος αυτού (βλ. σελ. 66 πορισματικής αναφοράς) και τα έγγραφα αυτά είναι επίσης πλαστά. Για την εξέλιξη αυτή η Διευθύντρια Ζ4 ενημέρωσε τον Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Θ1, ο οποίος εξέφρασε τη γνώμη ότι έπρεπε να αποδεσμευτούν τα χρήματα. Η Διευθύντρια Ζ4, μετά τη γνώμη του Παρέδρου και την κατηγορηματική διαβεβαίωση της υπαλλήλου Ζ1 ότι ο φάκελος ήταν άψογος, έδωσε εντολή στον Ζ5 να αποδεσμευτούν τα χρήματα. Ο τελευταίος όμως αντιτάχθηκε και ζήτησε την επιστροφή του φακέλου στο τμήμα οπωροκηπευτικών για την επαλήθευση των στοιχείων. Η προϊσταμένη του τμήματος αυτού αρνήθηκε να παραλάβει το φάκελο και έστειλε τον υφιστάμενό της ........ για να πάρει ό,τι στοιχεία χρειαζόταν. Στις 4.10.1995, ο τελευταίος συνέταξε το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του Τμήματος οπωροκηπευτικών προς το τελωνείο Πατρών, με τα οποίο ζητούσε την επαλήθευση των εις αυτά αναφερομένων στοιχείων. Το έγγραφο αυτό, παρά το επείγον του θέματος, τελικώς απεστάλη δια της συνήθους αλληλογραφίας στις 9.10.1995. Το Τελωνείο Πατρών, με το υπ' αριθμ. ......... έγγραφό του, απάντησε ότι οι προαναφερόμενες πέντε διασαφήσεις (που αφορούσαν την δήθεν εξαγωγή από τον Γ1 7.225 τόνων λεμονιών) είναι πλαστές. Επίσης η Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Πατρών, με το υπ' αριθμ. ...... έγγραφό της, απάντησε ότι, μέσα στο 1995. δεν είχαν εκδοθεί πιστοποιητικά ποιοτικού έλεγχου· (εξαγομένων λεμονιών) στο όνομα Γ1, πράγμα που σημαίνει ότι και αυτά είναι πλαστά. Εν τω μεταξύ ο Ζ5, στις 5.10.1999, αποχωρώντας αργά από το γραφείο του, τοποθέτησε το φάκελο σε μη ασφαλιζόμενο φοριαμό. Την επόμενη ημέρα διαπίστωσε ότι ο φάκελος είχε αφαιρεθεί. Παρά δε τις σχετικές αναζητήσεις των υπαλλήλων του λογιστηρίου, ο φάκελος δεν αναβρέθηκε. Επακολούθησε η διενέργεια της από 23.1.1996 Ε.Δ.Ε, η οποία δεν εντόπισε τους δράστες της υπεξαγωγής. Αλλά και η Τ.Ε.Δ.Ε.Ο.Ε, που διενήργησε εμπεριστατωμένη προκαταρκτική εξέταση, συντάξασα το από ..... πόρισμα, δεν αποκάλυψε τους δράστες. Ο πρώτος κατηγορούμενος, προς επίτευξη του σκοπού του, είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με το υπ' αριθμό .......... πληρεξούσιο έγγραφο της συμβολαιογράφου Κιάτου Σοφίας Φραγκοπούλου, με το οποίο ο Δ2, ως κάτοχος του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού και δικαιούχος του ως άνω ποσού της επιδοτήσεως των 347.516.125 δραχμών, εμφανίζεται να δίνει σε αυτόν την εντολή και πληρεξουσιότητα να το εισπράξει για λογαριασμό του από την ΑΤΕ, που, κατά τη συμφωνία τους, θα το κατακρατούσε, και το οποίο αποτελεί το δικό του παράνομο περιουσιακό όφελος, από την απάτη, και απλώς δεν πέτυχε το σκοπό του, λόγω αρνήσεως των υπαλλήλων του Καταστήματος Γλυφάδας της ΑΤΕ να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό αυτό, όταν μετέβη εκεί και απαίτησε την πληρωμή του, συνοδευόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο αδελφό του και το Δ2. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν αρνείται την εμφάνισή του στο Κατάστημα Γλυφάδας όπου ζήτησε να εισπράξει το ποσό της επιδότησης, αλλά ισχυρίζεται δήθεν ότι είχε συμφωνήσει με το Δ2 να εισπράξει το ποσό της επιδοτήσεως των 347.516.125 δραχμών, το οποίο (μετ' αφαίρεση 20.000.000 που θα κρατούσε ο Δ2, ως προμήθεια του) αποτελεί την αμοιβή του, ως συσκευαστή, για δήθεν μεγάλη παραγγελία ενάμισι δισεκατομμυρίων δραχμών, που θα ανέθετε σε αυτόν ο Δ2, ενώ, όλα αυτά, είναι ψευδή. Η πληρωμή του χαρτοσήμου της εκχωρήσεως 9.500.000 δρχ. από αυτόν, ενώ, εκχωρητής και εκδοχέας δεν είναι αυτός, αλλά άλλα πρόσωπα (Γ1 και Δ2), αποτελεί μέρος του σχεδίου του, προς επίτευξη της απάτης με τη χρήση πλαστών εγγράφων εξαγωγής λεμονιών και είσπραξης του ποσού της επιδότησης από τον ίδιο, με το μηχανισμό της εκχώρησης της απαίτησης από τον δήθεν εξαγωγέα εκχωρητή Γ1 στον εκδοχέα Δ2 και, ακολούθως, την είσπραξη του ποσού αυτού, από τον ίδιο, για λογαριασμό του, κατά τη συμφωνία τους, δια μέσου του πληρεξουσίου του εκδοχέα Δ2 σε αυτόν. Πρόκειται, για απόπειρα κοινοτικής απάτης, σε βαθμό κακουργήματος, αλλά και με παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος έκανε χρήση πλαστών εγγράφων σε γνώση του για να εισπράξει αχρεωστήτως το ποσό αυτό, με ισόποση βλάβη του αμέσως ζημιωμένου προσώπου, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (FEOGΑ), αφού αυτό καταβάλλει τις επιδοτήσεις για τα γεωργικά προϊόντα (πρβλ. Ηλία Αναγνωστόπουλο, ΕφΑΘ 582/2001, ΕφΑΘ 811-812/2001, 1217/2001), το δε αδίκημα έχει χαρακτήρα κακουργήματος, που τιμωρείται με κάθειρξη, διότι η βλάβη, (αλλά και παράνομο περιουσιακό όφελος) υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Το έγκλημα απάτης, είναι σε απόπειρα, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, έκανε, με δόλο, χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων προς την αρμόδια υπηρεσία της Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ), και πέτυχε, εμφανίζοντας τα έγγραφα σαν γνήσια, να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους, δήθεν ότι ο εκχωρητής Γ1 έκανε εξαγωγή λεμονιών στη Ρωσία, με συνέπεια το τμήμα λογιστηρίου της ΔΙΔΑΓΕΠ να εκδώσει την υπ' αριθμ. ..... εντολή πληρωμής προς την ΑΤΕ εξαγωγικής επιδότησης συνολικού ποσού 347.516.125 δραχμών για τον εκδοχέα Δ2, η οποία μετέφερε δια πιστώσεως το ποσό αυτό στον υπ' αριθμό ....... λογαριασμό ταμιιευτηρίου, από τον τραπεζικό λογαριασμό της παθούσας του παθόντος Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (FEOGΑ), που διαχειριζόταν την περιουσία του, με την έγκριση και πληρωμή των επιδοτήσεων εξαγωγών, από τον υπ' αριθμό ..... τραπεζικό λογαριασμό του, αλλά, παρόλο, που το ποσό αυτό, μεταφέρθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδοχέα Δ2, ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος επιχείρησε την ως άνω πράξη, που περιέχει αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της κοινοτικής απάτης (εξαπάτηση των υπαλλήλων της ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ με χρήση πλαστών εγγράφων), διότι δεν προπαρασκεύασε απλώς το αδίκημα, αλλά, αν είχε παραταθεί, θα οδηγούσε στην πραγματοποίηση του εγκλήματος (είσπραξη επιδότησης), αν δεν είχε ανακοπεί, απέτυχε του σκοπού του, δηλαδή να εισπράξει το ποσό από την ΑΤΕ, ως πληρεξούσιος του εκδοχέα Δ2, από εξωτερικά αίτια, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, διότι η υπάλληλος της θυρίδας της Γλυφάδας της ΑΤΕ Γλυφάδας αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό αυτό, δίνοντας 20.000.000 δραχμές σε μετρητά (που θα κρατούσε ο Δ2, ως αμοιβή του) και το υπόλοιπο να το μεταφέρει στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της ΑΤΕ, διότι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη οι εμφανισθέντες σε αυτή (δύο κατηγορούμενοι και Δ2), και, ακολούθως, η προϊσταμένη του Κεντρικού Καταστήματος Ζ6 έδωσε οδηγίες να δεσμευτεί το ποσό αυτό, όπως κι έγινε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Η δε βλάβη, όπως και το παράνομο περιουσιακό όφελος, που επιδίωξε ο πρώτος κατηγορούμενος από το αδίκημα αυτό, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ενιαίως υπολογιζόμενο, διότι η χρήση των πλαστών εγγράφων και η εξαπάτηση ήταν ταυτόχρονη, για όλα τα φορτία εκτελωνισμού των δήθεν εξαγωγών λεμονιών, όπως, επίσης, ενιαίως, επιδίωξε να εισπράξει το ποσό των 347.516.125 δραχμών, για εξαγωγική επιδότηση όλων των φορτίων των δήθεν εξαγωγών λεμονιών....". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος απόπειρας κακουργηματικής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Για την πράξη του δε αυτή το Δικαστήριο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημα αυτού για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε' ΠΚ με την εξής αιτιολογία. "Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ 2 εδ, .ε' ΠΚ, η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη του, πρέπει να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητάς του (ΑΠ 759/04 ΕλλΔνη 45 1550). Επί του προκειμένου, ο πρώτος κατηγορούμενος δεν έδειξε τέτοια καλή συμπεριφορά μετά την πράξη του, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το ποινικό του μητρώο, τέλεσε ποινικά αδικήματα, από την εμπορική του δραστηριότητα, και μετά την τέλεση της πράξης του". Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του και ειδικότερα δεν απαιτείτο η αξιολόγηση και η αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει κάθε επί μέρους παραδοχή του Δικαστηρίου, ούτε είχε υποχρέωση να απαντήσει στα εκτιθέμενα από τον αναιρεσείοντα επιχειρήματα περί της αθωότητάς του. Η αιτίαση, εξάλλου, του αναιρεσείοντος ότι, με σημείωμά του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προέβαλε "αιτιολογημένα συγκεκριμένους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί παραγραφής του φερομένου ως τελεσθέντος από εμένα αδικήματος" και ότι επί των ισχυρισμών αυτών το Δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα, είναι αβάσιμη. Στο εν λόγω σημείωμα του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, όπου αυτό καταχωρήθηκε, πλην του αναφερόμενου περί παραγραφής ισχυρισμού και της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ, δεν εκτίθενται συγκεκριμένοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, στους οποίους όφειλε το Δικαστήριο να απαντήσει. Τα όσα εκτίθενται σε αυτό αποτελούν απλώς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου προς αντίκρουση της κατ' αυτού κατηγορίας. Ούτε, εξάλλου ο αναιρεσείων προβάλλει αιτίαση νια απόρριψη άλλου συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού του .Ειδικώς δε, ως προς τους ισχυρισμούς αυτού, περί του χαρακτήρα της πράξεως για την όποια αυτός καταδικάστηκε, ως πλημμελήματος, που έχει ήδη παραγραφεί, (για τους οποίους γίνεται ειδικότερα λόγος στη συνέχεια) και ως προς το αίτημα για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ, το Δικαστήριο διέλαβε, με όσα αναφέρει στο προεκτιθέμενο σκεπτικό του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης η αιτίαση, ότι δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αυτή "εξαντλείται, ουσιαστικά, στην απλή επανάληψη του διατακτικού, το οποίο με τη σειρά του συνιστά επανάληψη του διατακτικού της πρωτοδίκου, η οποία με τη σειρά της αποτελεί φωτοτυπία του αρχικού κλητηρίου κατηγορητηρίου", δεν είναι βάσιμη, αφού, ανεξαρτήτως του ότι η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, στην εξεταζόμενη υπόθεση ουδόλως το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού. Εξάλλου, από το πιο πάνω σκεπτικό της αποφάσεως, προκύπτει και μάλιστα κατά τρόπο αναμφίβολο ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, χωρίς να υποχρεούται σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, τα όσα εκτενώς εκτίθενται στην κρινόμενη αίτηση, ως αιτιάσεις για μη αξιολόγηση των ειδικώς αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία, κατά την γενόμενη από τον αναιρεσείοντα αξιολόγηση προκύπτουν τα αντίθετα από εκείνα που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή νόμιμης βάσης, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος . Περαιτέρω το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2803/2000, ως ειδικές, σε συνδυασμό με τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου του 386 ΠΚ, γιατί πρόκειται για απόπειρα απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που τελέστηκε, στις 22/9/1995, έχει δε κακουργηματικό χαρακτήρα και έτσι (το Εφετείο), ορθώς απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, ότι η πιο πάνω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε, είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα και έχει υποπέσει σε παραγραφή. Συγκεκριμένα ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η κατ' αυτού ποινική δίωξη αφορούσε έγκλημα απόπειρας απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με την προσθήκη των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και του ν. 1608/1950 και το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε με βάση τον ειδικό νόμο περί κοινοτικής απάτης (Ν.2803/2000), θεωρώντας ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της κοινής απάτης και του ν. 1608/50 "και φυσικά της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια επιβαρυντικής περίστασης". Εφόσον όμως, όπως υποστηρίζει, ως χρόνος τέλεσης του αδικήματος φέρεται το έτος 1995, χρόνος στον οποίο δεν είχε θεσπισθεί το ιδιώνυμο αδίκημα της κοινοτικής απάτης, η αναδρομική εφαρμογή του ως άνω νόμου περί κοινοτικής απάτης, πρέπει να αποκλειστεί, επειδή είναι δυσμενέστερος από τον νόμο περί κοινής απάτης, όπως ο τελευταίος ίσχυε το έτος 1995 και κατ' ακολουθίαν προκρίνεται, αναγκαστικά, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ως ευμενέστερης ρύθμισης, αφού η εφαρμογή της οδηγεί στην παραγραφή του εγκλήματος. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εφόσον η καταδίκη του εχώρησε χωρίς την προσθήκη της επιβαρυντικής αυτής περίστασης, (δηλ. της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταστήσει χείρονα τη θέση του ως κατηγορουμένου και να την προσθέσει κατά το χρόνο της εκδίκασης και, κατόπιν αυτών, η πράξη της απάτης κατά το έτος 1995 φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος, και ως τέτοια, έχει παραγραφεί. Τους ισχυρισμούς του δε αυτούς, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αν και τους είχε προβάλει ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, το Δικαστήριο δεν τους αντέκρουσε. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν με την πιο πάνω εκτιθέμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του Δικαστηρίου (που δέχθηκε τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως και, κατά λογική ακολουθία ότι δεν συνέτρεχε λόγος παραγραφής). Είναι δε αβάσιμος ο περί παραγραφής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι η εφαρμοστέα, ως επιεικέστερη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, διάταξη του άρθρου 386, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, προσέδιδε στο διαπραχθέν από αυτόν έγκλημα της απόπειρας απάτης το χαρακτήρα του πλημμελήματος, διότι η καταδίκη του από το πρωτόδικο Δικαστήριο "εχώρησε χωρίς την προσθήκη αυτής της επιβαρυντικής περίστασης, δηλ. της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης". Όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως ασχολήθηκε με την συνδρομή αυτής της προϋποθέσεως, ούτε είχε λόγο να το πράξει, αφού δεν προέβη σε έρευνα της υποθέσεως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 386 ΠΚ, αλλά με βάση τις επιεικέστερες και ειδικότερες, όπως έκρινε, διατάξεις του ν. 2803/2000 (ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η ποινική δίωξη αφορούσε έγκλημα απόπειρας απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με την προσθήκη των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και του ν. 1608/1950). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 386 ΚΠΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, δεν αναιρείται ο κακουργηματικός χαρακτήρας αυτής, ώστε να ανακύπτει θέμα παραγραφής. Και συνεπώς είναι αβάσιμη η περαιτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία ¨είναι αδιάφορη η ειδικότητα του νεότερου νόμου καθόσον είναι "προφανές ότι, εφόσον ο τότε ισχύων περί κοινής απάτης νόμος οδηγεί στην παραγραφή της πράξης, (πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τον νεότερο νόμο), είναι και ο ευμενέστερος", και, ότι "ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο προχώρησε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία έσχε κατ' αποτέλεσμα την καταδίκη μου, ενώ, κατά τον ΠΚ, η φερόμενη πράξη μου έχει υποπέσει σε παραγραφή". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 3 ΠΚ η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη, ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη , με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη. Συνεπώς, το Πενταμελές Εφετείο, το οποίο την ποινή των πέντε ετών που επέβαλε στον αναιρεισείοντα την χαρακτήρισε ως ποινή καθείρξεως , δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν, ότι "το ορθόν είναι ότι ανάλογη στερητική της ελευθερίας ποινή μπορεί να είναι μόνον φυλάκιση", είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης της υπό κρίση αιτήσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ , προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης ,διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα προσδιοριζόμενα κατ'αύξοντα αριθμό, ως εξής "......10) Η από .... υπ' αριθ. ..... απάντηση σε αίτηση της ΔΙΔΑΓΕΠ...... 15) Τα από ... και .... υπηρεσιακά σημειώματα. 16) Το από .... υπηρεσιακό σημείωμα. 17) Η από ... εντολή πληρωμής......... 21) Το από ... υπηρεσιακό σημείωμα......... 24) Το από ... υπηρεσιακό σημείωμα..........27) Η από .. εξουσιοδότηση. ....... 35) Η από ... υπεύθυνη δήλωση......". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών (όπως και των λοιπών), ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού ειδικότερα, με την ανάγνωση του κειμένου κάθε εγγράφου, κατέστη γνωστό και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο τρίτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης του αναιρεσείοντος , με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της, κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠΔ, απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν , χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και άλλα επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-3- 2007 αίτηση- δήλωση αναιρέσεως (με αρ. πρωτ. 835/29-3-2007) του Χ1 και ήδη κρατουμένου Φυλακών Κορίνθου, κατά της 25, 53Α, 201/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ,. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη (στοιχεία). Ποιος νόμος εφαρμόζεται για αδικήματα πριν το 1999. Απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2803/2000. Στην περίπτωση που, πριν την ισχύ του νόμου 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει του άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων). Εφαρμόζεται ο νόμος 2803/2000, ως ειδικότερος. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Η ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δεν είναι μικρότερη από πέντε έτη. Απόφαση για επιμέτρηση ποινής (αρθ. 79 ΠΚ). Αιτιολογία. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, χωρίς την υποχρέωση να διαλάβει για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Η λήψη υπόψη, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, συνιστά απόλυτη ακυρότητα. Προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφου. Απόρριψη όλων των λόγων αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Ειδικότερος νόμος, Ευρωπαϊκή Ένωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 406/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ2 2. Χ3 και 3. Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 470/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 226/6-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και ειδικότερα κατά του μέρους αυτού δια του οποίου επεκυρώθη η παραπομπή του αναιρεσείοντος δια την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως εις βαθμό κακουργήματος, εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθή και δια ψευδή βεβαίωση κατ'εξακολούθηση, με σκοπούμενο αθέμιτο συνολικό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγον αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 242 § 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι δια την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται ο υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρ. 13 περ. α' και 263Α του Π.Κ., στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, να βεβαιώνη σε τέτοιο έγγραφο, για την κατάρτιση του οποίου έχει καθ'ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, ψευδώς περιστατικό που δύναται να έχη έννομες συνέπειες, δηλαδή να αναφέρεται στην γέννηση, μεταβολή ή απώλεια δικαιώματος ή δημοσίας ή ιδιωτικής εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως. Δια την κακουργηματική δε μορφή της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται, κατά την παράγρ. 3 του άρθρου 242 ΠΚ, ως συνεπληρώθει δι'άρθρ. 14 § 6 Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίση εις εαυτόν ή άλλον αθέμιτον όφελος ή να βλάψη άλλον παράνομα, αλλά και το συνολικόν όφελος ή η συνολική βλάβη να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 858/2004 εις ΠΧ/ΝΕ'/322). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 98 § 2 ΠΚ, ως η παράγρ. αυτή προσετέθη δι'άρθρ. 14 § 1.1 Ν 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικώς υπ'όψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξ'άλλου, έλλειψη της κατά το άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και το άρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 572/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/697), εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Την ...... έληξε η προθεσμία καταθέσεως αιτήσεων αλλοδαπών, δι'άδεια παραμονής. Ο αναιρεσείων, όμως, ως υπάλληλος του Δήμου Νέας Αρτάκης Ευβοίας, με καθήκον την έκδοση και σύνταξη δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσε σε τέτοια έγγραφα ψευδώς και με πρόθεση περιστατικά δυνάμενα να έχουν έννομες συνέπειες, με σκοπό το αθέμιτο όφελος, υπερβαίνον το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) και συγκεκριμένα, κατά το από Οκτωβρίου μέχρι και Δεκεμβρίου του έτους 2001 χρονικό διάστημα, ενώ η ως άνω προθεσμία είχε λήξει, παρέλαβε από συγκατηγορουμένους του (Χ5, Χ6, Χ2, Χ7 κλπ), καθώς και από τρεις αλλοδαπούς, 1700 αιτήσεις αλλοδαπών για άδειες παραμονής αυτών και κατεχώρησε τις αιτήσεις αυτές στον ως άνω Δήμο, θέτοντας ως ημερομηνία κατάθεσης ......, ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους, για να εμφανισθούν οι αιτήσεις αυτές ως δήθεν εμπρόθεσμες και να προσπορίσει στον εαυτό του όφελος ποσού 30.000 δραχμών (88,04 ευρώ) για κάθε αίτηση αλλοδαπού. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δια το προαναφερθέν έγκλημα, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε. Είναι δε αβάσιμες οι αιτιάσεις, ότι εκ του προσδιορισμού των ως άνω ψευδών βεβαιώσεων μόνο κατά τον αριθμό τους και εκ της ελλείψεως προσδιορισμού των στοιχείων των αλλοδαπών τους οποίους αφορούν αυτές, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των αποδιδομένων στον αναιρεσείοντα πράξεων. Επομένως, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, κατ'ακολουθία, πρέπει ν'απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 15 Μαΐου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 του άρθ. 242 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθ.1 παρ.7 β' του Ν.2408/1996 και 14 παρ.6 του Ν.2721/1999, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με κάθειρξη, αν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς του κακουργήματος αυτού απαιτούνται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ.α' και 263 Α' ΠΚ. αρμόδιος για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου, β) το έγγραφο να εμπίπτει στην έννοια του αναφερόμενου στο άρθρ. 438 ΚΠολΔ "δημοσίου εγγράφου", γ) οι έννομες συνέπειες που παράγονται από αυτό να αναφέρονται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώνει τα ψευδή περιστατικά ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενης της παραγωγής αυτών και ε) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παρανόμως άλλον, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή του, το δε όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθ. 484 παρ.1 περ.δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, το μεν είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, το δε αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, το οποίο παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό του προσβαλλόμενο υπ'αριθ 149/2007 Βουλεύματός του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, δηλαδή καταθέσεων εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών κατηγορουμένων, δέχθηκε, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 242 παρ.3 του ΠΚ, δηλαδή της κακουργηματικής μορφής ψευδούς βεβαιώσεως κατ'εξακολούθηση, ως προς την οποία και μόνο προσβάλλεται το ανωτέρω βούλευμα με την από 20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, τα αναφερόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη τους, έχουν ως ακολούθως: Την 8-1-2002, σε γενόμενο έλεγχο αλλοδαπών από αστυνομικούς του 1ου Τμήματος της Υποδ/νσης Αλλοδαπών Αττικής, εντοπίστηκε η υπήκοος ...... Χ5 να παραδίδει στον ......... μία υπεύθυνη δήλωση χωρίς στοιχεία, η οποία έφερε σφραγίδα του Α.Τ.Ακροπόλεως, που χρησιμοποιείται για την βεβαίωση του γνησίου υπογραφής, στρογγυλή σφραγίδα του ιδίου Α.Τ. και σφραγίδα με τα στοιχεία του Χ3, που υπηρετούσε στο πιο πάνω αστυνομικό τμήμα ως Αρχιφύλακας και είχε αρμοδιότητα να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής των πολιτών που απευθύνονταν στην υπηρεσία του... την 20-2-2002, σε έρευνα που έγινε στην τσάντα της Χ6, βρέθηκαν έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν ότι η ανωτέρω είχε αναπτύξει σχετική δραστηριότητα τόσο στην περιφέρεια Αττικής, όσο και στο Δήμο Ν.Αρτάκης. Σε τετράδιο-σημειωματάριο της ανωτέρω αναγράφονταν στοιχεία αλλοδαπών, για λογαριασμό των οποίων είχε καταθέσει δικαιολογητικά για την έκδοση αδείας παραμονής. Στο διαμέρισμα της ιδίας κατηγορουμένης βρέθηκαν και κατασχέθηκαν σημείωμα στο οποίο αναγράφονταν ονόματα αλλοδαπών και αντίστοιχα χρηματικά ποσά, τα οποία η ίδια είχε δώσει σε άτομα με το όνομα "........" για την έκδοση αδειών παραμονής, αδειών οδήγησης, σημείωμα στο οποίο αναγράφονταν 21 ονόματα αλλοδαπών, για τους οποίους είχε καταθέσει δικαιολογητικά στο Δήμο Ν. Αρτάκης... Το καλοκαίρι του 2001 η κατηγορουμένη Χ6 γνώρισε την επίσης κατηγορουμένη Χ7 και άρχισαν να συνεργάζονται και περί τα μέσα Αυγούστου και ενώ η προθεσμία κατάθεσης δικαιολογητικών είχε λήξει, οι κατηγορούμενες κατέθεταν εκπρόθεσμα δικαιολογητικά αλλοδαπών στο Δήμο Ν. Αρτάκης, στα οποία ο υπάλληλος του Δήμου Χ1 και ήδη κατηγορούμενος έθετε προγενέστερη ημερομηνία, έτσι ώστε να φαίνεται ότι είχαν κατατεθεί εμπρόθεσμα.. 'Ετσι έχουσα η εικόνα της συνολικής λειτουργίας του κυκλώματος, δείχνει με σαφήνεια ότι επρόκειτο για μία οργανωμένη ομάδα τουλάχιστον τριών ατόμων τα οποία συνεργάζονταν με κοινό δόλο και δράση και πετύχαιναν να προμηθεύουν αλλοδαπούς με πλαστά νομιμοποιητικά έγγραφα, αποκομίζοντας και μεγάλα οικονομικά οφέλη... Στην ομάδα κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο κατηγορούμενος Χ1, χωρίς τη συνδρομή του οποίου η επιχείρηση δεν θα επετύγχανε και ο οποίος απαιτούσε και ελάμβανε προκαταβολικά το ποσό των 30.000 δραχμών για κάθε αίτηση και επί πλέον 50.000 δραχ, για κάθε συνοδευτικό της αίτησης παράβολο... Στις ....... έληξε η προθεσμία καταθέσεως αιτήσεων αλλοδαπών, για άδεια παραμονής. Τότε, οι συγκατηγορούμενοι του αναιρεσείοντος κατέθεσαν εκπρόθεσμα σ'αυτόν 1700 αιτήσεις αλλοδαπών για άδεια παραμονής και αυτός, ως υπάλληλος του Δήμου Νέας Αρτάκης Ευβοίας, με καθήκον την έκδοση και σύνταξη δημοσίων εγγράφων, βεβαίωσε ψευδώς σε τέτοια έγγραφα και με πρόθεση περιστατικά δυνάμενα να έχουν έννομες συνέπειες, με σκοπό το αθέμιτο όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και ειδικότερα, κατά το από Οκτωβρίου μέχρι και Δεκεμβρίου του έτους 2001, χρονικό διάστημα, καταχώρισε τις αιτήσεις αυτές στον ως άνω Δήμο, θέτοντας ως ημερομηνία κατάθεσης την ...... ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους, προκειμένου να εμφανισθούν οι αιτήσεις αυτές ως δήθεν εμπρόθεσμες και να προσπορίσει στον εαυτό του όφελος ποσού 30.000 δραχμών (88,04 ευρώ) για κάθε αίτηση. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθ. 93 παρ.3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα κυρία ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο, εκτός των άλλων, παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, μνημονεύει δε με κάθε λεπτομέρεια τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, ενώ παραθέτει αναλυτικώς τις νομικές σκέψεις και τους συλλογισμούς, με τους οποίους σχημάτισε τεκμηριωμένη δικανική πεποίθηση, καθόσον, ειδικότερα, προσδιορίζεται σαφώς η , σύμφωνη με τα άρθρα 13 εδ.α' και 263 Α' ΠΚ, ιδιότητα (υπαλληλική) του κατηγορουμένου, το δημόσιο, κατ'άρθρον 438 ΚΠολΔ, έγγραφο, επί του οποίου αυτός βεβαίωσε ψευδώς ότι οι αιτήσεις κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, η πρόθεση (δόλος) του δράστη (κατηγορουμένου) να βεβαιώσει το ψευδές περιστατικό της φερόμενης εμπρόθεσμης κατάθεσης των αιτήσεων, καθώς και ο σκοπός του να περιποιήσει στον εαυτό του το παράνομο (αθέμιτο) όφελος, αυτό της κάρπωσης ποσού 88,04 ευρώ για κάθε αίτηση, με το συνολικό όφελος να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με συνέπεια η ως άνω αξιόποινη πράξη να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα. Εκτός των αναφερομένων στοιχείων, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, πλήρως εξειδικεύονται από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο και στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης κατ'εξακολούθηση με κακουργηματική μορφή, δεν ήταν απαραίτητο να προσδιορισθούν και τα στοιχεία των αλλοδαπών, τους οποίους αφορούσαν οι ψευδείς βεβαιώσεις, αναφορικά πάντοτε με την ημερομηνία κατάθεσης των αιτήσεων. 'Αλλωστε, το μετέπειτα γεγονός της χρησιμοποίησης της ψευδούς βεβαίωσης από τον αυτουργό ή τον συμμέτοχο, αποτελεί μη αυτοτελή αξιόποινη πράξη, ενώ η χρήση αυτής από τρίτο, συνιστά αυτοτελή αξιόποινη πράξη. Μετά από όλα αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπομπή για παράβαση του άρθρου 242 παρ. 3 Π.Κ. Στοιχεία της πράξης αυτής. Αιτιολογία. Απορρίπτεται η αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ψευδής βεβαίωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 398/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Σδούκο, περί αναιρέσεως της 24/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Απριλίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 798/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στο πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και του σκοπού της διάταξης του ως άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι, επί έμμεσης αντιπροσώπευσης, δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής εκ μέρους εντολοδόχου, αυτουργός του εγκλήματος είναι ο εντολοδόχος (αντιπρόσωπος), ο δε εντολέας (αντιπροσωπευόμενος) μπορεί να είναι ποινικά υπεύθυνος ως ηθικός αυτουργός ή ως συνεργός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, είτε όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπαγάγει ορθά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, είτε όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πιο πάνω περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην αιτιολογία που τα περιέχει, είτε μεταξύ της αιτιολογίας του διατακτικού της απόφασης, ώστε να είναι αδύνατος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδίκασε την αναιρεσείουσα σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγών", δεχθέν ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία του 2003 πάντως πριν από τις 15.6.2003, ο χ εξέδωσε την ....... μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ως ημερομηνία εκδόσεώς της την ......., πληρωτέα σε διαταγή του, για το ποσό των 44.020 ευρώ, την οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον πολιτικώς ενάγοντα ψ1. Εκείνος, την εμφάνισε εμπρόθεσμα, στις 23.6.2003 για πληρωμή στην ASPIS BANK, που ήταν η πληρώτρια τράπεζα, όπου του επιστράφηκε απλήρωτη επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο κεφάλαιο. Ο λογαριασμός από τον οποίο θα πληρωνόταν η επιταγή, με αριθμό .........., ανήκει στην εκκαλούσα χ1 και όχι στον χ που εξέδωσε την επιταγή, αποδείχθηκε όμως ότι εκείνος ενεργούσε κατ' εντολή και πληρεξουσιότητά της. ειδικότερα αυτό αποδείχθηκε και από το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της εκκαλούσας και του πολιτικώς ενάγοντος, με το οποίο ρυθμίζουν την οφειλή της πρώτης, στο οποίο η εκκαλούσα ουδεμία αντίρρηση ή επιφύλαξη διατυπώνει, ούτε ισχυρίζεται ότι ο σύζυγός της εξέδωσε την επίδικη επιταγή ενεργώντας εντός των ορίων της πληρεξουσιότητάς του. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι δεν αποδεικνύεται εγγράφως η παροχή της πληρεξουσιότητας προς τον σύζυγό της για την έκδοση της επιταγής στο όνομά της, δεν αναιρεί το γεγονός ότι με εντολή της εκδόθηκε μια έγκυρη επιταγή χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της, κατά το χρόνο της εμφάνισής της στην πληρώτρια τράπεζα, γεγονός το οποίο η εκκαλούσα γνώριζε, και συνεπώς στο πρόσωπό της στοιχειοθετείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος". Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παραβίασε εκ πλαγίου, με ασαφείς και ελλιπείς παραδοχές, τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 και έτσι στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, προκύπτει ασάφεια, αναφορικά με το ποιος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή, αφού, στο μεν αιτιολογικό της απόφασης αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι, ο χ εξέδωσε την ........ μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεώς της την ......., πληρωτέα σε διαταγή του, για το ποσό των 44.020 ευρώ, την οποία αυτός μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον πολιτικώς ενάγοντα ψ1 και εκείνος την εμφάνισε εμπρόθεσμα στη πληρώτρια Τράπεζα και του επιστράφηκε, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια και ότι ο λογαριασμός από τον οποίο θα πληρωνόταν η επιταγή ανήκει στην εκκαλούσα χ1 και όχι στο χ, που εξέδωσε την επιταγή, δέχεται δηλαδή το Δικαστήριο που δίκασε ότι, εκδότης της ανωτέρω επιταγής δεν είναι η ίδια η αναιρεσείουσα, αλλά ο χ, ο οποίος και την υπέγραψε, όμως, στο διατακτικό, η προσβαλλόμενη δέχεται ότι, η αναιρεσείουσα εξέδωσε από πρόθεση, με την έννοια ότι γνώριζε ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια, την ανωτέρω ακάλυπτη επιταγή, η οποία, μολονότι προσκομίσθηκε έγκαιρα στο υποκατάστημα της ASPIS BANK δεν πληρώθηκε για τον προαναφερόμενο λόγο. Έτσι, υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της απόφασης, σχετικά με το πρόσωπο του εκδότη της επίμαχης επιταγής και η αντίφαση αυτή καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, τόσο ως προς την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, όσο και ως προς την ορθή υπαγωγή αυτού στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, αναφορικά με τον πραγματικό αυτουργό της έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής. Η αναφερόμενη αντίφαση επιτείνεται και από το γεγονός ότι, εάν την επιταγή την υπέγραψε ο χ ως πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, τότε θα έπρεπε, για να είναι η τελευταία αυτουργός της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, να αναφέρεται αυτό στο σώμα της επιταγής και να υπήρχε και έγγραφη προς τούτο εξουσιοδότηση αυτής προς τον χ, κάτι που δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί, οι εκ του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης, ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ) παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 24/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ποιος είναι ο αυτουργός της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστική ποινικής διάταξης. Δεκτή η αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 403/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2, 2. Χ3, 3. Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 487/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 217/4-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 28/2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ' αριθ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 5847/204 βούλευμά του, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση η από την οποία ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό της όφελος υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.365 Ευρώ (άρθρα 45, 98 και 386 § 1 και 3β Π.Κ.). Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος, άσκησε η κατηγορούμενη την υπ' αριθ. 76/24-1-2005 έφεσή της επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη η αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ, όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003, καθόσον α) ασκήθηκε στις 16-2-2007, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 9-2-2007 και β) διαλαμβάνεται στην ίδια ως άνω αίτηση αναίρεσης σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα οι λόγοι της απόλυτης ακυρότητας, της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (έλλειψης νομίμου βάσεως). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1 996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δι' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π. Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π. Χρ. ΜΘ'/907). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου που θεμελιώνει κατ' άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου επάγεται απόλυτη ακυρότητα η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του συμβουλίου μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν υπό του κατηγορουμένου προ της κτήσεως παρά τούτου της εν λόγω ιδιότητας του, κατά το στάδιο ενεργηθείσης διοικητικής εξετάσεως, καθώς επίσης και κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας και δη κατά την ανάκριση και κατά την εξέταση του ως μάρτυρα επί της υποθέσεως, αλλά πριν αποδοθεί σε βάρος αυτού κατηγορία για την διωχθείσα πράξη. Κατά το άρθρο 105 Κ.Ποιν.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Ποιν.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέταση του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της "μαρτυροποίησης" και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ. Ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Ποιν.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, oι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Ποιν.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 484 παρ. 1 περιπτ. α' Κ.Ποιν.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεση του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. (Ολομ. ΑΠ 1/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ/113). ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Ακόμη κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Π.Κ. ,όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικώτερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 17/2004 Π.Χρ. ΝΔ'/594). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ., αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αριθ. 5847/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του πρωτοβάθμιου Εισαγγελέα (ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39 και ΑΠ 1151/2006 Π. Χρ.ΝΖ/33), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων προκύπτει η βασιμότητα των κατηγοριών όπως εμπεριστατωμένα αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλούμενο βούλευμα και ειδικώτερα τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των στοιχείων της δικογραφίας και δη των καταθέσεων των μηνυτών και της από ..... Πορισματικής Αναφοράς των υπαλλήλων της ΣΔΟΕ-Αττικής Γ2 και Γ3 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ιδία στις σελίδες: 2,3,41,98,99 τούτου, της από 22/7/02 εξωδίκου προσκλήσεως των μηνυτών προς την ως άνω εταιρία (.......) με έδρα .....-Αττικής (.......), με την οποία ζητούν την εντός δεκαπέντε ημερών ρευστοποίηση των λογαριασμών της και την απόδοση όλου του επενδεδυμένου ποσού...., μετά την συνολικά αντισυμβατική συμπεριφορά της....., επίσης, της από ...... πορισματικής αναφοράς ΣΔΟΕ των υπαλλήλων της Γ1 και Γ2, του από ...... FAΧ της εταιρείας του Λονδίνου (".......LTD") προς πληρεξούσιο δικηγόρο της- όπου γνωστοποιείται ότι: "η ασφάλεια επαγγελματικής αποζημίωσης που ξεκίνησε 17/10/02 ακυρώθηκε από ασφαλιστές λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων, αυτό ισχύει επίσης και για την .........- Εξάλλου, εκ των αυτών ως άνω στοιχείων, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκτιμωμένων δεόντως κατά το μέτρο της αξιοπιστίας τούτων, προκύπτει ότι, εκτός από τους πρώτο κατηγορούμενο (Χ2) που ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και τον τέταρτο κατηγορούμενο (Χ4) διευθυντικό στέλεχος της ως άνω ΕΠΕ με επωνυμία: "...... LTD", οι εκκαλούσες δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων στο εκκαλούμενο βούλευμα, ανώτερες υπάλληλοι της εταιρίας αυτής, ενέχονται άμεσα με τους λοιπούς ως άνω συγκατηγορουμένους των, στη διάπραξη της πιο πάνω περιγραφομένης στην κατηγορία κακουργηματικής απάτης, έχουσαι επιδείξει ενεργό ανάμειξη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας αυτής, όπως ρητώς βεβαιώνουν τούτο οι μηνυτές, είναι δε τα πρόσωπα εκείνα τα οποία στις επανειλημμένες επικοινωνίες τους μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων (Μαΐου 2002 κ.ε.) τους καθησύχαζαν αρχικά ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της G.F. από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας τους και του "G.F", οι δε ισχυρισμοί των εκκαλουσών κατηγορουμένων ότι αυτές ήταν απλές υπάλληλοι της εταιρίας και ότι στράφηκαν κατ' αυτής τις εργοδοσίας τους όταν έπαυσε να λειτουργεί, αρχές 2003, διεκδικούσαι δεδουλευμένες αποδοχές τους και ότι δεν εγνώριζαν την αληθή κατάσταση της εταιρείας, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι, κατά τ' ανωτέρω, ενώ η εξ αυτών Χ1 αλληλογραφούσε ονομαστικά με την "......" και συνολογεί ότι λάμβανε "δώρα", ως επιβράβευση της εργατικότητός της, τίτλους της "G.F", γεγονός που μαρτυρεί ότι είχε στενότερη και μεγαλύτερη- πέραν της τυπικής υπαλληλικής - δραστηριότητα και συμμετοχή ουσιαστικώτερη στη διοίκηση της ως άνω εταιρίας. Εξάλλου δεν υπάρχει ακυρότητα από το ότι ελήφθη υπόψη η ως άνω από ..... πορισματική αναφορά όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα Χ1, αφενός μεν διότι η γνωστοποίηση του πέρατος της κατ' αυτής ανακρίσεως έχει γίνει τέσσερις μήνες αργότερα (31/8/04) οπότε ασφαλώς έχει ενημερωθεί για όλα τα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και η ως άνω πορισματική αναφορά, αφετέρου δε η εν λόγω αναφορά δεν ήταν το μόνο στοιχείο της δικογραφίας από το οποίο εκρίθη κατά τα' ανωτέρω ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις της ενοχής της εκκαλούσης, όπως ειδικώτερα εκτίθεται παραπάνω. Συνεπώς, ορθά εκρίθη, σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των εκκαλουσών- και των λοιπών κατηγορουμένων- στο αρμόδιο κατά τόπο και ύλη Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την αποδιδόμενη σ' αυτές πράξη της κακουργηματικής απάτης όπως αυτή λεπτομερώς περιγράφεται παραπάνω και στο εκκαλούμενο βούλευμα και πρέπει να απορριφθούν στην ουσία οι εφέσεις των εκκαλουσών. Από τις παραπάνω παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του την από ...... πορισματική αναφορά των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ Αττικής, Γ2 και Γ3, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατά το μέρος της που εξάγει συμπεράσματα και για την ενοχή της αναιρεσείουσας, δια της οποίας γίνεται αναφορά στην από 8-5-2003 ένορκη εξέταση της τελευταίας. Αναφέρει δε ειδικότερα η πορισματική αυτή αναφορά στη σελίδα 44, ".....Αυτά προκύπτουν από την από 8-5-2003 ένορκη εξέταση της Χ1, για την ενοχή της οποίας μερικώς αναφερθήκαμε, μαζί με τους άλλους συνεργάτες του Β. Τσιτσιρίγκου.....". Με τη λήψη υπ' όψη αυτής της πορισματικής αναφοράς και δι' αυτής της μνημονευόμενης σ' αυτή κατάθεσης της αναιρεσείουσας που ελήφθη με την ιδιότητα της μάρτυρος κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε το ΣΔΟΕ Αττικής και πριν να αποδοθεί αυτή την ιδιότητα της κατηγορουμένης και αποδοδθεί σ' αυτήν κατηγορία για τη διωχθείσα αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση, άνω των 73.000 Ευρώ, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 484 § ια' και 171 § 1 Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση της κατηγορουμένης και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής της, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που της εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά της από το άρθρο 223 § 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή της για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Με την παραδοχή του λοιπόν αυτή, των όσων αναφέρονται στην μνημονευόμενη πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ και δι' αυτής του περιεχομένου της κατάθεσης της αναιρεσείουσας που αυτή έδωσε ως μάρτυρας, κατέστησε εαυτό αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για τον εκ των άρθρων 484 § ια και 171 § 1 Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως και πρέπει δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Είναι επίσης αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης, διότι δεν αιτιολογεί πως δέχεται ότι η αναιρεσείουσα από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι 17-10-2001 διέπραξε το κακούργημα της απάτης από κοινού και κατ' εξακολούθηση, αφού στο σκεπτικό του αναφέρει αντιφατικά ότι και η αναιρεσείουσα είναι από τα πρόσωπα εκείνα τα οποία στις επανειλημμένες επικοινωνίες των μηνυτών με την εταιρεία ".......", μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων της επένδυσής τους (Μαΐου 2002 κ.ε.), του καθησύχαζαν αρχικά ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της "G.F." από την Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" σε ελβετική τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρείας τους και του "G.F.". Αναφέρεται δηλαδή η εμπλοκή της αναιρεσείουσας μόνον σε χρόνο καθόν είχε τελειωθεί το αδίκημα της απάτης με τη συμμετοχή τρίτων εκτός αυτής. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίθη ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Αθήνα 16 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2408/1996, αντικαταστάθηκε το άρθρο 105 του ΚΠΔ, ως ακολούθως: "Όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 κα 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ, "αν, όμως, έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 με τον παραπάνω Ν. 2408/1996, που ισχύει από 4-6-1996, σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με το συνήγορο, πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", που θάλπει την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι, με τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, καθίσταται πλέον υποχρεωτικό, εκείνος που έχει συλληφθεί, ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες, ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται, σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η "μαρτυροποίησή" του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ, με τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου, ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του δεύτερου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπαιτίου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Και ναι μεν η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παράγραφος 2 εδάφιον δεύτερο του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον, μετά τη λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο, προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρ. 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθ. 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη λύση", που του διασφαλίζει το άρ. 6 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974) καθώς και το δικαίωμά του από το αρ. 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Συνακόλουθα, μόνον η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση, σε βάρος του κατηγορουμένου, των μαρτυρικών καταθέσεών του, που δόθηκαν κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρ. 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, από τα άρθ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης είναι επιτρεπτή, δια της προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου, που θεμελιώνει, κατ' άρθρο 484 § 1β Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 154/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αριθ. 5847/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι, από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, προκύπτει η βασιμότητα των κατηγοριών, όπως εμπεριστατωμένα αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση και στο εκκαλούμενο βούλευμα και ειδικότερα τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των στοιχείων της δικογραφίας και δη των καταθέσεων των μηνυτών και της από ....... Πορισματικής Αναφοράς των υπαλλήλων της ΣΔΟΕ-Αττικής Γ2 και Γ3 προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ιδία στις σελίδες: 2,3,41,98,99 τούτου, της από 22/7/02 εξωδίκου προσκλήσεως των μηνυτών προς την ως άνω εταιρία (......) με έδρα .....-Αττικής (.....), με την οποία ζητούν την εντός δεκαπέντε ημερών ρευστοποίηση των λογαριασμών της και την απόδοση όλου του επενδεδυμένου ποσού...., μετά την συνολικά αντισυμβατική συμπεριφορά της...... επίσης, της από ..... πορισματικής αναφοράς ΣΔΟΕ των υπαλλήλων της Γ1 και Γ2, του από .... ΡΑΧ της εταιρείας του Λονδίνου ( "......... LTD") προς πληρεξούσιο δικηγόρο της, όπου γνωστοποιείται ότι: "η ασφάλεια επαγγελματικής αποζημίωσης, που ξεκίνησε 17/10/02, ακυρώθηκε από ασφαλιστές, λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων, αυτό ισχύει επίσης και για την .......". Εξάλλου, εκ των αυτών ως άνω στοιχείων, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκτιμώμενων δεόντως κατά το μέτρο της αξιοπιστίας τούτων, προκύπτει ότι, εκτός από τους πρώτο κατηγορούμενο (Χ2), που ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και τον τέταρτο κατηγορούμενο (Χ4), διευθυντικό στέλεχος της ως άνω ΕΠΕ με επωνυμία: "...... LTD", οι εκκαλούσες, δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων στο εκκαλούμενο βούλευμα, ανώτερες υπάλληλοι της εταιρίας αυτής, ενέχονται άμεσα με τους λοιπούς ως άνω συγκατηγορουμένους των, στη διάπραξη της πιο πάνω περιγραφόμενης στην κατηγορία κακουργηματικής απάτης, έχουσαι επιδείξει ενεργό ανάμειξη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας αυτής, όπως ρητώς βεβαιώνουν τούτο οι μηνυτές, είναι δε τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, στις επανειλημμένες επικοινωνίες τους μετά την παύση καταβολής των μηνιαίων αποδόσεων (Μαΐου 2002 κ.ε.), τους καθησύχαζαν αρχικά, ότι συντελείται "μεταφορά" λογαριασμών της G.F. από την Τράπεζα "ΒΑΝΚ OF SCOTLAND" σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και, στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας τους και του "G.F", οι δε ισχυρισμοί των εκκαλουσών κατηγορουμένων , ότι αυτές ήταν απλές υπάλληλοι της εταιρίας και ότι στράφηκαν κατ' αυτής της εργοδοσίας τους, όταν έπαυσε να λειτουργεί, αρχές 2003, διεκδικούσαι) δεδουλευμένες αποδοχές τους και ότι δεν εγνώριζαν την αληθή κατάσταση της εταιρείας, ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι, κατά τ' ανωτέρω, ενώ η εξ αυτών Χ1 αλληλογραφούσε ονομαστικά με την "......" και συνομολογεί ότι λάμβανε "δώρα", ως επιβράβευση της εργατικότητας της, τίτλους της "G.F.", γεγονός που μαρτυρεί ότι είχε στενότερη και μεγαλύτερη-πέραν της τυπικής υπαλληλικής - δραστηριότητα και συμμετοχή ουσιαστικότερη στη διοίκηση της ως άνω εταιρίας. Εξάλλου, δεν υπάρχει ακυρότητα από το ότι ελήφθη υπόψη η ως άνω από ...... πορισματική αναφορά όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα Χ1, αφενός μεν διότι η γνωστοποίηση του πέρατος της κατ' αυτής ανακρίσεως έχει γίνει τέσσερις μήνες αργότερα (31/8/04) οπότε ασφαλώς έχει ενημερωθεί για όλα τα στοιχεία της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και η ως άνω πορισματική αναφορά, αφετέρου δε η εν λόγω αναφορά δεν ήταν το μόνο στοιχείο της δικογραφίας από το οποίο εκρίθη, κατά τ' ανωτέρω, ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις της ενοχής της εκκαλούσης, όπως ειδικότερα εκτίθεται παραπάνω. Συνεπώς, ορθά εκρίθη, σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των εκκαλουσών - και των λοιπών κατηγορουμένων- στο αρμόδιο κατά τόπο και ύλη Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την αποδιδόμενη σ' αυτές πράξη της κακουργηματικής απάτης, όπως αυτή λεπτομερώς περιγράφεται παραπάνω και στο εκκαλούμενο βούλευμα και πρέπει να απορριφθούν στην ουσία οι εφέσεις των εκκαλουσών. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, της απάτης κατά συναυτουργία, με συνολικό όφελος και ζημία υπερβαίνοντα το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, στο ακροατήριο, μαζί με άλλους υγκατηγορουμένους, η κατηγορουμένη Χ1, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3β' Π.Κ., όπως αντικ/κε με το άρθρο 14 ν. 2721/1999, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου, καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα, όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα και συνεπώς, οι αντίθετες σχετικές αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Το γεγονός ότι, με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, άλλαξε η σειρά των μηνυομένων, στη σχετική αναφορά των μηνυτών, με αποτέλεσμα, η αναιρεσείουσα, από τρίτη, να εμφανίζεται σ' αυτό (βούλευμα) δεύτερη, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, αφού, δεν αποδόθηκαν σ' αυτούς (συγκατηγορουμένους) και πολύ περισσότερο στην αναιρεσείουσα, διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα, που, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, προέκυψαν από την αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων. Η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι η αναιρεσείουσα και η συγκατηγορούμενή της Χ3, το έτος 2002, όταν σταμάτησε η απόδοση των φερομένων αμοιβαίων κεφαλαίων, στα οποία είχαν επενδύσει οι εγκαλούντες, διαβεβαίωνε τους τελευταίους ότι συντελείται μεταφορά λογαριασμών της ...... από την Τράπεζα BANK OF SCOTLAND σε Ελβετική Τράπεζα και εκεί οφείλεται η καθυστέρηση που θα ετακτοποιείτο τον Ιούνιο και στη συνέχεια, ότι αυτή προέκυψε από τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρείας τους και του G.F., έγινε για να επισημανθεί η συνέχιση της απατηλής συμπεριφοράς αυτής και μετά τον Οκτώβριο του 2001, όταν, κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, οι εγκαλούντες, πεισθέντες στις ψευδείς διαβεβαιώσεις όλων των συγκατηγορουμένων, κατέβαλαν στην εταιρεία ........ LTD, στην οποία η αναιρεσείουσα ήταν ανώτερη υπάλληλος και ήταν πλήρως ενήμερη των δραστηριοτήτων αυτής, το ποσό των 54.000.000 δραχμών, επενδύοντας σε ανύπαρκτους τίτλους αμοιβαίων κεφαλαίων και όχι ότι αυτή ήταν η μοναδική φορά που η αναιρεσείουσα ήλθε σε επαφή με τους εγκαλούντες, αφού, το Συμβούλιο Εφετών, με επαρκή αιτιολογία, επισημαίνει τη συμμετοχική δραστηριότητα αυτής και κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2001. Οι λοιπές αιτιάσεις, είναι απαράδεκτες, γιατί, υπό το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς, οι σχετικοί, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι. Τέλος, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δεν αξιολόγησε σε βάρος της αναιρεσείουσας μαρτυρικές καταθέσεις της, οι οποίες φέρεται θα δόθηκαν στα αρμόδια όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε., τα οποία, έπειτα από σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, συνέταξαν την από 27.4.2004 πορισματική αναφορά τους, ενόψει του ότι, πουθενά δεν γίνεται μνεία για τις καταθέσεις αυτές και πολύ περισσότερο για επιβαρυντικά στοιχεία που ενδεχομένως προέκυπταν από αυτές, σε βάρος της αναιρεσείουσας. Άλλωστε, όπως και η ίδια η αναιρεσείουσα αναφέρει στο σχετικό λόγο του αναιρετηρίου, αυτή, αφού εμπιστεύθηκε τα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε., κατέθεσε την όλη αλήθεια για τις παράνομες δραστηριότητες των πραγματικών δραστών και όχι ότι κατέθεσε κάποια επιβαρυντικά στοιχεία γι' αυτήν, χωρίς μάλιστα να αναφέρει και ποια ήταν αυτά, τα οποία στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν σε βάρος της από το Συμβούλιο Εφετών. Το γεγονός ότι συντάχθηκε κάποια πορισματική αναφορά από το Σ.Δ.Ο.Ε., η οποία λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, ότι παραβιάστηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. και, συνεπώς, ο σχετικός, εκ των άρθ. 171 παρ. 1 περ. δ' και 484 παρ. 1 περ. α' του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.2.2007 υπ' αρ. 28/2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 154/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στα 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κακουργηματική. 1) Απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης άρθρων 31 και 105 Κ.Π.Δ. 2) Έλλειψη αιτιολογίας και 3) Παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
1
Αριθμός 405/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της 107/2007 αποφάσεως του Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1458/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1, 500 εδ. γ' και 501 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος, εφόσον κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να υποστηρίξει την έφεσή του, οφείλει να εμφανισθεί αυτοπροσώπως στο ακροατήριο ή με συνήγορο στις περιπτώσεις των άρθρων 340 παρ. 2 και 501 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, αλλιώς, αν δηλαδή δεν εμφανισθεί, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος στο ακροατήριο αποδεικνύεται από το οικείο αποδεικτικό επιδόσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκκαλών μπορεί να ασκήσει αναίρεση, προβάλλοντας οποιουσδήποτε από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγους, αναφερόμενο, όμως, μόνο σε πλημμέλειες σε σχέση με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 498 εδ. β' του ΚΠΔ, ο διάδικος που ασκεί την έφεση, οφείλει στην έκθεση εφέσεως να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο βαθμό, στον οποίον μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις, οι οποίες αφορούν το διάδικο που τον διόρισε, εκτός από την κλήση για συζήτηση της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνην του άρθρου 142 παρ. 4 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην ποινική διαδικασία, ελλείψει ειδικής ρυθμίσεως στον ΚΠΔ, συνάγεται ότι, ως αντίκλητος μπορεί να διοριστεί συγκεκριμένο πρόσωπο, ειδικώς προσδιοριζόμενο μετά της διευθύνσεως αυτού, όχι δε απροσώπως ο εκάστοτε φορέας δημόσιας αρχής, όπως ο πρόεδρος ορισμένου δικηγορικού συλλόγου, με την αφηρημένη έννοια της ιδιότητάς του αυτής, καθόσον δεν παρέχεται στο διάδικο η δυνατότητα να αναθέτει σε δημόσια αρχή την παραλαβή διαδικαστικών εγγράφων για λογαριασμό του και τη φροντίδα παραδόσεως των εγγράφων αυτών σε εκείνον, την ενέργεια δηλαδή πράξεων, οι οποίες βρίσκονται έξω από τον κύκλο της αρμοδιότητάς της και των καθηκόντων της. (Ολ. ΑΠ 375/1975, ΝοΒ 23.763). Εξάλλου, η απόφαση που απορρίπτει την έφεση, ως ανυποστήρικτη, για να έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης στο εκκαλούντα της κλήσεως προς εμφάνισή του στο ακροατήριο για να υποστηρίξει την έφεσή του και να κάνει μνεία του αποδεικτικού, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας αυτού και της επίδοσης. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου απέρριψε, με την απόφασή του αυτή, ως ανυποστήρικτη, την 8/24-3-2006 έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 3939/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, με την αιτιολογία ότι "από το αποδεικτικό επίδοσης της Επιμελήτριας Δικαστηρίων ...... , με ημερομηνία ......., που βρίσκεται στη δικογραφία προκύπτει, ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος, κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως για να εμφανισθεί σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και να υποστηρίξει την έφεση του κατά της απόφασης 3939/16-12-2005 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη σημερινή δικάσιμο, όπως προαναφέρθηκε. Ενόψει όλων αυτών, το Δικαστήριο πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, να απορρίψει την έφεση του κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη". Όπως δε, περαιτέρω, προκύπτει από την πιο πάνω έφεση , ο ήδη αναιρεσείων με αυτήν είχε διορίσει, ως αντικλήτους, "τον Πρόεδρο του ΔΣ Αγρινίου και τον Φώτιο Μήτση, δικηγόρο Αθηνών, κάτοικο ........, οδόν.... αρ.....". Ο κατηγορούμενος , όμως, στην έκθεση της εφέσεώς του, έπρεπε να διορίσει, ως αντίκλητο, ένα από τους δικηγόρους της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αγρινίου, αφού το Μονομελές Πλημμελειοδοκείο Αγρινίου ήταν το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου ήταν το δικαστήριο που θα δίκαζε την έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων, προς τον οποίο θα γίνονταν όλες οι προς τον αναιρεσείοντα επιδόσεις ,εκτός της κλήσης για την συζήτηση της έφεσης , που έπρεπε να γίνει προς τον κατηγορούμενο προσωπικά. Ο διορισμός δε, ως αντικλήτου, δικηγόρου της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αγρινίου, έπρεπε να αναφέρεται σε συγκεκριμένο δικηγόρο, που θα δηλωνόταν κατά τα πλήρη αυτού στοιχεία του και όχι, αορίστως , στον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου. Νομίμως, συνεπώς, η κλήση του κατηγορουμένου προς εμφάνισή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, επιδόθηκε μόνο στον ίδιο, όπως αυτό προκύπτει από το μνημονευόμενο στην απόφαση αποδεικτικό επιδόσεως. Δεν είχε δε υποχρέωση το επιδόσαν όργανο να επιδώσει την προαναφερόμενη κλήση του κατηγορουμένου προς εμφάνισή του και στον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου, η στον Δικηγόρο Αθηνών Φώτιο Μήτση, τους οποίους ο κατηγορούμενος είχε διορίσει στην έκθεση εφέσεως, ως αντικλήτους , καθόσον αυτοί, δεν είχαν νομίμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διορισθεί προς τούτο. Η προσβαλλόμενη δε απόφαση, με το πιο πάνω περιεχόμενο, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, λόγω της μη επιδόσεως της κλήσεως προς εμφάνισή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου και προς τον αντίκλητο αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, αφετέρου, το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, με το να απορρίψει την έφεσή του, ως ανυποστήρικτη , είναι αβάσιμοι και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως,είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. Συνακολούθως, πρέπει να απορριφθεί και η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 137/22.6.2007 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης του Χ1, κατά της 107/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά απόφασης που απέρριψε έφεση ως ανυποστήρικτη. Λόγος αναίρεσης για ακυρότητα κλητεύσεως, διότι η κλήση δεν επιδόθηκε και στον διορισθέντα αντίκλητο δικηγόρο. Αντίκλητος δικηγόρος νοείται συγκεκριμένο πρόσωπο που υπηρετεί στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και όχι αορίστως, λ.χ. ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Επίδοση
Επίδοση, Αντίκλητος.
0
Αριθμός 394/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 και 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσης-εκζητουμένης Χ1, ήδη κρατουμένης στη Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πήττα, κατά της υπ'αριθμ. 335/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από ....... Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα του Μονάχου, σε βάρος της ανωτέρω εκζητουμένης. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκζητουμένη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 18/23-11-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Μαγδαληνής Γκιτέρσου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2020/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε την εκζητουμένη και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση της εκζητουμένης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αποφάσισε την εκτέλεση του από ....... Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα Μονάχου II κατά της εκκαλούσας Χ1, Ελληνίδας υπηκόου, η οποία γεννήθηκε στις 16.2.1959 στον .........., όπου και κατοικεί. Η Εισαγγελική Αρχή του Μονάχου Γερμανίας εξέδωσε το πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δυνάμει του ......... εντάλματος σύλληψης του Ειρηνοδικείου του Μονάχου, σε βάρος της εκκαλούσας - εκζητουμένης, η οποία διώκεται για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τον Γερμανικό Ποινικό Νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε (5) ετών (για κάθε επιμέρους πράξη), σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδ. 1 αριθ. 2 Φορολογικού Κανονισμού, η δε πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρα 17 και 18 Ν 2523/1997 και 93 Ν. 2238/1994), τιμωρουμένη με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών ή καθείρξεως μέχρι δέκα (10) ετών, ανάλογα με τη βαρύτητα της φορολογικής παραβάσεως (ΑΠ 2483/2005). Με το Ένταλμα αυτό, ζητείται η σύλληψη και η προσαγωγή της εκζητουμένης ενώπιον της Δικαστικής Αρχής που το εξέδωσε, με σκοπό την άσκηση εναντίον της ποινικής δίωξης για παράβαση των προαναφερομένων ποινικών διατάξεων του Γερμανικού Νόμου. Για την περίπτωση δε που αυτή κριθεί ένοχη και επιβληθεί σε βάρος της ποινή στερητική της ελευθερίας, έχει παρασχεθεί η διαβεβαίωση της Γερμανικής Δικαστικής Αρχής (Διευθύνων Γενικός Εισαγγελέας Μονάχου II), ότι η εκζητούμενη θα διαμεταχθεί για την έκτιση αυτής στην Ελλάδα. Ενόψει δε της μη συγκατάθεσης της εκζητουμένης να προσαχθεί στο Κράτος έκδοσης του εντάλματος (Γερμανία), αρμόδια δικαστική αρχή να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος είναι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3251/2005 , το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου έχει συλληφθεί η εκζητούμενη, κατά της αποφάσεως του οποίου ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως η κρινόμενη έφεση, η οποία πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. II. Από το ένδικο ένταλμα συλλήψεως, το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα προκύπτει ότι οι πράξεις για τις οποίες διώκεται η εκζητούμενη προς άσκηση κατ' αυτής ποινικής διώξεως, και οι οποίες φέρονται τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 30.04.2001 στην πόλη Νταχάου Γερμανίας, συνίστανται, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εκδοθέν πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο ότι: "Η κατηγορούμενη είχε στο Νταχάου (Dachau) μία εμπορική επιχείρηση καθαρισμού κτιρίων. Κατά την χρονική περίοδο 01.01.2000-30.04.2001 είχε έναν σημαντικό κύκλο εργασιών και απασχολούσε αρκετούς εργαζόμενους. Η κατηγορούμενη δεν έκανε έως σήμερα καμία φορολογική δήλωση, παρόλο που ήταν υποχρεωμένη. Επομένως δεν έκανε στις Δ.Ο.Υ, κατά παράβαση καθήκοντος,τις απαιτούμενες δηλώσεις και, με αυτόν τον τρόπο, μείωσε τους οφειλόμενους φόρους κατά 1.211.487 Γερμανικά Μάρκα (φόρος εισοδήματος 2000, φόρος ελευθέρων επαγγελμάτων 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2001 και φόρος μισθών και ημερομισθίων Ιούλιος 2000 - Απρίλιος 2001). Φύση και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης και εφαρμοστέα νομική διάταξη: Υπεξαίρεση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδάφιο 1 αριθμός 2 του Φορολογικού Κώδικα". Κατά δε την τελευταία αυτή διάταξη, "(1) Με ποινή στερητική της ελευθερίας έως και πέντε ετών ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος..... 2. κατά παράβαση καθήκοντος, δεν πληροφορεί τις Δ.Ο.Υ. σχετικά με σημαντικά γεγονότα σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής φόρου με αυτόν το τρόπο μειώνει φόρους ή αποκτά για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο αδικαιολόγητα φορολογικά πλεονεκτήματα". Η εκζητούμενη, συνεπώς, φέρεται στο εν λόγω ένταλμα σύλληψης ως αυτουργός της πιο πάνω πράξεως, η οποία χαρακτηρίζεται από το Γερμανικό Δίκαιο ως "Υπεξαίρεση φόρου", που, όπως προαναφέρθηκε, τιμωρείται στο Κράτος έκδοσης του ενδίκου Εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών, ενώ η αξιόποινη αυτή πράξη συνιστά, λαμβανομένης υπόψη και της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχ. α εδ. β του Ν. 3251/04, έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που τιμωρείται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, το ανώτατο όριο των οποίων υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. Συνεπώς, ανήκει σ' εκείνες τις πράξεις που, κατά το άρθρο 10 § 1α του ν. 3251/2004 επιτρέπεται, καταρχήν, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. III. Κατά τις διατάξεις του Ελληνικού ποινικού νόμου, δηλαδή από τα άρθρα 17 και 18 του ν. 2593/1997, το προβλεπόμενο σε αυτές αδίκημα της φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος (άρθρο 17), η δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς στο Δημόσιο τους φόρους, τέλη κλπ, που προβλέπονται στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Κατά δε το άρθρο 21 παρ. 10 εδ. α του ίδιου νόμου (2523/1997) "Η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ίδιου νόμου (3251/2004), καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση στοιχ. δ' του άρθρου τούτου, κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, "αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους". Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ΠΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη, που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στη αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε. Αποκλείεται όμως, κατά το άρθρο 9 παρ. 1 περίπτ. β' ΠΚ, η ποινική δίωξη, αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, υποστήριξε, με όσα ανέπτυξε προφορικώς στο ακροατήριο, καθώς και με το υπόμνημα που κατέθεσε, ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, τόσο κατά το Γερμανικό όσο και κατά το Ελληνικό Δίκαιο και ότι, αφού ο χρόνος που φέρεται ότι τελέστηκε το έγκλημα είναι η περίοδος από 1-1-2000 έως 30-4- 2001 και η πράξη διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, προκύπτει η συνδρομή της πιο πάνω περιπτώσεως δ του άρθρου 11 ν. 32517/2004, απαγορεύσεως εκτελέσεως του εντάλματος, δεδομένου ότι η παραγγελία για εκτέλεση του εντάλματος διαβιβάστηκε στον αρμόδιο, κατ' άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3251/2004, Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, στις 18-10-2007 και εκζητούμενη συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιόν του στις 6-11- 2007, δηλαδή, μετά την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση του αποδιδόμενου σε αυτήν εγκλήματος. IV. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3251/2004, αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την προσαγωγή, ζητεί, μέσω του εισαγγελέα εφετών, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραιτήτων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 2 και 11 έως 13 του παρόντος και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 21 του παρόντος. Στην προκειμένη περίπτωση η εκζητούμενη είναι Ελληνίδα υπήκοος και διώκεται για πλημμέλημα που τέλεσε στην αλλοδαπή. Συνεπώς, εφόσον, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 6 του ΠΚ), η αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην εκζητούμενη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά την διάταξη του άρθρου 11 στοιχ. δ του ν. 3251/2004, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος αρνείται την εκτέλεσή του, αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (αρ. 111 παρ. 3 ΠΚ), αρχίζει δε η παραγραφή, προκειμένου για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, για το οποίο ζητείται η έκδοση της εκκαλούσας, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του αρ. 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997, από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Σύμφωνα δε με τη γενόμενη περιγραφή της πράξεως στο ένταλμα σύλληψης, η αποδιδόμενη στην εκζητούμενη πράξη φέρεται ότι τελέστηκε κατά το διάστημα 1.1.2000 έως 30.04.2001 στην πόλη Νταχάου Γερμανίας, και ειδικότερα η εκζητούμενη "δεν έκανε στις Δ.Ο.Υ κατά παράβαση καθήκοντος τις απαιτούμενες δηλώσεις και με αυτόν τον τρόπο μείωσε τους οφειλόμενους φόρους κατά 1.211.487 Γερμανικά Μάρκα (φόρος εισοδήματος 2000, φόρος ελευθέρων επαγγελμάτων 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2000, φόρος κύκλου εργασιών 2001 και φόρος μισθών και ημερομισθίων Ιούλιος 2000 - Απρίλιος 2001)". Δεν προκύπτει, όμως από την πιο πάνω περιγραφή, αν έχει οριστικοποιηθεί η σχετική φορολογική εγγραφή, κατά την οποία η εκζητούμενη έχει την υποχρέωση να καταβάλει το πιο πάνω ποσό φόρων (η ίδια δεν ισχυρίζεται ότι έχει ασκήσει οποιαδήποτε προσφυγή κατά της σχετικής αποφάσεως των αρμόδιων φορολογικών αρχών), προκειμένου να κριθεί, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αν η πράξη για την ζητείται η έκδοση, έχει παραγραφεί και, συνακόλουθα, αν συντρέχει η αναφερόμενη στη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ του ν. 3251/2004 περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης . Επίσης δεν προκύπτει, αν η εκζητούμενη φέρεται ότι τέλεσε μία ή περισσότερες πράξεις φοροδιαφυγής (κατά συρροή ή κατ' εξακολούθηση) και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν προσδιορίζεται η κάθε επί μέρους πράξη (ποσό και είδος φοροδιαφυγής, χρόνος οριστικοποίησης κάθε επί μέρους φορολογικής εγγραφής), προκειμένου να κριθεί η τυχόν παραγραφή επί μέρους πράξεων. Το Δικαστήριο, προκειμένου να διευκρινιστούν τα κρίσιμα για την εκτέλεση του εντάλματος πιο πάνω ζητήματα των πράξεων, για τις οποίες σκοπείται η άσκηση ποινικής δίωξης από τις Γερμανικές Αρχές, κρίνει, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 3251/2004, ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τις Γερμανικές Αρχές δεν αρκούν, ώστε να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, και για το λόγο αυτό πρέπει να ζητηθούν, μέσω του εισαγγελέα εφετών, η προσκόμιση των απαραιτήτων συμπληρωματικών στοιχείων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, αναβαλλομένης της έκδοσης της οριστικής απόφασής του επί της έφεσης. Κατά την άποψη ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, δεν συντρέχει λόγος να ερευνηθεί αν η πράξη της φοροδιαφυγής έχει παραγραφεί κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους. Το αδίκημα της φοροδιαφυγής αφορά αξιόποινη πράξη, η οποία στρέφεται κατά εννόμων αγαθών, που ανήκουν αποκλειστικά στην Ελληνική έννομη τάξη και η προσβολή των εννόμων αυτών αγαθών πληροί την αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος μόνο εφόσον είναι συνδεδεμένα με την ημεδαπή έννομη τάξη. Κατά συνέπεια, ο δράστης πράξης, η οποία συνιστά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας άλλου κράτους δεν μπορεί να διωχθεί στην Ελλάδα, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται άλλο έγκλημα και, επομένως, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως (αρ. 11 περ. ν. 3251/2004). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν δύναται να ερευνηθεί, αν η πράξη αυτή έχει παραγραφεί, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, και, συνακόλουθα, δεν συντρέχει η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ πιο πάνω περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το γεγονός δε, ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής που τελέστηκε στην Γερμανία, δεν τιμωρείται στην Ελλάδα, δεν εμποδίζει την έκδοση του δράστη του αδικήματος αυτού, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α εδ. β του ν. 3251/2004, αλλά των διατάξεων ν. 1017/1980 για αμοιβαία δικαστική αρωγή μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη του και τις διατάξεις του αρ. 16 παρ. 1-3 του ίδιου νόμου, (3251/2004), ότι πρέπει να διατηρηθεί η ισχύς της 281/2008 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως της εκζητουμένης με τους αναφερόμενους σε αυτήν περιοριστικούς όρους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της 18/2007, εφέσεως της Χ1, για να ζητηθούν και να προσκομισθούν, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, από τη δημοσίευση της παρούσας, με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι αναφερόμενες στο σκεπτικό συμπληρωματικές πληροφορίες και συγκεκριμένα, 1) αν και πότε έχει οριστικοποιηθεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό φορολογική εγγραφή, κατά την οποία η εκζητούμενη δεν κατέβαλε οφειλόμενους φόρους ποσού 1.211.487 Γερμανικών Μάρκων και, 2) αν η εκζητούμενη φέρεται ότι τέλεσε μία ή περισσότερες πράξεις φοροδιαφυγής (κατά συρροή ή κατ' εξακολούθηση), και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, να προσδιοριστεί η κάθε επί μέρους πράξη (ποσό και είδος φοροδιαφυγής, χρόνος οριστικοποίησης κάθε επί μέρους φορολογικής εγγραφής). Διατηρεί την ισχύ της 281/2008 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση της οριστικής του απόφασης επί της έφεσης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει τη συζήτηση για την έκδοση αποφάσεως για να ζητηθούν και προσκομισθούν μέσα σε προθεσμία 30 ημερών συμπληρωματικές πληροφορίες με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Διατηρεί την ισχύ της προηγούμενης αποφάσεως μέχρι της πιο πάνω ημερομηνίας.
Έκδοση
Αναβολή συζήτησης, Έκδοση.
0
Αριθμός 383/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 και 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, κατά της με αριθμό 3/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με τη με αριθμό 3/2008 απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του από ........ Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης της Εισαγγελίας Ούλμ Γερμανίας, που εκδόθηκε σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 1/2008 και ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Λάρισας Μαγδαληνής Γκιτέρσου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 119/2008. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος - εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να αναβληθεί η υπό κρίση έφεση, προκειμένου να ζητηθούν διευκρινίσεις από το Κράτος της Γερμανίας, για το χρόνο τελέσεως εκάστης αξιοποίνου πράξεως και της οριστικοποίησης εκάστης σχετικής φορολογικής εγγραφής. . ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 " Για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η υπό κρίση, από 9 Ιανουαρίου 2008, με αριθμό έκθεσης 1/2008, έφεση του Χ1, κατά της 3/8-1-2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του από ...... ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης της Εισαγγελίας ULM Γερμανίας, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του παραπάνω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία. Από το ένδικο ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα προκύπτει, ότι οι πράξεις για τις οποίες διώκεται ο εκζητούμενος προς άσκηση κατ' αυτού ποινικής δίωξης, και οι οποίες φέρονται τελεσθείσες κατά τα έτη 1999 έως Νοέμβριο του 2005, στην πόλη ULM της Γερμανίας, συνίστανται σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εκδοθέν πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο ότι " για τον διωκόμενο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν καταχώρησε μεγάλο μέρος του τζίρου για τα έτη από 1999 έως Νοέμβριο του 2005, στα βιβλία του εστιατορίου που διατηρούσε στο ΟΥΛΜ, με την επωνυμία "........", ομοίως δεν ανέφερε τα μεγέθη αυτά στις φορολογικές αρχές του ΟΥΛΜ, διαφεύγοντας έτσι φόρους από εισόδημα, εμπόριο και τζίρο για περισσότερα των 385.000 ευρώ". "Φύση και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξεως και εφαρμοστέα νομική διάταξη: Υπεξαίρεση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδ.1 αριθμός 2 του Φορολογικού Κώδικα. Κατά δε την τελευταία διάταξη, "(1) Με ποινή στερητική της ελευθερίας έως και πέντε ετών ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος......... 2. κατά παράβαση καθήκοντος δεν πληροφορεί τις ΔΟΥ σχετικά με σημαντικά γεγονότα σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής φόρου με αυτό τον τρόπο μειώνει φόρους ή αποκτά για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο αδικαιολόγητα φορολογικά πλεονεκτήματα" Ο εκζητούμενος συνεπώς, φέρεται στο εν λόγω ένταλμα σύλληψης, ως αυτουργός της πιο πάνω πράξεως, η οποία χαρακτηρίζεται από το Γερμανικό δίκαιο ως " Υπεξαίρεση φόρου" που, όπως προαναφέρθηκε, τιμωρείται στο Κράτος έκδοσης του ενδίκου εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών, ενώ η αξιόποινη αυτή πράξη συνιστά, λαμβανομένης υπόψη και της διάταξης του άρθρου 10 οπαρ.1 στοιχ. α εδ.β του ν.3251/2004, έγκλημα, σύμφωνα και με τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που τιμωρείται με στερητικές της ελευθερίας ποινές, το ανώτατο όριο των οποίων υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες. Συνεπώς, ανήκει σε εκείνες τις πράξεις που, κατά το άρθρο 10 παρ.1α του ν.3251/2004 επιτρέπεται, κατ' αρχήν, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά τις διατάξεις του Ελληνικού ποινικού νόμου, δηλαδή από τα άρθρα 17, και 18, του Ν. 2523/1997, το προβλεπόμενο σε αυτές αδίκημα της φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλει ανακριβή δήλωση αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος(άρθρο 17), ή δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς στο Δημόσιο τους φόρους, τέλη κ.λ.π, που προβλέπονται στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Κατά δε το άρθρο 21 παρ.10 εδ.α' του ίδιου νόμου (2523/1997) "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ίδιου νόμου (3251/2004), καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση στοιχ. δ' του άρθρου τούτου, κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους". Τέλος, κατά το άρθρο 6 παρ.1 του Π.Κ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη, που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό , αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε. Αποκλείεται όμως, κατά το άρθρο 9 παρ.1 περ. β' του Π.Κ, η ποινική δίωξη, αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί (ΑΠ 1059/2001 Π.Χ ΝΒ- 356). Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου υποστήριξε με όσα ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο, ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης, διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, τόσο κατά το Γερμανικό, όσο και κατά το Ελληνικό δίκαιο, και ως εκ τούτου, προκύπτει η συνδρομή της πιο πάνω περιπτώσεως δ του άρθρου 11 του ν. 3251/2004 απαγορεύσεως εκτελέσεως του, έχει δε υποκύψει σε παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ.3 του Π.Κ. Ειδικότερα, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο εκζητούμενος και ο παραστάς συνήγορός του προφορικώς, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του, από ......., Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από την Εισαγγελία ULM Γερμανίας, κατά του εκκαλούντος Χ1, Έλληνος υπηκόου, ο οποίος γεννήθηκε στις 17-2-1957 στην........, όπου και κατοικεί. Ειδικότερα, με το υπ' αριθμό ....... έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο Εφετών Λάρισας το από ........ ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των Γερμανικών Αρχών, που εκδόθηκε από την Εισαγγελία ULM Γερμανίας και αφορά τον εκζητούμενο με τα σχετικά συνοδευτικά έγγραφα, προκειμένου να συζητηθεί η εκτέλεση του πιο πάνω εντάλματος σε βάρος του, ο οποίος κρατείται από 8-1-2008 στις δικαστικές φυλακές Λάρισας, μετά την έκδοση του εκκαλούμενου βουλεύματος. Η Εισαγγελική Αρχή του ULM της Γερμανίας εξέδωσε το πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που εκδόθηκε δυνάμει του από ....... εντάλματος σύλληψης του Εισαγγελέα της BISCHOFBERGER, σε βάρος του εκκαλούντος-εκζητουμένου, ο οποίος διώκεται, για δέκα επτά (17) περιπτώσεις, για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το Γερμανικό Ποινικό Νόμο (άρθρο 370 του Κώδικα περί Οικονομικών και άρθρο 53 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα), με στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε (5) ετών (για κάθε επί μέρους πράξη), η δε πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά του Ελληνικούς Ποινικούς νόμους (άρθρα 17 και 18 του Ν. 2523/1997 και 93 Ν.2238/1994), τιμωρούμενη με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών ή καθείρξεως μέχρι δέκα(10) ετών, ανάλογα με την βαρύτητα της φορολογικής παραβάσεως. Με το ένταλμα αυτό ζητείται η σύλληψη και η προσαγωγή του εκζητουμένου, ενώπιον της Δικαστικής Αρχής που το εξέδωσε, με σκοπό την άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης, για παράβαση των προαναφερόμενων ποινικών διατάξεων του Γερμανικού Ποινικού Νόμου. Για την περίπτωση δε που αυτός κριθεί ένοχος και επιβληθεί σε βάρος του ποινή στερητική της ελευθερίας, έχει παρασχεθεί η διαβεβαίωση της Γερμανικής Δικαστικής Αρχής (Ο Διοικών Ανώτερος Εισαγγελέας της ULM), ότι ο εκζητούμενος θα διαμεταχθεί για την έκτιση αυτής στην Ελλάδα. Ενόψει δε της μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου να προσαχθεί στο Κράτος έκδοσης του εντάλματος (Γερμανία), αρμόδια Δικαστική Αρχή να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου έχει συλληφθεί ο εκζητούμενος, κατά της αποφάσεως του οποίου ασκήθηκε η κρινόμενη έφεση. Από το ένδικο ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι οι πράξεις για τις οποίες διώκεται ο εκζητούμενος, προς άσκηση εναντίον του της ποινικής δίωξης, φέρονται να έχουν τελεστεί, από το έτος 1999 έως Νοέμβριο του έτους 2005 στην πόλη ULM της Γερμανίας, όπου διατηρούσε εστιατόριο με την επωνυμία "........". Συνίστανται δε οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εκδοθέν πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο ότι, "για τον διωκόμενο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν καταχώρησε μεγάλο μέρος του τζίρου για τα έτη από 1999 έως και το Νοέμβριο 2005 στα βιβλία του εστιατορίου που διατηρούσε στο ULM Γερμανίας, με την επωνυμία "........", όπως επίσης, δεν ανέφερε τα μεγέθη αυτά στις φορολογικές αρχές του ULM Γερμανίας, διαφεύγοντας με τον τρόπο αυτό φόρους από εισόδημα, εμπόριο και τζίρο περισσότερα από 385.000 ευρώ". Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του, από ........, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Εισαγγελία του ULM, οι αποδιδόμενες στον εκκαλούντα - εκζητούμενο πράξεις, φέρονται να έχουν τελεστεί στην πόλη ULM της Γερμανίας, από τα έτη 1999 έως το Νοέμβριο του έτους 2005, και φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν.3251/2004, αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την προσαγωγή, ζητεί, μέσω του εισαγγελέα εφετών, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραιτήτων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 2 και 11 έως 13 του παρόντος και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 21 του παρόντος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκζητούμενος είναι Έλληνας υπήκοος και διώκεται για πλημμέλημα που τέλεσε στην αλλοδαπή. Συνεπώς, εφόσον, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (άρθρο 6 του ΠΚ), η αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην εκζητούμενη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 στοιχ. δ' του ν.3251/2004, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος αρνείται την εκτέλεσή του, αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Κατά τους ελληνικούς νόμους, τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (αρ. 111 παρ. 3 ΠΚ), αρχίζει δε η παραγραφή, προκειμένου για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, για το οποίο ζητείται η έκδοση της εκκαλούσας, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρ. 21 παρ. 10 του ν.2523/1997, από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Σύμφωνα δε με τη γενόμενη περιγραφή της πράξεως στο ένταλμα σύλληψης, όπως προαναφέρθηκε, η αποδιδόμενη στον εκζητούμενο πράξη φέρεται ότι τελέστηκε κατά το διάστημα 1999 έως το Νοέμβριο το 2005 στην πόλη ULM Γερμανίας. Από την περιγραφή όμως των επί μέρους πράξεων στο ένταλμα, δεν προκύπτει αν έχει οριστικοποιηθεί η σχετική φορολογική εγγραφή, κατά την οποία ο εκζητούμενος έχει την υποχρέωση να καταβάλει το πιο πάνω ποσό φόρων ούτε ότι αυτός άσκησε προσφυγή κατά της σχετικής απόφασης των αρμόδιων φορολογικών αρχών, προκειμένου να κριθεί, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αν η πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, έχει παραγραφεί και συνακόλουθα, αν συντρέχει η αναφερόμενη στη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ' του ν.3251/2004 περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επίσης δεν προκύπτει, αν ο εκζητούμενος φέρεται ότι τέλεσε μία ή περισσότερες πράξεις φοροδιαφυγής (κατά συρροή ή κατ' εξακολούθηση) και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν προσδιορίζεται η κάθε επί μέρους πράξη (ποσό και είδος φοροδιαφυγής, χρόνος οριστικοποίησης κάθε επί μέρους φορολογικής εγγραφής), προκειμένου να κριθεί η τυχόν παραγραφή επί μέρους πράξεων. Το Δικαστήριο, προκειμένου να διευκρινιστούν τα κρίσιμα για την εκτέλεση του εντάλματος πιο πάνω ζητήματα των πράξεων, για τις οποίες σκοπείται η άσκηση ποινικής δίωξης από τις Γερμανικές Αρχές, κρίνει, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ν.3251/2004, ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τις Γερμανικές Αρχές δεν αρκούν, ώστε να αποφασίσει για την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης και για το λόγο αυτό πρέπει να ζητηθεί, μέσω του εισαγγελέα εφετών, η προσκόμιση των απαραιτήτων συμπληρωματικών στοιχείων και συγκεκριμένα, προκειμένου να παρασχεθούν διευκρινίσεις από τις οικείες Γερμανικές Δικαστικές Αρχές για τα ακόλουθα ζητήματα: α) να προσδιοριστεί ο ακριβής χρόνος τέλεσης καθεμιάς από τις επί μέρους πράξεις, β) αν και από ποιό χρονικό σημείο, έχουν βεβαιωθεί τελεσιδίκως οι οφειλές του εκζητουμένου, γ) εάν έχουν οριστικοποιηθεί ή όχι οι οφειλές του και, σε καταφατική περίπτωση, από ποιό χρονικό σημείο, έχει οριστικοποιηθεί εκάστη οφειλή και δ) εάν έχει ασκήσει ή όχι ο εκζητούμενος προσφυγή κατά της φορολογικής εγγραφής και σε καταφατική περίπτωση, να προσδιοριστεί ο χρόνος της τελεσίδικης δικαστικής κρίσης επί της προσφυγής. Επομένως, και σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.3251/2004, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο αυτό γνώμη, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση της αποφάσεως επί της υπό κρίση εφέσεως, για να ζητηθούν και προσκομισθούν από το εκζητούν κράτος, με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας, συμπληρωματικές πληροφορίες και ειδικότερα: α) να προσκομισθεί σε νόμιμη μετάφραση το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 370 εδ.1 αριθμός 2 του Γερμανικού Φορολογικού Κώδικα και να προσδιοριστεί ο αντίστοιχος χρόνος παραγραφής του αδικήματος τούτου, β) να διευρευνηθεί αν έχουν κριθεί τελεσιδίκως ή όχι οι ως άνω οφειλές του εκζητουμένου και, σε καταφατική περίπτωση, ποιο το χρονικό σημείο βεβαίωσης εκάστης οφειλής, γ) επίσης, αν έχουν οριστικοποιηθεί ή όχι οι ως άνω οφειλές και, σε καταφατική περίπτωση, ποιό το χρονικό σημείο οριστικοποιήσεως εκάστης οφειλής, δ) να προσκομισθεί βεβαίωση περί του αν ο εκζητούμενος, έχει ασκήσει ή όχι προσφυγή και, σε καταφατική περίπτωση, να προσδιοριστεί ο χρόνος της τελεσίδικης κρίσης επί της προσφυγής. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, δεν συντρέχει λόγος να ερευνηθεί αν η πράξη της φοροδιαφυγής έχει παραγραφεί κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους. Το αδίκημα της φοροδιαφυγής αφορά αξιόποινη πράξη, η οποία στρέφεται κατά εννόμων αγαθών, που ανήκουν αποκλειστικά στην Ελληνική έννομη τάξη και η προσβολή των εννόμων αυτών αγαθών πληροί την αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος μόνον εφόσον είναι συνδεδεμένα με την ημεδαπή έννομη τάξη (Μυλωνόπουλος στην ΕλλΔνη 30, 1137 επ). Κατά συνέπεια, ο δράστης πράξης, η οποία συνιστά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας άλλου Κράτους δεν μπορεί να διωχθεί στην Ελλάδα, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται άλλο έγκλημα και, επομένως, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως (άρθρο 11 περ.ν. 3251/2004). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν μπορεί να ερευνηθεί, αν η πράξη αυτή έχει παραγραφεί, κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, και συνακόλουθα δεν συντρέχει η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ' πιο πάνω περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το γεγονός δε, ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής, που τελέστηκε στην Γερμανία, δεν τιμωρείται στην Ελλάδα, δεν εμποδίζει την έκδοση του δράστη του αδικήματος αυτού, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ.1 περ. α' εδ. β' του ν.3251/2004, αλλά των διατάξεων του ν.1017/1980 για αμοιβαία δικαστική αρωγή μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος. Τέλος το Δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη του και τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1-3 του ίδιου νόμου(3251/2004), ότι η νόμιμη, στις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 3 του Ν. 3251/2004 και 449 Κ.Π.Δ στηριζόμενη, αίτηση του εκζητουμένου, η οποία υποβλήθηκε από αυτόν προφορικά στο ακροατήριο και με την οποία αυτός ζητεί την αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρους, είναι βάσιμη και κατ' ουσία, διότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αιτών έχει γνωστή διαμονή στην Χώρα(διαμένει με την οικογένειά του στην .........), δεν υπήρξε φυγόδικος ή φυγόποινος και γενικά δεν κρίνεται ότι είναι ύποπτος φυγής, ούτε πιθανολογείται ότι, αν αφεθεί ελεύθερος, θα διαπράξει άλλα εγκλήματα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να διαταχθεί η αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεώς του με τους αναφερόμενους στο διατακτικό περιοριστικούς όρους, κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης αυτού του Συμβουλίου επί της εφέσεως του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της υπ' αριθμ.1/9-1-2008 εφέσεως του εκζητουμένου Χ1, κατά της υπ' αριθμό 3/8-1-2008 αποφάσεως (βουλεύματος) του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, για να προσκομισθούν, στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας, με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι αναφερόμενες στο σκεπτικό συμπληρωματικές πληροφορίες. Δέχεται τη σχετική προφορική, στο ακροατήριο, αίτηση του εκζητουμένου. Αντικαθιστά την προσωρινή του κράτηση, δυνάμει της 3/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με τους εξής περιοριστικούς όρους: Α). Απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, Β). Εμφάνιση στο Α.Τ. κατοικίας ή προσωρινής διαμονής τους το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, Γ). Χρηματική εγγύηση δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, καταβλητέα μέσα σε προθεσμία πέντε (5) εργασίμων ημερών. . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Αναβάλλεται (κατά πλειοψηφία) η έκδοση οριστικής αποφάσεως για την εκτέλεση του, προκειμένου να προσκομιστούν, με επιμέλεια της Εισαγγελικής Αρχής, αναγκαία στοιχεία, σχετικά με τον ακριβή χρόνο τέλεσης των πράξεων στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ενόψει του ότι προκύπτει ζήτημα παραγραφής των μερικότερων πράξεων κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους.
Έκδοση
Αναβολή συζήτησης, Έκδοση.
0
Αριθμός 382/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 και 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Χ1 Αλβανού υπηκόου, ήδη κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βλάχο, κατά της υπ'αριθμ. 70/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 29-11-2007 με αριθμό 383/2007 RES ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα του Εφετείου του Μιλάνου Ιταλίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 301/19-12-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικατερίνης Σωφρόνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2108/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και δήλωσε ότι υπάρχουν οι προβλεπόμενες εγγυήσεις του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 3251/2004. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτή. Επομένως, η υπό κρίση υπ' αριθμ. 301/1912-2007 νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα έφεση του εκζητούμενου Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 70/18-12-2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία τούτο διέταξε την εκτέλεση του υπό στοιχεία 383/2007 RES από 29-11-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης της Εισαγγελίας Εφετών του Μιλάνου Ιταλίας κατά του άνω εκκαλούντος, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατ' ουσίαν. IΙ.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, κατά δε το άνω άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12)μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών, ειδικότερα δε μεταξύ των άλλων, και για παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (στοιχ. ε) ΙΙΙ.- Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα δια του συνηγόρου εξέθεσε ο εκζητούμενος, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του υπό στοιχεία 383/2007 RES από 29-11-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα στο Εφετείου του Μιλάνου Ιταλίας κατά του εκκαλούντος Χ1.Το ως άνω Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε προκειμένου ο εκζητούμενος να συλληφθεί και να προσαχθεί ενώπιον της δικαστικής αρχής που εξέδωσε το ένταλμα για να εκτίσει ποινή κάθειρξης 13 ετών και χρηματική ποινή 35.000 ευρώ η οποία του επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 480/06 RG APP 3747/06 SENT απόφαση του Εφετείου του Μιλάνου, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 24-2-2007. Κατά τα διαλαμβανόμενο στο ένταλμα σύλληψης, η ως άνω ποινή επιβλήθηκε στο εκζητούμενο διότι από τηλεφωνικές παρακολουθήσεις αποδείχθηκε ότι αυτός α) κατά το χρονικό διάστημα από 10-5-2002 έως 17-5-2002 από κοινού με τους ......, ......, ......, Σ1, Σ2, εισήγαγε από την Ολλανδία, κατείχε και παρέδωσε στο Μιλάνο και την Μπολώνια δύο (2) κιλά της ναρκωτικής ουσίας (κοκαϊνη) και β) κατά το χρονικό διάστημα από 27-5-2002 έως 1-6-2002 από κοινού με τους Σ1 και Σ2 εισήγαγε από την Ολλανδία και κατείχε στην Μπολώνια πέντε (5) κιλά της ίδιας ναρκωτικής ουσίας (κοκαϊνη). Οι άνω αξιόποινες πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ.2, 110 του Ιταλικού ΠΚ και τις διατάξεις 73 παρ.1 και 6, 80 παρ.2 του DPR 309/1990. Το ένδικο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της αποφάσεως στην οποία βασίστηκε η έκδοση αυτού σύλληψης, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιoποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, οι περιστάσεις τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητάς του κατά το Ν. 3251/2004. Περαιτέρω, οι άνω πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, εμπίπτουν σε εκείνες τις πράξεις, για τις οποίες, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 περιπτ. ε' του Ν. 3251/2004, επιτρέπεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου και με μόνη προϋπόθεση να τιμωρείται στο κράτος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον τριών (3) ετών ως προς το ανώτατο όριό τους, περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Ανεξαρτήτως τούτου, οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται ως κακουργήματα και από το ελληνικό ποινικό δίκαιο (άρθρο 20 παρ.1 εδ. α', β', ζ' του Κώδικα των νόμων για ναρκωτικά 3251/2006). Τέλος, δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ίδιου νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας, αντιστοίχως, να απαγορευθεί η εκτέλεσή του, για τις προαναφερόμενες πράξεις. Στο άρθρο 13 παρ.1 του Ν.3251/2004, ορίζεται ότι " αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα ερήμην του εκζητουμένου και το πρόσωπο αυτό δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ' άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην ερήμην του απόφαση, η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος θα παράσχει επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εκζητούμενος θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικασθεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και να παρίσταται στην λήψη της αποφάσεως ". Στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ένταλμα σύλληψης προκύπτει ότι ο εκζητούμενος, δεν είχε μόνιμη κατοικία στην Ιταλία ούτε ήταν γνωστή η διαμονή του στην αλλοδαπή, πρωτοδίκως δε και κατ' έφεση δικάσθηκε ερήμην, εκπροσωπήθείς στο δικαστήριο από την δικηγόρο Ilenia Laudisio. Αναφέρεται, όμως, στο ίδιο ένταλμα σύλληψης, ότι ο εκζητούμενος έχει για τον παραπάνω λόγο της ερήμην καταδίκης του το δικαίωμα, κατά το άρθρο 175 του Ιταλικού Κ.Π.Δ να αμφισβητήσει την απόφαση. Στην παρ.2 της άνω διατάξεως (175 ΚΠΔ) η οποία προσκομίζεται με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών σε μετάφραση, ορίζεται ότι " εάν απαγγέλθηκε ερήμην απόφαση ή καταδικαστική διάταξη, μπορεί να ζητηθεί αποκατάσταση της προθεσμίας για να προταθεί αντίρρηση ή ένσταση ακόμη και του κατηγορουμένου που αποδεικνύει ότι δεν έλαβε πραγματική γνώση του μέτρου, εφόσον η αντίρρηση δεν έχει ήδη προβληθεί από τον υπερασπιστή και το γεγονός δεν οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα ή όταν η ερήμην απόφαση επιδόθηκε με εγχείριση στον υπερασπιστή στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 159, 161, 4 και 160 και ο κατηγορούμενος εσκεμμένα απέφυγε να λάβει γνώση των πράξεων της διαδικασίας ". Συνεπώς, εφόσον από το δίκαιο του εκζητούντος κράτους παρέχεται στον ερημοδικασθέντα κατηγορούμενο η δικονομική δυνατότητα να ζητήσει εκ νέου την εκδίκαση της υποθέσεως του και να παρίσταται κατ'αυτήν, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 13 παρ.1 για την παροχή εγγυήσεων αφού ήδη τέτοιες εγγυήσεις παρέχονται και επομένως δεν περιλαμβάνονται και τα από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ απορρέοντα δικαιώματα του εκζητουμένου να παρασταθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου του εκζητούντος Κράτους με συνήγορο της επιλογής του. Κατά συνέπεια, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και γι' αυτό το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απεφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, ορθώς όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μόνος λόγος εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται ότι το ένδικο ένταλμα δεν πρέπει να εκτελεσθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.3251/2001. Απορριπτομένης της εφέσεως, είναι χωρίς αντικείμενο και πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του εκκαλούντος για άρση της προσωπικής του κράτησης ή αντικατάστασης αυτής με περιοριστικούς όρους. Ο εκκαλών λόγω της ήττας του πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την από 19 Δεκεμβρίου 2007 και με αριθ. 301/2007 έφεση του Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Aθηνών. Απορρίπτει το αίτημα του εκκαλούντος για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρου. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Ζητείται η εκτέλεση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης της Εισαγγελίας του Μιλάνου Ιταλίας. Το ένταλμα εκδόθηκε κατά Αλβανού υπηκόου προκειμένου να εκτελεσθεί ποινή καθείρξεως, η οποία επιβλήθηκε ερήμην για εισαγωγή, κατοχή και πώληση στην Ιταλία ναρκωτικής ουσίας. Έφεση κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών με την οποία είχε διαταχθεί η εκτέλεση του εντάλματος. Συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του Ν. 3251/2004 για την εκτέλεση του εντάλματος. Παρέλκει η κατά το άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 3251/2001 εξάρτηση εκτελέσεως του εντάλματος από την παροχή εγγυήσεων από το εκζητούν κράτος, ότι ο ερήμην καταδικασθείς θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεώς του, εφόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ένταλμα, οι εγγυήσεις αυτές προβλέπονται και παρέχονται από το δικονομικό δίκαιο (άρθρο 175 παρ. 2 Ιταλικού Κ.Ποιν.Δ.) του κράτους έκδοσης του εντάλματος. Απόρριψη εφέσεως.
Έκδοση
Έκδοση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 377/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη, περί αναιρέσεως της 19917/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτούς ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 12917/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της άμεσης συνέργειας στη λήψη (αποδοχή) εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εκπροσωπών (δυνάμει πληρεξουσίου του διαχειριστή της ......) την εταιρία με την επωνυμία ".............. ΕΠΕ" Γ1, στα πλαίσια της παράνομης δραστηριότητάς του, που κατευθυνόταν στην κατά συρροή έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων από διάφορους δήθεν επιτηδευματίες, στην πραγματικότητα όμως ανέργους, που τους εύρισκε και εν γνώσει τους χρησιμοποιούσε έναντι μηνιαίας αμοιβής, έπεισε τον κατηγορούμενο, που τον μισθοδοτούσε για τον σκοπό αυτό, να ανεύρει και να εκμισθώσει επαγγελματική στέγη για την ατομική επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων της Ζ1. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η εν λόγω ατομική επιχείρηση δεν επρόκειτο να αποκτήσει πραγματική υπόσταση και ούτε να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στο χώρο του ενδύματος, αλλά ότι αντίθετα συνεστήθη τυπικά από την προαναφερθείσα Ζ1, ουσιαστικά όμως από τον Γ1, ο οποίος κινούσε όλα τα νήματα του συγκεκριμένου κυκλώματος, έχοντας αποφασίσει να παράσχει βοήθεια κατά την εκτέλεση των κατωτέρω αναφερομένων αξιοποίνων πράξεων, εμφανίσθηκε ως λογιστής της ατομικής επιχείρησης της Ζ1 και μίσθωσε για λογαριασμό της τελευταίας επαγγελματική (στέγη) που βρίσκεται στην οδό ........ Στη συνέχεια η εν λόγω επαγγελματική στέγη, το μίσθωμα της οποίας εξακολουθούσε να καταβάλει ανελλιπώς ο κατηγορούμενος, λαμβάνοντας τα σχετικά ποσά από τον Γ1, χρησιμοποιήθηκε ως προκάλυμμα της ατομικής επιχείρησης της Ζ1, μολονότι η εν λόγω "επιχείρηση" ουδέποτε απέκτησε πραγματική δραστηριότητα, ούτε δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στο χώρο του ενδύματος. Ετσι, η "επιχείρηση" αυτή, δηλαδή η Ζ1, στην οποία και ανήκε καθ' όλο το διάστημα που φερόταν ότι έδρευε στην ως άνω επαγγελματική στέγη, τη οποία της εξασφάλισε και στη συνέχεια φρόντισε να τη διατηρήσει ο κατηγορούμενος, αποδέχθηκε τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας φορολογικά στοιχεία - τιμολόγια - δελτία αποστολής εκδοθέντα το χρονικό διάστημα από 19-12-98 ως 29-6-00 - εκδόσεως της προαναφερομένης εταιρίας (....... ΕΠΕ), το περιεχόμενο των οποίων (τιμολογίων - δελτίων αποστολής) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον η προαναφερόμενη ατομική "επιχείρηση" της Ζ1 ουδέποτε απέκτησε πραγματική δραστηριότητα, ούτε δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στο χώρο του ενδύματος ούτε τέλος πραγματοποίησε τις αναφερόμενες, στα υπόψη φορολογικά στοιχεία συναλλαγές, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος, τόσο κατά τη μίσθωση της επαγγελματικής στέγης που προαναφέρθηκε όσο και καθ' όλο το διάστημα κατά το οποίο φρόντισε να την εξασφαλίσει στην ατομική "επιχείρηση" της Ζ1, καταβάλλοντας για λογαριασμό της το μηνιαίο μίσθωμα κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης της άμεσης συνέργειας στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 46 παρ. 1, εδ. β', 98 ΠΚ και 19 παρ. 1α-4, 20 παρ. 5, 6, 21 παρ. 2 του ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 2753/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, που συνιστά την άμεση συνέργειά του στην αποδοχή των άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων - δελτίων αποστολής) από την αυτουργό του εγκλήματος αυτού Ζ1, και η γνώση αυτού για τη μη λειτουργία στην πραγματικότητα της ειρημένης ατομικής επιχειρήσεως της τελευταίας και εντεύθεν για την εικονικότητα το άνω τιμολογίων - δελτίων αποστολής, που αφορούσαν στο σύνολό τους ανύπαρκτες συναλλαγές. Δεν υπάρχει δε αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως από το γεγονός ότι στο μεν πρώτο εκτίθεται ότι "ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ως λογιστής της ατομικής επιχείρησης της Ζ1 και μίσθωσε για λογαριασμό της τελευταίας επαγγελματική στέγη... ", στο δε δεύτερο αναφέρεται ότι "ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του λογιστή της ατομικής επιχείρησης εμπορίας ενδυμάτων της Ζ1 προέβη στη μίσθωση... ", όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Αλλωστε, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται σ' αυτή, για την εξ αντικειμένου στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος, η ιδιότητα του αναιρεσείοντος στην άνω ατομική επιχείρηση της Ζ1, αφού ως άμεσος συνεργός στην περίπτωση αυτή θεωρείται και όποιος συμπράττει με οποιονδήποτε τρόπο γενικά στη διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος (άρθρο 20 παρ. 5 του ν. 2523/1997), όπως εν προκειμένω ο αναιρεσείων κατηγορούμενος που συνέπραξε, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με τον προεκτεθέντα τρόπο. Ούτε, περαιτέρω, ήταν αναγκαία η αιτιολόγηση των από το νόμο τασσομένων προϋποθέσεων για την άσκηση ποινικής διώξεως στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, άνευ προβολής σχετικού ισχυρισμού ή ενστάσεως του κατηγορουμένου, την ύπαρξη των οποίων (προϋποθέσεων) ερευνά αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο. Εξάλλου, δεν δημιουργείται ασάφεια εκ της αναφοράς ως διευθύνσεως του μισθωθέντος από τον κατηγορούμενο καταστήματος στο μεν αιτιολογικό της αποφάσεως της οδού .... αριθ. ....., στο δε διατακτικό αυτής της οδού ..... αριθ. ..., αφού η αναγραφή στο αιτιολογικό του αριθμού ..., αντί του ορθού ....., οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους άνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα: "Οποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών (παρ. 1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ. 2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ. 3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ. 4). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδάφ. α' του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησής της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 εδάφ. α' για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της έγγραφης αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 2 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί αναγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδάφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδάφ. β' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία" στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία, όμως, αυτή ρύθμιση, που δεν ήλθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για τον δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται αλλιώς (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 το υν. 2523/1997), και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 2 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 19917/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά ανωτέρω, για την πράξη της άμεσης ενέργειας σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων - δελτίων αποστολής κατ' εξακολούθηση (δηλαδή της παράβασης των άρθρων 19 και 20 του ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση), που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 12-12-1998 έως 29-6-2000, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών. Από τα πρακτικά της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την 15-12-2005, ο συνήγορος του κατηγορουμένου πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής, λόγω παρόδου πενταετίας για τις μέχρι την 16-5-2000 μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση πιο πάνω εγκλήματος, ενόψει της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο την 16-5-2005. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση, με την παράθεση του νομικού μέρους αναφορικά με την παραγραφή του εγκλήματος της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, δέχθηκε τα εξής: "... Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. .......... έκθεση ελέγχου (που συντάχθηκε από τα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. - Περ. Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας για τον έλεγχο του κατηγορουμένου Χ1), η οποία επισυνάπτεται στη δικογραφία, ο χρόνος της θεωρήσεώς της από τον Προϊστάμενο της (άνω) αρχής που διενήργησε τον έλεγχο είναι αυτός της 22ας-10-2004, οπότε άρχισε να τρέχει η 5ετής παραγραφή του άρθρου 111 παρ. 1 και 3 ΠΚ, η οποία βέβαια δεν συμπληρώθηκε μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και, επομένως, η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας του κατηγορουμένου σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων - δελτίων αποστολής, κατ' εξακολούθηση, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν είχε παρέλθει πενταετία για όλες τις μερικότερες πράξεις σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 105 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2α' του Ν. 2408/1996, "όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο δε εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, "προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού (δηλαδή εκείνου, που κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως του αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης) που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας". Με τη διάταξη αυτή σκοπήθηκε ο τερματισμός του απαραδέκτου καθεστώτος της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και κυρίως του δικαιώματος της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του "ως μάρτυρα" και ο αποκλεισμός του τεχνάσματος της εξετάσεως εκείνου, εις βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες, ως μάρτυρα ("μαρτυριοποίηση" του κατηγορουμένου). Με τη ρύθμιση αυτή θεσπίζεται απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της έγγραφης ένορκης καταθέσεως του υπόπτου (κατηγορουμένου), κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, η οποία (κατάθεση), όπως ανωτέρω ορίζεται, παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας και δεν εντάσσεται στη δικογραφία. Η ακυρότητα, όμως, αυτή είναι φανερό ότι αφορά την έγγραφη εξέταση του υπόπτου (κατηγορουμένου) κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και όχι οποιαδήποτε, κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας, κατάθεση του αποκτήσαντος μεταγενέστερα την ιδιότητα του κατηγορουμένου, την οποία ουδόλως αφορούν οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 105 και 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και η οποία επιτρεπτώς εντάσσεται στη δικογραφία, αποτελεί στοιχείο αυτής και, εφόσον αναγνωσθεί στο ακροατήριο, νομίμως λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 9) αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο τα υπ' αριθμ. 40.700/2005 πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, στα οποία ως αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρονται με τον αριθμό 24 και οι από 17-4-2002 και 22-10-2002 εκθέσεις ένορκης εξετάσεως του κατηγορουμένου, που είχαν δοθεί απ' αυτόν στα πλαίσια διανεργηθείσας από το ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας ένορκης διοικητικής εξετάσεως, τις οποίες έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Δικαστήριο της ουσίας κατά τη λήψη της αποφάσεώς του. Όμως, οι καταθέσεις αυτές, κατά τη διάρκεια της άνω διοικητικής έρευνας, του αποκτήσαντος μεταγενέστερα την ιδιότητα του κατηγορουμένου, τις οποίες ουδόλως, κατά τα ανωτέρω, αφορούν οι ειρημένες διατάξεις των άρθρων 105 και 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, επιτρεπτώς αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, ο αντίθετος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων διατείνεται ότι από τη λήψη από το Δικαστήριο της ουσίας των άνω ενόρκων καταθέσεών του προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την υπ' αριθ. 40.700/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση, για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας του. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως άσκησε ο αναιρεσείων έφεση με την υπ' αριθ. 3835/28-9-2005 ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα έκθεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων μόνον, ενώ δεν αναφέρθηκε καθόλου σε εσφαλμένη απόρριψη της άνω ενστάσεώς του. Την εν λόγω δε ένσταση πρότεινε αυτός και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο και το οποίο την απέρριψε κατ' ουσίαν με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθ. 19.917/2005 ομοίως καταδικαστική απόφασή του. Ετσι, λοιπόν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως λόγος (εφέσεως), αναφορικά με την ειρημένη ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Υστερα απ' αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 19.917/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων. 2ος και 4ος λόγοι: 510§1 στοιχ. Δ΄&Ε΄ απορρίπτονται. 5ος λόγος: 510§1 στοιχ. Ε΄ (παραγραφή): Η διάταξη του 21§10 εδ. α΄ του ν. 2523/97 ισχύει και επί εγκλημάτων του άρθρου 19 και η ρύθμιση του ίδιου άρθρου §10 εδ. β΄, που προστέθηκε με 2§8 του ν. 2954/01 ισχύει ως ευμενέστερη της προηγούμενης και για τα τελεσθέντα προ της 2-11-01 εγκλήματα (απορρίπτεται άνω λόγος). 1ος λόγος: Απόλυτη ακυρότητα λόγω αναγνώσεως ενόρκων καταθέσεων κατηγορουμένου στο ΣΔΟΕ (απορρίπτεται) και 3ος λόγος: ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (απορρίπτεται).
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Επιεικέστερος νόμος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα.
0
Αριθμός 376/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη, για αναίρεση της 2248/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνο Κατσούλα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 986/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2248/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στη ......... κατά το χρονικό διάστημα από 18-12-1998 έως 25-8-2000 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, παρείχε άμεση συνδρομή στη Ζ1, η οποία εξέδωσε και απεδέχθη τα κάτωθι εικονικά φορολογικά στοιχεία με αποκλειστικό σκοπό την παράνομη είσπραξη ΦΠΑ, ύψους 350.000.000 δραχμών. Καθ'υπόδειξη της Γ1, η οποία μαζί με τον Γ2 και τον Γ3 αποτελούσαν τα βασικά μέλη ομάδας που επέλεγαν οικονομικά αδύνατα άτομα ή άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία κατ'εντολή τους ίδρυαν ατομικές επιχειρήσεις με μοναδικό σκοπό να εισπράττουν παράνομα χρήματα από επιστροφή ΦΠΑ, εκδίδοντας εικονικά φορολογικά στοιχεία από ανύπαρκτες συναλλαγές, η Ζ1 δρυσε ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "Ζ1" με έδρα την οδό .... στη ......, με αντικείμενο εργασιών το χονδρικό εμπόριο γυναικείων ενδυμάτων. Κατ'εντολή της Γ1 ο κατηγορούμενος βρήκε το μίσθιο, ένα γραφείο 22 τ.μ. στον 7ο όροφο πολυκατοικίας της προαναφερθείσας οδού, αυτός εμφανίσθηκε στον ιδιοκτήτη του μισθίου ....... και για την σύνταξη του μισθωτηρίου συμβολαίου προσκόμισε την ταυτότητα της Ζ1, ο ίδιος δε κατέβαλε τακτικά τα μισθώματα και για τις υπηρεσίες του αυτές εισέπραττε μισθό 200.000 δραχ. το μήνα από την Γ1. Η ως άνω επιχείρηση, όμως, για την οποία η Ζ1 υπέβαλε δήλωση έναρξης δραστηριότητας στις 10-12-1998 και δήλωση διακοπής εργασιών στις 31-12-1998, ουδέποτε λειτούργησε στην πραγματικότητα, ούτε ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα, ούτε απασχόλησε προσωπικό. Περαιτέρω απεδείχθη από τον έλεγχο, που διενήργησαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, ότι η ατομική επιχείρηση της Ζ1 εξέδωσε τα κάτωθι εικονικά τιμολόγια ενδοκοινοτικών παραδόσεων γυναικείων ενδυμάτων: α) για τη χρήση 1998 1 τιμολόγιο πώλησης, αξίας 33.077.160 δραχμών, ή 100.118 ευρώ, β) για τη χρήση 1999 35 τιμολόγια πώλησης, συνολικής αξίας 1.102.838.472 δραχμών ή 3.390.455, 5 ευρώ και γ) για τη χρήση 2000 24 τιμολόγια πώλησης, συνολικής αξίας 918.459.073 δραχμών ή 2.740.052 ευρώ, όπως αναλυτικά τα πιο πάνω τιμολόγια αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας κατ'αριθμό τιμολογίου, ημερομηνία έκδοσης, μεταφορική εταιρία, ημερομηνία έκδοσης CMR, επωνυμία λήπτριας εταιρίας. Τα πιο πάνω τιμολόγια, όμως, αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, αφού α) τα αναγραφόμενα σε αυτά εμπορεύματα (έτοιμα ενδύματα) ουδέποτε πωλήθηκαν από την εκδότρια επιχείρηση της Ζ1, β) η αναγραφόμενη στα πρώτα 7 τιμολόγια λήπτρια εταιρία, που εδρεύει στην Γερμανία με την επωνυμία "........" είχε ως αντικείμενο εργασιών εμπόριο οίνου και προϊόντων διατροφής από τη ...... και δε ασχολείτο με είδη ένδυσης, η δε ετέρα αναγραφόμενη στα υπόλοιπα τιμολόγια ως λήπτρια εταιρία με την επωνυμία "........". Είχε ως αντικείμενο εργασιών το εμπόριο μεταχειρισμένων οχημάτων. Επίσης, όσον αφορά τις εταιρίες, που φέρονται ότι μετέφεραν τα εμπορεύματα, η μεν εταιρία "......." διέκοψε τις εργασίες της 1-10-1999, αφού ο ιδιοκτήτης της ....... Απεβίωσε στις 11-8-1999 και αντικείμενο των εργασιών της ήταν το εμπόριο και η επισκευή τηλεοράσεων, οι δε μεταφορικές εταιρίες "...." και "....." είναι ανύπαρκτες. Εξάλλου, απεδείχθη ότι στη ...... κατά το χρονικό διάστημα από 18-12-1998 έως 25-2-2000 η ατομική επιχείρηση της Ζ1 αποδέχθηκε τα κάτωθι εικονικά τιμολόγια γυναικείων ενδυμάτων και ειδικότερα 2 τιμολόγια για τη χρήση 1998, συνολικής αξίας 37.736.400 δρχ. 49 τιμολόγια για τη χρήση 1999, συνολικής αξίας 1.090.567.100 δρχ., και 6 τιμολόγια για τη χρήση 2000, συνολικής αξίας 229.284.500 δρχ., που αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας κατ'αριθμό, ημερομηνία έκδοσης, είδος εμπορεύματος. Τα πιο πάνω, όμως, τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές, αφού η φερομένη ως εκδότρια αυτών εταιρία με την επωνυμία "....... ΕΠΕ" δεν λειτουργούσε, ούτε διέθετα μηχανήματα, ώστε να κάνει παραγωγές ετοίμων ενδυμάτων και είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ στις 25-6-1999 είχε εκδηλωθεί έκρηξη στον χώρο του βαφείου της με όλες τις καταστρεπτικές συνέπειες, η άνω εταιρία εξακολοθούσε να εκδίδει τιμολόγια-δελτία αποστολής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εκδήλωση της έκρηξης. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η επιχείρηση της Ζ1 ουδεμία εμπορική δραστηριότητα είχε καθώς και τα σχετικά με την έκδοση και την αποδοχή των προαναφερόμενων εικονικών τιμολογίων. Για να προσδώσει, όμως, σε αυτήν αληθοφάνεια ανεύρε τον χώρο που δηλώθηκε ως έδρα της, προέβη στη μίσθωση αυτού με δικές του ενέργειες και μάλιστα ο ίδιος κατηγορούμενος κατέβαλε τα μισθώματα στον ιδιοκτήτη του χώρου αυτού. Κατ'αυτόν τον τρόπο παρείχε άμεση συνδρομή στην έκδοση και στην αποδοχή των πιο πάνω εικονικών τιμολογίων, που έγινε από την ατομική επιχείρηση της Ζ1. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, x1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ'εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27, 46 παρ.1 εδ.β', 98 ΠΚ και 19 παρ.1 α-4, 20 παρ.5-6, 21 παρ.2 του ν.2523/1997, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ.3 του ν.2753/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση, Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκθέτουν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Περαιτέρω, εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, που συνιστά την άμεση συνέργειά του στην έκδοση και αποδοχή των άνω εικονικών τιμολογίων από την αυτουργό του εγκλήματος αυτού Ζ1, και η γνώση αυτού για τη μη λειτουργία στην πραγματικότητα της ειρημένης ατομικής επιχειρήσεως της τελευταίας, η οποία δεν ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα και ούτε απασχόλησε προσωπικό, και εντεύθεν για την εικονικότητα των ανωτέρω τιμολογίων, που αφορούσαν στο σύνολό τους ανύπαρκτες συναλλαγές. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύονται σ'αυτή, για την εξ αντικειμένου στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος, η ιδιότητα του αναιρεσειόντος στην άνω ατομική επιχείρηση της Ζ1, αφού ως άμεσος συνεργός στην περίπτωση αυτή θεωρείται και όποιος συμπράττει με οποιονδήποτε τρόπο γενικά στη διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος (άρθρο 20 παρ.5 του ν.2523/1997), όπως εν προκειμένω ο αναιρεσείων κατηγορούμενος που συνέπραξε, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, με τον προεκτεθέντα τρόπο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην πρσοβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες, α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά δε με τον άνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ.1 του ν.3220/2004 "για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου κλπ", μετά το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 19 του ν.2523/1997 προστέθηκε διάταξη, κατά την οποία "ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον εντός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως ότι "η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ των διαδίκων βάσει των οποίων τον καταδίκασε, περιλαμβάνει και αυτή του άρθρου 40 παρ.1 του ν.3220/2004. 'Ότι η συγκεκριμένη, όμως, διάταξη δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, διότι θεσπίστηκε μετά την τέλεση του αδικήματος (χρόνος τέλεσης 8-12-1998 έως 25-8-2000) και είναι δυσμενέστερη. Και ότι παραβιάσθηκαν, συνεπώς, από την προσβαλλομένη τα άρθρα 7 παρ.1 του Συντάγματος, 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ, 15 παρ.1 του πρωτοκόλλου του ΟΗΕ (ν.2462/1997) και 2 του ΠΚ, καταστάσα αυτή αναιρετέα κατ'άρθρο 510 παρ.1 Ε' ΚΠοινΔ". 'Όμως, ο άνω λόγος αναιρέσεως στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως και εντεύθεν είναι απορριπτέος, αφού, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε μ'αυτή με βάση τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ.α' του ν.2523/1997 (και τις λοιπές προαναφερθείσες διατάξεις) και δεν εφαρμόσθηκε εν προκειμένω η διάταξη της παρ.1 εδ. β' του άνω άρθρου 19, που προστέθηκε, κατά το ανωτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν.3220/2004, η οποία (διάταξη) απλώς, αλλά και εκ περισσού, αναφέρεται στην 26η σελίδα της αποφάσεως ως μεταγενέστερη συμπλήρωση της παρ.1 του άρθρου 19 του ν.2523/1997. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία". όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδάφ. α' του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 εδάφ. α' για το χρόνο έναρξης της παραγραφής ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 2 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.β' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία, όμως, αυτή ρύθμιση, που δεν ήλθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει, κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), και αναστέλλεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 113 παρ.2 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως". Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2248/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, κατά τα ανωτέρω, για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ'εξακολούθηση (δηλαδή της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση) που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 18-12-1998 έως 25-8-2000, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών. Από τα πρακτικά της αποφάσεως αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την 15-2006, ο συνήγορος του κατηγορουμένου πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής, λόγω παρόδου πενταετίας, για τις μέχρι την 21-7-2000 μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση πιο πάνω εγκλήματος, ενόψει της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο την 21-7-2005. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση, μετά την παράθεση του νομικού μέρους αναφορικά με την παραγραφή του εγκλήματος της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, δέχθηκε τα εξής: "... Στην προκείμενη περίπτωση, η υπ'αριθμ. .... με αριθμό υπόθεση ..... έκθεση ελέγχου Κ.Δ.Σ., που συντάχθηκε από τα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. (Περ. Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας) για τον έλεγχο του κατηγορουμένου Χ1, με βάση την οποία καταλογίστηκαν σε βάρος του οι αναφερόμενες σε αυτήν παραβάσεις, θεωρήθηκε από τον Διευθυντή της άνω Υπηρεσίας στις 22-7-2004 και έκτοτε αρχίζει, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, η παραγραφή των αδικημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Ενόψει των ανωτέρω, οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν έχουν παραγραφεί, καθόσον δεν παρήλθε πενταετία από 22-7-2004 και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένσταση περί παραγραφής που πρότεινε ο κατηγορούμενος". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση, αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας του κατηγορουμένου σε έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ'εξακολούθηση, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν είχε παρέλθει πενταετία για όλες τις μερικότερες πράξεις, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε'του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 105 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.2 α' του Ν.2408/1996, "όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ.2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο δε εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.3160/2003, "προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού (δηλαδή εκείνου, που κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, του αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξεως) που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας". Με τη διάταξη αυτή σκοπήθηκε ο τερματισμός του απαραδέκτου καθεστώτος της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και κυρίως του δικαιώματος της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του "ως μάρτυρα" και ο αποκλεισμός του τεχνάσματος της εξετάσεως εκείνου, εις βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες, ως μάρτυρα ("μαρτυριοποίηση" του κατηγορουμένου). Με τη ρύθμιση αυτή θεσπίζεται απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της έγγραφης ένορκης καταθέσεως του υπόπτου (κατηγορουμένου), κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, η οποία (κατάθεση), όπως ανωτέρω ορίζεται, παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας και δεν εντάσσεται στη δικογραφία. Η ακυρότητα, όμως, αυτή είναι φανερό ότι αφορά την έγγραφη εξέταση του υπόπτου (κατηγορουμένου) κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και όχι οποιαδήποτε, κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας, κατάθεση του αποκτήσαντος μεταγενέστερα την ιδιότητα του κατηγορουμένου, την οποία ουδόλως αφορούν οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 105 και 31 παρ.2 του ΚΠοινΔ και η οποία επιτρεπτώς εντάσσεται στη δικογραφία, αποτελεί στοιχείο αυτής και, εφόσον αναγνωσθεί στο ακροατήριο, νομίμως λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ.12) αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο οι από 17-4-2002 και 22-10-2002 εκθέσεις ένορκης εξετάσεως του κατηγορουμένου, που είχαν δοθεί απ'αυτόν στα πλαίσια διενεργηθείσας από το ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας ένορκης διοικητικής εξετάσεως, τις οποίες έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Δικαστήριο της ουσίας κατά τη λήψη της αποφάσεώς του. 'Όμως, οι καταθέσεις αυτές, κατά τη διάρκεια της άνω διοικητικής έρευνας, του αποκτήσαντος μεταγενέστερα την ιδιότητα του κατηγορουμένου, τις οποίες ουδόλως, κατά τα ανωτέρω, αφορούν οι ειρημένες διατάξεις των άρθρων 105 και 31 παρ.2 του ΚΠοινΔ, επιτρεπτώς αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, ο αντίθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων διατείνεται ότι από τη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας των άνω ενόρκων καταθέσεών του προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ'αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται από το άρθρο 6 παρ.3 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) να πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι'αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ.1 του ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την υπ'αριθμ. 50/748/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια σε έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ'εξακολούθηση, για ακυρότητα του κλητηρίου θεπίσματος λόγω αοριστίας του. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως άσκησε ο αναιρεσείων έφεση με την υπ'αριθμ. 4.607/7-12-2005 ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα έκθεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων μόνον, ενώ δεν αναφέρθηκε καθόλου σε εσφαλμένη απόρριψη της άνω ενστάσεώς του. Την εν λόγω δε ένσταση πρότεινε αυτός και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο και το οποίο την απέρριψε κατ'ουσίαν με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθ. 2248/2006 ομοίως καταδικαστική απόφασή του. 'Ετσι, λοιπόν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως λόγος (εφέσεως) αναφορικά με την ειρημένη ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο πέμπτος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Β' του ΚΠοινΔ. λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. 'Υστερα απ'αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 19 Μαΐου 2006 αίτηση του x1 για αναίρεση της 2248/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων. 2ος λόγος: 510§1 στοιχ. Δ΄ & Ε΄ απορρίπτεται. 3ος λόγος: Όχι εφαρμογή του άρθρου 19§1 εδ. β΄ του ν. 2523/97 (αναλ. προϋπόθεση) απορρίπτεται. 4ος λόγος: 510§1 στοιχ. Ε΄ (για την παραγραφή): Η διάταξη του 21§10 εδ. α΄ του ν. 2523/97 ισχύει και επί εγκλημάτων του άρθρου 19 και η ρύθμιση του άρθρου 21§10 εδ. β΄, που προστέθηκε με 2§8 ν. 2954/01, ισχύει ως ευμενέστερη της προηγούμενης, και για εγκλήματα που τελέστηκαν προ 2-11-2001 (απορρίπτεται άνω λόγος). 1ος λόγος. Απόλυτη ακυρότητα λόγω αναγνώσεως ενόρκων καταθέσεων κατηγορουμένου στο ΣΔΟΕ (απορρίπτεται) και 5ος λόγος ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (απορρίπτεται).
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Επιεικέστερος νόμος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα.
1
Αριθμός 337/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, για αναίρεση της 16/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 392/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ με καθυστέρηση, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου φόρου και το ποσόν της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με την πιο πάνω αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τελωνεία και αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και έτσι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες κατέστησαν πλέον ανέγκλητες. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές πιο πάνω εγκλήματος που πρέπει, να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση είναι: α)η ύπαρξη βεβαιωμένων χρεών, β)η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, γ)ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή με δόσεις) και δ)το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή, ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε και η μη πληρωμή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (25 παρ. 1 1882/1990, όπως ισχύει μετά το ν. 2523/1997 στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες που νέα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου : α)για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείρηση αυτών, σωρευτικά ή μη ........Ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου του ίδιου Νόμου, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία.....". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, αλλά ούτε σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, πρέπει, να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει απλό τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή), εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όταν, όμως, πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, όπως είναι και η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, αν, δηλαδή, στην περίπτωση της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, πρόκειται για μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή για καθυστέρηση της εφάπαξ καταβολής του χρέους πέραν των δύο μηνών. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση επίσης εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 16/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, σε ποινή φυλάκισης δέκα τριών (13) μηνών ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται ότι από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάστηκε στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων των εγγράφων που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στην ....... στις 30-6-1994 (πάροδος δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής που ήταν 30-4-1999) ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "Ιατρικά είδη βορείου Ελλάδος Α.Ε", έχοντας χρέη προς το Δημόσιο που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης) και τα οποία ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα προερχόμενα από λοιπούς φόρους και χρέη (αχρεωστήτως καταβληθέντα) και συγκεκριμένα 757.006, 60 ευρώ (257.950.000 δραχ.) για κεφάλαιο, πλέον προσαυξήσεων ποσού 75.700, 66 ευρώ (25.795.000 δραχ.) και συνολικά 832.707, 26 ευρώ (283.745.000 δρχ.), παραβίασε για περισσότερο από δύο μήνες, όπως προαναφέρθηκε, την προθεσμία καταβολής των χρεών τα οποία ήταν πληρωτέα εφάπαξ, όπως αναλυτικά αναφέρεται στον επισυναπτόμενο, στο διατακτικό της παρούσας, πίνακα χρεών. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Στο διατακτικό δε διαλαμβάνεται ότι: "Στην ........ Έβρου στο χρόνο που αναφέρεται στον παρακάτω πίνακα χρεών παραβίασε την προθεσμία καταβολής κατά τις ισχύουσες διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες και η οποία προθεσμία αναφέρεται είτε στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων (για τμηματικά καταβαλλόμενα χρέη) είτε (προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ) σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο ως επιχειρηματίας τυγχάνων, παραβίασε την προθεσμία καταβολής χρέους ποσού 283.745.000 δραχμές. Ειδικότερα παραβίασε στη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης καταβολή χρέους ποσού 283.745.000 δραχμών, που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, τα οποία ήταν καταβλητέα εφάπαξ στις 30-6-1999 (πάροδο διμήνου από τον χρόνο καταβολής) όπως αναλυτικά περιγράφονται στον κατωτέρω πίνακα χρεών: Α.Φ.Μ. Στοιχεία Βεβαίωσης Αρχική βεβαίωση ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ· ΦΟΡΩΝ Τρόπος πληρωμής Αριθ. ληξιπροθ. δόσεων Αριθ. Ημερ. Διαγραφέν ΠΑΡΑΚΡΑΤ ., ΕΠΙΡΡΙΠΤΟΜ . ΔΑΝΕΙΑ ΛΟΙΠΟΙ Φ0ΡΟΙ ΚΑΙ ΧΡΕΗ Ημ/νία λήξης Α' δόσης ΣΥΝΟΛΟ Ιδιότητα Οικονομικό έτος Εισπραχθέν Ληξιπρ.κεφάλαιο ΣύνολοΑπαιτητό Ληξιπρ. κεφάλαιο ΣύνολοαπαιτητόΗμ/νία λήξης τελ. δόσης Είδος φόρου Υπόλ. οφειλής Συνεισπρ. Συνεισπρ. Ημ/νία παραβίασης Προθεσμίας καταβολής.......... 257.950.000257.950 . 000 0 0 257. 950. .000 00 · ". ο 0 257.950.000 283.745.000 283.745.000 .......... 0 00 025.795.000 Εφάπαξ...........ΔΙΕΥΘΥΝΩΝΣΥΜΒΟΥΛΟΣΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ (ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ.) 0257.950.000 ΣΥΝΟΛΑ257.950.000 0 0 257.950.000 00 0 257.950.000 25.795.000 283.745.000 283.745.000 Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, όπως προεκτέθηκαν, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, την οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ιδιαίτερη αιτιολογία υπάρχει, καθόσον αφορά τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος συνιστάμενο στην καθυστέρηση της εφάπαξ καταβολής του χρέους πέραν των δύο μηνών. Περαιτέρω, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: 1)αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθεται και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, 2)στην απόφαση προσδιορίζονται α)η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης) β)το είδος και το ύψος των χρεών και συνολικά και αναλυτικά (φόροι και χρέη) γ)ο τρόπος πληρωμής που με σαφήνεια προκύπτει ότι πρόκειται για εφάπαξ καταβολή δ)ο ακριβής χρόνος που κάθε ένα από τα μερικότερα χρέη κατέστη ληξιπρόθεσμο, ήτοι στις 30-6-1999 (πάροδος διμήνου από τον χρόνο καταβολής 30-4-1999) και απαιτητά την 1-7-1999. Επίσης, αναφέρεται στο αιτιολογικό και στο διατακτικό (πίνακα χρεών) ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κατά τον ως άνω χρόνο καταβολής των χρεών είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία "Ιατρικά Είδη Βορείου Ελλάδος Α.Ε" δεν απαιτούνταν δε να διευκρινιστεί από πού ακριβώς αυτός απέκτησε την ιδιότητα αυτή (από το καταστατικό ή από απόφαση του Δ.Σ). Η αναγραφή στο διατακτικό της απόφασης πριν από τον πίνακα χρεών, ότι ο αναιρεσείων κατά τον χρόνο καταβολής των χρεών ή του επιχειρηματία οφείλεται σε προφανή παραδρομή και ουδεμία ασάφεια δημιουργεί σχετικά με την ιδιότητα του αναιρεσείοντος κατά τον εν λόγω χρόνο. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η ασκηθείσα ποινική δίωξη έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, διότι αφενός μεν δεν υπήρξε προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας άσκησης της προσφυγής κατά της σχετικής φορολογικής εγγραφής και αφετέρου η μηνυτήρια αναφορά από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δεν συνοδευόταν από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Και τούτο διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας η δίωξη του διωκομένου εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως έχει αντικατασταθεί, προϋποθέτει απλή αίτηση του προϊσταμένου της σχετικής οικονομικής υπηρεσίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και όχι την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 21 παρ. 2 και 4 του ν. 2523/1997, που προβλέπουν την ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί ασκηθείσης προσφυγής ή την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής κατά της φορολογικής εγγραφής, αλλά ούτε και την επισύναψη στη μηνυτήρια αναφορά αντιγράφων της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, η οποία αφορά τα χρέη εκ των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 και όχι χρέη εκ του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του Κ.Ποιν.Δ δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της υπέρβασης εξουσίας είναι αβάσιμοι και πρέπει, να απορριφθούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Ποιν.Δ, η παραβίαση των διατάξεων των καθοριζουσών την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία του παρέχονται και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, δημιουργούσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως. Τέτοια παραβίαση αποτελεί και η περίπτωση κατά την οποία, μετά την κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου και την συζήτηση που επακολούθησε περί της επιβλητέας ποινής, δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του περί αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 369 παρ. 3 και 371 παρ. 3 εδ. β' του Κ.Ποιν.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση, ο διευθύνων τη συζήτηση, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα περί της επιβλητέας ποινής δεν έδωσε τον λόγο στο συνήγορο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου τον οποίο νομίμως εκπροσωπούσε περί της ποινής. Ενόψει αυτών, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως υπέπεσε στην πλημμέλεια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ και συνεπώς, είναι βάσιμος ο από αυτή πρώτος (τελευταίος) λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς την ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το μέρος που αναιρείται στο αυτό Δικαστήριο που την εξέδωσε αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 16/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, ήτοι μόνον ως προς την ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, ως προς το αναιρούμενο μέρος. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 7 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (αρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990). Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών προς τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από δημόσιες υπηρεσίες ή τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και έτσι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες κατέστησαν πλέον ανέγκλητες. Προϋποθέσεις άσκησης ποινιkής δίωξης επί αδικημάτων φοροδιαφυγής των άρθρων 17, 18 και 19 του Ν. 2523/1997. Απορρίπτεται ο περί υπερβάσεως εξουσίας προταθείς υπό του αναιρεσείοντος λόγος αναιρέσεως, αφού για τη δίωξη των εγκλημάτων του αρ. 23 του Ν 2523/1997 δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε σε περίπτωση άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ενώ επί των αδικημάτων του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του αρθρ. 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία η μηνυτήρια αναφορά πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας.
2
Αριθμός 336/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, για αναίρεση της με αριθμό 47/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1730/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. στ' του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με τις εκεί αναφερόμενες ποινές όποιος, εκτός άλλων, καλλιεργεί, μεταξύ άλλων και οποιοδήποτε φυτό του γένους κάνναβης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η καλλιέργεια φυτών ινδικής κάνναβης τελείται με την επιχείρηση από το δράστη, χωρίς άδεια της αρμόδιας Αρχής, πράξεων που ανάγονται στη γεωργική παραγωγή της ναρκωτικής αυτής ουσίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η τοποθέτηση σπόρων στο έδαφος, το οποίο έχει προς τούτο κατάλληλα προπαρασκευαστεί, και η περιποίηση γενικώς των δενδρυλλίων που έχουν βλαστήσει για την ταχύτερη και καλύτερη ανάπτυξή τους, όπως επίσης στην έννοια της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη εγκληματικής πράξης της καλλιέργειας εντάσσονται, εκτός από τις καθαρώς υλικές πράξεις, και η συστηματική παρακολούθηση της ανάπτυξης των φυτών, η επίβλεψη και ο έλεγχος της καλλιέργειας αυτών, η παροχή οδηγιών για την καλύτερη ανάπτυξη και περιποίησή τους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε...Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί αυτά δεν εξαίρονται. Η αιτιολογία, τέλος, της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 47/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, για την πράξη της καλλιέργειας ινδικής κάνναβης, σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών, αφού προηγουμένως απέρριψε το αίτημά του για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Στην αιτιολογία της απόφασης προκύπτουσα από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της αναφέρεται ότι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν σε αυτό, την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος στην αγροτική θέση "......." του Δ.Δ. ....... του Δήμου Κυπαρισσίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 18.8.2004 καλλιεργούσε φυτά ινδικής καννάβεως σε εκχερσωμένο από αυτόν χώρο ενός περίπου στρέμματος, περιβαλλόμενο από πυκνή βλάστηση, ώστε να είναι αθέατος. Συγκεκριμένα εφύτευσε στον ανωτέρω χώρο διακόσια τριάντα πέντε (235) δενδρύλλια ινδικής καννάβεως, τα οποία πότιζε από αυτοσχέδια δεξαμενή, σκάλιζε, λίπαινε και εκτελούσε σε αυτά όλες τις απαραίτητες καλλιεργητικές πράξεις, ενώ, συγχρόνως τα επιτηρούσε συστηματικά, ώστε αυτά να αναπτυχθούν σε ύψος το οποίο εκυμαίνετο από 1 μ. έως 3 μ. (βλ. την εκ των εγγράφων ανωτέρω αναγνωσθείσα από ...... έκθεση αυτοψίας - ανεύρεσης - εκρίζωσης - καταμέτρησης και κατασχέσεως). Αποσκοπούσε δε ο κατηγορούμενος στην συγκομιδή τους και εν συνεχεία στη διάθεση της παραγόμενης από αυτά ναρκωτικής ουσίας. Ο κατηγορούμενος αρνείται την αποδιδομένη σε αυτόν ανωτέρω πράξη της καλλιέργειας των (235) δενδρυλλίων ινδικής καννάβεως, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει καμία ανάμειξη σε αυτήν και ότι ευρίσκετο μακρυά από την περιοχή την στιγμή που οι αστυνομικοί αντιλαμβάνοντο τον καλλιεργητή να εισέρχεται στη φυτεία. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν μπορούν να τύχουν αποδοχής και κρίνονται λογικά έωλοι για τους κατωτέρω λόγους. Ο κατηγορούμενος είναι μόνιμος κάτοικος και κτηνοτρόφος σε μια σχεδόν ακατοίκητη περιοχή, διατηρεί μεγάλο αριθμό αιγοπροβάτων και γνωρίζει την περιοχή και τα μονοπάτια της. Είναι λοιπόν αδύνατον ένας ξένος προς την περιοχή να εκτίθεται στον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός από τον κατηγορούμενο μεταβαίνοντας σχεδόν καθημερινά για την περιποίηση των δενδρυλλίων περνώντας από το μονοπάτι που διέρχεται μέσα από την ιδιοκτησία του κατηγορουμένου και πλησίον του σπιτιού του (βλ. τα αναγνωσθέντα έγγραφα (πρόχειρο σχεδιάγραμμα και έκθεση αυτοψίας), καθώς και τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αστυνομικών). Σημειωτέον ότι, στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα δεν απεικο-νίζονται άλλα μονοπάτια που να καταλήγουν στη φυτεία παρά μόνο το μονοπάτι που διέρχεται πλησίον του σπιτιού του κατηγορουμένου και από το οποίο έφθασε στη φυτεία ο καλλιεργητής και από το οποίο διέφυγε αυτός ακολουθώντας αντίθετη πορεία. Επιπλέον επ'αυτού, πρέπει, να σημειωθεί ότι οι μάρτυρες αστυνομικοί τόνισαν την ανυπαρξία άλλων μονοπατιών και κατέθεσαν ότι έφθασαν στη φυτεία όχι από μονοπάτι αλλά ακολουθώντας το λάστιχο που έφερνε νερό στη φυτεία, σημειώνοντας ότι ήταν αδύνατη η προσέγγιση από την πλευρά του ποταμού λόγω του αποκρήμνου του εδάφους, έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται ότι απεκλείετο η από οποιοδήποτε άλλο μέρος πρόσβαση στο χώρο της φυτείας. Ο μάρτυς αστυνομικός Γ1 κατέθεσε ότι η λίπανση των φυτών είχε γίνει με φυσικό λίπασμα (φουσκί), γεγονός που αποδεικνύει ότι ο καλλιεργητής είχε τη δυνατότητα να αποκομίσει και να μεταφέρει εύκολα και σε μεγάλες ποσότητες τέτοιο λίπασμα, αφού ληφθεί υπ' όψιν ότι πρόκειται για καλλιέργεια πολλών (235) δενδρυλλίων. Το στοιχείο αυτό παραπέμπει στη λογική εξήγηση ότι μόνο ένα κτηνοτρόφος και μάλιστα κάτοικος της περιοχής είχε μια τέτοια ευχέρεια. Το μαύρο λάστιχο που διοχέτευε νερό στη δεξαμενή της φυτείας κάλυπτε μια μεγάλη απόσταση περί τα τρία χιλιόμετρα από την πηγή στον οικισμό "....." μέχρι τη φυτεία. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της μεταφοράς νερού από τόση μεγάλη απόσταση, καταδεικνύει την αυτοπεποίθηση και τη συμπεριφορά του καλλιεργητή ως κυριάρχου της περιοχής, για την οποία γνωρίζει ότι αυτή δεν προσεγγίζεται από ξένους, με δεδομένο το στοιχείο, όπως αυτό προέκυψε από τη διαδικασία, ότι στην περιοχή δεν υπάρχουν άλλες καλλιέργειες ή κτηνοτροφικές μονάδες. Από την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας, αλλά και από τα όσα περιέγραψαν καταθέτοντας οι μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί ..... και Γ1, προκύπτει ότι ευρέθησαν ρούχα μουσκεμένα από τον ιδρώτα στην κατοικία του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα μπλούζα χρώματος "πρασίνου" και παντελόνι χρώματος "λαδί". Οι αστυνομικοί περιέγραψαν ότι τα ρούχα αυτά τα φορούσε ο καλλιεργητής που εμφανίστηκε στη φυτεία και για τον οποίο καταθέτουν ότι, αν και δεν τον είδαν στο πρόσωπο, είναι πεπεισμένοι ότι φορούσε τα ρούχα που ευρέθησαν στην κατοικία του κατηγορουμένου. Εξηγούν δε το γεγονός ότι είδαν τα ρούχα του καλλιεργητού χωρίς να δούν το πρόσωπό του, λόγω της θέσεώς τους και επειδή ο καλλιεργητής είχε αφαιρέσει τα κάτω φύλλα των δενδρυλλίων, ώστε να αναπτυχθούν οι κορυφές τους, που ευρίσκοντο ήδη στο στάδιο ωριμάνσεως. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν αρνείται ότι τα ρούχα είναι δικά του, ισχυρίζεται ότι η υγρασία στα ρούχα δεν ήταν ιδρώτας, αλλά ουσία την οποία αποβάλλει το δέρμα των ζώων, όταν ο κτηνοτρόφος έρχεται σε επαφή μαζί τους κατά το κούρεμά τους, όμως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η κουρά των ζώων γίνεται σε προγενέστερο διάστημα και όχι κατά μήνα Αύγουστο, που συμβαίνουν τα περιγραφόμενα. Ως εκ τούτου η λογική συνάδει με τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες αστυνομικοί ότι πρόκειται για τα ρούχα που φορούσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος διέφυγε εσπευσμένα, έφθασε σπίτι του, άλλαξε γρήγορα και κατέλειπε τα ρούχα εκτεθειμένα, στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί και να δημιουργήσει άλλοθι ότι ευρίσκετο κατ' εκείνο το χρόνο μακρυά από την περιοχή. Περαιτέρω, αξιόλογο στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί και το οποίο έρχεται εις σύγκρουση με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου είναι τα αποτυπώματα της "σαγιονάρας" στη σκόνη του μονοπατιού που ακολούθησαν οι αστυνομικοί κατά τη διαδρομή από τη φυτεία προς το σπίτι του κατηγορουμένου. Πράγματι οι "σαγιονάρες" αυτές που βρέθηκαν στο σπίτι του κατηγορουμένου αντιστοιχούσαν στα αποτυπώματα που ακολούθησαν οι αστυνομικοί. Το στοιχείο αυτό κρίνεται καταλυτικό και συνηγορεί στην κρίση ότι ο καλλιεργητής είναι ο κατηγορούμενος, αφού επιπλέον κανείς άλλος που δεν θα ήταν κάτοικος της περιοχής δεν θα ερχόταν από κάποια άλλη περιοχή φορώντας πρόχειρα υποδήματα του τύπου "σαγιονάρας". Οι αστυνομικοί κατέθεσαν ότι εν υπήρχαν άλλα ίχνη στο έδαφος και χρονοτρίβησαν να φθάσουν τον διαφεύγοντα καλλιεργητή γιατί ακολουθούσαν τα αποτυπώματα της "σαγιονάρας". Ισχυρίζονται δε οι ίδιοι μάρτυρες αστυνομικοί ότι χρονοτρίβησαν και δεν πρόλαβαν τον καλλιεργητή και για έναν ακόμη λόγο, επειδή ο καλλιεργητής εξήλθε της φυτείας δίνοντάς τους την εντύπωση ότι θα επανέλθει μη επιδεικνύοντας η συμπεριφορά του ανησυχία ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία τους. Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο ότι την ίδια στιγμή που οι αστυνομικοί σντιλήφθησαν τον καλλιεργητή εισερχόμενο στη φυτεία ο ίδιος ευρίσκετο στο καφενείο του Ζ1 στην ........ και ότι τον είδαν διάφοροι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν καταθέσει. Επ' αυτού πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Οι καταθέτοντες μάρτυρες Ζ2 και Ζ1 δεν είναι κατηγορηματικοί για την ακριβή ώρα που τον είδαν στο καφενείο τους. Διαφοροποιούνται δε και κυμαίνουν την ώρα της αφίξεως του κατηγορουμένου, συγκεκριμένα ο Ζ2 καταθέτοντας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρει ως ώρα αφίξεως του κατηγορουμένου στο καφενείο την 9.30' π.μ., ενώ στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο καταθέτει λέγοντας ότι "πήγα στο μαγαζί γύρω στις 9.00' η ώρα το πρωΐ εκείνη την ημέρα και βρήκα τον κατηγορούμενο εκεί", ωσαύτως ο Ζ1 καταθέτει σήμερα στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο καφενείο "περίπου 9.00' παρά". Σημειωτέον ότι ο εξετασθείς ως μάρτυς υπερασπίσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Δ1 κατέθεσε ότι ήταν μαζί με τον ........ και είδε τον κατηγορούμενο να περνάει για την .... στις 8.20' με 8.30' το πρωΐ της ημέρας εκείνης".Όλες αυτές οι καταθέσεις αποδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος πραγματικά ευρέθη στο καφενείο των Ζ1,Ζ2 το πρωΐ της 18ης Αυγούστου 2004, πλην όμως ο ακριβής χρόνος ο οποίος είναι το καταλυτικό στοιχείο για τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου δεν είναι δυνατόν να προκύψει με ασφάλεια, καθόσον στις καταθέσεις τους οι ανωτέρω μάρτυρες εμφανίζουν μικρές αλλά ουσιαστικές διαφοροποιήσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα να μην προκύπτει μετά βεβαιότητος ο ακριβής χρόνος αφίξεως του κατηγορουμένου στο καφενείο των Ζ1,Ζ2 στην ........... Το φαινόμενο αυτό της πολυγνωμίας επιδέχεται λογική ερμηνεία, αφού εκείνη η χρονική στιγμή είναι για τους τρίτους (εν προκειμένω μάρτυρες) άνευ ιδιαιτέρας σημασίας και δεν συνδέεται με κάποιο ξεχωριστό γεγονός, που θα είχε εντυπωσιάσει τους ανθρώπους που συνάντησαν τον κατηγορούμενο για να συγκρατήσουν την ακριβή ώρα συναντήσεώς τους. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή καθείρξεως. Με τις ανωτέρω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. στ' του ν.1729/1988, την οποία εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση και περαιτέρω εκτίθεται και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, β) εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι ο δράστης του διωκομένου εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε και γ) προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τρόπος τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο της αίτησής του ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι ακύρως εξετάσθηκαν στο ακροατήριο οι μάρτυρες ......., Δ1 και Ζ1 "χωρίς να είναι του κατηγορητηρίου και χωρίς να κλητευθούν ή να προταθούν κατά την ακροαματική διαδικασία από τον Εισαγγελέα της έδρας, αλά και χωρίς να έχει αποφασίσει το Δικαστήριο την κλήτευσή τους". Ο λόγος αυτός πρέπει ως αβάσιμος ν' απορριφθεί, γιατί δεν προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του εναντιώθηκε στην εξέταση των παραπάνω μαρτύρων και ως εκ τούτου η εκ του λόγου αυτού σχετική ακυρότητα καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 παρ. 1 και 174 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. ΙΙΙ. Η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠοινΔ ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης, αν έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μετά την 4.6.1996, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ και θεμελιώνει έτσι λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ (Ολ.Α.Π. 1/2004, 2/1999). Η παραμονή όμως της έγγραφης εξέτασης του υπόπτου, που έλαβε χώρα κατά το στάδιο της προανακρίσεως στο φάκελο της δικογραφίας και όχι της εισαγγελίας (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠοινΔ), χωρίς αυτή να αξιοποιηθεί περαιτέρω εκ μέρους του δικαστηρίου, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, διότι υπάρχει στο φάκελλο της δικογραφίας της απόφασης αυτής η από ..... έκθεση ένορκης μαρτυρικής εξέτασης ενώπιον των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων ...... και ......., η οποία "δεν τέθηκε με πράξη ή διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών στο αρχείο και έτσι το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας προφανώς έλαβε υπόψη του και συναξιολόγησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του για το αδίκημα της καλλιέργειας δενδρυλλίων ινδικής κάνναβης". Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά και το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η εν λόγω μαρτυρική έκθεση, ούτε αναγνώσθηκε, ούτε αξιοποιήθηκε, εφόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της αποφάσεώς του όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μετά από αυτό και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην έννοια της καλλιέργειας ινδικής κάνναβης περιλαμβάνονται εκτός από τις καθαρώς υλικές πράξεις (τοποθέτηση σπόρων στο έδαφος, το οποίο έχει προς τούτο κατάλληλα προπαρασκευαστεί, περιποίηση γενικώς των δενδρυλλίων που έχουν βλαστήσει για την ταχύτερη και καλύτερη ανάπτυξή τους) και η συστηματική παρακολούθηση ανάπτυξης των φυτών, η επίβλεψη και ο έλεγχος της καλλιέργειάς τους και η παραδοχή οδηγιών για την καλύτερη ανάπτυξη και περιποίησή τους. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλ-λόμενη απόφαση που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της καλλιέργειας φυτών του γένους της κάνναβης, ο οποίος καλλιέργησε φυτεία, στην οποία αναπτύχθηκαν 235 δενδρύλλια ινδικής κάνναβης. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί ακυρότητος της διαδικασίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου λόγω εξετάσεως στο ακροατήριο μαρτύρων χωρίς να είναι του κατηγορητήριο και χωρίς να κλητευθούν ή να προταθούν κατά την ακροαματική διαδικασία από τον Εισαγγελέα της έδρας αλλά και χωρίς να αποφασίσει το Δικαστήριο, αφού δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι ο αναιρεσείων ή ο συνήγορός του εναντιώθηκαν στην εξέταση. Η παραμονή στη δικογραφία της ληφθεί-σας, κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση, έγγραφης κατάθεσης του κατηγορουμένου, χωρίς να αξιοποιηθεί σε βάρος του αποδεικτικώς, δεν επιφέρει καμία ακυρότητα της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Κατηγορούμενος, Μάρτυρες.
0
Αριθμός 335/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπουτσιδάκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 947/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2 2. Χ3 και πολιτικώς ενάγον το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αντώνιο Παπαγεωργίου. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαΐου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1057/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβησε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Είναι δε δυνατόν από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το έγκλημα της απάτης δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πώς επήλθε. Όσον αφορά την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του., διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή), εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο απ' αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς κι αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη πραγματικής ή νομικής πλάνης (άρθρ. 30, 31 του ΠΚ), πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από κείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση, δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 947/2005 απόφασή του, εκτός άλλων, έπαυσε υφ' όρο την ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3346/2005, ενώ περαιτέρω κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχη την ίδια (αναιρεσείουσα) για την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση και της επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της ως άνω απόφασης (που προσβάλλεται με την αναίρεση μόνο όσον αφορά την πιο πάνω καταδίκη της αναιρεσείουσας), η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω δικαστηρίου δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που φέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, καθώς και την απολογία της κατηγορουμένης), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στον τόπο και χρόνους που αναφέρονται στο διατακτικό η κατηγορουμένη, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων. Ειδικότερα, αυτή, ως υπάλληλος του ΙΚΑ Ρεθύμνου, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βλάβη της περιουσίας του ΙΚΑ, παρέστησε ψευδώς ότι ο Χ2 και ο Χ3, ήταν ασφαλισμένοι στο Ίδρυμα αυτό. Όσον αφορά τον Χ2 τον Ιούνιο του έτους 2000 έπεισε την υπερήλικα Γ1, όπως αυτός δηλωθεί ψευδώς ως απασχοληθείς στην οικοδομή της τελευταίας. Στη συνέχεια δε προέβη στη σύνταξη τριών ανακεφαλαιωτικών καταστάσεων σύμφωνα με το περιεχόμενο των οποίων βεβαιώθηκε ψευδώς ότι ο Χ2 εργάσθηκε στην Α.Μ. ....... οικοδομή της Γ1, κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2000, πραγματοποιώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. συνολικά 44 ημερομίσθια. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη συνέταξε τις με αριθμούς ........., ........ και ........... τρεις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις, σύμφωνα με το περιεχόμενο των οποίων προέκυπτε ότι ο Χ2 ασφαλίσθηκε (σύμφωνα με την πρώτη κατάσταση) για 20 ημερομίσθια για εργασίες που εφέροντο ως πραγματοποιηθείσες τον Ιούλιο του έτους 2000 και ακολούθως ότι πραγματοποίησε 9 και 15 ημερομίσθια (σύμφωνα με την δεύτερη και τρίτη κατάσταση) κατά τον μήνα Αύγουστο του έτους 2000. Πλην όμως, κατόπιν ελέγχου που πραγματοποιήθηκε από το δευτεροβάθμιο γραφείο ελέγχου του Ι.Κ.Α., διαπιστώθηκε ότι οι προανφερόμενες εργασίες, ουδέποτε εκτελέσθηκαν και ως εκ τούτου, ο Χ2 δεν είχε σχετικό δικαίωμα ασφάλισης, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός κατά τις παραπάνω αναφερόμενες ημέρες ασφάλισης με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του Ι.Κ.Α. κατά τις αντιστοιχούσες σ' αυτές παροχές. Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από τις προαναφερθείσες ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις, όσο και από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων Ζ1 (Δ/ντή του Ι.Κ.Α.) και Ζ2 οι οποίοι επελήφθησαν του θέματος, η δε δεύτερη τούτων, ως υπάλληλος του Ι.Κ.Α. στον δευτεροβάθμιο έλεγχο, ήλεγξε την οικοδομή της Γ1 και διαπίστωσε ότι δεν είχαν γίνει οι εργασίες για τις οποίες είχε ασφαλισθεί στο Ι.Κ.Α. ο Χ2 αλλά και από την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεση της προαναφερόμενης Γ1 ενώπιον του ενεργούντος Ε.Δ.Ε. Δ1, η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη οποία η κατηγορούμενη της υπέδειξε τον Χ2, προκειμένου να βεβαιωθεί ψευδώς στις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις ότι απασχολήθηκε στην οικοδομή της πραγματοποιώντας 44 ημερομίσθια, ο οποίος, όπως της είπε, ήταν σύζυγος της καθαρίστριας που απασχολούσε (βλ. σχετική κατάθεση). Επίσης, η ίδια κατηγορουμένη, κατόπιν της από ....... δηλώσεως του Χ3 περί απωλείας του ασφαλιστικού του βιβλιαρίου επικολλήσεως ενσήμων και διενεργηθέντος από την κατηγορουμένη κατά την ....... τακτικού (εικονικού) ελέγχου, συνέταξε την αριθμ. ......... απόφαση που υπέγραψε ο Δ/ντής του Ι.Κ.Α. Ρεθύμνου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονταν στον Χ3, 50 ημερομίσθια για τη χρονική περίοδο από 1-11-1992 έως 31-12-1992. Η κατηγορουμένη κατά τα διενεργηθέντα την ....... έλεγχο στην επιχείρηση του Β1 στην οποία εφέρετο ως απασχοληθείς ο Χ3, παρέλειψε να ζητήσει αποδεικτικά στοιχεία απ' αυτόν για την απασχόλησή του Χ3 στην επιχείρηση αυτή και, ακολούθως, έκανε δεκτή την αγορά ενσήμων από τον ίδιο κατά την 20-12-1999, δηλαδή μια ημέρα πριν την ενέργεια του εκ μέρους της και μετά παρέλευση επτά ετών από τη δηλούμενη απασχόληση, χωρίς να ερωτήσει τον φερόμενο ως εργοδότη του, Β1, για το αληθές ή μη της απασχολήσεως. Ακολούθως, η ίδια προκάλεσε την έκδοση της προαναφερομένης αποφάσεως, που υπέγραψε ο Δ/ντής του Ι.Κ.Α., περί αναγνώρισης των δηλουμένων ως απολεσθέντων ενσήμων του Χ3, μη θέτοντας υπόψη, (όπως όφειλε), του Προϊσταμένου Εσόδων του ΙΚΑ Ρεθύμνου, τον (εικονικό) έλεγχο στην επιχείρηση του εργοδότη Β1, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση του Χ3, στον οποίο δια των ως άνω ενεργειών και παραλείψεων της κατηγορουμένης αυτής, αναγνωρίστηκε παρανόμως χρόνος ασφάλισης για το χρονικό διάστημα από 1-11-1992 έως 31-12-1992, με συνακόλουθο αυτός να θεωρείται παλαιός ασφαλισμένος και να τυγχάνουν, τόσον ο ίδιος, όσον και ο νέος εργοδότης αυτού, δικαιούχοι επιστροφής εισφορών, που είχαν καταβληθεί πέραν της ανώτατης ασφαλιστικής κάλυψης, προς αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του ΙΚΑ. Τα παραπάνω προκύπτουν, τόσον από το γεγονός ότι η αγορά των ενσήμων από τον Χ3 έγινε την 20-12-1999, δηλαδή, μόλις μια ημέρα πριν τον έλεγχο της κατηγορουμένης, όσο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Ζ1 και Ζ3, Δ/ντή και Προϊσταμένου του Τμήματος Εσόδων ΙΚΑ Ρεθύμνου, αντίστοιχα, από τους οποίους ο μεν πρώτος όπως κατέθεσε, αναζήτησε τον φερόμενο ως εργοδότη του Χ3, Β1, ο οποίος είπε ότι δεν γνώριζε καθόλου τον Χ3 και μάλιστα υπέγραψε και υπεύθυνη δήλωση ότι ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει, ο δε δεύτερος, όπως επίσης κατέθεσε, διαπίστωσε ότι ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας υπήρχε στην κατάσταση εργαζομένων ( του Β1) και στην υπεύθυνη δήλωση απωλείας βιβλιαρίου που προσκόμισε ο Χ3, αλλά και ότι δεν του προσκόμισε η κατηγορουμένη το βιβλίο ελέγχου εργοδότη προς υπογραφή, από το οποίο θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα ένσημα είχαν αγοραστεί το έτος 1999 και δη προ του (εικονικού) ελέγχου της επιχείρησης Β1, εκ μέρους της κατηγορουμένης. Τέλος, η ίδια η κατηγορουμένη, εξεταζόμενη χωρίς όρκο από τον υπάλληλο του ΙΚΑ Δ1, ο οποίος, κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή του ΙΚΑ, ενεργούσε ένορκη διοικητική εξέταση, ανέφερε ψευδώς ότι δεν γνωρίζει τον Χ2, ουδέποτε έχει δει αυτόν και δεν έχει σχέση με την οικογένειά του, ενώ σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και την κατάθεση της Γ1, γνώριζε τόσο τον Χ2, όσο και τη σύζυγό του. Με αυτά που δέχθηκε η πλειοψηφούσα γνώμη του πιο πάνω Δικαστηρίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος της απάτης κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 και 386 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προσβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους από τα οποία η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική της κρίση β) προσδιορίζεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης με την αναφορά των συγκεκριμένων ενεργειών και παραλείψεων της αναιρεσείουσας και γ) αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας καθώς και ο σκοπός (υπερχειλής δόλος) αυτής, τον οποίο πέτυχε, να αναγνωριστεί αφενός μεν υπέρ του Χ2 παρανόμως δικαίωμα ασφάλισης, περέχον σ' αυτόν περιουσιακό όφελος κατά τις αντιστοιχούσες στην ως άνω ασφάλιση παροχές εκ μέρους του ΙΚΑ με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του τελευταίου, αφετέρου δε υπέρ του Χ3 παρανόμως χρόνος υπαγωγής αυτού στην ασφάλιση του ΙΚΑ για το χρονικό διάστημα από 1-11-1992 έως και 31-11-1992 με περαιτέρω αποτέλεσμα να θεωρείται αυτός ως παλαιός ασφαλισμένος και να τυγχάνει τόσο ο ίδιος όσο και ο νέος εργοδότης αυτού δικαιώματος επιστροφής ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβληθεί, πέραν της ανωτάτης ασφαλιστικής κάλυψης με αντίστοιχη βλάβη του ΙΚΑ, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείου απέρριψε σιωπηρά τον υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της περί πλάνης, είναι αβάσιμη και απορριπτέα και στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο, οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος περί πλάνης και, επομένως, η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω δικαστηρίου δεν υποχρεούταν να απαντήσει, μάλιστα αιτιολογημένα σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της πλειοψηφούσας γνώμης του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. II.-Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως πλήττει η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τον ισχυρισμό ειδικότερα ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείου με τις παραδοχές της στο σκεπτικό της απόφασης "η ίδια η κατηγορουμένη, εξεταζόμενη χωρίς όρκο από τον υπάλληλο του ΙΚΑ Δ1, ο οποίος, κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή του ΙΚΑ, ενεργούσε ένορκη διοικητική εξέταση, ανέφερε ψευδώς ότι δεν γνωρίζει τον Χ2, ουδέποτε έχει δει αυτόν και εν έχει σχέση με την οικογένειά του, ενώ σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και την κατάθεση της Γ1, γνώριζε τόσο τον Χ2, όσο και τη σύζυγό του", περιέλαβε και εξετίμησε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν το έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης για το οποίο καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες και με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά το άρθρο 32 του Ν. 3346/2005, και ως εκ τούτου δεν επιτρεπόταν αυτά να διερευνηθούν για την ενοχή της ως προς την πράξη της απάτης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι από τη διάταξη του άρθρου 32 του ν. 3346/2005 προκύπτει ότι η ποινική δίωξη για τα αδικήματα, για τα οποία είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών παύει προσωρινά και όχι οριστικά όπως αναφέρει η αναιρεσείουσα και η ποινική δίωξη παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρις ότου περάσει το χρονικό διάστημα των δέκα οκτώ μηνών, ενώ, πέραν τούτου από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο έγκλημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης για το οποίο έπαυσε προσωρινά η ποινική δίωξη, αποτελούν στοιχεία της πράξης της απάτης, οπότε νομίμως η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείο ασχολήθηκε με την έρευνα των περιστατικών αυτών ως στοιχείων της απάτης. III.-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ', 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, αναφορικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη το έγγραφο που δεν αναγνώστηκε, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόμενου σ' αυτόν από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Όμως, η ανάγνωση του εγγράφου, δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή (ανάγνωση) από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ). Στην προκείμενη περίπτωση από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι η πλειοψηφούσα γνώμη του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης έλαβε υπόψη της, για το σχηματισμό της κρίσης της, και την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεση της Γ1 ενώπιον του ενεργούντος Ε.Δ.Ε. Δ1. Η ένορκη αυτή κατάθεση, δεν αναφέρεται πράγματι στην οικεία θέση των πρακτικών της δίκης, όπου απαρριθμούνται όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, πλην όμως η ανάγνωσή της προκύπτει από το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, γίνεται ρητή μνεία ότι η πιο πάνω κατάθεση αναγνώστηκε. Συγκεκριμένα αναφέρεται σ' αυτό ".....Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από .........όσο και από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων.....αλλά και από την από 27-5-2001 ένορκη κατάθεσης της προαναφερόμενης Γ1 ενώπιον του ενεργούντος ΕΔΕ Δ1, η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο". Περαιτέρω, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης τα οποία αναγνώστηκαν στην κατ' έφεση δίκη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, προκύπτει ότι η εν λόγω ένορκη κατάθεση αναγνώστηκε στην πρωτόδικη δίκη συναινούσης της αναιρεσείουσας και περιελήφθηκε, έτσι, στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Πέραν τούτων, τόσο από την πρωτόδικη απόφαση, όσο και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αναγνώστηκε το πόρισμα της ΕΔΕ στο οποίο περιλαμβάνεται η κατάθεση της μάρτυρα Γ1 και, επομένως αυτή (κατάθεση) κατέστη αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, εφόσον η ένορκη κατάθεση της Γ1 αναγνώστηκε, κατά τα αναφερόμενα πιο πάνω, η αναιρεσείουσα είχε δικαίωμα να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση αυτή. Έτσι, χωρίς να δημιουργηθεί καμία ακυρότητα, ως προς την αναφορά, εκτίμηση και αξιολόγηση των εγγράφων που αναγνώστηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία, η πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου της ουσίας κατέληξε στην ως άνω καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση της, και ο αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ) περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Μαΐου 2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 947/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων ενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία απάτης. Τρόποι τέλεσης. Έννοια γεγονότος. Άμεσος δόλος. Απαιτείται η αιτιολόγηση της γνώσης του ψεύδους των γεγονότων. Εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος). Πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, δεδομένου ότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος περί πλάνης της κατηγορουμένης και επομένως το δικαστήριο δεν υποχρεούταν να απαντήσει, μάλιστα αιτιολογημένα, σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή (ανάγνωση) από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς επίσης και από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ή άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κ.λ.π.). Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη της αναιρεσείουσας για απάτη. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πρακτικά συνεδρίασης.
0
Αριθμός 307/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1160/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 413/26.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 527 § 3 εδ. β' και 528 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την από 22-6-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην κλειστή Φυλακή Αγίου Στεφάνου Πατρών, περί επαναλήψεως προς το συμφέρον αυτού της ποινικής διαδικασίας που επερατώθη με την υπ'αριθμ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία κατεδικάσθη σε ποινή καθείρξεως είκοσι (20) ετών και χρηματική ποινή 200.000 ευρώ, από την οποίαν αφού αφηρέθη ο χρόνος προσωρινής κράτησης του εξ'ενός (1) έτους και δέκα επτά (17) ημερών, ορίσθη υπόλοιπο εκτιτέας ποινής 18 ετών και 13 ημερών και παράλληλα επεβλήθη εις τον αιτούντα κατηγορούμενον διαρκή αποστέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων και ισόβια απέλαση του από την χώρα μετά την έκτισιν της ποινής του για α) Κατοχή ναρκωτικών ουσίων β) Εισαγωγή ναρκωτικών στην Ελληνική Επικράτεια με σκοπό την εμπορία και γ) Μεταφορά ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία, αναγνωρισθέντος εις τούτουν, κατά πλειοψηφίαν, του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου. ΙΙ) Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 525 § 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικώς αναφέρονται στο ως άνω άρθρο και όταν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που κατεδικάσθη είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέες αποδείξεις" θεωρούνται εκείνες οι οποίες, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για την επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες των προηγουμένως εξετασθέντων συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπ'όψιν του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα στοιχεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως, ότι αι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστάς που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ'αντιθέτως ερευνήθησαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής απόψεως και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης αποφάσεως δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (Α.Π. 127/2001 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 896, Α.Π. 1269/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 507). ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση η παραπάνω υπ'αριθμ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων είναι αμετάκλητη (ίδετ. το υπ'αριθ. πρωτ. 867/22-6-2007 πιστοποιητικό του αρμοδίου υπαλλήλου του Αρείου Πάγου). Ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Χ1 την 1-9-2000 και περί ώραν 12.00, οδηγός τυγχάνων του υπ αριθμ. κυκλοφορίας ...... φορτηγού αυτοκινήτου, κατελήφθη από υπαλλήλους του τελωνείου Κακαβιάς-Ιωαννίνων να κατέχει ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα 669 κιλά και 600 γραμμάρια ινδικής κάνναβης, συσκευασμένη σε 371 δέματα με μονωτική ταινία, την οποία είχε κρύψει σε ειδικώς διαμορφωμένη κρύπτη στον μουσαμά καλύψεως της καρότσας. Την εν λόγω ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών είχε εισάγει ο αιτών-κατηγορούμενος από την Αλβανία κατά τον προαναφερθέντα χρόνο και την μετέφερε με το παραπάνω αυτοκίνητο με προορισμό τον Πειραιά και την περαιτέρω διάθεση της έναντι οικονομικού οφέλους. Εδέχθη δε περαιτέρω το ως άνω δικαστήριο ότι αι περιστάσεις υπό τας οποίας διεπράχθησαν αι προαναφερόμενες πράξεις υπό του αιτούντος μαρτυρούν ότι τυγχάνει ιδιαιτέρως επικίνδυνος καθώς και ότι ούτος δεν ήτο τοξικομανής. Και είναι μεν αληθές ότι, κατά την επ ακροατηρίω διαδικασίαν ο κατηγορούμενος ισχυρίσθη ότι αγνοούσε πως μετέφερε ναρκωτικές ουσίες καθόσον το προαναφερόμενο αυτοκίνητο είχε παραδοθεί εις τούτον υπό τρίτου, αγνώστου ταυτότητος, στην Αλβανία προκειμένου να το οδηγήσει και να το παραδώσει στον Πειραιά εις άγνωστο επίσης πρόσωπο μετά του οποίου θα επικοινωνούσε στον αριθμό τηλεφώνου που του είχε παραδοθεί, πλην όμως ο ισχυρισμός ούτος απερρίφθη ως ουσιαστικώς αβάσιμος, συνεκτιμώντας, δια την εξ υποκειμένου θεμελίωσιν των εγκλημάτων που κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, την αφύσικη συμπεριφορά που ενεφάνισε, κατά την οδήγησιν, το εν λόγω αυτοκίνητο, οφειλομένη εις το ότι το φορτίο του, δηλαδή η ως άνω ποσότητα ναρκωτικών, εν όψει του ότι στην καρότσα του δεν υπήρχε άλλο φορτίο, ευρίσκετο πολύ υψηλότερα από το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα τούτο να εμφανίζει αστάθεια περί την οδήγηση, εξ ου συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος εγνώριζε πως υπήρχε φορτίο στο αυτοκίνητο και μάλιστα το ανωτέρω κατά ανορθόδοξο τρόπο τοποθετημένο σε κρύπτη του μουσαμά καλύψεως της καρότσας. ΙV) 'Ηδη ο αιτών Χ1 για την ευδοκίμηση της υπό κρίσιν αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, που αφορά τις παραπάνω εγκληματικές πράξεις σε βαθμό κακουργήματος, επικαλείται και προσκομίζει την εκδιδομένην στην Αλβανία εφημερίδα με τον τίτλο "....", σε πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση καθώς και των τοιούτων με τον τίτλο "....." και "....", της 5-5-2004 από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι, κατά τον παραπάνω χρόνον, εξηρθρώθη δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών ουσιών υπό της Αστυνομικής αρχής του Φίερ και Τιράνων Αλβανίας εις το οποίο συμμετείχον, μεταξύ των άλλων και οι Αλβανικής υπηκοότητος Ε1 και Ε2, εις το πρόσωπο των οποίων ο αιτών ανεγνώρισε την ταυτότητα εκείνων που παρέδωσαν εις τούτον το προαναφερόμενο φορτηγό αυτοκίνητο με την ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών για την μεταφορά των εις τον Πειραιά. Προσκομίζεται δε επίσης, προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, η από 7-1-2005 βεβαίωση του Σωφρονιστικού καταστήματος Τιράνων από το οποίον προκύπτει ότι ο εκ των ανωτέρω Ε2 (που είναι το αυτό πρόσωπο με τον Ε2) κρατείται προσωρινά από 4-5-2004 για την παραπάνω αιτία. Ο ισχυρισμός όμως ούτος του αιτούντος κρίνεται ως αβάσιμος, καθόσον και αληθών υποτιθεμένων των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, δεν αναιρείται η στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων δια τα οποία ούτος εκηρύχθη ένοχος και ειδικώτερον το γεγονός ότι ούτος ετέλει εν γνώσει των μεταφερομένων ποσοτήτων των ναρκωτικών ουσιών που εμμέσως πλην σαφώς ηρευνήθησαν από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προαναφερομένην καταδικαστικήν απόφασιν εις βάρος του κατηγορουμένου, εν όψει του προβληθέντος υπ'αυτού σχετικού ισχυρισμού του. 'Ετσι όμως, τα περιστατικά που προκύπτουν από τα παραπάνω έγγραφα, χωρίς να ενισχύονται από άλλα στοιχεία, εκτιμωμένων σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομισθεί εις το Δικαστήριον που τον κατεδίκασε, δεν καθιστούν φανερό ότι ούτος είναι αθώος των προαναφερομένων αξιοποίνων πράξεων ή κατεδικάσθη αδίκως για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που τέλεσε. Επομένως η υπό κρίσιν αίτησις πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Περαιτέρω, ως προς το αίτημα του αιτούντος να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής, που επέβαλε σ'αυτόν η παραπάνω απόφαση, πρέπει να απορριφθεί, αφού κατά την διάταξη του άρθρου 529 Κ.Π.Δ., προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας (Α.Π. 1002/2006). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί, ως αβάσιμη, η από 22-6-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αγίου Στεφάνου Πατρών, για επανάληψη της διαδικασίας που επερατώθη με την υπ'αριθ. 101/2004 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Β) Να απορριφθεί, ως αβάσιμο, το αίτημα του ως άνω αιτούντος για χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσης με την ως άνω απόφαση ποινής. Γ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αιτούντος. Αθήναι τη 29 Αυγούστου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω Εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και οι οποίες μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, που με την υπ' αριθ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων καταδικάσθηκε αμετάκλητα για εισαγωγή στη Χώρα, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ιδιαίτερη επικινδυνότητα, ζητεί με την υπό κρίση αίτησή του την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την έκδοση της πιο πάνω αποφάσεως, επικαλούμενος νέες αποδείξεις, άγνωστες στους δικαστές που τον δίκασαν, από τις οποίες προκύπτει, ότι ήταν αθώος για τα παραπάνω αδικήματα. Η αίτηση είναι νόμιμη, παραδεκτά εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο (άρθρα 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ) και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία και χωρίς να ακουστεί ο αιτών, καθόσον αυτός, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) κατά την ανωτέρω δικάσιμο εν τούτοις δεν εμφανίστηκε σ'αυτό, ούτε παρέστη με δικηγόρο δηλώσας εγγράφως ότι δεν επιθυμεί τούτο (βλ. το από .....αποδεικτικό επιδόσεως του υπαλλήλου της Κεντρικής Φυλακής Πατρών ......). Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που κατέστη αμετάκλητη, αφού η προθεσμία για την άσκηση κατ' αυτής αίτησης αναίρεσης έχει παρέλθει (βλ.867/2007 πιστοποιητικό Εισαγγελίας Αρείου Πάγου), ο αιτών καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως είκοσι ετών και χρηματική ποινή 200000 ευρώ, για εισαγωγή στη Χώρα, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ιδιαίτερη επικινδυνότητα. Στο σκεπτικό της ως άνω, απόφασης, διαλαμβάνονται για τον αιτούντα τα εξής " Την ..... και περί ώρα 12,00, σε έλεγχο που έγινε, στο χώρο του Τελωνείου Κακαβιάς Ιωαννίνων από τελωνειακούς υπαλλήλους στο με (αλβανικό) αριθμό κυκλοφορίας ..... φορτηγό αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος, αλβανός υπήκοος, προερχόμενος από την Αλβανία, βρέθηκε να κατέχει αυτός 669 κιλά και 600 γραμμάρια ακατέργαστη ινδική κάνναβη, συσκευασμένη σε 371 δέματα με μονωτική ταινία, την οποία είχε κρύψει σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη στο μουσαμά καλύψεως της καρότσας. Την ποσότητα αυτή του εν λόγω ναρκωτικού είχε εισαγάγει ο κατηγορούμενος από την Αλβανία κατ' εκείνη τη χρονολογία και τη μετέφερε με το ανωτέρω αυτοκίνητο με προορισμό τον Πειραιά, με σκοπό να τη διαθέσει σε τρίτους έναντι οικονομικού οφέλους. Τα περιστατικά αυτά αποδείχθηκαν από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, κυρίως δε από τις καταθέσεις των μαρτύρων τελωνειακών υπαλλήλων του Τελωνείου Κακαβιάς.Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αγνοούσε πως μετέφερε ναρκωτικά, διότι το αυτοκίνητό του είχε παραδοθεί από τρίτον στην Αλβανία για να το οδηγήσει και να το παραδώσει στον Πειραιά σε πρόσωπο που δεν γνώριζε και θα επικοινωνούσε μαζί του στον αριθμό τηλεφώνου που του είχε δοθεί, δεν αποδείχθηκε .Αποδείχθηκε αντιθέτως από τις ίδιες ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις ,ότι το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο παρουσίαζε αφύσικη οδική συμπεριφορά, οφειλόμενη στο ότι το φορτίο του, δηλαδή η ως άνω ποσότητα ναρκωτικών (στην καρότσα του ,σημειωτέον δεν υπήρχε άλλο φορτίο), ευρίσκετο πολύ υψηλότερα από το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα αυτό να παρουσιάζει αστάθεια περί την οδήγηση, γεγονός που αναγκαίως σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε πως υπήρχε φορτίο στο αυτοκίνητο και μάλιστα το ανωτέρω κατά ανορθόδοξο τρόπο τοποθετημένο στην κρύπτη του μουσαμά καλύψεως της καρότσας. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι αντελήφθη την αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά του αυτοκινήτου και ότι υπέλαβε ότι οφείλετο στη μειωμένη πίεση του αεροθαλάμου ενός από τους τροχούς του. Ο ισχυρισμός αυτός, δεν είναι πειστικός, διότι η μειωμένη πίεση στον αεροθάλαμο του τροχού θα είχε ως συνέπεια μόνο την ελαφρά εκτροπή του αυτοκινήτου προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενώ ο μάρτυρας τελωνειακός ...... κατέθεσε για αστάθεια ολοκλήρου του αυτοκινήτου κατέθεσε κατά λέξη "οδήγησα το φορτηγό στα 500 μέτρα και διαπίστωσα μία αστάθεια, πήγαινε σαν βάρκα στη θάλασσα με δέκα μποφώρ", πράγμα εντελώς ασύμβατο με την απλώς μειωμένη πίεση στον αεροθάλαμο του τροχού...". Ήδη, ο νυν αιτών επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, καθίσταται φανερή η αθωότητά του, 1) την εκδιδομένη στην Αλβανία εφημερίδα με τον τίτλο ''....'' της 5-5-2004 σε πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση του Υπουργείου Εξωτερικών από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι η Αστυνομία του ΦΙΕΡ εξιχνίασε δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών το οποίο απαρτίζετο από τον Ε1 και τον Ε2 άτομα τα οποία ήταν τα ίδια που του είχαν παραδώσει το φορτηγό αυτοκίνητο 2) αντίγραφα των Αλβανικών εφημερίδων ''....'' και ''.....'' της 5-5-2004 σε πρωτότυπο και σε μετάφραση από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι η ασφάλεια Τιράνων κατάσχεσε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών τα οποία διακινούσε σπείρα απαρτιζομένη από τον Ε1 και τον Ε2 άτομα τα οποία ήταν τα ίδια που του είχαν παραδώσει το φορτηγό αυτοκίνητο και 3) η από 7-1-2005 βεβαίωση του Σωφρονιστικού καταστήματος Τιράνων από το οποίο προκύπτει ότι ο εκ των ανωτέρω Ε2( που είναι το αυτό πρόσωπο με τον Ε2) κρατείται προσωρινά από 4-5-2004 για την παραπάνω αιτία. Από τα ως άνω επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο αιτών ετέλει εν γνώσει των μεταφερομένων ναρκωτικών ουσιών, ισχυρισμό άλλωστε που προέβαλε στο δικαστήριο που τον καταδίκασε το οποίο τον ερεύνησε και τον απέρριψε ως αβάσιμο. Κατά συνέπεια, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τις προσκομισθείσες προηγουμένως στο δικαστήριο, που εξέδωσε την περατώσασα την ποινική διαδικασία ως άνω αμετάκλητη απόφαση, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των προαναφερομένων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Ακόμη πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντος, για αναστολή της εκτελέσεως της ποινής, που του επιβλήθηκε, δυνάμει της ως άνω αποφάσεως, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9.2.2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 101/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων και το αίτημα αυτού για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Απορρίπτεται αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως για εισαγωγή στη χώρα ναρκωτικών ουσιών κλπ. επειδή από τις νέες αποδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση δεν γίνεται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 308/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Iανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, ήδη κρατούμενου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ΑΤ 497/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1695/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 459/20-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά τα άρθρα 473, 474, 507, 508, 510 Κ.Π.Δ., την με ημερομηνία 25.9.2007 δήλωση αναίρεσης του Χ1, που υποβλήθηκε δια του πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου Φιλίππου Φίλια, ενώπιον του γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Πειραιά, συνταχθείσης της υπ'αριθμόν 24/07 έκθεσης αναίρεσης, κατά της υπ'αριθμόν ΑΤ 497 από 30.1.2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, δια της οποίας απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του άνω αναιρεσείοντος Χ1 κατά της υπ'αριθμόν ΑΜ 5517/2003 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποίαν καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 3 ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και εκθέτω τα ακόλουθα: Συμφώνως προς το άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "'Οπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης" κατά δε τη παράγρ. 3 του ιδίου άρθρου "Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου ..." Ακόμη κατά το άρθρο 168 Κ.Π.Δ. "ο υπολογισμός των προθεσμιών γίνεται σύμφωνα με το καθιερωμένο ημερολόγιο". Τέλος κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "'Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα.... ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα.....το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά.......κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά αποφάσεων είναι δέκα ημέρες από την εκδίκαση της υπόθεσης, αν ο δικαιούμενος του ενδίκου μέσου ήταν παρών ή από την επίδοση της αποφάσεως αν είναι γνωστής διαμονής ή τριάντα ημερών, αν η διαμονή του είναι άγνωστη ή διαμένει στην αλλοδαπή ή είκοσι ημερών αν η άσκηση γίνεται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και περιέχει ένα τουλάχιστον δικαιολογητικό λόγο και οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν από τότε που η τελεσίδικη απόφαση καταχωριστεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, η προθεσμία δε αυτή δεν παρεκτείνεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση, οι οποίοι πρέπει να εκτίθενται στη δήλωση ή αίτηση άσκησης αναίρεσης και να συνοδεύονται από τα υποστηρίζοντα την ύπαρξη ανωτέρας βίας αποδεικτικά μέσα προκειμένου εξ αυτών να είναι δυνατή η εκτίμηση περί του αν συντρέχει ή όχι η επικαλουμένη κατάσταση ανωτέρας βίας. Αν δεν εμφιλοχωρήσει διακοπή ή αναστολή τότε η προθεσμία αρχίζει από την επομένη και διακόπτεται αν λάβει χώρα διακοπή η αναστολή και συνεχίζεται μέχρις ότου συμπληρωθεί η προθεσμία, άλλως η αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορρίπτεται και διατάσσεται η εκτέλεση της απόφασης, επιβάλλονται δε τα δικαστικά έξοδα σ'αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο (Α.Π. 1026/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 436, Α.Π. 1876/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 716). Στη προκειμένη περίπτωση ο Χ1, με την υπ'αριθμόν ΑΜ 5517/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, καταδικάστηκε ερήμην και ως αγνώστου διαμονής σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε αυτοπροσώπως την 17.12.2003 έφεση με αριθμό 4149, στην οποία δήλωσε ως διεύθυνση κατοικίας την οδό ..... αρ. ..... στον ........... Αττικής. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμόν Α.Τ. 497/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, ερήμην του εκκαλούντος, δια της οποίας αφού απορρίφθηκε αίτημα αναβολής δια τους εις αυτήν αναφερομένους λόγους, απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 Ν.969/1979 την 27-10-2006. Στον εκκαλούντα η απόφαση επιδόθηκε την ........ Η επίδοση αυτή είναι νόμιμη καθ'όσον αναφέρονται στο επιδοτήριο όλα τα νόμιμα στοιχεία και δη ημερομηνία επιδόσεως, ως ανωτέρω, τα στοιχεία του επιδόσαντος αστυνομικού (..........., υπηρετούντος στο Α/Τ Ρέντη) τη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση (οδός ........... ήτοι εκεί όπου είχε δηλώσει ο κατηγορούμενος δια του εφετηρίου) τον αριθμό της αποφάσεως (ΑΤ 497/2006) ως και τον αριθμό της εκκαλουμένης απόφασης και τα στοιχεία τον μάρτυρα αστυνομικού, παρουσία του οποίου έγινε η θυροκόλληση. Την 25.9.2007 ο άνω κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αναφέροντας σ'αυτήν ότι α) η επίδοση της αποφάσεως δεν είναι νόμιμη αφού δεν αναφέρεται στο επιδοτήριο ότι ο αστυνομικός διενήργησε έρευνα προς ανεύρεση των εις το άρθρο 155 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αναγραφομένων προσώπων και β) στο επιδοτήριο που έγινε στον αντίκλητο δεν αναγράφεται η ιδιότητά του ως αντικλήτου. Από το άνω αναφερόμενο επιδοτήριο προς τον κατηγορούμενο προκύπτει ότι ο αστυνομικός βεβαιώνει ότι "και μη ευρών αυτόν προσωπικά ούτε άλλον από τα στο άρθρο 155 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. αναφερόμενα πρόσωπα, κόλλησα......." από δε το επιδοτήριο προς τον αντίκλητο του κατηγορουμένου Ψ1 προκύπτει ότι αναγράφεται η ιδιότητά του ως "Αντικλήτου...". Από τα επιδοτήρια αποδεικνύεται το αβάσιμο των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, ο οποίος άσκησε την αίτηση αναίρεσης μετά τη πάροδο της νομίμου προθεσμίας και κατ'ακολουθίαν αυτών πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμόν 24/25-9-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμόν ΑΤ 497/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. 2) να διαταχθεί η εκτέλεση της άνω αποφάσεως, 3) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στο άνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 1 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ.1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ.18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος από τον γραμματέα της Εισαγγελίας 24 ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ'αποφάσεως είναι 10ήμερη, αρχομένη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της στον δικαιούχο σε αναίρεση και έχοντα γνώστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρησή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς εξετάζει ο 'Αρειος Πάγος για να διακριβώσει το παραδεκτό της αναιρέσεως, με την προσβαλλομένη απόφαση, απερρίφθη ως ανυποστήρικτη, κατ'άρθρο 510 ΚΠΔ, έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 5517/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Κατά της αποφάσεως αυτής καταχωρηθείσης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ την 27-2-2006 και επιδοθείσης στον αναιρεσείοντα δια θυροκολλήσεως στις ....... και στον αντίκλητο δικηγόρο του Ψ1 .......... σύμφωνα με τα σχετικά αποδεικτικά των αστυνομικών ....... και ............., αντιστοίχως, ασκήθηκε αναίρεση την 25 Σεπτεμβρίου 2007 με δήλωση του, ειδικώς εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου Φιλίππου Φίλια, στον γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, για την οποία συνετάγη η υπ'αριθμ 24/2007 έκθεση, στην οποία, ως λόγοι αναιρέσεως, για το εκπρόθεσμο της αιτήσεως αναφέρεται η ακυρότης της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι δεν αναφέρεται στο οικείο αποδεικτικό ότι ο αστυνομικός, διενήργησε έρευνα προς ανεύρεση των εις το άρθρο 155 παρ.1 ΚΠΔ αναφερομένων προσώπων, αλλά και διότι στο αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση στον αντίκλητο του αναιρεσείοντος δεν αναγράφεται η ιδιότητά του ως αντικλήτου. Από το ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τον κατηγορούμενο προκύπτει ότι ο αστυνομικός βεβαιώνει: "Και μη ευρών αυτόν προσωπικά ούτε άλλον από τα στο άρθρο 155 παρ.1 του ΚΠΔ αναφερόμενα πρόσωπα, κόλλησα την παραπάνω απόφαση στη θύρα της οικίας του, παρουσία του μάρτυρος αστυφύλακα...", ενώ από το δεύτερο αποδεικτικό επιδόσεως της αυτής αποφάσεως προς τον αντίκλητο του κατηγορουμένου Ψ1 προκύπτει ότι αναγράφεται συγκεκομένα (Αντ. Δικ.). η ιδιότητα αυτού ως Αντικλήτου του κατηγορουμένου. 'Αρα, οι ως άνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που βάλλουν κατά του κύρους της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απορριπτέες, ως κατ'ουσίαν αβάσιμες. Επίσης, απορριπτέα, ως αβάσιμη είναι και η ετέρα αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή αυτός δεν άσκησε εμπροθέσμως αίτηση αναιρέσεως, γιατί αγνοούσε την ύπαρξη της υποθέσεως και έλαβε γνώση της αποφάσεως μόλις συνελήφθη, οπότε και άσκησε την αίτηση, γιατί τα επικαλούμενα περιστατικά δεν συνιστούν τέτοια ανωτέρας βίας. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως, ασκηθείσα μετά την 10ήμερη προθεσμία από τις νομίμου επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει, κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 513 και 476 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. ΑΤ497/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτης μετά νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου. Επίδοση αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στον αναιρεσείοντα και στον αντίκλητό του δικηγόρο δια θυροκολλήσεως. Νόμιμες οι επιδόσεις. Αναίρεση κατά της αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας. Απόρριψη αναίρεσης ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 302/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Χίου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Φίλια, περί αναιρέσεως της 84-89/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βιτάλη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 480/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου . Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 299 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ.2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή, για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης . Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή, τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει, να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή, εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον, δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠοινΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 84-89/2006 απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο), της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας. Ειδικότερα δέχθηκε τα εξής: " Από τις ένορκες καταθέσεις όλων των μαρτύρων και την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα πρακτικά του, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατ/νου και όλη τη διαδικασία γενικά αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Χ1 γνωρίστηκε το έτος 1993 με την Φ1 στη συνέχεια δε αυτοί παντρεύτηκαν. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν το έτος 1995 ένα τέκνο τον ..... Η Φ1 εργαζόταν αρχικά στην επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων του πολιτικώς ενάγοντος- πατέρα της στη .... και αργότερα στα ναυπηγεία του .... Ο κατηγορούμενος εργαζόταν στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου ..... Η Φ1 κατά το τελευταίο διάστημα παρακολουθούσε μαθήματα ναυτικής εκπαίδευσης σε σχολή στον Ασπρόπυργο Αττικής προκειμένου να απασχοληθεί με τη ναυτική εργασία. Η πρόθεση της να ασχοληθεί με το ναυτικό επάγγελμα σε συνδυασμό με την ανάπτυξη απ' αυτήν κοινωνικών σχέσεων εύρισκαν αντίθετο τον κατηγορούμενο σύζυγο της. Με αφορμή μάλιστα τα παραπάνω ο κατηγορούμενος είχε δημιουργήσει στο παρελθόν αρκετές φορές επεισόδια σε βάρος της. Έτσι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2003 αυτοί τελούσαν σε διάσταση, η δε Φ1 είχε εγκαταλείψει τη συζυγική οικία και είχε εγκατασταθεί μαζί με το ανήλικο τέκνο τους στην οικία των γονέων της. Παρόλα αυτά ο κατηγορούμενος ήθελε και επιδίωκε με κάθε τρόπο να επανασυνδεθεί με τη σύζυγό του. Το απόγευμα της 19ης Δεκεμβρίου 2003 η Φ1 μαζί με το γιο της επισκέφθηκε την οικία του ζεύγους Κ1 και Κ2 στο συνοικισμό ...... με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Η Φ1 κατά την παραμονή της στην οικία Κ1 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο, ο οποίος με το αυτοκίνητο του, μετέβη κοντά στην παραπάνω οικία και παρέδωσε στην κόρη του ... ένα μπουκάλι ουίσκι για να το παραδώσει στη σύζυγό του, χωρίς η τελευταία να του απευθύνει, μέσω της ...., πρόσκληση να επισκεφθεί την ανωτέρω οικία για να την συναντήσει. Ο κατηγορούμενος προφανώς θεωρώντας τη συμπεριφορά της συζύγου του αρνητική σε σχέση με την επανασύνδεση τους και χολωθείς προφανώς από το γεγονός αυτό έφυγε από το σημείο εκείνο. Στη συνέχεια, όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος, αφού κατανάλωσε οινοπνευματώδη ποτά, χωρίς όμως να απολέσει την ικανότητα του να αντιληφθεί πλήρως το άδικο των πράξεών του και ενεργώντας σε πλήρη ηρεμία, μετέβη στην οικία των γονέων του, όπου, μετά από συμπλοκή, πήρε το με αριθμό ...... κυνηγετικό όπλο, καραμπίνα ΒΕΝΕLLI Ιταλίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι προκειμένου να αποσπάσει το ανωτέρω όπλο από τη μητέρα του, η οποία με κανένα τρόπο δεν ήθελε να του το παραδώσει φοβούμενη ότι αυτός θα έκανε κάποιο κακό, ο κατηγορούμενος την χτύπησε με αποτέλεσμα αυτή να καταλήξει στο νοσοκομείο (βλέπε την κατάθεση της μάρτυρος ......- μητέρας του). Ύστερα απ' αυτό ο κατηγορούμενος, αφού επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του μετέβη οδηγώντας αυτό στην οικία του Κ1 που απείχε 600 περίπου μέτρα. Όταν έφθασε εκεί ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε αποφασίσει να σκοτώσει τη σύζυγό του, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα κλειδιά της οικίας ήταν πάνω στην πόρτα, εισήλθε σ' αυτήν και κατευθύνθηκε στην κουζίνα της οικίας όπου εκείνη την ώρα βρισκόταν εκεί ο Κ1 η σύζυγός του, τα τρία τέκνα τους και η Φ1 με το τέκνο τους. Ο κατηγορούμενος με προτεταμένη την παραπάνω καραμπίνα και έχοντας στο στόμα του δύο φυσίγγια, πλησίασε τη σύζυγό του και από μικρή απόσταση, αφού τη σημάδευσε, την πυροβόλησε δύο φορές, με αποτέλεσμα να την τραυματίσει θανάσιμα στη δεξιά μασχαλιαία και θωρακική χώρα και στο δεξιό βραχίονα. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος, έχοντας τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, προσπάθησε να τοποθετήσει στη θαλάμη του όπλου τα δύο φυσίγγια που κρατούσε με το στόμα, προκειμένου προφανώς να πυροβολήσει ξανά, πλην όμως δεν τα κατάφερε, επειδή παρενέβη έγκαιρα ο Κ1 ο οποίος ύστερα από έντονη πάλη, λόγω της προβαλλόμενης σθεναρής αντίστασης εκ μέρους του κατηγορουμένου, κατάφερε, με τη βοήθεια και του προσδραμόντος ανεψιού του Μ1 να τον αφοπλίσουν. Και ενώ οι ανωτέρω τον απομάκρυναν ο κατηγορούμενος τους απείλησε ενώ προσπάθησε και πάλι βίαια να εισέλθει εκ νέου στην οικία, αλλά αυτοί τον εμπόδισαν να πραγματοποιήσει το σκοπό του αυτό. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έφυγε οδηγώντας το αυτοκίνητό του και προσήλθε μετά από μιάμιση περίπου ώρα στο ΑΤ της περιοχής όπου παραδόθηκε. Ο ανθρωποκτόνος σκοπός του κατηγορούμενου συνάγεται: α) από το γεγονός ότι στόχευσε με το όπλο του τη σύζυγό του από μικρή απόσταση, γνωρίζοντας καλά τη χρήση του κυνηγετικού του όπλου και την έπληξε σε καίρια και ευπαθή σημεία του σώματος της, β) από το γεγονός ότι πυροβόλησε τη σύζυγο του όχι μία φορά αλλά δύο φορές και τούτο για να είναι βέβαιος ότι θα επιτύχει το στόχο του, γ) από το γεγονός ότι είχε στο στόμα του δύο φυσίγγια και μετά τους δύο πυροβολισμούς επιχείρησε να βάλει και τα φυσίγγια αυτά στη θαλάμη του όπλου για να ξαναπυροβολήσει τη σύζυγό του, προκειμένου να είναι απόλυτα σίγουρος ότι θα την σκοτώσει και δ) το ότι ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει τη σύζυγό του οπωσδήποτε προκύπτει και από το γεγονός ότι παρά την παρουσία και άλλων ατόμων και μικρών παιδιών, αλλά και του δικού του παιδιού, στην οικία Κ1, δεν δίστασε να πυροβολήσει δύο φορές τη σύζυγό του και να την σκοτώσει. Και βέβαια ο κατηγορούμενος προηγουμένως είχε καταναλώσει διάφορα οινοπνευματώδη ποτά, πλην όμως δεν προέκυψε ότι η κατανάλωση αυτή επηρέασε καθοιονδήποτε τρόπο την ικανότητά του για την ορθή λειτουργία του νοητικού και βουλητικού στοιχείου του, ενόψει μάλιστα και του ότι, όπως και ο ίδιος δέχεται, είχε εξοικειωθεί κατά το τελευταίο διάστημα σε τέτοια κατανάλωση. Περαιτέρω με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προκύπτουν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ο κατηγορούμενος βρισκόταν τόσο κατά τη λήψη της απόφασης, όσο και κατά την εκτέλεση της πιο πάνω πράξης σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενήργησε κατά τέτοιο τρόπο με σκοπό τη θανάτωση της συζύγου του. Ο ισχυρισμός (αυτοτελής) του κατηγορουμένου ότι αποφάσισε και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία αυτή ευρισκόμενος σε βρασμό ψυχικής ορμής, είναι αβάσιμος από ουσιαστική άποψη και συνεπώς απορριπτέος. Και δεν αποκλείεται βέβαια ο κατηγορούμενος να βρισκόταν σε υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος ή πάθους ενδεχομένως λόγω της άρνησης της συζύγου του για επανασύνδεσή τους, πλην όμως από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι η υπερδιέγερση αυτή ήταν αιφνίδια και απότομη και, πάντως, σε καμία περίπτωση αυτή δεν εξελίχθηκε σε τέτοια ψυχική κατάσταση που να μην έχει ο κατηγορούμενος τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον οδηγούν ή τον απωθούν από την πράξη της ανθρωποκτονίας. Την κρίση του αυτή το δικαστήριο τη στηρίζει τόσο στα ίδια αναφερόμενα παραπάνω πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται ο ανθρωποκτόνος σκοπός του κατηγορουμένου, όσο και στις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο αυτοπτών μαρτύρων Κ1, ..., Μ1 και Ευαγγελίας συζύγου Κ1 οι οποίες δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου ή από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, οι οποίοι (μάρτυρες) αποκλείουν κατηγορηματικά την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής του κατηγορουμένου υπό την προαναφερθείσα και στην αρχική νομική σκέψη αναφερόμενη έννοια. Ενισχυτικό, εξάλλου, της ανωτέρω κρίσης αποτελεί και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τόσο κατά την προσέλευση του στην οικία Κ1, όσο και κατά την αποχώρησή του απ' αυτήν χρησιμοποίησε το αυτοκίνητό του οδηγώντας το προσεκτικά και με ήρεμο τρόπο, χωρίς να προκαλέσει κάποιο ατύχημα. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις τέλεσε τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται και πιο συγκεκριμένα τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοχρησίας, αφού για την τέλεση του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το παραπάνω όπλο και η χρήση του οποίου δεν αποτελεί κατά ειδική διάταξη του νόμου στοιχείο του αδικήματος αυτού (ανθρωποκτονίας) και τέλος της παράνομης οπλοφορίας...". Με τις παραδοχές του αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ότι αποφάσισε και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 200 ΚΠΔ, η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της διανοητικής υγείας του κατηγορουμένου, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση (παρεμπίπτουσα) όμως αυτού, με την οποία απορρίπτεται σχετική αίτηση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 του Συντ. και 139 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, το ΜΟΕ την αίτηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης προς διαπίστωση της διανοητικής υγείας του τελευταίου απέρριψε με την αιτιολογία, ότι "ούτε ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, απλά δε ζητεί την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί μήπως τυχόν πάσχει από τέτοια νόσο. Ούτε, εξάλλου, από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος εξεδήλωσε στο παρελθόν κάποια αδικαιολόγητη συμπεριφορά που να υποκρύπτει ψυχική νόσο. Ο κατηγορούμενος μάλιστα ισχυρίστηκε ότι δεν έχει επισκεφθεί ποτέ στο παρελθόν κάποιο ψυχίατρο, ούτε ακόμη, προσκομίζει κάποιο σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό. Αλλά ούτε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος εξεδήλωσε τέτοια συμπεριφορά που να οδηγεί στο ενδεχόμενο αυτός να πάσχει από κάποια ψυχική νόσο. Τέλος είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, κατά το χρόνο παραμονής του στις φυλακές Χίου απασχολείται ως μάγειρας, θέση υπεύθυνη, καθήκοντα που βέβαια δεν θα αντετίθεντο σ' αυτόν αν η συμπεριφορά του παρουσίαζε απόκλιση από την κανονική, χωρίς μέχρι τώρα αυτός να δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα". Επομένως το ΜΟΕ απέρριψε με την επιβαλλόμενη αιτιολογία την παραπάνω αίτηση του κατηγορουμένου, ο δε περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1Δ' ΚΠΔ δεύτερος λόγος, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ και 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27/2/2007 αίτηση αναιρέσεως (με αρ. πρωτ. 478/1-3-2007) του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Χίου, κατά της 84-89/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί βρασμού ψυχικής ορμής και αιτήματος διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
0
Αριθμός 300/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση, περί αναιρέσεως της 496/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 , που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 9 Μαΐου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 772/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφήμησης απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, για δε τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης προσαπαιτείται α) το γεγονός να είναι ψευδές β) ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση του δράστη, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ή διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ’ έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’είδος αναφερομένων σ’αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 προσελήφθη την 1-7-1996 από την εταιρία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία Χ1 ΕΠΕ, διαχειριστής της οποίας είναι ο κατηγορούμενος, προκειμένου ν’ απασχοληθεί ως αρχιτέκτονας στο σχεδιασμό και μελέτη επαγγελματικών ψυγείων και βιτρινών κρυστάλλων και εξοπλισμών ξενοδοχείων, κ.λ.π. Στις 27 Μαΐου 2004 ο κατηγορούμενος είδε τη σύζυγό του στην ..... μαζί με τον πολιτικώς ενάγοντα και το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο τελευταίος σε συνάντηση που είχε στην εταιρία με τον κατηγορούμενο και τον ανηψιό του, μάρτυρα ...., αφού ζήτησε συγνώμη του ομολόγησε ότι διατηρούσε δεσμό με τη σύζυγό του από το έτος 1998. Μετά από αυτό ο πολιτικώς ενάγων απεχώρησε από την εταιρία στις 30-9-2004, μετά από απαίτησή του αλλά ύστερα από προτροπή του κατηγορουμένου μετά το ανωτέρω συμβάν. Πριν από την αποχώρησή του ο κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι αρκετοί πελάτες της εταιρίας του τον πληροφόρησαν ότι ο πολιτικώς ενάγων τους ανέφερε ότι η εταιρία στην οποία απασχολείτο και ο ίδιος αντιμετωπίζει προβλήματα και ότι αυτός κατείχε σχέδια της εργοδότριάς του για να της εκτελέσει την εργασία. Μετά δε την αποχώρησή του αποδείχθηκε ότι προσελήφθηκε από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "..... ΟΕ" ανταγωνιστική της εταιρίας στην οποία εργαζόταν και της οποίας τόσοι οι ομόρρυθμοι εταίροι, όσο και το υπόλοιπο προσωπικό απεχώρησαν από την εταιρία Χ1 ΕΠΕ". Στις 15-11-2004 με εντολή του κατηγορουμένου, δημοσιεύθηκε: α) στο τεύχος ..... του περιοδικού ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ & ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, β) στο τεύχος ..... του περιοδικού ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ και γ) στο τεύχος ..... του περιοδικού Ζ & G ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ - GELATERIA, τα οποία εκδίδονται στην Αθήνα και κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα κείμενο στο οποίο ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε για τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 ότι: "ο εν λόγω κύριος, απασχολήθηκε στην εταιρία μας έως 27-5-2004, οπότε και αποκαλύφθηκαν οι άσεμνες προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητές του έναντι του κ. Χ1 από το 1998, όπως ομολόγησε, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της εταιρίας στο πρόσωπό του. Υπό το βάρος των εναντίον του αποκαλύψεων, οι οποίες έπλητταν σε βαθμό ανεπανόρθωτο την ηθική υπόσταση της επαγγελματικής σχέσης, θεωρήθηκε αυτονόητη η λύση της σύμβασης εργασίας η οποία μας συνέδεε, ο δε Ψ1 ζήτησε ένα περιθώριο χρόνου για να αναζητήσει μία νέα εργασία, πλην όμως δεν απεχώρησε από την εταιρία παρά μόνο όταν του αποστείλαμε εξώδικο, όπου του δηλώναμε την εναντίωσή μας στην περαιτέρω παραμονή του στην εταιρία μας. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια για τις συνθήκες λύσης συνεργασίας μας και οποιαδήποτε διαφορετικά σενάρια αποχώρησής του ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας τόσο του ιδίου όσο και της εταιρίας με την οποίαν συνεργάζεται...". Το πρώτο σκέλος των ως άνω δημοσιευμάτων και ειδικότερα το αναφερόμενο στις άσεμνες, προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητες του πολιτικώς ενάγοντος ως διατυπώνεται είναι ψευδές πλην όμως ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού δεδομένου ότι είχε σαφείς πληροφορίες για ερωτικό δεσμό της συζύγου του με τον κατηγορούμενο. Και το δεύτερο σκέλος του δημοσιεύματος ως διατυπώνεται είναι ψευδές πλην όμως ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, καθόσον πίστευε ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από την εταιρία μετά την κοινοποίηση του εξωδίκου και δεν γνώριζε τις συναντήσεις αυτού με τους ανθρώπους της εταιρίας του. Τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος. Μετά ταύτα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας απλής δυσφήμησης. Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι τα παραπάνω δημοσιεύματα δεν αποτελούν αξιολογικές κρίσεις όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος και κατά συνέπεια δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 Π.Κ. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενος απλής δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. Ειδικότερα, ενώ αρχικώς δέχεται ως αληθές το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στις 27-5-2004 είδε τον πολιτικώς ενάγοντα με τη σύζυγό του στην ..... και ότι ο τελευταίος (πολιτικώς ενάγων) ομολόγησε στον πρώτο (κατηγορούμενο) ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο εκείνου, στη συνέχεια, αναφερόμενη η απόφαση στο σκέλος του δημοσιεύματος για τις "άσεμνες, προσβλητικές και ηθικά απαξιωτικές δραστηριότητες του πολιτικώς ενάγοντος", αντιφατικά διαλαμβάνει στο σκεπτικό της ότι το παραπάνω γεγονός είναι ψευδές και ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας το γεγονότος τούτου, αντιφατικώς και πάλι διαλαμβάνει ότι ο κατηγορούμενος είχε σαφείς πληροφορίες για ερωτικό δεσμό της συζύγου του με τον κατηγορούμενο (νοείται τον πολιτικώς ενάγοντα). Αλλά και για τα γεγονότα που περιέχονται στο δεύτερο σκέλος του δημοσιεύματος δέχεται η απόφαση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους. Με τις αντιφατικές αυτές παραδοχές και την εν συνεχεία κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου για την πράξη της απλής δυσφήμησης, το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ που εφήρμοσε, την οποία και εκ πλαγίου παρεβίασε και στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης αφού έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, οι παραπάνω ασάφειες και αντιφάσεις , με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που προβάλλεται με το αναιρετήριο και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 496/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί απόφαση με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος απλής δυσφήμησης. Αντιφατική αιτιολογία - εκ πλαγίου παράβαση άρθρου 362 Π.Κ. Δέχεται ότι τα γεγονότα τα οποία διέδωσε ο κατηγορούμενος ήταν ψευδή και ότι αυτός τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας και παρά ταύτα, ενώ πρωτοδίκως είχε αυτός καταδικασθεί για συκοφαντική δυσφήμηση, την κηρύσσει ένοχο απλής δυσφήμησης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση απλη.
0
Αριθμός 298/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσίπρα, για αναίρεση της με αριθμό 1488/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1285/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 379 παρ. 1 του ΠΚ, το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις Αρχές, απέδωσε, χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνον απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος, ενώ κατά το άρθρο 399 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ, οι διατάξεις του άρθρου 379, εφαρμόζονται αναλόγως, εκτός των άλλων και για την πράξη του άρθρου 386, ακόμη και υπό την κακουργηματική της μορφή και σε σχέση με το Ν.1608/1950, γιατί το άρθρο 1 του νόμου αυτού δεν διαπλάσσει νέα εγκλήματα, αφού είναι τα αυτά εγκλήματα του ΠΚ σε διακεκριμένη μορφή. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η μερική απόδοση ή ικανοποίηση του ζημιωθέντος, εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος, αποτελώντας λόγο μειώσεως της ποινής, εφόσον περαιτέρω έγινε πριν ο δράστης εξεταστεί από την Αρχή, με την ελεύθερή βούλησή του, δηλαδή εκουσίως και αυθορμήτως και να μη οφείλεται σε εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη βούλησή του αίτια, διότι στην περίπτωση αυτή το αίτιο που οδήγησε στην ικανοποίηση του ζημιωθέντος δεν είναι η μεταμέλεια που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της έμπρακτης μετάνοιας. Η ικανοποίηση του ζημιωθέντος (εντελής ή μερική) μπορεί να γίνει και με την κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων (ζημιωθέντος και υπαιτίου ή τρίτου), με την οποίαν καταργείται η εκ του αδικήματος αξίωση και αντικαθίσταται με νέα (ανανέωση). Τέτοια, όμως, κατάργηση της, εκ του αδικήματος, ενοχής και σύστασης νέας δεν μπορεί να επέλθει μόνο με την εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου του υποχρέου, διότι η εγγραφή υποθήκης έχει χαρακτήρα απλής εξασφαλίσεως της παθούσας σε περίπτωση μη ικανοποιήσεώς της από το δράστη. Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δράστης δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, πρότεινε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί μερικής εξαλείψεως του αξιοποίνου, διότι, προ πάσης εξετάσεώς του από οποιαδήποτε Αρχή και εντός των συμβατικών προθεσμιών, με δική του θέληση κατέβαλε στον μεν λογαριασμό ........ του Γ1 ποσό 2.000.000 δρχ., έναντι της ...... επιταγής ΕΤΕ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας, ενώ έναντι της επιταγής ......... ποσό 3.000.000 δρχ. κατεβλήθη από τον Γ2, διότι ο ίδιος (αναιρεσείων) δεν είχε λογαριασμό στην Τράπεζα. Ακόμη πρόσφερε οικειοθελώς και προ πάσης έρευνας από την Αρχή 13 ακίνητά του στην ......, στα οποία έγραψε υποθήκη η Τράπεζα προς διασφάλιση μέρους της ενδίκου απαιτήσεώς της εκ δραχμών 16.000.000 και 30% επί οικοπέδου μετά της ισογείου οικίας, κειμένης στη ......, στην οποία έγραψε προσημείωση υποθήκης για ποσό 5.000.000 δρχ. Ότι, οι παραπάνω παραχωρήσεις περιουσιακών του στοιχείων, ελαχίστης αξίας 21.000.000 δρχ. και η δια μετρητών ως άνω καταβολή ποσού 5.000.000 δρχ., επέφεραν αντίστοιχη εξάλειψη του αξιοποίνου της άμεσης συνέργειας της απάτης και ως εκ τούτου έπρεπε να αφαιρεθούν από τη συνολική ζημία της Τράπεζας των 52.200.000 δρχ. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώθηκε, είναι μη νόμιμος, κατ' αμφότερα τα σκέλη του και δή κατά το πρώτο (καταβολή μετρητών 5.000.000 δρχ. κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε), διότι η μερική αυτή καταβολή, εκτός του ότι δεν έγινε στο σύνολό της από τον υπαίτιο (κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα), δεν έγινε και προς τη ζημιωθείσα Τράπεζα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ. Η κατάθεση του ως άνω ποσού στους λογαριασμούς των φυσικών αυτουργών Γ1 και Γ2, λαβούσα χώρα μετά την ανάληψη των ποσών εκ μέρους αυτών με τη συνδρομή του αναιρεσείοντος, από τη ζημιωθείσα Τράπεζα, δηλαδή μετά την αποκάλυψη της απάτης δεν επιφέρει μερική εξάλειψη του αξιοποίνου, πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί (δηλαδή θα μπορούσε να επέλθει μερική εξάλειψη του αξιοποίνου), εάν η κατάθεση του προαναφερθέντος ποσού στους λογαριασμούς των φυσικών αυτουργών ελάμβανε χώρα πριν αποκαλυφθεί η απάτη, αλλά και πριν γίνει η κατά τα άνω ανάληψη των χρημάτων, από την παθούσα Τράπεζα, οπότε οι λογαριασμοί των φυσικών αυτουργών θα εφέροντο να έχουν πιστωθεί με το ποσό των 5.000.000 δρχ. Ο ως άνω ισχυρισμός, κατά το έτερο σκέλος του (περί μερικής εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραχωρήσεως δικαιώματος εγγραφής υποθήκης επί ακινήτων του αναιρεσείοντος), είναι επίσης μη νόμιμος, διότι η τοιαύτη εγγραφή υποθήκης γενομένη μάλιστα μετά την αποκάλυψη της απάτης, δεν επιφέρει (μερική) εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλ' έχει το χαρακτήρα, όπως εσημειώθη, απλής εξασφαλίσεως της παθούσας σε περίπτωση μη ικανοποιήσεώς της από το δράστη. Το Εφετείο, τον ως άνω ισχυρισμό τον απέρριψε, σιωπηρώς μεν κατά το μέρος που ισχυρίσθη ότι επήλθε μερική εξάλειψη του αξιοποίνου με την παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης επί ακινήτων του αναιρεσείοντος, ρητώς δε κατά τα λοιπά και ειδικότερα με την αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 393 (σε συνδ. Με αυτή του άρθρου 379) ΠΚ δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση γιατί απαιτεί πλήρη ικανοποίηση του παθόντος. Εφόσον ο προδιαληφθείς ισχυρισμός είναι μη νόμιμος, κατά τα προαναπτυχθέντα, η κατά τα άνω απόρριψη αυτού από το Εφετείο δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 ΚΠΔ και επομένως ο τρίτος λόγος της αιτήσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 379 και 393 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής, εις το δικαστήριο δε της ουσίας εναπόκειται η κρίση, αν πλείονες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθούν ότι τελούν σε ενότητα εγκληματικής αποφάσεως, ως εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος. Στην καταφατική περίπτωση μπορεί να μην επιβληθεί ιδιαιτέρα ποινή για κάθε πράξη και ακολούθως καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, κατ' εφαρμογή των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 του ΠΚ, αλλά δύναται να καταγνωσθεί από το δικαστήριο μία και ενιαία για όλες τις πράξεις ποινή εις την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των πράξεων, οι οποίες πλέον θεωρούνται ως μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο (έγκλημα) θεωρείται ένα και ενιαίο. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως εις πράγματα αναφερομένη, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, υπάρχει το έγκλημα της απάτης, όταν κάποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Κατά δε το άρθρο 1 του Ν.1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του Δημοσίου", όπως σήμερα ισχύει, εις τον ένοχο ορισμένων αξιοποίνων πράξεων, μεταξύ των οποίων και η της απάτης, εφόσον στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή κατά Τράπεζας που εδρεύει στην Ελλάδα και το επιτευχθέν ή επιδιωχθέν όφελος του πράξαντος ή η προσγενομένη ή οπωσδήποτε απειληθείσα ζημία του Δημοσίου ή της Τράπεζας υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. (ήδη 146.000 ευρώ), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 του ΝΔ 2576/1953, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, τότε, για τον, κατά το αυτό άρθρο, προσδιορισμό του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσας ζημίας, καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος, ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς, ότι κατά τη διάπραξη, εκτός άλλων και του εγκλήματος της απάτης εις βάρος του Δημοσίου ή Τράπεζας που εδρεύει στην Ελλάδα κατ' εξακολούθηση δε με περισσότερες μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους ή της ζημίας, δηλαδή των στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η βαρύτης του εγκλήματος και ο χαρακτηρισμός αυτού ως κακουργήματος, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδικεύσεως αυτών, της διατάξεως του άρθρου 16 του Ν.2576/1953, ως ειδικής και αφορώσης τους καταχραστάς του δημόσιου τομέα, κατισχυούσης της γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ. Το Εφετείο που, με την προσβαλλομένη απόφασή του, εδέχθη ανελέγκτως ότι υπόκειται έγκλημα τελεσθέν κατ' εξακολούθηση και όχι περίπτωση της κοινής πραγματικής συρροής, ορθώς τις διατάξεις του άρθρου 98 ΠΚ και άρθρου 1 Ν.1608/1950 ερμήνευσε και εφάρμοσες και ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, σημειουμένου εδώ ότι οι ομοειδείς πράξεις που συνιστούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, μπορεί να τελεσθούν την αυτή χρονική στιγμή ή και την αυτή ημέρα. Περαιτέρω, εφόσον εν προκειμένω η εις βάρος της Τράπεζας τελεσθείσα άμεση συνέργεια εις απάτη, διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και δεδομένου του περιορισμού της αυτοτέλειας των επί μέρους πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, γενομένου δια του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.2576/1953, έπεται κατ' ανάγκην, ως εκ της φύσεως του πράγματος, ότι και οι μερικότερες πράξεις του ενιαίου κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, συνιστούν πράξεις εις βαθμόν κακουργήματος και όχι πλημμελήματος. Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. β' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως", προκύπτει ότι συστατικό στοιχείο της άμεσης συνέργειας στην τέλεση εγκληματικής πράξεως είναι η πρόθεση του αμέσου συνεργού ποτ έγκειται στην ηθελημένη παροχή συνδρομής και στη γνώση ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της αδίκου πράξεως. Τέτοια είναι και η συνδρομή του κομιστή επιταγής, ο οποίος, παρόλο που γνωρίζει ότι αυτή εκδόθηκε με απατηλό τρόπο, γιατί δεν καταβλήθηκε το ισόποσο της αξίας της, εμφανίζεται ο ίδιος, ή εκείνος στον οποίον την οπισθογράφησε για να την εισπράξει για λογαριασμό του στον αρμόδιο για την πληρωμή αυτής υπάλληλο, στον οποίο με την προσκομιδή της παρέχεται η ψευδής βεβαίωση ότι η επιταγή αυτή είναι κανονική και αυτός νόμιμος κομιστής δικαιούχος του ενσωματωμένου δικαιώματος και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η είσπραξή της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα άμεσης συνέργειας στις ακόλουθες πράξεις διακεκριμένης απάτης, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα: Ο Ζ1, ήταν απλός υπάλληλος επί των συναλλαγών (teller) του Υποκαταστήματος ("θυρίδας") Νέας Ιωνίας Αττικής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος (Ε.Κ.Τ.Ε) β'), και υπηρετούσε μαζί με τον Ζ2, πού ήταν διευθυντής της "θυρίδας". Οι εργασίες της "θυρίδας" ήταν περιορισμένου αντικειμένου, μετά από απόφαση της διοίκησης της παθούσας τράπεζας και αφορούσαν μόνο εργασίες ταμιευτηρίου, δηλαδή καταθέσεις και αναλήψεις σε σχετικούς λογαριασμούς, ενώ ήταν ανεπίτρεπτες πράξεις δανειοδοτήσεως. Η "θυρίδα" λειτουργούσε με το σύστημα "οn Ιine", δηλαδή με ηλεκτρονικό υπολογιστή, μέσω του οποίου οι εκάστοτε δοσοληψίες διαβιβάζονταν στον κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή και δι' αυτού, σε όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της παθούσας τράπεζας. Αυτοί, από κοινού, προκειμένου να ωφεληθούν παρανόμως τρίτοι γνωστοί τους (Γ1,Γ2), με βλάβη της περιουσίας της παθούσας τράπεζας, προέβαιναν (μετά από τηλεφωνική συνεννόηση μαζί τους) σε εικονικές πιστώσεις σχετικών λογαριασμών τους όψεως ή ταμιευτηρίου, τις οποίες εκ των υστέρων "κάλυπταν" με ισόποσες τραπεζικές επιταγές, που όμως ήταν ακάλυπτες και επίσης στην άμεση πίστωση των ιδίων λογαριασμών, με τα ποσά τραπεζικών επιταγών που τους παρέδιδαν συγχρόνως, χωρίς δηλαδή την παρέλευση του προβλεπόμενου, κατά τις οδηγίες της παθούσας τράπεζας, ελάχιστου χρονικού διαστήματος των τεσσάρων ημερών (προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι επιταγές αυτές ήταν καλυμμένες στην πληρώτρια τράπεζα, με αντίστοιχα διαθέσιμα), ή (μετά από τηλεφωνική συνεννόηση) και μεταγενέστερα, ενώ οι επιταγές αυτές ήταν ακάλυπτες, παριστάνοντας έτσι ψευδώς, μέσω του συστήματος "on line" της παθούσας τράπεζας στους αρμόδιους υπαλλήλους της, ότι. στους λογαριασμούς αυτούς υπήρχαν μεγάλα πιστωτικά υπόλοιπα και πετυχαίνοντας έτσι κατά τούτο την παραπλάνηση τους. Στη συνέχεια, οι εν λόγω Γ1 και Γ2, πραγματοποιούσαν αναλήψεις από τους αναφερόμενους λογαριασμούς τις οποίες δεν δικαιούνταν από άλλα υποκαταστήματα της παθούσας τράπεζας ή εξέδιδαν επί τούτων τραπεζικές επιταγές και τις εμφάνιζαν οι ίδιοι ή δι' άλλων προσώπων, σε άλλα υποκαταστήματα (της παθούσας τράπεζας) και πετύχαιναν την είσπραξή τους, με την εν γνώσει της παράσταση στους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας ψευδών γεγονότων ως αληθινών, δηλαδή ότι, οι επιταγές που παρέδιδαν στην παθούσα τράπεζα για την πίστωση των λογαριασμών τους, είχαν αντίκρυσμα, ενώ ήταν ακάλυπτες (εικονική κατάθεση μετρητών), με ισόποση βλάβη της περιουσίας της παθούσας τράπεζας. Ειδικότερα: α) την 31-1-1989, οι ως άνω υπάλληλοι της παθούσας προέβησαν στην πίστωση του υπ' αριθμό ..... λογαριασμού όψεως του γνωστού τους Γ1, με το ποσό των 19.500.000 δρχ, με βάση δύο τραπεζικές επιταγές με αριθμό ....... και ....... αντίστοιχα, ποσού 9.500.000 δρχ. και 10.000.000. δρχ., εκδόσεως Γ2 και πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τις οποίες αυτός τους παρέδωσε συγχρόνως, χωρίς να τις "δεσμεύσει" τουλάχιστον επί τετραήμερο και οι οποίες, εμφανισθείσες νομίμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν από έλλειψη αντικρίσματος. Έτσι, ο αναφερόμενος λογαριασμός του Γ1, πιστώθηκε σαν να είχαν καταβληθεί μετρητά με το πιο πάνω ποσό, το οποίο όμως ουδέποτε καταβλήθηκε στην τράπεζα, στη συνέχεια ο τελευταίος, εξέδωσε εν γνώσει του αυθημερόν από μπλοκ επιταγών της τράπεζας που είχε στη διάθεση του, επιταγή σε διαταγή του κατηγορουμένου χ1 ποσού 11.000.000 δραχμών, πληρωτέα στην "Ε.Κ.Τ.Ε.", η οποία εμφανισθείσα νομίμως από αυτόν την ίδια ημέρα προς πληρωμή στο υποκατάστημα Ακαδημίας Αθηνών της παθούσας τράπεζας, πληρώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της, που είχαν παραπλανηθεί μέσω του συστήματος "οn line" της τράπεζας, ότι ο λογαριασμός επί του οποίου είχαν εκδοθεί και σύρονταν οι ως άνω επιταγές αυτές, είχε επαρκές πιστωτικό υπόλοιπο, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τέτοιο πιστωτικό υπόλοιπο και η επιταγή επιστράφηκε τελικά από το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών ως ακάλυπτη, β)Την 1.2.1989 οι ως άνω υπάλληλοι της παθούσας τράπεζας Ζ1 και Ζ2 προέβησαν στην πίστωση του ιδίου (υπ' αριθμό ......) λογαριασμού όψεως του αυτού Γ1, με το ποσό των 21.400.000 δρχ., με βάση δύο τραπεζικές επιταγές, τις οποίες αυτός του παρέδωσε συγχρόνως, χωρίς να τις "δεσμεύσουν" τουλάχιστον επί τετραήμερο και οι οποίες, εμφανισθείσες νομίμως προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, δεν πληρώθηκαν από έλλειψη αντικρίσματος, έτσι, ο αναφερόμενος λογαριασμός του Γ1, πιστώθηκε σαν να είχαν καταβληθεί μετρητά με το πιο πάνω ποσό, το οποίο όμως ουδέποτε καταβλήθηκε στην τράπεζα . Στη συνέχεια ο τελευταίος, εξέδωσε εν γνώσει του αυθημερόν από μπλοκ επιταγών της τράπεζας που είχε στη διάθεση του, δύο άλλες επιταγές σε διαταγή του κατηγορούμενου χ1, η πρώτη ποσού 7.000.000 δρχ. και η δεύτερη ποσού 14.400.000 δρχ., πληρωτέες στην "Ε.Κ.Τ.Ε.", τις οποίες τις εμφάνισε νομίμως την ίδια ημέρα προς πληρωμή στο κατάστημα "Πανεπιστημίου" της τράπεζας και πληρώθηκαν από τους αρμόδιους υπαλλήλους της, που είχαν παραπλανηθεί μέσω του συστήματος "οn line της τράπεζας, ότι ο λογαριασμός επί του οποίου είχαν εκδοθεί και σύρονταν οι επιταγές αυτές, είχε επαρκές πιστωτικό υπόλοιπο, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τέτοιο πιστωτικό υπόλοιπο, και οι επιταγές επιστράφηκαν τελικά από το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών ως ακάλυπτες, και γ) την 31.1.1989, οι ως άνω υπάλληλοι της παθούσας τράπεζας Ζ1 και Ζ2 προέβησαν στην πίστωση του υπ' αριθμό ..... λογαριασμού όψεως του γνωστού τους Γ2, κατά το ποσό των 19.800.000 δρχ, με βάση δύο τραπεζικές επιταγές με αριθμό ....... και ....... αντίστοιχα, ποσού 8.700.000 δρχ. και 11.100.000. δρχ., εκδόσεως του κατηγορουμένου χ1 και πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τις οποίες αυτός τους παρέδωσε συγχρόνως, χωρίς να τις "δεσμεύσουν" τουλάχιστον επί τετραήμερο και οι οποίες, εμφανισθείσες νομίμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν από έλλειψη αντικρίσματος. Έτσι, ο αναφερόμενος λογαριασμός του Γ2, πιστώθηκε σαν να είχαν καταβληθεί μετρητά με το πιο πάνω ποσό, το οποίο, όμως, ουδέποτε καταβλήθηκε στην τράπεζα και το οποίο ο αναφερόμενος Γ2, ανέλαβε αυθημερόν, από το κατάστημα "Πανεπιστημίου" της τράπεζας, παραπλανηθέντων των αρμόδιων υπαλλήλων της, μέσω του συστήματος "οn line", ότι ο λογαριασμός από τον οποίο πραγματοποιείτο η ανάληψη, είχε πιστωτικό υπόλοιπο, μεγαλύτερο κατά το ποσό των 19.800.000 δρχ.. Οι αναφερόμενες δύο επιταγές, επιστράφηκαν τελικά από το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών, απλήρωτες από έλλειψη αντικρίσματος. Το ποσό των 19.800.000 δρχ.. που ωφελήθηκε τελικά ο Γ2 ζημιώθηκε η τράπεζα. Συνολικά, το παράνομο όφελος, που, από κοινού, αποκόμισαν οι ως άνω φυσικοί αυτουργοί της απάτης Γ1 και Γ2, από την είσπραξη των ακάλυπτων επιταγών, ανήλθε συνολικά στο ποσό των (11.000.000 + 21.400.000 + 19.800.000 από κεφάλαιο επιταγών + 222.000 από απώλεια χρεωστικών τόκων, λόγω του δεν ετέθη η VALEUR. των 4 εργάσιμων ημερών =) 52.422.000 δραχμών, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της παθούσας τράπεζας, διότι, κατά το ποσό αυτό, που κατέβαλε για την πληρωμή των επιταγών αυτών, πλέον τόκων VALEUR που απώλεσε, μειώθηκε η περιουσία της. Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη, που του αποδίδεται, δηλαδή της άμεσης συνδρομής σε απάτη, σε βάρος της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει μετά το ν.1738/1987 και έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 4 § 3 ν. 2408/96 "για τους καταχραστές Δημοσίου", διότι α) η συνολική ζημία που προκλήθηκε, αλλά και απειλήθηκε, καθώς και το συνολικό όφελος επιδιώχθηκε, αλλά και επιτεύχθηκε, από τους ως άνω φυσικούς αυτουργούς της πράξης της απάτης σε βάρος της παθούσας τράπεζας, είναι μεγαλύτερη του ποσού των 150.000 € (50.000.000 δραχμών), που αποτελεί το ελάχιστο όριο για το χαρακτηρισμό της πράξης απάτης, ως κακουργήματος, τιμωρούμενο κατά τις διατάξεις αυτές, ανεξάρτητα από τη συνδρομή της περιπτώσεως της § 3 του. άρθρου 386 ΠΚ, της τελέσεως δηλαδή της πράξεως κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και ανεξάρτητα από το ότι ο κατηγορούμενος εκ των υστέρων (13.2.1989, πριν από κάθε έρευνα, κατέβαλε στο λογαριασμό του φυσικού αυτουργού Γ2 το ποσό των 2.000.000 δραχμών, έναντι της υπ' αριθμό ....... ακάλυπτηςεπιταγής ΕΤΕ, η οποία αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας και ότι ο ίδιος ο Γ2, στις 7.3.1989 και 13.2.1989, πριν από κάθε έρευνα, κατέβαλε, το ποσότων 3.000.000 δραχμών, έναντι της υπ' αριθμόν ....... ακάλυπτης επιταγής, η οποία αποτελεί αντικείμενο της κατηγορίας, διότι δεν απαλλάσσεται ο υπαί-τιος, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 ΠΚ, που απαιτεί πλήρη ικανοποίηση του παθόντος, ούτε αφαιρούνται εκ των υστέρων τα ποσά από το ποσό της ζημίας ή του οφέλους, ώστε, μετά την αφαίρεση τους, να μην στοιχειοθετείται, λόγω ποσού, το ιδιώνυμο έγκλημα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 "περί καταχραστών του Δημοσίου", διότι, ήδη, έχει συντελεστεί το αδίκημα αυτό, για το οποίο λαμβάνεται υπόψη το κατά την τέλεση της πράξης όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο, ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, όπως η παθούσα τράπεζα, που περιλαμβάνεται στα πρόσωπα του άρθρου 263 Α του ΠΚ (ΑΠ 1191/01 ΕλλΔνη 42 1452). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δηλαδή να κηρύξει ένοχο τον αναιρεσείοντα άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 386, 46 παρ. 1β ΠΚ και άρθρο 1 του Ν.1608/1950 και τούτο διότι: Η πράξη της απάτης από τους φυσικούς αυτουργούς δεν συντελέστηκε με την πίστωση των λογαριασμών τους με τα ποσά των ακάλυπτων επιταγών που εμφάνισαν στην Τράπεζα προς πληρωμή, γιατί με μόνη την ως άνω πίστωση, δεν μειώθηκε η περιουσία της Τράπεζας, αφού είχε τη δυνατότητα ανακλήσεως των πιστώσεων μέχρι την παρέλευση του προβλεπομένου, κατά τις οδηγίες της παθούσας Τράπεζας, ελαχίστου χρονικού διαστήματος των τεσσάρων ημερών, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι επιταγές αυτές έχουν κάλυψη στην πληρώτρια Τράπεζα, με αντίστοιχα διαθέσιμα, αλλά (συντελέστηκε η πράξη της απάτης) με την χρήση των επιταγών που δεν είχαν αντίκρυσμα και την εντεύθεν είσπραξη των ποσών των πιστώσεων από τον κατηγορούμενο, δηλαδή η πράξη της άμεσης συνέργειας παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της κυρίας πράξεως και όχι προ αυτής, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων των άρθρων 386, 46 παρ. 1β ΠΚ και άρθρο 1 Ν.1608/1950 πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγω αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Ιουνίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1488/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε κακουργημα-τική απάτη κατ’ άρθρο 1 Ν 1608/1950, σε βάρος τράπεζας εδρεύουσας στην ημεδαπή, κατ’ εξακολούθηση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν πλείονες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθούν ως ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Για τον προσδιορισμό του οφέλους ή της ζημίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων και δεν παρίσταται ανάγκη εξειδικεύσεως αυτών. Πότε έχει εφαρμογή το άρθρο 379 ΠΚ και επί απάτης (άρθρο 393 ΠΚ). Για να επέλθει μερική εξάλειψη του αξιοποίνου απαιτείται η μερική καταβολή να γίνει από τον δράστη προς τον ζημιωθέντα. Η παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης δεν επιφέρει ολική ή μερική εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλ’ έχει τον χαρακτήρα απλής εξασφαλίσεως της παθούσας σε περίπτωση μη ικανοποιήσεως της από τον δράστη.
Συνέργεια
Απάτη, Συνέργεια, Εξακολουθούν έγκλημα, Εξάλειψη αξιοποίνου.
0
Αριθμός 297/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 564/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 192/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 70/19-3-2007 αίτηση της Χ1 , γενομένη δια πληρεξουσίου ο οποίος είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης, για αναίρεση του με αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 277/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1283/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που την παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ποσού άνω των 15.000 ευρώ και β) απάτη κατ' επάγγελμα με περιουσιακή ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενη και στρέφεται κατά βουλεύματος που την παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 περ. δ ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης. Α Στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία και συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέλαβε ουδεμία νόμιμη αιτιολογία, περιέχει κρίσεις αντιφατικές και αόριστες ότι απορρίφθηκαν ισχυρισμοί της κατηγορουμένης αναιτιολόγητα και ότι δεν λήφθηκαν υπ' όψη και δεν εκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, και ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των και των δύο πράξεων. Κατά της αναιρεσείουσας η οποία είναι επιχειρηματίας και ασχολείται με την ανέγερση, κατασκευή πολυκατοικιών και πώληση διαμερισμάτων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις και μετά την διενέργεια κυρίας ανάκρισης παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Οι κατηγορίες κατά της παραπάνω συνίστανται στο ότι η αναιρεσείουσα εξέδωσε εννέα συναλλαγματικές ποσών, 7000, 6500, 6000, 5000, 6000, 6000, 5000, 6000, 60000 Ευρώ επ' ονόματί της και έθεσε στην θέση του αποδέκτη την υπογραφή του Υ1 όπως επίσης έγραψε και την διεύθυνση της κατοικίας του και το Α.Φ.Μ., τις οποίες στην συνέχεια προεξόφλησε στην Αγροτική Τράπεζα και τις οποίες ο Υ1 αναγκάστηκε να πληρώσει η ίδια προκειμένου να πείσει τον παραπάνω παθόντα να την διευκολύνει του παρέστησε ότι ήταν επιτυχημένη επιχειρηματίας αποκερδαίνουσα από την εργασία της μεγάλα χρηματικά ποσά, ότι είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, ότι ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες τον χρόνο ότι ήταν φερέγγυα και διέθετε μεγάλη περιουσία, ότι κατ' εκείνο τον χρόνο ανήγειρε ταυτόχρονα τρεις πολυκατοικίες και ότι προσωρινά είχε έλλειψη ρευστότητας η οποία σύντομα θα καλυπτόταν από είσπραξη τιμήματος από πώληση διαμερισμάτων με συνέπεια να τον πείσει να την διευκολύνει δίδοντας της τέσσερις επιταγές μεταχρονολογημένες, ποσών 12, 14, 14, και 15 χιλιάδων ευρώ με την προοπτική ότι η κατηγορουμένη κατά την λήξη τους θα τις κάλυπτε καταθέτοντας στον λογαριασμό του μηνυτή επί του οποίου σύροντα οι επιταγές το αντίστοιχο ποσό, πλην όμως η αναιρεσείουσα δεν τις πλήρωσε με συνέπεια ο παθών να αναγκαστεί να τις εξοφλήσει και ότι τις πράξεις αυτές τις διαπράττει κατ' επάγγελμα. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση.... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν 2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.370 ευρώ)''. Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Για την στοιχειοθέτηση δε της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας απαιτείται και πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλο εάν το ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ή να διαπράττει πλαστογραφίες κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία άλλου υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.(ΑΠ 858/2004 ΠΧ NE-322 AΠ 1505/2004 Π X NE 622 ΑΠ 814/2000, ΠΧ ΝΑ-130 ΑΠ 1167/2000 Πράξ. και Λόγος -2000). Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Για τον προσδιορισμό του ποσού στην κατ' εξακολούθηση απάτη για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913/2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005). Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση. (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 1984/2004 Π.Χ ΝΕ 728). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Η αναιρεσείουσα ασχολούμενη με την ανέγερση πολυκατοικιών κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2003 παρέστησε ψευδώς στον μηνυτή τα όσα εκτίθενται παραπάνω περί της οικονομικής ευρωστίας και φερεγγυότητας, περί μεγάλης επιχειρηματικής δραστηριότητας, περί του ότι αυτή κατασκεύαζε κατ' εκείνο τον χρόνο 3 πολυκατοικίες εξ ου λόγου και αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας και ότι η κάλυψη των επιταγών τις οποίες του ζητούσε να τής δώσει για την διευκολύνει ήταν σίγουρη, διότι επρόκειτο κατά τους τρεις μήνες που ακολουθούσαν να εισπράξει τίμημα από την πώληση διαμερισμάτων, με συνέπεια να τον πείσει της εκδώσει 4 επιταγές μεταχρονολογημένες, με ημερομηνία έκδοσης 15-5, 15-5, 10-5, και 30-4-2003 ποσού 12.000, 14.000, 14.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες και τις μεταβίβασε στην αναιρεσείουσα η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να τις καλύψει καταθέτοντας στον λογαριασμό του τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά κατά την λήξη τους, η οποία όμως δεν τις κάλυψε όπως από την αρχή είχε σχεδιάσει με συνέπεια ο παραπάνω ν' αναγκαστεί να τις εξοφλήσει επ' ωφελεία της αναιρεσείουσας και αντίστοιχη ζημία του παθόντα. Ωσαύτως η αναιρεσείουσα εξέδωσε εννέα συναλλαγματικές μία την 1-9-2002 ποσού 7.000 και 8 με ημερομηνίες λήξης την 30-4, 25-7, 30-6, 30-7, 17-7, 30-6, 25-8 και 30-8-2003 ποσού 6.500, 6.000, 5.000, 6.000, 6.000, 5.000, 6.000, 6.000 Ευρώ ήτοι συνολικού ποσού 53.500 Ευρώ σε διαταγή της και στην θέση του αποδέκτη έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή το ονοματεπώνυμό του την διεύθυνση κατοικίας του και το ΑΦΜ του και τις οποίες συναλλαγματικές τις προσκόμισε στην Αγροτική Τράπεζα και τις προεξόφλησε και τις οποίες συναλλαγματικές ο μηνυτής αναγκάστηκε να τις πληρώσει. Περί των παραπάνω όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα κατέθεσαν οι μηνυτής και μάρτυρες όπως επίσης και από την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη προέκυψε ότι η υπογραφή του μηνυτή στις συναλλαγματικές τέθηκε κατ' απομίμηση και πάντως όχι από αυτόν. Και καταλήγοντας το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει ότι από την υποδομή που έχει διαμορφώσει η αναιρεσείουσα και από την πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων προκύπτει σκοπός για τον πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή για την τέλεση των συγκεκριμένων αδικημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας της όπως επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα απαντά στους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και ιδιαίτερα στο σημείο στο οποίο αναφέρει ότι ο μηνυτής είχε θέσει ο ίδιος την υπογραφή του στις επίδικες συναλλαγματικές. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98, 216 & 1-3 και 386 & 1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι δεν παρατηρούνται ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 70/19-3-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 3253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας . Αθήνα την 25-4-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.ΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξ άλλου η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών συμπληρωματικά αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3.253/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκε η ασκηθείσα από την αναιρεσείουσα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ.1.283/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος άνω των 15.000 ευρώ και β) απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακή ζημία μεγαλύτερη του συνολικού ποσού των 15.000 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ίδιες σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: ".. Δυνάμει του με αριθμ. ...... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ευστρατίας Χατζηδούκα του Παρασκευά, ο εγκαλών αγόρασε από την κατηγορουμένη που ησχολείτο με την ανέγερση πολυκατοικιών ένα διαμέρισμα του Ε' ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού ....... αντί τιμήματος 155.540 ευρώ, ενώ από του έτους 2001 ετύγχανε μισθωτής ενός καταστήματος κυριότητας της κατηγορουμένης επί της οδού ...... Την 1.9.2002 προ της σύνταξης του αγοραπωλητηρίου πιο πάνω συμβολαίου η εκκαλούσα εξέδωσε μία συναλλαγματική σε διαταγή της ποσού 7.000 ευρώ με ημερομηνία λήξης την 25.3.2003 και την 4.10.2002, ημεροχρονολογία σύνταξης τουτέστιν του αγοραπωλητηρίου πιο πάνω συμβολαίου, εξέδωσε σε διαταγή της ωσαύτως, οκτώ συναλλαγματικές ποσού 6.500, 6000, 5000, 6000, 6000, 5000, 6000 και 6000, με ημερομηνία λήξης την 30.4.2003, 25.7.2003, 30.6.2003, 30.7.2003, 17.7.2003, 30.6.2003, 25.8.2003 και 30.8.2003 αντίστοιχα και συνολικού ποσού 53.500 ευρώ, στις οποίες έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος στη θέση της υπογραφής του αποδέκτη και τα πλήρη στοιχεία αυτού χωρίς την συγκατάθεση του και στη συνέχεια, κατέθεσε αυτές προς προείσπραξη στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Συνεπεία δε της προεκτεθείσης αξιόποινης συμπεριφοράς της ο εγκαλών ζημιώθηκε κατά το ποσό των 53.500 ευρώ συνολικά, που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των παραπάνω συναλλαγματικών εκδόσεως της, το ποσό των οποίων και υποχρεώθηκε να εξοφλήσει στην ανωτέρω τράπεζα, με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης. Ο δ' ισχυρισμός της τελευταίας κατά τον οποίο η υπογραφή στη θέση του αποδέκτη έχει τεθεί από τον ίδιο τον εγκαλούντα στερείται βασιμότητας, όπως υπέρ της κρίσης αυτής συνηγορεί το συμπέρασμα της διενεργηθείσης από 19.12.2003 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης δυνάμει της με αρ. 769/2003 διάταξης του ανακριτή από τη δικαστική γραφολόγο Γ1 σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στην οποία, η υπογραφή στη θέση του αποδέκτη στις ανωτέρω συναλλαγματικές δεν έχει τεθεί δια χειρός του εγκαλούντα καθ' όσον δεν περιέχει τα γραφικά χαρακτηριστικά και την γραφική ποιότητα που -χαρακτηρίζει τις υπογραφές αυτού, συμπέρασμα, για το οποίο ας σημειωθεί η διορισθείσα από την κατηγορουμένη τεχνική σύμβουλος Σ1 δεν υπέβαλε εγγράφως τις παρατηρήσεις της. Τα όσα επομένως η κατηγορουμένη με το σχετικό της εφέσεώς της λόγο υποστηρίζει περί της μη προσήκουσας εκτίμησης της γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου Γ1 είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Και ναι μεν από την προδιαληφθείσα έκθεση δεν προκύπτει ποιος έθεσε την υπογραφή στη θέση της υπογραφής του αποδέκτη στις προαναφερθείσες εννέα συναλλαγματικές, πρόδηλο όμως τυγχάνει το συμφέρον της εκκαλούσας και εκδότριας των συναλλαγματικών αυτών να θέσει την υπογραφή της επ' αυτών στη θέση του αποδέκτη προκειμένου να επιτύχει την προείσπραξη των ποσών τους από την Τράπεζα. Εξάλλου, η κατηγορουμένη κατά μήνα Ιανουάριο 2003 με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν της παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντα, εν γνώσει της παρέστησε ψευδώς στον τελευταίο ότι είχε μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα ανέγερσης πολυκατοικιών και απεκέρδαινε μεγάλα κέρδη από την ενάσκηση της δραστηριότητάς της αυτής καθόσον ετησίως ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες με αποτέλεσμα, πεισθείς στις ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις της ο εγκαλών καθώς και σε εκείνη περί της είσπραξης εντός των προσεχών μηνών μεγάλων χρηματικών ποσών από την πώληση ακινήτων και περί της εν γένει φερεγγυότητάς της, να μεταβιβάσει σ' αυτή με οπισθογράφηση τις με αρ. ...., ...... , ...... , ...... και ....... επιταγές εκδόσεώς του από τον τηρούμενο στην Τράπεζα Αττικής με αρ. ......λογαριασμό του, αντίστοιχα την ..... , ..... , ..... και ...... και ποσού αντίστοιχα 12.000, 14.000, 14.000 και 15.000 ευρώ. Οι επιταγές αυτές παρά τις ως άνω διαβεβαιώσεις της και κυρίως εκείνης περί φερεγγυότητάς της κατά το χρόνο εμφανίσεώς τους προς πληρωμή καθόσον στο μεταξύ θα είχε αποκτήσει οικονομική ρευστότητα από την πώληση ακινήτων στις υπό ανέγερση οικοδομές, δεν πληρώθηκαν με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η περιουσία του εγκαλούντα κατά το συνολικό ποσό των 55000 ευρώ με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης-εκκαλούσας κατά τα ποσά αυτά. Και ναι μεν σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στο υποβληθέν υπόμνημά της ενώπιον της ανακρίτριας, η αποδοχή από τον εγκαλούντα των εκδόσεώς της παραπάνω συναλλαγματικών και η μεταβίβαση σ' αυτή με οπισθογράφηση των προαναφερθέντων επιταγών εκδόσεώς του πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια οικονομικής εξυπηρέτησης και ανταλλαγής αξιόγραφων και δη, όπως απολογούμενη ενώπιον της ανακρίτριας υποστηρίζει, σε αντικατάσταση μη πληρωθείσης επιταγής ποσού 25.000.000 δραχμών που αντιπροσώπευε μέρος του συνομολογηθέντος συνολικά τιμήματος για την αγορασθέν υπ' αυτής ως ανωτέρω διαμέρισμα επί της οδού ...... ο ισχυρισμός της όμως αυτός στερείται βασιμότητας ως αναιρούμενος από τα συμφωνηθέντα μεταξύ του εγκαλούντα και της κατηγορουμένης αναφορικά με την καταβολή του συνομολογηθέντος τιμήματος για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος δυνάμει του προδιαληφθέντος με αρ. ...... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο οποίο, ολόκληρο το συνομολογηθέν τίμημα πίστωσε η πωλήτρια χωρίς τόκο και δήλωσε ότι δέχεται να το λάβει από τον αγοραστή από προϊόν ισόποσου δανείου που θα χορηγηθεί σ' αυτόν από την Εμπορική Τράπεζα ή από οποιαδήποτε άλλη Τράπεζα μέχρι 4.11.2002. Άλλωστε, αν πράγματι οι αναφερόμενες πιο πάνω συναλλαγματικές αντιπροσώπευαν δόση του συνομολογηθέντος για την αγορά του άνω διαμερίσματος τιμήματος, οι οποίες ας σημειωθεί φέρονται εκδοθείσες την αυτή ημεροχρονολογία της συνάψεως του ανωτέρω με αρ. ....... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι στις 4.10.2002, αναμφισβήτητα, η εκκαλούσα θα αξίωνε την καταχώρηση των στοιχείων των συναλλαγματικών αυτών καθώς την χωρήσασα από τον εγκαλούντα αποδοχή τους στο αγοραπωλητήριο πιο πάνω συμβόλαιο πλην, όπως εκ του περιεχομένου του προκύπτει, ουδεμία σε σχέση με τα προεκτεθέντα μνεία ή αναφορά σ' αυτό γίνεται. Ούτ' άλλωστε ευσταθεί και ο έτερος αυτής ισχυρισμός περί εκδόσεως πέραν αυτών και των παραπάνω επιταγών για την προδιαληφθείσα αιτία σε εξόφληση τουτέστιν μέρους του συνομολογηθέντος τιμήματος για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος ως αναιρούμενος, από τη χωρήσασα κατά το φερόμενο χρόνο (Ιανουάριο 2003) έκδοσης των παραπάνω μεταχρονολογημένων επιταγών εξόφληση του τιμήματος του αγορασθέντος από τον εγκαλούντα πιο πάνω διαμερίσματος όπως προκύπτει, από τη με αρ. ...... πράξη εξόφλησης της συμ/φου Αχαρνών Ευστρατίας Χατζηδούκα. Τα όσα δε ο μάρτυς της εκκαλούσας ....... στην ένορκη με αρ. βεβαίωσή του ενώπιον του Συμ/φου Αθηνών Κων/νου Υφαντή αναφέρει, περί της εξόφλησης τουτέστιν από την εκκαλούσα των παραπάνω αξιόγραφων (συν/κων και επιταγών), δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο ούτε άλλωστε η εκκαλούσα απολογούμενη υποστηρίζει εξόφλησή τους, η δε καταβολή από την εκκαλούσα του ποσού των 150.000 δραχμών στην κομίστρια εταιρία Bullet ΑΕ επιταγής ποσού 15.000 ευρώ εκδόσεως του εγκαλούντα αφορά σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ' αυτής από 10.9.2003 βεβαίωση της εταιρίας Bullet ΑΕ τη με αρ. ....... επιταγή της Τράπεζας Αττικής, λήξεως 30.4.2003, που δεν συμπεριλαμβάνεται στις επίδικες ως άνω, τις δε πράξεις αυτές η εκκαλούσα διαπράττει κατά επάγγελμα και κατά συνήθεια καθ' όσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή για την τέλεση των συγκεκριμένων αδικημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας της όπως υπέρ της κρίσεως αυτής συνηγορούν και οι από 24.9.2003 και 13.10.2003 καταθέσεις των μαρτύρων αντίστοιχα ..... και ..... ενώπιον της ανακρίτριας που καταμαρτυρούν, σε βάρος τους παρόμοια με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της εκκαλούσας. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να διορθωθεί το διατακτικό του εκκαλούμενου βουλεύματος με την προσθήκη στη 14η σειρά της δεύτερης σελίδας του δέκατου φύλλου με τη λέξη "επάγγελμα" της λέξεως και κατά συνήθεια και στη 19η σειρά της αυτής σελίδας και φύλλου μετά τη λέξη "εισοδήματος" της φράσεως και σταθερή ροπή για την τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της....". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1,3β και 386 παρ. 1,3α του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και καθόσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ταυτότητα των εγγράφων, δηλαδή των οκτώ (8) συναλλαγματικών, επί των οποίων στη θέση του αποδέκτη η κατηγορουμένη έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος και τα πλήρη στοιχεία αυτού, χωρίς την έγκρισή του και στη συνέχεια τις εμφάνισε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος από την οποία και εισέπραξε το συνολικό ποσό των 53.500 ευρώ προς όφελός της και αντίστοιχη ζημία του εκκαλούντος. Για την περί πλαστογραφίας ουσιαστική κρίση του, το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα στο σκεπτικό του αποδεικτικά μέσα, ειδικώς δε αναφέρεται στην γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της Γ1 η διενέργεια της οποίας διετάχθη από τον ανακριτή, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας η υπογραφή στη θέση του εκδότη των άνω συναλλαγματικών δεν έχει τεθεί από τον εγκαλούντα και εξηγεί από ποια στοιχεία πείθεται ότι η υπογραφή αυτού τέθηκε από την κατηγορουμένη, ενώ ακόμη αναφέρεται και στην διορισθείσα από την κατηγορουμένη τεχνική σύμβουλο Σ1 για την οποία βεβαιώνεται ότι δεν υπέβαλε έγγραφες παρατηρήσεις επί του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω και για την πράξη της απάτης το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα γεγονότα εκείνα από τα οποία ο εγκαλών, παραπλανηθείς, πείσθηκε να μεταβιβάσει σ' αυτήν με οπισθογράφηση τις αναφερόμενες τέσσαρες (4) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές συνολικού ποσού 55.000 ευρώ, το οποίο αυτός ζημιώθηκε, με αντίστοιχη ωφέλεια εκείνης, η οποία μεταβίβασε περαιτέρω τις επιταγές αυτές. Διαλαμβάνονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ήσαν ψευδείς οι βεβαιώσεις της κατηγορουμένης α) ότι από την επιχειρηματική της δραστηριότητα ως εργολάβου οικοδομών απεκέρδαινε μεγάλα χρηματικά ποσά και ότι ήταν πρόσωπο οικονομικά φερέγγυο β) ότι ετησίως ανήγειρε 3-4 πολυκατοικίες και γ) ότι είχε πρόσκαιρη ταμιακή δυσχέρεια και ανέμενε στους προσεχείς μήνες την είσπραξη μεγάλων χρηματικών ποσών και παρατίθενται στο ίδιο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το βούλευμα δεν δέχεται τους απολογητικούς και αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της κατηγορουμένης και κατά τούτο είναι αβάσιμη η προβαλλόμενη σχετική αιτίαση. Αβάσιμη, επίσης, είναι η αιτίαση ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα. Από το προοίμιο του σκεπτικού του αλλά και με την ακολουθούσα ειδική αναφορά στις μαρτυρικές καταθέσεις και το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης προκύπτει το αντίθετο. Δεν συνιστά στοιχείο της αιτιολογίας του βουλεύματος η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ως αβασίμως ισχυρίζεται η κατηγορουμένη, όταν το βούλευμα με δικές του σκέψεις καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα, σε κάθε περίπτωση δε, στην προκείμενη περίπτωση, στο τέλος του σκεπτικού του βουλεύματος γίνεται συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. Η παραδοχή της αποφάσεως ότι η κατηγορουμένη έχει αντικείμενο εργασιών την ανέγερση οικοδομών, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή ότι ήσαν ψευδείς οι διαβεβαιώσεις εκείνης περί της μεγάλης οικονομικής της επιφάνειας, περί της φερεγγυότητάς της, της ενέγερσης 3-4 πολυκατοικιών ετησίως και της προσκαίρου ταμιακής ρευστότητας, αφού η ενασχόλησή της με το άνω αντικείμενο δεν επάγεται αναποδράστως μεγάλη οικονομική επιφάνεια, κατ' αποκλεισμό της εκδοχής να είναι αυτή κατάχρεη ούτε η επιχειρηματική αυτή δράση προσδιορίζει και τον αριθμό και των οικοδομών τις οποίες αυτή κατασκευάζει κάθε έτος. Συνεπώς, η σχετική για τα ανωτέρω αιτίαση του μόνου από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ' δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Οι λοιπές στην αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις περί πλήρους εξοφλήσεως των απαιτήσεων του εγκαλούντος και περί ανταλλαγής αξιογράφων στο πλαίσιο οικονομικών διευκολύνσεων των μερών, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ.3.253/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπομπή για κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αβάσιμο λόγου αναιρέσεως. Το βούλευμα έχει πλήρη αιτιολογία. Ανυπαρξία αντιφατικών παραδοχών. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 296/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένη .... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, περί αναιρέσεως της 399/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 328/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά το άρθρο 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από τη δημοσίευση της απόφασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 155 παρ.1 εδ.β' και παρ.2 εδ.β' του ίδιου Κώδικα, αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους, που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Η κατά τον άνω τρόπο με θυροκόλληση επίδοση του εγγράφου προϋποθέτει ότι εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει πράγματι κατοικία στην διεύθυνση που αναφέρεται στην έκθεση επιδόσεως. Αν, αντίθετα, προκύπτει ότι ο προς ον η επίδοση δεν έχει πλέον κατοικία στην αναφερόμενη στην έκθεση επιδόσεως διεύθυνση και έχει μετοικήσει από εκεί σε άγνωστο τόπο, η προς αυτόν επίδοση πρέπει να γίνει κατά τη διαδικασία του άρθρου 156 Κ.Π.Δ για την επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής. Τέλος, κατά το άρθρο 154 παρ.2 του Κώδικα αυτού, η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 155-157 συνεπάγεται την ακυρότητα της επίδοσης. Σε σχέση με το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, προϋπόθεση για το εκπρόθεσμο της άσκησης αυτής είναι η έγκυρη επίδοση της εν λόγω απόφασης, διότι, διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπρόθεσμα, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της έφεσης. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 399/2006 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, το δικαστήριο που την εξέδωσε, απέρριψε τη με αριθμό έκθεσης 42/2006 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 2040/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως ως απαράδεκτη, διότι, όπως δέχθηκε, η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με το αναφερόμενο αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή στην Εισαγγελία Πλημ/κων Τριπόλεως ....... με χρονολογία ......, επιδόθηκε στην εκκαλούσα - αναιρεσείουσα κατά τη χρονολογία αυτή και η έφεση ασκήθηκε στις 15-5-2006, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, συνεπώς, ήταν εκπρόθεσμη. Από το παραπάνω, όμως, αποδεικτικό επίδοσης, που βρίσκεται στη δικογραφία και παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως αναίρεσης, προκύπτει ότι ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση επιδόσεως, μετέβη στην επί της οδού .... οικία, στην οποία κατοικεί η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, για να επιδώσει σε αυτήν την πιο πάνω απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, που εκδόθηκε ερήμην αυτής, πλην όμως, αφού δεν βρήκε αυτήν προσωπικά, ούτε άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 του ΚΠΔ, προέβη σε θυροκόλληση της αποφάσεως αυτής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Η επίδοση, όμως αυτή με θυροκόλληση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ήταν άκυρη, αφού από την από 18-9-2002 βεβαίωση του αστυφύλακα στο Α.Τ. ......, που υπάρχει στη δικογραφία και παραδεκτώς και αυτή επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα ήταν άγνωστης διαμονής στη διεύθυνση στην οποία επιδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Συνεπώς, έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία επιδόσεως σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως το δε Δικαστήριο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ως έγκυρη την επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως και απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας ως εκπρόθεσμη, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ). Γι' αυτό πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης (ως εκτιμάται), ο οποίος και αυτεπάγγελτα εξετάζεται (άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ.β', 370εδ.β'και 511 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της κλοπής κατ' εξακολούθηση για την οποία με την πρωτόδικη απόφαση καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 372 παρ.1 Π.Κ), φέρεται δε ότι τελέσθηκε στην ..... στις 28-5-1998, έκτοτε δε και μέχρι τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως την 21-9-2007 παρήλθε οκταετία και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης, κατά τα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 399/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της ...... για την πράξη της κλοπής κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ότι τελέσθηκε στην ..... την 28η Μαΐου 1998. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης). Ακυρότητα επιδόσεως της πρωτόδικης αποφάσεως στον εκκαλούντα με θυροκόλληση σε διεύθυνση κατοικίας από την οποία είχε μετοικήσει και ήταν αγνώστου διαμονής. Μη έναρξη προθεσμίας για άσκηση εφέσεως. Υπέρβαση εξουσίας από την απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης. Αναίρεση αποφάσεως και οριστική παύση ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 294/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 433/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 768/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 315/4.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 84/26-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 433/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2659/06 βούλευμα του, παρέπεμψε και τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 45, 98, 13 στ', 216 παρ. 1 και 3β' του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 και το εδ. β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ιδίου Νόμου). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθμ. 456/2006 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 433/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικώς δεκτή και απορρίφθηκε κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, διά του προς τούτο εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου του Νικολάου Θεοδ. Κριθαρά, δικηγόρου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ Ια του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484παρ. Ιδ' και στ' ΚΠΔ). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Ποιν.Xρ. NZ/39, ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/627). Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ΚΠΔ... Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, με την μορφή καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 1505/2004, Ποιν.Χρ. ΝΕ/622, ΑΠ 858/2004, Ποιν.Χρ. ΝΕ/322, ΑΠ 1753/2003, Ποιν.Χρ. ΝΔ/635 ΑΠ 1303/2003, Ποιv.Χρ. ΝΔ/335). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, ή β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (παρ. 3 αρθ. 216 ΠΚ, ως αντικ. με αρθ. 14 παρ. 2 και 2β' Ν.2721/1999), (δείτε ΑΠ 858/2004, Ποιν.Χρ. ΝΕ/322). Ως περιουσιακό όφελος (επί των ως άνω α' και β περιπτώσεων) νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ ή 15.000 ευρώ αντίστοιχα (ΑΠ 725/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ/59). Στην πλαστογραφία κατά συναυτουργία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους υλικών πράξεων καθενός συναυτουργού, αλλά αρκεί η γνώση της πρόθεσης του καθενός για την τέλεση της ίδιας πράξης και η βεβαίωση της θέλησης να συμπράξουν (ΑΠ 1117/1998 Ποιν.Χρ. ΜΘ/648 Ολ. ΑΠ 50/1990). Δεν είναι δε αναγκαίο να αιτιολογείται ο δόλος ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του αδικήματος (ΑΠ 544/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/19). Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής (ΑΠ 829/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 713, ΑΠ 1174/2005 Ποιν. Δικ. 2005, 1485). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με του νόμου 2721/1999, ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. Ι, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν.Χρ. ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με αρ. 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Ακόμη οι διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του ν. 2523/1957 περί φοροδιαφυγής είναι ειδικές και αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί πλαστογραφίας. Αν όμως η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων κατατείνει όχι μόνο στη φοροδιαφυγή του δράστη, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του εκτός της μειώσεως ή αποφυγής της φορολογικής επιβάρυνσής του, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν εξολοκλήρου την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας διατάξεων του άρθρου 216 ΠΚ, γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας η οποία πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχει και άλλη ποινικώς κολάσιμη εγκληματική δραστηριότητα αυτού (ΑΠ 1905/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ/820). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 433/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα εν συνδυασμό) και προς την απολογία του κατηγορουμένου, Χ1 (ο συγκατηγορούμενός του Χ2 δεν προσήλθε για να απολογηθεί και η κυρία ανάκριση γι αυτόν περατώθηκε με την έκδοση του 18/2005 εντάλματος συλλήψεως η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με τα 2659/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ήδη δε σε εκτέλεση της σχετικής διατάξεως του εν λόγω βουλεύματος κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης δυνάμει της 49660/16-10-2006 παραγγελίας μας), και τα διαλαμβανόμενα στην από 18-12-2003 έγκληση της Ψ1 περιστατικά, προέκυψαν τα κάτωθι εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά: Μετά από ελέγχους που πραγματοποίησαν υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος(Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής-Τμήμα Δράσης 10°), κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2001 στις εταιρίες "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο "..... Ο.Ε", "Ψ1 &ΣΙΑ Ο.Ε" και ".... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ" για την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 186/1992(Κ.Β.Σ.) διαπιστώθηκαν τα εξής: α) Από τον έλεγχο των εταιριών "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο "... Ο.Ε" και "Ψ1 & ΣΙΑ Ο.Ε": Η εταιρία με την επωνυμία "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." με έδρα το Δήμο ......, είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία ηλεκτρικών ειδών και συγκεκριμένα σύμφωνα με τα βιβλία και στοιχεία της, την εμπορία κινητών τηλεφώνων. Έκανε έναρξη εργασιών την 20-10-2000 στη Δ.Ο.Υ. ..... με την επωνυμία "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο ".... Ο.Ε". Μέλη αυτής ήταν ο Χ1, ΑΦΜ .... με ποσοστό συμμετοχής 50% και ο Χ2 ΑΦΜ ... (πρόκειται περί του κατηγορουμένου Χ2), με ποσοστό συμμετοχής 50%. Διαχειριστής ορίστηκε ο Χ1. Την 13-9-2001 αποχώρησε το μέλος και διαχειριστής Χ1 και εισήλθε το νέο μέλος Ψ1 Α.Φ.Μ. ....., ως διαχειρίστρια και με ποσοστό συμμετοχής 50%. Ως νέα επωνυμία ορίστηκε "Ψ1 & ΣΙΑ Ο.Ε.". Στα προσκομισθέντα βιβλία είχαν καταχωρηθεί ως τελευταία παραστατικά, αυτά που είχαν εκδοθεί ή ληφθεί μέχρι 31-10-2001. Μετά την ημερομηνία αυτή (31-10-2001) και μέχρι την παραλαβή των βιβλίων και στοιχείων από την Υπηρεσία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (2-5-2002), δεν εμφανίζεται και δεν έχει καταχωρηθεί άλλο παραστατικό. Από τον έλεγχο των σχετικών φορολογικών στοιχείων(τιμολόγια αγορών) προέκυψε ότι αυτά αφορούν αγορές κινητών τηλεφώνων το έτος 2001 από την επιχείρηση .... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ .... ΑΦΜ ....., τα δε τιμολόγια πωλήσεων, αφορούν πωλήσεις κινητών τηλεφώνων (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) στις ιταλικές επιχειρήσεις ..../IT....., ....../IT .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ..../GE ...... β) Από τον έλεγχο της εταιρίας ..... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕΑΦΜ .....: Πρόκειται για μονοπρόσωπη ΕΠΕ που συστήθηκε το έτος 1998 με έδρα ..... Από 1-11-2000 έγινε μεταφορά έδρας στην οδό ..... Σκοπός της εταιρίας είναι οι εισαγωγές -εξαγωγές, γενικό εμπόριο. Ιδρυτής-εταίρος -διαχειριστής είναι ο Χ2, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου. Στις 19-7-2001 συνεργείο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ μετέβη στην οδό ....., στη δηλωθείσα έδρα της επιχείρησης. Υπήρχε ένα γραφείο ισόγειο το οποίο ήταν μονίμως κλειστό τους τελευταίους μήνες. Στην είσοδο του γραφείου υπήρχε στοιβαγμένη αλληλογραφία και γενικά ο χώρος έδειχνε σημεία εγκατάλειψης. Ο διαχειριστής Χ2 φερόμενος ως κάτοικος ..... αναζητήθηκε αλλά διαπιστώθηκε ότι η οδός .... τερματίζει στον αριθμό 137. Αναζητήθηκε στη διεύθυνση ...., την οποία είχε δηλώσει ως κατοικία του σύμφωνα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ..... Οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος Δ2 και Δ1, δήλωσαν ότι πριν από ένα χρόνο περίπου ο Χ2 νοίκιασε το ισόγειο διαμέρισμα ως επαγγελματική εγκατάσταση (έδρα της Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ στην οποία συμμετέχει κατά 50%) και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε αυτό και ως κατοικία του. Τον τελευταίο καιρό όμως έπαυσε να χρησιμοποιεί το διαμέρισμα αυτό ως κατοικία. Σημειώνεται δε ότι στο κουδούνι του διαμερίσματος ανέγραφε το όνομα "ΑΓΓΕΛΟΣ". Κατά την επιτόπια έρευνα της Δ.Ο.Υ. .... στην οδό ...., στις 16-11-2001, διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση δεν λειτουργούσε και από πληροφορίες του διαχειριστή της πολυκατοικίας και της ιδιοκτήτριας του πλαϊνού καταστήματος ΠΡΟΠΟ, της αυτής πολυκατοικίας, το συγκεκριμένο κατάστημα ήταν πάντα κλειστό, και δεν έβλεπαν κανένα να το ανοίγει για χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου I1, δήλωσε ότι ο ενοικιαστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ του όφειλε ενοίκια δύο μηνών και αδυνατούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Επίσης αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε στην διεύθυνση ....., όπου είχε δηλωθεί και αυτή ως διεύθυνση κατοικίας, σύμφωνα με το ..... αντίγραφο βιβλίου Αδικημάτων-Συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Ν. Σμύρνης. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δήλωσε ότι ο Χ2 διέμενε σε ισόγειο διαμέρισμα με στοιχεία 1-2 από το οποία έφυγε προ ενός έτους και πλέον. Τελικά ο Χ2 εντοπίστηκε στις 22-4-2002 από συνεργείο ελέγχου του ΣΔΟΕ στην οδό ..... και συγκεκριμένα σε γραφείο στο πρώτο όροφο όπου είχε αναρτήσει πινακίδα με την επωνυμία ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ. Προηγουμένως είχε δηλώσει στη Δ.Ο.Υ. .... απώλεια των βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως του λόγω κλοπής στις .... μαζί με το μισθωμένο όχημα ..... εντός του οποίου υπήρχαν αυτά. Ο εν λόγω διαπιστώθηκε ότι κατείχε πλαστή άδεια παραμονής αλλοδαπού ...... Ο Χ2 εκτός από την ως άνω ΕΠΕ είναι και ομόρρυθμο μέλος στις επιχειρήσειςΨ1 & ΣΙΑ ΟΕ (πρώην Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ) και.... ΟΕ, με αντικείμενο δραστηριότητας εμπορία κινητών τηλεφώνων. Η ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ δεν είχε υποβάλει συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών σε καμία χρήση. Η εν λόγω εταιρία (....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ) κατά το έτος 2001 πραγματοποίησε ενδοκοινοτικές αγορές από τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ....... Πραγματικές ποσότητες κινητών τηλεφώνων που αγόρασε από τις επιχειρήσεις που εδρεύουν σε χώρες μέλη της ΕΕ, επωλήθησαν στην επιχείρηση GLOBALFON ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕΒΕ Τατοΐου 112 Μεταμόρφωση Αττικής. Την παραλαβή των αγαθών αυτών από το αεροδρόμιο των Αθηνών πραγματοποίησε ο υπάλληλος της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία "Χ1", Υ1 με το ΦΙΧ .... ιδιοκτησίας της εν λόγω επιχείρησης ως και το ..... ιδιοκτησίας της επιχείρησης "Χ1 ΟΕ" .... Ωσαύτως ο Υ2, υπάλληλος του Χ1, κατέθεσε ότι προσλήφθηκε σαν οδηγός από τον Χ1 αρχές του έτους 2000 και εργάστηκε μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2001. Στην αρχή μετέφερε ψάρια και μετά κινητά τηλέφωνα. Συνήθως τα φόρτωνε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ή από διάφορες μεταφορικές εταιρίες υπογράφοντας τα σχετικά παραστατικά και τα μετέφερε απ' ευθείας στους πελάτες που κατά κύριο λόγο ήταν η GLOBALFON. Τα κινητά τηλέφωνα τα έπαιρνε για λογαριασμό της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ που θεωρούσε ότι ήταν ιδιοκτησία του Χ1. Για τις μεταφορές κινητών τηλεφώνων, πληρωμές που έκανε έπαιρνε εντολές και χρήματα από τον Χ1. Τον δε Χ2 δεν τον γνώριζε. Η ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ εκτός από τα δελτία αποστολής-τιμολόγια πωλήσεως που εξέδωκε προς την επιχείρηση GLOBALFON ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕΒΕ Τατοΐου 112 Μεταμόρφωση Αττικής, εξέδωκε και σωρεία άλλων δελτίων αποστολής-τιμολογίων πωλήσεως, στα οποία εμφανίζονται πωλήσεις κινητών τηλεφώνων χωρίς να έχει αντίστοιχες, αγορές για τα είδη αυτά. Μεταξύ των επιχειρήσεων προς τις οποίες εξέδωκε δελτία αποστολής τιμολόγια πώλησης όπου εμφανίζονται πωλήσεις κινητών τηλεφώνων, χωρίς να έχει αντίστοιχες αγορές για τα είδη αυτά, περιλαμβάνεται και η επιχείρηση "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ", η οποία εν συνεχεία εξέδιδε δελτίο αποστολής με τόπο φόρτωσης τη διεύθυνση ......, με σκοπό διακίνησης την πώληση(ενδοκοινοτική παράδοση), στις Ιταλικές επιχειρήσεις ...../IT ...., ..../IT .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ...../GE ..... Οι πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) που διενήργησε η επιχείρηση "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ" αναφέρονται στις συνημμένες καταστάσεις με αριθμό 3 και 3α, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης του ΣΔΟΕ που περιέχεται στην δικογραφία. Οι συναλλαγές που έγιναν μέχρι και την 13-9-2001, έγιναν καθόσον ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστής της ΟΕ ήταν ο Χ1. Οι συναλλαγές που έγιναν μετά την ημερομηνία αυτή, έγιναν καθόσον νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η Ψ1 και είναι οι εξής: α) Αγορές από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα ..... και .... ΔΑ-ΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών (υπολογιζόμενου και του Φ.Π.Α. ποσού 10.713.600 +11.250.000 =21.963.000 δραχμών), τα οποία εξοφλήθηκαν με μετρητά και β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ..., .... και .... ΔΑ-ΤΑ στην Ιταλική επιχείρηση ...../IT .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ....../GE ....., συνολικής αξίας 123.130.008 δραχμών, και τα οποία εξοφλήθηκαν με μετρητά. Για τις συναλλαγές των δύο ως άνω περιπτώσεων επισημαίνονται τα εξής: Οι πωλήσεις αυτές είναι εικονικές. Τα κινητά τηλέφωνα δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα, δεν μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Οι πωλήσεις έγιναν χωρίς να υπολογιστεί Φ.Π.Α. στα τιμολόγια που εξέδωσε λόγω ενδοκοινοτικής παράδοσης, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για επιστροφή του Φ.Π.Α. των εισροών τους, δηλαδή του Φ.Π.Α. των τιμολογίων αγορών από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, (ποσού 10.713.600 +11.250.000 = 21.963.000 δραχμών). Τα τιμολόγια πωλήσεων(ενδοκοινοτικών παραδόσεων) της ελεγχόμενης επιχείρησης είναι και αυτά εικονικά καθότι οι πωλήσεις της προέρχονται από εικονικές αγορές. Ενισχυτικό στοιχείο της εικονικότητας αυτών αποτελεί και ο τρόπος πληρωμής των εμπορευμάτων από τις ξένες επιχειρήσεις, καθότι και αυτές εμφανίζονται να πληρώνουν μόνο με μετρητά στην Ελλάδα και όχι με εμβάσματα μέσω τραπεζών. Ειδικά στην περίπτωση της Ιταλικής επιχείρησης ....., οι Ιταλικές οικονομικές αρχές, σύμφωνα με το με αριθμ. πρωτ. ....έγγραφό τους, διενεργώντας έλεγχο, διαπίστωσαν ότι οι συσκευασίες που έπρεπε να περιέχουν τα τηλέφωνα ήταν άδειες. Τα κινητά τηλέφωνα επομένως ουδέποτε μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Οι ξένες επιχειρήσεις για να καλύψουν το έλλειμμα, δεδομένου ότι ουδέποτε παρέλαβαν κινητά τηλέφωνα, εξέδωσαν τιμολόγια πωλήσεως με τα οποία φέρεται ότι πούλησαν τα κινητά τηλέφωνα σε έλληνες επιτηδευματίες, οι οποίοι όπως διαπιστώθηκε από τους σχετικούς ελέγχους είναι εξαφανισμένες επιχειρήσεις και δεν έχουν ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις των. Οι Ιταλικές αρχές στο ίδιο έγγραφο αναφέρουν ότι η μεταφορά από την Ιταλία προς την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε από μία Ιταλική μεταφορική εταιρία και ότι τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από τη μεταφορική εταιρία στην .... σχετίζονταν με ανύπαρκτες μεταφορές. Από τις διαδοχικές πωλήσεις των κινητών τηλεφώνων (στροβιλισμός συναλλαγών)(πώληση από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ στην επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, πώληση από την Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ στις επιχειρήσεις ...../IT ...., ...../IT .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ...../GE ....., πώληση από τις ξένες επιχειρήσεις πάλι στην Ελλάδα και μάλιστα σε επιχειρήσεις εξαφανισμένες), δεν αποδόθηκε από καμία ελληνική επιχείρηση Φ.Π.Α. και φόρος εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο. Σημειώνεται ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ στη χρήση 2001 έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α σύμφωνα με τα τηρούμενα βιβλία της, ύψους 301.395.300 δραχμών. Κατά συνέπεια η ελεγχόμενη επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της εικονικά τιμολόγια αγορών κινητών τηλεφώνων με Φ.Π.Α. από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, προκειμένου εν συνεχεία διενεργήσει εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις (πωλήσεις) των κινητών τηλεφώνων, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για επιστροφή του Φ.Π.Α. των αγορών της. Επί τη βάσει της σχετικής εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ εκδόθηκε κατά της εταιρίας Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ και κατ' επέκταση στο ομόρρυθμο μέλος αυτής Ψ1, η ...... απόφαση επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. ...., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε πρόστιμο 6.851.689.000 δραχμών για τις σχετικές παραβάσεις του Κ.Β.Σ. και δη για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και την καταχώρηση στα βιβλία της εταιρίας των στοιχείων, αυτών, που αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές. Κατά το χρονικό διάστημα που διαχειρίστρια της εταιρίας ήταν η Ψ1 εκδόθηκαν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα εικονικά φορολογικά στοιχεία για: α) Αγορές από την....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα ..... και ..... ΔΑ-ΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών, β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ...., .... και .... δελτία αποστολής στην Ιταλική επιχείρηση ...../IT .... καθώς και -στη Γερμανική- επιχείρηση GA.MA ...../GE ....., συνολικής αξίας 123.130.000 δραχμών. Η ποινική δίωξη εν προκειμένω καθώς και η κατηγορία που απαγγέλθηκε στους κατηγορουμένους αφορά μόνο τα φορολογικά αυτά στοιχεία, ενώ για την έκδοση των λοιπών εικονικών φορολογικών στοιχείων το εκκαλούμενο βούλευμα διαβίβασε διέταξε να διαβιβαστούν αντίγραφα της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες κατ' άρθρο 38 ΚΠΔ. Η Ψ1 στην από 18-12-2003 έγκληση της κατά των Φ1, Χ1 και Χ2 διατείνεται ότι κατά το έτος 2001 αναζητούσε εργασία οποιασδήποτε μορφής και η εξαδέλφη της Φ1 την έφερε σε επαφή με τους Χ1 και Χ2, οι οποίοι και την προσέλαβαν ως καθαρίστρια και συσκευάστρια των δεμάτων παραγγελιών στην εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ" που είχε την έδρα της στον ...... Οι ανωτέρω μετά την πρόσληψή της, την έπεισαν να εισέλθει στην εταιρία αυτή ως συνεταίρος και στις 11-9-2001 υπέγραψε αυτή ένα δακτυλογραφημένο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, τροποποίηση ομορρύθμου εταιρίας, δυνάμει του οποίου ο Χ1 της μεταβίβασε τη μερίδα συμμετοχής του εκ ποσοστού 50% στην εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ". Με το συμφωνητικό αυτό συμφωνήθηκε η είσοδος στην εταιρία της ανωτέρω εγκαλούσας, με συμμετοχή σ' αυτήν κατά ποσοστό 50%, ως ομορρύθμου μέλους αλλά και διαχειρίστριας της εταιρίας, της οποίας η επωνυμία έγινε "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ", ενώ ο διακριτικός τίτλος παρέμεινε "....", καθώς και η από μέρους, της ανάληψη όλων των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων της εταιρίας που είχαν δημιουργηθεί από τη σύστασή της και μέχρι την είσοδό της (11-9-2001) και η απαλλαγή του Χ1 από οποιαδήποτε υποχρέωση του που είχε δημιουργηθεί ή θα προέκυπτε από την εταιρική σχέση. Από την είσοδό της όμως στη εταιρία και μετά οι Χ1 και Χ2 εξαφανίστηκαν και έπαυσαν να προσέρχονται στην επί της οδού ..... έδρα της εταιρίας, η εγκαλούσα δεν ανέλαβε καμία εργασία, ουδεμία συναλλαγή πραγματοποιήθηκε, δεν διακινήθηκαν εμπορεύματα, δεν εμφανίστηκαν πελάτες, δεν εισεπράχθη κανένα χρηματικό ποσό. Στις 15-10-2001 προσήλθε αύτη στη Δ.Ο.Υ. ....., πληροφορηθείσα ότι την αναζητούν και εκεί της ζητήθηκε να προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας τα οποία όμως αύτη δεν είχε στην κατοχή της αφού ουδέποτε της παραδόθηκαν από τους Χ1 και Χ2. Από την .... Πράξη Παράδοσης και Παραλαβής Λογιστικών Βιβλίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βέννη, προκύπτει ότι κατά δήλωση των Χ1 και Ψ1, που υπογράφουν την πράξη αυτή, τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας παραδόθηκαν στις 19-9-2001, στα γραφεία της εταιρίας από τον Χ1 στη νέα διαχειρίστρια Ψ1, η οποία όμως ισχυρίζεται ότι παρά τη σύνταξη της τοιαύτης πράξεως, όπου δηλώνει ότι έλαβε χώρα η παράδοση των βιβλίων, στην πραγματικότητα δεν παρέλαβε ποτέ τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας. Από δε την με ημεροχρονολογία 18-10-2005 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Δικαστικής Γραφολόγου Γ1, η οποία διορίστηκε Πραγματογνώμων με την 476/18-8-2005 διάταξη της ανακρίτριας του 10ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών προκειμένου να γνωμοδοτήσει εάν η υπογραφή στις ...., ...., .... αποδείξεις είσπραξης, στα ...., ..... δελτία αποστολής και στα ...., .... και ....ολής, έχει τεθεί δια χειρός της Ψ1, προκύπτει ότι οι υπογραφές στα φορολογικά αυτά παραστατικά στοιχεία δεν έχουν τεθεί με το χέρι της Ψ1. Η τελευταία, με την ως άνω αναφερομένη έγκληση της απέδωσε την πλαστογραφία των ως άνω φορολογικών στοιχείων τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2. Στην ίδια ως άνω αναφερομένη έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης συμπεραίνεται ότι οι υπογραφές στις ...., ...., .... αποδείξεις είσπραξης, στα ...., ..... δελτία αποστολής και στα ...., .... και .... δελτία αποστολής, δεν συνδέονται γραφολογικώς με τη γραφή και υπογραφή του Χ1, αποκλείοντας έτσι και αυτόν από τυχόν συντάκτη των εν λόγω υπογραφών. Το Συμβούλιο όμως Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προαναφερόμενο εκκαλούμενο βούλευμα του, παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον Χ1, δεχόμενο ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής κατ' αυτού για την πλαστογράφηση των ως άνω αναφερομένων φορολογικών στοιχείων, των φερομένων ως εκδοθέντων δήθεν υπό τηςΨ1. Φρονώ ότι πράγματι προκύπτουν εν προκειμένω αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος Χ1 δεδομένου ότι εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι: α) Η Ψ1 εισήλθε για πολύ λίγο χρονικό διάστημα στην ως άνω εταιρία και μολονότι ορίστηκε ως διαχειρίστρια αυτής, η είσοδός της ήτο τυπική, αφού δεν προκύπτει ότι αυτή εισέφερε εξ ιδίων κεφάλαιο για τη συμμετοχή της, ούτε ότι κατέβαλε στον Χ1 το ποσό των 500.000 δραχμών, που αποτελούσε την εισφορά του τελευταίου στην εταιρία, την οποία ούτος φέρεται να της μεταβιβάζει κατά την σύνταξη του από 11-9-2001 ιδιωτικού εγγράφου τροποποίησης της ομορρύθμου εταιρίας, β) Οι εταίροι Χ1 και Χ2 μετά την τοιαύτη τροποποίηση εξαφανίστηκαν, γεγονός που προκύπτει τόσο από την έγκληση και τις καταθέσεις της Ψ1 όσον και από την ως άνω αναφερομένη έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ στην οποία αναφέρεται ότι οι ιδιοκτήτες του επί της οδού ..... ισογείου διαμερίσματος, στο οποίο είχε την έδρα της η εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ" που εν συνεχεία τροποποιήθηκε σε "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ" ενημέρωσαν τους ελεγκτές ότι ο Χ2, ο οποίος χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα αυτό και ως κατοικία, το είχε εγκαταλείψει και είχε παύσει τους τελευταίους μήνες να προσέρχεται σε αυτό. γ) Από την .... Πράξη Παράδοσης και Παραλαβής Λογιστικών Βιβλίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βέννη, προκύπτει ότι η παράδοση των λογιστικών βιβλίων από τον Χ1 στην Ψ1 δεν έλαβε χώρα ενώπιον του Συμβολαιογράφου, αλλά φέρεται λαβούσα χώρα εκτός του Συμβολαιογραφείου, την προηγουμένη ημέρα (19-9-2001) κατά δήλωση των ανωτέρω, η δε Ψ1 αρνείται ότι παρέλαβε τα βιβλία αυτά. δ) Η διενέργεια εικονικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων (πωλήσεων) των κινητών τηλεφώνων, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για επιστροφή του Φ.Π.Α. των αγορών, είχε αρχίσει προ της τυπικής εισόδου της Ψ1 στην ως άνω αναφερομένη εταιρία, όπως προκύπτει από τις .... και ..... ειδικές εκθέσεις ελέγχου του Σώματος δίωξης Οικονομικού εγκλήματος. Ειδικότερα από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι στις εικονικές αυτές ενδοκοινοτικές παραδόσεις προέβη όχι μόνο η εταιρία "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ" αλλά και η εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ", και η ατομική επιχείρηση Χ1. Ειδικότερα και στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε η εταιρία....ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ ...., καθώς και oι επιχειρήσεις ..../IT ...., ..../IT ..... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση .... GΕ. Συνάγεται επομένως ότι οι εκκαλούντες Χ1 και Χ2, συνιστούσαν εταιρίες με σκοπό όπως εκδίδουν εικονικά φορολογικά στοιχεία και δημιουργούν διαδοχικές πωλήσεις κινητών τηλεφώνων (στροβιλισμό συναλλαγών) (πώληση από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ στην ατομική επιχείρηση του Χ1 καθώς και στις λοιπές ως άνω αναφερόμενες εταιρίες, εικονική πώληση από τις τελευταίες στις επιχειρήσεις ..../IT ...., ...../IT ..... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ..../GE ....., εικονική πώληση από τις ξένες επιχειρήσεις πάλι στην Ελλάδα και μάλιστα σε επιχειρήσεις εξαφανισμένες), και με τη μέθοδο αυτή δεν αποδόθηκε από καμία ελληνική επιχείρηση Φ.Π.Α. και φόρος εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο. Η επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στη χρήση 2001 έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα τηρούμενα βιβλία της, ύψους 301.395.300 δραχμών, ενώ η ατομική επιχείρηση του Χ1 στη χρήση 2001 έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α. 221.401.816 δραχμών. Τελευταία αίτηση για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. ποσού 10.713.600 δραχμών(αντιστοιχεί στο .... Δελτίο Αποστολής -Τιμολόγιο Πώλησης της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ), υπεβλήθη στην Δ.Ο.Υ. .... στις 12-10-2001 (βλ. σχετ. το .... έγγραφο της Δ.Ο.Υ. .... προς τον ανακριτή του 10ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών), η δε αίτηση αυτή φέρει σφραγίδα της εταιρίας Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ ως και υπογραφή πλην όμως δεν προκύπτει αν υπεβλήθη υπό της ανωτέρω ή υπό άλλου προσώπου. Στην εν λόγω αίτηση αναγράφεται και αριθμός λογαριασμού αλλά και η Τράπεζα (ΕΡΓΑΣΙΑΣ) στην οποία ο αιτών ζητεί να κατατεθεί το επιστραφέν ποσό, σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού. Μεταξύ της .... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ ..., και της εταιρίας "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ" (μετέπειτα "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ") ως και της ατομικής επιχειρήσεως Χ1 υπήρχε στενότατη σχέση αφού από τις ως άνω εκθέσεις ελέγχου προκύπτει ότι εμπορεύματα της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ μεταφέρονταν με μεταφορικά μέσα του Χ1 τα οποία οδηγούσαν υπάλληλοι του, ενώ σε τιμολόγια προμηθευτών (....) αλλά και σε αλληλογραφία διεθνών μεταφορικών εταιριών (....) αναγράφεται το όνομα του Χ1. Οι δε υπάλληλοι του Χ1, Υ1 και Υ2 κατά την εξόφληση των τιμολογίων πώλησης που γινόταν με επιταγές τραπεζών υπέγραφαν στις σχετικές αποδείξεις είσπραξης, ε) Οι κατηγορούμενοι προφανώς αντελήφθησαν ότι συνεργείο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ μετέβη στις 19-7-2001 στην έδρα της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ για διενέργεια ελέγχου στις ενδοκοινοτικές παραδόσεις (βλ. σχετ. την .... έκθεση ελέγχου σελ. 3) και έσπευσαν και κατήρτισαν το ως άνω αναφερόμενο έγγραφο τροποποίησης της ομορρύθμου εταιρίας, δυνάμει του οποίου κατέστησαν διαχειρίστρια την εγκαλούσα Ψ1, με σκοπό προφανώς να εκδοθούν σε βάρος αυτής τα σχετικά πρόστιμα από τις μέχρι τότε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις εταιρίας "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ" (μετέπειτα "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ") και προκειμένου να θεμελιώσουν έτσι περαιτέρω την ευθύνη αυτής έναντι της φορολογικής αρχής προέβησαν και στην έκδοση και περαιτέρω φορολογικών στοιχείων και δη για: α) Αγορές από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα ... και .... ΔΑ-ΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών, β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ..., .... και .... δελτία αποστολής στην Ιταλική επιχείρηση ..../IT .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ...GE ...., συνολικής αξίας 123.130.000 δραχμών, στα οποία τέθηκε η υπογραφή της Ψ1, εν αγνοία της και παρά τη θέληση της, μετά από συναπόφαση του εκκαλούντος και του συγκατηγορουμένου του Χ2, ως ορθά δέχεται και το εκκαλούμενο βούλευμα, προφανώς υπό παρενθέτου αγνώστου προσώπου, εφόσον η γραφολογική έκθεση αποκλείει τον εκκαλούντα, Χ1. Ενόψει των δεδομένων αυτών οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος Χ1 περί του ότι είναι άσχετος με την κατάρτιση των ως άνω πλαστών φορολογικών στοιχείων είναι αβάσιμος. Επί τη βάσει δε των προεκτεθέντων προκύπτουν επίσης αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ2. Η δε κατάρτιση των πλαστών αυτών στοιχείων αποτελεί πλαστογραφία και όχι παράβαση των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 του Ν. 2523/19-97 τα οπαία ορίζουν ότι: "Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α....." (άρθρ. 18) και "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών" (άρθρ. 19) δεδομένου ότι ο εκκαλών και ο συγκατηγορούμενός του με τις παραπάνω ενέργειες τους δηλ. με την κατάρτιση των πλαστών στοιχείων είχαν σκοπό όχι μόνον την επιστροφή Φ.Π.Α. αλλά και την πρόκληση βλάβης στην εγκαλούσα Ψ1, οπότε οι ως άνω αναφερόμενες ειδικές διατάξεις περί φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν την γενική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ (ΑΠ 1302/2003 Ποιν Δικ. 2003 σελ. 1202, ΑΠ 619/2003 Ποιν. Δικ. 2003 σελ. 1203 επ., Συμβ. ΑΠ 1905/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ σελ. 820). Η επανειλημμένη κατάρτιση των πλαστών στοιχείων έγινε προς πορισμό εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Από δε την επανειλημμένη έκδοση των πλαστών αυτών στοιχείων επ' ονόματι της Ψ1 αλλά και από την έκδοση σε προγενέστερο χρόνο σωρείας εικονικών ή και πλαστών επίσης φορολογικών στοιχείων προκύπτει σταθερή ροπή των κατηγορουμένων προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας των. Κατά συνέπεια, επί τη βάσει των ανωτέρω, φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικαστούν για την ως άνω αναφερόμενη αξιόποινο πράξη για την οποία διώκονται και οι εφέσεις των κατά του εν λόγω βουλεύματος πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Τα δε έξοδα της ποινικής διαδικασίας διακοσίων δέκα (210, 00) ευρώ να επιβληθούν σε βάρος ενός εκάστου των εκκαλούντων (αρθρ. 583παρ.1 ΚΠΔ όπως αντικ. από το άρθρο 55 παρ.1 του Ν. 3160/2003 εν συνδ. προς αρθρ. 3 παρ.3 του Ν. 663/1977 και την 134423 ΟΙΚ/1992 Απόφαση Υπ. Δικαιοσύνης και Οικονομικών και αρθρ. 5 παρ.4 του Ν. 2943/2001). Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατ' εξακολούθηση για το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, και εντεύθεν για την κατ'ουσία απόρριψη ως αβασίμου της εφέσεως αυτού. Είναι συνεπώς αβάσιμη η αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τον πρώτο λόγο αυτής της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. Ιδ' ΚΠΔ). Περαιτέρω αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1στ' ΚΠΔ), διότι από τις διατάξεις των άρθρων 61 και 139 ΚΠΔ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/96, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για το λόγο ότι εκκρεμεί στο πολιτικό δικαστήριο προδικαστικό ζήτημα αστικής φύσεως ή τέτοιο ενώπιον των φορολογικών δικαστηρίων, δηλαδή ζήτημα που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και ανήκει στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών και ότι η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα και σε περίπτωση απορρίψεως να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, διαφορετικά, αν δηλαδή απορρίψει το εν λόγω αίτημα, χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου τα παραπάνω έχουν εφαρμογή και επί βουλευμάτων (δείτε ΑΠ 2380/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ/896). Εν προκειμένω όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της υπ' αριθ. 456/30-10-2006 εφέσεως και του συνυποβληθέντος σχετικού υπομνήματος του αναιρεσείοντος που παραδεκτώς επισκοπείται, δεν υπέβαλε ο τελευταίος αίτημα αναβολής, αλλά απλά ανέφερε ότι "η ανακριτική διαδικασία έπρεπε να αναβληθεί κατ' άρθρο 61 ΚΠΔ μέχρι περαιώσεως της φορολογικής διαφοράς" η οποία άλλωστε δεν προέκυψε από δική του πρωτοβουλία. Δεν είχε συνεπώς υποχρέωση το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Εφετών να αιτιολόγηση την μη αναβολή στην έκδοση του εκκαλουμένου βουλεύματος του. Κατά τα λοιπά με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και με την πρόφαση έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 474/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ/152). Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθ. 84/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 433/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 4 Ιουλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη 84/26-3-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ1, κατά του 433/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτού κατά του 2659/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 45, 98, 13 στ', 216 παρ. 1 και 3β' του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 και το εδ. β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ιδίου Νόμου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ ή των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, που ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως, προκύπτει ότι με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Είναι δε δυνατή η συναυτουργία περισσοτέρων προσώπων στην κατάρτιση πλαστού ή στη νόθευση εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των επί μέρους υλικών πράξεων καθενός συναυτουργού, αλλά αρκεί η γνώση της πρόθεσης του καθενός για την τέλεση της ίδιας πράξης και η βεβαίωση της θέλησης να συμπράξουν (Ολ. ΑΠ 50/1990). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, το έγκλημα της φοροδιαφυγής διαπράττει και όποιος, εξαπατώντας τη φορολογική αρχή, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., κατά δε το δε το άρθρο 19 του ίδιου νόμου και όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία. Πλαστό θεωρείται το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου, ενώ εικονικό θεωρείται και όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής. Οι ειδικές αυτές διατάξεις, που αναφέρονται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 ΠΚ. Αν όμως η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων ή η απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνει όχι μόνο στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του, εκτός της μειώσεως ή αποφυγής της φορολογικής επιβάρυνσής του, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν εξολοκλήρου την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 ΠΚ, γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας ή απάτης, οι οποίες, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχουν και άλλη ποινικώς κολάσιμη εγκληματική δραστηριότητα αυτού (δράστη). (Ολ. ΑΠ 283/89). Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών (Ολ. ΑΠ 1/2005, Ολ. ΑΠ 19/2001). Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Η πιο πάνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστικό συμβούλιο από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί, κατά τα προεκτεθέντα, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Περαιτέρω, σχετικά με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, πρέπει ο αναιρεσείων να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε επικαλεσθεί προς θεμελίωσή τους, αλλά και το χρόνο και τον τρόπο (με απολογία, υπόμνημα, ένδικο μέσο), με το οποίο τους προέβαλε, για να μπορεί να κριθεί από τον Άρειο Πάγο, αν, όπως προτάθηκαν, ήταν πλήρεις και ορισμένοι, ώστε να χρήζουν αιτιολογημένης απαντήσεως. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιωπηρή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ, η οποία, όμως, θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως όταν συμβεί κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία (510 παρ.1 στοιχ. β ΚΠΔ), όχι και όταν συμβεί κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία. Τούτο δε, διότι η κατά ο άρθρο 170 παρ.2 έλλειψη ακροάσεως δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 του ίδιου Κώδικα διαλαμβανόμενους λόγους αναιρέσεως, προβαλλόμενος δε ο σχετικός λόγος, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξάλλου, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ..β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. στ λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ΚΠΔ. είτε αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρ' όλον ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Μετά από ελέγχους που πραγματοποίησαν υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής-Τμήμα Δράσης 10°), κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2001 στις εταιρίες "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο ".... Ο.Ε", "Ψ1 & ΣΙΑ Ο.Ε" και ".... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ" για την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) διαπιστώθηκαν τα εξής: α) Από τον έλεγχο των εταιριών "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο "... Ο.Ε" και "Ψ1 & ΣΙΑ Ο.Ε". Η εταιρία με την επωνυμία "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." με έδρα το Δήμο ...., είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία ηλεκτρικών ειδών και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα βιβλία και στοιχεία της, την εμπορία κινητών τηλεφώνων. Έκανε έναρξη εργασιών την 20-10-2000 στη Δ.Ο.Υ. ..... με την επωνυμία "Χ1 & ΣΙΑ Ο.Ε." και με διακριτικό τίτλο ".... Ο.Ε". Μέλη αυτής ήταν ο Χ1, ΑΦΜ .... με ποσοστό συμμετοχής 50% και ο Χ2 ΑΦΜ ..... (πρόκειται περί του κατηγορουμένου Χ2), με ποσοστό συμμετοχής 50%. Διαχειριστής ορίστηκε ο Χ1. Την 13-9-2001 αποχώρησε το μέλος και διαχειριστής Χ1 και εισήλθε το νέο μέλος Ψ1 Α.Φ.Μ. ....., ως διαχειρίστρια και με ποσοστό συμμετοχής 50%. Ως νέα επωνυμία ορίστηκε "Ψ1 & ΣΙΑ Ο.Ε.". Στα προσκομισθέντα βιβλία είχαν καταχωρηθεί ως τελευταία παραστατικά, αυτά που είχαν εκδοθεί ή ληφθεί μέχρι 31-10-2001. Μετά την ημερομηνία αυτή (31-10-2001) και μέχρι την παραλαβή των βιβλίων και στοιχείων από την Υπηρεσία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (2-5-2002), δεν εμφανίζεται και δεν έχει καταχωρηθεί άλλο παραστατικό. Από τον έλεγχο των σχετικών φορολογικών στοιχείων (τιμολόγια αγορών) προέκυψε ότι αυτά αφορούν αγορές κινητών τηλεφώνων το έτος 2001 από την επιχείρηση ..... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ ΑΦΜ ....., τα δε τιμολόγια πωλήσεων, αφορούν πωλήσεις κινητών τηλεφώνων (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) στις ιταλικές επιχειρήσεις .... /ΙΤ ...., ..../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση .... / ...... β) Από τον έλεγχο της εταιρίας .... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕΑΦΜ .....: Πρόκειται για μονοπρόσωπη ΕΠΕ που συστήθηκε το έτος 1998 με έδρα ...... Από 1-11-2000 έγινε μεταφορά έδρας στην οδό ...... Σκοπός της εταιρίας είναι οι εισαγωγές -εξαγωγές, γενικό εμπόριο. Ιδρυτής-εταίρος -διαχειριστής είναι ο Χ2, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου. Στις 19-7-2001 συνεργείο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ μετέβη στην οδό ....., στη δηλωθείσα έδρα της επιχείρησης. Υπήρχε ένα γραφείο ισόγειο, το οποίο ήταν μονίμως κλειστό τους τελευταίους μήνες. Στην είσοδο του γραφείου υπήρχε στοιβαγμένη αλληλογραφία και γενικά ο χώρος έδειχνε σημεία εγκατάλειψης. Ο διαχειριστής Χ2, φερόμενος ως κάτοικος ....., αναζητήθηκε, αλλά διαπιστώθηκε ότι η οδός .... τερματίζει στον αριθμό 137. Αναζητήθηκε στη διεύθυνση ..... την οποία είχε δηλώσει ως κατοικία του, σύμφωνα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ..... Οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος Δ2 και Δ1, δήλωσαν ότι πριν από ένα χρόνο περίπου ο Χ2 νοίκιασε το ισόγειο διαμέρισμα ως επαγγελματική εγκατάσταση (έδρα της Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ, στην οποία συμμετέχει κατά 50%) και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε αυτό και ως κατοικία του. Τον τελευταίο καιρό όμως έπαυσε να χρησιμοποιεί το διαμέρισμα αυτό ως κατοικία. Σημειώνεται δε ότι στο κουδούνι του διαμερίσματος ανέγραφε το όνομα "ΑΓΓΕΛΟΣ". Κατά την επιτόπια έρευνα της Δ.Ο.Υ. ....., στις 16-11-2001, διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση δεν λειτουργούσε και από πληροφορίες του διαχειριστή της πολυκατοικίας και της ιδιοκτήτριας του πλαϊνού καταστήματος ΠΡΟΠΟ, της αυτής πολυκατοικίας, το συγκεκριμένο κατάστημα ήταν πάντα κλειστό, και δεν έβλεπαν κανένα να το ανοίγει για χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου I1, δήλωσε ότι ο ενοικιαστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ του όφειλε ενοίκια δύο μηνών και αδυνατούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Επίσης αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε στην διεύθυνση ..... όπου είχε δηλωθεί και αυτή ως διεύθυνση κατοικίας, σύμφωνα με το ..... αντίγραφο βιβλίου Αδικημάτων-Συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Ν. Σμύρνης. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δήλωσε ότι ο Χ2 διέμενε σε ισόγειο διαμέρισμα με στοιχεία 1-2 από το οποία έφυγε προ ενός έτους και πλέον. Τελικά ο Χ2 εντοπίστηκε στις 22-4-2002 από συνεργείο ελέγχου του ΣΔΟΕ στην οδό ..... αριθμ. 235 στη Νέα Σμύρνη και συγκεκριμένα σε γραφείο στο πρώτο όροφο όπου είχε αναρτήσει πινακίδα με την επωνυμία ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ. Προηγουμένως είχε δηλώσει στη Δ.Ο.Υ. .... απώλεια των βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως του λόγω κλοπής στις ..... μαζί με το μισθωμένο όχημα ....., εντός του οποίου υπήρχαν αυτά. Ο εν λόγω διαπιστώθηκε ότι κατείχε πλαστή άδεια παραμονής αλλοδαπού ..... Ο Χ2, εκτός από την ως άνω ΕΠΕ, είναι και ομόρρυθμο μέλος στις επιχειρήσεις Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ (πρώην Χ2 & ΣΙΑ ΟΕ) και ..... & ΣΙΑ ΟΕ, με αντικείμενο δραστηριότητας εμπορία κινητών τηλεφώνων. Η ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ δεν είχε υποβάλει συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών σε καμία χρήση. Η εν λόγω εταιρία (...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ) κατά το έτος 2001 πραγματοποίησε ενδοκοινοτικές αγορές από τις αλλοδαπές επιχειρήσεις ....... Πραγματικές ποσότητες κινητών τηλεφώνων που αγόρασε από τις επιχειρήσεις που εδρεύουν σε χώρες μέλη της ΕΕ, επωλήθησαν στην επιχείρηση GLOBALFON ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕΒΕ Τατοΐου 112 Μεταμόρφωση Αττικής. Την παραλαβή των αγαθών αυτών από το αεροδρόμιο των Αθηνών πραγματοποίησε ο υπάλληλος της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία "Χ1", Υ1 με το ΦΙΧ ..... ιδιοκτησίας της εν λόγω επιχείρησης ως και το ...., ιδιοκτησίας της επιχείρησης "Χ1 ΟΕ". Ωσαύτως ο Υ2, υπάλληλος του Χ1, κατέθεσε ότι προσλήφθηκε σαν οδηγός από τον Χ1 αρχές του έτους 2000 και εργάστηκε μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2001. Στην αρχή μετέφερε ψάρια και μετά κινητά τηλέφωνα. Συνήθως τα φόρτωνε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ή από διάφορες μεταφορικές εταιρίες, υπογράφοντας τα σχετικά παραστατικά και τα μετέφερε απ' ευθείας στους πελάτες που κατά κύριο λόγο ήταν η GLOBALFON. Τα κινητά τηλέφωνα τα έπαιρνε για λογαριασμό της ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, που θεωρούσε ότι ήταν ιδιοκτησία του Χ1. Για τις μεταφορές κινητών τηλεφώνων, πληρωμές που έκανε, έπαιρνε εντολές και χρήματα από τον Χ1. Τον δε Χ2 δεν τον γνώριζε. Η ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, εκτός από τα δελτία αποστολής-τιμολόγια πωλήσεως που εξέδωκε προς την επιχείρηση GΙΟΒΑLFΟΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕΒΕ Τατοΐου 112 Μεταμόρφωση Αττικής, εξέδωκε και σωρεία άλλων δελτίων αποστολής-τιμολογίων πωλήσεως, στα οποία εμφανίζονται πωλήσεις κινητών τηλεφώνων χωρίς να έχει αντίστοιχες αγορές για τα είδη αυτά. Μεταξύ των επιχειρήσεων προς τις οποίες εξέδωκε δελτία αποστολής τιμολόγια πώλησης, όπου εμφανίζονται πωλήσεις κινητών τηλεφώνων, χωρίς να έχει αντίστοιχες αγορές για τα είδη αυτά, περιλαμβάνεται και η επιχείρηση "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ", η οποία εν συνεχεία εξέδιδε δελτίο αποστολής με τόπο φόρτωσης τη διεύθυνση ....., με σκοπό διακίνησης την πώληση (ενδοκοινοτική παράδοση), στις Ιταλικές επιχειρήσεις .... /ΙΤ ...., ..../ΙΤ ..... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση GΑ.ΜΑ .... /GE ..... Οι πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) που διενήργησε η επιχείρηση "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ" αναφέρονται στις συνημμένες καταστάσεις με αριθμό 3 και 3α, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης του ΣΔΟΕ που περιέχεται στην δικογραφία. Οι συναλλαγές που έγιναν μέχρι και την 13-9-2001, έγιναν καθόσον ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστής της ΟΕ ήταν ο Χ1. Οι συναλλαγές που έγιναν μετά την ημερομηνία αυτή, έγιναν καθόσον νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η Ψ1 και είναι οι εξής: α) Αγορές από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα .... και .... ΔΑΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών (υπολογιζόμενου και του Φ.Π.Α. ποσού 10.713.600 + 11.250.000 =21.963.000 δραχμών), τα οποία εξοφλήθηκαν με μετρητά και β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ...., .... και .... ΔΑ-ΤΑ στην Ιταλική επιχείρηση ...../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση GΑ.ΜΑ .... /GE ....., συνολικής αξίας 123.130.008 δραχμών, και τα οποία εξοφλήθηκαν με μετρητά. Για τις συναλλαγές των δύο ως άνω περιπτώσεων επισημαίνονται τα εξής: Οι πωλήσεις αυτές είναι εικονικές. Τα κινητά τηλέφωνα δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα, δεν μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Οι πωλήσεις έγιναν χωρίς να υπολογιστεί Φ.Π.Α. στα τιμολόγια που εξέδωσε, λόγω ενδοκοινοτικής παράδοσης, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για επιστροφή του Φ.Π.Α. των εισροών τους, δηλαδή του Φ.Π.Α. των τιμολογίων αγορών από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, (ποσού 10.713.600 +11.250.000=21.963.000 δραχμών). Τα τιμολόγια πωλήσεων (ενδοκοινοτικών παραδόσεων) της ελεγχόμενης επιχείρησης είναι και αυτά εικονικά, καθότι οι πωλήσεις της προέρχονται από εικονικές αγορές. Ενισχυτικό στοιχείο της εικονικότητας αυτών αποτελεί και ο τρόπος πληρωμής των εμπορευμάτων από τις ξένες επιχειρήσεις, καθότι και αυτές εμφανίζονται να πληρώνουν μόνο με μετρητά στην Ελλάδα και όχι με εμβάσματα μέσω τραπεζών. Ειδικά στην περίπτωση της Ιταλικής επιχείρησης ...., οι Ιταλικές οικονομικές αρχές, σύμφωνα με το με αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο τους, διενεργώντας έλεγχο, διαπίστωσαν ότι οι συσκευασίες που έπρεπε να περιέχουν τα τηλέφωνα ήταν άδειες. Τα κινητά τηλέφωνα επομένως ουδέποτε μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Οι ξένες επιχειρήσεις, για να καλύψουν το έλλειμμα, δεδομένου ότι ουδέποτε παρέλαβαν κινητά τηλέφωνα, εξέδωσαν τιμολόγια πωλήσεως, με τα οποία φέρεται ότι πούλησαν τα κινητά τηλέφωνα σε έλληνες επιτηδευματίες, οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε από τους σχετικούς ελέγχους, είναι εξαφανισμένες επιχειρήσεις και δεν έχουν ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις των. Οι Ιταλικές αρχές στο ίδιο έγγραφο αναφέρουν ότι η μεταφορά από την Ιταλία προς την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε από μία Ιταλική μεταφορική εταιρία και ότι τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από τη μεταφορική εταιρία στην .... σχετίζονταν με ανύπαρκτες μεταφορές. Από τις διαδοχικές πωλήσεις των κινητών τηλεφώνων (στροβιλισμός συναλλαγών) (πώληση από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ στην επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, πώληση από την Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ στις επιχειρήσεις ..... /ΙΤ ...., ...../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ..... /GE ..., πώληση από τις ξένες επιχειρήσεις πάλι στην Ελλάδα και μάλιστα σε επιχειρήσεις εξαφανισμένες), δεν αποδόθηκε από καμία ελληνική επιχείρηση Φ.Π.Α. και φόρος εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο. Σημειώνεται ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, στη χρήση 2001, έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α., σύμφωνα με τα τηρούμενα βιβλία της, ύψους 301.395.300 δραχμών. Κατά συνέπεια η ελεγχόμενη επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της εικονικά τιμολόγια αγορών κινητών τηλεφώνων με Φ.Π.Α. από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ, προκειμένου εν συνεχεία να διενεργήσει εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις (πωλήσεις) των κινητών τηλεφώνων, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για επιστροφή του Φ.Π.Α. των αγορών της. Επί τη βάσει της σχετικής εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ εκδόθηκε κατά της εταιρίας Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ και κατ' επέκταση στο ομόρρυθμο μέλος αυτής Ψ1, η .... απόφαση επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. ...., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε πρόστιμο 6.851.689.000 δραχμών για τις σχετικές παραβάσεις του Κ.Β.Σ. και δη για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και την καταχώρηση στα βιβλία της εταιρίας των στοιχείων, αυτών, που αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές. Κατά το χρονικό διάστημα που διαχειρίστρια της εταιρίας ήταν η Ψ1 εκδόθηκαν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα εικονικά φορολογικά στοιχεία για: α) Αγορές από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα .... και .... ΔΑ-ΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών, β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ...., .... και .... δελτία αποστολής στην Ιταλική επιχείρηση ..../ΙΤ ..... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ...., συνολικής αξίας 123.130.000 δραχμών. Η ποινική δίωξη εν προκειμένω καθώς και η κατηγορία που απαγγέλθηκε στους κατηγορουμένους αφορά μόνο τα φορολογικά αυτά στοιχεία, ενώ για την έκδοση των λοιπών εικονικών φορολογικών στοιχείων το εκκαλούμενο βούλευμα διέταξε να διαβιβαστούν αντίγραφα της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες, κατ' άρθρο 38 ΚΠΔ. Η Ψ1 στην από 18-12-2003 έγκληση της κατά των Φ1, Χ1 και Χ2 διατείνεται ότι κατά το έτος 2001 αναζητούσε εργασία οποιασδήποτε μορφής και η εξαδέλφη της Φ1 την έφερε σε επαφή με τους Χ1 και Χ2, οι οποίοι και την προσέλαβαν ως καθαρίστρια και συσκευάστρια των δεμάτων παραγγελιών στην εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ" που είχε την έδρα της στον .... Οι ανωτέρω, μετά την πρόσληψή της, την έπεισαν να εισέλθει στην εταιρία αυτή ως συνεταίρος και στις 11-9-2001 υπέγραψε αυτή ένα δακτυλογραφημένο έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, τροποποίηση ομορρύθμου εταιρίας, δυνάμει του οποίου ο Χ1 της μεταβίβασε τη μερίδα συμμετοχής του εκ ποσοστού 50% στην εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ". Με το συμφωνητικό αυτό συμφωνήθηκε η είσοδος στην εταιρία της ανωτέρω εγκαλούσας, με συμμετοχή σ' αυτήν κατά ποσοστό 50%, ως ομορρύθμου μέλους αλλά και διαχειρίστριας της εταιρίας, της οποίας η επωνυμία έγινε "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ", ενώ ο διακριτικός τίτλος παρέμεινε "....", καθώς και η από μέρους, της ανάληψη όλων των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων της εταιρίας που είχαν δημιουργηθεί από τη σύσταση της και μέχρι την είσοδο της (11-9-2001) και η απαλλαγή του Χ1 από οποιαδήποτε υποχρέωσή του που είχε δημιουργηθεί ή θα προέκυπτε από την εταιρική σχέση. Από την είσοδο της όμως στη εταιρία και μετά, οι Χ1 και Χ2 εξαφανίστηκαν και έπαυσαν να προσέρχονται στην επί της οδού ......, έδρα της εταιρίας, η εγκαλούσα δεν ανέλαβε καμία εργασία, ουδεμία συναλλαγή πραγματοποιήθηκε, δεν διακινήθηκαν εμπορεύματα, δεν εμφανίστηκαν πελάτες, δεν εισεπράχθη κανένα χρηματικό ποσό. Στις 15-10-2001 προσήλθε αύτη στη Δ.Ο.Υ. ...., πληροφορηθείσα ότι την αναζητούν και εκεί της ζητήθηκε να προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας, τα οποία όμως αύτη δεν είχε στην κατοχή της, αφού ουδέποτε της παραδόθηκαν από τους Χ1 και Χ2. Από την ..... Πράξη Παράδοσης και Παραλαβής Λογιστικών Βιβλίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βέννη, προκύπτει ότι κατά δήλωση των Χ1 και Ψ1, που υπογράφουν την πράξη αυτή, τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας παραδόθηκαν στις 19-9-2001, στα γραφεία της εταιρίας από τον Χ1 στη νέα διαχειρίστρια Ψ1, η οποία όμως ισχυρίζεται ότι, παρά τη σύνταξη της τοιαύτης πράξεως, όπου δηλώνει ότι έλαβε χώρα η παράδοση των βιβλίων, στην πραγματικότητα δεν παρέλαβε ποτέ τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας. Από δε την με ημεροχρονολογία 18-10-2005 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Δικαστικής Γραφολόγου Γ1, η οποία διορίστηκε Πραγματογνώμων με την 476/18-8-2005 διάταξη της ανακρίτριας του 10ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να γνωμοδοτήσει εάν η υπογραφή στις ...., ....., ....αποδείξεις είσπραξης, στα ...., ..... δελτία αποστολής και στα ...., .... και .... δελτία αποστολής, έχει τεθεί δια χειρός της Ψ1, προκύπτει ότι οι υπογραφές στα φορολογικά αυτά παραστατικά στοιχεία δεν έχουν τεθεί με το χέρι της Ψ1. Η τελευταία, με την ως άνω αναφερομένη έγκλησή της, απέδωσε την πλαστογραφία των ως άνω φορολογικών στοιχείων τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2. Στην ίδια ως άνω αναφερομένη έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης συμπεραίνεται ότι οι υπογραφές στις ..., ..., .... αποδείξεις είσπραξης, στα...., .... δελτία αποστολής και στα ...., .... και .... δελτία αποστολής, δεν συνδέονται γραφολογικώς με τη γραφή και υπογραφή του Χ1, αποκλείοντας έτσι και αυτόν από τυχόν συντάκτη των εν λόγω υπογραφών. Το Συμβούλιο όμως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προαναφερόμενο εκκαλούμενο βούλευμα του, παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον Χ1, δεχόμενο ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής κατ' αυτού για την πλαστογράφηση των ως άνω αναφερομένων φορολογικών στοιχείων, των φερομένων ως εκδοθέντων δήθεν υπό της Ψ1..... Πράγματι προκύπτουν εν προκειμένω αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος Χ1, δεδομένου ότι εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι: α) Η Ψ1 εισήλθε για πολύ λίγο χρονικό διάστημα στην ως άνω εταιρία και, μολονότι ορίστηκε ως διαχειρίστρια αυτής, η είσοδος της ήτο τυπική, αφού δεν προκύπτει ότι αυτή εισέφερε εξ ιδίων κεφάλαιο για τη συμμετοχή της, ούτε ότι κατέβαλε στον Χ1 το ποσό των 500.000 δραχμών, που αποτελούσε την εισφορά του τελευταίου στην εταιρία, την οποία ούτος φέρεται να της μεταβιβάζει κατά την σύνταξη του από 11-9-2001 ιδιωτικού εγγράφου τροποποίησης της ομορρύθμου εταιρίας, β) Οι εταίροι Χ1 και Χ2, μετά την τοιαύτη τροποποίηση, εξαφανίστηκαν, γεγονός που προκύπτει τόσο από την έγκληση και τις καταθέσεις της Ψ1 όσον και από την ως άνω αναφερομένη έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, στην οποία αναφέρεται ότι οι ιδιοκτήτες του επί της οδού .... ισογείου διαμερίσματος, στο οποίο είχε την έδρα της η εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ", που εν συνεχεία τροποποιήθηκε σε "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ", ενημέρωσαν τους ελεγκτές ότι ο Χ2, ο οποίος χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα αυτό και ως κατοικία, το είχε εγκαταλείψει και είχε παύσει τους τελευταίους μήνες να προσέρχεται σε αυτό. γ) Από την ... Πράξη Παράδοσης και Παραλαβής Λογιστικών Βιβλίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βέννη, προκύπτει ότι η παράδοση των λογιστικών βιβλίων από τον Χ1 στην Ψ1 δεν έλαβε χώρα ενώπιον του Συμβολαιογράφου, αλλά φέρεται λαβούσα χώρα εκτός του Συμβολαιογραφείου, την προηγουμένη ημέρα (19-9-2001) κατά δήλωση των ανωτέρω, η δε Ψ1 αρνείται ότι παρέλαβε τα βιβλία αυτά. δ) Η διενέργεια εικονικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων (πωλήσεων) των κινητών τηλεφώνων, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για επιστροφή του Φ.Π.Α. των αγορών, είχε αρχίσει προ της τυπικής εισόδου της Ψ1 στην ως άνω αναφερομένη εταιρία, όπως προκύπτει από τις ... και .... ειδικές εκθέσεις ελέγχου του Σώματος δίωξης Οικονομικού εγκλήματος. Ειδικότερα, από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι στις εικονικές αυτές ενδοκοινοτικές παραδόσεις προέβη όχι μόνο η εταιρία "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ" αλλά και η εταιρία "Χ1 & ΣΙΑ ΟΕ", και η ατομική επιχείρηση Χ1. Ειδικότερα και στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε η εταιρία ....ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Μονοπρόσωπη ΕΠΕ , καθώς και οι επιχειρήσεις ..../ΙΤ ....., ..../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ... GE. Συνάγεται επομένως ότι οι εκκαλούντες Χ1 και Χ2, συνιστούσαν εταιρίες με σκοπό όπως εκδίδουν εικονικά φορολογικά στοιχεία και δημιουργούν διαδοχικές πωλήσεις κινητών τηλεφώνων (στροβιλισμό συναλλαγών) (πώληση από την ...ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ στην ατομική επιχείρηση του Χ1 καθώς και στις λοιπές ως άνω αναφερόμενες εταιρίες, εικονική πώληση από τις τελευταίες στις επιχειρήσεις .... /ΙΤ ...., ..../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση .....GE/ ...., εικονική πώληση από τις ξένες επιχειρήσεις πάλι στην Ελλάδα και μάλιστα σε επιχειρήσεις εξαφανισμένες), και με τη μέθοδο αυτή δεν αποδόθηκε από καμία ελληνική επιχείρηση Φ.Π.Α. και φόρος εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο. Η επιχείρηση Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, στη χρήση 2001 έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα τηρούμενα βιβλία της, ύψους 301.395.300 δραχμών, ενώ η ατομική επιχείρηση του Χ1 στη χρήση 2001, έλαβε επιστροφές Φ.Π.Α., 221.401.816 δραχμών. Τελευταία αίτηση για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. ποσού 10.713.600 δραχμών(αντιστοιχεί στο ..... Δελτίο Αποστολής -Τιμολόγιο Πώλησης της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ), υπεβλήθη στην Δ.Ο.Υ..... στις 12-10-2001 (βλ. σχετ. το ..... έγγραφο της Δ.Ο.Υ. ... προς τον ανακριτή του 10ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών), η δε αίτηση αυτή φέρει σφραγίδα της εταιρίας Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ ως και υπογραφή, πλην όμως δεν προκύπτει αν υπεβλήθη υπό της ανωτέρω ή υπό άλλου προσώπου. Στην εν λόγω αίτηση αναγράφεται και αριθμός λογαριασμού, αλλά και η Τράπεζα (ΕΡΓΑΣΙΑΣ), στην οποία ο αιτών ζητεί να κατατεθεί το επιστραφέν ποσό, σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού. Μεταξύ της .... ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΠΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ ....., και της εταιρίας "Χ1& ΣΙΑ ΟΕ" (μετέπειτα"Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ") ως και της ατομικής επιχειρήσεως Χ1 υπήρχε στενότατη σχέση, αφού, από τις ως άνω εκθέσεις ελέγχου, προκύπτει ότι εμπορεύματα της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕμεταφέρονταν με μεταφορικά μέσα του Χ1 τα οποία οδηγούσαν υπάλληλοι του, ενώ σε τιμολόγια προμηθευτών (....), αλλά και σε αλληλογραφία διεθνών μεταφορικών εταιριών (.....) αναγράφεται το όνομα του Χ1. Οι δε υπάλληλοι του Χ1, Υ1 και Υ2, κατά την εξόφληση των τιμολογίων πώλησης που γινόταν με επιταγές τραπεζών, υπέγραφαν στις σχετικές αποδείξεις είσπραξης, ε) Οι κατηγορούμενοι προφανώς αντελήφθησαν ότι συνεργείο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ μετέβη στις 19-7-2001 στην έδρα της ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ για διενέργεια ελέγχου στις ενδοκοινοτικές παραδόσεις (βλ. σχετ. την .... έκθεση ελέγχου σελ. 3) και έσπευσαν και κατήρτισαν το ως άνω αναφερόμενο έγγραφο τροποποίησης της ομορρύθμου εταιρίας, δυνάμει του οποίου κατέστησαν διαχειρίστρια την εγκαλούσα Ψ1, με σκοπό προφανώς να εκδοθούν σε βάρος αυτής τα σχετικά πρόστιμα από τις μέχρι τότε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις εταιρίας "Χ1 & ΣΙΑ Ο Ε" (μετέπειτα "Ψ1 & ΣΙΑ ΟΕ") και προκειμένου να θεμελιώσουν έτσι περαιτέρω την ευθύνη αυτής έναντι της φορολογικής αρχής προέβησαν και στην έκδοση και περαιτέρω φορολογικών στοιχείων και δη για: α) Αγορές από την ....ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ με τα .... και ..... ΔΑ-ΤΑ, συνολικής αξίας 143.983.000 δραχμών, β) πωλήσεις (ενδοκοινοτικές παραδόσεις) από την ελεγχόμενη επιχείρηση με τα ...., .... και .... δελτία αποστολής στην Ιταλική επιχείρηση ...../ΙΤ .... καθώς και στη Γερμανική επιχείρηση ...., συνολικής αξίας 123.130.000 δραχμών, στα οποία τέθηκε η υπογραφή της Ψ1, εν αγνοία της και παρά τη θέλησή της, μετά από συναπόφαση του εκκαλούντος και του συγκατηγορουμενου του Χ2, ως ορθά δέχεται και το εκκαλούμενο βούλευμα, προφανώς υπό παρένθετου αγνώστου προσώπου, εφόσον η γραφολογική έκθεση αποκλείει τον εκκαλούντα, Χ1. Ενόψει των δεδομένων αυτών, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος Χ1 περί του ότι είναι άσχετος με την κατάρτιση των ως άνω πλαστών φορολογικών στοιχείων είναι αβάσιμοι. Επί τη βάσει δε των προεκτεθέντων, προκύπτουν επίσης αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ2. Η δε κατάρτιση των πλαστών αυτών στοιχείων αποτελεί πλαστογραφία και όχι παράβαση των διατάξεων των άρθρων 18 και 19 του Ν. 2523/19-97 τα οπoία ορίζουν ότι "Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α" (άρθρ. 18) και "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία; ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών" (άρθρ. 19) δεδομένου ότι ο εκκαλών και ο συγκατηγορούμενός του με τις παραπάνω ενέργειες τους, δηλ. με την κατάρτιση των πλαστών στοιχείων είχαν σκοπό όχι μόνον την επιστροφή Φ.Π.Α. αλλά και την πρόκληση βλάβης στην εγκαλούσα Ψ1, οπότε οι ως άνω αναφερόμενες ειδικές διατάξεις περί φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν την γενική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ (ΑΠ 1302/2003 Ποιν Δικ. 2003 σελ. 1202, ΑΠ 619/2003 Ποιν. Δικ. 2003 σελ. 1203 εττ., Συμβ. ΑΠ 1905/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ σελ. 820). Η επανειλημμένη κατάρτιση των πλαστών στοιχείων έγινε προς πορισμό εισοδήματος, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Από δε την επανειλημμένη έκδοση των πλαστών αυτών στοιχείων επ' ονόματι της Ψ1, αλλά και από την έκδοση σε προγενέστερο χρόνο σωρείας εικονικών ή και πλαστών επίσης φορολογικών στοιχείων, προκύπτει σταθερή ροπή των κατηγορουμένων προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς των. Κατά συνέπεια, επί τη βάσει των ανωτέρω ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την ως άνω αναφερόμενη αξιόποινο πράξη για την οποία διώκονται καιοι εφέσεις των κατά του εν λόγω βουλεύματος πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του......". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού (με τον συγκατηγορούμενό του Χ2) από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 45, 98, 13 στ', 216 παρ. 1 και 3β' του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 και το εδ. β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ιδίου Νόμου). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος (καθώς και του συγκατηγορουμένου του Χ2) κατά του πρωτοδίκου 2659/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το ίδιο Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού, με την επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση, εκτίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα εν συνδυασμό και προς την απολογία του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος Χ1 (ο συγκατηγορούμενός του Χ2 του δεν προσήλθε για να απολογηθεί). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πράξεως αυτής, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντα στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο, ούτε την εξουσία του υπερέβη. Ειδικότερα ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι προεχόντως φορολογική και θα έπρεπε να κριθή πρώτα από τα Διοικητικά Δικαστήρια, όπου ήδη εκκρεμεί, και μετά ταύτα να ασχοληθή η ποινική Δικαιοσύνη, και ότι "παρά το νόμιμα υποβληθέν αίτημά του, κατ' άρθρ. 60, 61, 62 Κωδ.Ποιν.Δικ, οι Ανακριτικές και Εισαγγελικές Αρχές δεν ερεύνησαν το θέμα, αλλ' ούτε και τα υπ' αυτού προσβληθέντα βουλεύματα έδωσαν απάντηση επί του αιτήματός του, τουτέστιν, περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας, ουδέ ηρεύνησαν καθ'οιονδήποτε τρόπον, ως ώφειλον, την βασιμότητα των ισχυρισμών του. Αντίθετα σιγή διήλθον του τεθέντος νομίμου και βάσιμου αιτήματός του", ενώ, όπως ισχυρίζεται, απέδειξε ότι κατά της επίμαχης έκθεσης του ΣΔΟΕ έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα την από 8-12-2003 προσφυγή του, η οποία και εκκρεμεί ενώπιον των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων Πειραιά, και, συνεπώς θα έπρεπε το Συμβούλιο Εφετών, κατ' άρθρο 61 Κ.Π.Δ., να αναστείλει κάθε διαδικασία μέχρις περαιώσεως της φορολογικής διαφοράς και, με το να τον παραπέμψει στο ακροατήριο, ενήργησε, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του. Ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. στ του ΚΠΔ λόγος αυτός αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών, είναι αβάσιμος, αφού για την πιο πάνω πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, δεν απαιτείται από το νόμο να προηγηθεί οποιαδήποτε απόφαση των Διοικητικών Δικαστηρίων. Εξάλλου, η εμπεριεχόμενη στον πιο πάνω λόγο αναίρεσης αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών παρέλειψε να αποφανθεί επί νομίμως προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του με το πιο πάνω περιεχόμενο, ως λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ, εκτιμώμενος, δεν θεμελιώνει, όπως προαναφέρθηκε, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, ενώ, εκτιμώμενος ως λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη προβληθέντος αιτήματος αναβολής της ποινικής δίκης μέχρι να εκδοθεί απόφαση των Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος επίσης ως απαράδεκτος, αφού, έτσι όπως διατυπώθηκε, είναι αόριστος, διότι ο αναιρεσείων δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε επικαλεσθεί προς θεμελίωσή του, αλλά ούτε και το χρόνο και τον τρόπο (με απολογία, υπόμνημα, ένδικο μέσο,) με τον οποίο τον προέβαλε, ώστε για να μπορεί να κριθεί από τον Άρειο Πάγο, αν, όπως προτάθηκε, ήταν, ως λόγος αναιρέσεως, παραδεκτός, πλήρης και ορισμένος, ώστε να χρήζει αιτιολογημένης απαντήσεως. Οι ελλείψεις δε αυτές της αιτήσεως αναιρέσεως δεν δύνανται να καλυφθούν με όσα εκθέτει ο αναιρεσείων στα υπομνήματα που κατέθεσε. Περαιτέρω, για την πληρότητα της πιο πάνω αιτιολογίας, δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τις πιο πάνω παραδοχές του, περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε, και μεταξύ των άλλων ως προς τον δόλο του αναιρεσείοντος, τον σκοπό του να παραπλανήσει με τη χρήση των πιο πάνω πλαστών εγγράφων για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της κακουργηματικής πράξεως της πλαστογραφίας και το σκοπό του να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με ζημία του Δημοσίου αλλά και της εγκαλούσας, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος αυτού και η ζημία του Δημοσίου ή της εγκαλούσας. Επίσης, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το πιο πάνω σκεπτικό, όπως αυτό συμπληρώνεται και από το διατακτικό, με σαφήνεια αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατά συναυτουργία με τον συγκατηγορούμενό του Χ2, αφού, κατά τις πιο πάνω παραδοχές του, και οι δύο ενήργησαν με κοινό δόλο και, μετά από συναπόφασή τους, έθεσαν στα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα την υπογραφή της Ψ1, εν αγνοία της και παρά τη θέληση της, "υπό παρένθετου αγνώστου". Είναι, συνεπώς, αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας, διότι δεν εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε αυτός και ο συγκατηγορούμενός του, για την κατά συναυτουργία, τέλεση του αδικήματος και σε τι συνίσταται η μερικότερη δραστηριότητα καθενός συμπράττοντος. Επομένως, ο από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, οι εκτενώς αναφερόμενες στην αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων, ότι είναι εσφαλμένες οι παραδοχές του βουλεύματος περί δήθεν πλαστογραφήσεως της υπογραφής της μηνύτριας και των αναφερομένων στο σκεπτικό μεθοδεύσεων, προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή του ΦΠΑ, καθόσον, όπως υποστηρίζει, δια τους αναφερόμενους στην αίτησή του λόγους, ήταν "πρακτικά, λογικά, τραπεζικά και νομικά αδύνατον να εισπράξει επιστροφή ΦΠΑ", ότι, από τα αναφερόμενα στην αίτηση αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει η μη εμπλοκή του στην υπόθεση και ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα εγένετο δεκτό ότι προέβη στις πλαστογραφίες, προκειμένου να προξενήσει βλάβη στην εγκαλούσα Ψ1, ενώ αυτός δεν είχε λόγο ούτε τη νομική δυνατότητα να πράξει τούτο, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης τους ισχυρισμούς -ερωτήματα, που αναφέρει ο αναιρεσείων ότι προέβαλε στο Δικαστήριο, χωρίς αυτό να του απαντήσει, μεταξύ των οποίων, ότι, εάν είχε κάνει τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, γιατί αυτός παρέδωσε τα βιβλία της εταιρείας, αφού η μη παράδοση των βιβλίων θα καθιστούσε τον έλεγχο ανέφικτο, κλπ, αποτελούν απλά επιχειρήματα του κατηγορουμένου και όχι αυτοτελείς ισχυρισμούς, στα οποία το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 84/26-3-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ1, κατά του 433/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση. Στοιχεία. Πότε διαπράττεται κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Δυνατή η συναυτουργία στη κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Οι ειδικές διατάξεις του εγκλήματος της φοροδιαφυγής (18 παρ. 1, 19 του Ν 2523/1997) αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης. Πότε αυτό δεν συμβαίνει. Αιτιολογία βουλεύματος. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Πότε είναι ορισμένοι. Η μη απάντηση (σιωπηρή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, που δεν θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως των βουλευμάτων. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Φοροδιαφυγή, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Συναυτουργία, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 289/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα,. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Μαλανδρίνου, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 286,287/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση της αποφάσεως τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1564/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 478/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας, μετά της σχετικής δικογραφίας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 509 παρ. 1, 513 παρ. 1 και 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθ. 471/2-5-2007 αίτησιν αναιρέσεως του ...... και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεώς του αυτοπροσώπως ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών, όπου κρατείται, συνταχθείσης προς τούτο της σχετικής εκθέσεως (άρθρ. 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 3 και 474 Κ.Π.Δ.), κατά της υπ'αριθ. 286-287/1-6-2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Αθηνών δια της οποίας κατεδικάσθη στην ποινή της ισοβίου καθείρξεως για την πράξιν της Ανθρωποκτονίας από πρόθεση και συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών και 4 μηνών για τις λοιπές πράξεις και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ. στην έκθεση του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ο γενικός και επιτακτικός, για όλα τα ένδικα μέσα, κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο, για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει να εκτίθενται στην ίδια την έκθεση ασκήσεως αυτού και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Ειδικώτερα στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου θα πρέπει να εκτίθεται ένας τουλάχιστον λόγος ο οποίος, περαιτέρω, να είναι ορισμένος, δηλαδή να εξειδικεύει το ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα που προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και απόφαση, χωρίς όμως να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της προβαλλόμενης νομικής πλημμέλειας, αφού, άλλωστε, αποτελεί περαιτέρω υποχρέωση του δικαστηρίου του ενδίκου μέσου, να ελέγξει την νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, λόγοι οι οποίοι αναφέρονται σε άλλο έγγραφο και δη στο υπόμνημα, δεν λαμβάνονται υπ'όψιν από το δικαστικό Συμβούλιο ή δικαστήριο, εκτός αν στην έκθεση του ενδίκου μέσου γίνεται ειδική αναφορά στο έγγραφο αυτό και φέρει την υπογραφή του γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο καθώς και αν πρόκειται για λόγους που ενδεχομένως εξετάζονται αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 511 Κ.Π.Δ.), με την προϋπόθεση βέβαια ότι στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως, πλήττεται η υπ'αριθ. 286-287/2007 απόφασις του Μ.Ο.Ε. Αθηνών δια της οποίας ο αναιρεσείων κατεδικάσθη σε ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την πράξιν της Ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε ποινή φυλάκισης ενός έτους δι'εκάστην πράξιν της παρανόμου οπλοχρησίας και παρανόμου κατοχής όπλου και φυλάκιση 10 μηνών για την πράξιν της παρανόμου κατακρατήσεως και συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών και 4 μηνών. Η αίτηση αναιρέσεως ησκήθη με δήλωση του κατηγορουμένου ενώπιον του Διευθυντού της Φυλακής, όπου κρατείται, συνταχθείσης προς τούτο της από 2-5-2007 εκθέσεως εις την οποίαν όμως ουδείς λόγος αναιρέσεως διαλαμβάνεται. Επομένως πρέπει, η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ'άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μετά από κλήτευση του αναιρεσείοντος, και να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του κατηγορουμένου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος η υπ' αριθ. 471/2-5-2007 αίτησιν αναιρέσεως του ..... και ήδη κρατουμένου στη Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθ. 286-287/2007 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Αθηνών και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του Αναιρεσείοντος. Αθήναι 12 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, η αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 148-153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2 και 509 παρ. 1α Κ.Π.Δ προκύπτει, ότι, προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως ή δηλώσεως αναιρέσεως και αποφάσεως είναι οι περιεχόμενοι σ' αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως η οποία συντάχθηκε με δήλωση του κατηγορουμένου ενώπιον του Διευθυντή της Φυλακής Κορυδαλλού, όπου κρατείται, πλήττεται η υπ' αρίθ. 286-287/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε στη εις αυτές ποινές για ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη κατακράτηση, παράνομη κατοχή όπλων και οπλοφορία. Στην αίτηση, όμως, αναιρέσεως, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής προκύπτει, δεν περιέχεται κανένας λόγος από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. Πρέπει, συνεπώς, η αίτηση να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, όπως και ο Εισαγγελέας προτείνει, στην πρόταση του οποίου κατά τα λοιπά και το Συμβούλιο συμπληρωματικώς αναφέρεται ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 471/2-5-2007 αίτηση του .......για αναίρεση της υπ' αριθ. 286-287/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση αναιρέσεως από κρατούμενο στο Διευθυντή των Φυλακών, χωρίς να περιέχει κανέναν απολύτως λόγο από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 510 § 1Δ του ΚΠΔ. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 288/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λάσκο, περί αναιρέσεως της 10739/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ........., 2) .........., 3) .........., 4) ..........., 5) ........, 6) ..........., 7) ..........., 8) ........., 9) ........., 10) .........., 11) .......... και 12) .........., που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1631/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σ' αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή έγκλημα είναι γνήσιο έγκλημα παράλειψης και συντελείται με μόνη την μη εμπρόθεσμη, κατά το άρθρο 655 του Α.Κ. καταβολή των οικείων αποδοχών ή χορηγιών, κατά το ίδιον δε άρθρον (655 ΑΚ) η ημέρα καταβολής του μισθού αποτελεί δήλη ημέρα, με μόνη την παρέλευση της οποίας ο εργοδότης, ή διευθυντής της οποίας ο εργοδότης, ή διευθυντής κ.λ.π. γίνεται, χωρίς όχληση, υπερήμερος οφειλέτης, εκτός αν αυτός αποδείξει γεγονός που αποκλείει την υπερημερία του. Εξ άλλου η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υποχρέου, υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από τη βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού, ενόψει του ότι το μεν, κατ' άρθρο 2 του Α.Ν. 635/1937 ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη, ως προς την ομάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ' άρθρο 679 αριθμ. 4 Εμπ. Ν. καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχού στην περίπτωση πληρωμής των πιστωτών του μετά την ημέρα παύσεως των πληρωμών. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οικονομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλοι στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά. Η αιτιολογία δε της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης 10739/2007 αποφάσεως τα οποία, ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, ότι ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "........ ΑΒΕΤΕ - Βιομηχανία Γυναικείων Ενδυμάτων" ενώ απασχόλησε τους κατονομαζομένους υπαλλήλους, δεν κατέβαλε εις αυτούς τις επακριβώς προσδιοριζόμενες για τον καθένα αποδοχές, δυνάμει των συμβάσεων εργασίας και ακολούθως κήρυξε ένοχο αυτόν για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου μόνον του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 § 1 Ν. 2336/1995 και του επέβαλε, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2β ΠΚ συνολική ποινή φυλακίσεως 56 μηνών, μετατραπείσαν προς 4,40 Ευρώ ημερησίως. Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί το δικαστήριο δεν απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, τον οποίο εγγράφως προέβαλε και προφορικώς ανέπτυξε ο συνήγορος που τον εξεπροσώπησε: Ότι δηλαδή η εργοδότις ανώνυμη εταιρεία, με την υπ' αριθμ. 882/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως και ως ημέρα παύσεως των πληρωμών είχε ορισθεί η 30-6-2003 (αλλά και ο ίδιος, ατομικώς είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 714/2004 απόφαση του ιδίου, ως άνω δικαστηρίου και χρόνος παύσεως των πληρωμών του είχε ορισθεί η 30.7.2003) ενώ χρόνος τελέσεως της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε φέρεται μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της παύσεως των πληρωμών, δηλαδή (το χρονικό διάστημα) από Ιανουάριο 2004 έως Μάρτιο 2004 και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 679 αριθμ. 4 του Εμπ.Ν., το οποίο προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, τις περιπτώσεις της απλής χρεωκοπίας, απαγορεύονται στον πτωχεύσαντα οι πληρωμές μετά την ημέρα παύσεως των πληρωμών και η απαγόρευση αυτή ενεργεί, ως αναιρετικό στοιχείο του δόλου στην περίπτωση της μη πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων από τον υπεύθυνο για την πληρωμή τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως και πρέπει να γίνει δεκτός να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 517 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 10739/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 § 1 του Ν 2336/1995. Πτώχευση εργοδότη πριν από την βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσμο αυτού. Επίκληση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού στο δικαστήριο της ουσίας. Καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς καμία αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 285/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Πάλλα, περί αναιρέσεως της 6103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 684/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 476 § 2 και 510 § 1Δ ΚΠΔ προκύπτει ότι, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, μπορεί ο εκκαλών να ασκήσει αναίρεση και να προβάλει, ως λόγο αυτής, την έλλειψη της από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ελλείψη δε αυτής της αιτιολογίας υπάρχει, όταν στην απόφαση που απορρίπτει την έφεση, ως εκπρόθεσμη και εντεύθεν απαράδεκτη, δεν εκτίθεται ο χρόνος της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως και της ασκήσεως της εφέσεως καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, χωρίς ειδικότερα προσδιορισμού τούτου ή μνεία των κατά το άρθρο 161 § 1 ΚΠΔ στοιχείων της εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση ισχυρισμός, ότι η επίδοση είναι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο άκυρη και ως εκ τούτου δεν άρχισε η προθεσμία της εφέσεως, οπότε η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στη βασιμότητα ή μη του ισχυρισμού αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως απ' αυτήν προκύπτει, δικάζοντας την με αριθμό 11067/26-9-2006 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά της 58549/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών για χρέη προς το Δημόσιο, απέρριψε αυτήν, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, με την εξής αιτιολογία: "Από τη διάταξη του άρθρου 473 § 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως είναι δέκα ημέρες, η οποία για τον απόντα κατά την απαγγελία της αποφάσεως κατηγορούμενο, αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Όταν το ένδικο μέσο ασκείται εκπρόθεσμα, απορρίπτεται τούτο ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης της ερήμην εκκαλουμένης υπ' αριθ. 58549/02 αποφάσεως που συνέταξε ο Επιμελητής Δικαστηρίων ....., η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα δια θυροκολλήσεως στην κατοικία του στο ....., στις 11-8-2004. Από τότε μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 26-9-2006, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ημερών και συνεπώς η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης διέμενε στην οδό ..... δεν αποδεικνύεται δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισυναπτόμενη στο ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως βεβαίωση του ως άνω Επιμελητή Δικαστηρίων ο κατηγορούμενος διέμενε τότε στην οδό ....... Η κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρος δεν συνοδεύεται και από έγγραφα (λογαριασμός ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λ.π.) που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, αφού διαλαμβάνεται εις αυτήν ο χρόνος επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στον εκκαλούντα, ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως. Εφόσον δε ο εκκαλών (ήδη αναιρεσείων) δεν προέβαλε με την έφεση ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο ούτε ότι η εκπρόθεσμη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει περαιτέρω αιτιολογία για την απορριπτική, του σχετικού λόγου, κρίση του που διατυπώθηκε κατά τη συζήτηση της εφέσεως. Εν πάση περιπτώσει ως εκ περισσού, αξιολογώντας την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος, απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι κατά το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως διέμενε σε οδό διαφορετική από εκείνη εις την οποία του επιδόθηκε η απόφαση δια θυροκολλήσεως, σημειουμένου εδώ ότι τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση της εφέσεως: "ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της κλήσης ή της απόφασης, όπως με μάρτυρες και έγγραφα θα αποδείξει", δεν συνιστούν περιστατικά ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος που τον εμπόδισαν στην άσκηση εμπροθέσμου εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του ......για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, πρέπει να διαλαμβάνεται ο χρόνος επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκείνος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Αιτιολογημένη η προσβαλλομένη απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση. Η περιεχομένη στην έφεση φράση «Ουδέποτε έλαβα γνώση της κλήσης ή της απόφασης, όπως με μάρτυρες και έγγραφα θα αποδείξω» δε συνιστά περιστατικά ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 284/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Βασιλακάκη, περί αναιρέσεως της 247/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 659/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται διάδοση ή ισχυρισμός από τον υπαίτιο, ενώπιον άλλου, για τρίτον γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τρίτου αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να έχει γνώση της αναλήθειάς του. Ως γεγονός, κατά την έννοια του νόμου, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υπόκειται στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά ή έκφραση γνώμης ή κρίσεως ή χαρακτηρισμού που σχετίζεται με γεγονός, αναφέρεται στο παρόν ή το παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική ή την ευπρέπεια. Εξ άλλου, έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1Δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει στο πιο πάνω έγκλημα πρέπει να εκτείνεται και σ'αυτόν, απαιτείται δηλαδή η γνώση του δράστη περί της αναλήθειας του γεγονότος να αιτιολογείται ειδικά με την παράθεση των περιστατικών που την δικαιολογούν, εκτός εάν το γεγονός συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του κατηγορουμένου, οπότε αναγκαίως έχει γνώση του ψεύδους. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή και επέβαλε εις αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά κατά πιστή μεταφορά: Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται (συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή). Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι αυτός την 20-8-2002 στην περιοχή "........." ........ Χαλκιδικής, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή τους. Ειδικότερα για κάθε ένα από τους εγκαλούντες ......., ........ και .........., αστυνομικούς, που προέβαιναν σε έλεγχο των οικοδομικών εργασιών που ενεργούσε αυτός (κατηγορούμενος), ανέφερε ενώπιον των άλλων δύο και των παρισταμένων εργατών, τα εξής: "Ξέρω, ξέρω ήρθατε για να με γράψετε (εννοώντας για τις οικοδομικές εργασίες) γιατί εξυπηρετείτε τα συμφέροντα του κ. ........", ενώ αυτό, ήταν ψευδές, αφού και ο ίδιος γνώριζε ότι οι αστυνομικοί, ύστερα από οποιαδήποτε καταγγελία, όφειλαν, από υπηρεσιακό καθήκον, να ενεργήσουν έρευνα και όχι για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του ........... Ότι ο κατηγορούμενος απηύθυνε προς τους αστυνομικούς την παραπάνω φράση δεν την αμφισβητεί ούτε η εξετασθείσα στο ακροατήριο σύζυγός του, αλλά ούτε και ο ίδιος. Ο ισχυρισμός δε ότι μ'αυτήν εννοούσε γενικά τις αστυνομικές αρχές και όχι τους συγκεκριμένους αστυνομικούς δεν μπορεί να γίνει πιστευτό, αφού προς αυτούς απευθυνόταν η φράση αυτή και μάλιστα σε πληθυντικό επειδή ήταν περισσότεροι από ένας. Άλλωστε και μέσα στις αστυνομικές αρχές, που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι εννοούσε, περιλαμβάνονται και οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί. Κατ' ακολουθίαν ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την προαναφερόμενη πράξη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μετά την πράξη του επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και προσπάθησε να άρει τις συνέπειες της πράξης του. Επομένως, πρέπει να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2 περιπτ. δ Π.Κ. Ενόψει δε των ανωτέρω δεν συντρέχει λόγος αναβολής της υποθέσεως και το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Με αυτά που δέχθηκε η πληττομένη απόφαση διέλαβε την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού αναφέρεται εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους, υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363 - 362 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό της αποφάσεως των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου για την αναλήθεια του γεγονότος ότι το ισχυρισθέν γεγονός μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων ενώ περαιτέρω αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος, που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να χρειάζεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1Δ ΚΠΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν αμφισβητείται η εκτίμηση του δικαστηρίου ως προς συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (την κατάθεση της μάρτυρος ...........), ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, γιατί βάλλει κατά την ανελέγκτως δεκτών γενομένων από το δικαστήριο της ουσίας. Απορριπτομένου του μοναδικού λόγου της αιτήσεως, πρέπει η αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Μαρτίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της 247/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για συκοφαντική δυσφήμηση, απαιτείται η γνώση του δράστη περί της αναλήθειας του γεγονότος, να αιτιολογείται ειδικά με την παράθεση των περιστατικών που την δικαιολογούν. Έννοια γεγονότος επί συκοφαντικής δυσφημήσεως. Η απόφαση περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 283/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου 9 Νοεμβρίου 2007 (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Ανδρεάδη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 9821/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 707/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 281/3.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την από 22/24-4-2007 αίτηση του Χ1, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης αμετακλήτως δια της υπ'αριθμ. 9821/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Ο αιτών κατεδικάσθη, δια της ανωτέρω αποφάσεως, εις ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, δι' επικίνδυνη σωματική βλάβη, αμετακλήτως, απορριφθείσης της αιτήσεως αναιρέσεως την οποία ήσκησε, δια της υπ'αριθμ. 1838/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. 'Ηδη αυτός ζητεί, δια της υπό κρίση αιτήσεως, την επανάληψη της διαδικασίας "κατ'άρθρο 525 ΚΠΔ παρ. 2 και 3", προδήλως επικαλούμενος τις περιπτώσεις 2 και 3 της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου. Εκθέτει δε, συν τοις άλλοις, ότι κατεδικάσθη, ως άνω, "με τις καταθέσεις δύο ψευδομαρτύρων" και ότι ο ψευδομηνυτής του κατεδικάσθη δια της υπ'αριθμ. 3010/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, διά ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση και στην απολογία του ανέφερε ψευδή περιστατικά. Επειδή, κατά το άρθρο 525 § 1 περιπτ. 2 Κ.Π.Δ., η δι' αμετακλήτου αποφάσεως περατωθείσα ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον στου καταδικασθέντος δια πλημμέλημα ή κακούργημα, και εάν, μετά την οριστική καταδίκη, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα τους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή εν συνδυασμώ προς τις προηγουμένως προσκομισθείσες καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος, ή κατεδικάσθη αδίκως δι έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι εξετέλεσε. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα τα οποία ήσαν άγνωστα στο δικαστήριο ώστε να μη δύναται να τα λάβη υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη δύναται να τα προβάλη, γιατί αν ήσαν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθή ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Τέτοιες αποδείξεις δύνανται να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, άγνωστες στους εκδόσαντες την καταδικαστική απόφαση δικαστές, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε εν συνδυασμώ προς τα ήδη ληφθέντα υπ'όψιν αποδεικτικά στοιχεία, καθιστούν πρόδηλο, εις σημείο εγγίζον την βεβαιότητα, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή κατεδικάσθη αδίκως δι' έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι ετέλεσε (ΑΠ 1703/05, ΑΠ 446/06, εις ΠΧ/ΝΣΤ/444, 975 αντιστοιχ.). Επίσης, κατά το άρθρ. 525 παρ. 1 περίπτ. 3 και παρ. 2 ΚΠΔ, λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας δύναται να θεμελιώσουν και οι ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων "αν βεβαιωθή ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου" και αν αποδεικνύονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση διά ψευδορκία, εκτός αν δεν εξεδόθη τέτοια απόφαση επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν την εκδίκαση της υποθέσεως στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη, περιστατικά που πρέπει να επικαλεσθή ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 612/1989, εις ΠΧ/Μ'/67, ΑΠ 580/1996, εις ΠΧ/ΜΖ'/243, ΑΠ 514/1975, εις ΠΧ/ΚΕ'/843). Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 527 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, η αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος , πρέπει να περιέχη τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που την βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Για να είναι δε παραδεκτή η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας εκείνου που κατεδικάσθη αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα και επικαλείται νέα γεγονότα ή αποδείξεις, άγνωστα στους δικαστές που τον κατεδίκασαν, πρέπει να εκθέτη στην αίτησή του με σαφήνεια και πληρότητα τα νέα στοιχεία που είναι σχετικά με την πράξη για την οποία εχώρησε η καταδίκη, καθώς και το περιεχόμενο αυτών, για να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητος της αιτήσεως (ΑΠ 1219/2002, εις Ποιν.Δικ/2002/1341). Στην προκειμένη περίπτωση, εκ των εγγράφων της διαδικασίας προκύπτει ότι ο αιτών, δια της ως άνω αμετακλήτου αποφάσεως, εκηρύχθη ένοχος δια την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη και επεβλήθη σ'αυτόν η ανωτέρω ποινή, διότι στην περιοχή ......... Αττικής, την 4-12-1999, εκ προθέσεως εκτύπησε με ξύλο τον Ψ1, προξενήσας σ'αυτόν αιμάτωμα αριστεράς κροταφικής χώρας και εκδορές προσώπου, η δε πράξη του αυτή, λόγω του χρησιμοποιηθέντος μέσου και του σκληρού τρόπου που πραγματώθηκε, μπορούσε να προκαλέση στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαρεία σωματική βλάβη. Ο αιτών ισχυρίζεται, ως προεκτίθεται, ότι κατεδικάσθη "με τις καταθέσεις δύο ψευδομαρτύρων". Όμως, εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει αμετάκλητη καταδίκη δια ψευδορκία, ως προς την ανωτέρω αξιόποινη πράξη (επικίνδυνη σωματική βλάβη), και ούτε προβάλλεται από τον αιτούντα, ούτε προκύπτει, ότι η έλλειψη τέτοιας καταδίκης οφείλεται εις νομίμους λόγους, οι οποίοι εμπόδιζαν την κατ'ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη. Σημειωτέον, ότι η δια της υπ'αριθμ. 3010/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδίκη του ανωτέρω Ψ1, δια ψευδορκία μάρτυρος, έλαβε χώρα λόγω του ισχυρισμού του, ότι ο αιτών αφήρεσε το κινητό τηλέφωνό του και το ακουστικό βαρυκοΐας, ενώ δια της ιδίας αποφάσεως αυτός (Ψ1) εκηρύχθη αθώος ψευδορκίας, εν σχέσει προς τον ισχυρισμό του, ότι ο αιτών επετέθη και τον κτύπησε με ξύλο, με συνέπεια να τον τραυματίση. Επομένως, ο ανωτέρω εκ του άρθρ. 525 παρ. 1 περ. 3, εν συνδ. προς παρ. 2, ΚΠΔ λόγος επαναλήψεως διαδικασίας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, ο αιτών αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, στην μη αποδοχή αιτήσεώς του δια κλήση και εξέταση μαρτύρων, στην μη ανάγνωση καταθέσεων απόντων μαρτύρων, στην εκτίμηση φωτογραφιών, στην απόρριψη αιτήματός του δια διορισμό δικηγόρου λόγω οικονομικής αδυναμίας του και ζητεί να ερευνηθή το ενδεχόμενο παρανόμου κυκλώματος προς εφοδιασμό υγιών συνταξιούχων, έναντι αμοιβής, με ακουστικά βαρυκοΐας, ισχυρίζεται δε ότι αν είχε γίνη δεκτό το αίτημά του διά κλήτευση και εξέταση δύο μαρτύρων, υποβληθέν στον εισαγγελέα εφετών, θα είχε αθωωθή. Επίσης, αυτός ισχυρίζεται, περί του ανωτέρω Ψ1, ότι απολογούμενος κατά την δίκη στην οποία εξεδόθη η ανωτέρω υπ'αριθμ. 3010/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειδικείου Αθηνών, αναφέρει ψευδώς ότι "έπεσε κάτω και έχασε τις αισθήσεις του και ήταν σαν πεθαμένος", οι δύο μάρτυρες κατηγορίας του αιτούντος "δεν ήταν παρόντες στο επεισόδιο και ότι έμαθαν το έμαθαν από τον ίδιο", τις φωτογραφίες που τον έδειχναν να κρατάει μαγκούρα και να κτυπά τον αιτούντα "δεν μπορεί να τις δει...", δεν θυμάται τον αριθμό κινητού, "ενώπιον όλων των Δικαστηρίων ποτέ δεν φορούσε ακουστικά βαρηκοΐας", "από την βαρηκοΐα έγινε καλά". Όμως, δια των ανωτέρω, ο αιτών δεν εκθέτει στην υπό κρίση αίτηση, με σαφήνεια και πληρότητα, ποια άγνωστα στους καταδικάσαντας αυτόν δικαστές και σχετικά με την πράξη δια την οποία εχώρησε η ως άνω καταδίκη του, νέα γεγονότα, επικαλείται, ώστε να καταστή δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητος της αιτήσεως. Επομένως και ο εκ του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας στην προκειμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. 'Αλλως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος κατ'ουσίαν, αφού τα ως άνω επικαλούμενα από τον αιτούντα στοιχεία, είτε μόνα τους, είτε εν συνδυασμώ προς τα προηγουμένως προσκομισθέντα, δεν καθιστούν φανερό ότι αυτός είναι αθώος του ανωτέρω πλημμελήματος δια το οποίο κατεδικάσθη, ούτε ότι κατεδικάσθη δι'έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι ετέλεσε. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθή ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να απορριφθή η από 22/24 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης δια της υπ'αριθμ. 9821/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αιτών στα δικαστικά έξοδα.- Αθήναι 28 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και οι οποίες μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ο αιτών επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε αμετακλήτως μετά την έκδοση της υπ'αριθ. 1838/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 9821/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών με τριετή αναστολή για επικίνδυνη σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ.1α σε συνδ. με άρθρο 309 Π.Κ.), για το λόγο ότι, από το επικαλούμενο νέο έγγραφο, άγνωστο στους δικαστές που τον καταδίκασαν, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί ενώπιον του ανωτέρου δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, γίνεται φανερό (όπως διατείνεται), ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, παραδεκτώς δε εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν. Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της ως άνω, απόφασης, διαλαμβάνονται για τον αιτούντα τα εξής: "Ο κατηγορούμενος στην περιοχή ..........Αττικής την 4-12-1999 αφού επιτέθηκε κατά του εγκαλούντος Ψ1 τον κτύπησε με ένα ξύλο ,μήκους 80 cm περίπου, στην αριστερή πλευρά της κεφαλής του και έτσι του προξένησε αιμάτωμα αριστεράς κροταφικής χώρας και εκδορές προσώπου. Η πράξη του δε αυτή, λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε και του σκληρού τρόπου που πραγματώθηκε μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαρειά σωματική βλάβη. Το ότι δράστης της ανωτέρω πράξεως είναι ο κατηγορούμενος προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των εξετασθέντων ενώπιον του δικαστηρίου τούτου μαρτύρων και δεν αληθεύει ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το χτύπημα στο κεφάλι προκλήθηκε από πτώση του παθόντος στο έδαφος κατά τη διάρκεια της συμπλοκής μεταξύ τους ούτε εξηγεί ο κατηγορούμενος πως προκλήθηκαν και τα τραύματα στο πρόσωπο. Η σε βάρος του παθόντος σωματική βλάβη φέρει τον χαρακτήρα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, επειδή προκλήθηκε με ξύλο στο κεφάλι που είναι ευπαθές μέρος του σώματος και μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του ή βαρειά σωματική του βλάβη". Ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει την υπ' αριθμ.3010/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η οποία εκτιμάται ως νέα απόδειξη και νέο γεγονός καθόσον δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη και με την οποία ο ως άνω παθών Ψ1 και ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών μάρτυρας Γ1 κατόπιν εγκλήσεως του αιτούντος κηρύχθηκαν αθώοι της ψευδορκίας για όσα κατέθεσαν σε σχέση με την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και μόνο ο πρώτος τούτων καταδικάσθηκε για ψευδορκία για όσα κατέθεσε για την πράξη της αποδιδομένης στον αιτούντα κλοπής του κινητού και των ακουστικών βαρηκοίας του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση ο εγκαλών αναφέρει στην ανωμοτί κατάθεσή του "Είχα πάει στην εκκλησία και ο κατηγορούμενος πρόβαλε απότομα και μου λέει τώρα θα σε λιώσω και μου έριξε στο κεφάλι με ξύλο και έπεσε κάτω. Οι διαφορές μας ήταν για την εκκλησία. Την έχουμε κτίσει όλοι μαζί η γειτονιά. Μετά το χτύπημα έπεσα και έχασα τις αισθήσεις μου, όταν συνήλθα ήμουν στο νοσοκομείο....". Επίσης ο μάρτυρας Γ1 που εξετάστηκε ενόρκως στο ίδιο δικαστήριο κατέθεσε "Δεν ήμουν παρών στο ξυλοδαρμό. Έλαβα εντολή από τον προϊστάμενό μου της Αγ. Γλυκερίας να τον πάρω να τον πάω στο νοσοκομείο. Τον πήγα στο νοσοκομείο ''Σωτηρία'' που εφημέρευε, έκριναν ότι πρέπει να πάει στο ΚΑΤ, και τον πήγαν και ακολούθησα και εγώ με το αυτοκίνητό μου και τους ενημέρωσα. Δεν είχε τις αισθήσεις του. Είχε πρόβλημα ήταν χτυπημένος στο κεφάλι και εγώ τον πήγα για πιο γρήγορα. Άκουσα ότι τον κτύπησε ο κύριος Χ1. Άκουσα για αυτόν ότι έκανε φασαρίες. Εγώ τον είδα αιμόφυρτο. Η επικαλούμενη από τον αιτούντα ως άνω νέα απόδειξη, τόσο από μόνη της όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών προσκομισθείσες με βάση τις οποίες τούτο έκρινε ότι ο αιτών τέλεσε την προαναφερόμενη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης δεν καθιστούν φανερό σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα ότι ο Χ1 είναι αθώος της πράξεως αυτής για την οποία καταδικάσθηκε αμετακλήτως. Οι άλλες αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης επιδιώκουν τον από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1838/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 9821/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Απορρίπτει αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, επειδή από τις νέες αποδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση, δεν γίνεται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 282/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, για αναίρεση της 13254/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1069/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. πρώτο του ν. 2523/1997, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Κατά την παρ. 4 εδ. πρώτο του ίδιου άρθρου, εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής....... Από τη διατύπωση των συνδυασμένων αυτών διατάξεων και τον παράτιτλο του άρθρου 19 προκύπτει, ότι ο σκοπός του δράστη της τελεσθείσης αξιόποινης πράξεως της φοροδιαφυγής, κατατείνει στην απόκρυψη της φορολογητέας ύλης, που συντελείται με την μείωση ή την αποφυγή φορολογικής επιβαρύνσεως οποιουδήποτε φόρου, που αφορά είτε τον ίδιο, αποδεχόμενο τα πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, είτε τον εκδώσαντα αυτά. Η παραπάνω διάταξη, η οποία αναφέρεται στα αδικήματα φοροδιαφυγής για έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών τιμολογίων που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 5 του ίδιου νόμου διαπράττονται από 1-1-1998, αντικατέστησε, ως προς το συγκεκριμένο αδίκημα, εκείνη του άρθρου 31 παρ. 1 εδ. ζ' και η' του ν. 1591/1986, η οποία ήταν επιεικέστερη από την ανωτέρω νεότερη διάταξη. Κι αυτό γιατί απαιτούσε ως πρόσθετο αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση του ίδιου αδικήματος τη γνώση από τον υπαίτιο ότι το φορολογικό στοιχείο είναι εικονικό και το σκοπό του υπαιτίου για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δηλαδή στοιχείο που δεν απαιτεί πλέον ο νεότερος νόμος, ο οποίος ρητώς διαλαμβάνει ότι το ανωτέρω αδίκημα τελείται ανεξάρτητα από το αν ο υπαίτιος διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχτηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζει αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Σε έλεγχο που διενεργήθηκε από υπαλλήλους του ΣΔΟΕ Αττικής ,στην ατομική επιχείρηση του κατηγορουμένου, στο .......... Αττικής (χονδρικό εμπόριο ανδρικών ενδυμάτων),στις 27-3-2003 διαπιστώθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 14-5-1997 μέχρι 22-10-2000 να έχει αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία , τα οποία είχαν εκδοθεί για ανύπαρκτες συναλλαγές ,από τις επιχειρήσεις της Γ1 και " .......... ΕΠΕ",ήτοι επιχειρήσεις ανύπαρκτες από το έτος 1996, καθόσον είχαν πάψει να λειτουργούν από το έτος αυτό.Παρόλα αυτά φέρονται να εκδίδουν φορολογικά στοιχεία,τα οποία ο κατηγορούμενος εκ προθέσεως αποδέχθηκε και καταχώρησε στα βιβλία της επιχείρησης του προκειμένου να προβεί στην απόκρυψη φορολογητέας ύλης .Τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται για το μετά την 17 Σεπτεμβρίου 1999 χρονικό διάστημα ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 53.299.597 δραχμών, είναι τα παρακάτω:τ.μ. ....... συν αξίας 7.021000δρχ.Δ.Α. ....... ,τ.μ ....... συν αξίας 4412600 δρχ.,ΔΑ ........., τ.μ.. ......... συν αξίας 4132360 δρχ.,.........,τ.μ. ........ συν.αξίας 9413922 δρχ,ΔΑ..........,τ.μ. ........ συν. Αξίας 5133295 δρχ.,........., τ.μ. ......... συν. Αξίας 12793560 δρχ.,Δ.Α. ......., τ.μ. ...... συν. αξίας 10592860 δρχ.,Δ.Α. 646/22-10-00 και γιαυτό πρέπει ο κατηγορούμενος για το παραπάνω χρονικό διάστημα να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται". Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και τούτο διότι ενώ δέχεται ότι τα ανωτέρω εικονικά φορολογικά στοιχεία εκδόθηκαν από δύο διακεκριμένες επιχειρήσεις ήτοι την ατομική επιχείρηση της Γ1 και "......... Ε.Π.Ε." δεν εξειδικεύει όμως περαιτέρω ποία εξ' αυτών εκδόθηκαν από κάθε μία των παραπάνω επιχειρήσεων .Η ασάφεια αυτή έχει ως αποτέλεσμα να μη είναι εφικτή η κρίση από τον Άρειο Πάγο περί της εικονικότητας των φορολογικών αυτών στοιχείων . Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός, ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ), να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ), παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 13254/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται καταδικαστική απόφαση για αποδοχή εικονικών τιμολογίων για έλλειψη αιτιολογίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
1
Αριθμός 281/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 και 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να αποφανθεί επί της προφορικής αιτήσεως της εκκαλούσας - εκζητουμένης x1, κρατούμενης στη Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, για διατήρηση των περιοριστικών όρων που της επιβλήθηκαν με την υπ' αριθμ. 142/2008 απόφαση του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου (ΣΤ' ποινικό). Στο σημείο αυτό της δίκης εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Πήττας και υπέβαλε αίτημα διατήρησης περιοριστικών όρων μέχρις εκδόσεως της απόφασης. Κατόπιν ο λόγος δόθηκε στον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα για συνέχιση της αντικατάστασης περιοριστικών όρων, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και εμφάνιση της εκζητουμένης το πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το Δικαστήριο κρίνει ότι, προς περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως, πρέπει αυτή να αναβληθεί εκ νέου για την δικάσιμο της 19 Φεβρουαρίου 2008. Επίσης κρίνει, ότι, για τους διαλαμβανόμενους στην προηγούμενη 142/08 απόφασή του λόγους,πρέπει να διατηρηθεί η αντικατάσταση της, κρατήσεως της αιτούσας με τους αναφερομένους σ' αυτήν όρους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης επί της από 23 Νοεμβρίου 2007 έφεσης της x1 κατά της 335/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας για την 19 Φεβρουαρίου 2008, ημέρα Τρίτη και ώρα 12.00'. Δέχεται την αίτηση που προφορικά αυτή υπέβαλε στο ακροατήριο. Διατηρεί τους περιοριστικούς όρους που επιβλήθηκαν στην αιτούσα με την 142/2008 απόφαση αυτού του Συμβουλίου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση. Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής απόφασης για την 19.2.08 ημέρα Τρίτη και ώρα 12.00΄. Δέχεται την προφορική αίτηση για διατήρηση περιοριστικών όρων.
Έκδοση
Έκδοση.
1
Αριθμός 273/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αγγελόπουλο, για αναίρεση της 2313/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1049/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτά, συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε ανέλεγκτα, τα εξής : " Από την κατάθεση της μάρτυρος της υπεράσπισης, που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: ο κατηγορούμενος, την 22αν Ιουλίου 2002, προτιθέμενος να αναχωρήσει στην Αγγλία από το Αεροδρόμιο " ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ", κατείχε στις αποσκευές του 780 πακέτα με σιγαρέττα μάρκας "SOUPER KINGS", τα οποία είχαν τεθεί στην κατανάλωση χωρίς να έχουν καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο οι αναλογούντες δασμοί και φόροι από 1.591, 11 Ευρώ. Ομοίως και την 12ην Σεπτεμβρίου 2002 ο κατηγορούμενος, προτιθέμενος να αναχωρήσει στο εξωτερικό από το ίδιο αεροδρόμιο, κατείχε και πάλι στις αποσκευές του 1048 πακέτα με σιγαρέτα μάρκας "ΜARLBORO LIGHTS" τα οποία επίσης είχαν τεθεί στην κατανάλωση χωρίς να έχουν καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο οι αναλογούντες δασμοί και φόροι από 2.140, 49 Ευρώ. Μάλιστα και τις δύο φορές, ενώ ο κατηγορούμενος είχε αγοράσει τα αεροπορικά εισιτήρια και είχε περάσει από τον έλεγχο των εισιτηρίων, ματαίωσε το ταξίδι του και έσπευσε να εξαφανισθεί, αντιληφθείς ότι οι πράξεις του είχαν γίνει γνωστές στις τελωνειακές αρχές. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση". Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για τα οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 Π.Κ. 155, παρ.1 περ.β'και 2 περ.ζ', 157 παρ.1 περ.α' εδαφ.α' 160, 164, 171παρ.4, 5, 172 ν 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) που εφάρμοσε. Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της ούτε συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τη δοθείσα στο ακροατήριο κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως ........ είναι αβάσιμη και τούτο διότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικτικά μέσα στα οποία περιλαμβάνεται και αναφέρεται ρητώς η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.5.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 2313/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡEYΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για λαθρεμπορία.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Λαθρεμπορία.
0
Αριθμός 272/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη) Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Ζαμπίτη, περί αναιρέσεως της 3620/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ........., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Μητσάλα και 2) ............, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 27.11.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 865/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, όμως αυτή δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι του σημείου της πλήρους αντικαταστάσεως της από το διατακτικό, έστω και αν παρατίθενται σ' αυτό λεπτομερή περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, διέλαβε στο αιτιολογικό της ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος στις 14-11-2001 και περί ώρα 07: 25' οδηγών το υπ' αριθμό ...... Ι.Χ.Φ αυτοκίνητο και ΟΥ αυτού κινούμενος επί της οδού .......- ........, στη Χ/Θ 400, 200, δεν οδηγούσε με την επιβαλλόμενη σύνεση και προσοχή το όπερ οδηγεί αυτοκίνητο, εξήλθε του ρεύματος πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο δια αυτό ρεύμα, καθόν χρόνο, απαραδέκτως επιχειρούσε προσπέραση, χωρίς να έχει ορατότητα (καίπερ είχε η οδός δύο αντίθετα ρεύματα μόνο) και συγκρούσθηκε με το κανονικώς κινούμενο ......... ΙΧΦ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο .......... Ο τελευταίος εκ της συγκρούσεως υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και κακώσεις θώρακος, εξ ης αιτίας και πέθανε. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 28 σε συνδ. προς άρθρο 302 παρ. 1 Π.Κ.) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, ούτε τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή εκείνων στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Η αιτιολογία αυτή δεν συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έστω και αν σ' αυτό παρατίθενται λεπτομερή περιστατικά, αφού η συμπλήρωση της αιτιολογίας είναι αδύνατο να φθάσει μέχρι την πλήρη αντικατάσταση της από το διατακτικό της αποφάσεως. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. δευτέρου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, περιττής μετά ταύτα καθισταμένης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3620/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας. Δεν αναφέρονται (στην αιτιολογία της απόφασης) πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
2
Αριθμός 274/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέρος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Ανστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αικατερίνη Ταταράκη, για αναίρεση της 679/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιβανό. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1548/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές την κοινή πείρα και τη λογική, αφετέρου δε ότι είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 28 Π.Κ. η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της,και μπορεί αυτή να εξικνείται μέχρι του σημείου της πλήρους αντικαταστάσεώς της από το διατακτικό,αρκεί να παρατίθενται σ' αυτό λεπτομερή πραγματικά περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου που την εξέδωσε καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για σωματική βλάβη από αμέλεια σε βάρος του Ψ1 με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στη Χίο και επί της οδού ........ στις 6 Ιουλίου 2003 και περί ώρα 06.10'. από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός άνθρωπος, τυγχάνοντας υπόχρεος σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής λόγω του επαγγέλματος του ως ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων, το οποίο έχει πρόσοψη επί της Ε.Ο. .....- ...... και προσέτι μέσω ιδιόκτητου ιδιωτικού χώρου έχει έξοδο προς την δημοτική οδό ......, καίτοι όφειλε να διατηρεί το αμέσως εφαπτόμενο προς τον ως άνω ιδιόκτητο χώρο του καταστήματος του οδόστρωμα της οδού ........ καθαρό από ουσίες ή υλικά (νερά, λάδια κ.λ.π.) τα οποία θα μπορούσαν να καταστήσουν την οδό ολισθηρή, παρά ταύτα παρέλειψε να το πράξει και έτσι προκάλεσε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου είτε χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του, είτε το προέβλεψε μεν ως πιθανό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν και συγκεκριμένα: Ενόσω ο παθών Ψ1 περί ώρα 06.10', της 6-7-2003 οδηγούσε την υπ' αριθμ. κυκλοφ. ........δίκυκλη μοτοσικλέτα του και εκινείτο επί της Ε.Ο. ......- ..... και δη εντός του ρεύματος πορείας με κατεύθυνση προς ......., αφού εισήλθε δεξιά στον ιδιόκτητο ιδιωτικό χώρο των καταστημάτων και του πρατηρίου βενζίνης ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου Χ1, ακολούθως εισήλθε στην δημοτική οδό ...... με κατεύθυνση προς ....... -....... - ...... Όμως επί του οδοστρώματος της οδού ....... και μάλιστα πλησίον του σημείου οπού συμβάλλει ο ιδιωτικός χώρος του καταστήματος του κατηγορουμένου με την ανωτέρω δημοτική οδό ......., ο κατηγορούμενος από αμέλεια του είχε ρίψη σαπουνόνερα επί του οδοστρώματος και πάνω στη στροφή, αριστερή ως προς την πορεία του παθόντος, η οποία στροφή υπάρχει λίγα μέτρα προ του σημείου του ατυχήματος, τα δε νερά ευρίσκοντο διάχυτα στο μέσο του οδοστρώματος της οδού ....... και ακριβώς απέναντι από την οικία του κατηγορουμένου Χ1, όπως αποτυπώνεται στο από ....... Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα Τόπου Τροχαίου Ατυχήματος του Τμήματος Τροχαίας Χίου, προσέτι δε διαπιστώθηκαν χυμένα σαπουνόνερα και στα σκαλιά της οικίας του κατηγορουμένου. Αποτέλεσμα της προπεριγραφείσας αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν ο παθών Ψ1 να γλιστρήσει με την μοτοσικλέτα του λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, να χάσει τον έλεγχο του δικύκλου και αφού τελικά διέγραψε ίχνη χαραγής επί του οδοστρώματος μήκους 21,70 μέτρων, να ανατραπεί τελικά και να τραυματισθεί λόγω πτώσεως υποστάς επιπεπλεγμένο κάταγμα αριστερής κνήμης-περόνης, για την αποκατάσταση του οποίου έγινε εξωτερική οστεοσύνθεση. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πρώτη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ' υπόχρεου σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ανεξαρτήτως συνυπαιτιότητας και του παθόντος πολιτικώς ενάγοντα". Ακολούθως στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "Στη Χίο και επί της οδού ....... στις 6 Ιουλίου 2003 και περί ώρα 06.10'. Από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός άνθρωπος, τυγχάνοντας υπόχρεος σε καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής λόγω του επαγγέλματος του ως ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων, το οποίο έχει πρόσοψη επί της Ε.Ο. .....- ...... και προσέτι μέσω ιδιόκτητου ιδιωτικού χώρου έχει έξοδο προς την δημοτική οδό ....., καίτοι όφειλε να διατηρεί το αμέσως εφαπτόμενο προς τον ως άνω ιδιόκτητο χώρο του καταστήματος του οδόστρωμα της οδού ....... καθαρό από ουσίες ή υλικά (νερά, λάδια κ.λ.π.) τα οποία θα μπορούσαν να καταστήσουν την οδό ολισθηρή, παρά ταύτα παρέλειψε να το πράξει και έτσι προκάλεσε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου είτε χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του, είτε το προέβλεψε μεν ως πιθανό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν και συγκεκριμένα: Ενόσω ο παθών Ψ1 περί ώρα 06.10', της 6-7-2003 οδηγούσε την υπ' αριθμ. κυκλοφ. ...... δίκυκλη μοτοσικλέτα του και εκινείτο επί της Ε.Ο. ....- ...... και δη εντός του ρεύματος πορείας με κατεύθυνση προς ......., αφού εισήλθε δεξιά στον ιδιόκτητο ιδιωτικό χώρο των καταστημάτων και του πρατηρίου βενζίνης ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου Χ1, ακολούθως εισήλθε στην δημοτική οδό ....... με κατεύθυνση προς ..... -...... - ........ Όμως επί του οδοστρώματος της οδού ...... και μάλιστα πλησίον του σημείου οπού συμβάλλει ο ιδιωτικός χώρος του καταστήματος του κατηγορουμένου με την ανωτέρω δημοτική οδό ......., ο κατηγορούμενος από αμέλεια του είχε ρίψη σαπουνόνερα επί του οδοστρώματος και πάνω στη στροφή, αριστερή ως προς την πορεία του παθόντος, η οποία στροφή υπάρχει λίγα μέτρα προ του σημείου του ατυχήματος, τα δε νερά ευρίσκοντο διάχυτα στο μέσο του οδοστρώματος της οδού ..... και ακριβώς απέναντι από την οικία του κατηγορουμένου Χ1, όπως αποτυπώνεται στο από ..... Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα Τόπου Τροχαίου Ατυχήματος του Τμήματος Τροχαίας Χίου, προσέτι δε διαπιστώθηκαν χυμένα σαπουνόνερα και στα σκαλιά της οικίας του κατηγορουμένου. Αποτέλεσμα της προπεριγραφείσας αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν ο παθών Ψ1 να γλιστρήσει με την μοτοσικλέτα του λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος, να χάσει τον έλεγχο του δικύκλου και αφού τελικά διέγραψε ίχνη χαραγής επί του οδοστρώματος μήκους 21,70 μέτρων, να ανατραπεί τελικά και να τραυματισθεί λόγω πτώσεως υποστάς επιπεπλεγμένο κάταγμα αριστερής κνήμης-περόνης, για την αποκατάσταση του οποίου έγινε εξωτερική οστεοσύνθεση". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στέρησε την απόφασή του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση καθόσον α) το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της το οποίο αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου, χωρίς να εκτίθενται σε αμφότερα με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων,β) δεν προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ποίο από τα δύο είδη αμέλειας δέχεται το Πλημμελειοδικείο ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού ούτε γίνεται ούτε προκύπτει από τα πιο πάνω περιστατικά που εκτίθενται στο σκεπτικό τέτοια διάκριση, αλλ' αναφέρονται διαζευκτικά και τα δύο είδη αμελείας και γ)γίνεται με την παραπάνω αιτιολογία αντιφατικά δεκτό ,αφενός μεν ότι, ενώ ήταν ο ίδιος ο αναιρεσείων υπόχρεως να καταβάλλει ιδαίτερη επιμέλεια και προσοχή, εξαιτίας του επαγγέλματός του ως ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων, και όφειλε να διατηρεί το αμέσως εφαπτόμενο προς τον ιδιόκτητο χώρο του καταστήματος αυτού οδόστρωμα της οδού καθαρό από ουσίες και υλικά, που θα μπορούσαν να το καταστήσουν ολισθηρό, παρά ταύτα παρέλειψε να το πράξει, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει η μοτ/τα του παθόντος και να τραυματισθεί ο τελευταίος , αφετέρου δε ότι από αμέλειά του είχε ρίψει σαπουνόνερα επί του ιδίου οδοστρώματος από την οικία του και όχι από το πρατήριο υγρών καυσίμων, που επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα. όμως ότι δεν θα επερχόταν". Με τα δεδομένα αυτά δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 του Π.Κ. και η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Επομένως κατά παραδοχή των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ και Ε' του ΚΠΔ λόγων του δευτέρου εξεταζομένου αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 679/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου . Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη από αμέλεια για έλλειψη αιτιολογίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 269/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1943/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1662/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 471/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1943/2007 βούλευμά του απέρριψε στην ουσία της ως αβάσιμη την από 5/16-7-2007 προσφυγή του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 298/2007 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με το οποίο είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών - λόγω ειδικής δωσιδικίας - για να δικαστεί ως υπαίτιος ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, κατά συρροή - 229 παρ. 1, 229 παρ. 1, 362-363, 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1 ΠΚ - το βούλευμα αυτό επιδόθηκε σ'αυτόν στις 11-9-2007 (βλ. το αποδεικτικό της ....... του Επιμελητή δικαστηρίων .........) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Χίου την υπ'αριθμ. 1/2007 αναίρεση προβάλλων ως λόγον αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά δικαστικό συμβούλιο κηρύσσει τούτο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβαλλομένου βουλεύματος. Επειδή τα βουλεύματα που υπόκεινται σε αναίρεση και δη από τον κατηγορούμενο ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 482 ΚΠοινΔ, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη άλλη ρητή διάταξη. Έτσι το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών που απέρριψε ως αβάσιμη σχετική προσφυγή του κατηγορουμένου κατά κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου δεν υπόκειται σε αναίρεση αφού δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 482 ΚΠΔ, ούτε υπάρχει άλλη διάταξη που να επιτρέπει αυτή (βλ. ΑΠ 1377/2005, ΑΠ 1194/2003, ΑΠ 1845/2000, ΑΠ 32/95 κ.α.), χωρίς ο περιορισμός αυτός να αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., 6 παρ. 1 ΕυρΣΔΑ, 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ (βλ. ΑΠ 1337/2005, ΑΠ 1845/2000). Σήμερα δε δεν υπόκειται σε αναίρεση το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών στην άνω περίπτωση ακόμη και αν απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, αφού καταργήθηκε ήδη η παρ. 2 του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ (πρβλ. ΑΠ 1556/2005) που επέτρεπε αυτό σε σχέση με τα βουλεύματα. Ενόψει των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως του προβληματισμού εάν η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε ή όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (βλ. άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ), η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α ---------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 1/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 1943/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο και να εκτελεστεί, επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος του άνω αναιρεσείοντος. Αθήνα 31 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 7, 322 παρ.2 και 3, 463 εδ.α', 476 παρ.2 και 482 παρ.1 του ΚΠΔ, προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος που απολαμβάνει ιδιάζουσας δικαιοδοσίας και που κλητεύθηκε απ'ευθείας στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα, έχει δικαίωμα να ασκήσει κατά της εν λόγω κλητεύσεώς του προσφυγή, που αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο και να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, που εκδίδεται επ' αυτής, μόνο αν το συμβούλιο την απέρριψε ως απαράδεκτη και όχι κατ' ουσία, γιατί επί παραπομπής για πλημμέλημα δεν συγχωρείται από το νόμο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Περαιτέρω, εναντίον βουλεύματος με το οποίο το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο δεν εκφέρει κρίση για την ουσία της υποθέσεως, αλλά επιλύει προδικαστικό ή παρεμπίπτον ζήτημα, δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 482 παρ.1 του ΚΠΔ, αυτός έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και επί συρρεόντων ή συναφών εγκλημάτων για όλα ή παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο αναιρεσείων αξιωματικός σε ενέργεια της ΕΛ.ΑΣ με το βαθμό του Αστυνόμου Α', παραπέμφθηκε, με το υπ' αριθμό 298/2007 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή (άρθρα 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 46 παρ.1α, 94 παρ.1, 224 παρ.2-1, 229 παρ.1, 363-362 παρ.1 ΠΚ), τα οποία φέρουν τον χαρακτήρα πλημμελήματος. Κατά του κλητηρίου αυτού θεσπίσματος, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, άσκησε την με αριθμό 1 και από 16-7-2007 προσφυγή, ζητώντας την απαλλαγή του από κάθε κατηγορία, άλλως να διαταχθεί η συμπλήρωση της προανακρίσεως. Επί της προσφυγής του αυτής εκδόθηκε το προσβαλλόμενο με αριθμό 1943/2007 βούλευμα, με το οποίο το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αφού αυτό δεν περιλαμβάνεται στα, κατά το άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ, υποκείμενα σε αναίρεση βουλεύματα, ούτε υπάρχει άλλη διάταξη που να επιτρέπει αυτή. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος(κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα), η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-9-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1943/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος, που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, με την επίκληση του (αναιρετικού) λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν υπόκειται σε αναίρεση το βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε προσφυγή του κατηγορουμένου, κατά της απ’ ευθείας κλήσεως του στο ακροατήριο.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 267/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομμάτη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2749/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 307/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 εδ. α-γ του ΚΠΔ, όπως τα δυο πρώτα αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 3090/2002, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα η αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί, επίσης, για τον λόγο αυτό να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν τον επιτρέπουν. Σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ. 3 του ΚΠΔ), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, που έχει συμπράξει και στην έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού έχει ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν από προκατάληψη να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ' αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε, το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του, δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης." Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ' αριθ. 2749/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προέκυψε ότι ο εκ των μελών της παρούσης συνθέσεως Νικόλαος Ζαϊρης Αρεοπαγίτης, μετέσχε ως Προεδρεύων Εφέτης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και δη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο, μεταξύ άλλων, με την υπ' αριθ. 623/2005 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή κάθειρξης 15 ετών για τα σε αυτή αναφερόμενα αδικήματα. Μετά από αυτά, ενόψει της εκφρασθείσας γνώμης του ως άνω μέλους του Δικαστηρίου, και των προαναπτυχθέντων, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν έχει κληθεί να παραστεί κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 ΚΠΔ δεν είναι εφαρμοστέα, αφού η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης Νικόλαος Ζαϊρης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 1 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει προκειμένου να μην συμμετέχει ο κ. Ζαΐρης.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 266/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 27753/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1190/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 366/10.10.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 και 513 Κ.Π.Δ., την από 14-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών ΜΑΝΟΝ ΣΟΛ ΜΑΙΣΣΑ, δυνάμει της από 12-6-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά της υπ'αριθμ. 27753/2-5-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η υπ'αριθ. 15713/2006 έφεσή του κατά της υπ'αριθμ. 68095/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, κατά γενική αρχή, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου ενώπιον των οριζομένων από την τελευταία οργάνων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η κατ' εξαίρεση άσκηση της αναιρέσεως με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μπορεί να γίνει μόνο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, όχι δε και εναντίον οποιασδήποτε άλλης, η οποία δεν έχει αυτόν τον χαρακτήρα (ΑΠ 578/2005, ΑΠ 295/2001), όπως είναι και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 27753/2-5-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η υπ'αριθ. 15713/2006 έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 68095/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, που μετατράπηκε προς 1500 δραχμές την ημέρα, καθώς και σε χρηματική ποινή 700.000 δραχμών, για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 14-6-2007 αίτηση αναιρέσεως με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 14-6-2007. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα η αίτηση αυτή δεν ασκήθηκε νομοτύπως, αφού η προσβαλλομένη απόφαση, που απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη, δεν είναι καταδικαστική. Επομένως πρέπει η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και περαιτέρω να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 14-6-2007 αίτηση του αναιρεσείοντα Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 27753/2-5-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα Χ1. Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι, η αίτηση αναίρεσης ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου ενώπιον των οριζομένων με την τελευταία διάταξη προσώπων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η κατ' εξαίρεση άσκηση της αναίρεσης, με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μπορεί να γίνει μόνον εναντίον καταδικαστικής απόφασης, όχι δε και εναντίον οποιασδήποτε άλλης, η οποία δεν έχει αυτό το χαρακτήρα, όπως είναι και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 27753/2.5.07 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η υπ' αρ. 15713/2006 έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατά της υπ' αρ. 68095/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 1500 δραχμές την ημέρα, καθώς και σε χρηματική ποινή 700.000 δραχμών, για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την ένδικη, από 14.6.2007, αίτηση αναίρεσης, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο αυθημερόν. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερόμενα, η αίτηση αυτή δεν ασκήθηκε νομότυπα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη, δεν είναι καταδικαστική. Συνεπώς, πρέπει η αίτηση αυτή να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14.6.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 27753/2.5.2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση. Ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα Α.Π., χωρίς η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι καταδικαστική.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 262/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου , για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 119/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη εταιρία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άρτεμη Κυριαζή. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 30 Ιουλίου 2007 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 εδ α-γ του Κ.Π.Δ , όπως τα δύο πρώτα αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν.3090/2002, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί, επίσης, για το λόγο αυτό να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν το επιτρέπουν. Σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ.3 του Κ.Π.Δ), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, που έχει συμπράξει και στην έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού έχει ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν εκ προκαταλήψεως να μη κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε, το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεψρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο " κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεση του, δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης" Στην προκείμενη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ' αριθ.119/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προέκυψε ότι ο εκ των μελών της παρούσης συνθέσεως Ιωάννης Παπουτσής, Αρεοπαγίτης, μετέσχε ως σύνεδρος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και δη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο, μεταξύ άλλων, με την υπ' αρίθ.734/2001 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών για τα σε αυτή αναφερόμενα αδικήματα. Μετά από αυτά, ενόψει της εκφρασθείσας γνώμης του ως άνω μέλους του Δικαστηρίου και των προαναπτυχθέντων, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκείμενης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν έχει κληθεί να παραστεί κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως και η διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 Κ.Π.Δ δεν είναι εφαρμοστέα, αφού η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της προκείμενης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετάσχει ο Αρεοπαγίτης Ιωάννης Παπουτσής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008 . Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 1η Φεβρουαρίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει για άλλη δικάσιμο που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα του Α.Π., έτσι ώστε να μη συμμετέχει σύνθεση του δικαστηρίου, ο κωλυόμενος δικαστής Ιω. Παπουτσής.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
2
Αριθμός 260/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί Kανονισμού Αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούμενο τον Χ1, Εφέτη Αθηνών, και εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 14.6.2007 και αριθμό πρωτ. 35198, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1139/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 433/2.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 132 ΚΠΔ το υπ'αριθμ. 35.198/14-6-2007 έγγραφο του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Επαμεινώνδα Βρακατσέλη, για κανονισμό αρμοδιότητας και εκθέτω τα εξής: Κατόπιν της από 7-7-2004 αιτήσεως-αναφοράς-εγκλήσεως του Ψ1, εναντίον Δικαστών και Εισαγγελέων του Πρωτοδικείου Αθηνών αλλά και του Εφετείου Αθηνών, μεταξύ των οποίων και των εκδοσάντων το υπ'αριθμ. 1722/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο Πρόεδρος του οποίου Χ1 είναι ήδη Εφέτης και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών (βλ. υπηρεσιακή βεβαίωση) διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση. Μετά δε το πέρας αυτής η Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Αικατερίνη Ψύρη, εξέδωσε την υπ'αριθμ. ΕΓ-96-07/99-4Δ/07 διάταξή της, με την οποία απέρριψε κατ'άρ. 47 ΚΠΔ την ανωτέρω έγκληση του δικηγόρου Ψ1. Κατά της διατάξεως αυτής ο τελευταίος άσκησε κατ'άρθρο 48 την με αριθμό 130/23-5-07 προσφυγή, επί της οποίας αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Όμως, άρθρο 136 περ. ε του Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο (κατά τόπο) σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 137 Κ.Ποιν.Δ, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελέας (όπως εν προκειμένω) αποφασίζει δε περί αυτής ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφόσον πρόκειται για περίπτωση που δεν διαλαμβάνεται στα εδ. α' και β' της παραγράφου 1, δηλαδή όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρετήσεως (ΑΠ 440/2006, ΑΠ 311/2001 Ποιν. Δικ. 917, ΑΠ 204/87 ΝοΒ 35.412). Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, αν ο Εισαγγελέας Εφετών δεχθεί την προσφυγή, εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του αυτού κώδικος, κατά το οποίο έχει δικαίωμα ο Εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου 43 ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, επειδή ο εγκαλούμενος Χ1 είναι Εφέτης και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, λόγω δε συμμετοχής (αρ. 130 ΚΠΔ) και για την ενότητα της κρίσεως και για τους εγκαλουμένους δικαστές και Εισαγγελείς του Πρωτοδικείου Αθηνών. Πρέπει, λοιπόν, να διαταχθεί η παραπομπή στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Εισαγγελικές αρχές που θα επιληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 43 παρ. 2 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ'αριθμ. 35.198/2007 έγγραφο του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορά την με αριθμ. 130/23-5-2007 προσφυγή του Ψ1 δικηγόρου Αθηνών κατά της υπ'αριθμ. ΕΓ 96-07/99/4Δ/07 διατάξεως της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Αικατερίνης Ψύρη, με την οποία απορρίφθηκε κατ'άρ. 47 ΚΠΔ η από 7-7-2004 έγκληση του ανωτέρω δικηγόρου κατά του Χ1, Εφέτη Αθηνών και κατά των αναφερομένων σ'αυτή (έγκληση) δικαστών και Εισαγγελέων του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, προκειμένου αυτός να επιληφθεί της ως άνω προσφυγής του εγκαλούντος δικηγόρου, και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές δικαστικές και εισαγγελικές αρχές. Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 136 περίπτωση ε' ΚΠΔ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων, και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, κατά δε την διάταξη του επομένου άρθρου 137 παρ. 1 ΚΠΔ, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων, και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Για την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περίπτωση αδυναμίας συγκροτήσεως, β) το συμβούλιο των Εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπονοίας για μεροληψία του από το ότι υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου. Στην κρινομένη περίπτωση, ο Ψ1, δικηγόρος Αθηνών, υπέβαλε την από 7.7.2004 αναφορά - αίτηση έγκλησή του κατά δικαστών και Εισαγγελέων του Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και του Εφετείου Αθηνών, μεταξύ των οποίων και των εκδοσάντων το υπ' αριθμ. 1722/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο Πρόεδρος του οποίου Χ1, είναι Εφέτης ήδη και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Η αίτηση - αναφορά - έγκληση αυτή για παράβαση καθήκοντος, άρθρο 259 ΠΚ, απερρίφθη, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ως νόμω αβάσιμη κατ' άρθρον 47 ΚΠΔ, με την υπ' αριθμ. ΕΓ 96-07/99/4Δ/07 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών. Κατά της διατάξεως αυτής ο ανωτέρω Ψ1 ήσκησε την υπ' αριθμ. 130/23.5.2007 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 ΚΠΔ. Επί της προσφυγής αυτής αρμόδιος να αποφανθεί εισαγγελικός λειτουργός είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Συνεπώς, εφόσον ο άνω Εφέτης Χ1 υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, λόγω συμμετοχής δε (άρθρο 130 ΚΠΔ) και για την ενότητα της κρίσεως, και για τους λοιπούς Δικαστές και Εισαγγελείς του Πρωτοδικείου Αθηνών, και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Εισαγγελικές αρχές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αφορά την υπ' αριθμ. 130/23.5.2007 προσφυγή του Ψ1, δικηγόρου Αθηνών, κατά της υπ' αριθμ. ΕΓ 96-07/99/4Δ/07 διατάξεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η από 7.7.2004 αναφορά - αίτηση - έγκληση του ανωτέρω κατά του Εφέτου Αθηνών Χ1 και κατά των αναφερομένων σ' αυτή δικαστών και Εισαγγελέων του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου αυτός να επιληφθεί της ως άνω προσφυγής του Ψ1 και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές δικαστικές και εισαγγελικές αρχές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές των δικαστηρίων του Πειραιά.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 259/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 135/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 961/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εδ. α' ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Εξάλλου κατά το άρθρο 155 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης ή από τον πρόεδρο ή τον γραμματέα της κοινότητας ή τον υπάλληλο του Δήμου.....Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του.....Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός.....όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας, ή προς την αναιρεσείουσα επίδοση της κλήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προκειμένου να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την εις την αρχή της παρούσης αναφερομένη δικάσιμο έγινε με θυροκόλληση διότι, κατά το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ. ........... υπηρετούντος στο Α.Τ. Βραχατίου, ούτε δεν βρήκε την αναιρεσείουσα Χ1 ούτε άλλο πρόσωπο από τα της διατάξεως του άρθρου 155 παρ. 2 ΚΠΔ εις την οικίαν της "εις την οδόν .......". Όμως η άνω αναιρεσείουσα εις την από 18/5/2006 δήλωσή της, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 135/23-3-2006 αποφάσεως, ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έχει δηλώσει διεύθυνση εις........ Κορινθίας επί της οδού ........ και εις τον αριθμόν ......, πλην, κατά το άνω αποδεικτικόν, δεν ανεζητήθη εις τον άνω αριθμόν, από τον ενεργήσαντα την επίδοση παρά μόνον απλώς εις την οδόν ........, μετά ταύτα δε επεδόθη, επίσης δια θυροκολλήσεως, στον δια της αιτήσεως αναιρέσεως διορισθέντα, αντίκλητο της αναιρεσειούσης Νικόλαο Δημητράτο δικηγόρο Αθηνών. Συνεπώς εφ' όσον κατά τα προεκτεθέντα η προς εμφάνιση κλήση της αναιρεσειούσης δεν επιδόθηκε δια θυροκολλήσεως στον τόπο της κατοικίας της, ήτοι στην ακριβή διεύθυνση αυτής και αφού αυτή δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της αιτήσεώς της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την άνω συνεδρίαση της 16/11/2007, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση της από 14/5/2006 αιτήσεως της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 135/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 1 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
null
null
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 258/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007 προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 158/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 210/1.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την εμπροθέσμως, προσηκόντως και νομοτύπως ασκηθείσα υπ' αρ. 159/6-12-2006 αίτηση αναίρεσης του ...... κατά του υπ'αρ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε ύστερα από έφεσή του (υπ'αρ. 10/2006) κατά του υπ'αρ. 3209/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμπεται δε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών για κακουργηματική απάτη, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Επ' αυτής εκθέτω τα εξής: Με την υπό κρίση αναίρεσή του επικαλείται, γενικά και αόριστα, α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης περί απάτης, διότι δεν αποδείχτηκε εκ μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου το απαιτούμενο εκ του νόμου στοιχείο του δόλου και γ) μη αναγραφή στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα των σχετικών άρθρων του Π.Κ., για παράβαση των οποίων παραπέμπεται σε δίκη. Η εν λόγω όμως αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, διότι δεν διατυπώνει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο κάποιο συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης, παραθέτοντας απλώς τις διατάξεις του νόμου περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Δεν αρκεί όμως απλή αναφορά του λόγου που προβλέπεται από το νόμο, όπως μεταξύ άλλων είναι η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, όταν κατ' αρχήν υπάρχει αιτιολογία στο προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται, σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος, η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο (Α.Π. 2297/2003, 208/2004, Πράξη και Λόγος Π.Δ. 04, σελ. 30-34). Ομοίως ως προς την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ποια διάταξη παραβιάσθηκε ευθέως ή εμμέσως, ώστε να υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση, πράγμα που συμβαίνει, όπως και επί ελλείψεως αιτιολογίας, επί ασαφούς, μη πλήρους ή αντιφατικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών στο βούλευμα, ώστε να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 252/2004 και 2200/2002, Π.Χ. ΝΓ/762). Εξάλλου, κατ' άρθρ. 463 εδ. α' Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατ' άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα να το ασκήσει ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, κηρύσσεται αυτό απαράδεκτο. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτεθέντα δεν διευκρινίζεται με την υπό κρίση αίτηση σε τι ακριβώς συνίσταται η επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος (Ολομ. Α.Π. 19/2001), καθώς επίσης και σε τι ακριβώς συνίσταται η επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κατά τα προαναφερθέντα, η δε άρνηση του δόλου αποτελεί άρνηση υποκειμενικού στοιχείου της κατηγορίας και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, ενώ αόριστος είναι επίσης και ο τελευταίος λόγος, που δεν θεμελιώνεται σε καμιά από τις περιοριστικά αναγραφόμενες στο άρ. 484 ΚΠΔ περιπτώσεις, οι οποίες μπορεί να στοιχειοθετήσουν συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης κατά βουλεύματος. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αίτηση αναίρεσης κατά του υπ' αρ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εφ' όσον δεν διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο κανένας συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης, πρέπει ν' απορριφθεί κατ' άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ως απαράδεκτη και να επιβληθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (ΑΠ 1468/1998, ΠΧ ΜΘ/827). Για τους ανωτέρω λόγους Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Ν'απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αρ. 159/6-12-2006 αίτηση αναίρεσης του ..... κατά του υπ' αρ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος. Αθήνα, 4-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ανδρ. Καίσαρης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτόν της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς τους να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή εις άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, δι' έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, πρέπει α) εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον, ή ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., η απαίτησή του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 3209/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για απάτη από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται διά του πρώτου λόγου της αναιρέσεως αυτής ότι "το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. και κατέστη αναιρετέο κατ' άρθρο 464 παρ. 1 περ. δ'" και ουδέν άλλο πέραν αυτού. Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται ή απλώς κατά τον ορισμό του νόμου επικαλουμένη έλλειψη αιτιολογίας και προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα περιστατικά και ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος. Για το ορισμένο του εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' λόγου αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφηρμόσθη στο βούλευμα, πρέπει στην έκθεση να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που (φέρεται ότι) παρεβιάσθη, η μορφή της παραβιάσεώς της, η έννοια που εδόθη εις αυτήν από το συμβούλιο κατά την ερμηνεία της ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη το συμβούλιο κατά την γενομένη υπαγωγή τους σ' αυτήν. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αναφέρει κατά λέξη ότι: "το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη περί απάτης και τον παρέπεμψε να δικασθεί για απάτη σε βαθμό κακουργήματος ενώ δεν υπήρξε εκ μέρους του ούτε αποδείχθηκε το εκ του νόμου στοιχείο του δόλου". Ούτως όμως οι επικαλούμενες ως λόγοι αναιρέσεως πλημμέλειες υπό την επίκληση της κακής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος δηλ. άρθρου 386 παρ. 3 β' Π.Κ. βάλλουν κατά της αναιρετικώς ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του Συμβουλίου και συνεπώς ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος και, εντεύθεν, απορριπτέος. Η διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ που προέβλεπε λόγον αναιρέσεως δια μη παράθεση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, κατηργήθη με την παρ. 1 του άρθρου 42 Ν. 3160/2003 (από 30/6/2003). Γι' αυτό και όταν το Συμβούλιο Εφετών, δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή του κατ/νου εις το ακροατήριον, επεκύρωσε το προσβληθέν δια της εφέσεως πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, του Συμβουλίου Πλημ/κών, δεν είναι αναγκαίο να επαναληφθούν οι εφαρμοσθείσες υπό του τελευταίου ποινικές διατάξεις εις το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς ο συναφής τρίτος λόγος της κρινομένης αναιρέσεως κατά τον οποίον εις το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν αναγράφονται "τα σχετικά άρθρα του Π.Κ. για παράβαση των οποίων τον παραπέμπει σε δίκη" είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ανεξαρτήτως του ότι οι σχετικές ποινικές διατάξεις περιέχονται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό. Μετά ταύτα, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6/12/2006 αίτηση του ..... για αναίρεση του υπ' αριθμ. 744/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Όταν υπό την επίκληση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, βάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως. Δεν απαιτείται, εις το επικυρούν το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, η παράθεση του άρθρου του Π.Κ.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
1
Αριθμός 257/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........ και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, περί αναιρέσεως της 2612/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..........., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.1.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 234/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση, να κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Ούτως, εάν ο αυτοτελής ισχυρισμός περί της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2ε' ΠΚ, δηλαδή ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ανεπτύχθη προφορικώς κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του, ώστε να γίνει αντικείμενο έρευνας κατά την συζήτηση και παρεδόθη γραπτώς εις τον διευθύνοντα την συζήτηση, κατεχωρίσθη δε στα πρακτικά (άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ) και περιλαμβάνει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωσή του, ών ορισμένος, το δικαστήριο της ουσίας έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένα την παραδοχή ή την απόρριψή του (Ολ. ΑΠ 2/2005), η έλλειψη δε της τοιαύτης αιτιολογίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποίαν εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος, προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε δια του συνηγόρου του να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του κατ' άρθρο 84 παρ. 2ε' ΠΚ, προβάλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και αναπτύξας προφορικώς όσα με έγγραφο υπόμνημά του, που κατεχωρίσθη αυτούσιο εις αυτά (πρακτικά) είναι αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση της τοιαύτης περιστάσεως. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι κατά την διάρκεια της κρατήσεώς του εις τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού έχει επιδείξει καλή διαγωγή τόσο απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όσο και απέναντι στους συγκρατουμένους του, όπως προκύπτει από την από ...... βεβαίωση Πειθαρχικού Ελέγχου και την, επίσης από ......., έκθεση της Κοινωνικής Λειτουργού, ότι ουδέποτε υπέπεσε κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, στο δύσκολο και πιεστικό περιβάλλον, με πολλές ιδιαιτερότητες, των Φυλακών, σε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ουδέποτε δημιούργησε το οιοδήποτε πρόβλημα, η συμπεριφορά του υπήρξε άψογη από εσωτερική ανάγκη και όχι εξαιτίας του φόβου που προξενεί η μικροκοινωνία της φυλακής και οι ιδιαίτερες σχέσεις με συγκρατουμένους και σωφρονιστικό προσωπικό, ότι όλο το χρονικό διάστημα της κρατήσεώς του εργάζεται στο τυπογραφείο των Φυλακών Κορυδαλλού, όπου έχει καταστεί απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία του και κατά κοινήν ομολογίαν προσέφερεν έργο πολύτιμο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, χωρίς αιτιολογία, αφού μετά το σκεπτικό περί ενοχής είπε: "το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση ελαφρυντικών, πρέπει να απορριφθεί", χωρίς δηλαδή να αναφερθεί στα συγκεκριμένα περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση από τον κατηγορούμενο και χωρίς να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν στην απορριπτική του κρίση. Εντεύθεν το άνω Εφετείο υπέπεσε, κατ' αυτό το μέρος, στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση. Γι' αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως σχετικός με την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, μόνο ως προς την διάταξη περί απορρίψεως του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, αναγκαίως δε και ως προς την διάταξη περί επιβολής της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 2612/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνον ως προς την απορριπτική της ελαφρυντικής περιστάσεως, της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, διάταξή της, καθώς και ως προς την επιβολή της ποινής διάταξη αυτής. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη ως προς την διάταξη της περί απορρίψεως ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και ως προς την επιβολή της ποινής διάταξη, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι το δικαστήριο θεμελίωσε την απορριπτική του κρίση με μόνη τη φράση «το αίτημα για αναγνώριση ελαφρυντικών πρέπει να απορριφθεί».
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής.
0
Αριθμός 256/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Διαμαντή, περί αναιρέσεως της 1624/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με συγκατηγορούμενο τον ...... Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 842/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 349 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ' οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν πλείονες γυναίκες θύματα (εκ της χρήσεως του όρου γυναίκες, δεν προκύπτει το αντίθετο), ούτε η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μην είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε πλείονα πρόσωπα, άνευ εκλογής δηλ. η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία. Κατ' επάγγελμα ενεργεί ο δράστης όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, από κερδοσκοπία δε ενεργεί ο δράστης με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους ή ενός αθεμίτου κέρδους θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξαρτήτως της επιτεύξεώς του, ενώ δεν δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή της τελέσεως της πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Εξ άλλου, η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις γενικώς, που τα θεμελίωσαν, κατά το είδος των και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που εξετάστηκε ενόρκως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του νύν αναιρεσείοντος, τότε παρόντος (πρώτου) κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 1624/2005 αποφάσεώς του τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ότι στο ...... την 13.6.2003 οι κατηγορούμενοι (δηλαδή ο νύν αναιρεσείων) ...... ως ιδιοκτήτης του κέντρου διασκεδάσεως με τον τίτλο "...." και ...... ως υπάλληλος αυτού από κοινού κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία προήγαγαν στην πορνεία την ...... που εργαζόταν ως σερβιτόρα στο ανωτέρω κατάστημα, εκδιδομένη σε διάφορους πελάτες και ειδικώτερα ήλθε σε πλήρη κατά φύσιν συνουσία με τον ....., αστυνομικό, που εμφανίσθηκε ως πελάτης, αντί του ποσού των 60 ευρώ, τα οποία εισέπραξε μεν ο δεύτερος κατηγορούμενος για λογαριασμό του πρώτου. Την πράξη δε αυτή τελούν κατ' επάγγελμα και κερδοσκοπία, καθ' όσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει και την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος, επεδίωκαν δε τον πορισμό περιουσιακού οφέλους. Με βάση τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού περί μεταβολής της κατηγορίας σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, δεδομένου ότι η άνω ...... δεν αποδείχθηκε ότι εκδιδόταν και προ της εργασίας της στο άνω κατάστημα του πρώτου κατηγορουμένου .........". Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που εδέχθη στην ποινική διάταξη (άρθρο 349 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ) που εφήρμοσε και αφού εδέχθη ότι η ανωτέρω παθούσα δεν εξεδίδετο προ της εργασίας της εις το κατάστημα του κατηγορουμένου. Δι' ό και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξ άλλου, από την επίκληση (του λόγου) της ελλείψεως αιτιολογίας στην απόφαση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, κατά την επί μέρους αιτίασή του, ότι κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως ούτος εκοιμάτο και δεν συμμετείχε καθ' οιονδήποτε τρόπον στην όλη διαδικασία. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του Εφετείου, ανεξαρτήτως του ότι η τέλεση της πράξεως της μαστρωπείας κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, όπως περιγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν επέβαλε την συνεχή παρουσία του αναιρεσείοντος στο πιο πάνω κατάστημά του. Κατ' ακολουθίαν αυτών, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24.3.2006 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1624/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μαστροπεία και έννοια προαγωγής σε πορνεία. Κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία τέλεση του εγκλήματος. Έλλειψη αιτιολογίας πότε. Αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού με διατακτικό. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Μαστροπεία.
0
Αριθμός 268/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Σταμούλο, περί αναιρέσεως της 129/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις 1) ........, 2) ........., 3) ........ και 4) ..........., που οι τρείς πρώτες παρέστησαν η τέταρτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μπλάνα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 827/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αληθινά, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε στο αιτιολογικό της, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: " Την 10-8-2000, την 05.16 πρωϊνή ώρα ο ......... οδηγούσε την ....... μοτοσυκλέτα του και κινούνταν στην προς ...... κατεύθυνση της επαρχιακής οδού ......-........ Ιστιαίας, που είναι δρόμος πλάτους 6.30 μ. Σε κάποιο σημείο του δρόμου αυτού ο παραπάνω οδηγός, για άγνωστους λόγους, ξέφυγε από την πορεία του, διέγραψε με το δίτροχό του ελικοειδή πορεία περίπου 43.30 μέτρων και προσέκρουσε πλαγιομετωπικά στο αντιθέτως κινούμενο όχημα με αριθμό κυκλοφορίας ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια το δίτροχο, διαγράφοντας μια περίπου κάθετη πορεία 12.40 μ στο ρεύμα προς ......., ακινητοποιήθηκε, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του οδηγού του δίτροχου, σε όλο του το σώμα και την επέλευση του θανάτου του. Υπαίτιος του παραπάνω αποτελέσματος υπήρξε και ο κατηγορούμενος, ο οποίος, από αμέλειά του, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλε ως μέσος συνετός οδηγός και μπορούσε να καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να αντιληφθεί έγκαιρα την απότομη εκτροπή του δίτροχου και να τροχοπεδήσει, μειώνοντας στο ελάχιστο την ταχύτητα του οχήματός του, ενεργώντας συγχρόνως αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά. Αντίθετα ο παραπάνω, ενώ είχε αντιληφθεί την κίνηση του δίτροχου από απόσταση περίπου 2,5 χιλιομέτρων(βλ απολογία του)και όφειλε να είχε αντιληφθεί και την εκτροπή του, εφόσον αυτή έγινε σε απόσταση 43,30 μ. πριν τη σύγκρουση, συνέχισε την πορεία του, χωρίς να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε αποφευκτική για τη σύγκρουση και τις εξ' αυτής συνέπειες, ενέργεια. Εξ' άλλου, και ο ίδιος δεν αναφέρει ότι προέβη σε οποιαδήποτε αποφευκτική ενέργεια για την αποφυγή της σύγκρουσης ή τη μείωση έστω των συνεπειών της. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας, με ημερομηνία ........, που συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας και ενισχύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία του κατηγορουμένου. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως αυτή διαλαμβάνεται στο διατακτικό". Με τις παραδοχές όμως αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει ασαφείς, ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν περαιτέρω ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 28, και 302 του Π.Κ, τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές και έτσι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τούτο, γιατί: α) ενώ η απόφαση δέχεται, ότι ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη προσοχή, ώστε να αντιληφθεί έγκαιρα την απότομη εκτροπή του διτρόχου, δεν αιτιολογεί με βάση ποια συγκεκριμένα περιστατικά, όφειλε αυτός να αντιληφθεί την απότομη εκτροπή του διτρόχου, β) δεν προσδιορίζεται το όριο ταχύτητας στην περιοχή του συμβάντος, ώστε σε περίπτωση υπέρβασής του, να υπάρξει ανάλογη μείωσή της, όπως επίσης δεν προσδιορίζεται η ταχύτητα με την οποία έβαινε το όχημα του αναιρεσείοντος γ) δεν αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων, είχε τη δυνατότητα, προκειμένου να αποφύγει την πρόσκρουση επί του οχήματός του, του δικύκλου μοτοποδηλάτου, να κατευθύνει το όχημά του, σε διαφορετική από εκείνη που οδηγούσε κατεύθυνση και συγκεκριμένα, ότι στο ρεύμα πορείας του προς τα δεξιά, υπήρχε ανάλογος χώρος, ώστε να επιχειρήσει οιονδήποτε αποφευκτικό ελιγμό, δ) υπάρχει αντίφαση, ως προς την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων, κανονικά κινούμενος στο δικό του ρεύμα πορείας, όφειλε και μπορούσε να αντιληφθεί την εκτροπή του δικύκλου μοτοποδηλάτου, τη στιγμή που δέχεται ότι υπήρξε αιφνίδια (απότομη) η εκτροπή του οχήματος, που οδηγούσε ο παθών, με ελικοειδή μάλιστα πορεία, η κατάληξη της οποίας δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί. 'Ετσι, όμως, υφίσταται αντιφατική αιτιολογία και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με την μορφή της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 129/19-9-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Φεβρουαρίου 2008 . Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αντιφατική αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 271/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Βασιλειάδη - Παχούλη, περί αναιρέσεως της 72/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ....., 2. ...... και 3. ............., που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Μαρτίου 2007 χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 458/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση υπ' αριθμ. 6 και 7/9-3-2007 αιτήσεις τωνΧ1 και Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση της 72/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, πρέπει να συνεκδικαστούν διότι είναι συναφείς. Επειδή κατά το άρθρο 242 παρ.1 του ΠΚ υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινώς η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του προβλεπόμενου και τιμωρούμενο από την πρώτη από αυτές εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος υπό την ανωτέρω έννοια και ακόμη να είναι αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση και να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, το οποίο πρέπει να είναι δημόσιο. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται στο άρθρο 13γ' ή σε διάταξη του Π.Κ. Για τον λόγο αυτόν εφαρμόζεται και στο πεδίο του ποινικού δικαίου το άρθρο 438 του ΚΠολΔ κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική υπηρεσία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ.1 περ. Ιθ' του ΠΔ/τος 410/1995 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας" ορίζεται ότι "Στην αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων ανήκουν ιδίως η χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων καθορίζεται από υγειονομικές διατάξεις". Τέλος, με το άρθρο 106 παρ. 2 του ιδίου ως άνω Π.Δ/τος 410/1995, που καθορίζει τις αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου, ορίζεται ότι "Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του, μπορεί να μεταβιβάζονται στη Δημαρχιακή Επιτροπή οι αρμοδιότητες των περιπτώσεων ιθ', κ', κα', κβ' και κγ' της παραγράφου 1 του άρθρου 24". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου ή της δημαρχιακής επιτροπής σε περίπτωση μεταβιβάσεως της αρμοδιότητας επί της περιπτώσεως ιθ' του άρθρου 24 του ως άνω Π. Δ/τος 410/1995, έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του Π.Κ. και είναι καθ' ύλην αρμόδιοι για την έγκριση χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας σε καταστήματα και επιχειρήσεις, οι όροι λειτουργίας των οποίων καθαρίζονται, εκτός των άλλων, και από την υπ' αριθμ. Α1β/8577/8-9-1983 Υγειονομική Διάταξη, εκδίδοντας τις σχετικές προς τούτο εγκριτικές αποφάσεις, που αποτελούν δημόσια έγγραφα, γιατί έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για όσα βεβαιώνονται σ' αυτές. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.- Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 72/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης ο πρώτος και της ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη η δευτέρα, σε ποινές φυλάκισης, αντίστοιχα, πέντε (5) και οκτώ (8) μηνών, οι οποίες ανεστάλησαν επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο, από την ανωμοτί εξέταση των πολιτικών εναγόντων, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής : Οι πολιτικώς ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε πολυκατοικία επί της συμβολής των οδών ....... και ........, στη ......... Στην οικοδομή αυτή υπάρχει εκ κατασκευής πιλοτή, δηλαδή ισόγειος χώρος που προορίζεται εκ του νόμου για τη στάθμευση αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών, είναι κοινόχρηστος και πρέπει να παραμένει ελεύθερος. Η ανοικοδόμηση του απαγορεύεται και αυτοτελές δικαίωμα κυριότητας ή νομής επ' αυτού (πλην της αποκλειστικής χρήσεως, μόνο για τον ως άνω σκοπό) δεν μπορεί να αποκτηθεί, ακόμη και με απόφαση πάντων των συνιδιοκτητών. Παρά τις απαγορεύσεις αυτές, από τον εργολάβο κατασκευαστή της οικοδομής δημιουργήθηκε μετά την αποπεράτωση αυτής ένα κατάστημα στο χώρο της πιλωτής, το οποίο συνδέθηκε με τμήμα του υπογείου χώρου αυτής και εκμισθώθηκε στη δεύτερη από τους κατηγορουμένους. Αυτή, που κατοικεί στην απέναντι οικοδομή, επιθυμούσε να δημιουργήσει εκεί μια μικρή επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (πρατήριο γαλακτοκομικών προϊόντων και συσκευασμένων ειδών παντοπωλείου), για να μπορεί να έχει κάποιο εισόδημα χωρίς να απασχολείται μακριά από το σπίτι της. Για τη νόμιμη λειτουργία της επιχείρησης, όμως, έπρεπε, μεταξύ των άλλων διατυπώσεων να εκδοθεί άδεια εκ μέρους του Δήμου ....... Για να εκδοθεί η άδεια αυτή έπρεπε να έχει εκδοθεί από την πολεοδομία ότι το κατάστημα πληροί τις προϋποθέσεις του ΓΟΚ. Ενώ, λοιπόν, η πολεοδομία είχε βεβαιώσει το αντίθετο, διότι πράγματι το κατάστημα είχε κατασκευασθεί παρανόμως και δεν πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις, ο πρώτος από τους κατηγορουμένους, ως υπάλληλος αρμόδιος να ελέγξει τα σχετικά δικαιολογητικά και να εισηγηθεί καταλλήλως στην επιτροπή του Δήμου, που θα χορηγούσε την άδεια, επισήμανε στην εισήγηση του ότι [δήθεν] το κατάστημα ήταν εν τάξει από πολεοδομική άποψη (έθεσε το σημείο Χ στο οικείο τετραγωνίδιο του εντύπου της εισήγησης). Κατόπιν αυτού, η αρμόδια επιτροπή χορήγησε την άδεια, αρκούμενη στην εισήγηση και ενσωματώνοντας αυτήν στην απόφαση της, η οποία δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις υπογραφές των μελών της επί του σώματος της εισηγήσεως. Η εισήγηση, δηλαδή, δεν ήταν ένα απλό έγγραφο της εσωτερικής υπηρεσίας του Δήμου ......., αλλά ουσιαστικά αυτή καθ' εαυτήν η εγκριτική απόφαση της επιτροπής χορηγήσεως των αδειών λειτουργίας καταστημάτων. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον οποίο εκ παραδρομής έθεσε το σημείο Χ σε τετραγωνίδιο, στο οποίο δεν έπρεπε να το θέσει (βλ. σχετική δήλωση του συνηγόρου που τον εκπροσωπεί, στα πρακτικά), δεν είναι εύλογος, γιατί δεν πρόκειται περί τυπικού ζητήματος, αλλά περί ουσιαστικής προϋποθέσεως, την οποία αυτός είχε την ευθύνη να ελέγξει. Από αυτό αποδεικνύεται ότι ο υπάλληλος αυτός, γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο κατάστημα είναι πολεοδομικώς αυθαίρετο, είχε τη θέληση να αποκρύψει το εν λόγω περιστατικό από την αρμόδια επιτροπή, να εμφανίσει, το κατάστημα, αντιθέτως, ως πληρούν τους όρους του ΓΟΚ (παρά την αντίθετη βεβαίωση της πολεοδομίας που είχε περιέλθει στην υπηρεσία του) και να παρασύρει την επιτροπή στη χορήγηση της άδειας. Κανένας υπάλληλος δεν θα προέβαινε σε τέτοιες ενέργειες, αν δεν ήθελε να ωφελήσει κάποιον ενδιαφερόμενο. Και εν προκειμένω ενδιαφερόμενη ήταν η δεύτερη από τους κατηγορουμένους, η οποία είχε δηλώσει προς τους συνιδιοκτήτες της οικοδομής, όπου το κατάστημα, ότι "όσο και να προσπαθήστε, δεν πρόκειται να καταφέρετε τίποτε, ακόμη και να γκρεμιστεί η οικοδομή, το μαγαζί θα γίνει"! Μια τέτοια δήλωση, που δείχνει ασυνήθιστο θράσος για ένα απλό πολίτη, δεν θα είχε γίνει αν η ίδια η κατηγορουμένη δεν είχε κάποιο έρεισμα σχετικώς. Και τα έρεισμα αυτό ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, τον οποίο αυτή η ίδια είχε πείσει να τη βοηθήσει, με την ψευδή βεβαίωση που αναφέρθηκε παραπάνω. Κανένας, βέβαια, από τους εξετασθέντες μάρτυρες δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον τρόπο, με τον οποίο η δεύτερη από τους κατηγορουμένους έπεισε τον πρώτο να διαπράξει την ψευδή βεβαίωση που του αποδίδεται. Και αυτό είναι απόλυτο εύλογο, γιατί κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να είναι παρών σε μια τέτοια στιχομυθία ή συναλλαγή. Ο πρώτος κατηγορούμενος, όμως, δεν θα είχε κανένα λόγο να τελέσει την πράξη που του αποδίδεται, αν κάποιος δεν του το ζητούσε με επιμονή. Και ο μόνος που ενδιαφερόταν για το ζήτημα αυτό και έδειχνε προς τα έξω ότι μπορεί να το κάνει ήταν η δεύτερη από τους κατηγορουμένους. Επομένως, απορριπτόμενων ως αβασίμων όσων αντιθέτων υποστηρίζουν οι κατηγορούμενοι, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό......" . Με την κρίση του αυτή το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.1 περ. ιθ' και 106 παρ. 2 του Π.Δ/τος 410/1995, καθόσον χαρακτήρισε εσφαλμένα ως δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 242 παρ. 1 του Π.Κ. και 438 ΚΠολΔ, την από ....... εισήγηση του Τμήματος Εσόδων της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου ........, το οποίο έφερε τις υπογραφές του πρώτου αναιρεσείοντος ως εισηγητή, του προϊσταμένου του ως άνω Τμήματος εσόδων, ως τμηματάρχη, και της διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών του ως άνω Δήμου, ως Διεθύντριας αυτών, ενώ επρόκειτο για έγγραφο που αφορούσε την εσωτερική υπηρεσία του ως άνω δήμου και εξέφραζε την εισήγηση της υπηρεσίας αυτής προς την αρμόδια για τη χορήγηση της αδείας ιδρύσεως καταστήματος (πρατηρίου γάλακτος και ειδών ζαχαροπλαστικής με τυποποιημένα είδη παντοπωλείου) Δημαρχιακή επιτροπή του ίδιου Δήμου, προς την οποία είχε μεταβιβασθεί προφανώς από το Δημοτικό Συμβούλιο η σχετική αρμοδιότητα, χωρίς να απευθύνεται προς την ενδιαφερομένη να λάβει την ως άνω άδεια ιδρύσεως δευτέρα αναιρεσείουσα ή σε άλλη Υπηρεσία, ώστε να έχει η εισήγηση αυτή πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι πάντων, ως προς το γεγονός, ότι το ως άνω κατάστημα κάλυπτε τις νόμιμες προϋποθέσεις του Γ.Ο.Κ. . Τούτο (ότι δηλαδή η εισήγηση δεν προοριζόταν για εξωτερική υπηρεσία προς πλήρη απόδειξη του γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτή) προκύπτει και από την υπ' αριθμ. ....... απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου ...... που επικυρώθηκε με την υπ'αριθμ. ....... απόφαση της Περιφερειακής Δ/νσης Λάρισας στην οποία αναφέρεται επί λέξει ότι: "Η Δημαρχιακή Επιτροπή-Αφού έλαβε υπόψη: 1.-8. Το με αριθ. πρωτ......... έγγραφο της Πολεοδομίας, το οποίο μας βεβαιώνει ότι καλύπτει τις νόμιμες προϋποθέσεις του ΓΟΚ. ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΜΟΦΩΝΑ. Εγκρίνει την χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας... ". ...Έτσι στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως για το οποίο καταδικάσθηκε ο πρώτος αναιρεσείων και κατ' ακολουθία, δεν μπορεί να γίνει λόγος και για ηθική αυτουργία στο έγκλημα αυτό για το οποίο καταδικάσθηκε η δεύτερη αναιρεσείουσα. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε του ΚΠΔ λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, αφού δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς ως προς τους αναιρεσείοντας το άνω έγκλημα, ούτε άλλη αξιόποινη πράξη, να κηρυχθούν αθώοι του πιο πάνω εγκλήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 72/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης . Κηρύσσει τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 αθώους του ότι, α) ο πρώτος στη ...... στις 21-11-2001, ως υπάλληλος με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α Π.Κ., στα καθήκοντα του οποίου αναγόταν η έκδοση και σύνταξη δημοσίων εγγράφων, με πρόθεση βεβαίωσε σε τέτοιο έγγραφο ψευδές περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, ως υπάλληλος της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου ......., βεβαίωσε ψευδώς στο, με την ανωτέρω ημερομηνία, εισηγητικό έγγραφο, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (πρατηρίου γάλακτος και ειδών ζαχαροπλαστικής με τυποποιημένα είδη παντοπωλείου) στην αιτούσα δεύτερη κατηγορουμένη, ότι το ευρισκόμενο επί της συμβολής των οδών ..... και ......... κατάστημα καλύπτει τις νόμιμες προϋποθέσεις του Γ.Ο.Κ., σύμφωνα με το υπ' αριθμ. .........., έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας, ενώ, αντίθετα, το έγγραφο αυτό βεβαιώνει ότι το παραπάνω κατάστημα δεν καλύπτει τις νόμιμες προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Γ.Ο.Κ και β) η δεύτερη στη ......... στις 21-11-2001, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα, ως αιτούσα τη χορήγηση της προαναφερθείσας άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, με συνεχείς προτροπές παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον ανωτέρω πρώτο συγκατηγορούμενο της να εκτελέσει άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, την οποία πράγματι αυτός διέπραξε κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής βεβαίωση. Έννοια δημοσίου εγγράφου. Αναιρείται καταδικαστική απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 242 Π.Κ.
Ψευδής βεβαίωση
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 248/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης: χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 36060/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1657/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 469/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το Ζ' τριμελές πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, ως Εφετείο- με την υπ' αριθμ. 36060/2007 απόφαση του απέρριψε ως απαράδεκτη την υπ' αριθμ. 1560/2007 έφεση της χ1 κατά της υπ' αριθμ. 52132/2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (με την οποία είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 16 μηνών και χρηματική ποινή 800.000 δραχμών για παράβαση του άρθρου 79 ν.5960/33). Η άνω απόφαση εκδόθηκε αντιμωλία της εκκαλούσης, αφού εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και δη τη δικηγόρο Αθηνών Κατερίνα Φλίνου (βλ. οικεία πρακτικά) καταχωρήθηκε δε στο βιβλίο του άρθρου 473 § 3 Κ.Π.Δ. στις 8-8-2007 (βλ. βεβαίωση οικείου γραμματέα). Κατ' αυτής άσκησε η ανωτέρω με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έγινε στις 20-9-2007, την υπ' αριθμ. 557/2007 αναίρεση δια της πληρεξουσίου δικηγόρου, που την υπογράφει, Κατερίνας Φλίνου, προβάλλουσα ως λόγον αναίρεσης έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, χωρίς όμως η άνω πληρεξουσία να προσκομίζει σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο της κατηγορουμένης, ούτε να γίνεται σχετική μνεία περί αυτού στην οικεία αίτηση αναίρεσης. ΙΙ) Επειδή κατά το άρθρο 474 § 1 Κ.Π.Δ. το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα....Εξ' άλλου από το άρθρο 465 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι ο διάδικος (δικαιούμενος) μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 § 2 Κ.Π.Δ., το δε πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση, εκτός εάν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλόμενης απόφασης, οπότε μπορεί αυτό (πληρεξούσιο) να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την άσκησή του, άλλως το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο. Τέλος, από τα άρθρα 465 § 2, 473 § 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, το ένδικο μέσο κατά καταδικαστικής και μόνο απόφασης (βλ. γι' αυτό ΑΠ 235/2006, ΑΠ 2062/2003 κ.α.) μπορεί να ασκηθεί αφενός μεν από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση καθήν εκδόθηκε η άνω απόφαση αφετέρου μπορεί αυτή (αναίρεση) να ασκηθεί και δη μόνον από τον καταδικασθέντα με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως αίτηση αναίρεσης δεν μπορεί να ασκηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο για λογαριασμό του κατηγορουμένου χωρίς την ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου του τελευταίου προς αυτόν εάν πρόκειται για μη καταδικαστική απόφαση (έστω και αν είναι ο συνήγορος που παρέστη στη δίκη καθήν εκδόθηκε η μη καταδικαστική απόφαση), όπως επίσης δεν είναι δυνατή η από οποιονδήποτε άσκηση αναίρεσης με δήλωση και επίδοση αυτής στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εάν δεν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, και, τέλος, δεν νοείται προσκόμιση ελλείποντος πληρεξουσίου εγγράφου όταν η αναίρεση ασκείται με δήλωση -επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά μη καταδικαστικής απόφασης ή όταν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλομένης απόφασης. Ως παρών θεωρείται και αυτός που δικάστηκε εκπροσωπούμενος από συνήγορο (βλ. και ΑΠ 1436/2000, ΑΠ 271/2002, ΑΠ 2135/2002, ΑΠ 606/2003 κ.α.) αφού ο τελευταίος εκπροσωπεί πλήρως αυτόν. Επειδή ως καταδικαστική απόφαση είναι αυτή με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος και του επιβάλλεται ποινή (βλ. ΑΠ 5/2000 Ολ, ΑΠ 466/2007, ΑΠ 2378/2005 κ.α.). Επομένως η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη δεν είναι καταδικαστική (βλ. και ΑΠ 273/2007, ΑΠ 134/2004, ΑΠ 1342/2001 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη αφού ασκήθηκε από πληρεξούσια δικηγόρο χωρίς την ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου της κατηγορουμένης προς αυτή και αφετέρου με δήλωση-επίδοση προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου ενώ δεν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 557/2007 αίτηση αναίρεσης της χ1 κατά της υπ' αριθμ. 36060/2007 απόφασης του Ζ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία να εκτελεστεί, επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος της ανωτέρω. Αθήνα 31 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην έννοια όμως της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, αφού με αυτή το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως και δεν επιβάλλει ποινή, αλλά απλώς διαπιστώνει το απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Επομένως, προκειμένης αποφάσεως, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη, η αναίρεση πρέπει υποχρεωτικά να ασκηθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως εκτός άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται και χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες για την άσκηση αυτού διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της κατηγορούμενης αναιρεσείουσας χ1 στρέφεται κατά της 36060/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησή της, η 1560/2007 έφεσή της κατά της 52132/2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί, για παράβαση του άρθρου 79 ν.5960/33, σε ποινή φυλάκισης 16 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική και χρηματική ποινή 800.000 δραχμών. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, η αίτηση αναιρέσεως ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ασκήθηκε με τον τρόπο αυτό και είναι εκ τούτου απαράδεκτη. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι η αναίρεση ασκήθηκε από πληρεξούσια δικηγόρο, χωρίς να προσαρτάται πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο στη σχετική έκθεση (465 παρ.1 ΚΠΔ), το οποίο είναι απαραίτητο στην προκειμένη υπόθεση, που πρόκειται για αναίρεση κατά μη καταδικαστικής απόφασης , έστω και αν η με δήλωση αναίρεση ασκήθηκε από την συνήγορο που παραστάθηκε στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η μη καταδικαστική απόφαση (465 παρ.2, 473 παρ.2 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση του αντικλήτου της αναιρεσείουσας (κατά τη σχετική επί του φακέλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα), να απορριφθεί η αίτηση, ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις τω άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-9-2007 αίτηση- δήλωση (αρ.πρωτ. 8289/20-9-07) της χ1, κατά της 36060/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση, που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη δεν είναι καταδικαστική. Απαράδεκτη αίτηση αναίρεση, που ασκήθηκε κατ’ αυτής με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απαιτείται πληρεξουσιότητα για την άσκηση αναίρεσης κατά μη καταδικαστικής απόφασης, έστω και αν η με δήλωση αναίρεση ασκήθηκε από την συνήγορο που παραστάθηκε στη δίκη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 247/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1182/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1103/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 376/12.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 368/7-5-2007 αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1182/4-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών και σε χρηματική ποινή 20.000 ευρώ για τις πράξεις της κατοχής και της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών κατ'εξακολούθηση, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148, 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Από την παραπάνω απαίτηση του νόμου δεν εξαιρείται ούτε ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Ολομ. ΑΠ 19/2001, ΑΠ 1518/2005, ΑΠ 2113/2004, ΑΠ 1643/2003). Ο λόγος αυτός ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δεκτή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ. 3 και 511 ΚΠΔ, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη υπ'αριθ. 368/7-5-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθ. 1182/4-5-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων στην παραπάνω ποινή. Την αίτηση αναιρέσεως άσκησε ο αναιρεσείων αυτοπροσώπως με δήλωσή του στον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, όπου κρατείται και συνετάγη η υπ'αριθ. 368/7-5-2007 έκθεση. Ως λόγο αναιρέσεως διαλαμβάνει ο αναιρεσείων στην ως άνω αίτηση κατά λέξη τα ακόλουθα: "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της αριθ. 1182/4-5-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταδικάσθηκε για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε ποινή δεκατριών (13) ετών για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει: 1) Δι'έλλειψιν επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, 2) Η απόρριψις των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστατικών δεν αιτιολογείται, 3) Δεν αιτιολογείται από ποιά περιστατικά θεμελιούται η ενοχή κατά το υποκειμενικό και αντικειμενικό στοιχείο ως προς την πώληση των ναρκωτικών. Συνεπώς και για όσους λόγους επιφυλάσσομαι να καταθέσω με δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πάσχει πολλαπλών λόγων και ως τοιαύτη τυγχάνει αναιρετέα". 'Ετσι όμως, όπως είναι διατυπωμένος στην οικεία έκθεση ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, διότι δεν προσδιορίζεται σ'αυτόν γιατί η αιτιολογία, η οποία υπάρχει στην προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ούτε αναφέρεται σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα κεφάλαια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 368/7-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθ. 1182/4-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη 368/7-5-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, κατά της 1182/4-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων Χ1, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών και σε χρηματική ποινή 20.000 ευρώ, για τις πράξεις της κατοχής και της πωλήσεως, ναρκωτικών ουσιών. Την αίτηση αναιρέσεως άσκησε ο αναιρεσείων με δήλωσή του στον Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, όπου κρατείται και συνετάγη η 368/7-5-2007 έκθεση, στην οποία, ως λόγοι αναιρέσεως, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: "1) Δι' έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 2) Η απόρριψις των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστατικών δεν αιτιολογείται. 3) Δεν αιτιολογείται από ποια περιστατικά θεμελιούται η ενοχή κατά το υποκειμενικό και αντικειμενικό στοιχείο ως προς την πώληση των ναρκωτικών. Συνεπώς και για όσους λόγους επιφυλάσσομαι να καταθέσω με δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πάσχει πολλαπλών λόγων και ως τοιαύτη τυγχάνει αναιρετέα". Έτσι, όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποία κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, και ειδικότερα, ως προς μεν την αναφερόμενη απόρριψη αυτοτελούς περί ελαφρυντικών ισχυρισμού του, ποιά ελαφρυντικά επικαλέστηκε και ποιό το περιεχόμενο του σχετικού ισχυρισμού του, ως προς δε την αιτιολόγηση της ενοχής του για την πράξη της πώλησης ναρκωτικών, γιατί δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ποία, επιπλέον, περιστατικά, έπρεπε να εκτίθενται προς τούτο, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας αυτού. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 368/7-5-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για αναίρεση της 1182/4-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Kαταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη ως αόριστη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 246/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον .......... και συγκατηγορουμένους τους: 1) ......... και 2) .............. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.1.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 269/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 277/3.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον σας, κατ'άρθρ. 485 § 1 και 513 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. την με αριθ. 61/23-1-2007 και καταχωρηθείσα εις το ειδικό βιβλίο του Εφετείου Αθηνών με αριθ. 19/31-1-2007, έκθεσιν αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου νυν στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ'αριθμ. 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απερρίφθη, ως ουσιαστικώς αβάσιμη η έφεσίς του κατά του υπ'αριθμ. 2780/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίον παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθούν ως υπαίτιοι α) Απάτης από πρόσωπο που διαπράττει απάτην κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποίαν το συνολικό ποσό ζημίας και το αντίστοιχο όφελος που προεκλήθη υπερβαίνει το τοιούτο των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.00 ευρώ) και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση από πρόσωπο που διαπράττει την πράξιν αυτήν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια που το συνολικό ποσό οφέλους και το τοιούτο της αντίστοιχης ζημίας υπερβαίνει τα 5.000.00 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, στρεφομένη κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν κατ'άρθρ. 482 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., ησκήθη νομοτύπως, δια δηλώσεώς του ενώπιον του Διευθυντού της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, όπου κρατείται και εμπροθέσμως και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και εξετασθεί κατ'ουσίαν. ΙΙ) Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρ. 148-153, 462, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1 και 509 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, εν αντιθέσει προς την έφεση, η οποία, όταν ασκηθεί παραδεκτώς, άγει σε καθολική ανασυζήτηση και εκ νέου έρευνα της υποθέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει απαραίτητα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο, γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή δεν περιέχει λόγους ή περιέχει λόγους αορίστους, το ένδικο μέσο είναι απορριπτέο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο. Δεν αρκεί η απλή αναφορά λόγου που προβλέπεται από τον νόμο, όπως η απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α', 510 § 1 στοιχ. α', 171 Κ.Π.Κ.) ή εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ.) και η έλλειψη αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' και 510 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.), αλλά πρέπει να προσδιορίζεται στην έκθεση σε τί συνίσταται ειδικότερα η απόλυτη ακυρότητα, η παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπάρχει αιτιολογία στο προσβαλλόμενο βούλευμα ή απόφαση (ολ Α.Π. 19/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 402, Α.Π. 1415/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 509, Α.Π. 360/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' σελ. 888). Ειδικότερα δε ο ως άνω αναιρετικός λόγος της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας ιδρύεται τόσον όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία όσο και όταν υπάρχει αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση, και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και αι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφηρμόσθη. Εν όψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αύξηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της απόφασης. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δυνατή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων. 484 § 3 και 511 Κ.Π.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης (Α.Π. 90/2000 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 311, Α.Π. 171/99 Ποιν. Χρ. ΜΘ' σελ. 998, Α.Π. 439/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 52). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση πλήσσεται το υπ'αριθ. 1416/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών α) για απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 Κ.Π.Δ.) β) για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, χωρίς να προσδιορίζεται σε αυτή (την έκθεση) σε τί συνίσταται ειδικότερα η απόλυτη ακυρότητα, ποιά και πώς παραβιάσθηκε ουσιαστική ποινική διάταξη και γιατί η αιτιολογία, που όντως περιέχεται στο ως άνω βούλευμα, δεν είναι ειδική. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, πέραν των ανωτέρω, στην έκθεση αναιρέσεως αναφέρεται εν τέλει αυτής "Δια την πράξιν της απάτης οι περισσότερες πράξεις είναι κάτω των 5.000.000 δρχ. το αυτό και δια την πλαστογραφία. Επικαλούμαι την Νομολογία του ν. 2408/96", χωρίς να προσδιορίζονται παράλληλα και συγκεκριμένα οι μερικώτερες πράξεις, το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου οφέλους των οποίων υπολείπονται του ποσού των 5.000.000 δρχ., υπαινισσόμενος προφανώς, δια του λόγου αυτού, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πλην όμως, όπως διατυπούται ο λόγος αυτός, τυγχάνει αόριστος και ως τοιούτος απορριπτέος ως απαράδεκτος και δια τον πρόσθετο λόγο ότι τούτο αποτελεί αιτίαση η οποία πλήττει την κρίσιν του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος της επελθούσης ζημίας και του αντιστοίχου οφέλους εκ της πράξεως της απάτης και πλαστογραφίας και συνεπώς προβάλλεται απαραδέκτως, αφού ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος και δεν συνιστά τούτο λόγον αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στην διάταξη του άρθρου 484 § 1 Κ.Π.Δ. Παρά ταύτα στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι ούτος παραδεκτώς προβάλλεται, ως λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθ' όσον, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ητιολογημένως απεφάνθη το Συμβούλιο Εφετών ότι για μεν την πράξιν της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθησιν, λαμβανομένου υπό όψιν του χρόνου τελέσεως του συνόλου των μερικωτέρων πράξεων, ετελέσθησαν υπό του κατηγορουμένου μετά την ισχύ του ν.2721/3-6-1999 δια του οποίου ετροπ. η διάταξις του άρθρ. 386 § 3 Π.Κ. και επομένως δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής του, για δε την πράξιν της απάτης κατ' εξακολούθησιν, συντρεχουσών των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξις του άρθρ. 386 § 1,3 Π.Κ., ως ετροπ. δια του ν. 2721/99, ως ηπιωτέρου, έστω και αν ωρισμένες εκ των μερικώτερων πράξεων ετελέσθησαν πριν από την ισχύ του και το αντικείμενον των υπολείπεται του ποσού των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η υπό κρίσιν με αριθ. 19/2007 έκθεσις αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού κατά του υπ'αριθμ. 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, άλλως ως ουσιαστικώς αβάσιμως, ως προς τον υπ'αυτού προβαλλόμενον λόγον, συνισταμένου εις το ότι για ωρισμένες εκ των μερικωτέρων πράξεων της απάτης κατ' εξακολούθησιν και πλαστογραφίας κατ' εξακολούθησιν, το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου οφέλους, υπολείπεται του τοιούτου των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ). Να επιβληθούν δε τα έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η υπό κρίσιν με αριθ. 19/2007 έκθεσις αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ'αριθ. 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, άλλως, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, ως προς τον προβαλλόμενον λόγον που συνίσταται εις το ότι για ωρισμένες εκ των μερικωτέρων πράξεων της απάτης και πλαστογραφίας κατ' εξακολούθησιν, το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου οφέλους, υπολείπεται του τοιούτου των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα τη 8 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης, που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Ως προς τον από τα άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή, σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ή, επί παραβιάσεως εκ πλαγίου της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, σε τι συνίστανται οι ασάφειες ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και, τέλος, επί εσφαλμένης ερμηνείας, ποία είναι η αληθής έννοια της διατάξεως αυτής. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον προβλεπόμενο από τα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. α και 510 παρ.1 στοιχ. Α το 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, προκειμένου περί βουλευμάτων (171 αρ. 1 ΚΠΔ) και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (171 ΚΠΔ), προκειμένου περί αποφάσεων, όπου, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, πρέπει να αναφέρεται ποία από τις αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας, παρέβη το δικαστήριο, σε τι συνίσταται αυτή και τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια. Στην κρινόμενη 61 /23-1-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1, κρατουμένου νυν στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε , ως ουσιαστικώς αβάσιμη, η έφεσή του κατά του 2780/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριό του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί ως υπαίτιος α) Απάτης από πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό ποσό ζημίας και το αντίστοιχο όφελος που προσκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) και β) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από πρόσωπο που διαπράττει την πράξη αυτήν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το από την οποία συνολικό ποσό οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας υπερβαίνει τα 5.000.00 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), ζητεί την αναίρεση του βουλεύματος αυτού για τους εξής αναφερόμενους στην αίτησή του, κατά λέξη, λόγους "α) για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 Κ.Π.Δ.) β) για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Δια την πράξιν της απάτης οι περισσότερες πράξεις είναι κάτω των 5.000.000 δρχ., το αυτό και δια την πλαστογραφία. Επικαλούμαι την Νομολογία του ν. 2408/96". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποιά από τις αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 171 αρ. 1 ΚΠΔ περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας, υπέπεσε το Συμβούλιο Εφετών, σε τι συνίσταται αυτή και τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, β) ποιά η ουσιαστική ποινική διάταξη, που φέρεται ότι παραβιάστηκε και σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία αυτής και γ) σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε ποιά κεφάλαια αυτού ανάγονται, ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει, να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας αυτών. Η αναφορά στην αίτηση, ότι "για την πράξιν της απάτης οι περισσότερες πράξεις είναι κάτω των 5.000.000 δρχ., το αυτό και δια την πλαστογραφία", με την επίκληση της "νομολογίας του ν. 2408/96", δεν καθιστά ορισμένο κάποιο από τους πιο πάνω τρεις αναφερόμενους λόγους. Ειδικότερα, στην περίπτωση που η εν λόγω αναφορά σχετίζεται με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη, που εσφαλμένα ερμηνεύθηκε ή εφαρμόστηκε και σε τι συνίσταται το σφάλμα αυτό και ποιά έννομη σημασία έχει η πιο πάνω αναφορά, χωρίς, μάλιστα, να προσδιορίζονται παράλληλα και οι συγκεκριμένες μερικότερες πράξεις, και, αν το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου οφέλους που υπολείπεται του ποσού των 5.000.000 δρχ., για κάθε πράξη, αποτελεί παραδοχή του βουλεύματος, ή αν αυτό προέκυψε από τα αποδεικτικά μέσα. Ανεξαρτήτως αυτών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, η πιο πάνω αναφορά δεν δύναται να καταστήσει ορισμένο οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, διότι, υπό τα γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτά πραγματικά περιστατικά, στερείται οποιαδήποτε έννομης σημασίας, αφού και για τα δύο, κατ' εξακολούθηση, εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος της ζημίας και του αντίστοιχου οφέλους, που, σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Τούτο δε, διότι, στην συγκεκριμένη υπόθεση, οι μεν πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας φέρονται ότι τελέστηκαν από 10/6 έως 25/6 (δηλαδή μετά την ισχύ του ν. 2721/2-6-1999, που προσέθεσε, με το άρθρο 14 παρ.2 , το εδ. β στην παρ.3 του άρθρου 216 ΠΚ), οι δε πράξεις της κακουργηματικής απάτης φέρονται ότι τελέστηκαν από Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 1999, και, επομένως, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 386 § 1,3 Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τον. 2721/99 (άρθρο 14 παρ. 4), ως ηπιότερη, έστω και αν ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις τελέσθησαν πριν από την ισχύ του και το αντικείμενό τους υπολείπεται του ποσού των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ). Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 61/23-1-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του 1416/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Kαταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση ως αόριστη (κρατουμένου, για 1) απόλυτη ακυρότητα, 2) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία και 3) για έλλειψη αιτιολογίας).
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 245/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αδάμ Παπαδαμάκη, περί αναιρέσεως της 2061/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών - ΚΕ.Π.ΚΑ. -, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2073/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η δικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ’ αυτή με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις, και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή στους ισχυρισμούς εκείνους που κατατείνουν αυτοτελώς στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή ασκούν επιρροή στη μείωση της ποινής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η πραγματική πλάνη του δράστη, δηλαδή η άγνοια του ή η εσφαλμένη αντίληψη του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, αίρει τον καταλογισμό του και ειδικότερα αποκλείει το δόλο και συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός αυτού είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 2061/2007 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο (2) ετών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως, για απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας. Από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι στην ακροαματική διαδικασία δια του συνηγόρου του ο αναιρεσείων προέβαλε, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά. Συγκεκριμένα, καταλήγοντας, ισχυρίσθηκε ότι "εγώ υπέγραψα τη σχετική σύμβαση αντιλαμβανόμενος εσφαλμένα ότι πρόκειται για τελεσφόρηση και υλοποίηση της αίτησης που όντως υποβλήθηκε από το ΚΕΠΚΑ Δυτικής Ελλάδας ενώ θεώρησα την αναφορά του εντύπου στο ΚΕΠΚΑ (Θεσσαλονίκης) ως αναγραφείσα εκ παραδρομής ή από κεκτημένη συσχέτιση της [προγενέστερης] συνεργασίας του προσώπου μου με το ΚΕΠΚΑ. Άλλωστε, διαχειρίστηκα πολλά ανάλογα προγράμματα για λογαριασμό του ΚΕΠΚΑ και ήταν επόμενο οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κατέγραψαν τα στοιχεία του ΚΕΠΚΑ αντί του ΚΕΠΚΑ Δυτικής Ελλάδος. Αγνοούσα, λοιπόν, όταν υπέγραφα το έντυπο της σύμβασης, ότι αυτό συνιστούσε συνεργασία μεταξύ του ΚΕΠΚΑ και των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για υλοποίηση της αίτησης που όντως υπέβαλε το ΚΕΠΚΑ Δυτικής Ελλάδας". Τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό, που είναι ορισμένος και οδηγεί στην άρση του καταλογισμού του εγκλήματος της απάτης και ειδικότερα, στον αποκλεισμό του δόλου, το Δικαστήριο απέρριψε με την εξής αιτιολογία: "Επίσης πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός με την πραγματική πλάνη αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου". Έτσι όμως το δίκασαν δικαστήριο δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απορριπτική κρίση του επί του ως άνω ισχυρισμού, άλλ’ ούτε και από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογείται η μη συνδρομή εσφαλμένης αντίληψης σε σχέση με το έντυπο της υπογραφείσας σύμβασης. Συνεπώς, είναι αναιρετέα η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. 1 του ΚΠΔ. Επομένως, κατά παραδοχή αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2061/2007 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πραγματική πλάνη. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δεν αιτιολόγησε τον ορισμένο ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλάνη πραγματική.
0
Αριθμός 243/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ράϊκο, περί αναιρέσεως της 3958/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1095/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3958/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της ερήμην αυτής εκδοθείσης 13485/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων (14) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, πράξεις οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν στις 8/7/1999 η πρώτη και στις 8/7/1999 και 20/9/2000 η δεύτερη, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου δικηγόρου της ότι η έφεσή της ήταν εμπρόθεσμη επειδή αυτή δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την έφεση, ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), με την εξής αιτιολογία. "Από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά και όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχτηκαν, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, τα εξής: Με την εκκαλούμενη 13485/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η κατηγορουμένη Χ1 καταδικάστηκε ερήμην για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση σε ποινές φυλακίσεως δέκα μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων μηνών, η οποία μετατράπηκε προς 4, 40 ευρώ ημερησίως. Η απόφαση αυτή της επιδόθηκε στις 30-1-2006, ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε στην οδό ..... αριθ. ...., στην Αθήνα (.......) (βλ. το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. Νέου Κόσμου ....... και την από ........ βεβαίωση του ίδιου ότι η κατηγορουμένη ήταν άγνωστη στην ανωτέρω διεύθυνση), η δε υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 15-3-2007 (βλ. τη 1980/15-3-2007 έκθεση εφέσεως), δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως (άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β Κ.Π.Δ.). Η κατηγορουμένη για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως ισχυρίζεται στη σχετική έκθεση ότι η εκκαλούμενη της επιδόθηκε ακύρως ως άγνωστης διαμονής, αφού από το έτος 2000 έχει μετοικήσει στην οδό ..... αριθ. ...., στην Αθήνα (.......), η διεύθυνση δε αυτή είναι γνωστή στις αρχές. Όμως, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχτηκε ότι ορθώς και νομίμως επιδόθηκε στην κατηγορουμένη η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν άγνωστη στην ανωτέρω διεύθυνση (....αριθ. ....., στο ......) που αναγραφόταν στην από 8-7-1999 μήνυσή της, συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για ψευδή καταμήνυση, ενώ η διεύθυνση της κατηγορουμένης που επικαλείται η ίδια και αναφέρει ο μάρτυρας αποδείξεως (.... αριθ. ....., στο .....) δεν προκύπτει ότι ήταν γνωστή στις αρχές. Συνεπώς πρέπει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, να απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη......". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, από την 241/15-3-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, είχε προβάλει ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ήταν άκυρη, διότι της επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι γνωστής διαμονής, επιπλέον δε, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της για την εν λόγω υπόθεση, και ότι, ήδη από το 2001, έχει μετοικήσει έκτοτε σε οικία πλησίον της οδού ......αριθ. ... (όπου αναζητήθηκε), και συγκεκριμένα επί της οδού ...... αριθ. ....., όπου κατοικεί και σήμερα, ένα τετράγωνο από την διεύθυνση στην οποία την αναζήτησαν οι δικαστικοί επιμελητές και τα αστυνομικά όργανα, και ότι νομίμως και εμπροθέσμως ασκεί την παρούσα έφεση, αφού η προσβαλλομένη απόφαση ουδέποτε της κοινοποιήθηκε νομίμως, έλαβε δε γνώση της ύπαρξης αυτής μόλις την 9-3-2007, οπότε προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα Νέου Κόσμου, για να παραλάβει τη νέα της ταυτότητα και τότε κρατήθηκε από τα αστυνομικά όργανα. Με όσα εξέθεσε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα στην πιο πάνω έφεσή της, και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, προέβαλε, αφενός μεν, ότι κακώς της επιδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής, αφετέρου δε, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος της για την εν λόγω υπόθεση, και, επομένως, όπως σαφώς εξ αυτού υπονοείται, εκ λόγων ανώτερης βίας, δεν κατέστησε γνωστή στις αρχές την αναφερόμενη στην έφεσή της μεταβολή του τόπου της κατοικίας της. Επικαλέστηκε, συνεπώς, λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως (η επίκληση μόνο της μη γνώσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, που επιδόθηκε νομίμως, δεν συνιστά λόγο ανώτερης βίας, όχι όμως και η μη γνώση ότι εκκρεμεί σε βάρος της ποινική διαδικασία). Το Τριμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν απάντησε στον ισχυρισμό αυτό της εκκαλούσας, αλλά, έκρινε ότι ορθώς και νομίμως επιδόθηκε στην κατηγορουμένη η εκκαλούμενη απόφαση ως άγνωστης διαμονής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν άγνωστη στην οδό .... αριθ. ...., στο ......., διεύθυνση που αναγραφόταν στην από 8-7-1999 μήνυσή της συνεπεία της οποίας κατηγορήθηκε για ψευδή καταμήνυση, ενώ η διεύθυνση στην οδό ... αριθ. ..., στο ......., δεν προκύπτει ότι ήταν γνωστή στις αρχές. Η αιτιολογία όμως αυτή είναι, αφενός ελλιπής, αφού δεν απαντά στον προαναφερόμενο ισχυρισμό της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, αφετέρου δε εσφαλμένη, αφού γνωστή στις αρχές κατοικία αυτής, θεωρείται εκείνη που ανέγραφε η εγκαλούσα στην κατά της κατηγορουμένης μήνυση (εφόσον δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση, ώστε η κατηγορουμένη να δηλώσει, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ την κατοικία της), και όχι εκείνη που ανέγραφε (κατά το έτος 1999) η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα σε δική της μήνυση κατά της εγκαλούσας. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η (τυχόν εν μέρει) παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στην αναιρεσείουσα πράξεων, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την προσβαλλόμενη 3958/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑMMATEAΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Ενώ είχε προβληθεί ως λόγος έφεσης ανώτερη βία για τη μη γνώση της εκκαλούμενης απόφασης, η απορριπτική αιτιολογία είναι ελλιπής, γιατί δεν αναφέρεται στην ανωτέρα βία. Αναιρεί.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 240/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ποντικάκη, για αναίρεση της 371/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πρασιανάκη. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1128/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν, στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές, και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών είναι ιατρός και εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας από το 1982 στην κωμόπολη της ........ Χανίων, όπου και κατοικεί, ενώ παράλληλα, κατά τον παρακάτω κρίσιμο χρόνο, ήταν Δήμαρχος ...., δημοτικό διαμέρισμα του οποίου αποτελεί η .......... Εξ' άλλου, και ο κατηγορούμενος είναι ιατρός και Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων και παράλληλα και Νομαρχιακός σύμβουλος Αυτοδιοίκησης Χανίων. Ο τελευταίος δημοσίευσε: 1) στις 8-10-2004, στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται επίσης στην πόλη των Χανίων "......", 2) στις 10-10-2004, στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται στην πόλη των Χανίων" .....", 3) τον Οκτώβριο του 2004 στην εφημερίδα που εκδίδεται στην ..... Χανίων "......." και 4) στις 14-10-2004 στην τοπική εφημερίδα που εκδίδεται στην επαρχία .... Χανίων " ......", την από 4-10-2004 επιστολή του σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα παρακάτω για το πρόσωπό του γεγονότα: "Η υλοποίηση της παραπάνω απόφασης των Υπουργείων Υγείας και Οικονομικών, μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει, διότι με αυτήν πλήττονται οικονομικά συμφέροντα ελευθεροεπαγγελματία ιατρού, κατοίκου ........, ο οποίος, συνεπικουρούμενος από υψηλόβαθμο τοπικό στέλεχος των προηγούμενων κυβερνήσεων, εμπόδιζε την αναβάθμιση του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας". Να σημειωθεί δε ότι, όπως προκύπτει από το λοιπό κείμενο του δημοσιεύματος, η αναφορά γίνεται στην υπ' αριθμό Α3α/ΟΙΚ. 602/18.1.1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Πρόνοιας με την οποία ιδρύθηκε το Κέντρο Υγείας Καντάνου, η οποία καθόριζε το Περιφερειακό Ιατρείο Παλαιόχωρας, ως ιατρείο 24ωρης ετοιμότητας. Τα παραπάνω που αναφέρονται στο δημοσίευμα, δε συνιστούν απλή έκφραση γνώμης ή αξιολογική κρίση της δράσης ή των ενεργειών του κατηγορουμένου, αλλά γεγονότα, αφού αναφέρονται πραγματικά περιστατικά. Τα γεγονότα αυτά είναι αναληθή και ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθειά τους και με τη δική του θέληση προέβη στη δημοσίευσή τους με την καταχώρησή τους στις ως άνω εφημερίδες, που κυκλοφορούν στο νομό Χανίων και αλλαχού. 'Ηταν δε αυτά κατάλληλα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος ως ιατρού της ......., ο δε κατηγορούμενος γνώριζε λόγω και της ιδιότητός του ως ιατρού, Προέδρου του ιατρικού συλλόγου Χανίων και ως Νομαρχιακού συμβούλου, ότι αυτά είναι κατάλληλα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, με την έννοια που η τιμή και η υπόληψη εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη. Ο ίδιος δε ο κατηγορούμενος τα αποδέχθηκε με απώτερο σκοπό να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος για δικούς του λόγους. Ειδικότερα, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε κατά τρόπο ασφαλή ότι η μη υλοποίηση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως δεν οφείλεται σε ενέργειες του εγκαλούντος και στη συνδρομή που δήθεν παρείχε σ' αυτόν ο βουλευτής της περιοχής ........, ο οποίος κατά το παρελθόν υπήρξε Υπουργός Υγείας, που είναι κουμπάρος του και στον οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα, αλλά σε άλλους λόγους, που δεν έχουν σχέση με τη δραστηριότητα του εγκαλούντος. Το ότι δε ο κατηγορούμενος αναφέρεται στον εγκαλούντα "ελευθεροεπαγγελματία ιατρό" κατέστη σαφές από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αφού αυτός είναι ο μόνιμος ιατρός της περιοχής από το 1982, ενώ όσοι άλλοι ιατροί υπηρέτησαν στην περιοχή, παρέμειναν για λίγο χρονικό διάστημα και μετά απεχώρησαν, ο δε ....... εργάζεται ως ιατρός στην εν λόγω περιοχή τα τελευταία (5)πέντε χρόνια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών κατέβαλε επανειλημμένες προσπάθειες για την αναβάθμιση του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας τόσο σαν γιατρός, όσο και σαν δήμαρχος ....... Τις ενέργειές του δε για την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στην περιοχή, κοινοποιούσε και στον Ιατρικό Σύλλογο Χανίων, του οποίου, όπως αναφέρθηκε, ήταν Πρόεδρος ο κατηγορούμενος. Μάλιστα δε, σε σχετική εισήγηση που έκανε κατά τη συνεδρίαση του δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Πελεκάνου στις 24-11-1999, σύμφωνα με το υπ' αριθμό ...... πρακτικό του, πρότεινε στο δημοτικό συμβούλιο την έκδοση ψηφίσματος και την αποστολή του σε όλους τους φορείς, με το οποίο να ζητείται η λειτουργία του Περιφερειακού ιατρείου Παλαιόχωρας σε εικοσιτετράωρη βάση, τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Όπως δε προκύπτει από τη συνημμένη στο ως άνω πρακτικό υπ' αριθμό ...... απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, το τελευταίο δέχθηκε την εισήγησή του και αποφάσισε ομόφωνα την έκδοση σχετικού ψηφίσματος. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός που προέβαλε ο κατηγορούμενος περί του ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος δε συνιστά άδικη πράξη και ειδικότερα το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθόσον στην πράξη του προέβη από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας στην περιοχή. 'Αλλωστε, το επικαλούμενο δικαιολογημένο ενδιαφέρον θα μπορούσε να το επιδείξει με άλλο τρόπο και μέσα και όχι με το ως άνω περιεχόμενο του δημοσιεύματος. Κατ' ακολουθία και σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του..." Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, κατά την επικρατήσασα σ' αυτό γνώμη, διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση της πλειοψηφίας, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημηστικά γεγονότα είναι ψευδή και ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας, είναι δε χωρίς έννομη επιρροή το γεγονός που αβασίμως επικαλείται ο αναιρεσείων, ότι λόγω της διττής ιδιότητας του εγκαλούντος ως ιατρού και ως Δημάρχου, ήταν δυσχερές για τους τρίτους να εννοήσουν ότι το επίμαχο δημοσίευμα αφορούσε αυτόν, όπως επίσης δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν επιδίωκε οποιοδήποτε όφελος από το συγκεκριμένο δημοσίευμα ή ότι η γνώμη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη της, τη δήλωση του ίδιου του κατηγορουμένου και αναιρεσείοντος για το σεβασμό που τρέφει προς τον εγκαλούντα. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το μέρος δε που με αυτό πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 364 παρ.1 του ΚΠοινΔ, η μη ανάγνωση των αναφερομένων σ' αυτήν εγγράφων, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα, ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε αίτημα για την ανάγνωση των αναφερόμενων στην αίτηση αναιρέσεως εγγράφων και, επομένως, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. α του ΚΠΔ, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων, εξ'αιτίας κακής σύνθεσής του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται, στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε αυτή, συμμετείχε και ο εφέτης Νικόλαος Λιβανός, που ορίσθηκε με την υπ'αρ. 50/2007 πράξη του Προέδρου Εφετών Κρήτης, λόγω κωλύματος της εφέτου Αικατερίνης Καράπα. Ο συγκεκριμένος δικαστής, διατύπωσε γνώμη μειοψηφίας, σχετική με την μη τέλεση από μέρους του κατηγορούμενου της συγκεκριμένης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αλλά της απλής δυσφημήσεως, η οποία και καταχωρήθηκε στην οικεία απόφαση. Όμως, από πρόδηλη παραδρομή, δεν καταχωρήθηκε το ονοματεπώνυμό του, παρά το γεγονός ότι προσδιορίστηκε ο δικαστής που μειοψήφισε, με την καταγραφή στην οικεία θέση, ότι "ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο εξ' αριστερών Εφέτης, είχε τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος....", γεγονός το οποίο δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή. 'Αλλωστε, η μη αναγραφή του ονοματεπωνύμου του δικαστή που μειοψήφισε, δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού την απόφαση την συγκροτεί η γνώμη της πλειοψηφίας. 'Αρα, η σχετική αιτίαση του δεύτερου λόγου είναι απαράδεκτη. Απαράδεκτη, εξάλλου, είναι η στον ίδιο λόγο διαλαμβανόμενη αιτίαση του ότι στην παράθεση των άρθρων των οικείων ποινικών διατάξεων, δεν περιλαμβάνεται και διατάξη του άρθρου 368 του ΠΚ αφού η παράλειψη αυτή δεν αποτελεί πλέον λόγο αναίρεσης, κατ'άρθρο 510 παρ.1 ΚΠΔ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει, ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίησή του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημηστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως έγινε δεκτό με τον αναιρεσείοντα, που καταδικάστηκε για την πράξη αυτή, ότι, στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπο εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί, με το να απορρίψει σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω διάταξη, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-6-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 371/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας το γεγονός, ότι ενώ καταχωρήθηκε η γνώμη της μειοψηφίας, δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του μειοψηφούντος δικαστού, ούτε ότι δεν αναγνώσθηκαν έγγραφα, όταν από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ. στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.
0
Αριθμός 239/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κώτσο, για αναίρεση της 8691/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πάσχο.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 317/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδάφιο α του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται, ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δε θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη συνειδητή), απαιτείται, αντικειμενικά μεν να προκληθεί σωματική βλάβη σε άλλον, υποκειμενικά δε να διαπιστωθεί αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική, αφετέρου να διαπιστωθεί ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί αντικειμενικά σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικές σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί κατ' αρχή η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά. Ωστόσο πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Εξ' άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά στη διάταξη αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: " Στις 29-7-2002, το απόγευμα, ο κατηγορούμενος, ενώ οδηγούσε το υπ' αριθ ........ ΙΧΕ αυτοκίνητό του στην οδό ...... στο ......., κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης, δεν είχε συγκεντρωμένη την προσοχή του στην οδήγηση, όπως έχει υποχρέωση να κάνει κάθε συνετός οδηγός για να μην προκαλέσει ατύχημα, ούτε ρύθμισε ανάλογα την ταχύτητα του οχήματός του, ενόψει του ότι εκινείτο σε επαρχιακή οδό, για να μπορεί κάθε στιγμή να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά σε οποιοδήποτε εμπόδιο θα εμφανιζόταν στο τμήμα της οδού που μπορούσε να βλέπει. Εξ αιτίας αυτής της αμελούς συμπεριφοράς του κατά την οδήγηση, όταν έφθασε στη διασταύρωση της οδού ...... με ανώνυμη οδό που είναι δεξιά σε σχέση με την πορεία του, λόγω της αυξημένης ταχύτητας που είχε αναπτύξει, την οποία δε μείωσε, παρόλο που στη δεξιά πλευρά της οδού που ακολουθούσε υπάρχει τοίχος μέχρι τη διασταύρωση με την ανώνυμη οδό, που του εμπόδιζε την ορατότητα σ αυτή, δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό του, όταν καθυστερημένα αντιλήφθηκε στην πορεία του στο ύψος της διασταύρωσης το δίκυκλο ποδήλατο που οδηγούσε ο ανήλικος τότε παθών ψ1 κινούμενος στην πιο πάνω ανώνυμη οδό, με αποτέλεσμα να παρασύρει το ποδήλατο και να τραυματίσει τον προαναφερόμενο ανήλικο οδηγό του, ο οποίος έπαθε πολλαπλά θλαστικά τραύματα, εκδορές προσώπου, κάκωση γαστροκνημίας(ΑΡ) και γόνατος και κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Η αυξημένη ταχύτητα του κατηγορουμένου προκύπτει και από τα όσα ανέφερε απολογούμενος, ότι δηλαδή μετά τη σύγκρουση έκανε ελιγμό αριστερά βγήκε από το δρόμο στα αμπέλια και επανήλθε στο δρόμο έχοντας πάντα τον παθόντα πάνω στο παμπρίζ του αυτοκινήτου του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν παρέμεινε στον τόπο του ατυχήματος για να συμπαρασταθεί στον παθόντα και δεν περίμενε να έρθει η αστυνομία, την οποία παρέλειψε αυτός να ειδοποιήσει, όπως είχε υποχρέωση, αλλά έφυγε. Πρέπει συνεπώς ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών....". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για α) σωματική βλάβη από αμέλεια και β) παράβαση του άρθρου 43 παρ.2 α, β, 4 του ν.2696/1999 και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 3 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δε διέλαβε, σε σχέση με την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού υπάρχουν σ' αυτήν ασάφειες και ελλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδ. α' του Π.Κ. Ειδικότερα: α) δεν αιτιολογείται τόσο το αντικειμενικό στοιχείο και, στην προκείμενη περίπτωση, η ταχύτητα του οχήματός του με την οποία έβαινε το όχημά του, όσο και το υποκειμενικό στοιχείο και συγκεκριμένα η δυνατότητα αποφυγής της συγκρούσεως, β) δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες συνθήκες της περιοχής και ειδικότερα αν υπήρχε όριο ταχύτητας, ώστε, σε συνδυασμό με την ταχύτητα με την οποία αυτός έτρεχε και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν διευκρινίζεται, να αιτιολογείται και το μέτρο κατά το οποίο έπρεπε να τη μειώσει, γ) δεν προσδιορίζεται, πέραν της ταχύτητας με την οποία ο αναιρεσείων οδηγούσε το όχημά του και η απόσταση που μεσολαβούσε μέχρι του σημείου συγκρούσεως, από την οποία μπορούσε να αντιληφθεί το εμπόδιο(τοίχο), ώστε να αποφύγει αυτός την οποιαδήποτε εμπλοκή του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 8691/17-11-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά της δίκης, το Εφετείο, για να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια και της παραβάσεως του άρθρου 43 παρ.2α, β του Ν. 2696/1999, δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύει στο αιτιολογικό της αποφάσεως, προέκυψαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία. Από την περικοπή όμως αυτή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα από το αναφερόμενο σ' αυτή ότι λήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Εφετείο, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Εφετείο και η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος ψ1, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, το μεν της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (κατά το μέρος που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος), το δε ότι το ως άνω Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του και την ανώμοτη κατάθεση του προαναφερόμενου πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει να γίνει δεκτός και κατ' ουσία, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τήν αριθμό 8691/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου θα μετέχουν άλλοι δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία (δεν προσδιορίζεται η αυξημένη ταχύτητα, ούτε το όριο της περιοχής και η απόσταση που αντιλήφθηκε ο αναιρεσείων τον παθόντα) και παραδοχή του. Δεν προκύπτει επίσης ότι έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά γι’ αυτή. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πολιτική αγωγή, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 236/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ3, 2. Χ2 3. Χ1, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μανιάτη, περί αναιρέσεως της 6943/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 397/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του Π.Κ προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας( πλήρους-εντελούς γνώσης- επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και, αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών. Εξ' άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής: " οι εκ των κατηγορουμένων Χ1 και Χ3 με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, στους παρακάτω τόπους και χρόνους, εξεταζόμενοι ενόρκως ως μάρτυρες ενώπιον αρμόδιας προς τούτο αρχής εν γνώσει τους κατέθεσαν ψευδή. Συγκεκριμένα, α) στις 7-9-2000, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Χαλανδρίου ο Χ1 εν γνώσει της αναληθείας, κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ψεύδη "... 'Ημουν πληρεξούσιος της ........, της ........ και της ..........., που είναι μόνιμοι κάτοικοι Η.Π.Α...Το περιέφραξα εγώ για λογαριασμό τους πρόχειρα με ξύλινους πασσάλους και συρματόπλεγμα. Αυτό έγινε έτσι ως και 2-5-1973... το είχα μετατρέψει σε περιβόλι και είχα φυτέψει ελιές, συκιές, φραγκοσυκιές....Το Νοέμβριο 1999 πλήρωσα 215.000 στο Γ1 και έκανε καινούργια περίφραξη γιατί έπιασε φωτιά...Εγώ ξανάβαλα περίφραξη στις 3-3-2000 αφού ξανατηλεφώνησα στον Γ1 και πλήρωσα 110.000 για την περίφραξη και την μεταλλική πόρτα...β) στις 8-9-2000, ο Χ3, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του ως άνω Πταισματοδίκη, εν γνώσει της αναληθείας, κατέθεσε και τα ακόλουθα ψεύδη. "...είχαμε φυτέψει και συκιές και ελιές και πέντε κλήματα αμπελιού.....Ξαναβάλαμε τον Γ1 που είχε κάνει και πριν περίφραξη και την επανατοποθέτησε...", γ) στις 17-6-2003, εξεταζόμενος ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο Χ1, εν γνώσει της αναληθείας, κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ψεύδη "... από 72 έως 98 δε με ενόχλησε κανείς. Δεν ξέρω πως το αγόρασαν οι κατηγορούμενοι" και δ) στις 17-6-2003, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο Χ3, εν γνώσει της αναληθείας, κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ψεύδη. " ...Το 99 η κατάσταση ήταν ομαλή....2 φορές βάλαμε πασσάλους...". Εξ' άλλου, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ2, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Χαλανδρίου στις 8-9-2000, εν γνώσει της αναληθείας, κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ψεύδη "...Το περιέφραξε ο Χ1, το φύτεψε ελιές και αμπέλι και συκιές και κατέβαλε αμοιβή στον Γ1...Το έτος 1999 επανατοποθετήθηκε τμήμα της περίφραξης και της πόρτας που είχαν ρίξει οι βοσκοί...Το Νοέμβριο 1999 το περιέφραξε πάλι ο θείος Χ1..." Η αλήθεια όμως ήταν ότι το συγκεκριμένο ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στη θέση ........ της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Πικερμίου Αττικής και αγοράστηκε από τους εγκαλούντες το έτος 1997, δυνάμει του υπ' αριθμό ........ συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Λυκοπανάγου, από την Ζ1, στην οποία είχε περιέλθει δυνάμει του υπ' αριθμό .......... διανεμητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κρυστάλλως Μακρή, που μεταγράφηκε νόμιμα, δεν ήταν περιφραγμένο, η υπάρχουσα δε στο παρελθόν περίφραξη είχε καταστραφεί πριν το 1985. Σημειώνεται ότι δεν χρειάστηκε να γίνει νέα περίφραξη επειδή το επίδικο και από τις τρεις πλευρές του, ήτοι ανατολικά, νότια και δυτικά συνόρευε με ανώνυμους εγκεκριμένες οδούς. Οι εγκαλούντες, κατά τη διάρκεια επισκέψεώς τους στην περιοχή, το Σεπτέμβριο του 1999, διαπίστωσαν ότι ήταν περιφραγμένο όπως και τα όμορα ακίνητα. Ακολούθως τοποθέτησαν πινακίδα με το όνομά τους, η οποία όμως λίγο αργότερα αφαιρέθηκε από αγνώστους. Σημειώνεται εδώ ότι για την ανυπαρξία περίφραξης έκανε λόγο και η μάρτυς Ζ1, δικαιοπάροχος των εγκαλούντων. Εξ' άλλου, όσον αφορά τα κατατεθέντα από τους κατηγορούμενους περί καλλιεργείας του επιδίκου, που έκαναν λόγο για ελιές, συκιές και αμπέλι, πρέπει να αναφερθεί ότι το επίδικο αποτελούσε τμήμα δασώδους εκτάσεως, η οποία στο παρελθόν ήταν κατάφυτη με πεύκα και πουρνάρια. Η μορφολογία δε του εδάφους καθιστούσε αδύνατη την ανάπτυξη σ' αυτό δένδρων, που ανέφεραν οι κατηγορούμενοι. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από ......... έκθεση φωτοερμηνείας του τοπογράφου μηχανικού ............, των αεροφωτογραφιών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού των ετών 1972,1982 και 1988, από την οποία ειδικότερα προκύπτει ότι από το 1972 έως το 1988 στο επίδικο υπήρχαν θάμνοι και πεύκα, ενώ κανένα του τμήμα δε φαινόταν να καλλιεργείται. Τα πιο πάνω περιστατικά επιβεβαίωσε με την ένορκη κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο μάρτυρας ..........., ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο, δεδομένου ότι ασκεί το επάγγελμα του μεσίτη. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι όσα κατέθεσαν κατά τα προεκτεθέντα δεν ήταν αληθή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της απολογίας τους επέμειναν στην ύπαρξη δένδρων εντός του επιδίκου. Είναι χαρακτηριστικό, εξ' άλλου, ότι ο εξ' αυτών Χ1 κατά την κατάρτιση του υπ' αριθμό ........ συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κρυστάλλως Μακρή, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω και δυνάμει του οποίου το επίδικο περιήλθε, όπως ειπώθηκε στην προαναφερθείσα Ζ1, δικαιοπάροχο των εγκαλούντων, ήταν παρών και ως εκ τούτου γνώριζε την αληθινή κατάσταση σχετικά με την κυριότητα του επιδίκου. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση που τους αποδίδεται και να αναγνωριστεί στους εξ' αυτών Χ1 και Χ2 το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (Π.Κ 84 παρ.2α). Αντίθετα, ο κατηγορούμενος Χ3 πρέπει να κηρυχθεί αθώος της ίδιας παραπάνω πράξης. Πράγματι ο προαναφερόμενος έκανε λόγο στην κατάθεσή του για την παλαιά περίφραξη του επιδίκου, η οποία, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, υπήρχε και καταστράφηκε πριν το έτος 1985, ενώ, όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, κατέθεσε ότι αγνοούσε τα περί διανομής". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του Π.Κ, που εφάρμοσε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο άμεσος δόλος των αναιρεσειόντων, οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως εν γνώσει τους ψευδή περιστατικά, αφού γνώριζαν εξ' ιδίας αντιλήψεως, λόγω και της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης, όσα κατέθεσαν, μεταξύ δε αυτών και το ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το επίδικο ακίνητο δεν ήταν περιφραγμένο και ότι η υπάρχουσα αρχική περίφραξη είχε καταστραφεί πριν, από το έτος 1985, καθώς και ότι το ακίνητο δεν είχε καλλιεργηθεί λόγω της εδαφολογικής του μορφής, όπως βεβαιώθηκε από φωτοερμηνεία και από αεροφωτογραφίες των ετών 1972, 1982 και 1988. Επιπρόσθετα δε, γιατί ο κατηγορούμενος Χ1, κατά την κατάρτιση του υπ' αριθμό ........ διανεμητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κρυστ. Μακρή, ήταν παρών και γνώριζε την πραγματική κατάσταση του επιδίκου ακινήτου. Πέραν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης από το γεγονός ότι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο Χ3, απόφαση για τον οποίο δέχθηκε ότι ελλείπει απ' αυτόν το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου και του οποίου η αναφορά στη σχετική κατάθεσή του για ύπαρξη περιφράξεως στο επίδικο, η οποία καταστράφηκε πριν το έτος 1985, δεν αφίσταται της αλήθειας, ενώ περαιτέρω ο ίδιος όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως κατέθεσε αγνοούσε τα περί διανομής. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν υφίσταται αντίφαση, από το γεγονός ότι αθωώθηκε ο τελευταίος κατηγορούμενος. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως, αφού δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς. (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-2-2007 αίτηση αναιρέσεως των, Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμό 6943/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ για τον στον καθένα από αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα (224 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς το στοιχείο του δόλου, την αναλήθεια των κατατεθέντων από τους κατηγορούμενους και την από μέρους αυτών (κατηγορούμενων) γνώση της αναλήθειας. Δεν υπάρχει εκ πλαγίου παραβίαση και δε στερείται νομίμου βάσεως η απόφαση, γιατί απαλλάχθηκε της ψευδορκίας, ο συγκατηγορούμενος για έλλειψη δόλου. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδορκία, Δόλος.
0
Αριθμός 235/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 548/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 276/3-7-07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας, κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την με αριθ. 72/19-3-2007 έκθεσιν αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αριθ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απερρίφθη, ως ουσιαστικώς αβάσιμη η έφεσίς του κατά του υπ'αριθ. 4871/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίον παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να δικασθεί ως υπαίτιος αποπλάνησης παιδιού που είχε συμπληρώσει μεν το 10ον έτος της ηλικίας του ουχί δε και το 13ον έτος και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως στρεφομένη κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν, κατ'άρθρ. 482 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και εξετασθεί κατ'ουσίαν. ΙΙ) Κατά του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενόν της. Ο εισαγγελέας οφείλει σε αυτήν την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που ήσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας που επισυνάπτεται στην δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από τον λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για τον σκοπό αυτό κατατίθεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώσει της πρότασης του εισαγγελέα πριν να υποβληθεί στο Συμβούλιο και δεν ειδοποιήθη να λάβει γνώση ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα λόγω του ότι δεν πρέπει να τηρηθεί κάποιος τύπος και με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του εισαγγελέως, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανάκρισης ή προανάκρισης πρόκειται να υποβάλλει στο συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, όχι δε και στις περιπτώσεις επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου (Α.Π. 2116/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 548, Α.Π. 2011/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' σελ. 740). ΙΙ) Περαιτέρω το βούλευμα που παραπέμπει τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο έχει την απαιτουμένη από το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκτίθενται εις αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Συμβουλίου για την συνδρομή των προϋποθέσεων δια την θεμελίωσιν της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις του συμβουλίου με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ησκήθη ποινική δίωξη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρ. 177 Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος ναι μεν δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί συνήγαγε από αυτά το Συμβούλιο αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρος, έγγραφα κ.λ.π.) στην αξιολόγηση των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο εξετίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του. 'Ετσι, δεν είναι αρκετή η γενική αναφορά στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν στην δικογραφία ή που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, καθόσον μια τέτοια αναφορά δεν παρέχει πληρότητα στην αιτιολογία του βουλεύματος, αφού δεν προκύπτει απ'αυτό αν ελήφθησαν υπ'όψιν και αν εκτιμήθηκαν όλα τα είδη των αποδεικτικών μέσων. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθεται σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π. 692/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 153, Α.Π. 2464/2005 Ποιν.Χρον. ΝΣΤ' σελ. 627). Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι μόνον αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ. και ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. ΙΙΙ) Στην προκειμένη με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και υπό την επίκληση επέλευσης απόλυτης ακυρότητος, προβάλλεται η αιτίαση ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αν και εζήτησε να λάβει γνώση της κατατεθησόμενης εισαγγελικής πρότασης και ενώ ειδοποιήθηκε και έλαβε γνώση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του της υπ'αριθ. 1769/2005 εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας της κατηγορίας η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το Συμβούλιο και εξεδόθη το υπ'αριθ. 2421/2005 προδικαστικό βούλευμα το οποίο απέσχε να αποφανθεί επί της ασκηθείσης εφέσεως μέχρι να υποβληθεί σχετική πρότασις του αρμοδίου Εισαγγελέως επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος του κατηγορουμένου περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του συμβουλίου προς παροχήν διασαφήσεων επί της εις βάρος του κατηγορίας που διετυπώθη δια του από 3-2-2005 υπομνήματός του. Ακολούθως εισήχθη εκ νέου η σχετική δικογραφία με την υπ'αριθ. 2785/2006 πρότασιν επί του ανωτέρω αιτήματος, χωρίς να ενημερωθεί όμως επί του περιεχομένου της προτάσεως αυτής ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του και μετά ταύτα το υπ'αριθμ. 3429/2006 βούλευμα με τις ενσωματωμένες εις τούτο ως άνω εισαγγελικές προτάσεις, δια του οποίου με εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν απέρριψε το εν λόγω αίτημα του κατηγορουμένου περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως τούτου ενώπιόν του Ούτω όμως, εν όψει των εκτεθέντων, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες υπ'αριθ. 1769/2005 και 2785/2006 προτάσεις, εκ των οποίων η δευτέρα είναι συμπληρωματική της πρώτης, αυτές αφορούσαν η μεν πρώτη την ουσίαν της υπόθεσης του περιεχομένου της οποίας αρχικώς εκλήθη και έλαβε γνώσιν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου (ιδέτ. Την από ....... υπηρεσιακή βεβαίωση), η οποία ενσωματώθη εις το προσβαλλόμενο βούλευμα και, ανεξαρτήτως του ότι, μετά την έκδοσιν του υπ'αριθ. 2421/2005 προδικαστικού βουλεύματος, η υπόθεσις επανήλθε εις το αρχικό στάδιο, δεν επεβάλλετο να κληθή εκ νέου ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του για να λάβουν γνώση του περιεχομένου αυτής, ως θα συνέβαινε εάν δια του ανωτέρω βουλεύματος (2421/2005) διετάσσετο συμπληρωματική κυρία ανάκρισις, η δε δευτέρα στην από 3-2-2005 παρεμπίπτουσα αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού ενώπιον του Συμβουλίου. Επομένως από την επικαλούμενη παράλειψη δεν επήλθε η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα. ΙV) Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρ. 339 παρ. 1 στοιχ. β' Π.Κ., όπως ετροποποιήθη με το άρθρ. 5 του ν. 1272/1982 και άρχισε να ισχύει από την 20-8-1982, όποιος ενεργεί ασελγή πράξιν με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται α).......... β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ).......... Ως ασελγής δε πράξις νοείται όχι μόνον η συνουσία αλλά και κάθε άλλη ενέργεια η οποία ανάγεται στην γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των δεκατριών ετών και ανώτερη των δέκα ετών. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται εις αυτό τα πραγματικά περιστατικά εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, αι αποδείξεις που τα θεμελιώσαν και αι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στις ενσωματωμένες στο πρωτόδικο και στο κατ'έφεσιν βούλευμα εισαγγελικές προτάσεις και με δικές του συμπληρωματικές σκέψεις, εδέχθη ανελέγκτως, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου) προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στην........-Αττικής την 24-3-2004 και περί ώραν 01, 00', ενήργησε ασελγείς πράξεις με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών και ειδικότερα ενώ εφιλοξενείτο εις την οικίαν της μητρός της ανηλίκου, μετά της οποίας διατελούσε σε σχέση μνηστείας και εκμεταλλευόμενος την γνωριμίαν και εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί μεταξύ αυτού και της ως άνω ανηλίκου που είχε συμπληρώσει το 10ον έτος όχι όμως και το 13ον έτος της ηλικίας της και που εγνώριζε ότι ήτο πρόσωπο νεότερο των δεκατριών ετών, αφού κατά τακτά χρονικά διαστήματα εσυνόδευε ταύτην κατά τις μεταβάσεις της εις το Δημοτικό σχολείο, όπου εφοιτούσε, εκμεταλλευόμενος την ολιγόλεπτη απουσία της μητρός της στην τουαλέτα, εισήλθε εις το υπνοδωμάτιο της παραπάνω ανηλίκου, η οποία διήγε τότε το 11ον έτος της ηλικίας της και αφού απέβαλε το εσώρουχό του, ενήργησε, για ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, ασελγείς πράξεις και συγκεκριμένα την φιλούσε στο στόμα, της χάϊδευε το στήθος και τα γεννητικά όργανα του σώματος της, βάζοντας το χέρι του μέσα από το νυκτερινό της ένδυμα, ενώ παράλληλα χάϊδευε και το δικό του γεννητικό όργανο. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επεκύρωσε το βούλευμα αυτό, με το οποίο αυτός είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για αποπλάνηση παιδιού σε βαθμό κακουργήματος (ήτοι για παράβαση άρθρ. 339 περ. β' Π.Κ., όπως ήδη ισχύει). Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι είναι περισσή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ενώπιόν του και έτσι απέρριψε την σχετική αίτησίν του για εμφάνιση. Την κρίση του δε αυτή στήριξε, με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του εισαγγελέα, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο διάδικος αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του, με πληρότητα και σαφήνεια στο πολυσέλιδο υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Εφετών και τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα, κατά τρόπο ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του να μην έχει να προσθέσει τίποτε. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του διέλαβε εις αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τόσον ως προς την απόρριψιν του παρεπίμπτοντος αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου όσον και ως προς την ουσιαστικήν αξιολόγησιν των λόγων εφέσεώς του αφού σαφώς αναφέρεται τόσον εις το σκεπτικό όσον και εις το διατακτικό του πρωτόδικου βουλεύματος ή ακριβής ηλικία της παθούσης ανηλίκου, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διήγε το 11ον έτος της ηλικίας της καθώς και ότι ο κατηγορούμενος εγνώριζε ότι αυτή ήτο πρόσωπο νεότερο των 13ον ετών και επί πλέον με επαρκή αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι, με βάση τα περιγραφόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινος πράξεις της αποπλάνησης παιδιού αλλά η τοιαύτη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του (κατ' άρθρ. 337 Π.Κ.). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ---------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως με αριθ. 72/19-3-2007 του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 8 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 72/19-3-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 4871/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος της ηλικίας του, όχι δε και το 13ο έτος (άρθρο 339 παρ.1 περ. β του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά το άρθρο 308 παρ.2 του Κ.Π.Δ, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ.2 του ν. 3160/2003, " οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας, οφείλει σε αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής ου, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία... Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής ". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και σ' αυτή ενώπιον του συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ.1 του Κ.Π.Δ), η παραβίασή της δε, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ του Κ.Π.Δ, γιατί ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.α του Κ.Π.Δ. Όπως, όμως, προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει το διάδικο, προκειμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεώς του, προϋποθέτει σχετικό αίτημα, που υποβάλλεται σε αυτόν και όχι σε άλλη δικαστική υπηρεσία και μάλιστα πριν αυτός καταρτίσει την πρότασή του. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το δικαστικό συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 308 παρ.2 του Κ.Π.Δ, έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανάκρισης ή της προανάκρισης, πρόκειται να υποβάλει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών πρόταση, επί της ουσίας της υπόθεσης και όχι επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, με το από 3-2-2005 υπόμνημά του, είχε ζητήσει να λάβει γνώση της υπ' αριθμό 1769/2005 εισαγγελικής προτάσεως, προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών επί της ουσίας της κατ' αυτού κατηγορίας, της οποίας αυτός και έλαβε γνώση. Η σχετική δικογραφία ακολούθως, εισήχθη στο ως άνω Συμβούλιο, το οποίο εξέδωσε το με αριθμό 2421/2005 παρεμπίπτον βούλευμά του, με το οποίο απέσχε να αποφανθεί επί της εφέσεως, που αυτός είχε ασκήσει κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εωσότου υποβληθεί η σχετική πρόταση του εισαγγελέα, επί του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του, ενώπιον του ως άνω συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ακολούθως, η δικογραφία εισήχθη εκ νέου στο αρμόδιο συμβούλιο, με την υπ' αριθμό 2785/2006 εισαγγελική πρόταση, με το σχετικό αίτημα που εκκρεμούσε περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως, στην οποία είχε ενσωματωθεί και η επί της ουσίας υπ' αριθμό 1769/2005 πρόταση του ίδιου εισαγγελέα, χωρίς όμως να έχει χωρήσει εκ νέου ειδοποίηση, τόσο του ίδιου του κατηγορούμενου, όσο και του πληρεξουσίου συνηγόρου του, επί του περιεχομένου της συμπληρωματικής προτάσεώς του. Το Συμβούλιο Εφετών, στη συνέχεια, εξέδωσε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 3429/2006 βούλευμά του, με τις ενσωματωμένες σ' αυτό εισαγγελικές προτάσεις, με το οποίο απέρριψε το αίτημα για την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. 'Ετσι, όμως, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του Κ, Π, Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 αριθμ.1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα), με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς 1769/2005 και 2785/2006 προτάσεις του εισαγγελέα εφετών Αθηνών, από τις οποίες η δεύτερη είναι συμπληρωματική της πρώτης, αυτές αφορούσαν, η μεν πρώτη, την ουσία επί της κατηγορίας, για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, κλήθηκε ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος και έλαβε γνώση αυτής, σύμφωνα και με την από ....... υπηρεσιακή βεβαίωση, η δε δεύτερη, το αίτημα για την αυτοπρόσωπη ή μη εμφάνισή του. Η εκ νέου όμως ειδοποίηση του πληρεξουσίου συνηγόρου ή του ίδιου του κατηγορουμένου, προκειμένου να λάβει και πάλι γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, μετά την έκδοση του παρεμπίπτοντος βουλεύματος, με αριθμό 2421/2005, δεν ήταν αναγκαία, προεχόντως γιατί δεν είχε υποβληθεί από μέρους του αντίστοιχο αίτημα, πέραν από το γεγονός ότι στην με αριθμό 2785/2006 πρόταση, είχε ενσωματωθεί εξ' ολοκλήρου η επί της ουσίας εισαγγελική πρόταση με αριθμό 1769/2005. Εξ' άλλου, από το άρθρο 309 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο318 εδ.α του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι το Συμβούλιο των Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, υποχρεούται να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος για παροχή οποιασδήποτε διασάφησης που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση αυτή μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, ειδικώς μνημονευόμενοι στο βούλευμα. Η παράβαση της διάταξης αυτής, που αποβλέπει στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του ανήκουν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του αυτού Κώδικα, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του Κ.Π.Δ λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι αβάσιμος ο αυτός ως άνω λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας, (κατά το δεύτερο μέρος του), συνιστάμενος στο ότι απορρίφθηκε αναιτιολογήτως το αίτημα του κατηγορουμένου περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του προς παροχή διασαφήσεων, αφού, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο, με επιτρεπτή αναφορά στη σχετική, ενσωματωμένη σ' αυτό, εισαγγελική πρόταση, προέβη στην αιτιολογημένη απόρριψή του, αφού δέχθηκε, ότι με τα προσκομισθέντα από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικά στοιχεία και το υπόμνημά του, ανέπτυξε αυτός διεξοδικότατα τις απόψεις του για την βαρύνουσα αυτόν κατηγορία και ότι, ενόψει των αναφερομένων αποδεικτικών αυτών στοιχείων, σε συνδυασμό με το σύνολο του ανακριτικού υλικού, ουδεμία ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεως υπ' αυτού παρίσταται, αφού δεν υπάρχουν ασάφειες ή αοριστίες περί των υπό επίλυση νομικών και πραγματικών ζητημάτων, που να χρήζουν διασαφήσεως. Περαιτέρω, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ'του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ' αυτών. 'Ετσι, η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων- έστω και εσφαλμένη- δε συνιστά λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "ο κατηγορούμενος στην .......... Αττικής την 23/24 Μαρτίου 2004 και περί ώρα 01.00 ευρισκόμενος στην οικία της ........, κειμένης επί της οδού ........., με την οποία αυτός τελούσε σε σχέση μνηστείας και εκμεταλλευόμενος την ολιγόλεπτη απουσία της, που ευρισκόταν στο λουτρό της, εισήλθε στην κρεββατοκάμαρα της οικίας, όπου τη στιγμή εκείνη ευρισκόταν η ανήλικη κόρη της, ηλικίας 11 ετών . Τη στιγμή εκείνη ο κατηγορούμενος και ενώ η μνηστή του ήταν στο λουτρό, όπως προαναφέρθηκε εισήλθε στο δωμάτιο της ανήλικης κόρης, και έβγαλε το εσώρουχό του, έμεινε γυμνός και άρχισε να φιλά και να χαϊδεύει την ανήλικη κόρη στο στόμα, στο στήθος και τα γεννητικά της όργανα, βάζοντας το χέρι του μέσα από το νυχτικό της, ενώ αυτός ταυτόχρονα χαϊδευε το μόριό του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε την ηλικία της ανήλικης κόρης, αφού επανειλημμένα την είχε συνοδεύσει στο σχολείο, ενήργησε τις παραπάνω ασελγείς πράξεις, για να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του ". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφατικές αιτιολογίες ή λογικά κενά, εκθέτει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, με βάση τα οποία έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος της ηλικίας του, όχι δε και το 13ο έτος. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε στα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Αιτιολογημένα επίσης, όπως προαναφέρθηκε απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007 και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 στοιχ. α και 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Γνώση του περιεχομένου της εισαγγελικής πρότασης, προϋποθέτει την υποβολή σχετικής αιτήσεως. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 234/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Αναγνωστάκη, περί αναιρέσεως της 2192/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ............, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πιτσιλό. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως καθώς και στο από 20 Σεπτεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 882/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κύρια, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Εξ' άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 80 παρ. 1, 2 και 200 παρ. 2 του ΚΠΔ, η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της διανοητικής υγείας του κατηγορουμένου, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση (παρεμπίπτουσα) όμως αυτού, με την οποία απορρίπτεται σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 του Συντ. και 139 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2192/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, για αναβολή της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων που συνέτρεχαν στο πρόσωπό της. Από την προσβαλλόμενη δε απόφαση και τα πρακτικά της δίκης, που παραδεκτά επισκοπούνται, αποδεικνύεται ότι, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ' αυτής εμφανίσθηκε, ο Ανδρέας Αναγνωστάκης, δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ. Αθηνών, ο οποίος ανήγγειλε ότι εκπροσωπεί την απολειπόμενη εντολέα του, κατόπιν εξουσιοδότησής της και ότι η κατηγορουμένη αδυνατεί, λόγω ασθενείας της, να εμφανισθεί στο ακροατήριο, ζήτησε δε την αναβολή της δίκης, επικουρικά δε, ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του Κ.Π.Δ, προκειμένου να διενεργηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη στην εντολέα του. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της, προσκόμισε στο Δικαστήριο: α) το υπ' αριθμό ....... πιστοποιητικό του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, β) την από ........ ιατρική γνωμάτευση της Μονάδας Ψυχικής Υγείας, γ) το υπ' αριθμό ........ πιστοποιητικό του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και δ) την από .......... ιατρική γνωμάτευση της Μονάδας Ψυχικής Υγείας του Φορέα Ανάπτυξης Ανθρώπινου και Κοινωνικού Κεφαλαίου η "ΚΛΙΜΑΚΑ" τα οποία αναγνώσθηκαν. Το Δικαστήριο, ακολούθως, αφού απέρριψε το σχετικό αίτημα του συνηγόρου της, για τη βίαιη προσαγωγή της κατηγορούμενης, ενόψει του ότι το ίδιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμό 532/16-3-2005 απόφασή του, είχε διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της, κατά την μετ'αναβολή εκδίκαση της κατηγορίας, στη συνεδρίαση που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη στην κατ' ουσία εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, ενώ απέρριψε το κύριο αίτημά της για αναβολή της υποθέσεως, κατ' άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, καθώς και το επικουρικό αίτημα της ίδιας, περί διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση: "Λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκείμενης υποθέσεως και διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεν προέκυψε". Όμως, η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το Δικαστήριο για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται γιατί τα περιστατικά, τα οποία αυτή επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα και αφορούσαν την υγιεινή της κατάσταση, δεν θεωρούνται ως σημαντικά αίτια, ικανά να οδηγήσουν στην παραδοχή του κυρίου αιτήματός της, για την αδυναμία της να εμφανιστεί στο ακροατήριο, όπως επίσης δεν αιτιολογείται καθ' ολοκληρία η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά, απλά, αναφέρεται ότι δεν είναι αναγκαία αυτή. Εφόσον, μετά από αυτά, το παραπάνω Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα τα πιο πάνω αιτήματά της, για αναβολή της δίκης και διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και, αφού κήρυξε την ήδη αναιρεσείουσα ένοχη, και την καταδίκασε σε κάθειρξη (7) ετών, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, καθώς και οι πρώτος και δεύτερος των προσθέτων λόγων, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, καθώς και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2192/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας - έλλειψη αιτιολογίας στην παρεμπίπτουσα απόφαση που απέρριψε το αίτημα για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτιών, στο πρόσωπο της κατηγορούμενης και το αίτημα για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Σημαντικά αίτια, Πραγματογνωμοσύνη, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 233/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 4941/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενη την Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρίστο Παπαδόπουλο. Και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανελλόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών , με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 46/31 Ιουλίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Πελαγίας Λόζιου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1360/07. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορουμένης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, που ιδρύει, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, είτε κατά την έκθεση των περιστατικών αυτών στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασής του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχομένου, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο, δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά, όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζόμενου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή, ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει, είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος, υπό το κράτος της απειλής, επενέργησε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της εκβίασης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ότι " η κατηγορούμενη την 27-6-2001 υποβλήθηκε σε πλαστική εγχείρηση προσθετικής στήθους, την οποία πραγματοποίησε ο εγκαλών Ψ1, πλαστικός χειρουργός. Μετά τρίμηνο από την επέμβαση, εξετάστηκε όπως έπρεπε από τον εγκαλούντα και δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα. Μετά από έξι μήνες, ήτοι τον Δεκέμβριο του 2001, η κατηγορούμενη τον επισκέφθηκε πάλι, παραπονούμενη για θωρακικό άλγος. Με υπόδειξη του εγκαλούντος υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία και, όπως ο ίδιος ο εγκαλών αναφέρει στην από 12-3-2002 προανακριτική κατάθεσή του, περικοπή της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (βλ. πρακτ. συνεδριάσεως, σ.11), διαπιστώθηκε "ελαφρά αλλαγή (περιστροφή) του αριστερού εμφυτεύματος (εργαστηριακό εύρημα). Κατόπιν αυτού, ο εγκαλών της συνέστησε να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική επέμβαση διορθωτική, την οποία όμως η ίδια δίσταζε να αποφασίσει μη επιθυμώντας να υποβληθεί πάλι σε χειρουργείο και μάλιστα από τον ίδιο γιατρό στον οποίο δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη. Το θέμα παρέμεινε εκκρεμές και το Μάρτιο του ίδιου έτους, και ενώ η κατηγορούμενη ήταν έγκυος, επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στο ιατρείο του, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, προς διευθέτηση του προβλήματος ενόψει της εγκυμοσύνης της. Εκεί, αφού αρνήθηκε και πάλι να υποβληθεί σε χειρουργική διορθωτική επέμβαση από τον εγκαλούντα, διαμαρτυρήθηκε έντονα και, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του μάρτυρα .........., ο πρώτος είχε την πρόθεση να της καταβάλει το ποσό που κόστισε η επέμβαση, περίπου 2.000.000 δραχμές, για να λήξει το ζήτημα. Η κατηγορούμενη όμως θεώρησε ότι τα χρήματα ήσαν λίγα και δεν επαρκούσαν για τη νέα επέμβαση, την οποία είχε την πρόθεση να πραγματοποιήσει στο Λονδίνο και ζήτησε από τον εγκαλούντα 5.000.000 δραχμές για την κάλυψή της. Ο εγκαλών δεν συμφώνησε να δώσει τα χρήματα αυτά και η κατηγορούμενη αποχώρησε εξοργισμένη λέγοντας ότι " θα τον βγάλει στα κανάλια". Στη συνέχεια ο εγκαλών κάλεσε την κατηγορούμενη, μέσω της γραμματέως του, να περάσει την επόμενη από το ιατρείο του για να της καταβάλει δήθεν το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Πράγματι η κατηγορούμενη προσήλθε την επόμενη ημέρα στο ιατρείο του, έλαβε τα ο πιο πάνω χρηματικό ποσό και έδωσε στον εγκαλούντα την από ....... "ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ-ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ" και κατόπιν συνελήφθη από τους παριστάμενους αστυνομικούς. Υπό τα περιστατικά αυτά, κατά την κρίση των πλειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου, ήτοι των Εφετών Παναγιώτας Καρυστινού και Εμμανουήλ Καλεντάκη η κατηγορούμενη δεν τέλεσε την πράξη της εκβίασης, εφόσον, με την ενέργειά της αυτή, δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας του εγκαλούντος, όπως κατηγορείται. Και τούτο, διότι, μετά τα προαναφερόμενα "ευρήματα", κατά την αξονική τομογραφία, αλλά και λόγω της δυσμορφίας που και εξωτερικά παρουσίαζε ο αριστερός μαστός, καθώς και της πρότασης του εγκαλούντος να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική "διορθωτική" επέμβαση, πίστευε ότι το στήθος της έπρεπε οπωσδήποτε να αποκατασταθεί και ζήτησε το ως άνω χρηματικό ποσό για τη νέα επέμβαση. Ας σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, έδωσε στον εγκαλούντα, μετά την είσπραξη αυτών, την ως άνω απόδειξη, πράξη την οποία ασφαλώς δεν θα προέβαινε, εάν ενεργούσε ως εκβιαστής, γνωρίζοντας δηλαδή ότι η απαίτησή της, ήταν παντελώς αβάσιμη. Ενόψει αυτών, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της εκβίασης". Η αιτιολογία όμως αυτή που παραθέτει το Δικαστήριο, βάσει της οποίας εξέδωσε κατά πλειοψηφία την αθωωτική για την κατηγορούμενη απόφαση του, ούτε πλήρης είναι, ούτε σαφής και χωρίς αντιφάσεις. Δεν είναι πλήρης, γιατί δεν εκθέτει τα ουσιώδη περιστατικά που αποδείχθηκαν, για να καταδειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση του εγκλήματος της πλημμεληματικής εκβίασης, για την οποία κηρύχθηκε αθώα κατά πλειοψηφία η κατηγορούμενη. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται ότι η κατηγορούμενη, είχε οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση αποζημιώσεως και από οποιανδήποτε αιτία προερχόμενη κατά του πολιτικώς ενάγοντος και μάλιστα από τη διενεργηθείσα επ' αυτής, από μέρους του τελευταίου χειρουργική επέμβαση. Επίσης, από την παρατιθέμενη ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον αυτή περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Πρώτο,γιατί, ενώ δέχεται ότι το ποσόν των 13.000 ευρώ, που αυτή έλαβε από τον πολιτικώς ενάγοντα, της παραδόθηκε κατά την ελεύθερη βούληση του, προκειμένου αυτή να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση στην αλλοδαπή, ταυτόχρονα δέχεται ευθέως ότι η κατηγορούμενη, η οποία αποχώρησε εξοργισμένη, αξίωσε το ως άνω ποσό, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, που δεν της το καταβάλει, " θα τον βγάλει στα κανάλια". Δεύτερο δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένα, η παραδοχή της αποφάσεως γιατί η κατηγορούμενη, επικαλέστηκε ότι " θα τον βγάλει στα κανάλια", ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό, ότι αυτή(κατηγορούμενη) είχε οποιαδήποτε και πολύ περισσότερο νόμιμη αξίωση, κατά του εγκαλούντος. Τρίτο, δεν αιτιολογείται η πραγματική αιτία και η αναγκαιότητα της καταβολής από μέρους του πολιτικώς ενάγοντος, του ποσού των 5.000.000 δραχμών, για την οποία εκδόθηκε η από ....... απόδειξη εισπράξεως-καταβολής αποζημιώσεως και τέταρτο δεν αιτιολογείται η παραδοχή, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στην κρίση της η πλειοψηφούσα γνώμη, ότι δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτή αδίκημα, λόγω ελλείψεως του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου και συγκεκριμένα, ότι η κατηγορούμενη δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, με την ενέργειά της να εισπράξει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, το οποίο ούτε η ίδια αμφισβήτησε ότι εισέπραξε. Συνεπώς, οι από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 385 παρ. 1γ του Π.Κ. (έλλειψη νόμιμης βάσης), είναι βάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στη συνέχεια για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 4941/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008 . Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκβίαση - Αναίρεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ελλείψεως νόμιμης βάσης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εκβίαση.
0
Αριθμός 232/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Δρακάκη, για αναίρεση της με αριθμό 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "....... Ο.Ε.", που εδρεύει στη ...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 475/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ.2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. και όχι άλλες πλημμέλειες, μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Εφόσον όμως, η ένσταση αυτή της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρ262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ' αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής. Με την 103/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για υπεξαίρεση και επιδικάστηκε στην εταιρεία "....... Ο.Ε.", που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, το ποσό των 44 ευρώ. Κατά της παράστασης αυτής της πολιτικής αγωγής, προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, η εξής ένσταση " Η πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί διότι η εγκαλούσα-μισθώτρια ουδεμία αξίωση αποζημίωσης δύναται να προβάλει, εναντίον της εκμισθώτριας ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε., καθ' όσον, όπως ομολογείται στην από 23.11.2001 έγκλησή της, εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε εις βάρος μου ποινική δίωξη για υπεξαίρεση εισκομισθέντων στο μίσθιο πραγμάτων (αρθρ. 375 § 1 ΚΠΔ), αφ' ενός τα πραγματικά περιστατικά του καταγγελλομένου αδικήματος συνδέονται και εντάσσονται στο πλαίσιο της μεταξύ των υφισταμένης μισθώσεως, που όμως δεν συνιστούν παράνομη και άδικη πράξη, αφ' ετέρου η κάθε σχετική αξίωση υπέκυψε στην παραγραφή των άρθρων 603 και 937 Α.Κ. καθ' όσον από της καταθέσεως τούτης η εγκαλούσα ενώ είχε δυνατότητα προσφυγής στην δικαιοσύνη μέχρι σήμερα δεν το έπραξε. Αντιθέτως, από την με αριθ. κατάθ. 12417/2004 αγωγή που κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης κατά της ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε., συνάγεται ότι ουδεμία αξίωση για την άνω αιτία έχει ούτε επιφυλάσσει". Την ένσταση αυτή απέρριψε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, το οποίο, με την ακόλουθη παρεμπίπτουσα απόφάσή του, έκρινε ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 63 ΚΠΔ, 914 και 932 ΑΚ και 375 παρ.1 ΠΚ, προκύπτει ότι "ο αληθής κύριος των κινητών πραγμάτων, που ο κατηγορούμενος φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενώ αυτά βρισκόταν στην κατοχή του, δικαιούται να ασκήσει πολιτική αγωγή στο Ποινικό Δικαστήριο, μη εξαρτώμενη από άλλη ενέργειά του (εξαιρουμένης της περιπτώσεως που ο ίδιος άσκησε αντίστοιχη αγωγή στα Αστικά Δικαστήρια μη επιφυλασσόμενος μέρους προς άσκησή του στα Ποινικά Δικαστήρια). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία "..... ΟΕ" που περιήλθαν στην κατοχή του, ως εκπροσώπου της εταιρίας "ΤΟΡΩΝΗ ΑΕ", όταν δεν επέτρεψε στους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας να εισέλθουν στον χώρο που μίσθωναν και να τα παραλάβουν. Επομένως, σύμφωνα με όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, η εταιρία ".....ΟΕ", νόμιμα εκπροσωπούμενη, δύναται να ασκήσει πολιτική αγωγή στο Ποινικό Δικαστήριο, ενώ το δικαίωμά της αυτό δεν εξαρτάται από τυχόν παράλειψη της να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης στα Αστικά Δικαστήρια. Κατόπιν αυτών, το αίτημα για αποβολή της Πολιτικής αγωγής πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Επομένως, εφόσον και από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι η εταιρεία "........ ΟΕ", νόμιμα εκπροσωπούμενη, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για αποζημίωση για την ηθική βλάβη, που υπέστη ως κυρία των πραγμάτων, τα οποία, κατά την κατηγορία,, υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος, συντρέχουν στο πρόσωπο αυτής οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και ουδεμία απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται εκ τούτου από την παράστασή της. Συνεπώς, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες συνέβη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διότι " το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε, ως όφειλε αυτεπαγγέλτως να πράξει, το νόμιμο της εκπροσωπήσεως της εγκαλούσης υπό του ασκήσαντος εξ ονόματός της την πολιτική αγωγή ......., καθόσον ουδέν περί αυτού αναφέρει στα πρακτικά της δίκης" και ότι εσφαλμένα απέρριψε την ένστασή του για αποβολή της πολιτικής αγωγής. Τα όσα περαιτέρω ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ότι η πιο πάνω εταιρεία δεν νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, διότι " η διαφορά περί την υπεξαίρεση ήταν εφελκόμενη και νομικά οριοθετούμενη από την μισθωτική σχέση που συνέδεε τις δύο εταιρείες και στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε έκτοτε η εγκαλούσα να προβάλει οιαδήποτε εξ αδικοπραξίας ή μισθώσεως αξίωση αποζημιώσεως, πράγμα που δεν έκανε μέχρι και το χρόνο διεξαγωγής της δίκης (8.1.2007), με συνέπεια να παραγραφεί κατ' άρθρο 603 και 937 ΑΚ κάθε σχετική αξίωση", συνδέονται με την άρνηση του αναιρεσείοντος ότι διέπραξε το αδίκημα της υπεξαιρέσεως και αφορούν την ουσιαστική βασιμότητα των αστικών αξιώσεων της πολιτικώς ενάγουσας. Οι ισχυρισμοί, δηλαδή, αυτοί του αναιρεσείοντος, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η πολιτικώς ενάγουσα παραστάθηκε για απαιτήσεις που είχε κατ'αυτού από την υφιστάμενη μεταξύ τους συμβατική σχέση. Αυτή όμως παραστάθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα της κυρίας των πραγμάτων, που κατά την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορία, αυτός είχε υπεξαιρέσει και με αυτήν την ιδιότητα της επιδικάστηκε η αποζημίωση που ζήτησε, μετά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή. Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ως προς το ζήτημα αυτό, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της επίκλησης απόλυτης ακυρότητας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον περί παραγραφής της αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας ισχυρισμό του κατηγορουμένου, όχι μόνο διότι αυτός δεν αφορούσε την απαίτηση για την οποία αυτή παραστάθηκε, αλλά, προεχόντως, διότι, έτσι όπως προτάθηκε, ήταν αόριστος και ασαφής, καθόσον δεν αναφερόταν ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας, ώστε να προκύπτει ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής είχε παρέλθει η κατά το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής προθεσμία παραγραφής. Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Α και Δ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (και εν μέρει ο τρίτος με στοιχείο 1), για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, και για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος για αποβολή της πολιτικής αγωγής, είναι αβάσιμος, και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, μολονότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ζήτησε, πριν από την αγόρευση του Εισαγγελέως, να καταχωρηθεί στα πρακτικά της δίκης δήλωση του κατηγορουμένου, κατά την οποία από την όλη διαδικασία δεν προέκυψε η κυριότητα της εγκαλούσας εταιρείας επί των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων πραγμάτων, το αίτημά του αυτό δεν έγινε δεκτό, τούτο δε είχε καθοριστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, και, κατά συνέπεια, επήλθε, όπως υποστηρίζει, σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, για έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ, είναι αβάσιμος, διότι, από τα πρακτικά της δίκης όχι μόνο δεν προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου ζήτησε, κατά το πιο πάνω στάδιο της δίκης, να του δοθεί ο λόγος, προκειμένου να προβεί ο κατηγορούμενος στην προαναφερόμενη δήλωση, αλλά, αντίθετα, προκύπτει ότι, κατά το στάδιο αυτό, δηλαδή κατά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την αγόρευση του Εισαγγελέως, "ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν θέλουν να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων και των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και αυτοί απάντησαν αρνητικά. Κατόπιν ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα, τον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής και το συνήγορο του κατηγορουμένου αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, αυτοί απάντησαν αρνητικά". Ακολούθως δε, ο Πρόεδρος κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 170 παρ.2 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ. α', όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το ξένο πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει καθώς και η θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η δόλια αυτή προαίρεση του δράστη να ιδιοποιηθεί παρανόμως το ξένο πράγμα, κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται στην κατοχή του, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας., Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της αποφάσεως (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως εφετείο), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 103/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Η εταιρία με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, είχε παραχωρήσει, με τη μορφή χρησιδανείου, στην πολιτικώς ενάγουσα εταιρία έναν χώρο, όπου η τελευταία λειτουργούσε κέντρο (νυκτερινής) διασκέδασης. Η παραχώρηση του χώρου και ο χαρακτηρισμός της ως χρησιδανείου ή μίσθωσης ήταν η αιτία να επέλθει ρήξη στις σχέσεις των δύο εταιριών. Τον Σεπτέμβριο του 2001 η εταιρία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" επέτυχε την απομάκρυνση της πολιτικώς ενάγουσας από το χώρο. Οι εκπρόσωποι της τελευταίας αποχώρησαν από το χώρο παρέδωσαν τα κλειδιά στους εκπροσώπους της "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", χωρίς να παραλάβουν τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό του κέντρου διασκέδασης. Μεταξύ των πραγμάτων που παρέμειναν στο χώρο ήταν μία μονάδα εξαερισμού με τις σωληνώσεις της, μία μονάδα θέρμανσης, δύο ψυγεία αναψυκτικών, ένας καταψύκτης, δύο μεταλλικές ραφιέρες με ποτήρια, μία μεγάλη μεταλλική ραφιέρα, σαράντα τραπέζια, εκατόν είκοσι καρέκλες, εξήντα σκαμπό, τρεις καθρέφτες, μία ταμειακή μηχανή, μία ασύρματη συσκευή τηλεφώνου, κρεμάστρες για πανωφόρια, διάφορα μπουκάλια οινοπνευματωδών ποτών, συνολικής αξίας 3.000,00 Ευρώ περίπου, ποτήρια και σκεύη συνολικής αξίας 1.500,00 Ευρώ περίπου, ένα CD PLAYER, δύο ξύλινα μπαρ, δύο ξύλινα τραπέζια, ξύλινες ραφιέρες, δύο POST- MIX, δύο ψυγεία για μπαρ, 1 κονσόλα ήχου αξίας 18.000,00 Ευρώ, μια κονσόλα φωτισμού, σετ τεσσάρων ηχείων, τέσσερις ενισχυτές, τέσσερα ηχεία μόνιτορ, οκτώ μικρόφωνα, ένα σύστημα echo δύο dimmer φωτισμού, ένα καλώδιο multi purpose και διάφορα φώτα σκηνής. Η πολιτικώς ενάγουσα, μη αποδεχόμενη την αποχώρηση της από το χώρο, επέτυχε δικαστικά την επανεγκατάστασή της σε αυτόν. Πλην όμως, όταν επανήλθε στον χώρο, δεν βρήκε τα πιο πάνω αναφερόμενα πράγματα που οι εκπρόσωποι της "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" απέκρυψαν με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν, ορισμένα δε από αυτά τα παραχώρησαν, προς χρήση σε άλλες, φιλικές προς τα συμφέροντα τους, επιχειρήσεις. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ως εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε", στη Θεσσαλονίκη, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κρίθηκε ένοχος υπεξαιρέσεως. Ειδικότερα ο κατηγορουμένος - αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, για το ότι, στη Θεσσαλονίκη, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001 σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο και ειδικότερα απέκρυψε και ενσωμάτωσε χωρίς νόμιμο δικαίωμα στην ατομική του περιουσία τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο διατακτικό πράγματα, ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία ".......ΟΕ" που μίσθωνε κατάστημα από την εταιρία με την επωνυμία "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε.", που εκπροσωπεί ο κατηγορούμενος. Για την πράξη του δε αυτή, η οποία συνιστά παράβαση των διατάξεων, των άρθρων 26 παρ.1α, 27και, και 375 παρ.1α του ΠΚ, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία,. και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Οι περιεχόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, ενόψει των όσων εκτίθενται στο σκεπτικό και στο διατακτικό, δημιουργείται αντίφαση, καθόσον οι παραδοχές ότι οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας αποχώρησαν από το ακίνητο και απέδωσαν τα κλειδιά στους εκπροσώπους της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε" (δηλαδή στον κατηγορούμενο), χωρίς να παραλάβουν τα μηχανήματα κλπ, "υποδηλώνουν ότι αυτός δεν παρανόμησε αλλά ενεργούσε στο πλαίσιο του συμφωνητικού χρησιδανείου", σε αντίθεση με όσα εκτίθενται στη συνέχεια όπου του καταλογίζεται ότι ιδιοποιήθηκε παράνομα τα πιο πάνω ξένα κινητά πράγματα, είναι αβάσιμες. Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης ουδεμία αντίφαση δημιουργείται, αφού, σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού της αποφάσεως, αφενός, ότι δεν γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ότι αυτός ενεργούσε στο πλαίσιο της υφιστάμενης κατ' αυτόν συμβατικής σχέσεως, αφετέρου, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, όταν οι εκπρόσωποι της πολιτικώς ενάγουσας αποχώρησαν από το ακίνητο και είχαν ήδη αποδώσει τα κλειδιά στον κατηγορούμενο, με το εκδηλώσει την πρόθεση ιδιοποιήσεως των αναφερομένων στο διατακτικό πραγμάτων, κατά τον αναφερόμενο στο σκεπτικό τρόπο, δηλαδή με την αμέσως μετά γενόμενη απόκρυψη αυτών με σκοπό ιδιοποιήσεως, παραχώρηση μερικών εξ αυτών σε τρίτους και τελικά με την άρνηση αποδόσεως αυτών στην εγκαλούσα εταιρεία. Αβάσιμη είναι, επίσης, και η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες αιτιολογίες, διότι, ενώ το σκεπτικό αναφέρει ότι ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα αναφερόμενα σε αυτό κινητά πράγματα, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε.", στο διατακτικό εξατομικεύει στο προσωπό του το όφελος". Από όσα όμως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου σκεπτικό και διατακτικό αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι τα πράγματα αυτά, που γενικότερα αναφέρονται στο σκεπτικό και εξειδικεύονται στο διατακτικό, τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΤΟΡΩΝΗ Α.Ε". Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, τα όσα διαλαμβάνονται στο τέταρτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τα οποία, από τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο κρίθηκε ένοχος, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 375 παρ.1α του ΠΚ, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 34/1-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 103/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση (πλημ/μα). Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα. Παράσταση πολιτικής αγωγής. Πότε υπάρχει ακυρότητα από την παράσταση της πολιτικής αγωγής. Ισχυρισμός ότι η αξίωση αυτής είχε παραγραφεί. Αόριστη η ένσταση παραγραφής. Λόγος για έλλειψη ακροάσεως, διότι δεν καταχωρήθηκε αίτημα του κατηγορουμένου και για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη αναίρεσης.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.
2
Αριθμός 231/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Αναγνωστάκη, περί αναιρέσεως της 2191/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ......... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παναγόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 30 Ιουλίου 2007 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 820/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κύρια, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Εξ' άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 80 παρ.1, 2 και 200 παρ.2 του ΚΠΔ, η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της διανοητικής υγείας του κατηγορουμένου, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση (παρεμπίπτουσα) όμως αυτού, με την οποία απορρίπτεται σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 του Συντ. και 139 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2191/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, για αναβολή της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων που συνέτρεχαν στο πρόσωπό της. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της δίκης, που παραδεκτά επισκοπούνται, αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ' αυτής εμφανίσθηκε, ο Ανδρέας Αναγνωστάκης, δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ.Αθηνών, ο οποίος ανήγγειλε ότι εκπροσωπεί την απολειπόμενη εντολέα του, κατόπιν εξουσιοδότησής της και ότι η κατηγορουμένη αδυνατεί λόγω ασθενείας της να εμφανισθεί στο ακροατήριο, ζήτησε δε την αναβολή της δίκης, επικουρικά δε ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του Κ.Π.Δ, προκειμένου να διενεργηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη στην εντολέα του. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της, προσκόμισε στο Δικαστήριο: α) το υπ' αριθμό .......... πιστοποιητικό του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, β) την από ..... ιατρική γνωμάτευση της Μονάδας Ψυχικής Υγείας, γ) το υπ' αριθμό ...... πιστοποιητικό του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και δ) την από ....... ιατρική γνωμάτευση της Μονάδας Ψυχικής Υγείας του Φορέα Ανάπτυξης Ανθρώπινου και Κοινωνικού Κεφαλαίου η "ΚΛΙΜΑΚΑ" τα οποία αναγνώσθηκαν. Το Δικαστήριο, ακολούθως, αφού απέρριψε το σχετικό αίτημα του συνηγόρου της, για τη βίαιη προσαγωγή της κατηγορούμενης, ενόψει του ότι το ίδιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμό 532/16-3-2005 απόφασή του, είχε διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της, κατά την μετ'αναβολή εκδίκαση της κατηγορίας, στη συνεδρίαση που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη στην κατ' ουσία εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, ενώ απέρριψε το κύριο αίτημα της για αναβολή της υποθέσεως, κατ' άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, καθώς και το επικουρικό αίτημά της ίδιας, περί διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση: "Λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκείμενης υποθέσεως και διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεν προέκυψε". Όμως, η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το Δικαστήριο για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται γιατί τα περιστατικά τα οποία επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα και αφορούσαν την υγιεινή της κατάσταση, δεν θεωρούνται ως σημαντικά αίτια ικανά να οδηγήσουν στην παραδοχή του κυρίου αιτήματός της, για την αδυναμία της να εμφανιστεί στο ακροατήριο, όπως επίσης δεν αιτιολογείται καθ' ολοκληρία η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά, απλά, αναφέρεται , ότι δεν είναι αναγκαία αυτή. Εφόσον, μετά από αυτά το παραπάνω Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα τα πιο πάνω αιτήματά της, για αναβολή της δίκης και διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και, αφού κήρυξε την ήδη αναιρεσείουσα ένοχη, και την καταδίκασε σε κάθειρξη (6 ) ετών, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος και δεύτερος των προσθέτων λόγων, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, καθώς και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2191/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (έλλειψη αιτιολογίας στην παρεμπίπτουσα απόφαση που απέρριψε το αίτημα για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτιών, στο πρόσωπο της κατηγορούμενης και το αίτημα για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Σημαντικά αίτια, Πραγματογνωμοσύνη, Αναβολής αίτημα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 230/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1131/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Ιανουαρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 728/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 325/12.9.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αρ. 13 και 14/29-1-2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2, 2) Χ1 που ασκήθηκαν δια του πληρεξουσίου των δικηγόρου Γ. Ανδρεουλάκου κατά του υπ'αρ. 1131/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 1547/2005 βούλευμά του παρέπεμψε τους κατηγορούμενους ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικσθούν για το κακούργημα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου αξίας άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ) από κοινού κατ'εξακολούθηση (αρ. 45-98, 375 παρ. 1 α, γ ΠΚ). Μετά από εφέσεις που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εκδόθηκε το άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν οι κριθείσες εφέσεις και επικυρώθηκε το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στους κατηγορούμενους την 19-4-2007 με θυροκόλληση, ενώ προηγήθηκε η επίδοση στον αντίκλητο δικηγόρο τους την 19-1-2007 (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Συνεπώς είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες (αρ. 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των κατηγορουμένων την 29-1-2007 ενώπιον του γραμματέως του Εφετείου Αθηνών και περιέχουν (αρ. 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένο λόγον αναιρέσεως ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα: παραπέμπονται όπως δικασθούν για κακουργηματική υπεξαίρεση ο μεν 1ος ως πρόεδρος και Δ. Σύμβουλος, η δε 2α ως αντιπρόεδρος του ΔΣ και εντεταλμένη σύμβουλος της εταιρείας ΜΑΝΟS TRAVEL SYSTEM AE υπεξήρεσαν από κοινού κατ'εξακολούθηση αντικείμενο που η συνολική του αξία υπερέβαινε τα 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ, διότι δεν απέδωσαν, ως όφειλαν, στην μηνύτρια στις 15-1-2001 και στις 15-2-2001 μετά την πώληση των εισιτηρίων και την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς τους το ποσό των 31.207.415 και 9.286.001 δρχ. αντιστοίχως δεν απέδωσαν το συνολικό ποσό των 40.493.428 δρχ. που όφειλαν να αποδώσουν, παρά ένα μέρος αυτού ύψους 13.563.006 δρχ., και το υπόλοιπο ποσό των 26.930.422 δρχ. το ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Τόσο ες το αιτιολογικό όσο και εις το διατακτικό του βουλεύματος, πέρα από τα συγκεντρωτικά ποσά της υπεξαιρέσεως του αντιτίμου των εισιτηρίων, δεν αναφέρεται καθ'ολοκληρίαν, όπως ήταν αναγκαίο, ο αριθμός, η ημερομηνία και το όνομα του αγοραστή καθενός εισιτηρίου χωριστά και έτσι δεν προσδιορίζεται επακριβώς η ταυτότητα των εισιτηρίων, το αντίτιμο των οποίων φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε, το αντίτιμο που αποδόθηκε στην μηνύτρια με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχιση όσον αφορά την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου της υπεξαιρέσεως και συνακόλουθα αβεβαιότητα όσον αφορά την κατηγορία. ΙΙ) Η απαιτούμενη από τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το αρ. 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ'όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π. Δικ/σύνη 2004/617 Συμβ. Α.Π. 2168/2005 Π.Δ/σύνη 2006/732). ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του αρ. 375 παρ. 1 Π.Κ. όπως αυτή συμπληρώθηκε με άρθρο 14 παρ. 3 α' Ν. 2721/1999, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως της εν λόγω παραγράφου απαιτείται αντικειμενικώς: α) Το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου για ορισμένο σκοπό με υποχρέωση αποδόσεως (Α.Π. 733/2001 Π.Χρ. ΝΒ/228). Ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χ. ΝΑ/64), γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64), δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772), ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να έχει αξία υπερβαίνουσα τα 25.000.000 δρχ. (ή 73.000 ευρώ). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Με τον όρο από κοινού του αρ. 45 Π.Κ. νοείται αντικειμενικά η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Οι πράξεις των συμμετόχων μπορεί να είναι ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Α.Π. 424/001 Π.Χρ. ΝΒ/53, Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. σελ. 138). Το κατ'εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99): Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. ΙV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών εδέχθη ότι εκ του συλλεγέντος καθ'άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Deutsche Lufthansa Aktiengesellschqft" είναι ο παγκοσμίως γνωστός γερμανικός εθνικός αερομεταφορεύς και δραστηριοποιείται εις τον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων. Ο κατηγορούμενος Χ2 είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού" και η κατηγορουμένη Χ1 είναι Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και εντεταλμένη Σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού". Η εταιρεία "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού" έχει ως αντικείμενόν της την διοργάνωσιν ταξειδίων και διατηρεί καταστήματα εις Αθήνας επί της οδού Πανεπιστημίου αριθμός 39 ως και επί της Λεωφόρου Κατεχάκη αριθμός 56, προσέτι δε διατηρεί κατάστημα και εις την Θεσσαλονίκην επί της οδού Τσιμισκή αριθμός 42. Η εν λόγω εταιρεία "Manos Travel System Α.Ε." είχε την ιδιότητα του εξουσιοδοτημένου πράκτορος της Διεθνούς Ενώσεως Αεροπορικών Μεταφορών (ΙΑΤΑ = International Air Transport Association), ήτοι αντιπροσώπευσεν τας αεροπορικάς εταιρείας μέλη της ΙΑΤΑ εις τον τομέα της πωλήσεως αεροπορικών εισιτηρίων των προς το επιβατικόν κοινόν. Η σχετική σύμβασις μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και της ΙΑΤΑ υπεγράφη την ........ Δεδομένου ότι η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Deutsche Lufthansa είναι μέλος της ΙΑΤΑ η σύμβασις της εταιρείας "Manos Travel". Με την ΙΑΤΑ επέχει θέσιν συμβάσεως και με την εταιρείαν Lufthansa. Η σύμβασις αύτη μεταξύ άλλων προβλέπει εις το άρθρον 7 ότι εφ'όσον εκδοθεί τίτλος μεταφοράς (εισιτηρίων) ο πράκτωρ, ο οποίος και το εξέδωσεν, καθίσταται υπεύθυνος δια την παράδοσιν του αντιστοίχου χρηματικού ποσού εις την αεροπορικήν εταιρείαν, προσέτι δε ότι έκαστον χρηματικόν ποσόν, το οποίον εισπράττει ο πράκτωρ εκ της πωλήσεως εισιτηρίων περιλαμβανομένης και της προμηθείας, την οποία τυχόν δικαιούται, ανήκει καθ'ολοκληρίαν εις την αεροπορικήν ετιαρείαν, η οποία το εμπιστεύεται εις τον πράκτορα, ο οποίος και το κατέχει προσωρινώς ως θεματοφύλακας. Δια την απλούστευσιν της διαδικασίας διαθέσεως των τίτλων μεταφοράς (εισιτηρίων) προς τους πράκτορες και της εισπράξεως των εις την κατοχήν των πρακτόρων χρημάτων των αεροπορικών εταιρειών η ΙΑΤΑ έχει οργανώσει δια λογαριασμού των μελών της ανά χώρα εν σύστημα κεντρικής διαθέσεως των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολουθήσεως και εισπράξεως των χρημάτων, τα οποία ανήκουν εις τας επί μέρους αεροπορικάς εταιρείας, το λεγόμενον Bank Sttlement Plan (Σχέδιον Τραπεζικού Διακανονισμού) ή ΒSP ως είναι ευρύτερον γνωστόν. Συμφώνως με το σύστημα αυτό ο πράκτωρ παραλαμβάνει τα στελέχη των εντύπων των εισιτηρίων από την ΙΑΤΑ, τα συμπληρώνει κατά περίπτωσιν καθιστών ταύτα τίτλους μεταφοράς συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρείας και υποχρεούται να ενημερώνη εις το τέλος εκάστου μηνός την ΙΑΤΑ δια τας υπ'αυτού πραγματοποιηθείσας πωλήσεις εισιτηρίων. Ακολούθως μέχρι την 15ην ημέρα του επομένου μηνός απ'εκείνον, κατά τον οποίον εγένοντο οι πωλήσεις, πρέπει να αποδώση ο πράκτωρ την αξία των εισιτηρίων, οπότε και θα επακολουθήση η εκκαθάρισις του λογαριασμού και η απόδοσις εις τον πράκτορα του ποσού της προμηθείας, το οποίον δικαιούται. Εις την τουριστικήν πρακτικήν δια λόγους διευκολύνσεως των πρακτόρων αυτοί αποστέλλουν εις την ΙΑΤΑ την αξίαν του εισιτηρίου μετά από την παρακράτησιν της προμηθείας και των εκπτώσεων, τας οποίας δικαιούνται. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι υπό τας ανωτέρω ιδιότητάς των διηύθυνον από κοινού τας υποθέσεις της εταιρείας ""Manos Travel", ελάμβανον τας επιχειρηματικάς αποφάσεις και διεχειρίζοντο τα οικονομικά της. Κατά τον τρόπον αυτόν και συμφώνως με τα οριζόμενα εις την προαναφερομένην σύμβσιν μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ΙΑΤΑ παρελάμβανον αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τυποποιημένα έντυπα αεροπορικών εισιτηρίων από τις εις Αθήνας ευρισκόμενον Κεντρικόν Γραφείον διαθέσεως εισιτηρίων όλων των αεροπορικών εταιρειών μελών της ΙΑΤΑ και τα επώλουν δια λογαριασμόν των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών θέτοντας καθ'εκάστην φοράν επί του εντύπου του εισιτηρίου την σφραγίδα της αεροπορικής εταιρείας, δια λογαριασμόν της οποίας επώλουν το συγκεκριμένον εισιτηρίων. Επώλουν ούτως οι κατηγορούμενοι αεροπορικά εισιτήρια και ως πράκτορες και ως αντιπρόσωποι της Lufthansa σφραγίζοντες το έντυπον του εισιτηρίου με την σφραγίδα της Lufthansa και συμπληρούντες αυτό με τα στοιχεία του πελάτου, της διαδρομής και του αντιτίμου. Ακολούθως εισέπραττον το τίμημα εκ των πωλήσεων αυτών δια λογαριασμόν της Lufthansa και το απέδιδον καθ'έκαστον μήνα μαζί με κατάστασιν των πωληθέντων εισιτηρίων, τον αύξοντα αριθμόν αυτών ως και το αντίτιμο των εις το εξουσιοδοτημένον εισπρακτικόν και λογιστικόν γραφείον όλων των αεροπορικών εταιρειών μελών της ΙΑΤΑ, το ΒSP. Κατά το χρονικό διάστημα από της 1-12-2000 μέχρι και την 31-1-2001 οι κατηγορούμενοι υπό την προαναφερθείσαν ιδιότητά του έκαστος επραγματοποίησαν μέσω των τριών προαναφερθέντων καταστημάτων της εταιρείας των σημαντικάς πωλήσεις εισιτηρίων δια λογαριασμόν της Lufthansa, αλλά δεν κατέβαλαν εις την ως άνω εγκαλούσαν εταιρείαν όλα τα χρήματα, τα οποία συνεκέντρωσαν εκ της πωλήσεως των εισιτηρίων, εντός της τεταγμένης προθεσμίας και παρά τας αλλεπαλλήλους οχλήσεις εκ μέρους της εγκαλούσης εταιρείας. Οι κατηγορούμενοι ηρνήθησαν πεισμόνως να αποδώσουν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν το χρηματικόν ποσόν των 26.930.422 δραχμών (79.032,79 ευρώ). Από εκάστην πώλησιν εισιτηρίου ο πράκτωρ έπρεπε να αποδώση εις την Lufthansa το καθαρόν ποσόν, το οποίον αναφέρεται ως αποδοτέα αξία. Το ποσόν αυτό προκύπτει όταν από το ποσόν της αξίας συναλλαγής τοις μετρητοίς αφαιρεθή η προμήθεια και προστεθή το ποσόν το αντιστοιχούν εις τον φόρον τοις μετρητοίς. Θα πρέπει ιδιαιτέρως να τονισθή ότι τον φόρον τούτον ο οποίος χαρακτηρίζεται πλέον ως τέλος Αεροδρομίου, τον εισπράττει ο πράκτωρ από τον επιβάτην κατά την πώλησιν του εισιτηρίου πλην όμως η εγκαλούσα εταιρεία "Lufthansa" είναι υπόλογος έναντι του Δημοσίου και του καταβάλλει υποχρεωτικώς ανεξαρτήτως του αν της τον απέδωσαν τα πρακτορεία ή όχι. Επίσης πρέπει να διευκρινισθή ότι τυχόν χρηματικά ποσά υπό τας ενδείξεις "Αξία Συναλλαγής επί πιστώσει" και "φόρος επί πιστώσει" αφορούν εις συναλλαγάς μέσω πιστωτικών καρτών τα ποσά, των οποίων εισεπράχθησαν μέσω ηλεκτρονικού συστήματος απ'ευθείας από την Lufthansa και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω και δεν συνυπολογίζονται εις τα οφειλόμενα. Συνεπώς αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν κατά το χρονικόν διάστημα από 1-12-2000 μέχρι και την 31-12-2000 το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 31.207.415 δραχμών, το οποίον και έπρεπε να καταθέσουν εις το BSP το αργότερον μέχρι την 15-1-2001, κατά δε το χρονικόν διάστημα από 1-1-2001 μέχρι και την 31-1-2001 εισέπραξαν το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 9.286.011 δραχμών, το οποίον και έπρεπε να καταθέσουν εις το ΒSP το αργότερον μέχρι την 15-2-2001. Όθεν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν εκ της πωλήσεως των εισιτηρίων δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 40.493.428 δραχμών. 'Εναντι του ανωτέρω χρηματικού ποσού οι κατηγορούμενοι κατέβαλον το χρηματικόν ποσόν των 13.563.006 δραχμών εις την εγκαλούσαν εταιρείαν πλην όμως κατεκράτησαν και δεν απέδωσαν το υπόλοιπον ποσόν εκ δραχμών 26.930.422 (79.032,79 ευρώ), το οποίον και ιδιοποιήθησαν παρανόμως και δεν το απέδωσαν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν παρά τας επανειλημμένης οχλήσεως αυτής εις βάρος των. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχον βάσει της καταρτισθείσης συμβάσεως μεταξύ της εγκαλούσης εταιρείας και της εταιρείας "Manos Travel" την εντολήν να πωλούν αεροπορικά εισιτήρια δια λογαριασμού της εγκαλούσης και να εισπράττουν τα χρήματα εκ της τοιαύτης πωλήσεως με την υποχρέωσιν να τα παραδίδουν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν, αφού εκράτουν την συμφωνηθείσαν προμήθειά των. Σχετικώς με την ιδιαιτέραν σχέσιν, η οποία συνδέει την εγκαλούσαν εταιρείαν με την εταιρείαν "Manos Travel System A.E." παρατηρούμεν ότι αύτη είναι σχέσις εμμίσθου εντολής. Η εταιρεία "Manos Travel System" ως εντολοδόχος της εγκαλούσης εταιρείας υποχρεούται να πωλή αεροπορικά εισιτήρια δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και τα εισπραττόμενα χρήματα να τα παραδίδη εις την εγκαλούσαν εταιρείαν αφαιρουμένης της προμηθείας της. Συνεπώς η εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System A.E." είναι εντολοδόχος της εγκαλούσης εταιρείας κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. 'Οθεν εξ απάντων των ανωτέρω αναφερομένων σαφώς πλέον προκύπτει ότι υφίστανται πλέον αι αποχρώσαι ενδείξεις εις βάρος αμφοτέρων των κατηγορουμένων και πρέπει ούτοι να παραπεμφθούν ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικασθούν κατά τα διαλαμβανόμενα εις το υπ'αριθμόν 1547/2005 προσβαλλόμενον βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών. Συνεπώς πρέπει αι εφέσεις αμφοτέρων των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 να γίνουν τυπικώς δεκτές ως νόμιμοι, εμπρόθεσμοι και παραδεκτοί και ακολούθως να απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι, να διαταχθή δε η επικύρωσις ως και η άμεσος εκτέλεσις του υπ'αριθμόν 1547/05 προσβαλλομένου βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών ως προς όλας αυτού τας διατάξεις και ως προς όλα αυτού τα σημεία. V) Με τις παραδοχές αυτές το συμβούλιο δεν διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθ'όσον εις τα αποδεικτικά μέσα δεν μνημονεύει τις απολογίες των κατηγορουμένων ούτε προβαίνει σε κάποιο σημείο σε ειδικότερη επ'αυτών αναφορά και κρισιολόγηση ώστε να προκύπτει με σαφήνεια ότι τις έλαβε υπόψη του. Επίσης δεν αναφέρεται στην ύπαρξη κοινού δόλου (αρ. 45 Π.Κ.), ούτε προσδιορίζει λογιστικά στοιχεία ταυτοποιήσεως των κατ'εξακολούθηση πράξεων. Περαιτέρω θα πρέπει αυτεπαγγέλτως (αρ. 484 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) να ληφθεί υπόψη και λόγος εκ πλαγίου παραβάσεως (αρ. 484 παρ. 1β Κ.Π.Δ.) ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 375 παρ. 1 α-γ Π.Κ.), λόγω αντιφατικών παραδοχών, καθ'όσον, ενώ δέχεται ότι ετελέσθη η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως της παραγράφου 1 εδαφ. γ εν συνεχεία προβαίνει σε αναφορές πραγματικών περιστατικών με υπαγωγή αυτών στην παρ. 2 του αρ. 375 Π.Κ. που συνιστά επιβαρυντική περίσταση για αντικείμενο άνω των 73.000 ευρώ δεχόμενο ότι η εταιρεία των κατηγορουμένων ενεργούσε ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρείας και ακολούθως απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα το οποίο είχε παραπέμψει τους αναιρεσείοντες για την κακουργηματική παράβαση του αρ. 375 παρ. 1γ Π.Κ. Συνεπώς θα πρέπει να γίνουν δεκτές (αρ. 484 παρ. 1 β+δ Κ.Π.Δ.) κατ'ουσίαν οι υπό κρίση αιτήσεις, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (αρ. 485 παρ. 1, 519 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω Να γίνουν δεκτές οι υπ'αρ. 13 και 14/29-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ2 και Χ1, να αναιρεθεί το υπ'αρ. 1136/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Αθήνα 31-7-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες 13/29-1-2007 και 14/29-1-2007 14/26-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1, αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά του 1131/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο για να δικασθούν για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρον 375 παρ.1 α, γ ΠΚ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς, και να γίνουν τυπικά δεκτές. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόφου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Η ταυτότητα του ξένου κινητού πράγματος, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτής. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε . Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 Π.Κ., συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στην συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στην συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 1131/2006 βούλευμα , με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση "του συλλεγέντος καθ'άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων)", δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Deutsche Lufthansa Aktiengesellschαft " είναι ο παγκοσμίως γνωστός γερμανικός εθνικός αερομεταφορέας και δραστηριοποιείται εις τον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων. Ο κατηγορούμενος Χ2 είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού" και η κατηγορουμένη Χ1 είναι Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και εντεταλμένη Σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού". Η εταιρεία "Manos Travel System Ανώνυμος Εταιρεία τουρισμού" έχει ως αντικείμενόν της την διοργάνωσιν ταξειδίων και διατηρεί καταστήματα εις Αθήνας επί της οδού Πανεπιστημίου αριθμός 39 ως και επί της Λεωφόρου Κατεχάκη αριθμός 56, προσέτι δε διατηρεί κατάστημα και εις την Θεσσαλονίκην επί της οδού Τσιμισκή αριθμός 42. Η εν λόγω εταιρεία "Manos Travel System Α.Ε." είχε την ιδιότητα του εξουσιοδοτημένου πράκτορος της Διεθνούς Ενώσεως Αεροπορικών Μεταφορών (ΙΑΤΑ= International Air Transport Association), ήτοι αντιπροσώπευεν τας αεροπορικάς εταιρείας μέλη της ΙΑΤΑ εις τον τομέα της πωλήσεως αεροπορικών εισιτηρίων των προς το επιβατικόν κοινόν. Η σχετική σύμβασις μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και της ΙΑΤΑ υπεγράφη την ......... Δεδομένου ότι η εγκαλούσα εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Deutsche Lufthansa"είναι μέλος της ΙΑΤΑ η σύμβασις της εταιρείας ""Manos Travel" με την ΙΑΤΑ επέχει θέσιν συμβάσεως και με την εταιρείαν Lufthansa. Η σύμβασις αύτη μεταξύ άλλων προβλέπει εις το άρθρον 7 ότι, εφ'όσον εκδοθεί τίτλος μεταφοράς (εισιτηρίων), ο πράκτωρ, ο οποίος και το εξέδωσεν, καθίσταται υπεύθυνος δια την παράδοσιν του αντιστοίχου χρηματικού ποσού εις την αεροπορικήν εταιρείαν, προσέτι δε ότι έκαστον χρηματικόν ποσόν, το οποίον εισπράττει ο πράκτωρ εκ της πωλήσεως εισιτηρίων περιλαμβανομένης και της προμηθείας, την οποία τυχόν δικαιούται, ανήκει καθ'ολοκληρίαν εις την αεροπορικήν εταιρείαν, η οποία το εμπιστεύεται εις τον πράκτορα, ο οποίος και το κατέχει προσωρινώς ως θεματοφύλακας. Δια την απλούστευσιν της διαδικασίας διαθέσεως των τίτλων μεταφοράς (εισιτηρίων), προς τους πράκτορες και της εισπράξεως των εις την κατοχήν των πρακτόρων χρημάτων των αεροπορικών εταιρειών, η ΙΑΤΑ έχει οργανώσει δια λογαριασμό των μελών της ανά χώρα εν σύστημα κεντρικής διαθέσεως των τίτλων μεταφοράς, λογιστικής παρακολουθήσεως και εισπράξεως των χρημάτων, τα οποία ανήκουν εις τας επί μέρους αεροπορικάς εταιρείας, το λεγόμενον Bank Settlement Plan (Σχέδιον Τραπεζικού Διακανονισμού) ή BSP ως είναι ευρύτερον γνωστόν. Συμφώνως με το σύστημα αυτό, ο πράκτωρ παραλαμβάνει τα στελέχη των εντύπων των εισιτηρίων από την ΙΑΤΑ, τα συμπληρώνει κατά περίπτωσιν καθιστών ταύτα τίτλους μεταφοράς συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρείας και υποχρεούται να ενημερώνη, εις το τέλος εκάστου μηνός την ΙΑΤΑ δια τας υπ'αυτού πραγματοποιηθείσας πωλήσεις εισιτηρίων. Ακολούθως μέχρι την 15ην ημέρα του επομένου μηνός απ'εκείνον, κατά τον οποίον εγένοντο οι πωλήσεις, πρέπει να αποδώση ο πράκτωρ την αξία των εισιτηρίων, οπότε και θα επακολουθήση η εκκαθάρισις του λογαριασμού και η απόδοσις εις τον πράκτορα του ποσού της προμηθείας, το οποίον δικαιούται. Εις την τουριστικήν πρακτικήν, δια λόγους διευκολύνσεως των πρακτόρων αυτοί αποστέλλουν εις την ΙΑΤΑ την αξίαν του εισιτηρίου μετά από την παρακράτησιν της προμηθείας και των εκπτώσεων, τας οποίας δικαιούνται. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, υπό τας ανωτέρω ιδιότητάς των, διηύθυνον από κοινού τας υποθέσεις της εταιρείας "Manos Travel", ελάμβαναν τας επιχειρηματικάς αποφάσεις και διεχειρίζοντο τα οικονομικά της. Κατά τον τρόπον αυτόν και συμφώνως με τα οριζόμενα εις την προαναφερομένην σύμβασιν μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ΙΑΤΑ, παρελάμβανον αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τυποποιημένα έντυπα αεροπορικών εισιτηρίων από το εις Αθήνας ευρισκόμενον Κεντρικόν Γραφείον διαθέσεως εισιτηρίων όλων των αεροπορικών εταιρειών μελών της ΙΑΤΑ και τα επώλουν δια λογαριασμόν των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών, θέτοντας καθ'εκάστην φοράν επί του εντύπου του εισιτηρίου την σφραγίδα της αεροπορικής εταιρείας, δια λογαριασμόν της οποίας επώλουν το συγκεκριμένον εισιτήριον. Επώλουν ούτως οι κατηγορούμενοι αεροπορικά εισιτήρια και ως πράκτορες και ως αντιπρόσωποι της Lufthansa, σφραγίζοντες το έντυπον του εισιτηρίου με την σφραγίδα της Lufthansa και συμπληρούντες αυτό με τα στοιχεία του πελάτου, της διαδρομής και του αντιτίμου. Ακολούθως εισέπρατταν το τίμημα εκ των πωλήσεων αυτών δια λογαριασμόν της Lufthansa και το απέδιδον καθ'έκαστον μήνα, μαζί με κατάστασιν των πωληθέντων εισιτηρίων, τον αύξοντα αριθμόν αυτών ως και το αντίτιμό των εις το εξουσιοδοτημένον εισπρακτικόν και λογιστικόν γραφείον όλων των αεροπορικών εταιρειών μελών της ΙΑΤΑ, το ΒSΡ. Κατά το χρονικό διάστημα από της 1-12-2000 μέχρι και την 31-1-2001 οι κατηγορούμενοι, υπό την προαναφερθείσαν ιδιότητά του έκαστος, επραγματοποίησαν, μέσω των τριών προαναφερθέντων καταστημάτων της εταιρείας των, σημαντικάς πωλήσεις εισιτηρίων δια λογαριασμόν της Lufthansa, αλλά δεν κατέβαλαν εις την ως άνω εγκαλούσαν εταιρείαν όλα τα χρήματα, τα οποία συνεκέντρωσαν εκ της πωλήσεως των εισιτηρίων, εντός της τεταγμένης προθεσμίας και παρά τας αλλεπάλληλους οχλήσεις εκ μέρους της εγκαλούσης εταιρείας. Οι κατηγορούμενοι ηρνήθησαν πεισμόνως να αποδώσουν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν το χρηματικόν ποσόν των 26.930.422 δραχμών (79.032,79 ευρώ). Από εκάστην πώλησιν εισιτηρίου ο πράκτωρ έπρεπε να αποδώση εις την Lufthansa το καθαρόν ποσόν, το οποίον αναφέρεται ως αποδοτέα αξία. Το ποσόν αυτό προκύπτει όταν από το ποσόν της αξίας συναλλαγής τοις μετρητοίς αφαιρεθή η προμήθεια και προστεθή το ποσόν το αντιστοιχούν εις τον φόρον τοις μετρητοίς. Θα πρέπει ιδιαιτέρως να τονισθή ότι τον φόρον τούτον, ο οποίος χαρακτηρίζεται πλέον ως τέλος Αεροδρομίου, τον εισπράττει ο πράκτωρ από τον επιβάτην κατά την πώλησιν του εισιτηρίου, πλην όμως η εγκαλούσα εταιρεία "Lufthansa" είναι υπόλογος έναντι του Δημοσίου και τον καταβάλλει υποχρεωτικώς, ανεξαρτήτως του αν της τον απέδωσαν τα πρακτορεία ή όχι. Επίσης πρέπει να διευκρινισθή ότι τυχόν χρηματικά ποσά υπό τας ενδείξεις "Αξία Συναλλαγής επί πιστώσει" και "φόρος επί πιστώσει" αφορούν εις συναλλαγάς μέσω πιστωτικών καρτών, τα ποσά, των οποίων εισεπράχθησαν μέσω ηλεκτρονικού συστήματος απ' ευθείας από την Lufthansa και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω και δεν συνυπολογίζονται εις τα οφειλόμενα. Συνεπώς αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν, κατά το χρονικόν διάστημα από 1-12-2000 μέχρι και την 31-12-2000, το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 31.207.415 δραχμών, το οποίον και έπρεπε να καταθέσουν εις το ΒSΡ το αργότερον μέχρι την 15-1-2001, κατά δε το χρονικόν διάστημα από 1-1-2001 μέχρι και την 31-1-2001, εισέπραξαν το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 9.286.011 δραχμών, το οποίον και έπρεπε να καταθέσουν εις το ΒSΡ το αργότερον μέχρι την 15-2-2001. Όθεν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν εκ της πωλήσεως των εισιτηρίων δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 40.493.428 δραχμών. Έναντι του ανωτέρω χρηματικού ποσού, οι κατηγορούμενοι κατέβαλαν το χρηματικόν ποσόν των 13.563.006 δραχμών εις την εγκαλούσαν εταιρείαν, πλην όμως κατεκράτησαν και δεν απέδωσαν το υπόλοιπον ποσόν εκ δραχμών 26.930.422 (79.032,79 ευρώ), το οποίον και ιδιοποιήθησαν παρανόμως και δεν το απέδωσαν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν παρά τας επανειλημμένης οχλήσεις αυτής εις βάρος των. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχον, βάσει της καταρτισθείσης συμβάσεως μεταξύ της εγκαλούσης εταιρείας και της εταιρείας "Manos Travel" την εντολήν να πωλούν αεροπορικά εισιτήρια δια λογαριασμόν της εγκαλούσης και να εισπράττουν τα χρήματα εκ της τοιαύτης πωλήσεως με την υποχρέωσιν να τα παραδίδουν εις την εγκαλούσαν εταιρείαν, αφού εκράτουν την συμφωνηθείσαν προμήθεια των. Σχετικώς με την ιδιαιτέραν σχέσιν, η οποία συνδέει την εγκαλούσαν εταιρείαν με την εταιρείαν "Manos Travel System Α.Ε." παρατηρούμεν ότι αύτη είναι σχέσις εμμίσθου εντολής. Η εταιρεία "Manos Travel System", ως εντολοδόχος της εγκαλούσης εταιρείας, υποχρεούται να πωλή αεροπορικά εισιτήρια δια λογαριασμόν της εγκαλούσης εταιρείας και τα εισπραττόμενα χρήματα να τα παραδίδη εις την εγκαλούσαν εταιρείαν αφαιρούμενης της προμηθείας της. Συνεπώς η εταιρεία υπό την επωνυμίαν "Manos Travel System Α.Ε." είναι εντολοδόχος της εγκαλούσης εταιρείας κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Όθεν, εξ απάντων των ανωτέρω αναφερομένων, σαφώς πλέον προκύπτει ότι υφίστανται πλέον αϊ αποχρώσαι ενδείξεις εις βάρος αμφοτέρων των κατηγορουμένων και πρέπει ούτοι να παραπεμφθούν ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν κατά τα διαλαμβανόμενα εις το υπ'αριθμόν 1547/2 005 προσβαλλόμενον βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών. Συνεπώς πρέπει αι εφέσεις αμφοτέρων των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 να γίνουν τυπικώς δεκτές, ως νόμιμοι, εμπρόθεσμοι και παραδεκταί και ακολούθως να απορριφθούν ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι, να διαταχθή δε η επικύρωσις ως και η άμεσος εκτέλεσις του υπ'αριθμόν 1547/05 προσβαλλομένου βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου των εις Αθήνας Πλημμελειοδικών ως προς όλας αυτού τας διατάξεις και ως προς όλα αυτού τα σημεία". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, κατά τα διαλαμβανόμενα στο 1547/2005 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δηλαδή, όπως αναφέρεται στο τελευταίο αυτό βούλευμα, "για υπεξαίρεση αντικειμένου αξίας άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ, από κοινού, κατ' εξακολούθηση" (άρθρα 26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, 98, 375 παρ.1 εδ. α, γ ΠΚ, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 375 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του ν. 2721/1999 και η παρ.2 του άρθρου 98 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.11 του ν. 2721/1999 ). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον δεν εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που διαπράχθηκε από κοινού και κατ' εξακολούθηση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 98 και 375 παρ.1 εδ.α, γ του ΠΚ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση των αναφερομένων στο προσβαλλόμενο βούλευμα χρηματικών ποσών, τα οποία αφορούν την πώληση εισιτηρίων, που, όμως, δεν προσδιορίζονται στο αιτιολογικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ούτε γίνεται σχετική αναφορά ή παραπομπή στο πρωτοβάθμιο βούλευμα). Επίσης, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, αφού στο σκεπτικό της εισαγγελικής πρότασης, στην οποία αναφέρεται εξ ολοκλήρου το Συμβούλιο, γίνεται μνεία ότι αυτό συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία σχημάτισε την παραπεμπτική κρίση του, "εκ του συλλεγέντος καθ'άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων)", χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στις απολογίες των κατηγορουμένων, ώστε να μπορεί να συναχθεί, έστω και εμμέσως, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και το αποδεικτικό αυτό μέσο. Ομοίως δεν αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργοί, με την εκτεθείσα πιο πάνω έννοια, αφού ουδεμία μνεία ή έστω αναφορά γίνεται στο προσβαλλομενο βούλευμα για την ύπαρξη κοινού δόλου αυτών. Περαιτέρω, ενώ, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του 1547/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, το οποίο τους παρέπεμψε στο ακροατήριο για να δικασθούν για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ, δεχομένου, κατ' αυτόν τον τρόπο, του Συμβουλίου Εφετών ότι τελέστηκε η υπεξαίρεση με την κακουργηματική μορφή της παραγράφου 1 εδαφ. γ του άρθρου 375 παρ.1 α, γ ΠΚ, παραλλήλως, το Συμβούλιο Εφετών, χωρίς να προβαίνει κατά τρόπο σαφή σε μεταβολή ή συμπλήρωση της κατηγορίας αυτής, εκθέτει πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την προβλεπόμενη στην παρ. 2 του αρ. 375 Π.Κ. επιβαρυντική περίσταση, δεχόμενο, ότι, εκτός του ότι το αντιτικείμενο της υπεξαιρέσεως υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), η εταιρεία των κατηγορουμένων ενεργούσε και ως εντολοδόχος της εγκαλούσας εταιρείας. Υπάρχει, συνεπώς, αντίφαση και ασάφεια ως προς την έκθεση των περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως της πράξεως για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι και για το λόγο αυτό, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς το αν εφαρμόσθηκε ορθώς το άρθρο 375 παρ. 1γ ΠΚ.- Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, των συνεκδικαζομένων αιτήσεων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμοι όπως βάσιμος είναι και από το στοιχ.β της ίδιας διάταξης λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης, ο οποίος κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου του ΚΠΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, αφού οι κρινόμενες αιτήσεις είναι εμπρόθεσμες και νομότυπες. Ακολούθως, πρέπει, κατά παραδοχή των αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. (άρθρ.485 παρ.1, 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 1131/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση στο αυτό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων κατά βουλεύματος. Κακουργηματική υπεξαίρεση όπου το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση. Στοιχεία. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Εκ πλαγίου παράβαση. Αναιρεί.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 229/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 303/2001 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 686/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 278/3.7.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της υπ' αριθμ. 303/2001 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής:Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 507 § 1, 473 § § 1 και 3 και 474 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, δια δηλώσεως στον γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, είναι δεκαήμερη από της νομίμου επιδόσεώς της στον έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, δικαιούμενο σε αναίρεση, που ήταν απών κατά την απαγγελία της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς όμως να αρχίζη η προθεσμία αυτή πριν από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογεγραμμένων αποφάσεων, που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ'άλλου, κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο που ασκήθηκε εκπροθέσμως απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Τότε μόνο συγχωρείται εκπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, όταν στην κατά το άρθρ. 474 Κ.Π.Δ. συντασσομένη έκθεση ασκήσεώς της γίνεται επίκληση περιστατικών συνιστώντων ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 836/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/36). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση επεδόθη στον αναιρεσείοντα την 21-8-2001, δια θυροκολλήσεως, ως τούτο προκύπτει εκ του υπό την ιδία ημερομηνία αποδεικτικού επιδόσεως, αλλά αυτός ισχυρίζεται ότι η εν λόγω επίδοση είναι άκυρη, διότι στο ανωτέρω αποδεικτικό αναφέρεται, ότι εθυροκολλήθη στην κατοικία του, όχι η ανωτέρω απόφαση, αλλά κλήση και κατάλογος μαρτύρων.Όμως, στο ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως ο συντάξας αυτό αναφέρει, συν τοις άλλοις: "πήγα να επιδώσω στον Χ1 ο οποίος μετέβαλε κατοικία χωρίς να δηλώση την μεταβολή αυτή...... την με αριθμ. 303/2001 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για να λάβη γνώση. Και μη ευρών τον ίδιο ο οποίος δεν κατοικεί ήδη στην κατοικία αυτή, εκόλλησα την άνω κλήση και τον άνω κατάλογο μαρτύρων στην πόρτα της οικίας...". Εκ του ανωτέρω περιεχομένου του αποδεικτικού επιδόσεως, αδιστάκτως προκύπτει ότι επεδόθη στο αναιρεσείοντα η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση και από παραδρομή του επιδόσαντος δεν αντικατεστάθη η προεκτυπωμένη στο αποδεικτικό φράση "την άνω κλήση και τον άνω κατάλογο μαρτύρων" δια της φράσεως "την άνω απόφαση". Λαμβανομένου δε υπ'όψη και ότι το ανωτέρω αποδεικτικό φέρει όλα τα απαιτούμενα από το άρθρ. 161 § 1 Κ.Π.Δ. στοιχεία, η έλλειψη των οποίων απειλείται με ποινή ακυρότητος της επιδόσεως, ως τούτο προκύπτει εκ της επισκοπήσεώς του, είναι προφανές ότι η ως άνω επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα είναι νόμιμη. Αλλά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη την 23-3-2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, από της νομίμου επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο αναιρεσείοντα (21-8-2001), ο οποίος ουδέν περιστατικό ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, επεκαλέσθη. Κατ'ακολουθία, πρέπει αυτή, εκπροθέσμως ασκηθείσα, να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1.Και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 4 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός". Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 1Οήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Ποιν.Δ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεσηαπορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι, με την υπ' αριθμό 303/21-2-2001 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και με απόντα τον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, απορρίφθηκε η έφεσή του, ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση αυτή, που εκδόθηκε στις 21-2-2001, με απόντα τον κατηγορούμενο, και χωρίς να εκπροσωπηθεί αυτός από πληρεξούσιο συνήγορο, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο δημοσιεύσεων των αποφάσεων, στις 28 Μαρτίου 2001, με αριθμό καταχώρισης 273, σύμφωνα με την από ....... υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα, του Ποινικού τμήματος του Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή, κοινοποιήθηκε νομίμως στον ήδη αναιρεσείοντα, την ......., με θυροκόλληση στην, επί της οδού ........., τελευταία κατοικία του, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, του αρχιφύλακα του Α.Τ.Αλεξανδρούπολης, ......., και στον αντίκλητο πληρεξούσιο δικηγόρο του, Φώτιο Μήτση, όπως προκύπτει από το με χρονολογία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή .......... Ωστόσο, ο αναιρεσείων, άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον της γραμματέως του Ποινικού τμήματος του Εφετείου Αθηνών, μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ, και συγκεκριμένα, την 23η Μαρτίου 2007, ήτοι μετά παρέλευση (6) ετών περίπου, χωρίς μάλιστα σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως), να επικαλείται ο αναιρεσείων την ύπαρξη ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, παρά μόνον επικαλείται, ότι είναι άκυρη η σχετική επίδοση, από το γεγονός ότι στο σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, από προφανή παραδρομή, αναφέρεται μετά το ότι ο επιδούς προέβη στην επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και ότι "εκόλλησε την κλήση και τον κατάλογο των μαρτύρων στην πόρτα της οικίας, κατ' άρθρο 273 παρ.1 εδ. γ' του Κ.Π.Δ", αντί την άνω απόφαση με αριθμό 303/2001. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Σημειώνεται, ότι, για την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, ως απαράδεκτης, κλήθηκε να προσέλθει και εκθέσει τις απόψεις του, στο Συμβούλιο τούτο, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ.1 εδ. τελευταίο του Κ.Π.Δ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 40/23-3-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου στο ΕΚΚΝ Αυλώνος, για αναίρεση της υπ' αριθμό 303/2001 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση (προδήλως με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Απορρίπτει την αναίρεση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 228/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Γεράγγελο, περί αναιρέσεως της 28/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 26 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1463/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του Συντάγματος, "στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ενώ, κατά την παρ. 4 στοιχ.α του ίδιου άρθρου, "ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες". Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ.3 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν. 2287/95), "Κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος, που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξή του και πριν ακόμη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι στρατιωτικοί από την ορκωμοσία τους. Επίσης, στρατιωτικός είναι και όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρμόζεται όμως σε αυτόν μόνο όσον αφορά το έγκλημα της ανυποταξίας". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν θα έχουν σε καμία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων ιδιωτών, η έννοια όμως του στρατιωτικού δίδεται από το νόμο και συγκεκριμένα από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ΣΠΚ. Σύμφωνα δε με τη γενόμενη στη διάταξη αυτή ρύθμιση, είναι στρατιωτικός από τη λήξη της προθεσμίας για κατάταξη, όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί, αλλά o ΣΠΚ εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση εκείνη που τελείται το έγκλημα της ανυποταξίας. Συνεπώς, αν κάποιος, μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις ένοπλες δυνάμεις, δεν εμφανίζεται την ορισμένη ημερομηνία στη μονάδα κατάταξης, από την ημερομηνία αυτή θεωρείται στρατιωτικός και το αδίκημα της ανυποταξίας που διέπραξε εκδικάζεται από τα αρμόδια στρατιωτικά δικαστήρια. Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος, αλλά ούτε στις διατάξεις των άρθρου 4 παρ.1 και 8 αυτού ή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού, αυτός που καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη, θεωρείται ότι είναι στρατιωτικός και όχι ιδιώτης. Είναι δε εύλογο να προσδίδει ο νόμος την ιδιότητα του στρατιωτικού στην πιο πάνω περίπτωση, διαφορετικά η κτήση της ιδιότητας αυτής θα εξαρτάτο από τη βούληση του στρατεύσιμου να εμφανισθεί στο στράτευμα προκειμένου να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Επομένως, είναι αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ο οποίος, με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάστηκε, από το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, για ανυποταξία, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία χρόνια, και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η περ.α του ΚΠΔ και 211 ΣΠΚ , πρώτος λόγος αναίρεσης, όπως εκτιμάται, για υπέρβαση εξουσίας, κατά τον οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε για υπόθεση για την οποία δεν είχε, κατά το Σύνταγμα, δικαιοδοσία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ (211 ΣΠΚ), λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει και όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τον επιεικέστερο νόμο. Τούτο δε, όπως υποστηρίζει, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα της ανυποταξίας του (8.3.2000 έως 10.5.2005), ίσχυσαν περισσότεροι του ενός νόμοι, σχετικά με το ύψος της επιβαλλομένης ποινής και ειδικότερα ο ν. 1763/88 ,που περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις, αφού, με το άρθρο 17 παρ. 5 καθιερώνει ελάχιστο όριο ποινής που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο για ανυποταξία σε καιρό ειρήνης (φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών), ο ν. 2287/97 ( άρθρο 32 α ΣΠΚ) και ο Ν. 3421/05, που δεν δεσμεύει το Δικαστήριο με όριο κατώτατης ποινής, το Δικαστήριο εφάρμοσε τον δυσμενέστερο γι' αυτόν πρώτο νόμο. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σε αυτή πρακτικά, η αναφορά του άρθρου 17 παρ.1 του ν. 1763/88 (σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 3036/02) έγινε μόνο για τον καθορισμό του περιεχομένου της αξιόποινης συμπεριφοράς της ανυποταξίας, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προσδιορίζεται κατά παρόμοιο τρόπο και στο ν. 3421/2005. Ως προς την προβλεπόμενη ποινή, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη διάταξη του άρθρου 32 περ.α του ΣΠΚ ( ν.2287/95), που προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών (χωρίς ελάχιστο όριο), όπως τούτο σαφώς προκύπτει και από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γίνεται ειδική μνεία της εν λόγω διατάξεως του ΣΠΚ. Άλλωστε, χωρίς έννομο συμφέρον προβάλλει ο αναιρεσείων τις πιο πάνω αιτήσεις, αφού το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση επέβαλε ποινή κάτω των έξι μηνών (4 μήνες). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, όπως εκτιμάται, για εσφαλμένη εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Στο άρθρο 57 του ν. 3421/2005, που ρυθμίζει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στρατευσίμων, ανυποτάκτων και οπλιτών, που έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, ορίζονται τα εξής "1. Οσοι συμπληρώνουν το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους μπορούν να εξαγοράσουν το υπόλοιπο των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, εφόσον έχουν καταταγεί ή θα καταταγούν στις Ένοπλες Δυνάμεις και αφού προηγουμένως εκπληρώσουν ενόπλως στρατεύσιμη στρατιωτική υποχρέωση τουλάχιστον ενός (1) μήνα. 2.......3. Όσοι διατελούν σε λιποταξία υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού μετά τη διακοπή της, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 4. Οσοι από τους αναφερομένους στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διετέλεσαν οποτεδήποτε ή διατελούν σε ανυποταξία, με την κατάταξή τους στις Ένοπλες Δυνάμεις εξαιρούνται από την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ανυπότακτοι. 5. Το αξιόποινο της ανυποταξίας των παραπάνω εξαλείφεται με παραγραφή και αίρονται όλες οι σχετικές συνέπειες. Οι δικογραφίες για τις ανυποταξίες τίθενται στο αρχείο με πράξεις του εισαγγελέα του αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου. 6. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται όσοι είτε με τη χρήση πλαστών δικαιολογητικών είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο προκάλεσαν ή προκαλούν την έκδοση παράνομων διοικητικών πράξεων, προκειμένου να παρατείνουν την παραμονή τους εκτός των τάξεων των Ενόπλων Δυνάμεων ή να αποφύγουν την υποχρέωση στράτευσής τους. 7. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται το ακριβές χρονικό διάστημα της στρατεύσιμης στρατιωτικής υποχρέωσης που πρέπει να εκπληρώσουν οι ενδιαφερόμενοι, ο τρόπος και η διαδικασία κατάταξης και στρατολογικής τακτοποίησης των αναφερομένων στις προηγούμενες παραγράφους, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου αυτού, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του....". Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει ότι, για όσους κηρύχθηκαν ανυπότακτοι, προϋπόθεση για να εξαιρεθούν από τις προσκλήσεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ανυπότακτοι και να εξαλειφθεί με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως της ανυποταξίας, δεν είναι μόνο η συμπλήρωση του 35ου έτους της ηλικίας τους , η κατάταξη αυτών στις Ένοπλες Δυνάμεις και η εκπλήρωση ένοπλης στρατεύσιμης στρατιωτικής υποχρέωσης τουλάχιστον ενός (1) μήνα. Απαιτείται, επιπλέον, και η εξαγορά του υπόλοιπου των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, εξαγορά η οποία γίνεται εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις και διαδικασίες που ορίζονται στην παράγραφο 7 της πιο πάνω διατάξεως και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 6 της αυτής διατάξεως. Για να εξαλειφθεί, επομένως, με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως της ανυποταξίας, πρέπει προηγουμένως να έχει επέλθει η πλήρης στρατολογική τακτοποίηση εκείνου που κηρύχθηκε ανυπότακτος , σύμφωνα με όσα ορίζονται στις πιο πάνω διατάξεις. Την συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών ο αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε ούτε ενώπιον του πρωτοβαθμίου ούτε ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά, για πρώτη φορά, ενώπιον του Αρείου Πάγου, και, με τους προσθέτους αυτού λόγους αναίρεσης, ζήτησε την υπαγωγή του στις πιο πάνω διατάξεις, επικαλούμενος ανάλογη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, υποστηρίζοντας, αβασίμως, κατά τα προαναφερόμενα, ότι αρκεί προς τούτο ότι συμπλήρωσε κατά την διάρκεια της θητείας του το 35ο έτος της ηλικίας του. Οι ρυθμίσεις δε αυτές, που παρέχουν το δικαίωμα υπαγωγής στις πιο πάνω διατάξεις όσους εξαγοράσουν το υπόλοιπο της θητείας τους, αφού προηγουμένως ακολουθήσουν την οριζόμενη προς τούτο διαδικασία, ουδόλως παραβιάζουν την από την διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, με το να μην υπάγουν σ' αυτές και άλλες κατηγορίες ανυποτάκτων, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δεν είναι βάσιμος. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19/6/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως ( με αρ. πρωτ. 5803/21-6-2007 ) και τους από 26-10-2007 προσθέτους λόγους του Χ1 κατά της 28/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 30 Ιανουαρίου 2008. Ο AΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανυποταξία σε ειρηνική περίοδο. Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας διότι, κατά παράβαση του άρθρου 96 του Συντάγματος, Στρατιωτικό Δικαστήριο, χωρίς να έχει δικαιοδοσία δίκασε ιδιώτη. Λόγος αναίρεσης για μη εφαρμογή επιεικέστερου νόμου. Πρόσθετος λόγος για κακή ερμηνεία και εφαρμογή νόμου - (άρθρο 57 του ν. 3421/2005). Παραγραφή. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει.
Υπέρβαση εξουσίας
Επιεικέστερος νόμος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Δικαιοδοσία, Ανυποταξία.
0
Αριθμός 227/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σαμαρά, περί αναιρέσεως της 3241/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 924/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το άρθρο 2 παρ.5 του Ν.2408/1006, επιβάλλουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως, αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή η έκδοσή τους εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια ή την ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Επομένως, η αιτιολογία αυτή, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται και στην παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή ή διακοπή της δίκης, προκειμένου: α) να προσκομιστούν κρίσιμα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται και β) να κληθεί και εξετασθεί, ως μάρτυρας, ο προκύψας από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσει ή διαψεύσει κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την ταυτάριθμη προς την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για παθητική δωροδοκία, για αναβολή ή διακοπή της δίκης, το οποίο οι συνήγοροί του είχαν υποβάλει παραδεκτώς, εν όψει των καταθέσεων στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας, κατά τις οποίες: α) ο κατηγορούμενος ιατρός απαίτησε και εισέπραξε στις 24-5-1999 το ποσό των 300.000 δραχμών για να χειρουργήσει την επόμενη ημέρα την ψ1, β) το ανωτέρω χρηματικό ποσό ανέλαβε ο σύζυγός της, Γ1, με κάρτα ανάληψης από την Τράπεζα EUROBANK και γ) για το γεγονός της καταβολής των χρημάτων ενημερώθηκε από αυτούς τηλεφωνικώς ο ιατρός, Ζ1, ο οποίος τους είχε συστήσει στον κατηγορούμενο ιατρό, προκειμένου: α) να κληθεί και καταθέσει, ως μάρτυρας, ο ιατρός Ζ1, για να επιβεβαιώσει ή διαψεύσει το περιεχόμενο της παραπάνω τηλεφωνικής συνομιλίας και β) να προσκομιστεί το βιβλιάριο καταθέσεων του συζύγου της Ψ1, Γ1 χρηματικού ποσού, με την αιτιολογία ότι, " το πόρισμα της ενοχής του κατηγορουμένου θεμελιώνεται πλήρως στα πιο πάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και δη στις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας Ψ1, Γ1 και Γ2, οι οποίες δεν αναιρούνται από τις λοιπές καταθέσεις των μαρτύρων ....., ...... και ........, γιατί η προσκόμιση από την μηνύτρια εγγράφου από την Τράπεζα για ανάληψη χρηματικού ποσού ισάξιου με αυτό που δόθηκε στον κατηγορούμενο δεν κρίνεται αναγκαία για την απόδειξη της κατηγορίας. 'Αλλωστε, και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ως άνω και αρνούμενος τη λήψη του ποσού αυτού, κατέθεσε ότι ακόμη και αν φέρει χαρτί από την Τράπεζα, αυτό δεν θα είναι στοιχείο. Όσον δε αφορά τον μάρτυρα Ζ1, είχε κληθεί για να εξεταστεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Όμως δεν εμφανίστηκε, επικαλούμενος, με το από ..... έγγραφό του, προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις. Με βάση δε τα παραπάνω α) δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής, αλλιώς διακοπής της δίκης για περισσότερες αποδείξεις, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου τελέσεως της πράξεως". Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι: α) δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για να στηρίξει την απορριπτική του κρίση, ούτε προσδιορίζει αυτό όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεώρησε επαρκή για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, ούτε σε τι συνίσταται η επάρκεια αυτών και β) δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την κρίση για την αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής ή διακοπής της δίκης, καθώς και τους συλλογισμούς, με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή. Ειδικότερα: α) όσον αφορά την αιτιολογία της μη αναγκαιότητας προσκομιδής της σχετικής τραπεζικής βεβαιώσεως, δεν είναι αυτή ειδική και εμπεριστατωμένη από μόνο το γεγονός, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, αναφέρθηκε στο ότι, ακόμη και στην περίπτωση προσκομιδής της, δεν θα είναι ικανό αποδεικτικό στοιχείο για στήριξη της ενοχής του, ενόψει του ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο περί του αντιθέτου στοιχείο, όπως βεβαίωση του αντίστοιχου πιστωτικού ιδρύματος, περί καταστροφής του Αρχείου του ή περί μη τηρήσεως αντίστοιχου τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα της ίδιας της μηνύτριας ή του συζύγου της, ή μη διενέργειας από μέρους του συζύγου της οποιασδήποτε σχετικής τραπεζικής συναλλαγής και β) δεν αιτιολογείται η απόρριψη του επικουρικού αιτήματος για διακοπή της δίκης, είτε για την προσκομιδή του ως άνω τραπεζικού εγγράφου, είτε για την προσέλευση του μάρτυρα Ζ1, του οποίου η αδυναμία προσέλευσης, ήταν προσωρινή μόνο κατά την ημέρα εκδικάσεως της κατηγορίας, 30 Μαρτίου 2007, ενώ η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την μνεία της ύπαρξης κινδύνου παραγραφής του εγκλήματος, ως λόγου απορρίψεως του αιτήματος αναβολής και διακοπής της δίκης, δεν αποτελεί νόμιμη αιτιολογία. Συνεπώς, ο συναφής λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η παρεμπίπτουσα απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος, και γι' αυτό, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη σχετική απορριπτική διάταξή της. Συνακολούθως δε, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τη διάταξή της, με την οποία, εξετάζοντας κατ' ουσίαν την υπόθεση, οδηγήθηκε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος, γιατί, με το να αποφανθεί κατά τον τρόπο αυτό το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο αναίρεσης. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. (Ολομ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε τον ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας(άρθρο 235 του ΠΚ), που τελέστηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαϊου 1999 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 έτη. Η πράξη όμως αυτή υπέπεσε σε παραγραφή, αφού, από την προαναφερόμενη ημερομηνία, κατά την οποία φέρεται ότι τελέσθηκε (24 Μαϊου 1999) και μέχρι την ημερομηνία διασκέψεως της υποθέσεως (18-12-2007), παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των οκτώ ετών, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου αναστολής της παραγραφής. Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, και περιέχει βάσιμο, κατά τα παραπάνω, λόγο αναίρεσης, κατά παραδοχή του οποίου αναιρείται η απόφαση, πρέπει να παύσει οριστικώς, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή ποινική δίωξη. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ' αριθμό 3241/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος χ1, για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην Αθήνα, με την ιδιότητα του ιατρού χειρουργού, ενταγμένου στο Εθνικό Σύστημα Υγείας(ΕΣΥ) και ειδικότερα για το ότι αυτός, κατέχων τη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Α' Χειρουργικού τμήματος του Π.Γ.Ν Αθηνών Κοργιαλενείου-Μπενακείου, στις 24 Μαϊου 1999, απαίτησε από τη μηνύτρια ψ1 να του δώσει το ποσό των 300.000 δραχμών, ως δώρο, το οποίο έλαβε την ίδια ημέρα από αυτή, δια του συζύγου της, προκειμένου να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή κατά τη χειρουργική επέμβαση κοιλιοκήλης μετά κρεμαμένης κοιλίας και λιπωδών υπερπλασιών εφηβαίου και αμφοτέρων των μηρών κάτωθεν του ριζομηρίου, την οποία πραγματοποίησε ο ίδιος στην μηνύτρια την επόμενη στο άνω νοσοκομείο και αναγόταν στα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παθητική δωροδοκία. Αναίρεση με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής ή διακοπής της δίκης. Αναιρεί και παύει οριστικά ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Δωροδοκία, Αναβολής αίτημα.
2
Αριθμός 225/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μανούσο Μανουσέλη, περί αναιρέσεως της 924/2006 αποφάσεως του Τριμελους Πλημμελειοδικείου Ροδόπης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 68/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται, σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής " Στην ....... στις 22-6-2005, η κατηγορούμενη, προσέβαλε με λόγια και έργα την τιμή του εγκαλούντος Ψ1, απευθύνοντάς του τις φράσεις " αλήτη, παλιοταξιτζή, γαμημένε ποιος είσαι ρε" με σκοπό να προσβάλει την τιμή και την υπόληψή του με τις ως άνω φράσεις, χτυπώντας τον με τα χέρια στο στήθος και σπρώχνοντάς τον, υποτιμώντας έτσι την προσωπικότητά του με πρόθεση. Επίσης, με πρόθεση πρόσβαλε την τιμή και υπόληψη της εγκαλούσας Ψ2, απευθύνοντάς της τις φράσεις " δεν ξέρουμε ποια είσαι εσύ, μέσα στα χαντάκια πηδιόσουνα, είσαι κακόμοιρη, αγράμματη ζώο μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου στο χωριό, θα δεις τι θα σου κάνω" οι οποίες είναι πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της. Τέλος, επιτέθηκε εναντίον της εγκαλούσας Ψ2 και με πρόθεση την τράβηξε από τα μαλλιά και από το χέρι, προκαλώντας της κάκωση αριστερού ωτός και κροταφοβρεγματική, κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία και εκδορές πηχεοκαρπικής,(βλ το με αριθμό ......... πιστοποιητικό του Σισμανόγλειου Γ.Ν Κομοτηνής), που είναι σωματικές βλάβες πολύ ελαφρές. Τα προαναφερθέντα προκύπτουν με σαφήνεια από τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων Ψ1, Ψ2, ...... και ........., οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες των άνω περιστατικών, ο τέταρτος δε ........ ήταν υποψήφιος αγοραστής του διαμερίσματος της κατηγορουμένης, ο οποίος μετέβη εκεί για να το ιδεί και δεν είχε καμία σχέση ούτε με την πολυκατοικία όπου έγιναν τα περιστατικά αυτά, ούτε με τους εγκαλούντες και την κατηγορουμένη. Οι καταθέσεις των παραπάνω τεσσάρων μαρτύρων δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων Γ1, ........., ......... και ............, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό και ό,τι καταθέτουν, το γνωρίζουν από την ίδια την κατηγορούμενη και ο Γ1, ειδικότερα τόσο από την κατηγορούμενη, όσο και από τον αυτόπτη μάρτυρα και θείο του μεσίτη, Γ2, ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και ο οποίος του είπε ότι έγινε φασαρία μεταξύ της κατηγορούμενης, κάποιου ταξιτζή και της Ψ2 και ότι η κατηγορούμενη είχε πεί στο θείο του ότι ο ταξιτζής της έλεγε πρόστυχα λόγια". Επομένως, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων της εξύβρισης με λόγια και έργα κατά συρροή και της πολύ ελαφράς από πρόθεση σωματικής βλάβης". Στη συνέχεια το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, την κήρυξε ένοχη και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 χρόνια. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και του 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1, 94 παρ.1, 361 παρ.1 και 308 παρ.1 περ.β του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο δόλος της αναιρεσείουσας, η οποία είχε την πρόθεση να προσβάλει την τιμή των παθόντων, Ψ1 και Ψ2, με τη χρησιμοποίηση σε βάρος τους μειωτικών της τιμής και της υπολήψεώς τους λέξεων και φράσεων και μάλιστα, σε βάρος μεν του πρώτου, των λέξεων " αλήτη, παλιοταξιτζή, γαμημένε, χωριάτη, ζώο" και, σε βάρος της δεύτερης, των φράσεων "ξέρουμε ποια είσαι εσύ, που πηδιόσουνα μέσα στα χαντάκια, κακόμοιρη, αμόρφωτη, αγράμματη, ζώο...." και η γνώση της, ότι με τις ενέργειές της αυτές προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψή τους. Περαιτέρω, αιτιολογείται η πρόθεσή της αναιρεσείουσας, να προκαλέσει σε βάρος της Ψ2, πολύ ελαφρές σωματικές κακώσεις, αφού επιτέθηκε εναντίον της και, με τα χέρια της, της προκάλεσε τις αναφερόμενες στην οικεία ιατροδικαστική έκθεση, που αναγνώστηκε, σωματικές βλάβες. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους, κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Γ2, ο οποίος είχε αποβιώσει και την οποία είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, κατά τη συζήτηση ενώπιον αυτού. Από τα πρακτικά όμως της δίκης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη ή τον παραστάντα συνήγορό της ανάλογο αίτημα, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 924/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Έλλειψη ακροάσεως που δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, προϋποθέτει προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 224/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μανούσο Μανουσέλη, περί αναιρέσεως της 92/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κειου Κομοτηνής. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 507/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξ' άλλου, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για ύπαρξη δικαιολογημένης αγανακτήσεως (άρθρο 361 παρ. 3 του Π.Κ σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ.3 του ίδιου Κώδικα), που τείνει στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται, σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, που δίκασε ανεκκλήτως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που γενικώς, κατά το είδος τους αναφέρει (έγγραφα που αναγνώσθηκαν, καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την απολογία της κατηγορουμένης στο ακροατήριο και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης), αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής πραγματικά περιστατικά: ότι " στις 27-6-2005 και περί ώρα 10.15 παρευρίσκοντο στο Αστυνομικό Τμήμα Κομοτηνής, η κατηγορούμενη, ο πρώτος μάρτυρας Γ1 και η τρίτη μάρτυρας Γ2. Στο Αστυνομικό τμήμα ευρίσκοντο, προκειμένου να γίνουν από τον Υ/Β' ......... συστάσεις στα ανωτέρω πρόσωπα. Εξ' αιτίας όμως του ότι η κατηγορούμενη έκανε λάθος στο όνομα του πρώτου μάρτυρα, που νόμιζε ότι τον έλεγαν ........., ο Γ1 (ήτοι ο πρώτος μάρτυρας) χαμογέλασε, γεγονός που αντιλήφθηκε η κατηγορούμενη και, εκνευρισμένη καθώς ήταν από προηγούμενο επεισόδιο, απευθύνθηκε προς τον τελευταίο αποκαλώντας τον "καραγκιόζη" και συγκεκριμένα του είπε:" τι γελάς βρε καραγκιόζη".Η φράση αυτή, με τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε, προσέβαλε τη τιμή του πρώτου μάρτυρα Γ1 και γι' αυτό η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την τέλεση της πράξης της εξύβρισης." Στη συνέχεια, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα και την καταδίκασε σε φυλάκιση 2 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κομοτηνής, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 361 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται ο δόλος της αναιρεσείουσας, η οποία είχε την πρόθεση να προσβάλει την τιμή του παθόντος, με τη χρησιμοποίηση της λέξεως "καραγκιόζη" και τη γνώση, ότι, με την ενέργειά της αυτή, που είναι μειωτική και απαξιωτική, προσβάλλεται η τιμή αυτού. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τα πρακτικά τηςδίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι αυτοτελής ισχυρισμός περί δικαιολογημένης αγανακτήσεως(άρθρο 361 παρ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ.3 του ΠΚ), δεν υποβλήθηκε από μέρους της αναιρεσείουσας, ούτε από την παραστάσα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως συνήγορό της, οπότε δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει επί του ως άνω ισχυρισμού. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-2-2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμό 92/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης για εξύβριση (άρθρο 361 ΠΚ) με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απαράδεκτος ο αυτοτελής ισχυρισμός περί δικαιολογημένης αγανάκτησης (άρθ. 361 παρ. 3 ΠΚ). Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Εξύβριση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 223/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 133/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Μαρτίου 2007 και 10 Απριλίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 546/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 259/25-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω εις το Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 528 παρ. 1, 485 παρ. 1, 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την έκθεση αναιρέσεως με αριθ. 9/12-3-2007 καθώς και την συμπληρωματική αυτής, με αριθ. 15/10-4-2007, του Χ1, εκ των οποίων η μεν πρώτη ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η δε δευτέρα ησκήθη εκπροθέσμως αφού από του χρόνου επιδόσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ίδε το από ........ αποδεικτικό επιδόσεως) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ημερών, αφενός μεν, κατά του υπ' αριθ. 133/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης δια του οποίου απερρίφθη, αίτησις περί επαναλήψεως της διαδικασίας, κατά την οποίαν εξεδόθη η υπ' αριθ. 12308/1998 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αφ' ετέρου δε κατά της υπ' αριθ. 35731/1994 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατ' έφεση της οποίας εξεδόθη η παραπάνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρ. 462 επ. 465 επ, 465 επ, 471,473, 475, 476, 501, 513 εν συνδ. με το αρθρ. 514 Κ.Π.Δ, σαφώς προκύπτει ότι τα υπό του νόμου χορηγούμενα ένδικα μέσα ασκούνται άπαξ μόνον, κατ' εφαρμογή του αξιώματος "ουχί δις επί το αυτό", αν δε το επιληφθέν του άπαξ ασκηθέντος ενδίκου μέσου και απόρριψαν τούτο ως αβάσιμο ή απαράδεκτο, δικαστήριο ή συμβούλιο , προβεί μετά ταύτα εις εξέτασιν ομοίου ενδίκου μέσου, ασκηθέντος εκ νέου υπό του ενδιαφερομένου, υποπίπτει εις υπέρβασιν εξουσίας (ΑΠ 1072/81 Ποιν. Χρ. ΛΒ' σελ. 393, ΑΠ 922/77 Ποιν. Χρ. ΚΗ/213, ΑΠ 9/1996 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ σελ 1293). Βέβαια τούτο δεν συμβαίνει, όταν η εκ νέου άσκηση του ενδίκου μέσου χωρεί πριν προηγηθεί κρίση επί του αρχικά ασκηθέντος, διότι τότε το εκ νέου ασκούμενο πρέπει να θεωρηθεί ως συμπληρωματικό του πρώτου, εφόσον ησκήθησαν εμπροθέσμως και με την άσκησιν των οποίων ετηρήθησαν οι διαγραφόμενες από το άρθρο 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ, προϋποθέσεις (ΑΠ 9/96 ενθ. άνω): Εξάλλου δεν μπορούν να προταθούν λόγοι αναίρεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία μετά την παραδοχή τυπικά της έφεσης εξαφανίζεται. II. Στην προκειμένη περίπτωση προβάλλονται υπό του αναιρεσείοντος, λόγοι αναίρεσης με τους οποίους διαλαμβάνονται αιτιάσεις σε σχέση με την πρωτοβάθμια απόφαση με αριθ. 35731/1994 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία με την τυπική παραδοχή της έφεσης του αναιρεσείοντος εξηφανίσθη με την υπ' αριθ. 12308/18-9-98 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι αναίρεσης κατά της παραπάνω πρωτοβάθμιας αποφάσεως, δι' ον λόγον πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως, του κυρίου δικογράφου με αριθ. 9/2007, στρεφόμενη κατά της προδιαληφθείσης αποφάσεως (ΑΠ 2087/2002). Περαιτέρω, όμως εκτός, από τη νομίμως και εμπροθέσμως συνταχθείσαν έκθεσιν αναιρέσεως με αριθ. 9/12-3-2007, συνετάχθη και η με αριθ. 15/10-4-2007 συμπληρωματική τοιαύτη της πρώτης έκθεσις, εκπροθέσμως δια της οποίας προσβάλλεται παράλληλα με το υπ' αριθ. 133/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και η υπ' αριθ. 12308/1998 απόφασις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με παρόντα τον κατηγορούμενο, που εξεδόθη κατ' έφεσιν της με αριθ. 35731/94 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Όμως η τοιαύτη εκπροθέσμως συνταχθείσα συμπληρωματική έκθεσις αναιρέσεως , διαλαμβάνουσα πρόσθετους λόγους κατά του παραπάνω βουλεύματος με αριθ. 133/2007 καθώς και λόγους που συνιστούν έλλειψιν νομίμου βάσεως για την πράξιν της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής που εκηρύχθη ένοχος με την προδιαληφθείσαν απόφασιν του δευτεροβάθμιου, ως άνω δικαστηρίου, τυγχάνει απαράδεκτος, κατά τα εκτεθέντα και ως τοιαύτη πρέπει να απορριφθεί, και δια τον πρόσθετο λόγο ότι η προδιαληφθείσα απόφασις του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με αριθ. 12308/1998 κατέστη αμετάκλητη αφού κατ' αυτής ησκήθη αναίρεσις και απερρίφθη με την υπ' αριθ. 123/2001 απόφασις του Αρείου Πάγου. III. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθ. 148-153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι, στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Διαφορετικά, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για την πληρότητα των λόγων αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, στην οποία περιλαμβάνεται και η έλλειψη νόμιμης βάσης του βουλεύματος, πρέπει α) στην πρώτη, ως άνω περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία του βουλεύματος, και αν υπάρχει αιτιολογία, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος και β) στην δεύτερη περίπτωση να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται σε τις ακριβώς συνίσταται η παραβίαση της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος. Οι ανύπαρκτοι λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτης δικαστικής εκτιμήσεως , δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία που βρίσκονται έξω από την έκθεση, όπως με υπόμνημα του αναιρεσείοντος, αλλά ούτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, κατ' αρθρ. 485 παρ.2 Κ.Π.Δ, και δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη έρευνα αυτών από τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 484 παρ. 2, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως. (Ολ ΑΠ 2/2002 και 19/2001). IV) Στην προκειμένη περίπτωση δια της υπό κρίσιν εκθέσεως αναιρέσεως πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με αριθ. 133/2007 που εξεδόθη, κατόπιν της από 2-1-2007 αιτήσεως του κατηγορουμένου για επανάληψη της διαδικασίας, εφ' ης εξεδόθη εις βάρος του η υπ' αριθ. 12308/1998 αμετάκλητη απόφασις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, χωρίς να περιέχει (αρθρ. 474 παρ. 2, 484 παρ.1 Κ.Π.Δ) ούτε ένα λόγο αναιρέσεως. Αναφέρεται δε μόνον εις τους λόγους που εκτίθενται υπ' αυτού στην προδιαληφθείσα αίτησιν του, καθώς και στην υπεύθυνη δήλωσιν του, ισχυριζόμενος το μεν ότι η επιταγή δι' ην εκηρύχθη ένοχος με την παραπάνω απόφασιν είχε τον χαρακτήρα "χρεωστικού ομολόγου" αφού δεν εξεδόθη εις διαταγήν του κομιστού της, υπαινισσόμενος ότι η ένδειξις αυτή ετέθη εκ των υστέρων, το δε ότι η εν λόγω επιταγή εξεδόθη υπ' αυτού την 6-12-1989 και ουχί την 6-12-1990, ως αναγράφεται επ' αυτής , και συνεπώς ότι έλαβε χώραν πλαστογραφία, ως προς τα στοιχεία αυτά, της εν λόγω επιταγής, επικαλούμενος προς τούτο, ως νεώτερο στοιχείο μετά την τοιαύτην καταδίκη του, την από 4-12-1990 ένορκον κατάθεσιν του κομιστού της επιταγής Γ1. Όμως στην περίπτωση αυτή κατά την οποίαν ήθελε κριθεί ότι νομίμως προβάλλονται οι παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, ως λόγοι αναίρεσης κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, καθ' όσον με εμπεριστατωμένη αιτιολογία απεφάνθη δι' αυτού (βουλεύματος) ότι δεν συντρέχει προς τούτο λόγος για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποίαν εξεδόθη η προαναφερόμενη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση με αριθ. 12308/1998 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίπτοντας εμμέσως πλην σαφώς και τον περί πλαστογραφίας ισχυρισμό και συνακόλουθα ότι δεν συντρέχει λόγος να βεβαιωθεί το γεγονός τούτο κατ' αρθρ. 525 παρ. 3 εν συνδ. με 528 Κ.Π.Δ. Άλλωστε, οι εν λόγω ισχυρισμοί προεβλήθησαν υπό του κατηγορουμένου και απερρίφθησαν κατά την ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαδικασίαν με την προδιαληφθείσαν απόφασιν του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, τόσον η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως με αριθ. 9/12-3-2007 όσον και η συμπληρωματική αυτής με αριθμό 15/10-4-2007 και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, οι υπ' αριθ. 9/12-3-2007 και 15/10-4-2007 εκθέσεις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθ. 133/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης δια του οποίου απερρίφθη, η από 2-1-2007 αίτησις του περί επαναλήψεως της διαδικασίας επί της οποίας εξεδόθη η υπ' αριθ. 12308/1998 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα τη 30 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 12 Μαρτίου 2007 και 10 Απριλίου 2007, αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 133/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, πρέπει, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν. Επειδή, κατά βασική δικονομική αρχή, που προκύπτει από το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, προ πάσης έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας ή μη των λόγων ασκήσεως του ενδίκου μέσου, πρέπει να έχει ασκηθεί αυτό με τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, διότι άλλως τούτο είναι και πρέπει να κηρυχθεί χωρίς άλλο και αυτεπαγγέλτως απαράδεκτο, αφού η τήρηση των διατυπώσεων του νόμου εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (ασφάλεια δικαίου κλπ), με συνέπεια, εάν δεν τηρηθούν και το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν κηρύξει το ένδικο μέσο απαράδεκτο, η σχετική απόφαση ή το βούλευμα υποπίπτουν σε υπέρβαση εξουσίας (484 περ. στ, 510 παρ. 1 περ. η Κ.Ποιν.Δ.). Μεταξύ δε των διατάξεων που καθιερώνουν τέτοια προϋπόθεση, είναι και η παρ. 2 του άρθρου 474 Κ.Ποιν.Δ. κατά την οποία "Στην έκθεση (ασκήσεως του ενδίκου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Η διάταξη αυτή καθιερώνει επιτακτικό κανόνα που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα, διότι συνάπτεται με τη φύση και το σκοπό κάθε ενδίκου μέσου και δη ποιό ή ποιά τα παράπονα του ασκούντος αυτό, και, επομένως, κατά πόσο μεταβιβάζεται η υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο-συμβούλιο, αφού η έκθεση αποτελεί το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης για το ένδικο μέσο. Έτσι, στην έκθεση αναίρεσης, πρέπει να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται, έτσι, ώστε να μπορούν να καταστούν αντικείμενο δικαστικής εκτιμήσεως (δηλ. από τον 'Αρειο Πάγο), διαφορετικά η αναίρεση είναι, χωρίς άλλη έρευνα, απαράδεκτη. Μάλιστα δε, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για αυτεπάγγελτη έρευνα των λόγων αναιρέσεως (άρθρο 484 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ), αφού η έρευνα αυτή προϋποθέτει ότι η έκθεση αναίρεσης έχει τουλάχιστον έναν λόγο σαφή και ορισμένο και παραδεκτό κατά νόμο. Οι λόγοι αναιρέσεως κατά βουλευμάτων (αλλά και κατά αποφάσεων) ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 484 και 510 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Μεταξύ αυτών δεν είναι η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβανομένου υπόψη, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος, ως και την τήρηση ορισμένων δικονομικών διατάξεων, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών για τα οποία κρίνει κυριαρχικώς το οικείο συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθμό 9/12 Μαρτίου 2007, έκθεση αναιρέσεως, πλήττεται το υπ' αριθμό 133/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε η από 2-1-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος, για την υπέρ αυτού επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμό 12.308/1998 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Προς θεμελίωση δε της κρινόμενης με αριθμό 9/2007 αιτήσεώς του, επικαλείται αυτός κατά λέξη και πιστή αντιγραφή από την έκθεση αναιρέσεως τα παρακάτω: "1. Μεταβάς στο .... εδώ σήμερα και δεν εγνώριζα ότι εκπνέει η προθεσμία και ως εκ τούτου στερούμαι τα πάντα ΔΕΝ ΕΧΩ χρόνο για δικηγόρο κλπ. Αναφέρομαι καθ' ολοκληρίαν στην αίτησή μου και στην υπεύθυνη δηλωσίν μου και θα ακολουθεί ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ με συγκεκριμένους λόγους. 2. Συμπροσβάλω την αριθμ. 35731/1994 απόφαση του Μον. Πλημ. Θεσ/κης καθ' όσον στην 3η σελίδα έγραψε ΨΕΥΔΩΣ ότι: ήταν " ΣΕ ΔΙΑΤΑΓΗ", Ενώ όχι μόνον δεν ήταν σε διαταγή αλλά κατ' εμέ οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΤΕ ασφαλώς δεν πρόσεξαν ότι επρόκειτο(ουσία χρ. ομόλογο) και ότι ΔΗΘΕΝ ΗΤΑΝ " ΔΙΓΡΑΜΜΗ" με συγκεκριμένη ρήτρα με μια και μόνη υπογραφή εμού και του δανειστού μου Γ1 Γεγονός που οι Υπάλληλοι της Ε.Τ.Ε. Ασφαλώς δεν το πρόσεξαν. 2. Οι Υπάλληλοι της Ε.Τ.Ε. ........ Θεσσαλονίκης (χωρίς να το προσέξουν) Αναγγ........"ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ" και δη εμπροθέσμως. Όμως: Μόλις εξήλθαν από την ΕΤΕ Αστυνομικό Όργανο συνέλαβε τον Γ1 (ενώ η σύζυγός του ξέφυγε) και τον οδήγησε στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης και τον εξέτασε μήπως ήταν κλεμμένη η ρηθείσα επιταγή. Καθόσον είχαν διαπραχθεί ληστείες και κλοπές και πολλά μπλοκ επιταγών. Και εκεί στην Ασφάλεια και ομολόγησε ο Γ1 ........:Χρ. Ομόλογο το είχε από την ..... (βλ. ομολογίες Ένορκες του Γ1 τόσο στην ασφάλεια την ....... όσο και στον Τακτικό Ανακριτή του Πρωτ. Θεσσαλονίκης που και εκεί ομολόγησε ενόρκως την 14-7-1991 ότι ούτε το έγγραφο αυτό το κατείχε από την ..... και συνεπώς δεν είχε ως θα έδει α) εμπρόθεσμη επιταγή την 14-12-1990 "σε διαταγή" και ασφαλώς δεν ήταν "και ήταν σε διαταγή" (βλ. 3η και 4η σελίδα της αριθ. 35731/1994 Μον. Πρωτ.). 3) Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει σαφέστατα και ότι: εμφανίζοντας (το χρ. Ομόλογο) την δήθεν επιταγή "σε διαταγή". Ασφαλώς το ζεύγος Γ1 εν γνώσει του εξαπάτησαν και τους υπαλλήλους της Ε.Τ.Ε., και το δικαστήριο που εξέδωσε τη ρηθείσα (35731/1994) απόφαση του Μον. Πλημ. Θεσσαλονίκης κλπ. 4. Τα ως άνω γεγονότα ασφαλώς δεν θα αποκαλύπτονταν αν ο αστυνομικός δεν τον συλλάμβανε (ως ύποπτον κλοπής) και θα εξαπατούσαν τους πάντες ότι δήθεν ήταν την 14-12-1990 (δήθεν) εμπρόθεσμη και ασφαλώς ο νυν αναιρεσείων δεν θα ηδύνατο να αποδείξει την αλήθεια. Όμως, μετά από τις ως άνω ένορκες καταθέσεις την 14-12-1990 και 14-7-1991 του Γ1 κλπ προκύπτει σαφέστατα ότι: Α) Δεν έχουμε "διαταγή επιταγής" και β) και δεν έχουμε "το χρεωστικό ομόλογο" ως "εμπρόθεσμη επιταγή σε διαταγή" και ασφαλώς δεν υπήρχαν και οι φράσεις "και ήταν σε διαταγή". Επειδή, λόγω ωραρίου αδύνατον να ανεύρω δικηγόρο κλπ αναφέρομαι εις άπαντα τα προαναφερόμενα και επιφυλάσσομαι ρητώς να συμπληρώσω και προσθέτους λόγους και διευκρινίζω ότι: ποτέ μα ποτέ εγώ δεν εξέδωκα ακάλυπτη επιταγή και είμαι 75 ετών και ασθενής. Ταύτα επί του παρόντος." Ο αναιρεσείων. Συνάπτω και φ/φ εκ της κλοπής και πλαστογράφησης των επιταγών μου." Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε μεν εμπρόθεσμα (473 παρ. 1 εδ. τελ. Κ.Π.Δ.) και κατά βουλεύματος που υπόκειται σ' αυτήν (άρθρο 482 ΚΠΔ), πλην όμως δεν περιέχει κανένα λόγο αναιρέσεως, από αυτούς που ορίζει περιοριστικά το άρθρο 484 Κ.Ποιν.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω παντελούς αοριστίας. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 εδ.β του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι 10ήμερη και αρχίζει από την κοινοποίηση του βουλεύματος. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, και συγκεκριμένα από το με χρονολογία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης, .........., προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο με αριθμό 133/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, κοινοποιήθηκε νομίμως στον ήδη αναιρεσείοντα, την 20 Μαρτίου 2007. Κατά του ως άνω βουλεύματος, ο αναιρεσείων, άσκησε ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την με αριθμό 15/10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως, μετά την εκπνοή όμως της δεκαήμερης προθεσμίας από την κοινοποίησή του. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση με αριθμό 15/10-4-2007, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου γραμματέα) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει τις με αριθμό 9/12-3-2007 και 15/10-4-2007 αιτήσεις του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 133/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220.00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007 . Και. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος που απέρριψε την αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας. προϋποθέσεις παραδεκτού της αναιρέσεως (484 ΚΠΔ). Ανυπαρξία λόγων αναιρέσεως. Απαράδεκτη η δεύτερη αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη.
Επανάληψη διαδικασίας
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Επανάληψη διαδικασίας.
2
Αριθμός 221/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της με αριθμό 752/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1539/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 6 Σεπτεμβρίου 2007 και 6 Σεπτεμβρίου 2007, ενούμενες στο ίδιο δικόγραφο, αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1, αντιστοίχως, κατά της υπ' αριθμό 752/6-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, είναι παραδεκτές και ταυτόσημες, πρέπει, λόγω τη πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν. Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (άρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 752/6-11-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από κοινού, σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, η οποία προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, διαλαμβάνεται ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, καθώς και τις απολογίες των κατηγορούμενων και όλη την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Στις 29-7-2000 και ώρα 12.45 περίπου, η Ψ οδηγούσε το με στοιχεία κυκλοφορίας ........ ΙΧΕ αυτοκίνητο επί της οδού ........, στην ....... Όταν το όχημα τούτο διήλθε τη διασταύρωση της ως άνω οδού με τις οδούς ...... και ......., ο εμπρός αρχικά και ο οπίσθιος κατόπιν δεξιοί τροχοί του έπεσαν σε υπάρχον επί του οδοστρώματος φρεάτιο όμβριων υδάτων, με αποτέλεσμα να απολέσει η οδηγός του τον έλεγχό του, εξαιτίας της αιφνίδιας ταλάντωσης που του προκάλεσε η για ελάχιστα δευτερόλεπτα θέση των τροχών του σε διαφορετικό επίπεδο, να εκτραπεί στη συνέχεια αυτό και να προσκρούσει σε παρακείμενο επί του πεζοδρομίου στύλου της ΔΕΗ. Από την πρόσκρουση αυτή τραυματίστηκε θανάσιμα η Ψ και συγκεκριμένα υπέστη υπαραχνοειδή αιμορραγία του εγκεφάλου, ρήξη κοιλίας καρδίας ( 1) εκατοστού και ρήξη αορτής, από δε τα τραύματα αυτά ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός της. Το ζημιογόνο τούτο αποτέλεσμα οφείλεται αποκλειστικά σε αμελή συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα, ο πρώτος τούτων (Χ2), ως διευθυντής της τεχνικής υπηρεσίας της δημόσιας επιχείρησης ύδρευσης και αποχέτευσης Ξάνθης (ΔΕΥΑΞ) και ο δεύτερος (Χ1), ως προϊστάμενος του τμήματος δομικών έργων αυτής, όφειλαν να μεριμνήσουν, ώστε η από εικοσαημέρου τουλάχιστον υφιστάμενη βλάβη στο ως άνω φρεάτιο, που συνίστατο στην από έλλειψη συντήρησης της σχάρας αυτού αδυναμία της να παραμένει σταθερή και αμετακίνητη κατά τη διέλευση από επάνω της τροχοφόρων, να αποκατασταθεί. 'Ετσι, ενόψει του ότι στα καθήκοντα αυτών περιλαμβανόταν και η μέριμνα να διατηρείται σωστή και η κατάσταση αυτού του φρεατίου και ότι η παθούσα δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί το ως άνω πρόβλημα, κρίνεται ότι η αμελής αυτή παράλειψη αποτελεί την μόνη αιτία του θανάτου της Ψ και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής και του εν λόγω αποτελέσματος. Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός των κατηγορουμένων είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της αποδιδόμενης σ' αυτούς πράξης." Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τους κατηγορούμενους ενόχους της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τους καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών τον καθένα, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις παραδοχές όμως αυτές, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε γιατί, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέσθηκε δια παραλείψεως και ότι η αμέλεια των αναιρεσειόντων, δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, δεν αναφέρεται καθόλου στη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης των αναιρεσειόντων, ούτε προσδιορίζει την προέλευση της υποχρέωσης αυτής, αν δηλαδή πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά τους, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει τον επιτακτικό κανόνα δικαίου που υποχρέωνε τους αναιρεσείοντες και ειδικότερα τον καθένα από αυτούς, ενόψει και της ιδιότητάς τους, του μεν πρώτου ως Διευθυντού της Δημοτικής υπηρεσίας ΔΕΥΑΞ και του δεύτερου, ως προϊσταμένου της υπηρεσίας δομικών έργων, να λάβει ο καθένας τους τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, για την ασφαλή διέλευση και προστασία των πεζών και των οχημάτων, ενόψει της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι στα καθήκοντά τους περιλαμβανόταν και η μέριμνα αυτών, ώστε να διατηρείται η σχάρα σε καλή κατάσταση. Επίσης, δεν προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει της παραδοχής της, ότι η θανάτωση της παθούσας ήταν απότοκος της συνδρομής αμέλειας περισσότερων του ενός προσώπων, η ευθύνη του καθένα των αναιρεσειόντων, αφού το καθένα υπαίτιο πρόσωπο, κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως της ευθύνης του άλλου, κατά το λόγο της αμέλειάς του, προσέτι δε, δεν προσδιορίζονται τα περιστατικά εκείνα στα οποία επιστηρίζει την ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς ενός εκάστου των αναιρεσειόντων και του επελθόντος αποτελέσματος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια του Εφετείου, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εν αναφορά με τη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και της προελεύσεώς της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση,(καθόσον αφορά και τους δύο αναιρεσείοντες) και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 752/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μη υπαγωγή στη διάταξη του άρθρου 15 του ΠΚ. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 220/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Χαλιακόπουλο, περί αναιρέσεως της 882/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Μαρτίου 2007 και 2 Ιουλίου 2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1274/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με το άρ. 375 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικατάστ. με το άρ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθ. 98 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα, υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα μετά την 3.6.1999, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999 (Ολ. Α.Π. 5/2002). Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τα οποία έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 882/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και δυο (2) μηνών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτόν ως εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 ετέλεσε τις αποδιδόμενες εις αυτόν πράξεις της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και της υπεξαγωγής εγγράφων. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ως λογιστής της ατομικής επιχείρησης παρασκευής τυροπιτών και συναφών ειδών της Ψ1, στην Αθήνα και επί της οδού ...... αρ. ......., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάιο 2000 έως το μήνα Οκτώβριο 2001, εισέπραξε από την άνω Ψ1 σταδιακά και σε μη εξακριβωθείσες ημερομηνίες συνολικά το ποσό των 3.400.000 δραχμών, προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό της από το Ι.Κ.Α. ένσημα των ασφαλισμένων εις αυτό υπαλλήλων της επιχείρησής της Γ1, Γ2 και Γ3, κατά την σχετική συμφωνία των. Όμως ο άνω κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη της εγκαλούσης Ψ1, και κατά παράβαση της δοθείσης εις αυτόν εντολής, δεν προέβη εις την αγοράν των ενσήμων του Ι.Κ.Α., αλλά κατεκράτησε το άνω ποσό και το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, που το είχε εμπιστευθεί η ανωτέρω λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Περαιτέρω, ο αυτός κατηγορούμενος, όταν περί τις αρχές Οκτωβρίου 2001, απεκαλύφθη η ανωτέρω παράνομη δραστηριότητά του, κατόπιν αιφνιδιαστικού ελέγχου του ΣΔΟΕ εις την επιχείρηση της εγκαλούσης, ούτος απέκρυψε την καρτέλλα ενσήμων Ι.Κ.Α. της υπαλλήλου της τελευταίας Γ2 και δεν την απέδωσε, καίτοι επανειλημμένως του εζητήθη, και τούτο με σκοπό να βλάψει αμφότερες αυτές (βλ. και κατάθεση εγκαλούσης). Ο κατ/νος αρνείται τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος γενικώς και αορίστως, ότι δεν έλαβε χρήματα από την εγκαλούσα, ως εντολοδόχος αυτής, πλην ουδόλως πείθει, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγκαλούσα καταθέτει ότι του έδινε χρήματα, γεγονός όπερ γνωρίζει και η (αδελφή της) Γ2, προς δε και ο (μάρτυς) Ζ1, ο οποίος καταθέτει ότι ήτο παρών ο κατηγορούμνος όταν πήγε να αναλάβει (ως) νέος λογιστής της εγκαλούσης και, όταν ρώτησε τον κατηγορούμενο γιατί το έκανε, αυτός απήντησε ότι έτσι ήθελε (βλ. κατάθεση Ζ1 σήμερα) και συνεχίζει ότι ξέρει ότι ο κατ/νος παραδέχθηκε την οφειλή του προφορικά (β. κατάθεσή του). Μετά ταύτα, πρέπει ο κατηγορούμενος, ως άνω, να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών". Μετά αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο ως εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση, πράξη ως προς την οποία και μόνον προσβάλλεται η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1, 2 εδ. α Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών, σημειουμένου μόνο, σε σχέση με τις κατ' ιδίαν αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι, ορθώς η προσβαλλόμενη έλαβε υπόψη της το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων και όχι κάθε μια από αυτές ξεχωριστά προς εκτίμηση της συνολικής αξίας του αντικειμένου της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, αφού όλες οι μερικότερες πράξεις αυτής τελέσθηκαν μετά την 3.6.1999, όταν άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, το ότι δε ο αναιρεσείων, με τις μερικότερες πράξεις του, απέβλεπε στο συνολικό αποτέλεσμα (υπεξαίρεση συνολικού ποσού 3.400.000 δραχμών), αυτό σαφέστατα προκύπτει από την παραδοχή ότι η εγκαλούσα έδινε κάθε φορά χρήματα στον αναιρεσείοντα, προκειμένου αυτός να αγοράσει ένσημα του ΙΚΑ για τους ασφαλισμένους υπαλλήλους της επιχείρησής της, αυτός δε, ποτέ δεν προέβαινε σε ανάλογη αγορά, αλλά πάντοτε παρακρατούσε τα επί μέρους χρηματικά ποσά, με συνέπεια, το σύνολο της παράνομης ιδιοποίησης, να φθάσει στο ύψος των 3.400.000 δραχμών. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγος των συνεκδικαζομένων από 30.3.2007 και 2.7.2007 αιτήσεων αναίρεσης, της δεύτερης ούσης συμπληρωματικής της πρώτης (η πρώτη ασκήθηκε πριν την καταχώριση της προσβαλλόμενης στο ειδικό βιβλίο, η δε δεύτερη μετά την καταχώριση και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1 ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 30.3.2007 και 2.7.2007 αιτήσεις του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 882/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί ως εντολοδόχο. Λαμβάνεται η αξία του συνόλου μερικότερων πράξεων ελλείψει αιτιολογίας (;;). Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
Αριθμός 219/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 16889/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους 1)Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Σπύρο Αποστολόπουλο, 2)Χ2 3)Χ3 , 4)Χ4, 5)Χ5, 6)Χ6 7)Χ7 8)Χ8 9)Χ9, 10)Χ10 11)Χ11 12)Χ12 13)Χ13 14) Χ14 15)Χ15 και 16)Χ16 που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 22/26 Απριλίου 2007, έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 743/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η προκείμενη έκθεση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους με κλήση που επιδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, αυτός δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει 1) από το ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, 2) από το ..... αποδεικτικό επιδόσεως του ....... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών , 3) από τα από ..... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ...... , Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, 4) από τα από ..... , ..... , ..... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως των ......, Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών ....... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και ..... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, αντίστοιχα, 5) από το ....... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, 6) από τα ..... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, 7) από τα ...... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ..... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, 8) από το ....... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, 9) από το ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, 10) από τα από ...... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως των .....Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών ...... και ....... Δικαστικών Επιμελητών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, 11) από το από ..... , αποδεικτικό επιδόσεως των ...... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, 12) από τα από ..... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, 13) από τα από ...... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και ...... , Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών 14) από το ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών και 15) από το ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ...... Δικαστικού Επιμελητή του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, οι κατηγορούμενοι 1) Χ5 , 2) Χ7 3) Χ3 , 4) Χ8 , 5) Χ12, 6) Χ2 , 7) Χ6 8)Χ14 9) Χ11 10) Χ10, 11) Χ13 12) Χ4 , 13) Χ9 , 14) Χ16 και 15) Χ15, αντιστοίχως, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση της 22/11/2007, ενώπιον του Αρείου Πάγου. Εφόσον όμως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, (αναιρεσίβλητοι) δεν εμφανίσθηκαν, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου), πρέπει η συζήτηση να χωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 3 και 515 παρ. 2 ΚΠ.Δ ΙΙ. Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και, αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του αυτό και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 και 4 ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (παρ. 1). Με την ίδια ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί. Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς του εγκλήματος της παρ. 1 απαιτούνται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 Α' ΠΚ, αρμόδιος για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου, β) το έγγραφο να εμπίπτει στην έννοια του αναφερομένου στο άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ. "δημοσίου εγγράφου", γ) οι έννομες συνέπειες που παράγονται από αυτό να αναφέρονται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενης της παραγωγής. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ.1 και 2 του άρθρου 216 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. ΙΙΙ Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ.α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 (483 παρ.3, 473 παρ.3 ΚΠΔ), την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως καταδικαστικής ή αθωωτικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των των οποίων και η έλλειψη της, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα απαιτούμενης, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας . Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 τη ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. ΙV. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 16889/2007 απόφασή του κήρυξε τους κατηγορουμένους 1) Χ1 2) Χ5 3) Χ7 4) Χ3 5) Χ8 6) Χ12, 7) Χ2 , 8) Χ6 9) Χ14 10) Χ11 11) Χ10, 12) ......., 13) Χ4 14) Χ9 15) Χ16 και 16) Χ15 από τις κατηγορίες, την μεν πρώτη της παράβασης καθήκοντος και της ψευδούς βεβαίωσης, κατ' εξακολούθηση, τους δε λοιπούς [2ος έως τον 16ο] για χρήση πλαστών εγγράφων και ηθική αυτουργία στην παράβαση καθήκοντος και ψευδή βεβαίωση της πρώτης, [άρθρα 46 παρ.1α, 94 παρ.1, 216 παρ.1, 2, 242 παρ.1, 259 ΠΚ]. Με την κρινόμενη αναίρεση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως, προσβάλλεται η προαναφερόμενη απόφαση ως προς τις πιο πάνω αθωωτικές αυτής διατάξεις, που αφορούν τους πιο πάνω κατηγορούμενους. Για να στηρίξει την αθωωτική του κρίση το Δικαστήριο, διέλαβε ως αιτιολογία ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα. "Η κατηγορουμένη Χ1 υπάλληλος της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχίας Ανατ. Αττικής, προϊσταμένη του τμήματος αδειών οδήγησης, ασχολούταν, εκτός των άλλων, για την μετατροπή αδειών οδήγησης από τις Χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης σε ελληνικές. Στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών της καθηκόντων σχετικά με την μετατροπή των άνω αδειών και ειδικότερα των συγκατηγορουμένων της με αριθμούς 2 έως 16, επέδειξε αμέλεια ως προς τον έλεγχο των δικαιολογητικών και στο αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις μετατροπής τους. Από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω κατηγορουμένη εξέδωσε τις (αναφέρονται 16), [άδειες], αφορώσες αντίστοιχα τους άνω κατηγορουμένους, (βλ. το από 3-5-2005 Πόρισμα ένορκης διοικητικής εξέτασης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι άδειες που αφορούσαν τους 5ο, 10ο, 11ο, 13ο, 14ο και 15ο των κατηγορουμένων, έφεραν θεώρηση από τον διπλωματικό υπάλληλο Υ1, ο οποίος είχε μετατεθεί από την Πρεσβεία της Μόσχας από το έτος 1991, γεγονός που συνάδει στην πλαστότητα αυτών. Επίσης, οι άδειες οι αφορώσες τους λοιπούς κατηγορουμένους, πλην των 6ου, 7ου και 9ου κατηγορουμένων, οι οποίες έφεραν θεώρηση από τον Γενικό Πρόξενο Π1 στο Νοβορόσισκ και όχι από το Προξενικό Γραφείο στη Τιφλίδα, καθ'όσον χρησιμοποιήθηκε έντυπο προερχόμενο από τη Δημοκρατία της Γεωργίας, οπότε αρμόδιο για τη θεώρηση ήταν το Προξενικό Γραφείο στην Τιφλίδα, δεν οδηγεί σε πλαστότητα αυτών (αδειών). Οι άδειες των έκτου, εβδόμου, και ογδόου των κατηγορουμένων, ήσαν πλαστές, καθ' όσον αυτές έφεραν θεώρηση από τον Γενικό Πρόξενο Π1 σε ημερομηνίες που ο άνω Πρόξενος δεν υπηρετούσε στο Νοβορόσισκ, ήτοι 20-10-1999, 28-9-1999, 21-12-1999, αντίστοιχα και ο άνω Πρόξενος υπηρέτησε από 20-12-1996 έως 2-9-1999. Επίσης προέκυψε ότι οι μεταφράσεις των θεωρήσεων των αδειών ήσαν πλαστές, διότι οι φερόμενες ως υπογραφές των μεταφραστριών ..... και ..... δεν ήσαν γνήσιες. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη Χ1 γνώριζε ότι τα άνω προσκομισθέντα δικαιολογητικά έγγραφα ήσαν πλαστά καθ' όσον αποδείχθηκε ότι αγνοούσε ότι ο φερόμενος ως εκδότης, Υ1, είχε μετατεθεί από το Ελληνικό Προξενείο της Μόσχας από 28-9-1991. Επιπλέον αγνοούσε ότι το Προξενείο Νοβορόσισκ δεν ήταν αρμόδιο, καθ' όσον η σχετική εγκύκλιος με την αρμοδιότητα των Προξενείων εστάλη στην υπηρεσία της κατηγορουμένης βραδύτερα από την έκδοση των άνω αδειών, (βλ. κατάθεση μάρτυρα: ...... Προϊσταμένου στην Υπηρεσία της κατηγορουμένης). Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η ένδειξη "Παλιννόστηση" επί των διαβατηρίων και τα λοιπά δικαιολογητικά σε φωτοτυπία ήσαν πλαστά, (βλ. κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι οι αλλοδαποί κατηγορούμενοι έπεσαν θύματα σπείρας, η οποία τους υποσχέθηκε την τακτοποίηση των διπλωμάτων τους, τα οποία ήσαν γνήσια και έθεσε πλαστές σφραγίδες, η δε κατηγορουμένη Χ1 κατά την άσκηση των υπηρεσιών της καθηκόντων, σχετικά με την μετατροπή των ανωτέρω αδειών οδήγησης, προέβη σε πλημμελή έλεγχο και έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών, σχετικά με το αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Προς τούτο προέβη στην έκδοση (μετατροπή) των άνω αδειών, επιδεικνύουσα αμέλεια, αφού δέχθηκε δικαιολογητικά ατόμων που δεν ανήκαν στη Νομαρχία της, (όπως 4ου, 6ου, 8ου, κατηγορουμένων κλπ), η οποία όμως δεν μπορεί να αποδώσει δόλια προαίρεση για τις παραλείψεις της κατηγορουμένης, Χ1 .Για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξης της ψευδούς βεβαιώσεως, κατ' εξακολούθηση, και της παραβάσεως καθήκοντος, αφού επιπλέον δεν προέκυψε ότι ενήργησε με σκοπό προσπορισμού οφέλους στην ίδια ή σε άλλους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αλλοδαποί κατηγορούμενοι δεν γνώριζαν την πλαστότητα των θεωρήσεων των άνω εγγράφων, αφού αυτοί δεν μετείχαν στη διαδικασία μετατροπής της αδείας, την οποία είχαν αναθέσει σε τρίτα πρόσωπα έναντι αμοιβής, (ως προαναφέρθηκε). Για το λόγο αυτό θα πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι εν λόγω κατηγορούμενοι, (υπ' αριθμ. 1 έως και 15) για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και της ηθικής αυτουργίας, όσον αφορά την κατηγορουμένη Χ1 για τις πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και παράβασης καθήκοντος". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αποδιδόμενων στους κατηγορούμενους αξιοποίνων πράξεων καθώς και οι συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του ότι, η μεν πρώτη κατηγορουμένη, τέλεσε τα εγκλήματα της ψευδούς βεβαίωσης και της παράβασης καθήκοντος, για τα οποία κατηγορείται, από αμέλεια, οι δε λοιποί, ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή τους για τα αδικήματα της χρήσης πλαστών εγγράφων και της ηθικής αυτουργίας στα ανωτέρω εγκλήματα της πρώτης. Ειδικότερα, ως προς την πρώτη κατηγορουμένη Χ1 προϊσταμένη του τμήματος αδειών οδήγησης, της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχίας Ανατολικής. Αττικής, που είχε ως αντικείμενο εργασίας της, εκτός των άλλων, τον έλεγχο των δικαιολογητικών και το αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις μετατροπής των αδειών οδήγησης από τις Χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης σε ελληνικές, ενώ το Δικαστήριο δέχεται, ότι το σύνολο σχεδόν των δικαιολογητικών των αναφερομένων στο σκεπτικό δεκαπέντε περιπτώσεων, που αφορούσαν τους συγκατηγορουμένους της, ήταν πλαστά, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι αυτή γνώριζε την πλαστότητα τούτων, εντούτοις, δέχεται παράλληλα, ότι αυτή (προφανώς ανεξάρτητα της άγνοιας της πλαστότητας), όφειλε και μπορούσε να προβεί στον έλεγχο της γνησιότητας αυτών, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την παραδοχή της απόφασης ότι αυτή " επέδειξε αμέλεια ως προς τον έλεγχο των δικαιολογητικών", και " προέβη σε πλημμελή έλεγχο και έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών, σχετικά με το αν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις". Δεν εκθέτει όμως περιστατικά από τα οποία να προκύπτει σε τι συνίστατο η πλημμέλεια του εν λόγω ελέγχου και αν έγινε οποιοσδήποτε έλεγχος των δικαιολογητικών αυτών (ώστε να κριθεί αν επρόκειτο πράγματι για πλημμέλεια και συνακόλουθα για αμέλεια ή δόλο).Κυρίως δε, δεν αιτιολογεί πώς συνιστά απλή πλημμέλεια το γεγονός να δεχθεί, και μάλιστα σε τόσο μεγάλο αριθμό υποθέσεων, δικαιολογητικά για την μετατροπή των αδειών ατόμων που, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανήκαν στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας της, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη της εμπειρίας της, λόγω της θέσεως και των καθηκόντων της, γεγονός που δεν δικαιολογεί πλημμελή έλεγχο και αμέλεια (όταν μάλιστα, όπως η ίδια η κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα αναφέρει στο υπόμνημά της, έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν άλλες 16 φορές για παρόμοια αδικήματα, έστω και αν έχει απαλλαγεί για αυτά, πράγμα το οποίο υποδηλώνει ότι της ήταν γνωστό ότι οι περιπτώσεις υποβολής πλαστών δικαιολογητικών για την μετατροπή των διπλωμάτων οδήγησης από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, δεν είναι σπάνιες και, συνεπώς, απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή κατά τον έλεγχο των σχετικών δικαιολογητικών). Αντίθετα, ενόψει των παραπάνω, η προσβαλλομένη απόφαση όφειλε να δικαιολογήσει, γιατί η περιγραφόμενη σε αυτήν συμπεριφορά της εν λόγω κατηγορουμένης δεν ενείχε, αφενός μεν, τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και, αφετέρου, θέληση αυτής ή έστω αποδοχή, να παραβεί το καθήκον της καθώς και ότι για όσα διέπραξε δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στους συγκατηγορούμενους της την παράνομη ωφέλεια της μετατροπής των διπλωμάτων οδήγησης, βεβαιώνοντας εν γνώσει της ψευδώς ότι τα υποβληθέντα από αυτούς δικαιολογητικά πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς κατηγορούμενους (2ο έως τον 16ο), στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, με τα οποία το Δικαστήριο να αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε, ως προς τον δόλο των εν λόγω κατηγορουμένων, για τις πράξεις που κρίθηκαν αθώοι. Η παραδοχή μάλιστα της αποφάσεως, ότι αυτοί δεν είχαν δόλο, διότι "δεν μετείχαν στη διαδικασία μετατροπής της αδείας, την οποία είχαν αναθέσει σε τρίτα πρόσωπα έναντι αμοιβής", χωρίς να διευκρινίζεται αν τα "τρίτα" πρόσωπα ήταν ή όχι, νόμιμοι επαγγελματίες, που αναλάμβαναν νομίμως παρόμοιες εργασίας, και αν η "έναντι αμοιβής" ανάθεση αφορούσε και την εξασφάλιση των απαραίτητων δικαιολογητικών για την μετατροπή των αδειών, όχι μάλιστα δεν αναιρεί την ύπαρξη δόλου αυτών, ως προς την χρήση των πλαστών διαβατηρίων και αδειών οδηγήσεως αυτοκινήτων αλλά, αντίθετα, ενισχύει την ύπαρξή του. Άλλωστε, ουδόλως εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί δεν μετείχαν στη διαδικασία μετατροπής της αδείας, ανεξαρτήτως του ότι η παραδοχή αυτή δεν αρκεί από μόνη της να αιτιολογήσει ότι δεν ήταν εκείνοι που προκάλεσαν την απόφαση στην πρώτη να προβεί στις πιο πάνω πράξεις, από τις οποίες αυτοί αποκλειστικά ωφελούντο . Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις διατάξεις αυτής, με την οποίες, οι προαναφερόμενοι δέκα έξι κατηγορούμενοι, κηρύχθηκαν αθώοι για τις πιο πάνω πράξεις και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 16889/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό διατάξεις της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής απόφασης. Αιτιολογία. Παράβαση καθήκοντος, ψευδής βεβαίωση (υπαλλήλου του τμήματος αδειών οδήγησης), χρήση πλαστών. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Αναιρεί.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλαστογραφία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
2
Αριθμός 216/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 και 29 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου .... υπηκόου Κίνας, προσωρινά κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο δικαστήριο με τον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο Ιωάννη Βλάχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 340 Κ.Ποιν.Δ. κατά της υπ' αριθ. 16/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του υπ' αριθ. O.C.C.C.N 4572/2002 R.G.N.R.D.D.A. EN 2104/2003 R.G.G.I.P. Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως του Δικαστηρίου της Ανκόνα της Ιταλίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 04/25.10.2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς, Νικολάου Σιτζάνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1816/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο του που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη έφεση του εκζητουμένου και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Mε την υπ' αριθ. 2274/2007 παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η οριστική απόφαση επί της από 25.10.2007 εφέσεως, (με αριθ. εκθ. 4/2007 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς) κατά της υπ' αριθ. 16/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση κατά του εκκαλούντος του σ' αυτήν αναφερομένου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως του Δικαστηρίου της ΑΝΚΟΝΑ Ιταλίας, προκειμένου να ζητηθούν και προσκομισθούν συμπληρωματικά στοιχεία από το Κράτος εκδόσεως του εντάλματος αυτού, κατά την παρεχόμενη από το άρθρο 19 § 2 του Ν. 3251/2004 ευχέρεια. Προσκομιζομένων ήδη των στοιχείων αυτών, πρέπει η εν λόγω έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως με τα στοιχεία Ο.C.C.C.N. 4572/02 R.G.N.R.D.D.A. EN 2104/03 R.G.G.I.P. του Δικαστηρίου της ΑΝΚΟΝΑ Ιταλίας, η εκτέλεση του οποίου κατά του εκκαλούντος αποφασίσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, έχει εκδοθεί κατά προσώπου με τα ακόλουθα στοιχεία ταυτότητας ήτοι: Επώνυμο: ..., όνομα: ...., χρονολογία γεννήσεως: ...., τόπος γεννήσεως: ...., Ιθαγένεια: Κινέζικη και με το ψευδώνυμο ..... Με βάση το ένταλμα αυτό συνελήφθη την 4.10.2007 ο εκκαλών, ως ο εκζητούμενος, ο οποίος εκρατείτο ήδη στις Φυλακές, εκτίων ποινή καθείρξεως 12 ετών και 6 μηνών που του επιβλήθηκε με την 852/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και ο οποίος φέρεται υπό τα αυτά στοιχεία ταυτότητας με τον εκζητούμενο. Όμως, από α) το υπ' αριθ. πρωτ. ....από 24.11.2007 έγγραφο ΑΕΑ/ΔΕΕ/ΤΗΜΑ ΔΑΚΤΥΛΟΣΚΟΠΙΑΣ και β) το υπ' αριθ. πρωτ. .... από 27.12.2007 έγγραφο ΑΕΑ/ ΔΕΕ/ΤΜΗΜΑ ΜΕΘΟΔΙΚΟΤΗΤΩΝ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ, απόδεικνύεται ότι ο εκζητούμενος και ο δυνάμει του ανωτέρω Ευρωπαϊκού Εντάλματος συλληφθείς εκκαλών δεν ταυτίζονται φυσικώς, δηλαδή είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα. Ειδικότερα, στο πρώτο από τα έγγραφα αυτά, ο διενεργήσας τη "δακτυλοσκοπική εξακρίβωση - αντιπαραβολή" των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εκκαλούντος και εκείνων που εστάλησαν από το Ιταλικό Γραφείο SIREWE, ως ανήκοντα στο άτομο που αφορά το ανωτέρω Ευρωπαϊκό Ένταλμα συλλήψεως, βεβαιώνει ότι τα δακτυλικά αυτά αποτυπώματα δεν ταυτίζονται μεταξύ τους, αλλ' ανήκουν σε διαφορετικά άτομα. Το αυτό βεβαίωσε ο διενεργήσας τη δακτυλοσκοπική αυτή αντιπαραβολή ανθυπαστυνόμος ..... και κατά την ένορκη εξέτασή του, την 8.1.2008, ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, στα πλαίσια των αιτηθέντων, με την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, συμπληρωματικών στοιχείων. Στο δεύτερο έγγραφο, ο αστυνόμος ....., ο οποίος διενήργησε εργαστηριακή συγκριτική εξέταση έγχρωμης φωτογραφίας του εκκαλούντος, που ελήφθη από το Τμήμα Ασφαλείας Κορυδαλλού και ασπρόμαυρης φωτογραφίας, που εστάλη από το Ιταλικό Γραφείο SIRENE και φέρεται ότι εικονίζει τον εκζητούμενο, αφού επισημαίνει τις διαφορές που παρουσιάζουν στα επί μέρους σημεία του προσώπου τους τα εικονιζόμενα στις εξετασθείσες φωτογραφίες άτομα, συμπεραίνει ότι οι εν λόγω φωτογραφίες εικονίζουν διαφορετικά πρόσωπα. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνυομένου ότι ο εκζητούμενος και ο εκκαλών δεν ταυτίζονται φυσικώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να διαταχθεί εκ των Φυλακών απόλυση του εκκαλούντος, εάν δεν πρέπει να κρατείται σ' αυτές για άλλη αιτία, καταργουμένης της ισχύος της με αριθ. ΦΕ 556/ 2408/4.10.2007 "εντολής συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως" του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς σε βάρος του εκκαλούντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικώς και κατ' ουσίαν την έφεση. Εξαφανίζει την υπ' αριθ. 16/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Διατάσσει την κατάργηση της ισχύος της με αριθμό ΦΕ 556/2408/4.10.2007 "εντολής συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως" του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς κατά του εκκαλούντος. Διατάσσει την εκ των Φυλακών απόλυση του εκκαλούντος ....., υπηκόου Κίνας, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, προς εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως με τα στοιχεία O.C.C.C.N. 4572/02 R.G.N.R.D.D.A. EN 2104/03 R.G.G.I.P. του Δικαστηρίου της ΑΝΚΟΝΑ Ιταλίας, εάν για άλλη αιτία δεν πρέπει να κρατείται σ'αυτές.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την απόφαση. Διατάσσει την κατάργηση της εντολής συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως. Διατάσσει την απόλυση εκ των φυλακών
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 222/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στις Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ράλλη, περί αναιρέσεως της 1671/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε στον ακροατήριο από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κουρουμάλη, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1340/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/96, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα κακουργήματα, για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας καθείρξης, είναι είκοσι έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των πέντε ετών για τα κακουργήματα, ή των τριών ετών, εφόσον αυτά τελέστηκαν από την έναρξη ισχύος του ΠΚ και μέχρι 20-11-1987 (άρθρο 4 παρ.1 ν.1738/1987). Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ, 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των πέντε ετών, προκειμένου για κακουργήματα, ή των τριών ετών, εφόσον διαπράχθηκαν πριν από τις 20-11-1987. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 319 παρ. 5 ΚΠΔ, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που εκδόθηκε κατά τις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου, επιδίδεται, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος στον κατηγορούμενο και τους υπόλοιπους διαδίκους, με τη φροντίδα του Εισαγγελέα Εφετών ή Πλημμελειοδικών και μόλις γίνει αμετάκλητο το βούλευμα, γίνεται η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, κατά το όρθρο 321 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 320 και 321 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η μη έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης προς αυτόν στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 1, η οποία, αν δεν ανακύπτει θέμα αναστολής της παραγραφής της πράξης, για όσο χρόνο δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη (άρ. 171 παρ.1 περ. γ ΠΚ), μπορεί να καλυφθεί, κατά το άρθρο 174 παρ. 2, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, με την 2105/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με παρόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάσθηκε αυτός σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών, για απόπειρα κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με την συνδρομή των επιβαρυντικών προϋποθέσεων του άρθρου 1 παρ.1 του ν.1608/1950 (αντικείμενο του εγκλήματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας), πράξη που έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1987. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παραστάθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του πιο πάνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Ειδικότερα αυτός, κατά την έναρξη της διαδικασίας, προέβαλε μόνο αίτημα αποβολής της πολιτικής αγωγής, χωρίς να προβάλει περαιτέρω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσεως προς εμφάνισή του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ή λόγους ακυρότητας που αφορούσαν την επίδοση του 940/1993 παραπεμπτικού βουλεύματος. Κατά της καταδικαστικής πιο πάνω αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε έφεση, στην οποία και πάλι δεν προέβαλε λόγους ακυρότητας της κλήσεως ή του παραπεμπτικού βουλεύματος. Κατά την εκδίκαση δε της έφεσης αυτής, ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου μόνο τον ισχυρισμό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της εκδικαζόμενης αξιόποινης πράξης, λόγω παραγραφής, με την αιτιολογία ότι, εφόσον για την πράξη της απόπειρας της κακουργηματικής απάτης με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/50, ο νόμος προβλέπει, σύμφωνα με τη διάτάξη του άρθρου 42 παρ.1ΠΚ, ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, δηλαδή ποινή καθείρξεως (10- 20 ετών), ο χρόνος παραγραφής για την πράξη αυτή, είναι 15 έτη (άρθρο 111 παρ.2 β) και, με τον συνυπολογισμό του χρόνου της πενταετούς αναστολής, είχε συμπληρωθεί, κατά το χρόνο εκδίκασης της υποθέσεως (7/6/2007), 20ετία από το χρόνο τελέσεως της πράξης (6/6/1987). Η ένσταση αυτή της παραγραφής απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, το οποίο δέχθηκε, ότι για τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής του αδικήματος, λαμβάνεται υπόψη η ποινή που προβλέπεται για τελεσμένο έγκλημα, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, (η οποία είναι στην προκειμένη περίπτωση η ποινή ή της ισόβιας κάθειρξης και, συνεπώς, ο χρόνος παραγραφής είναι είκοσι έτη- άρ. 111 παρ.2α ΠΚ) και όχι η δυνητικά προβλεπόμενη για την απόπειρα μειωμένη ποινή (83 ΠΚ). Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου ο αναιρεσείων δεν προέβαλε ουδεμία αιτίαση με λόγο αναίρεσης, αλλά για πρώτη φορά προέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου ακυρότητα της επίδοσης προς αυτόν της κλήσεως και του παραπεμπτικού βουλεύματος με την αιτιολογία ότι τόσο η επίδοση της κλήσεως όσο και του παραπεμπτικού βουλεύματος δεν έγινε σύννομα στην κατοικία του, αλλά σε άλλη, άσχετη με αυτόν διεύθυνση. Συνεπώς, όπως υποστηρίζει, λόγω της ακυρότητας των επιδόσεων αυτών, δεν άρχισε η κύρια διαδικασία και, επομένως, σε κάθε περίπτωση, παρήλθε ο προβλεπόμενος, για την κακουργηματική πράξη που κρίθηκε ένοχος, εικοσαετής χρόνος παραγραφής. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, αφού, σύμφωνα με όσα προαναπτύχθηκαν, η κύρια διαδικασία άρχισε στην προκειμένη περίπτωση με την εμφάνιση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως και, συνεπώς, επήλθε αναστολή του χρόνου παραγραφής (τριετής εν προκειμένω, αφού η πράξη τελέστηκε, όπως δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στις 6- 4-1987). Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Το έγκλημα της απάτης, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (386) του Κώδικα (προ της αντικαταστάσεώς της με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, για να είναι η απάτη κακούργημα, πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά το πρώτο σκέλος της, η τελευταία ως άνω διάταξη είναι ηπιότερη για τον κατηγορούμενο και έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν απ' αυτήν και δεν έχουν εκδικασθεί αμετακλήτως. Κακουργηματική απάτη, υπάρχει, επίσης, και όταν κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 4 παρ. 5 του ν. 1738/1987 και 38 του ν. 2172/1993 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ.3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου, ή ν.π.δ.δ. ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987 και το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή η συνολική ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε, είναι μεγαλύτερη του ποσού των 50.000.000 δρχ., μάλιστα ανεξάρτητα από τη συνδρομή περιπτώσεως της παρ. 3 του άρθρου 386 του Π.Κ., της τελέσεως, δηλαδή, της πράξεως κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Ο νόμος 1608, δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλει τους όρους και τα στοιχεία του εγκλήματος, αλλά απλώς επαυξάνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ποινή και καθιστά την πράξη κακούργημα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του. Ειδικότερα, αν δεν επέλθει η βλάβη, συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΠΚ, όπως όταν ο υπαίτιος προέβη στην απατηλή συμπεριφορά με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, υπάρχει απόπειρα απάτης και αν το χρησιμοποιηθέν μέσον είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση αυτής υπάρχει, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ, απρόσφορη απόπειρα και ο δράστης τιμωρείται με την ελαττωμένη ποινή της απόπειρας, μειωμένη στο ήμισυ. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο δίκασε επί εφέσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος εναντίον της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1671/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "O κατηγορούμενος, με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος και να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του αποφασισθέντος να εκτελεσθεί κακουργήματος της απάτης. Πιο συγκεκριμένα, με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου, επιχείρησε να πείσει τους αρμοδίους δημοσίους υπαλλήλους του συνεργείου Κτηματογραφήσεως της Επιθεώρησης Δασών Αττικής και Νήσων, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ότι δήθεν είναι κύριος των παρακάτω αναφερομένων εδαφικών εκτάσεων, οι οποίες όμως ανήκουν στην κυριότητα του Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου. Έτσι, στις ...., υπέβαλε στο 2ο Συνεργείο Κτηματογραφήσεως της Περιφερειακής Επιθεωρήσεως Δασών Αττικής και Νήσων του Υπουργείου Γεωργίας τα με αριθμούς ...... και ..... υπομνήματά του με τα συνοδεύοντα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία επιδίωκε να αναγνωρισθεί κύριος με το πρώτο μεν εκτάσεων 41.200 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "........" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Λαυρίου, με το δεύτερο δε εκτάσεως 188, 950 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "......." της ίδιας κτηματικής περιφέρειας. Όμως, τα υπομνήματα αυτά επιστράφηκαν στον τότε αιτούντα και ήδη κατηγορούμενο με το από ...... έγγραφο της δημόσιας υπηρεσίας με την παρατήρηση ότι μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι ο επίμαχες εκτάσεις εμπίπτουν μέσα σε εκείνες που το Υπουργείο Γεωργίας από το 1949 είχε διανείμει υπέρ των μεταλλωρύχων ...... και ότι συνεπώς ο κατηγορούμενος δεν είχε τίτλο κυριότητας επ' αυτών. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος, προς ενίσχυση των δήθεν δικαιωμάτων κυριότητας επί των εκτάσεων αυτών, συνυπέβαλε στο ανωτέρω συνεργείο με το πρώτο υπόμνημά του την υπ' αριθ. 1419/1980 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία φέρεται να αναγνωρίζεται κύριος εκτάσεως 41.200 τ.μ. με το δεύτερο δε την με αριθμό 11768/1981 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία φέρεται να αναγνωρίζεται κύριος εκτάσεως 188.950 τ.μ. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν η πρώτη κατόπιν της από 22-10-1979 αγωγής του κατηγορουμένου κατά των: 1) ........ 2) ......... 3) ........ 4) ......... 5) ........., και 6) .........., οι οποίοι εναγόμενοι, κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής ερημοδίκησαν με αναγκαία συνέπεια η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατ' εφαρμογή του ισχύοντος τότε 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ η δεύτερη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν της από 20-4-1981 αγωγής του αυτού κατηγορουμένου κατά των αυτών ως άνω εναγομένων, οι οποίοι κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής παρέστησαν όλοι και οι οποίοι συνομολόγησαν στοιχειοθετούντα την κτήση της κυριότητας πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα και η αγωγή αυτή να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ. Από την όλη μεθόδευση της εκδόσεως των ανωτέρω αποφάσεων και, ιδίως, από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απέφυγε να στρέψει τις ανωτέρω αγωγές του και κατά του Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου, συνάγεται ότι αυτές υπήρξαν αποτέλεσμα προηγουμένων συνεννοήσεων των τότε διαδίκων προς το σκοπό δημιουργίας ανύπαρκτων τίτλων επί των ανωτέρω εκτάσεων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η έκταση των 41.200 τ.μ. έχει μεταβιβασθεί κατά κυριότητα από το Δημόσιο στο Δήμο Λαυρίου με βάση την υπ' αριθ. ........ απόφαση του Νομάρχη Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής (βλ. και ΦΕΚ τεύχος Δεύτερο 737/31-10-1986, καθώς και την ...... διορθωτική απόφαση του ίδιου Νομάρχη), ενώ από εκείνη των 188.950 τ.μ., μετά τις διάφορες πωλήσεις ή παραχωρήσεις προς διαφόρους τρίτους επί μέρους εκτάσεων από το Δημόσιο, παρέμεινε σήμερα στο τελευταίο συνολική έκταση 79.000 τ.μ. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ισχυρίζεται ότι κατέχει τις επίδικες εκτάσεις από το έτος 1956, ύστερα από αγορά που καταρτίστηκε άτυπα (με ιδιωτικό έγγραφο). Όμως, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου αναιρείται από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του δασονόμου της περιοχής και μάρτυρα Γ1, αλλά και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν επιχείρησε επί των εν λόγω εκτάσεων εμφανείς διακατοχικές πράξεις. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος, με εικονικές δίκες, προσπάθησε να δημιουργήσει τίτλους κυριότητας, με σκοπό να προσπορισθεί τις εκτάσεις αυτές, υποβάλλοντας τους ψεύτικους αυτούς τίτλους στους αρμοδίους υπαλλήλους της υπηρεσίας Κτηματογραφήσεων που προαναφέρθηκε, για να τους παραπλανήσει και να πετύχει την εγγραφή του ως κύριος των εκτάσεων αυτών στους οικείους κτηματολογικούς πίνακες. Όμως, ο κατηγορούμενος απέτυχε του σκοπού του όχι από δική του θέληση, αλλά γιατί, λόγω του μεγέθους των εκτάσεων των οποίων εμφανιζόταν ο κατηγορούμενος ως κύριος, οι ως άνω αρμόδιοι υπάλληλοι διενήργησαν αυτοψία και διαπίστωσαν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα κυριότητας επί των εκτάσεων που προαναφέρθηκαν, καθόσον αυτές ανήκαν στο Δήμο Λαυρίου και στο Ελληνικό Δημόσιο. Σημειώνεται ότι οι παραπάνω εκτάσεις είναι παραθαλάσσιες και η αξία τους κατά το έτος 1987 ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε κατά πολύ τα 50.000.000 δρχ. (ή 150.000 ευρώ) ανερχόταν δε, για μεν την ανήκουσα στο Ελληνικό Δημόσιο έκταση, στο ποσό των 790.000.000 δρχ. για δε την ανήκουσα στο Δήμο Λαυρίου στο ποσό των 412.000.000 δρχ. Κατά συνέπεια, το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποπειράθηκε να προσπορισθεί ο κατηγορούμενος ανέρχεται στα ανωτέρω χρηματικά ποσά και είναι ιδιαίτερα μεγάλο, η δε απειληθείσα ζημία του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου είναι, επίσης ιδιαίτερα μεγάλη και ανέρχεται στα ποσά που προαναφέρθηκαν. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως και πρωτοδίκως, της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος απόπειρας κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου, με την οποία το όφελος, που αυτός επιδίωξε και η αντίστοιχη ζημία που απειλήθηκε στο Δημόσιο και τον πιο πάνω Δήμο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ανέρχεται στο ποσό 790.000.000 και 412.000.000 δρχ., αντιστοίχως, ποσά που καθιστούν το αντικείμενο του εγκλήματος, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Για την πράξη του δε αυτή, το Δικαστήριο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή κάθειρξης δέκα ετών, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημα αυτού για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 περ.β και ε' ΠΚ. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Πενταμελές Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων. Ειδικότερα: Α) Ενώ το Δικαστήριο δέχεται ότι έγινε αντιληπτό από τους αρμόδιους υπαλλήλους του συνεργείου κτηματογραφήσεως ότι τα επίμαχα ακίνητα δεν ανήκαν στον κατηγορούμενο, διότι, μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι ο επίμαχες εκτάσεις "εμπίπτουν μέσα σε εκείνες που το Υπουργείο Γεωργίας από το 1949 είχε διανείμει υπέρ των μεταλλωρύχων ......", ακολούθως γίνεται δεκτό ότι, η μεν έκταση των 41.200 τ.μ., έχει μεταβιβασθεί κατά κυριότητα από το Δημόσιο στο Δήμο Λαυρίου, ενώ, από εκείνη των 188.950 τ.μ., μετά τις διάφορες πωλήσεις ή παραχωρήσεις προς διαφόρους τρίτους επί μέρους εκτάσεων από το Δημόσιο, παρέμεινε σήμερα στο τελευταίο συνολική έκταση 79.000 τ.μ.. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν καθίσταται σαφές αν κατά τον κρίσιμο χρόνο τα επίμαχα ακίνητα ανήκαν στο Δημόσιο ή στο Δήμο Λαυρίου ώστε να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του ν. 1608/50, ή αν αυτά είχαν παραχωρηθεί σε τρίτους (μεταλλωρύχους). Επισημαίνεται δε ότι η πιο πάνω αναφερόμενη παραχώρηση από το Δημόσιο στους μεταλλωρύχους ...... (ολόκληρης) της επίμαχης έκτασης, όπως και η στη συνέχεια αντιφατικά αναφερόμενη παραχώρηση τμήματος της εκτάσεως αυτής στο Δήμο Λαυρίου, είναι τα μόνα περιστατικά που εκτίθενται στην απόφαση, προκειμένου να θεμελιωθεί η παραδοχή ότι οι εκτάσεις αυτές ανήκαν στο Δημόσιο. Από τις προαναφερόμενες δε ελλείψεις της αιτιολογίας, δημιουργείται ασάφεια αναφορικά με ουσιώδες στοιχείο της κατηγορίας, εξαιτίας της οποίας καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για το αν ορθά ή όχι εφαρμόστηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950. Β) Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων επιχείρησε να πείσει τους αρμόδιους δημοσίους υπαλλήλους ότι δήθεν είναι κύριος των αναφερόμενων στην απόφαση εδαφικών εκτάσεων, με την υποβολή στις 6.4.1987 στο αρμόδιο Συνεργείο Κτηματογραφήσεως των με αριθμούς ..... και ...... υπομνημάτων του, μετά των συνοδευόντων αυτά αποδεικτικών στοιχείων. Παράλληλα το Δικαστήριο δέχεται ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν παραπλανήθηκαν, αλλά επέστρεψαν στον αναιρεσείοντα τα πιο πάνω υπομνήματα και τα συνοδεύοντα αυτά αποδεικτικά στοιχεία με το από ...... έγγραφό τους, με την παρατήρηση, ότι, μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι οι επίμαχες εκτάσεις εμπίπτουν μέσα σε εκείνες που το Υπουργείο Γεωργίας από το 1949 είχε διανείμει υπέρ των μεταλλωρύχων ........ και ότι, συνεπώς, ο κατηγορούμενος δεν είχε τίτλο κυριότητας επ' αυτών. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν καθίσταται σαφές αν τα υπομνήματα που κατέθεσε ο αναιρεσείων και τα συνοδεύοντα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, (το περιεχόμενο των οποίων δεν προσδιορίζεται), ήταν πρόσφορα να παραπλανήσουν τους αρμόδιους υπαλλήλους, ενόψει της παραδοχής του ότι αρκούσε μία απλή αυτοψία για να διαπιστωθεί η αναλήθεια του περιεχομένου τους. Επισημαίνεται δε ότι η προσκόμιση εκ μέρους του αναιρεσείοντος των δικαστικών αποφάσεων, που, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν αποτέλεσμα εικονικών δικών, (ανεξάρτητα αν οι εν λόγω αποφάσεις, στην έκδοση των οποίων δεν συμμετείχε το Δημόσιο, ήταν πρόσφορα αποδεικτικά μέσα να αποδείξουν και έναντι του Δημοσίου την κυριότητα του αναιρεσείοντος), αποτελούν ενέργειες του αναιρεσείοντος που επακολούθησαν την απόπειρα απάτης, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος. Ενόψει των ελλείψεων αυτών και των ασαφειών της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για το αν ορθά εφαρμόσθηκε από το Δικαστήριο η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ περί αποπείρας, αντί της επίσης ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 43 παρ. 1 ΠΚ, περί απρόσφορης απόπειρας και έτσι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Γ). Προϋπόθεση για να προσλάβει το χαρακτήρα κακουργήματος το έγκλημα της απάτης, κατά το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, είναι να στρέφεται η πράξη ευθέως κατά του Δημοσίου ή άλλου οριζόμενου στο νόμο (άρθρο 263Α Π.Κ.) νομικού προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο του υπαιτίου ότι η πράξη του στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλου οριζόμενου στο νόμο νομικού προσώπου. Στην προκειμένη δε περίπτωση, στην πιο πάνω αιτιολογία ουδόλως εκτίθενται περιστατικά ως προς την γνώση του αναιρεσείοντος, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ότι τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση ακίνητα ανήκαν στην κυριότητα του Δημοσίου και του Δήμου Λαυρίου, χωρίς να αρκεί η έκθεση περιστατικών ότι αυτά δεν ανήκαν στον αναιρεσείοντα. Συνεπώς η απόφαση στερείται αιτιολογίας ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, αφού ουδέν διαλαμβάνει για το δόλο αυτού (άμεσου ή ενδεχόμενου), ο οποίος περιλαμβάνει την προαναφερόμενη γνώση ή, έστω, ότι αυτός αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο ότι τα ακίνητα αυτά να ανήκαν στο Δημόσιο ή στο Δήμο Λαυρίου. Εξάλλου, δεν δύναται να συναχθεί ότι ο δόλος αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, αφού ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό εκτίθενται με πληρότητα ανάλογα περιστατικά. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, άλλωστε, και αυτεπαγγέλτως ερευνώνται, εφόσον η κρινόμενη αίτηση κρίνεται παραδεκτή (511 ΚΠΔ), είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1671/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα απάτης (κακουργηματική) με τη συνδρομή των επιβαρυντικών προϋποθέσεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/50, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (απόπειρα κινηματογράφισης εκτάσεων που ανήκαν στο Δημόσιο. Παραγραφή. Αναστολή επί κακουργημάτων που τελέστηκαν πριν από τις 20-11-1987, τριετής. Πότε αρχίζει η κύρια διαδικασία. Ακυρότητα της κλήσεως και της επίδοσης του παραπεμπτικού βουλεύματος. Καλύπτεται με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Απόρριψη ένστασης παραγραφής. Απόπειρα και απρόσφορη απόπειρα απάτης. Προϋποθέσεις. Αιτιολογία. Έλλειψη αιτιολογίας και ασάφεια α) αν η πράξη στρεφόταν κατά του δημοσίου, β) ως προς τις προϋποθέσεις της απόπειρας ή της απρόσφορης απόπειρας και γ) ως προς την ύπαρξη του δόλου (γνώση για το ότι τα ακίνητα ανήκαν στο Δημόσιο). Αναιρεί ελλείψει αιτιολογίας και νομίμου βάσεως.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 226/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Καρπέτα, περί αναιρέσεως της 1810/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 540/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακόν όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση αντικαταστάθηκε με τη φράση "Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξάλλου , η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "....Ο κατηγορούμενος Χ1, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο έτους 1991 από κοινού ενεργώντας με τον Γ1 συμπλήρωσαν το με αρ. ........ ασυμπλήρωτο έντυπο αστυνομικής ταυτότητας που είχε κλαπεί από το Α, Τ. Άρτας με τα στοιχεία "Β1" και τα λοιπά στοιχεία που αναφέρονται στο διατακτικό και, αφού επικόλλησαν σ' αυτό τη φωτογραφία του κατηγορουμένου (Χ1), έθεσαν σφραγίδα και υπογραφή έτσι ώστε το συγκεκριμένο δελτίο ταυτότητας να εμφανίζεται ως γνήσιο εκδοθέν από το Ζ' Παράρτημα Ασφαλείας Αθηνών το έτος 1986 καθώς και ότι η εν λόγω Αστυνομική Αρχή πιστοποιούσε την ακρίβεια των αναφερόμενων σ' αυτό στοιχείων. Επίσης νόθευσαν το περιεχόμενό του με αριθμό πρωτ. ........ πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Αθηναίων, μεταβάλλοντας την αναγραφόμενη σ' αυτό ημερομηνία γέννησης του "Β1", από "16.5.1998" σε "10.3.1998", ώστε να συμπίπτει με την αναγραφόμενη στην ταυτότητα, που πλαστογράφησε ο κατηγορούμενος με τον Γ1, για την οποία έγινε πιο πάνω λόγος. Στις πράξεις τους αυτές προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα είχαν σκοπό να παραπλανήσουν τους Ψ1 και Ψ2, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Ψ3, τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Αναστάσιο Βουτσινά και τη Συμβολαιογράφο Σταμ. Καραγιαννοπούλου, στους οποίους επέδειξαν το εν λόγω δελτίο ταυτότητας και πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο Β1 ιδιοκτήτης του αναφερόμενου στο πιο κάτω συμβόλαιο ακινήτου και ότι είχε την πρόθεση να το πωλήσει αντί τιμήματος 52.000.000 δρχ, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος που αντιστοιχεί στο προμνησθέν τίμημα του ακινήτου. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος το χρονικό διάστημα από Μάιο μέχρι 14.6.1991 παρέστησε ψευδώς στους εγκαλούντες ότι το όνομά του ήταν Β1 και ότι με τα ως άνω στοιχεία ταυτότητας ήταν ιδιοκτήτης του αναφερόμενου στο διατακτικό ακινήτου. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του αυτών, επέδειξε σ' αυτούς τα πιο πάνω αναφερόμενα πλαστά έγγραφα, ενώ στην πραγματικότητα ονομαζόταν Χ1 και δεν ήταν κύριος του πωλούμενου ακινήτου. Έτσι έπεισε τους εγκαλούντες (Ψ1 ως αγοράστρια και τον Ψ2 ως εκπρόσωπο της επίσης αγοράστριας Ψ3), να συμβληθούν με αυτόν, ως αγοραστές, και να θέσουν τις υπογραφές τους στο αναφερόμενο στο διατακτικό συμβόλαιο, με το οποίο φέρεται ως ιδιοκτήτης να τους μεταβιβάζει το περιγραφόμενο σε αυτό ακίνητο, αντί του τιμήματος των 52.000.000 δρχ που του καταβλήθηκε, ενώ οι εκκαλούντες επιβαρύνθηκαν και με τα έξοδα της μεταβίβασης (αμοιβές δικηγόρου-συμβολαιογράφου, έξοδα μετεγγραφής, φόροι κτλ), που ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 2.104.392 δρχ. Στην πράξη δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος για να προσπορίσει στον εαυτό του και στα κατονομαζόμενα στο διατακτικό πρόσωπα, παράνομο περιουσιακό όφελος, που ανέρχεται στο ισόποσο του εισπραχθέντος τιμήματος, ενώ η προξενηθείσα ζημία στους εκκαλούντες προσμετρουμένων και των εξόδων που υποβλήθηκαν ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 54.104.392 δρχ. Εξάλλου, από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος, τα μέσα που προαναφέρθηκε ότι χρησιμοποιούσε και ο τρόπος που ενήργησε καταδεικνύουν ότι αυτός είχε την πρόθεση της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης και συνακόλουθα προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, που προσδίδει στο πρόσωπό του την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτών. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται πλήρως από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, για το ότι δράστης των προαναφερόμενων πράξεων είναι αυτός (κατηγορούμενος). Πρέπει, λοιπόν, το αίτημα του κατηγορουμένου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, σχετικά με τη φωτογραφική απεικόνισή του στην ταυτότητα και το δείγμα γραφής του, να απορριφθεί. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, καθ' όσον τέλεσε αυτές κατ' επάγγελμα, ενώ το συνολικό όφελος που επιδίωξε και η ζημία που προξένησε στους εγκαλούντες υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ (ή 15.000 ευρώ). Περαιτέρω δεν προέκυψαν περιστατικά, που να δικαιολογούν την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του εν λόγω κατηγορούμενου. Τούτο διότι: α) το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου δεν αποτελεί εγγύηση του προτέρου έντιμου βίου του, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας συμμετοχής του και σε άλλες πράξεις απάτης και β) από μόνο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του στις φυλακές δεν υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της παρ. ε' του άρθρου 84 ΠΚ, αφού δεν αποδείχθηκαν και άλλα θετικά περιστατικά που να μαρτυρούν την καλή συμπεριφορά του". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος της κακουργηματικής απάτης, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ) και (από κοινού) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, το από την οποία συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) ( άρθρα 13περ.γ και στ, 26 παρ.1α, 27 παρ.2β, 45, 94 παρ.1, 216 παρ.1,3α και 386 παρ.3α-1 ΠΚ). Για την πράξη του δε αυτή, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης επτά ετών για κάθε πράξη και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για πέντε έτη. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτησή του, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της, ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την καταδικαστική της κρίση για τη τέλεση των αδικημάτων της κακουργηματικής απάτης και πλαστογραφίας, αποδείχθηκαν από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει, στη συνέχεια παραλείπει να συσχετίσει αξιολογικά και το περιεχόμενο όλων των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα τις καταθέσεις μαρτύρων και το έγγραφο (τεχνική έκθεση) που αναφέρει, καθόσον το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε υποχρέωση να προβεί σε συνεκτίμηση, συγκριτική αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, λόγω της διχογνωμίας και αντίθεσης μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ότι οι μεν παθόντες Ψ2 και ........ ο συνήγορος τους Αναστάσιος Βουτσινάς, ανεγνώρισαν στο πρόσωπο του το άτομο που ενεφανίσθη με πλαστή ταυτότητα ως "Β1", αλλά η Συμβολαιογράφος Σταματία Καραγιαννοπούλου και η υπάλληλός της, δεν τον αναγνώρισαν και εξέφρασαν ζωηρότατες αμφιβολίες για το αν ήταν δυνατόν να είναι αυτός το πρόσωπο που εμφανίσθηκε στο Συμβολαιογραφείο ως "Β1". Επί πλέον ο ειδικός και Καθηγητής Σχολής Φωτογραφίας ........ με την αναγνωσθείσα στο Δικαστήριο Τεχνική Έκθεσή του, απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο το εικονιζόμενο στην πλαστή ταυτότητα πρόσωπο να ήταν αυτός, ενώ και ο ίδιος ο παθών Ψ2 κατέθεσε ότι ο εμφανισθείς δράστης,"δεν φαινόταν 40 ετών με τίποτα", αν και αυτός ήταν αποδεδειγμένα 40 ετών και ασφαλώς δεν μπορούσε να έπειθε ότι ήταν φοιτητής. Εφόσον δε το Δικαστήριο, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, παρά τη διάσταση αυτή μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, "δεν παρέσχε ούτε μονολεκτική έστω εξήγηση γιατί θεωρεί πειστικότερη την άποψη των παθόντων από αυτή των τρίτων", η προσβαλλόμενη "δεν έχει καθόλου αιτιολογία και πάσχει από την κατ' άρθρο 510 παρ. 1 περ. δ' πλημμέλεια". Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις πιο πάνω καταθέσεις μαρτύρων και την τεχνική έκθεση του ......., από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα των ισχυρισμών του, ότι δεν ήταν εκείνος που εμφανίσθηκε με την πλαστή ταυτότητα και, επομένως, ότι ήταν αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση στην αρχή του σκεπτικού όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και συνεπώς και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει ο αναιρεσείων και το έγγραφο που επικαλείται. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την ειδική αναφορά που γίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία για το ότι "παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δράστης των προαναφερόμενων πράξεων είναι αυτός (κατηγορούμενος)". Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι ήταν αναγκαία η περαιτέρω ειδική έκθεση των λόγων, για τους οποίους το Εφετείο δεν πείστηκε από τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν, κατ' αυτόν, την αθωότητά του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-3-2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 2429/15-3-2007) του Χ1, κατά της 1810/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ,. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και κακουργηματική πλαστογραφία (κατάρτιση και νόθευση με χρήση) όπου το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000 δρχ. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Πότε διαπράττονται κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω παράλειψης δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων. Κρίση ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 212/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστομένη Τζανετή, περί αναιρέσεως της 8559/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2001/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδάφιο α’ του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε ή πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία δε αυτή, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, όπως τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτής, πραγματικά περιστατικά εκτίθενται στο διατακτικό. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι η εγκαλούσα Ψ1 εργαζόταν στην εταιρεία με την επωνυμία " Βασίλειος Βασίλακας και Υιοί Α.Ε", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ..... . Στίς 16-2-2000, ο τελευταίος έδωσε εντολή στην εγκαλούσα να μεταβεί στο υποκατάστημα που διατηρούσε εντός του πολυκαταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ, που βρίσκεται στον ......, προκειμένου αυτή να τοποθετήσει πινέλα και διάφορα άλλα είδη της επιχείρησης, στα ράφια του καταστήματος. Η εγκαλούσα, σε εκτέλεση της εντολής του εργοδότη της, πράγματι μετέβη την ανωτέρω ημέρα στο κατάστημα ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ, στο οποίο υποδιευθυντής ήταν ο κατηγορούμενος Χ1 και άρχισε να τοποθετεί προϊόντα της εταιρείας στα ράφια του καταστήματος. Πλησίον της εγκαλούσας εργαζόταν ο υπάλληλος του καταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ Ζ1 , ο οποίος τοποθετούσε προϊόντα στα ράφια του καταστήματος. Περί ώρα 11.00 της 16-2-2000 ο τελευταίος, προκειμένου να τοποθετήσει προϊόντα στα ψηλότερα ράφια, χρησιμοποίησε μεταλλική αρθρωτή κλίμακα (σκάλα) τύπου λάμδα, που ανήκει στο κατάστημα ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ. Κάποια στιγμή, καθώς ο Ζ1 ανέβηκε στην σκάλα, κόπηκε ο ένας από τους δυο ιμάντες που συγκρατούν τα σκέλη της σκάλας (κλίμακας), αυτή κατέρρευσε και επέπεσε επί της εγκαλούσας που εργαζόταν ως ελέχθη, παραπλεύρως, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί, υποστάσα κακώσεις ωμοπλάτης, ρήξη έσω πλαγίου συνδέσμου πρώτης μετακαρποφαλαγγικής αριστερού αντίχειρος και επώδυνο νευρίνωμα δακτυλικού νεύρου. Ο παραπάνω τραυματισμός της εγκαλούσας οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, συνιστάμενη στο γεγονός ότι αυτός, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε τη σωματική βλάβη της εγκαλούσας, χωρίς να προβλέψει το εκ της αμελούς συμπεριφοράς του επελθόν αποτέλεσμα και συγκεκριμένα, ενώ ήταν αρμόδιος να λαμβάνει, υπό την ιδιότητά του ως υποδιευθυντού του καταστήματος ΠΡΑΚΤΙΚΕΡ ....., τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας στο εν λόγω κατάστημα, με την κατάλληλη συντήρηση να διατηρείται σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ασφάλειας των εργαζομένων στο άνω κατάστημα, δεν μερίμνησε για τον περιοδικό έλεγχο και την εξασφάλιση εφαρμογής των οδηγιών ασφαλείας των εργαζομένων στο κατάστημα και ιδιαίτερα τον έλεγχο της κατάστασης των ιμάντων ασφαλείας στις φορητές κλίμακες, ώστε οι φθαρμένες κλίμακες να αντικαθίστανται, αλλά επέτρεψε στους υπαλλήλους να κάνουν χρήση των φορητών κλιμάκων, άνευ προηγουμένου ελέγχου αυτών, με αποτέλεσμα, όταν ο υπάλληλος του καταστήματος Ζ1 , χρησιμοποίησε για την εκτέλεση της εργασίας του φορητή κλίμακα με δυο σκέλη, τα οποία συνδέονταν με φθαρμένο ιμάντα ασφαλείας, ο ιμάντας ασφαλείας κατά τη χρήση της έσπασε, η κλίμακα κατέρρευσε και επέπεσε επί της εγκαλούσας, η οποία και τραυματίστηκε. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν έσπασαν οι ιμάντες ασφαλείας, οι οποίοι δεν ήσαν φθαρμένοι διότι είχαν ελεγχθεί και δεν είχε γίνει αναφορά από τους αρμόδιους συντηρητές για φθορά αυτών, αλλά η πτώση της κλίμακας οφείλεται σε αμέλεια του εργαζομένου Ζ1 , ο οποίος δεν την είχε τοποθετήσει καλώς, με αποτέλεσμα αυτή, να πέσει και να χτυπήσει την εγκαλούσα, δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο τραυματισμός της Ψ1 οφείλεται στην έλλειψη των μέτρων ασφαλείας που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, κατά τη γνώμη των δύο μελών του Δικαστηρίου Ιωάννας Μίχα και Παναγιώτας Ευαγγελάτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις παραδοχές όμως αυτές, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε γιατί, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέστηκε δια παραλείψεως και ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος, δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, δεν αναφέρεται καθόλου στη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος, ούτε προσδιορίζει την προέλευση της υποχρέωσης αυτής, αν δηλαδή πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1, 315 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει τον επιτακτικό κανόνα δικαίου που υποχρέωνε τον αναιρεσείοντα, ενόψει και της ιδιότητάς του, ως διευθυντή του υποκαταστήματος, να λάβει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, για την ασφαλή εργασία των εργαζομένων σ’ αυτό υπαλλήλων, ενόψει της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και η μέριμνα του, ώστε να διατηρείται η φορητή κλίμακα σε καλή κατάσταση. Επίσης, δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει της παραδοχής της ότι ο τραυματισμός της παθούσας ήταν απότοκος της συνδρομής αμέλειας του αναιρεσείοντος, τα περιστατικά εκείνα στα οποία επιστηρίζει την ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του επελθόντος αποτελέσματος, ακόμη δε εκείνα τα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, λόγω των προσωπικών του ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε. Επομένως ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ’ του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια του Εφετείου, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, εν αναφορά με τη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και της προελεύσεώς της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμό 8559/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μη υπαγωγή στη διάταξη του άρθρου 15 του Π.Κ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 206/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. αποφάσεως 1246/2005 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 679/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 222/4-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την από 12-3-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Φυλακή Μαλανδρίνου, κατά της υπ'αριθμ. 1246/17-6-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' του Κ.Π.Δ., η οποία ορίζει ότι δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης από τον ίδιο διάδικο, ανεξάρτητα από το αν εκείνη που ασκήθηκε προηγουμένως απορρίφθη ως αβάσιμη ή απαράδεκτη (ΑΠ 605/2006 Π. Χρ. ΝΖ'/62). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της σχετικής δικογραφίας, ο αναιρεσείων άσκησε στο παρελθόν την από 12-12-2005 αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης και τώρα αποφάσεως, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθ. 1137/2006 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο), η οποία απέρριψε την αναίρεση αυτή ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Κατά συνέπεια η κρινόμενη, δεύτερη, αίτηση αναιρέσεως κατά της ιδίας αποφάσεως, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1, 513 § 1α και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 12-3-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 1246/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 349 παρ.1 εδάφια πρώτο - τρίτο του ΚΠΔ, όπως τα δύο πρώτα τούτων αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του ν. 3090/2002 (ΦΕΚ, Α'329/24-12-2002) το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης για το λόγο αυτόν να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υπόθεσης. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν το επιτρέπουν. Σημαντικό αίτιο, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στη σύνθεση του δικαστηρίου που εκδικάζει την αναίρεση, αν αυτός είχε συμπράξει στην έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 14 παρ.3 του ΚΠΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 1246/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προέκυψε ότι ο από τα μέλη της σύνθεσης αυτού του δικαστηρίου (Ζ Τμήματος του Αρείου Πάγου) Γρηγόριος Μάμαλης, Αρεοπαγίτης, έλαβε μέρος ως Πρόεδρος Εφετών, τότε, στη σύνθεση του παραπάνω δικαστηρίου, το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών, σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Επομένως, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδίκασης της προκείμενης, υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν έχει κληθεί να παραστεί κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσας απόφασης και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 του ΚΠΔ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, εφόσον η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικαστεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της από 12-3-2007 αιτήσεως του Χ1 για αναίρεση της 1246/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σε άλλη δικάσιμο που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικαστεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Μάμαλης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει την εκδίκαση προκειμένου να δικαστεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει συγκεκριμένος Αρεοπαγίτης.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 205/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Διαμαντή, περί αναιρέσεως της 1696/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Οκτωβρίου 2006 και 1 Νοεμβρίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις του αναιρέσεως, η οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1747/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 1 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναίρεσης και να γίνει δεκτή εν μέρει η από 23 Οκτωβρίου 2006 τοιαύτη ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά της υπ' αριθμ. 1696/28-6-2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκαν από τον αναιρεσείοντα ...... οι από 23-10-2006 και 1-11-2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως η πρώτη με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε, εκτός από την τήρηση των οριζόμενων στο άρθρο 474 παρ.1 ΚΠΔ και με δήλωση που περιέχει όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία 20 ημερών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να συντελεστεί η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, με την προαναφερόμενη δήλωση πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή και όχι κατ'άλλο τρόπο, όπως είναι η αποστολή του ταχυδρομικώς ή η εγχείρισή του στη Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση από 1-11-2007 αίτηση αναιρέσεως όπως από το περιεχόμενο αυτής προκύπτει στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 1696/28-6-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε συνολική ποινή καθείρξεως 11 ετών και χρηματική ποινή 20.000 ευρώ. Η εν λόγω όμως αίτηση αναιρέσεως, όπως προκύπτει απ' αυτή και τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τη διακρίβωση του παραδεκτού της αναιρέσεως, δεν επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με δικαστικό επιμελητή, κατόπιν εντολής προς αυτόν από τον αναιρεσείοντα, αλλά περιήλθε στην υπηρεσία της Εισαγγελίας, κατόπιν διαβιβάσεώς της από την Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό 10034/9-11-2007. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες από το νόμο διατυπώσεις, πρέπει, προεχόντως εκ του λόγου αυτού, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η υπ' αριθ. 1252/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, γιατί το πρωτόδικο τούτο δικαστήριο, δεν απάντησε σε αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Από τις διατάξεις των εδαφ. β' και ζ' της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 1729/1987 "Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις", προβλέπονται ως βασικά εγκλήματα, πλην άλλων, η αγορά και η κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Η αγορά των ουσιών αυτών πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την, για το σκοπό αυτό παράδοση της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Ως κατοχή θεωρείται η φυσική εξουσία της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Εξ άλλου η απαιτούμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Ειδικότερα για την αιτιολόγηση της τελέσεως των παραπάνω εγκλημάτων της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) του επιτευχθέντος τιμήματος καθώς και της ταυτότητας των πωλητών. Η δε παραδοχή της αποφάσεως "αγορά από άγνωστο άτομο έναντι αγνώστου τιμήματος" λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία είναι αδιάφορα για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Δεν απαιτείται επίσης και ιδιαίτερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. ΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση και την εξέδωσε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα αναιρετική κρίση του, με εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Αλβανός υπήκοος (δεν είναι τοξικομανής και ομιλεί καλώς την ελληνική γλώσσα), κατά τους αναφερόμενους τόπους και χρόνους, τέλεσε, από δόλο, κατά πραγματική συρροή, τις πράξεις: Α) της παράνομης κατοχής ναρκωτικών ουσιών, διότι: α) κατά τη σύλληψή του, κατείχε ποσότητα μισού κιλού ηρωίνης σε στερεή μορφή "βράχου", σε σχήμα κυλίνδρου, περιτυλιγμένο με κολλητική ταινία, που είχε τοποθετήσει εντός μιας φραντζόλας ψωμιού που κρατούσε, κατά τη σύλληψή του (αφαίρεσε την ψίχα και στη θέση της τοποθέτησε την ηρωίνη), και β) στο διαμέρισμά του, κατά την επακολουθήσασα έρευνα, κατείχε και άλλη ποσότητα μισού κιλού ηρωίνης τέτοιου είδους και με την ίδια συσκευασία, έχοντας τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών ουσιών, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά την δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά και Β) της παράνομης αγοράς της ως άνω συνολικής ποσότητας ηρωίνης (ενός κιλού), από άγνωστο άτομο με άγνωστο τίμημα. Για τα περιστατικά αυτά, κατέθεσε ο μάρτυρας αστυνομικός. Ο ίδιος αρνείται την αγορά, ενώ για την κατοχή των ναρκωτικών (που κατασχέθηκαν), ισχυρίζεται δήθεν ότι κατείχε αυτά, ως απλός συνεργός, για λογαριασμό ενός άλλου Αλβανού, με το όνομα ".....", που τον απειλούσε. Ο ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος, διότι ο ίδιος αγόρασε και κατείχε για δικό του λογαρισμό τα ναρκωτικά και όχι δήθεν σαν βοηθός ενός άλλου Αλβανού. Με ένα μαχαίρι (που βρέθηκε στο σπίτι του με ίχνη ηρωίνης) τεμάχιζε την ηρωίνη για να την διαθέτει σε μικρότερες ποσότητες. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις αυτές, χωρίς τα επικαλούμενα ελαφρυντικά διότι: α) δεν έζησε έντιμη πριν την τέλεση των πράξεων (έμπορος ναρκωτικών), β) ενήργησε από ταπεινά αίτια (φιλοκέρδεια), γ) δεν έδειξε ειλικρινή μετάνοια, αλλά προσποιείται τον μετανοημένο και δ) δεν συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, που είναι κρατούμενος, διότι η συμπεριφορά του στη δικαστική φυλακή δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης αλλά προϊόν φόβου και καταναγκασμού". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 εδάφ. β', ζ', 2 ν. 1729/1987, τις οποίες ορθά εφάρμοσε. Έφ' όσον δε ως αγορά ναρκωτικής ουσίας θεωρείται, ως προεκτέθηκε, η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 του ΑΚ δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ταυτότητας του πωλητού και το ύψος του τιμήματος αρκεί ότι υπάρχει συμφωνία περί του τελευταίου δεδομένου ότι η παραδοχή αυτής ότι τις ουσίες αυτές τις αγόρασε από άγνωστο άτομο αντί αγνώστου τιμήματος λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία και μόνον αυτά τα οποία είναι αδιάφορα για τη στοιχειοθέτηση των ως άνω εγκλημάτων. Κατόπιν όλων αυτών, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε 'του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, α) "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), β) και ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ.ε). Στην δεύτερη περίπτωση, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: "Στον κατηγορούμενο θα πρέπει να γίνουν δεκτά πλην άλλων τα παρακάτω ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α, 2ε Π.Κ. Α) το ότι έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αυτό διότι ουδέποτε στο παρελθόν απασχόλησε τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές της Ελλάδας ή της Αλβανίας, έχει μόνιμη διαμονή στη χώρα, εργαζόταν νόμιμα στην Ελλάδα και τηρούσε τις υποχρεώσεις που του επέβαλε η διαμονή του στην Ελλάδα. Β) το ότι κατά την κράτησή του στη Φυλακή δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και επιδεικνύει καλή διαγωγή . Τους πιο πάνω ισχυρισμούς το Δικαστήριο της ουσίας τούς απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως αναφέρθηκε, με την εξής αιτιολογία: Ο κατηγορούμενος: 1) δεν έζησε έντιμη ζωή πριν την τέλεση των πράξεων (έμπορος ναρκωτικών) και 2) δεν συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, που είναι κρατούμενος, διότι η συμπεριφορά του στη δικαστική φυλακή δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης αλλά προϊόν φόβου και καταναγκασμού. Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο με τα στοιχεία Β ισχυρισμός (ότι ο αναιρεσείων συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του), είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά τις πράξεις του αυτές. Η απλή αναφορά, της καλής του συμπεριφοράς του στη φυλακή, ως μόνο συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό δεν αρκεί για να καταστήσουν ορισμένο τον ανωτέρω ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, απάντησε, ως εκ περισσού, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με την προαναφερόμενη αιτιολογία του η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Σε σχέση με τον πρώτο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως (84 παρ.2α ΠΚ), που ήταν σαφής και ωρισμένος η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως. Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ. και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη, ως και προς την περί ποινής διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-11-2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1696/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Αναιρεί εν μέρει την 1696/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη της απόφασης αυτής. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 23 Οκτωβρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του ...... Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία της αναίρεσης. Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Έλλειψη αιτιολογίας μόνο σε σχέση με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 204/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, για αναίρεση της 1345/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1474/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ'άρθρον μεν 4 παρ.1 α του Ν.2408/4-6-1996 ή ποινική δίωξη για την ποινικώς κολάσιμη αδικοπραγία, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 79 παρ.1 του όπως ισχύει Ν.5960/1933 ήτοι της εκδόσεως ακάλύπτης επιταγής, ασκείται μόνον ύστερα από έγκληση του κομιστού της επιταγής που δεν πληρώθηκε, κατ'άρθρον δε 117 παρ.1 ΠΚ "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή της εγκλήσεως είναι ανεξάρτητη από την κατά το άρθρο 111 ΠΚ παραγραφή των εγκλημάτων και, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 243 εδ. β' ΑΚ και 145 παρ.2 ΚΠολΔ, οι οποίες έχουν εφαρμογή και εν προκειμένω, ένεκα της ενότητος της εννόμου τάξεως, λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μηνός, που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή με την ημέρα κατά την οποίαν ο δικαιούμενος σε υποβολή εγκλήσεως έλαβε γνώση της τελέσεως της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συμμετόχους. Ούτως εκ του συνδυασμού των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι επί του εγκλήματος της ακάλυπτης επιταγής η τρίμηνη προθεσμία της εγκλήσεως για την άσκηση της ποινικής διώξεως εναντίον του υπαιτίου, αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποίαν ο κομιστής της εν λόγω επιταγής, γνωρίζων τον εκδότη της, ο οποίος προκύπτει από το κείμενο του τίτλου, έλαβε γνώση της ελλείψεως αντικρύσματος προς πληρωμήν της και τούτο συμβαίνει όταν, εμφανίσας εμπροθέσμως την επιταγή προς πληρωμήν, η τελευταία δεν πληρώνεται. Εξ άλλου κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ, λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο ήσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Τοιαύτη δικαιοδοσία ασκεί το δικαστήριο και όταν καταδικάζει για έγκλημα για το οποίο δεν υπεβλήθη η απαιτουμένη έγκληση εμπροθέσμως. Εν προκειμένω για της αναιρεσιβαλλομένης υπ'αριθ.. 1345/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσείουσα εκηρύχθη ένοχος της εκδόσεως της υπ'αριθμ. ...... επιταγής της Ε.Τ.Ε. ποσού δρχ. 5.000.000, ούσης ακάλυπτης. Ο εγκαλών ενεφάνισε μέσω της Τραπέζης Εργασίας (με την οποίαν είχε συναλλαγές), την άνω επιταγή την 23-12-1999, λόγω δε της μη πληρωμής της ελλείψει διαθεσίμων, υπέβαλε την έγκληση την 24/3/2000. Εντεύθεν η έγκληση του παθόντος κατά της αναιρεσειούσης υπεβλήθη μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ.1 ΠΚ., μάλιστα μετά την πάροδο και της τελευταίας ημέρας αυτής, αφού η αντίστοιχη ημέρα της 23-12-1999, κατά την οποίαν ετελέσθη η πράξη και έλαβε γνώση ο εγκαλών κατά την προσβαλλομένην απόφαση, είναι η 23/3/2000, δηλαδή η του τρίτου μηνός μετά την 23/12/1999. Κατά συνέπειαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η οποία κατεδίκασε την αναιρεσείουσα, θεωρήσασα εμπρόθεσμη την έγκληση, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ.Η' δ' ΚΠΔ). Δι'ό και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τον βάσιμον περί τούτου στ' λόγον της κρινομένης αναιρέσεως και, ακολούθως, κατ'άρθρον 517 παρ.2 ΚΠοινΔ, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αριθ. 1345/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για την οποίαν η αναιρεσείουσα κατεδικάσθη δια της αναιρούμενης αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής η τήρηση προθεσμίας της εγκλήσεως αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποίαν ο κομιστής της επιταγής την εμφάνισε προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε. Συνιστά υπέρβαση εξουσίας η καταδίκη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, εφ’ όσον η έγκληση υπεβλήθη μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
Αριθμός 202/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενη τη Χ2 και με πολιτικώς ενάγοντα το Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1268/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 440/05.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατά το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 14 από 27-6-2007 αίτηση του Χ1 γενομένη δια πληρεξουσίου, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η υπ'αριθμόν 9/2007 έφεση του κατά του υπ'αριθμόν 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, για κακουργήματα, για να δικαστεί για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 €, ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα απλή και κατ'εξακολούθηση, ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση και ηθική εις ταύτην αυτουργία και ψευδή ανώμοτη κατάθεση και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ.) είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι συνίστανται στο ότι το άνω βούλευμα α) στερείται παντάπασι της ειδικής και νομίμου αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 216 Π.Κ με την επιβαρυντική αυτού περίσταση, β) στερείται παντάπασι της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ηθική αυτουργία σε αδίκημα της πλαστογραφίας καθόσον δεν περιέχει επαρκείς αιτιολογίες ως προς τη συγκρότηση των νομικών όρων και προϋποθέσεων των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ηθική αυτουργία στη κακουργηματική πλαστογραφία και δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά δια των οποίων ούτος άσκησε πειθώ, πίεση και παραίνεση στον φυσικό αυτουργό της πλαστογραφίας και γ) δεν παρατίθονται τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα για τις παραβάσεις για τις οποίες παραπέμπεται. 'Ελλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α' του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από την ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως η υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.ά. β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Εξάλλου στη περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτουμένη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτήν ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του (ΑΠ 740/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 258). Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για τη κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ. 858/2004 Π.Χ. ΝΕ. σ. 322). Στην υπό κρίση υπόθεση και όσον αφορά στα προσβαλλόμενα κεφάλαια το υπ'αριθμόν 168/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με τις παραδεκτές αναφορές στην εισαγγελική πρόταση και το εκκαλούμενο βούλευμα, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: Στις 13.3.2002 ο αναιρεσείων Χ1 επέδωσε στο μηνυτή Ψ1 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποίαν ανέφερε ότι ούτος "του γνωστοποίησε ότι ήταν σύμβουλος επενδύσεων, γνωστός σε ασφαλιστικούς και χρηματιστηριακούς κύκλους... του πρότεινε να του καταβάλει χρηματικά ποσά για να επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, τίτλους Δημοσίου κατά τη κρίση του, με εγγυημένη όμως από τον ίδιο απόδοση των κεφαλαίων μου σε ποσοστό 23% ανά εξάμηνο........του κατέβαλα μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου του 2001 διάφορα χρηματικά ποσά......ζήτησα από τον καθού να ρευστοποιήσει τα επενδυμένα κεφάλαια μου και τις κεφαλοποιημένες αποδόσεις αυτών μέχρι τότε και να μου τα αποδόσει μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2001, πλην όμως δεν μου τα απέδωσε προφασιζόμενος ότι ανανέωσε τις επενδύσεις μου και θα μπορούσα να αναλάβω τα χρήματά μου στις αρχές Ιανουαρίου 2002..... θορυβηθείς από την εξέλιξη αυτή τον επισκέφθηκα και τον πίεσα να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει το ύψος των χρημάτων που δικαιούμην να λάβω μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων που είχε κάνει............. πράγματι ο καθού αναγνώρισε και αποδέχτηκε ότι όφειλε να μου καταβάλει 90.500.000 το οποίο υποσχέθηκε να μου καταβάλει.......... Στις 4 Ιανουαρίου σε νέα συνάντηση με τον καθού η παρούσα για να λάβει επιτέλους τα χρήματά μου, όπως μου είχε υποσχεθεί, αυτός μου απάντησε ότι ναι μεν μου οφείλει αυτό το ποσόν αλλά και εγώ του οφείλω αυτά και παραπάνω ως αμοιβή για την οικονομική διαχείριση των κεφαλαίων μου" ζήτησε δε συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ. Για την υποστήριξη της αιτήσεως αυτής που συζητήθηκε στις 27-3-2002 προσκόμισε και επικαλέστηκε ένα πρόχειρο σημείωμα με ημερομηνία 17-9-2001 που φέρεται ότι έχει υπογραφεί από το μηνυτή και περιέχει αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων. Στο κάτω μέρος αναφέρει ως άθροισμα αριθμόν το ποσό των 90.500.000 δρχ. που όφειλε να του καταβάλει ο μηνυτής, του οποίου έφερε την υπογραφή. Προέκυψε όμως ότι η υπογραφή στο σημείωμα αυτό, είναι πλαστή, όπως επιβεβαιώθηκε και από τη γραφολογική έκθεση της γραφολόγου ...... Κατά το πόρισμα της έκθεσης, η υπογραφή δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 και δεν φέρει τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι έχει τεθεί από αυτόν, αλλά έχει τεθεί από άλλο άγνωστο πρόσωπο με αυτοσχέδιο τύπο υπογραφής. Επίσης προέκυψε ότι η υπογραφή τέθηκε από άγνωστο άτομο του περιβάλλοντος του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός, με ζημία του μηνυτή, να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους δρχ. 90.500.000. Αυτός ήταν που προκάλεσε στον άγνωστο αυτουργό την απόφαση να διαπράξει την πλαστογραφία κατά τα προαναφερθέντα. Κατά το άνω βούλευμα ναι μεν είναι άγνωστος ο φυσικός αυτουργός του αδικήματος της πλαστογραφίας αλλά ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να τεθεί η πλαστή αυτή υπογραφή του μηνυτή στο συγκεκριμένο έγγραφο, διότι ήταν εκείνος υπέρ του οποίου είχε αναγνωριστεί η οφειλή με το πρόχειρο σημείωμα. Για το λόγο αυτό λοιπόν προκάλεσε στον άγνωστο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει το αδίκημα, θέτοντας κατ'απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινεί, με σκοπό να παραπλανήσει (ο αναιρεσείων) με τη χρήση του σημειώματος το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σχετικά με το ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως την έναντι εκείνου οφειλή του ποσού 90.500.000, για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την αίτησή του, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, που συνίστατο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαίτησή του. Στο τέλος του αιτιολογικού της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποίαν παραδεκτά αναφέρεται το Συμβούλιο, αναφέρονται τα άρθρα του Π.Κ., βάσει των οποίων παραπέμπεται ο αναιρεσείων και δη τα άρθρα 1, 14, 16, 18, 26 παρ. 1, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1, 216 παρ. 3, 1, 46 παρ. 1α, 98, 224 παρ. 1 και 2, 227 παρ. 1, 229 παρ. 1, 363-362 ΠΚ, αναφερόμενος και στο εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ουδέν πλέον των ανωτέρω, όσον αφορά στα άνω αδικήματα της πλαστογραφίας και της εις αυτήν ηθικής αυτουργίας προσθέτει. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: α) το άνω βούλευμα περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 216 ΠΚ με την επιβαρυντική αυτού περίσταση, β) παρατίθονται σ'αυτό τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα για τις παραβάσεις για τις οποίες παραπέμπεται ο αναιρεσείων γ) όμως, όσον αφορά στη περίπτωση της ηθικής αυτουργίας δεν έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν αναφέρονται σ'αυτήν ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του. Για τον τελευταίο αυτό λόγο πρέπει να αναιρεθεί το υπ'αριθμόν 168/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ω 1) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ'αριθμόν 14/27-6-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. 2) Να αναιρεθεί το άνω βούλευμα. 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β' του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, για κακουργήματα, για να δικαστεί για το προσβαλλόμενο με την αναίρεση κεφάλαιο της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ. Στο σκεπτικό του βουλεύματος αυτού παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία? "Στην προκειμένη περίπτωση από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και της απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1994 ο μηνυτής Ψ1, τότε χρηματοοικονομικός σύμβουλος στην εταιρία ALLIANZ, που ησχολείτο με την προώθηση και πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων και λοιπών επενδυτικών προϊόντων, με προμήθεία, αλλά και λοιπών ασφαλιστικών προγραμμάτων της εν λόγω εταιρίας (ασφάλειες ζωής, αστικής αποζημίωσης, κ.λ.π.), είχε γνωριστεί με την τρίτη μηνυόμενη Χ3. Ανέπτυξε μαζί της φιλικές σχέσεις και στη συνέχεία γνώρισε τον πατέρα της Χ1 (πρώτο κατηγορούμενο) και την αδελφή της Χ2 (δεύτερη κατηγορούμενη), με τους οποίους επίσης, συνδέθηκε προσωπικά. Στις αρχές του έτους 1998 ο Χ1, που ως συνταξιούχος ασχολείτο με το εμπόριο ειδών τέχνης, αντικών και συναφών ειδών, αλλά με παρένθετα πρόσωπα, πρόβλεψε την άνοδο που θα είχε η αξία των μετοχών στο Χρηματιστήριο, καθώς και τη διαφαινόμενη δυνατότητα μεγάλων αποδόσεων σε αποταμιεύσεις μέσω βραχυπρόθεσμων επενδύσεων. Έτσι άρχισε να επενδύει τα χρήματά του μέσω του μηνυτή, (αυτό άλλωστε είχε ήδη πράξει και η κόρη του Χ3). Στις 29/4/1998 αγόρασε μέσω του μηνυτή 10.741,680 μερίδια του εισηγμένου στο Χ.Α.Α. αμοιβαίου κεφαλαίου "ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ" της ALLIANZ, αντί ποσού 25.277.704 δρχ. Ακολούθως, στις 22/5/1998 πώλησε το σύνολο των άνω μεριδίων και εισέπραξε το ποσό των 26.435.119 δρχ., με το οποίο, αφού κράτησε 4.435.120 δρχ., αγόρασε στις 1/6/1998 8.367,826 μερίδια του παραπάνω αμοιβαίου κεφαλαίου, αντί ποσού 21.999.999 δρχ., ενώ στις 17/11/1998 πώλησε το σύνολο των μεριδίων αυτών και εισέπραξε το ποσό των 19.557.742 δρχ. 2) Η συνεργασία του με το μηνυτή αποτέλεσε την αρχή περαιτέρω συναφών οικονομικών συναλλαγών μέσω αυτού, που συνεχίστηκαν έως τις 13/12/2001. Τις συναλλαγές αυτές ο Χ1 τις υπαγόρευσε στο μηνυτή ως ενδιάμεσο πρόσωπο για τις επενδύσεις του, οι οποίες γίνονταν είτε μέσω κοινής επένδυσης χρημάτων τους σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, (που λόγω του μεγάλου ποσού τους απέφεραν μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές που επιτυγχάνονταν μέσω απλών τραπεζικών καταθέσεων), είτε με αγορά μετοχών στο όνομα του μηνυτή και με τον κωδικό που αυτός διέθετε στη "ΣΙΓΜΑ Χρηματιστηριακή", ως κύριος μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.Α. (δεδομένου ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν διέθετε κωδικό, ούτε και επιθυμούσε να αποκτήσει, φοβούμενος να διακινήσει στο δικό του όνομα μεγάλα χρηματικά ποσά, αφού δεν μπορούσε να τα δικαιολογήσει φορολογικά, αφού προέρχονταν από την εμπορία ειδών τέχνης και αντικών που ασκούσε πάλι στο όνομα τρίτων παρένθετων προσώπων). Οι συναλλαγές αυτές γίνονταν στο άπλετο φως που προσέφερε η έκδοση των σχετικών παραστατικών εγγράφων διαφόρων πιστωτικών οργανισμών, αλλά και των σχετικών αποδείξεων που υπέγραφαν μεταξύ τους, χωρίς ποτέ το ποσό που διέθετε για επένδυση στο μηνυτή να υπερβεί το αρχικό ποσό των 25.277.704 δρχ. με το οποίο είχε ξεκινήσει η συνεργασία τους. Σταδιακά όμως η πορεία των αξιών του Χ.Α.Α. άρχισε να πέφτει και ο πρώτος κατηγορούμενος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του επενδύοντας στην αγορά ακινήτου στη Γλυφάδα Αττικής για την κόρη του Χ2. Έτσι ο κύκλος των άνω συναλλαγών του με το μηνυτή έκλεισε οριστικά στις 13/12/2001, οπότε και του έδωσε την εντολή να πωλήσει τις τελευταίες 1.500 μετοχές της MOTOR OIL που είχαν αγοραστεί στις 17/6/2001 μέσω του μηνυτή και με χρήματα που του δάνεισε ο τελευταίος και έλαβε αυθημερόν γι' αυτές το ποσό των 3.265.000 δρχ. που αντιστοιχούσε στη χρηματιστηριακή τους αξία. Απέμενε μόνο να επιστρέψει στο μηνυτή έντοκα δάνεια συνολικού ποσού 10.363.201 δρχ. που ο τελευταίος του είχε χορηγήσει για επενδυτικές και άλλες ανάγκες του την περίοδο από 15/11/2000 έως 31/10/2001 και είχε συμφωνήσει να επιστρέψει έως το τέλος του 2001, αφού θα εισέπραττε χρήματα από ασφαλιστική εταιρία ως αποζημίωση για το θάνατο της συζύγου του σε τροχαίο ατύχημα (βλ. καταθέσεις μαρτύρων). Εντούτοις όχι μόνον δεν επέστρεψε στο μηνυτή τα δανεικά χρήματα, αλλά στις 13/3/2002 του επέδωσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιόν του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού εξέθεσε για το μηνυτή ότι: "...μου γνωστοποίησε ότι ήταν σύμβουλος επενδύσεων, γνωστός σε ασφαλιστικούς και χρηματιστηριακούς κύκλους, ο οποίος ανελάμβανε ατομικά την επένδυση χρηματικών ποσών των πελατών του..., μου πρότεινε να του καταβάλω χρηματικά ποσά για να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, τίτλους Δημοσίου κ.λ.π. κατά την κρίση του, με εγγυημένη όμως από τον ίδιο απόδοση των κεφαλαίων μου σε ποσοστό 23% ανά εξάμηνο, του κατέβαλα μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου του 2001 διάφορα χρηματικά ποσά..., επειδή θέλησα να χρησιμοποιήσω αυτά τα χρήματα για αγορά ακινήτου... ζήτησα από τον καθού να ρευστοποιήσει τα επενδυμένα κεφάλαιά μου και τις κεφαλαιοποιημένες αποδόσεις αυτών μέχρι τότε και να μου τα αποδώσει μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2001, πλην όμως δεν μου απέδωσε τα επενδυμένα κεφάλαιά μου και τις κεφαλαιοποιημένες αποδόσεις αυτών, προφασιζόμενος ότι ανανέωσε τις επενδύσεις μου και θα μπορούσα να αναλάβω τα χρήματά μου στις αρχές Ιανουαρίου 2002..., θορυβηθείς από την εξέλιξη αυτή τον επισκέφθηκα και τον πίεσα να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει το ύψος των χρημάτων που δικαιούμην να λάβω μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων που είχε κάνει, πράγματι ο καθού αναγνώρισε και αποδέχθηκε ότι όφειλε να καταβάλει σε μένα μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων ποσό εκ 90.500.000, το οποίο και μου υποσχέθηκε να καταβάλει..., στις 4 Ιανουαρίου 2002 σε νέα συνάντηση μου με τον καθού η παρούσα για να λάβω επιτέλους τα χρήματά μου, όπως μου είχε υποσχεθεί, αυτός μου απάντησε ότι ναι μεν μου οφείλει αυτό το ποσό, αλλά και εγώ οφείλω σε εκείνον αυτά και παραπάνω ως αμοιβή για την οικονομική διαχείριση των κεφαλαίων μου...", ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ. προς εξασφάλιση της άνω απαίτησής του (βλ. σχετική). Για απόδειξη μάλιστα της άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που συζητήθηκε στις 27/3/2002, ο πρώτος κατηγορούμενος επικαλέστηκε με το από 1/4/2002 σημείωμά του στην παραπάνω αίτηση και προσκόμισε στο Δικαστήριο ένα πρόχειρο χειρόγραφο σημείωμα με ημερομηνία 17/9/2001, που φέρεται να έχει υπογραφεί από το μηνυτή και περιέχει αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων. Γράφει δε επί λέξει τους παρακάτω αριθμούς: "7.141.201 - 8.265.000 = 88.876.201, 3.000.000 + 5.265.000 - 8.265.000 + 1.623.799 = 6.641.201, 97.141.201 - 6.641.201 = 90.500.000", κάτω δε από το άθροισμα ποσού 90.500.000, έχει ένα βέλος, που υποδηλώνει ότι το ποσό αυτό οφείλει να καταβάλλει ο μηνυτής προκειμένου να εκκαθαριστούν οριστικά οι μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες(βλ. σχετικό). Προέκυψε όμως ότι η υπογραφή στο άνω πρόχειρο σημείωμα, (το οποίο κατά τα λοιπά κατάρτισε ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος παραδέχεται στην κατάθεσή του ενώπιον της Ανακρίτριας του ΣΤ' Τμήματος Πειραιά), είναι πλαστή, γεγονός που εξαρχής υποστήριζε ο μηνυτής και η μαρτυράς του ..... Το επιβεβαίωσε άλλωστε και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου ....., που διορίστηκε από την Ανακρίτρια, κατόπιν αιτήματος του πρώτου κατηγορουμένου. Κατά το πόρισμα της έκθεσης, η υπογραφή δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 και δεν φέρει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι έχει τεθεί απ' αυτόν, αλλά έχει τεθεί από άλλο άγνωστο πρόσωπο με αυτοσχέδίο τύπο υπογραφής. Επίσης προέκυψε ότι η υπογραφή τέθηκε από άγνωστο άτομο του περιβάλλοντος του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός, με ζημία του μηνυτή, να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 90.500.000 δρχ. (βλ. σχετική). Αυτός ήταν που προκάλεσε στον άγνωστο αυτουργό την απόφαση να διαπράξει την πλαστογραφία, κατά τα προαναφερθέντα. Επισημαίνεται εδώ ότι στην άνω έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, είναι ναι μεν άγνωστος ο φυσικός αυτουργός του αδικήματος της πλαστογραφίας, αλλά ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να τεθεί η πλαστή αυτή υπογραφή του μηνυτή στο συγκεκριμένο έγγραφο, διότι ήταν εκείνος υπέρ του οποίου είχε αναγνωριστεί η οφειλή με το πρόχειρο σημείωμα. Για το λόγο αυτό λοιπόν προκάλεσε στον άγνωστο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει το αδίκημα, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινεί, με σκοπό να παραπλανήσει ο πρώτος κατηγορούμενος με τη χρήση του σημειώματος το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σχετικά με το ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως την έναντι εκείνου οφειλή του ποσού 90.500.000 δρχ., για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την αίτησή του, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, που συνίστατο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130, 000.000 δρχ. προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του". Στο τέλος του αιτιολογικού της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία παραδεκτά αναφέρεται το Συμβούλιο, αναφέρονται τα άρθρα του ΠΚ βάσει των οποίων παραπέμπεται ο αναιρεσείων για το ως άνω αδίκημα (άρθρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 216 παρ. 3, 1,), αναφερόμενος και στο εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο το συμπληρώνει με το διατακτικό του, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Με το εκκαλούμενο βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι? "Α) Στον Πειραιά στις 17-9-2001 με πειθώ, φορτικότητα και συνεχείς παραινέσεις, προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας με όφελος και αντίστοιχη βλάβη τρίτου μεγαλύτερη των 73.000, 00 ευρώ την οποία αυτός διέπραξε, καταρτίζοντας πλαστό, κατά την έννοια του άρθρου 13 Π.Κ., έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του εγγράφου αυτού, είχε δε σκοπό με τις πράξεις του αυτές να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με όφελος και αντίστοιχη βλάβη τρίτου μεγαλύτερη των 73.000, 00 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, αφού κατάρτισε εξ αρχής το με ημερομηνία 17-9-2001 έγγραφο, στο οποίο προέβη σε αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ αυτού και του μηνυτή Ψ1 οικονομικών εκκρεμοτήτων, αναγράφοντας επί λέξει τους κάτωθι αριθμούς: "97.141.201 - 8.265.000 = 88.876.201, 3.000.000 + 5.265.000 - 8.265.000 + 1.623.799 = 6.641.201, 97.141.201 - 6.641.201 = 90.500.000" και θέτοντας βέλος κάτω από το προκύπτον από τους άνω αριθμητικούς υπολογισμούς του άθροισμα ποσού 90.500.000, υποδηλώνοντας ότι το ποσό αυτό οφείλει να του καταβάλλει ο μηνυτής προκειμένου να εκκαθαριστούν οριστικά οι μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες, ακολούθως έπεισε άγνωστο άτομο του περιβάλλοντός του να θέσει από κάτω κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί του ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως οφειλή του απέναντί του ποσού 90.500.000 δρχ., για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου την από 5-3-2002 αίτησή του, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μηνυτή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του. Στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του ως άνω υπ' αυτού πλαστογραφηθέντος εγγράφου, προσκομίζοντάς το ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τη δικάσιμο της 27-3-2002, όπου εκδικαζόταν η από 5-3-2002 αίτησή του που στρέφονταν κατά του μηνυτή, με την οποία ζητούσε κατά τα ανωτέρω να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μηνυτή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προαναφερόμενη απαίτησή του, την οποία κατά τους ισχυρισμούς του ο τελευταίος είχε αναγνωρίσει εγγράφως, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, συνιστάμενο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ., προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του, ποσού 90.500.000 δραχμών". Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις που κατ' είδος προσδιορίζει, και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα ως άνω πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του παραπάνω κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, δηλαδή η πειθώ και η φορτικότητα υπό την μορφή των παραινέσεως, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και άλλων περαιτέρω πραγματικών περιστατικών από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του. Προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι να περιέχεται σ' αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και, ως τέτοια, απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 476 παρ.1 του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων υπονοεί ότι παραπέμπεται και για άλλα αδικήματα, τα οποία όμως δεν κατονομάζει στην αίτησή του. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ λόγος και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει οι κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 Ευρώ. Απορρίπτεται ως αβάσιμος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
2
Αριθμός 198/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βύρωνα-Πέτρο Βλάχο, για αναίρεση της 3726/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 799/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3726/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση σε φυλάκιση είκοσι μηνών, και τα πρακτικά της, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε αυτός, αλλ' αντ' αυτού εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η σύζυγός του ...... η οποία ανήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αδυνατεί, λόγω ασθενείας του, να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσκόμισε στο Δικαστήριο την από 27-11-2005 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ...... η οποία αναγνώσθηκε, και η ίδια εξετάσθηκε ως μάρτυρας και κατέθεσε τα εξής: "Είναι σύζυγός μου. Είναι άρρωστος. Καλέσαμε χθες επειγόντως γιατροί. Έχει πνευμονία. Δεν μπορεί να έλθει σήμερα". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του το αίτημα αναβολής της δίκης ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος επικαλείται ασθένεια και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να έλθει στο Δικαστήριο κατά τη σημερινή συνεδρίαση. Το Δικαστήριο, όμως, δεν πείθεται ότι ο λόγος που προτείνεται από τον κατηγορούμενο είναι βάσιμος και σπουδαίος, αλλά αντιθέτως σκοπό έχει την παρέλκυση της δίκης. Για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης. Ειδικότερα, τόσο από την κατάθεση της μάρτυρα, όσο και από την προαναφερόμενη ιατρική βεβαίωση προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από βρογχοπνευμονία σε έδαφος ασθματικής χρόνιας βρογχίτιδας και πρέπει να μείνει κλινήρης επί πέντε ημέρες. Από αυτό δεν συνάγεται ότι δεν είναι δυνατή η παρουσία του στο δικαστήριο για σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εκδίκαση της υπόθεσης γίνεται μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 13-6-2005 και μετά από αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας στη δικάσιμο της 6-6-2005 και ότι οι επί μέρους πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται, φέρονται ότι τελέσθηκαν από 30-4-1999 έως 31-7-2001 και επίκειται κίνδυνος παραγραφής τους". Περαιτέρω, ο συνήγορος που εκπροσώπησε στη δίκη τον κατηγορούμενο, μετά την απαγγελία της πιο πάνω παρεμπίπτουσας αποφάσεως, υπέβαλε (δεύτερο) αίτημα αναβολής της δίκης "προκειμένου να εκδικασθεί στο Πενταμελές Εφετείο Λάρισας η κύρια υπόθεση που αφορά ψευδή βεβαίωση σε βαθμό κακουργήματος". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, ακολούθως, με δεύτερη παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε το εν λόγω αίτημα αναβολής της δίκης με την εξής αιτιολογία: "Το αδίκημα, το οποίο φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος στη σημερινή δίκη, δεν βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τη δίκη που αναφέρει ο κατηγορούμενος ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας (έφεση σε απόφαση Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων). Γι' αυτό και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν στο πρώτο αίτημα αναβολής (εκδίκαση μετά από αναβολή και αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας - κίνδυνος παραγραφής), πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο αίτημα αναβολής της δίκης". Έτσι, που αποφάνθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στις ειρημένες προπαρασκευαστικές αποφάσεις του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται σ' αυτές τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στο προεκτεθέν πόρισμά του για απόρριψη των άνω περί αναβολής της δίκης αιτημάτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι πρώτες και δεύτερος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των άνω αιτημάτων αναβολής της δίκης. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της ΕΣΣΔ (ν.δ. 53/1974), δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α)όπως πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, β)όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως γι την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προσβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμ. 9325/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε αυτός έφεση με την υπ' αριθ. 1134/2004 ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα έκθεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων μόνον, ενώ δεν περιείχετο στην εν λόγω έκθεση λόγος εφέσεως αναφορικά με ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας του. Άλλωστε, τέτοια ένσταση δεν προβλήθηκε στην πρωτόδικη δίκη που διεξήχθη με παρόντα τον κατηγορούμενο. Την εν λόγω δε ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας του πρότεινε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος το πρώτον ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που δίκασε ως Εφετείο και το οποίο την απέρριψε με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. 3726/2005 ομοίως καταδικαστική απόφασή του με την εξής αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είναι άκυρο το κατηγορητήριο, γιατί δεν προσδιορίζεται το ποσό της οφειλής, ούτε διευκρινίζεται πότε το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, ούτε αν είναι καταβλητέο εφάπαξ ή σε δόσεις. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπου ήταν παρών, δεν προέβαλε αυτόν τον ισχυρισμό και σε κάθε περίπτωση στην έφεσή του (βλ. έκθεση έφεσης από 9-12-2004) δεν αναφέρει τον ισχυρισμό αυτόν ως λόγο έφεσης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος". Έτσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ορθώς έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση και κατά συνέπεια ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται αυτή για τη μη απαγγελία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 473 παρ. 2 474 παρ. 2 και 509 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι οι περιεχόμενοι σε αυτήν λόγοι αναιρέσεως να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων του άρθρο υ510 Κ.Ποιν.Δ, που προβλέπουν τους λόγους αναιρέσεως κατά αποφάσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση "εσφαλμένα απέρριψε την υποβληθείσα ένσταση παραγραφής του 80% του οφειλομένου ποσού, διότι αυτό βεβαιώθηκε το 1997 με την άσκηση των προσφυγών". Ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως, έτσι όπως διατυπώνεται, χωρίς δηλαδή, να αναφέρονται περιστατικά που θεμελιώνουν την ειρημένη αιτίαση και χωρίς να προσδιορίζονται οι νομικές πλημμέλειες της αποφάσεως, είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ύστερα απ' αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Για τους λόγους αυτούς ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7 Απριλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 1002/7-4-2006) αίτηση του ..... για αναίρεση της 3726/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30-3-2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρώτος και δεύτερος λόγος (Δ΄) αιτιολογημένη απόρριψη δύο αιτημάτων για αναβολή της δίκης. Τρίτος λόγος όχι λόγος εφέσεως για ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσμα-τος απαράδεκτος. Τέταρτος λόγος: (ένσταση παραγραφής) και αυτός ο λόγος αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 197/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νισύριο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την με αριθμό 278 - 285/2002 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αιτών ζητά τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2152/2005. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 159/3.4.2006 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525 § 1 περίπτωση 2η, 527 §§ 1 & 3 και 528 § 1 του ΚΠΔ, την από 7ης Νοεμβρίου 2005 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, την οποία υπέβαλε επ'ονόματι και για λογαριασμό του ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Νισύριος, ενεργώντας εν προκειμένω χωρίς ειδική εντολή του πελάτη του για την υποβολή της, αλλ'υπό την ιδιότητά του ως συνηγόρου αυτού που είχε παραστεί στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 278-285/18/21-11-2002 αμετάκλητη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε, εκτός των άλλων, σε ισόβια κάθειρξη, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ λόγο και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ'εκείνο το χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από τα έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 1708/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΕ' σελ. 698, ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ'έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 137/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 1070, ΑΠ 557/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 37). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή τη σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορο που παρέστη στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Όπως δ'αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην πιο πάνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση του καταδικασμένου (βλ. Αιτιολ. Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ', σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαιούχου που έχει ειδική εντολή τούτου, κατ'ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 465 § 2 του ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 428/1993 σε Συμβ. ΠΧρ. ΜΓ' σελ. 266, ΑΠ 117/1982 σε Συμβ. ΠΧρ. ΛΒ' σελ. 799, ΑΠ 177/1981 σε Συμβ. ΠΧρ. ΛΑ' σελ. 554 κτλ.. Ομοίως Α. Μπουροπούλου, όπου παραπ. σελ. 318, Ι. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Β' σελ. 671). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 527 του ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, υποβάλλεται δε στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα και κατόπιν την εισάγει στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όπου υπηρετεί. Τέλος, κατά το άρθρο 528 § 1 του αυτού Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 § 1 αριθ. 4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανωτέρω από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση η από 7-11-2005 αίτηση του χ1, περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας προς το συμφέρον του ως καταδικασθέντος, εγχειρίστηκε αυθημερόν στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και ακολούθως υποβλήθηκε από τον τελευταίο στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρέφεται δε κατά της υπ'αριθ. 278-285/18/21-11-2002 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης (το οποίο τον καταδίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης Ευάγγελου Κατσή κατά του μέρους εκείνου της υπ'αριθ. 22/24-3-2000 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Έδεσσας, με το οποίο είχε κηρυχθεί ο ίδιος αθώος του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως), η οποία (απόφαση) έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη, αφού η ασκηθείσα κατ'αυτής εκ μέρους του ιδίου αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με την υπ'αριθ. 1239/2005 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Επίσης, περιέχει η ίδια αίτηση τα στοιχεία που μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 527 § 3 του ΚΠΔ και είναι, κατόπιν τούτου, νόμιμη και ερευνητέα περαιτέρω κατ'ουσίαν. Σύμφωνα με το διατακτικό της υπ'αριθ. 278-285/18/21-11-2002 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αιτών την υπέρ αυτού επανάληψη της ποινικής διαδικασίας χ1 καταδικάστηκε, εκτός των άλλων, για την πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως που προαναφέρθηκε και η οποία συνίσταται στο ότι στη ........ στις 23-8-1998 με πρόθεση σκότωσε άλλον και συγκεκριμένα, περί ώρα 00.30 στην οικία του, που βρισκόταν σε διαμέρισμα της πολυκατοικίας της οδού ..... αριθ. ...(.....), όπου ζούσε με την γ1, κατά τη διάρκεια της φιλονικίας του, που είχε με αυτήν, αφού αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να την σκοτώσει, την έσυρε τραβώντας την από τα μαλλιά, μέχρι το κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας του διαμερίσματος και εκεί, υπό το βλέμμα της κόρης τους γ2, ηλικίας τριών ετών, με τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του, την ακινητοποίησε και με δύο μαξιλάρια του κρεβατιού κάλυψε το πρόσωπό της, στη συνέχεια δε, πιέζοντας με δύναμη τα μαξιλάρια αυτά σε επαφή με το στόμα της, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείτο για να επιτύχει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, ανέκοψε βίαια την αναπνοή της, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός της από το γεγονός αυτό, ως μόνης αιτιώδους αιτίας του. Στη συνέχεια δε εξαφάνισε το πτώμα της γ1, το οποίο μέχρι σήμερα δεν ανευρέθη. Ήδη, όμως, ισχυρίζεται ο ίδιος ότι κατά τις αρχές του έτους 2004 περιήλθε σε γνώση του η πληροφορία ότι εστάλη στο όνομα της φερόμενης ως φονευθείσης από αυτόν γ1, μέσω του ταχυδρομείου, μία τηλεφωνική επιταγή της WESTERN UNION, με αριθμό .............. Συνεχίζοντας, κατόπιν τούτου, αυτός την έρευνα για την περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως που θα οδηγούσε στην αθώωσή του, υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την υπ'αριθ. πρωτ. 1521/30-3-2004 αίτηση, με την οποία ζήτησε να δοθεί από τον τελευταίο σχετική παραγγελία προς τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, προκειμένου να του χορηγήσουν αυτά βεβαίωση, στην οποία θα εμφαίνονται τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη της παραπάνω επιταγής. Επέτυχε δ' έτσι να του χορηγηθεί, αφενός μεν το υπ'αριθ. ......... παραστατικό του Ταχυδρομείου Τούμπας, από το οποίο αποδεικνύεται ότι στις ...... και περί ώρα 14.20 απεστάλη, μέσω της WESTERN UNION, από την ζ1 προς την ευρισκόμενη στην Ουκρανία γ1 έμβασμα ποσού 200 ευρώ, αφετέρου δε το με ημερομηνία ...... παραστατικό των Ουκρανικών Αρχών, στο οποίο φαίνεται καθαρά ότι το παραπάνω έμβασμα παρελήφθη από τη γ1 (ταυτίζεται και το όνομα πατρός), ενώ στο κάτω αριστερό μέρος του υπάρχει και η ιδιόχειρη υπογραφή της παραλήπτριας. Ενόψει του συγκλονιστικού αυτού στοιχείου και προκειμένου να διαλυθεί κάθε αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής της γ1 επί του παραπάνω παραστατικού, το οποίο φέρει ημερομηνία εκδόσεως κατά πολύ μεταγενέστερη του υποτιθέμενου θανάτου αυτής και επομένως αποδεικνύει ότι βρίσκεται η ίδια εν ζωή, ανέθεσε ο αιτών στην ειδική δικαστική γραφολόγο .......... την επ'αυτής (υπογραφής) διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Για την πραγματογνωμοσύνη δ'αυτή συνετάγη από την τελευταία η από ........ έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης, η οποία επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του, αφού καταλήγει επί λέξει στην παραδοχή ότι: "η υπογραφή που βρίσκεται στο φωτοαντίγραφο προερχόμενο από αντίγραφο (fax) του από ...... υπ'αριθ. ........ έντυπου εγγράφου στη ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION και φέρεται ως χάραξη της γ1 κατά υψηλή πιθανότητα είναι γνήσια", με την ασήμαντη επιφύλαξη της δικαστικής γραφολόγου, που οφείλεται, όπως σημειώνει η ίδια, στο γεγονός ότι η έρευνα διενεργήθηκε όχι στο πρωτότυπο του εγγράφου, το οποίο ο ίδιος επεδίωξε να λάβει στα χέρια του και δεν το επέτυχε, αλλά σε αντίγραφο αυτού. Προσκομίζει και επικαλείται, ύστερα απ'όλα αυτά, ο αιτών αφενός μεν το ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο το προερχόμενο από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax) του από ...... υπ'αριθ. ....... έντυπου εγγράφου στη Ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION, αφετέρου δε την από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ........., που αποτελούν, κατά τη γνώμη του, ατράνταχτη απόδειξη της αθωότητάς του για την πράξη που του αποδόθηκε, καθόσον αποδεικνύουν ότι η φερόμενη ως φονευθείσα από αυτόν γ1 είναι ζωντανή και ζει στην Ουκρανία. Επί των ως άνω νέων αποδεικτικών στοιχείων και ισχυρισμών του αιτούντος παρατηρούμε τα εξής: Τον ίδιο ως άνω ισχυρισμό, ότι δηλαδή βρίσκεται η γ1 εν ζωή, είχε προβάλει ο αιτών και κατά τη διάρκεια της δίκης του ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, οπότε είχε ισχυρισθεί ότι τον εγκατέλειψε αυτή, γιατί ακολούθησε άλλον άνδρα μετά του οποίου είχε συνάψει ερωτική σχέση. Κρίθηκε, όμως, τότε ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, γιατί δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Πέραν δε τούτου προσκρούει αυτός και στη στοιχειώδη λογική έμφρονος ανθρώπου, διότι αν όντως η ως άνω παθούσα είχε εγκαταλείψει τον αιτούντα, δεν εξηγείται λογικά πως δεν ενδιαφέρθηκε αυτή από τον χρόνο εξαφανίσεώς της (23-8-1998) και εφεξής για την τύχη της ανήλικης κόρης της, την οποία σύμφωνα με τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων υπεραγαπούσε, αλλά και τους οικείους της, οι οποίοι εναγωνίως την αναζητούσαν, επειδή δεν είχε δώσει κάποιο ίχνος ζωής, προκειμένου να τους απαλλάξει από την αγωνία τους. Επίσης, κρίθηκε ότι τόσο η κατάθεση του μάρτυρα δ1, υιού της αδελφής του αιτούντος, κατά την οποία στις αρχές Σεπτεμβρίου 1998 συνομίλησε εκείνος τηλεφωνικά στο σπίτι του με τη γ1, όταν εκείνη ζήτησε στο τηλέφωνο τον κατηγορούμενο θείο του, με τον οποίο στη συνέχεια και συνομίλησε, όσο και οι καταθέσεις των μαρτύρων δ2 και δ3, με τις οποίες οι τελευταίες (μητέρα και κόρη) διατείνονται αντίστοιχα, η μεν πρώτη κατά την εξέτασή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι κατά τις αρχές Σεπτεμβρίου 1998 είδε την παθούσα μέσα σε Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, όταν ο κατηγορούμενος είχε έλθει στο σπίτι που είχε εκμισθώσει στην παθούσα, να εισπράξει το μίσθωμα, η δε δεύτερη ότι της τηλεφώνησε η παθούσα στο άνω μίσθιο και συνομίλησε με αυτήν κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1998, δεν είναι πειστικές και ικανές να εμπεδώσουν ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του ότι δεν θανάτωσε ο αιτών την παθούσα. Η άποψη δ'αυτή ενισχύθηκε, ως προς μεν την κατάθεση του μάρτυρα δ1 εκ του ότι ο κατηγορούμενος, όταν εξετάστηκε στην προδικασία, δεν ανέφερε για την εν λόγω συνομιλία, πράγμα που δεν θα παρέλειπε αν όντως είχε γίνει, αφού το γεγονός αυτό ήταν το πιο σημαντικό ίσως υπερασπιστικό του στοιχείο, ως προς δε τις καταθέσεις των προαναφερόμενων γυναικών εκ του ότι οι ίδιες γυναίκες, όπως αναφέρουν στις αντίστοιχες καταθέσεις τους, δεν είναι βέβαιες 100% ότι η πρώτη είδε την παθούσα και ότι η δεύτερη συνομίλησε με αυτήν. Αντιθέτως, στηρίχθηκε, εκτός των άλλων, το δικάσαν κατ'έφεση Δικαστήριο στην κατάθεση της αδελφής του κατηγορουμένου η1, η οποία, αδυνατούσα να αποστεί εντελώς από τις αρχικές από 12-9-1998 και 20-9-1998 προανακριτικές καταθέσεις της, στις οποίες με σαφήνεια και ενάργεια περιέγραψε τις συνθήκες που διαπίστωσε όταν μετά το περιστατικό της θανατώσεως επισκέφθηκε το σπίτι του κατηγορουμένου, καθώς και τη δήλωση-ομολογία τούτου προς αυτήν ότι σκότωσε την παθούσα γ1 και την εξαφάνισε κατά τέτοιο τρόπο που και "200 χρόνια να περάσουν δεν θα τη βρει κανείς", αναφέρθηκε και πάλι στην ίδια δήλωση και ενώπιον του Δικαστηρίου, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να επεξηγήσει ότι την δήλωση αυτή την έκανε ο κατηγορούμενος δήθεν αστειευόμενος και προκειμένου να την εντυπωσιάσει. Από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο, εξάλλου, ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο το προερχόμενο από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax) του από ...... υπ'αριθ. ........ έντυπου εγγράφου στη Ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION, πέραν του γεγονότος ότι δεν είναι αυτό ευκρινές και ευανάγνωστο και δεν επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίο περιήλθε σε γνώση του αιτούντος η πληροφορία ότι εστάλη η ως άνω τηλεφωνική επιταγή, μέσω του ταχυδρομείου, στο όνομα της γ1 στην Ουκρανία, δεν μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα, όσον αφορά τη γνησιότητα του φωτοαντιγράφου αυτού και τα στοιχεία ταυτότητας του αποστολέα και του λήπτη των χρημάτων. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ........., δεν επιβεβαιώνονται οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος, όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος, καθόσον καταλήγει αυτή (γνωμάτευση) στο συμπέρασμα να είναι γνήσια η υπογραφή της γ1 επί του συγκεκριμένου φωτοαντιγράφου τηλεφωνικής επιταγής όχι με βεβαιότητα, αλλά με υψηλή πιθανότητα. Επιπροσθέτως, δεν είναι ασήμαντη η επιφύλαξη την οποία διατυπώνει στη γνωμάτευσή της η ως άνω ειδική δικαστική γραφολόγος, όπως ισχυρίζεται επίσης ο αιτών, καθόσον στις περιπτώσεις διενέργειας γραφολογικής εξετάσεως επί φωτοτυπικών αντιγράφων, προερχομένων μάλιστα όχι από το πρωτότυπο, αλλά από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax), δεν είναι δυνατή η έρευνα αυτών με τη μέθοδο της "φυσικής" εξέτασης, ήτοι με τη χρήση των ενδεικνυόμενων μεγεθυντικών οργάνων και των κατάλληλων φωτιστικών μέσων, αφού: 1) δεν μεταφέρονται σ'αυτά πολλά ιδιαίτερα γραφολογικά στοιχεία και χαρακτηριστικά, όπως το βάθος του γραφικού ίχνους, που εξαρτάται από την ένταση της γραφικής πίεσης η οποία ασκήθηκε κατά τη χάραξη, το είδος ή τα είδη των γραφικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, η ταχύτητα χάραξης, τυχόν αραχνοειδείς ενάρξεις, συνδεσμώσεις ή απολήξεις κ.λπ., 2) δεν είναι εφικτή η διαπίστωση τυχόν αντικειμενικών ευρημάτων νόθευσης, όπως ξέσματα, αποσβέσεις, απαλείψεις με χημικά ή άλλα μέσα, ίχνη αποτυπωτικού χαρτιού, εγχαράξεις, επιχαράξεις άλλων στοιχείων, όπως αδικαιολόγητες στάσεις της γραφίδας ή "αφύσικη" βραδυρρυθμία χάραξης, και 3) επιπλέον στα φωτοαντίγραφα ο ενδεχόμενος κίνδυνος νόθευσης των χαράξεων, με τη μέθοδο της "φωτοσύνθεσης", δηλαδή του λεγόμενου "φωτομοντάζ", δεν μπορεί να διαπιστωθεί άρα και να αποκλεισθεί (βλ. περί τούτων στην 5η σελίδα της ως άνω εκθέσεως γραφολογικής γνωματεύσεως). Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε υποβληθεί από τον αιτούντα κατηγορούμενο το αίτημα να εμφανισθεί και εξετασθεί ενώπιόν του Δικαστηρίου αυτού η άγουσα τότε το 3ο έτος (2 ετών και 11 μηνών) της ηλικίας της θυγατέρα αυτού και της θανούσας ονόματι γ2, η οποία φερόταν ότι ήταν παρούσα κατά τη χρονική στιγμή της θανατώσεως της μητέρας της από τον πατέρα της και ανέφερε στη συνέχεια στην εξετασθείσα ως μάρτυρα αδελφή του αιτούντος κατηγορουμένου η1, μετά από σχετικές ερωτήσεις της τελευταίας, ότι "ο Μπαμπάς τραβούσε τη μαμά από τα μαλλιά και αυτή έκλαιγε και φώναζε. Μετά της έβαλε δύο μαξιλάρια στα μούτρα και αυτή αποκοιμήθηκε", αλλ'απορρίφθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο το σχετικό αίτημά του ως αβάσιμο, γιατί εκτιμήθηκε ότι δεν ήταν η τελευταία (θυγατέρα του) λόγω της ηλικίας της σε θέση να παραστήσει με ακρίβεια τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν πριν από 4 έτη και 3 μήνες, ληφθέντων συγχρόνως υπόψη και των ψυχολογικών προβλημάτων που οπωσδήποτε θα της εδημιουργούντο, εάν εκαλείτο αυτή να καταθέσει για την πράξη ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως εις βάρος της μητέρας της, για την οποία εκατηγορείτο ο πατέρας της. Για τους ίδιους δε λόγους δεν είναι ορθή και ενδεδειγμένη και η σημερινή εξέταση της άγουσας τώρα το 10ο έτος της ηλικίας της και μη ώριμης βιολογικά γ2, όπως φαίνεται να επιθυμεί ο κατηγορούμενος πατέρας της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό κρίση αίτησή του. Άλλωστε, δικαιούται να αρνηθεί αυτή τη μαρτυρία της, σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 222 του ΚΠΔ, κατά την οποία "σύζυγος και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και το δεύτερο βαθμό έχουν δικαίωμα να αρνηθούν τη μαρτυρία τους και στην προδικασία και στο ακροατήριο". Το δικαίωμά της δ'αυτό μπορεί να το ασκήσει με δήλωση του νομίμου αντιπροσώπου ή τυχόν διορισμένου επιτρόπου της. Κατ'ακολουθίαν των προεκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του ως άνω καταδικασθέντος και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε 210 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 § 1 του ΚΠΔ, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 55 § 1 του Ν.3160/2003. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 7ης Νοεμβρίου 2005 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, την οποία υπέβαλε επ'ονόματι και για λογαριασμό του ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Νισύριος, ενεργώντας εν προκειμένω χωρίς ειδική εντολή του πελάτη του για την υποβολή της, αλλ'υπό την ιδιότητά του ως συνηγόρου αυτού που είχε παραστεί στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 278-285/18/21-11-2002 αμετάκλητη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Β) Να επιβληθούν στον ως άνω αιτούντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε 210 ευρώ. Αθήνα, 3 Απριλίου 2006. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνο, που αναφέρθηκε στην ως άνω έγγραφη πρότασή του και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περιπτ. 2 ΚΠοινΔ η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες, οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία τα οποία διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠοινΔ "η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε", κατά δε την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου πιο πάνω άρθρου "η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη...". Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση από 7.11.2005 αίτηση περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 278 - 285/2002 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αιτών χ1 καταδικάσθηκε αμετάκλητα, εκτός των άλλων, για τη πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και με την οποία (αίτηση) γίνεται επίκληση νέων γεγονότων, αγνώστων στο Δικαστήριο που τον δίκασε, που καθιστούν φανερό ότι αυτός είναι αθώος για την άνω πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις. Παραδεκτώς δε η αίτηση αυτή, - που την υπέβαλε επ' ονόματι και για λογαριασμό του αιτούντος ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Νισύριος, ενεργώντας εν προκειμένω υπό την ιδιότητά του ως συνηγόρου αυτού που είχε παραστεί στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση (άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠοινΔ), - εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της σχετικής δικογραφίας, με την υπ' αριθ. 278 - 285/2002 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη, καταδικάσθηκε ο αιτών, εκτός των άλλων, σε ισόβια κάθειρξη για την άνω πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Συγκεκριμένα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δέχθηκε ότι ο αιτών: "Στη Θεσσαλονίκη στις 23.8.1998 με πρόθεση σκότωσε άλλον και συγκεκριμένα περί ώρα 00.30 στην οικία του, που βρίσκεται σε διαμέρισμα της πολυκατοικίας της οδού ..... αριθ..... (......), όπου ζούσε με την γ1, κατά τη διάρκεια της φιλονικίας του, που είχε με αυτήν, αφού αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να την σκοτώσει, την έσυρε τραβώντας την από τα μαλλιά μέχρι το κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας του διαμερίσματος και εκεί, υπό το βλέμμα της κόρης τους γ2, ηλικίας τριών ετών, με τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του, την ακινητοποίησε και με δύο μαξιλάρια του κρεβατιού κάλυψε το πρόσωπό της, στη συνέχεια δε, πιέζοντας με δύναμη τα μαξιλάρια αυτά σε επαφή με το στόμα της, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείτο για να επιτύχει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, ανέκοψε βίαια την αναπνοή της, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός της από το γεγονός αυτό, ως μόνης αιτιώδους αιτίας του. Στη συνέχεια δε εξαφάνισε το πτώμα της γ1 το οποίο μέχρι σήμερα δεν ανευρέθη". Ήδη ο αιτών ισχυρίζεται με την ένδικη αίτησή του ότι κατά τις αρχές του έτους 2004 περιήλθε σε γνώση του η πληροφορία ότι εστάλη στο όνομα της φερόμενης ως φονευθείσας από αυτόν γ1, μέσω του ταχυδρομείου, μία τηλεφωνική επιταγή της WESTERN UNION, με αριθμό ......... Ότι, συνεχίζοντας, κατόπιν τούτου, αυτός την έρευνα του για την περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως που θα οδηγούσε στην αθώωσή του, υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την υπ' αριθ. πρωτ. 1521/30-3-2004 αίτηση, με την οποία ζήτησε να δοθεί από τον τελευταίο σχετική παραγγελία προς τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, προκειμένου να του χορηγήσουν αυτά βεβαίωση, στην οποία θα εμφαίνονταν τα ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη της παραπάνω επιταγής. Ότι επέτυχε έτσι να του χορηγηθεί, αφενός μεν το υπ' αριθ. ....... παραστατικό του Ταχυδρομείου Τούμπας, από το οποίο αποδεικνύεται ότι στις ...... και περί ώρα 14.20 απεστάλη, μέσω της WESTERN UNION, από την ζ1 προς την ευρισκόμενη στην Ουκρανία γ1 έμβασμα ποσού 200 ευρώ, αφετέρου δε το με ημερομηνία ........ παραστατικό των Ουκρανικών Αρχών, στο οποίο φαίνεται καθαρά ότι το παραπάνω έμβασμα παραλήφθηκε από τη γ1 (ταυτίζεται και το όνομα πατρός), ενώ στο κάτω αριστερό μέρος του υπάρχει και η ιδιόχειρη υπογραφή της παραλήπτριας. Ότι, ενόψει του συγκλονιστικού αυτού στοιχείου και προκειμένου να διαλυθεί κάθε αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής της γ1 επί του παραπάνω παραστατικού, το οποίο φέρει ημερομηνία εκδόσεως κατά πολύ μεταγενέστερη του υποτιθέμενου θανάτου αυτής και επομένως αποδεικνύει ότι βρίσκεται η ίδια εν ζωή, ανέθεσε ο αιτών στην ειδική δικαστική γραφολόγο .......... την επ'αυτής (υπογραφής) διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Και ότι για την πραγματογνωμοσύνη συντάχθηκε από την τελευταία η από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης, η οποία επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του, αφού καταλήγει επί λέξει στην παραδοχή ότι: "η υπογραφή που βρίσκεται στο φωτοαντίγραφο του από ....... υπ' αριθ. ........ έντυπου εγγράφου στη ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION και φέρεται ως χάραξη της γ1 κατά υψηλή πιθανότητα είναι γνήσια", με την ασήμαντη επιφύλαξη της δικαστικής γραφολόγου, που οφείλεται, όπως σημειώνει η ίδια, στο γεγονός ότι η έρευνα διενεργήθηκε όχι στο πρωτότυπο του εγγράφου, το οποίο ο ίδιος επιδίωξε να λάβει στα χέρια του και δεν το επέτυχε, αλλά σε αντίγραφο αυτού. Προσκομίζει δε και επικαλείται, ύστερα απ' όλα αυτά, ο αιτών αφενός μεν το ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο, το προερχόμενο από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax), του από ...... υπ' αριθ. ......... έντυπου εγγράφου στη Ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION, αφετέρου δε την από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ........., που αποτελούν, κατά τους ισχυρισμούς του, απόδειξη της αθωότητάς του για την πράξη που του καταδικάσθηκε, καθόσον αποδεικνύουν ότι η φερόμενη ως φονευθείσα από αυτόν γ1 είναι ζωντανή και ζει στην Ουκρανία. Τον ανωτέρω ισχυρισμό, ότι, δηλαδή, βρίσκεται η γ1 εν ζωή, είχε προβάλει ο αιτών και κατά τη διάρκεια της δίκης του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οπότε είχε ισχυρισθεί ότι τον εγκατέλειψε αυτή, γιατί ακολούθησε άλλον άνδρα μετά του οποίου είχε συνάψει ερωτική σχέση. Κρίθηκε, όμως, από το άνω Δικαστήριο ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, γιατί από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, αλλά και πέραν τούτου ότι προσκρούει ο ισχυρισμός του αυτός στη στοιχειώδη λογική έμφρονος ανθρώπου, αφού, αν πράγματι η άνω παθούσα είχε εγκαταλείψει τον αιτούντα, δεν εξηγείται λογικά πως δεν ενδιαφέρθηκε αυτή από το χρόνο εξαφανίσεώς της (23-8-1998) και εφεξής για την τύχη της ανήλικης κόρης της, την οποία, σύμφωνα με τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, υπεραγαπούσε, αλλά και για τους οικείους της, οι οποίοι εναγωνίως την αναζητούσαν, επειδή δεν είχε δώσει κάποιο ίχνος ζωής, προκειμένου να τους απαλλάξει από την αγωνία τους. Επίσης, κρίθηκε ότι τόσο η κατάθεση του μάρτυρα δ1, υιού της αδελφής του αιτούντος, κατά την οποία στις αρχές Σεπτεμβρίου 1998 συνομίλησε εκείνος τηλεφωνικά στο σπίτι του με τη γ1, όταν εκείνη ζήτησε στο τηλέφωνο τον κατηγορούμενο θείο του, με τον οποίο στη συνέχεια και συνομίλησε, όσο και οι καταθέσεις των μαρτύρων δ2 και δ3, με τις οποίες οι τελευταίες (κόρη και μητέρα, αντιστοιχα) διατείνονται, η μεν πρώτη κατά την εξέτασή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι κατά τις αρχές Σεπτεμβρίου 1998 είδε την παθούσα μέσα σε Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, όταν ο κατηγορούμενος είχε μεταβεί στο σπίτι που είχε μισθώσει αυτή από την παθούσα, για να εισπράξει το μίσθωμα, η δε δεύτερη ότι της τηλεφώνησε η παθούσα στο άνω μίσθιο και συνομίλησε με αυτήν κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 1998, δεν κρίνονται πειστικές και συνεπώς ικανές να εμπεδώσουν ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του ότι δεν θανάτωσε ο αιτών την παθούσα. Η άποψη δε αυτή του ανωτέρω Δικαστηρίου ενισχύθηκε, ως προς μεν την κατάθεση του μάρτυρα δ1 εκ του ότι ο κατηγορούμενος, όταν εξετάστηκε στην προδικασία, δεν ανέφερε για την εν λόγω συνομιλία, πράγμα που δεν θα παρέλιπε αν πράγματι αυτή είχε γίνει, αφού το γεγονός αυτό ήταν το πιο σημαντικό ίσως υπερασπιστικό του στοιχείο, ως προς δε τις καταθέσεις των προαναφερόμενων γυναικών εκ του ότι οι ίδιες, όπως αναφέρουν σ' αυτές, δεν είναι βέβαιες 100% ότι η πρώτη είδε την παθούσα και ότι η δεύτερη συνομίλησε με αυτήν. Τα ίδια δε πιο πάνω περιστατικά κατέθεσε και τις αυτές επιφυλάξεις εξέφρασε η ειρημένη δ3 κατά την εξέτασή της ως μάρτυρα, με πρόταση του αιτούντος, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο). Εφόσον λοιπόν όλα όσα προεκτέθηκαν (σχετικά με τις άνω τρείς μαρτυρικές καταθέσεις) - τα οποία μνημονεύονται και στην κρινόμενη αίτηση - ήταν γνωστά στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο που καταδίκασε τον αιτούντα, το οποίο απέρριψε, κατά τα ανωτέρω, το σχετικό με τα γεγονότα αυτά ισχυρισμό του, ότι, δηλαδή, η σύντροφός του γ1 έδωσε σημεία ζωής μετά την 23.8.1998 και εντεύθεν ανατρέπεται η εναντίον του πιο πάνω κατηγορία, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη του Μ.Ο.Ε. αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπορούν να αποτελέσουν (τα άνω γεγονότα) εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο με επίκληση ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο, προερχόμενο από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax) του από ..... υπ' αριθ. ....... έντυπου εγγράφου στη Ρωσική (τηλεφωνική επιταγή) της WESTERN UNION, πέραν του γεγονότος ότι δεν είναι αυτό ευκρινές και ευανάγνωστο και δεν επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίον περιήλθε σε γνώση του αιτούντος η πληροφορία ότι εστάλη η πιο πάνω τηλεφωνική επιταγή, μέσω του ταχυδρομείου, στο όνομα της γ1 στην Ουκρανία, δεν μπορεί να συναχθεί οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με τη γνησιότητα του φωτοαντιγράφου αυτού και τα στοιχεία ταυτότητας του αποστολέα και του λήπτη των χρημάτων. Ειδικότερα, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ........ δεν επιβεβαιώνονται οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος, όπως αβάσιμα αυτός διατείνεται, αφού καταλήγει μεν η τελευταία στο συμπέρασμα ότι είναι γνήσια η υπογραφή της γ1 επί του συγκεκριμένου πιο πάνω φωτοαντιγράφου τηλεφωνικής επιταγής, όχι, όμως, με βεβαιότητα, αλλά με υψηλή πιθανότητα. Προς τούτο, δεν είναι ασήμαντη η επιφύλαξη, την οποία διατυπώνει στη γνωμάτευσή της η πιο πάνω ειδική δικαστική γραφολόγος, όπως ισχυρίζεται ο αιτών με την ένδικη αίτησή του, καθόσον στις περιπτώσεις διενέργειας γραφολογικής εξετάσεως επί φωτοτυπικών αντιγράφων, προερχομένων μάλιστα όχι από το πρωτότυπο, αλλά από αντίγραφο ηλεκτρονικού τηλετύπου (fax), όπως είναι το υπό κρίση έγγραφο, δεν είναι δυνατή η έρευνα αυτών με τη μέθοδο της "φυσικής", είναι εξέτασης, ήτοι με τη χρήση των ενδεικνυόμενων μεγεθυντικών οργάνων και των κατάλληλων φωτιστικών μέσων, αφού: 1) δεν μεταφέρονται σ' αυτά πολλά ιδιαίτερα γραφολογικά στοιχεία και χαρακτηριστικά, όπως το βάθος του γραφικού ίχνους, που εξαρτάται από την ένταση της γραφικής πίεσης, η οποία ασκήθηκε κατά τη χάραξη, το είδος ή τα είδη των γραφικών μέσων, που χρησιμοποιήθηκαν, η ταχύτητα χάραξης, τυχόν αραχνοειδείς ενάρξεις, συνδεσμώσεις ή απολήξεις κ.λ.π., 2) δεν είναι εφικτή η διαπίστωση τυχόν αντικειμενικών ευρημάτων νόθευσης, όπως ξέσματα, αποσβέσεις, απαλείψεις με χημικά ή άλλα μέσα, ίχνη αποτυπωτικού χαρτιού, εγχαράξεις, επιχαράξεις άλλων στοιχείων, όπως αδικαιολόγητες στάσεις της γραφίδας ή "αφύσικη" βραδυρρυθμία χάραξης, και 3) επιπλέον στα φωτοαντίγραφα ο ενδεχόμενος κίνδυνος νόθευσης των χαράξεων με τη μέθοδο της "φωτοσύνθεσης", δηλαδή, του λεγόμενου "φωτομοντάζ", δεν μπορεί να διαπιστωθεί, άρα και να αποκλεισθεί (βλ. για τα ανωτέρω στην 5η σελίδα της άνω εκθέσεως γραφολογικής γνωματεύσεως). Τέλος, ο αιτών με το από 6.11.2006 υπόμνημά του προς το Δικαστήριο τούτο εκθέτει, εκτός των άλλων, κατά πιστή μεταφορά και τα εξής: "Επιπροσθέτως, υπάρχει και άλλο διασταυρούμενο στοιχείο που πιστοποιεί ότι η γ1 ευρίσκετο εν ζωή κατά την ημέρα που φέρεται να τέλεσα την ανθρωποκτονία σε βάρος της. Συγκεκριμένα, υπήρξε τροχαίο περιστατικό τον Οκτώβριο του 1998, στο οποίο είχα εμπλακεί εγώ με την τρίχρονη τότε κόρη μας και τη γ1 στην οδό ......... Θεσσαλονίκης. Επειδή το γεγονός δεν είχε δηλωθεί στην Αστυνομία με ευθύνη της προκαλέσασας το ατύχημα κυρίας, έγινε προσπάθεια αναζήτησής της. Η κυρία βρέθηκε και εξέθεσε τα συμβάντα στον πληρεξούσιο δικηγόρο μου ως ακολούθως: "ΔΗΛΩΣΙΣ της θ1... ....Θεσσαλονίκη 23.10.06. Η κάτωθι υπογράφουσα θ1 ..... έχω να δηλώσω ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου 1998 στη διασταύρωση ........ και ........ χτύπησα με το μηχανάκι σταθμευμένο αυτοκίνητο από πίσω. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια μελαχρινή κοπέλα με παιδάκι - κοριτσάκι, 3 ετών περίπου. Μού είπε να περιμένω το σύζυγό της, ο οποίος ήρθε, αλλάξαμε στοιχεία και φύγαμε. Αργότερα, τον συνάντησα και του πλήρωσα τη ζημιά. Η κοπέλα ήταν στρουμπουλή, μελαχρινή, κάτω των τριάντα ετών. Όλα αυτά έγιναν αρχές Σεπτεμβρίου 1998. Το Σεπτέμβριο του 2006 μου τηλεφώνησαν και με βρήκαν οι γονείς του ανθρώπου που τράκαρα και μου είπαν ότι ο γιός τους είναι στη φυλακή και εκ των υστέρων έμαθα ότι λέγεται χ1. Τη δήλωση αυτή την κάνω ενώπιον των δικηγόρων Νισύριου Ιωάννη και Παρασκευά Σπυράτου και προτίθεμαι να συμβάλω στη διαλεύκανση της υπόθεσης αν χρειαστεί. Μετά τιμή, Η δηλούσα". Γι' αυτό προσκομίζω αυτούσια τη δήλωση - βεβαίωσή της αυτή και παρακαλώ να εξεταστεί άμεσα ενόρκως". Όμως, ανεξαρτήτως του ότι απαραδέκτως επικαλείται ο αιτών το άνω γεγονός το πρώτον με το ειρημένο υπόμνημά του, η ανωτέρω δήλωση της άνω θ1, καθώς και η ένορκη κατάθεσή της ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), δεν είναι καθόλου πειστικές, αφού μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι δόθηκαν αυτές μετά παρέλευση οκτώ ετών και πλέον, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ώστε να καθίσταται αμφίβολο αν ενθυμείται αυτή το ν λόγω γεγονός, για το οποίο και κατέθεσε. Άλλωστε, και η εν λόγω μάρτυρας κατά την εξέτασή της εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς το αν πράγματι η γυναίκα που είδε η ίδια, κατά την ημέρα που συνέβη το άνω "τροχαίο περιστατικό", μέσα στο αυτοκίνητο του αιτούντος ήταν η γ1 και συγκεκριμένα κατέθεσε αυτή, εκτός των άλλων, κατά πιστή μεταφορά και τα εξής: "Η κυρία που είδα στο αμάξι, από την κυρία που είδα στη φωτογραφία (δηλαδή τη γ1), ήταν πιο στρουμπουλή. Δεν είμαι σίγουρη 100% ότι ήταν η ίδια". Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και με βάση τις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Δικαστήριο αυτό (σε Συμβούλιο) κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, από τα πιο πάνω προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της πιο πάνω πράξεως της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, για την οποία, εκτός των άλλων, καταδικάσθηκε αμετάκλητα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7 Νοεμβρίου 2005 αίτηση του χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 278 - 285/2002 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επανάληψης διαδικασίας 525 παρ. 1 περ. 2. Νέα γεγονότα περί του ότι η φερόμενη ως θανατωθείσα δεν δολοφονήθηκε από τον αιτούντα, αλλά είναι εν ζωή στην Ουκρανία. Μερικά απ’ αυτά τα γεγονότα ήδη έχουν εξετασθεί και απορρίφθηκε ο σχετικός ισχυρισμός αυτών και από ΜΟΕ. Τα περί εμβάσματος 200 Ευρώ με τηλεφωνική επιταγή και ότι ήταν στο όχημα ο αιτών το Σεπτέμβρη του 98 κ.λ.π. είναι αβάσιμα.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 196/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 92034/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αγαπηνό. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΚΤΟΡΙ ΜΙΝΤΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "VICTORY MEDIA S.A.", που εδρεύει στο Χολαργό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κρίτωνα Μεταξόπουλο. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 43/20-12-2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Χαρίκλειας Αντωνοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2034/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 505 παρ. 2, 479 παρ. 2 και 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής ή εκείνης που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει παράδεκτη, για όλους τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα λόγους, μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άνω άρθρου 473 παρ. 3 (Ολ. Α.Π. 6/2002) και όχι από τη δημοσίευσή της. Επομένως η υπό κρίση από 20-12-2006 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητείται η αναίρεση, για υπέρβαση εξουσίας, της 92034/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ1 για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, και η οποία ασκήθηκε με δήλωση στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου στις 20-12-2006 ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση είχε καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ στις 8-12-2006, είναι παραδεκτή. ΙΙ. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α του Ν. 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή που δεν πληρώθηκε. Επίσης, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5 κατά το οποίο για πράξης που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, σύμφωνα δε με την παρ. 2 εδ. α του πιο πάνω άρθρου 22, αν η προαναφερόμενη δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του νόμου 3472/2006 ΦΕΚ Α’ 135/4-7-2006), δικαιούχος της έγκλησης δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημιά από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιουμένου σε έγκληση προηγούμενου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1966, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (Ολομ. ΑΠ 23/2007 και 24/2007). Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Ετσι, σε περίπτωση υποβολής εγκλήσεως προς άσκηση ποινικής δίωξης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής από δικαιούμενο σε αυτή (νόμιμο κομιστή) και με βάση αυτή κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου από το δικαστήριο για το καταγγελόμενο έγκλημα, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠοινΔ για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Για να κρίνει περί της βασιμότητας του λόγου τούτου της αναίρεσης, αν, δηλαδή υπήρχε έγκυρη έγκληση ο Αρειος Πάγος επισκοπεί την ένδικη επιταγή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος Χ1 που ήταν απών κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αλλ’ εκπροσωπήθηκε στη δίκη από το συνήγορό του, προέβαλε δια του τελευταίου τον ισχυρισμό ότι η κατ’ αυτού ποινική δίωξη ασκήθηκε απαραδέκτως, διότι η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "VICTORY MUSIC A.E." δεν ήταν τελευταίος εξ οπισθογραφήσεως κομιστής των ένδικων δύο επιταγών που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή αλλά ο Ε1 , στον οποίο οι επιταγές αυτές είχαν μεταβιβαστεί από αυτήν (εγκαλούσα) με οπισθογράφηση. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού αυτού με την κήρυξη απαραδέκτου της κατά του κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, λόγω ελλείψεως έγκλησης από τον τελευταίο κομιστή των επιταγών. Ειδικότερα, το πιο πάνω Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού δέχθηκε επί τελέσεως του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και στη συνέχεια μετά από επισκόπηση των ένδικων επιταγών με αριθμούς .... και ..... ποσού 50.000 ευρώ καθεμία από τον κατηγορούμενο ότι τελευταίος κομιστής τούτων είναι ο Ε1 και όχι η υποβαλούσα την έγκληση πιο πάνω ανώνυμη εταιρία, κήρυξε, ακολούθως, απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής λόγω μη υποβολής νόμιμης έγκλησης από τον τελευταίο κομιστή. Όπως προκύπτει από τα σώματα των ένδικων πιο πάνω επιταγών, παραδεκτά κατά τα ανωτέρω, επισκοπούμενων προς έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, αυτές εκδόθηκαν από τον κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της κοινοπραξίας με την επωνυμία "ISP Κοινοπραξία Διεθνείς Αθλητικές Εκδόσεις" σε διαταγή της εταιρίας IMAGΙNG A.E. Η τελευταία μεταβίβασε αυτές στην εταιρία με την επωνυμία "VICTORY MUSIC A.E." με οπισθογράφηση, όπως αυτό προκύπτει από την στην οπίσθια όψη αυτής ένδειξη και επ’ αυτής η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Η εμφάνιση των ένδικων επιταγών προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα έγινε δια του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας VICTORY MUSIC A.E. που ήταν τελευταία εξ οπισθογραφήσεως κομίστρια τούτων (επιταγών) Ε1 ο οποίος δεν ενεργούσε ατομικά αλλά αποκλειστικά και μόνο στο όνομα και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας. Τόσο το ονοματεπώνυμο όσο και η υπογραφή του Ε1 τέθηκαν κάτω από την σφραγίδα της πιο πάνω εγκαλούσας εταιρίας, κατόπιν απαιτήσεως της ίδιας της πληρώτριας τράπεζας, η οποία, στην πράξη, θέτει πάντοτε ως διαδικαστική προϋπόθεση των εμφανιζομένων σ’ αυτή επιταγών, το φυσικό πρόσωπο το οποίο εμφανίζει την επιταγή να θέτει το όνομα και την υπογραφή του, προκειμένου (η Τράπεζα) να δύναται να βεβαιώσει την εκπροσώπηση της εταιρίας καθώς και τα στοιχεία του εμφανιζόμενου προσώπου. Κατόπιν αυτών η παραπάνω εταιρία VICTORY MUSIC A.E. (η οποία μετονομάσθηκε σε VICTORY MEDIA A.E. ως τελευταία εξ οπισθογραφήσεως κομίστρια των επιταγών, είχε δικαίωμα υποβολής έγκλησης κατά του κατηγορουμένου εκδότη των επιταγών και ως εκ τούτου η βάση της εγκλήσεως αυτής ασκηθείσα σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ποινική δίωξη ήταν παραδεκτή. Συνακόλουθα, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δεχόμενο ότι τελευταίος κομιστής των ένδικων επιταγών, ήταν ο ανωτέρω Ε1 και όχι η ως άνω εταιρία και συνεπώς απαράδεκτα ασκήθηκε από την τελευταία η από 1-8-2005 έγκλησή της κατά του κατηγορουμένου για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος, γι’ αυτό κατά παραδοχή αυτού πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 92034/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαιούχος της έγκλησης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της. Πότε υφίσταται υπέρβαση εξουσίας (θετική ή αρνητική). Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 79 ν. 5960/1933, λόγω έλλειψης έγκλησης από τον τελευταίο κομιστή της επιταγής. Το Δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, με το να μη δεχθεί ως νομίμως υποβληθείσα την έγκληση της εγκαλούσας, η οποία κατέστη νόμιμη κομίστρια των ένδικων επιταγών από οπισθογράφηση.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
Αριθμός 195/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου:Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αζαριάδη, περί αναιρέσεως της 3979/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Θεόδωρος Τσιράς. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και τους από 5 Μαρτίου 2007 προσθέτους λόγους, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1731/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ισχύοντος κατά το χρόνο τέλεσης της ένδικης πράξης Ν 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος" λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτής τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση ή κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το παραπάνω αδίκημα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο τελωνείο τέλος, φόρο ή δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του κράτους χωρίς τη γραπτή άδεια της τελωνειακής αρχής. Υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, ειδικότερα στην περίπτωση της κατοχής του λαθρεμπορεύματος, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που κατέχει, με την έννοια της φυσικής εξουσίασής του, είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα. Περαιτέρω στο άρθρο 102 παρ. 1 στοιχ. β' περ. γ' και δ' ορίζεται: Α)....Β) δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους α)....β).......γ) εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, των οποίων εστερήθη το δημόσιον ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) εάν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 102 και 107 που περιέχονται στο υπό τον τίτλο "περί ποινών της λαθρεμπορίας" ΙΔ' κεφάλαιο του Ν 1165/1918, κατά πάσα περίπτωση λαθρεμπορίας, εκτός από την ποινή φυλακίσεως που επιβάλλεται, δημεύονται τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής και, εάν, για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η δήμευσή τους, επιβάλλεται στον κηρυχθέντα ένοχο αυτής χρηματική ποινή, ίση με την αξία CIF προσαυξημένη με τις δασμολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δεν δημεύθηκαν. Με το Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας" η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2002 (άρθρο 185), καταργήθηκε ο Ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικος". Οι αντίστοιχες δε προς τις παραπάνω διατάξεις είναι οι διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1, 2 περ. ζ', οι οποίες ορίζουν τι είναι λαθρεμπορία και των άρθρων 157 και 160 παρ. 1-2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν για τον ένοχο λαθρεμπορίας τις αυτές με τις ίδιες διακρίσεις ποινές φυλακίσεως, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς, δηλαδή, την προσαύξηση με δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας. Έτσι, ο νέος νόμος ως προς την ποινική μεταχείριση του ενόχου λαθρεμπορίας, περιέχει ευμενέστερες διατάξεις και γι' αυτό εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά κατ' επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 3979/2005 απόφασή του κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκιση δέκα (10) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, η πλειοψηφούσα γνώμη του Τριμελούς Εφετείου δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, στη ...... κατά το χρονικό διάστημα από 03-07-2000 έως 02-12-2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, προέβη εις ενέργειες με τις οποίες αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των υπ' αυτού εισπρακτέων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από εισαγόμενα εμπορεύματα, αγοράζοντας, κατέχοντας και πωλώντας εμπόρευμα που είχε τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το έγκλημα της λαθρεμπορίας. Ειδικότερα, απεδείχθη, ότι ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης πρατηρίου καυσίμων, στην περιοχή ..... Θεσσαλονίκης, επί της οδού ....... Υπό την ιδιότητά του αυτή, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, προμηθεύτηκε από άγνωστο πρόσωπο και με τρόπο που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς και διέθεσε σε αγοραστές - πελάτες του πρατηρίου του 418.969 λίτρα πετρελαίου κινήσεως, τα οποία δεν εμφάνισε στα βιβλία του πρατηρίου, είχαν δε τεθεί στην κατανάλωση, χωρίς να καταβληθούν οι εισπρακτέοι από το Ελληνικό Δημόσιο δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, που αναλογούν εις αυτά, ως εισαγόμενα εμπορεύματα και ανέρχονται στο ποσό των 148.289,92 ευρώ. Ο ίδιος ετέλει εν γνώσει της λαθρεμπορικής προέλευσης τούτων και ενήργησε κατά τα ανωτέρω με σκοπό να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των εισπρακτέων από αυτό δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που ανέρχονται στο προαναφερόμενο ποσό. Τούτο διαπιστώθηκε από σχετικό έλεγχο που διενήργησαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Εμπορίου Θεσσαλονίκης, μάρτυρες κατηγορίας, .... και ......, κατά τον οποίο έλαβαν υπ' όψιν τα παραστατικά πώληση καυσίμων στον κατηγορούμενο από την JET OIL κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2000 έως 02-12-2000, ότε έγινε ο έλεγχος και τις πωλήσεις καυσίμων, σύμφωνα με τους μετρητές των τεσσάρων αντλιών του πρατηρίου τούτου. Ειδικότερα, από τον έλεγχο αυτό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε νομίμως από την JET OIL 170.459 λίτρα πετρελαίου κίνησης, ενώ σύμφωνα με τους μετρητές διακίνησε, πωλώντας σε πελάτες του πρατηρίου του, 561.537 λίτρα. Λαμβανομένου όμως υπ' όψιν ότι στις δεξαμενές του κατά το χρόνο του ελέγχου, υπήρχαν 27.890 λίτρα πετρελαίου κίνησης, αυτός έπρεπε να έχει διακινήσει, πωλώντας στους πελάτες του, 142.569 λίτρα. Η ποσότητα των 418.969 λίτρων, που αποτελεί την διαφορά μεταξύ της πράγματι διακινηθείσας ποσότητας και αυτής που έπρεπε να διακινηθεί νομίμως ήτοι 418.968 λίτρα (561.537-142.569), αποτελεί προϊόν λαθρεμπορίας και αγοράστηκε από τον κατηγορούμενο, κατά άγνωστο τρόπο, χωρίς παραστατικά, προς τον ανωτέρω σκοπό. Ο κατηγορούμενος, με την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, αρνείται την πράξη που του αποδίδεται και ισχυρίζεται ότι η προαναφερόμενη διαφορά στην ποσότητα του πετρελαίου κίνησης που διαπιστώθηκε και ο ίδιος τη θεωρεί υπέρογκη, οφείλεται σε βλάβη "των ηλεκτρονικών κοντέρ". Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος εφόσον τέτοια βλάβη δεν είχε καταγραφεί στα βιβλία του πρατηρίου του, ούτε τυχόν γενόμενες επισκευές, σύμφωνα προς τις σαφείς καταθέσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων κατηγορίας, ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, ενώ την 13-11-2000 αυτός είχε παραγγείλει και έλαβε από την JET OIL 4.500 λίτρα πετρελαίου, κατά την ημέρα του ελέγχου διαπιστώθηκε ότι αυτός κατείχε 27.890 λίτρα. Επί τη βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος της αξιοποίνου πράξεως που του αποδίδεται, όπως αυτή διατυπώνεται στο διατακτικό, να ανγνωρισθεί όμως εις αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ". Με αυτά που δέχθηκε η πλειοψηφούσα γνώμη του πιο πάνω Δικαστηρίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 98 του ΠΚ 155 παρ. 1 περ. β' και 2ζ' και 157 παρ.1 εδ. β' περ. γ' του Ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", τις οποίες εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση και δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά β) προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τρόπος τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και γ) εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικά περιστατικά ως προς τη γνώση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της λαθραίας προέλευσης της πιο πάνω επιπλέον ποσότητας πετρελαίου κίνησης, την οποία επώλησε σε τρίτους πελάτες του πρατηρίου του χωρίς να καταβληθούν οι δασμοί φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εν λόγω ποσότητα και ανέρχονται στο ποσό των 148.289,92 ευρώ. Οι παραδοχές ότι ο αναιρεσείων αγόρασε την επί πλέον ποσότητα των 418.569 λίτρων πετρελαίου κίνησης κατά άγνωστο τρόπο, χωρίς παραστατικά, ότι ενώ στις 13-11-2000 παρέλαβε από την εταιρία εμπορίας υγρών καυσίμων JET OIL 4.500 λίτρα πετρελαίου, κατά την ημερομηνία του ελέγχου διαπιστώθηκε η ύπαρξη στις δεξαμενές του πρατηρίου του 27.890 λίτρα και η τεράστια απόκλιση μεταξύ της ποσότητας πετρελαίου που νομίμως βάσει των παραστατικών είχε αγοράσει και εκείνης που προέκυπτε από τους μετρητές των τεσσάρων αντλιών του πρατηρίου, θεμελιώνουν γνώση του αναιρεσείοντος ως προς τη λαθραία προέλευση της ποσότητας αυτής. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της ένδικης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Κατά το άρθρο 320 παρ. 2 του ΚΠΟινΔ ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικαστεί με επίδοση σ' αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως. Κατά δε το άρθρο 321 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΟινΔ το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει μεταξύ των άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, και μνεία του προβλέποντος αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που καθορίζει την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η κλήση για την εμφάνιση (άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, κατά τα λοιπά δε να περιέχει όσο και το κλητήριο θέσπισμα. Διαφορετικά κατά την παράγραφο 4 του αυτού άρθρου 321 ΚΠοινΔ υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία, αν δεν καλυφθεί, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Αν προηγουμένως της κλήσεως επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το βούλευμα της παραπομπής (άρθρο 313, 314 ΚΠοινΔ) και σ' αυτό γίνεται πλήρης καθορισμός των στοιχείων του εγκλήματος και μνεία της ποινικής διάταξης που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή, δεν επέρχεται, σχετική ακυρότητα, καθόσον, ήδη, αυτός έλαβε γνώση της αξιόποινης πράξης και της ποινικής διάταξης που προβλέπει αυτή και για την οποία παραπέμφθηκε στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 718/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για να δικαστεί για λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση καθορίζεται στο διατακτικό του επακριβώς η πράξη για την οποία παραπέμφθηκε αυτός και αναφέρονται οι διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1β και 2 ζ' και 157 παρ. 1 εδ. β' περ. γ' του Ν. 2960/2001, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2002. Στις παραπάνω διατάξεις ορίζεται ότι λαθρεμπορία είναι, μεταξύ άλλων, και οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα....(155 παρ. 1β). Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας (155 παρ. 2ζ'). Η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, λαθρεμπορία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 30.000 ευρώ και άνω (157 παρ. 1β'). Οι αντίστοιχες προϊσχύσασες διατάξεις υπό το κράτος των οποίων τελέστηκε η πράξη για την οποία παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι οι των άρθρων 100 παρ. 1β, 2θ' και 102 παρ. 1 β περ. γ' του Ν. 1165/1918. Συνεπώς, στο παραπεμπτικό βούλευμα, το οποίο αναφέρεται στην προς τον κατηγορούμενο επιδοθείσα (62218/2004 κλήση εκτίθεται σαφώς και ακριβώς η αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1β, 2ζ και 155 παρ. 1β περ. γ' του Ν. 2960/2001, οι οποίες επικαλύπτουν πλήρως τις ως άνω προϊσχύουσες. Επομένως η μνεία αυτών και όχι των προϊσχυουσών ή και αυτών κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως, πληροί τους όρους οι οποίοι προϋποθέτουν την εγκυρότητα της επιδοθείσας κλήσεως, πολύ δε περισσότερο που οι διατάξεις αυτές είναι ευμενέστερες ως προς το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται στην περίπτωση που η δήμευση του αντικειμένου της λαθρεμπορίας καταστεί αδύνατη και ως εκ τούτου εφαρμόζονται σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και στην προδικασία (άθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ). Εξάλλου, η μη αναγραφή στο άνω παραπεμπτικό βούλευμα του άρθρου 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993 κατά το οποίο "η με οποιοδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο με σκοπό την μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 επ. του ν. 1165/1918 περί τελωνειακού Κώδικα και επισύρουν το υπ' αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας", δεν συνιστά ακυρότητα της κλήσεως καθόσον η διάταξη αυτή καλύπτεται πλήρως και σχεδόν δεν διαφέρει από εκείνη του άρθρου 155 παρ. 1β του Ν2960/2001 περί της οποίας ανωτέρω, επιπλέον δε δεν περιέχει ποινική κύρωση, ώστε να είναι αναγκαία η αναγραφή της, αλλά αναφέρεται μόνο σε διοικητικές κυρώσεις των πράξεων που χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία. Κατά συνέπεια το Εφετείο ορθώς απέρριψε την περί ακυρότητας της κλήσης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε κλητευθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία προτάθηκε παραδεκτώς ενώιπιον τούτου και επαναλήφθηκε με λόγο εφέσεως. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠοινΔ σχετικής ακυρότητας της κλήσεως για εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την αιτίαση ότι στο παραπεμπτικό βούλευμα δεν γίνεται μνεία των κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως διατάξεων του ν. 1165/1918 που προβλέπουν και τιμωρούν αυτή καθώς και του άρθρου 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς καμία αιτιολογία απέρριψε την άνω περί ακυρότητας της κλήσεως ένσταση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη καθόσον στην απόφαση διαλαμβάνεται αιτιολογία, την οποία άλλωστε και ο ίδιος ο αναιρεσείων στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναφέρει, ως εσφαλμένη. Επομένως ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού (άρθρ.176 και 183 ΚΠΟλΔ), περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2006 αίτηση και τους από 5 Μαρτίου 2007 πρόσθετους λόγους του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3979/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξόδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια λαθρεμπορίας κατ’ άρθρ. 100 παρ. 1 του ν. 1165/1918 και στοιχεία του αδικήματος της παρ. 2 περ. θ΄ (αντίστοιχες οι διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1β, 2ζ και 157 παρ. 1β περ. γ του Ν 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας»). Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για την πράξη της λαθρεμπορίας κατ΄ εξακολούθηση ιδιοκτήτη πρατηρίου υγρών καυσίμων ο οποίος πωλούσε σε τρίτους ποσότητες πετρελαίου κίνησης που είχε διατεθεί στην κατανάλωση, χωρίς προκαταβολή των νόμιμων δασμών και φόρων, για την αγορά της οποίας ο κατηγορούμενος δεν είχε κανένα παραστατικό, με συνέπεια να στερήσει το Δημόσιο από δασμούς και λοιπούς φόρους ύψους 148.289,92 ευρώ. Ορθά απορρίφθηκε ένσταση ακυρότητας της κλήσεως, διότι το παραπεμπτικό βούλευμα περιείχε ακριβή καθορισμό της πράξης που αποδιδόταν στον κατηγορούμενο και μνεία των ποινικών διατάξεων που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Λαθρεμπορία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 187/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 8344/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 3 Σεπτεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 169/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ.- 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8344/2006 απόφαση, το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κατά πλειοψηφία δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ’ αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ...Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από τις ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε κατά πλειοψηφία ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και για τις οποίες καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 18-11-1999 διενεργήθηκε στην Αθήνα από τη Διεύθυνση Κατασκευής "Εργων Συντηρήσεων οδοποιϊας" (ΔΚΕΣΟ) του ΥΠΕΧΩΔΕ, δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή για την προμήθεια φωτεινών σηματοδοτών για το 1999, προϋπολογισμού 106.000.000 δραχμών. Με απόφαση της ΔΚΕΣΟ, την επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού αυτού αποτέλεσαν ο εγκαλών Ψ1, πολιτικός μηχανικός, ως πρόεδρος και οι ...., ....., ...... και ...... ως μέλη, οι οποίοι εξετάσθηκαν και ως μάρτυρες στην παρούσα υπόθεση. Όλα τα μέλη της επιτροπής ήσαν υπάλληλοι της ΔΚΕΣΟ. Στο διαγωνισμό έλαβαν μέρος η εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, ο ......, ως αντιπρόσωπος του Αυστριακού οίκου "...." και η εταιρεία "Κ1 Ε.Π.Ε.", ως αντιπρόσωπος του Ιταλικού οίκου ".....". Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και την κατακύρωση αυτού στην εταιρεία "Κ1 Ε.Π.Ε.", ο κατηγορούμενος με την ιδιότητά του, που αναφέρθηκε, υπέβαλε κατά των παραπάνω μελών της επιτροπής την από 29-5-2000 έγκληση, με την οποία κατεμήνυσε αυτούς για παράβαση καθήκοντος, συνισταμένη στο ότι με την παραπάνω ιδιότητά τους παρέβησαν δόλια τα καθήκοντά τους, με σκοπό να ζημιώσουν την εταιρεία "ΒΙΕΡΕΞ Α.Β.Ε." και να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος σε ανταγωνίστρια εταιρεία στο διαγωνισμό και για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως αυτής ασκήθηκε σε βάρος των παραπάνω μελών της επιτροπής ποινική δίωξη για τις πράξεις που αναφέρθηκαν και διενεργήθηκε προανάκριση, μετά το τέλος της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 525/2002 απαλλακτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων μελών της επιτροπής. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, άσκησε έφεση με την ιδιότητά του που αναφέρθηκε, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1472/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Το βούλευμα αυτό έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο. Στο μεταξύ ο εγκαλών Ψ1 και υπόλοιπα μέλη της επιτροπής μετά την άσκηση εναντίον τους της ποινικής διώξεως, που αναφέρθηκε, υπέβαλαν κατά του κατηγορουμένου την από 18-12-2000 έγκληση και ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες φέρονταν ότι τελέσθηκαν σε βάρος του με την υποβολή από αυτόν (κατηγορούμενο) της παραπάνω από 29-5-2000 εγκλήσεώς του. Για τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του τον κήρυξε ένοχο μόνο όσον αφορά τον περιεχόμενο στην έγκλησή του ισχυρισμό, με τον οποίο ο εγκαλών φερόταν ότι είχε τελέσει την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη παράβαση καθήκοντος των άλλων μελών της επιτροπής διαγωνισμού και με τον οποίο (ισχυρισμό) αυτός ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα ότι συνδεόμενος με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια Κ1 και εκμεταλλευόμενος τη θέση του, ως προϊσταμένου και ιεραρχικά ανωτέρου των λοιπών μελών της επιτροπής του διαγωνισμού, κατάφερε να επιβληθεί προς τους άλλους μηνυόμενους και τελικά να κατακυρωθεί ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Για τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που περιέχονταν στην έγκλησή του σε βάρος του εγκαλούντος και των λοιπών μελών της επιτροπής ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος με την εκκαλούμενη απόφαση. Οσον αφορά τον παραπάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, για τον οποίο αυτός κηρύχθηκε ένοχος με την εκκαλούμενη απόφαση, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι αυτά που ισχυρίσθηκε αυτός για τον εγκαλούντα δεν ανταποκρινόταν προς την αλήθεια, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών γνωριζόταν μεν, αλλά δεν συνδεόταν με ισχυρή οικογενειακή φιλία με την οικογένεια Κ1. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών δεν εκμεταλλεύθηκε τη θέση του, ως προϊστάμενος και ιεραρχικά ανώτερος των λοιπών μελών της επιτροπής του διαγωνισμού και ούτε κατάφερε να επιβληθεί προς τα άλλα μέλη της επιτροπής και να κατακυρωθεί τελικά ο διαγωνισμός σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Η αναλήθεια των ισχυρισμών του αυτών τεμαίρεται και από την αμετάκλητη απαλλαγή του εγκαλούντος από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν με το βούλευμα που αναφέρθηκε και συνεπώς όσα αντίθετα πρόβαλε αυτός με τους ισχυρισμούς του, που αναφέρθηκαν, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του αυτών, όσα δε αντίθετα πρόβαλε αυτός με τους ισχυρισμούς του, που αναφέρθηκαν, είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην καταμήνυση του εγκαλούντος εν γνώσει της αναληθείας των παραπάνω ισχυρισμών του, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη για παράβαση καθήκοντος, πράγμα το οποίο και πέτυχε τελικά κατά τα εκτεθέντα, ενώ περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ψευδείς ισχυρισμοί του μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει κατά την επικρατήσασα πλειοψηφούσα γνώμη στο Δικαστήριο ότι η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και για τις οποίες καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτός των εγκλημάτων αυτών και να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί, που πρόβαλε αυτός". Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε η απόφαση δεν διέλαβε στην απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων και ενόρκως βεβαιωθέντων καθώς και όσων για τον εγκαλούντα ισχυρίσθηκε, καίτοι από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό δεν είναι καθόλου αυτονόητη τέτοια γνώση. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό το άμεσου δόλου (γνώσης), η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της την φράση " γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών του " και στο διατακτικό της απλώς τη φράση "εν γνώσει", που περιέχεται στο νόμο χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση του αυτή εν σχέσει με την αναλήθεια των περιστατικών τα οποία ο κατηγορούμενος περιέλαβε στην κατά του εγκαλούντος έγκλησή του. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο σχετικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ με τον οποίο αποδίδεται η παραπάνω πλημμέλεια στην απόφαση και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε μετά από αυτά η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και του προβαλλόμενου με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναιρετικού λόγου της έλλειψης ακροάσεως. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο όμως από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 8344/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης. Δεν αιτιολογείται ειδικώς το στοιχείο της γνώσης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.
1
Αριθμός 182/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 292/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1.Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βουλγαράκη και 2. Χ2, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αρφαρά. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 17/28-3-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 580/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ’ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, και ίσχυε το έτος 2000 που ενδιαφέρει επί του προκειμένου, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ’ αυτό ποινές, όποιος, εκτός άλλων, κατέχει ναρκωτικά. Η κατοχή πραγματώνεται με τη φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας (βάρους) τούτων, που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει την τέλεση τούτων με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών και γ) του χρόνου των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Κατοχή ναρκωτικών ουσιών είναι η φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, κατά τρόπο ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και κατά τη δική του βούληση να τις διαθέτει πραγματικά. Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο για τη θεμελίωσή του, απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι πρόκειται για ναρκωτική ουσία και να θέλει ή να αποδέχεται την κατοχή της. Τέλος, κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος (άρθρο 45 ΠΚ), υπάρχει, όταν περισσότεροι από ένας εκτελούν το έγκλημα από κοινού. Με τον όρο δε αυτό εκφράζεται αντικειμενικώς μεν ότι περισσότεροι από ένας συνέπραξαν στην τέλεσή του, υποκειμενικώς δε ότι οι περισσότεροι αυτοί είχαν κοινό δόλο, δηλαδή τέλεσαν το έγκλημα ύστερα από συναπόφαση. Για την αιτιολόγηση της αποφάσεως αρκεί να αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε, ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος, ως συναυτουργός. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση η διακεκριμένη συμμετοχική δράση του καθενός συναυτουργού με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες, εκτός αν το έγκλημα είναι πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1,περ. β του ΠΚ όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου τιμωρείται...β)αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, η άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ...τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω μορφή του απαιτείται αντικειμενικώς εξαναγκασμός με βία ή απειλή κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή , από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου. Στις περιπτώσεις του εδ. β απαιτείται ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης κλπ. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με τη επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς τον σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Ειδικά δε προκειμένου περί αθωωτικής απόφασης, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ/γμα 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση τα αναγκαία περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται από τα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, κήρυξε αθώους τους Χ1 και Χ2 των πράξεων της από κοινού κατοχής ναρκωτικών ουσιών, με σκοπό την εμπορία, (κατά πλειοψηφία) και κατοχή όπλων [αμφότερους], (ομόφωνα), και απόπειρας εκβίασης [τον πρώτο], (κατά πλειοψηφία), διότι δέχθηκε, κατά το ουσιώδες μέρος, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι : ?Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 13-10-2000 οι κατηγορούμενοι έλαβαν από έναν πληροφοριοδότη τους, ονόματι Γ1, την πληροφορία ότι το ίδιο βράδυ θα γινόταν μια συναλλαγή με ναρκωτικά στην οδό ........., στην Αθήνα. Τότε αυτοί μετέβησαν επιτόπου με ιδιωτικό αυτοκίνητο και κάποια στιγμή αντελήφθησαν μια ύποπτη μοτοσυκλέτα με δύο αναβάτες να κινείται υπόπτως, η οποία όμως, μόλις ο Χ1 βγήκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε φωνάζοντας "αστυνομία!", ανέπτυξε ταχύτητα και πέτυχε να ξεφύγει, παρά την καταδίωξή της από το, οδηγούμενο από το Χ2 αυτοκίνητο, αφού προηγουμένως οι αναβάτες της πέταξαν στο δρόμο μια πλαστική σακούλα, την οποία στη συνέχεια μάζεψαν οι κατηγορούμενοι. Τη σκηνή αυτή παρακολούθησε τυχαία και την περιέγραψε εξεταζόμενος στο Δικαστήριο ως μάρτυρας ο Ζ1, ιδιοκτήτης μπιστρό-μπαρ στον αριθμό ..... της ανωτέρω οδού, ο οποίος διάβασε στην εφημερίδα "......" δημοσιευμένη παράκληση αυτών προς όποιον έτυχε να παρακολουθήσει τα γεγονότα, να επικοινωνήσει μαζί τους και, ευαισθητοποιηθείς, επικοινώνησε πράγματι με αυτούς. Η εν θέματι σακούλα, όταν ανοίχτηκε από τους κατηγορούμενους, διαπιστώθηκε ότι περιείχε τις αναφερόμενες στο διατακτικό ναρκωτικές ουσίες και τα όπλα, που, αφού μετέφεραν - στο σπίτι του δεύτερου από αυτούς, τα τοποθέτησαν στα υπηρεσιακά τους σακ βουαγιάζ, τα οποία στη συνέχεια έβαλαν στο πορτ μπαγκάζ του περιπολικού τους. Για την επιχείρηση αυτή της οδού ........ αναφέρουν στις καταθέσεις τους και οι εξετασθέντες μάρτυρες Ζ2, Ζ3, Ζ4 και Ζ5. Και ναι μεν όφειλαν μετά ταύτα οι κατηγορούμενοι να παραδώσουν αρμοδίως τα ναρκωτικά και τα όπλα, όμως, παρατύπως ενεργούντες, τα κράτησαν στην κατοχή τους. Και τούτο διότι σκόπευαν να ολοκληρώσουν την επομένη ημέρα την επιχείρηση, εντοπίζοντας και συλλαμβάνοντες τους προηγούμενους κατόχους ή και τους αποδέκτες τούτων με τη βοήθεια και πάλι του αναφερθέντος πληροφοριοδότη τους, οπότε θα έπαιρναν, όπως βασίμως πίστευαν, και άλλη εύφημη μνεία, με χρηματική αμοιβή. Αντιθέτως, αν τα παρέδιδαν απλώς, χωρίς να έχουν εντοπίσει τα άνω πρόσωπα, η υπόθεση θα έφευγε από τα χέρια τους και θα πήγαινε για τα περαιτέρω στη Δίωξη Ναρκωτικών, δηλαδή σε ανταγωνιστική, όπως θεωρούσαν, υπηρεσία, η οποία και θα "εκαρπούτο" τη δική τους επιτυχία. Την εξήγηση αυτή δίνουν, εκτός από τους κατηγορουμένους, και οι εξετασθέντες μάρτυρες Ζ2, Ζ3, Ζ4, Ζ6, Ζ5, οι εκ των οποίων δεύτερος και τρίτος αναφέρουν επιπλέον ότι ανταγωνισμός υπήρχε και μεταξύ των πληρωμάτων των περιπολικών, ενώ κανένας από τους εξετασθέντες μάρτυρες δεν καταθέτει, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι κατείχαν τα ναρκωτικά με σκοπό εμπορίας. Αντιθέτως, όλοι καταθέτουν κατηγορηματικά ότι αποκλείεται να τα κατείχαν με αυτό το σκοπό. Μάλιστα, ο μάρτυρας Ζ2 τονίζει ότι "αν προσπαθούσαν να πουλήσουν ναρκωτικά, θα το μαθαίναμε αμέσως, σε πέντε λεπτά", ενώ ο μάρτυρας Ζ7 εισφέρει την πληροφορία ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έχει χάσει το παιδί της αδελφής του από ναρκωτικά και γι’ αυτό ήταν διώκτης των ναρκωτικών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι λίγες μέρες πριν την επιχείρηση της οδού ......., κάποιος Πακιστανός υπήκοος, ιδιοκτήτης καταστήματος κινητής τηλεφωνίας στην οδό ......, κατήγγειλε στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας, ότι ένας ένστολος αστυνομικός πέρασε από το κατάστημά του και ζήτησε να του δώσει δωρεάν δύο κινητά τηλέφωνα, διαφορετικά θα του το έκλεινε. Έτσι, η εν λόγω Υπηρεσία έθεσε σε διαρκή παρακολούθηση το κατάστημα αυτό, όπως δε καταθέτουν οι υπηρετούντες στις Εσωτερικές Υποθέσεις αστυνομικοί Β1 και ........., που είχαν αναλάβει το έργο τούτο κρυμμένοι δίπλα στον πωλητή υπάλληλο, με οπτική και ακουστική επαφή με όλο το κατάστημα, την επόμενη ημέρα από την επιχείρηση της οδού ........., δηλαδή την 14-10-2000, το περιπολικό των κατηγορουμένων σταμάτησε έξω από αυτό με οδηγό το Χ2, ο δε Χ1 μπήκε και ζήτησε από τον υπάλληλο το αφεντικό, που όμως απουσίαζε. Μετά, ο υπάλληλός του εμφάνισε δύο κινητά τηλέφωνα, τα οποία αυτός δεν πήρε, αλλά τον ρώτησε πόσο κάνουν και βγήκε από το κατάστημα. Μόλις εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο, παρενέβησαν τα άλλα όργανα των Εσωτερικών Υποθέσεων, που καιροφυλακτούσαν εκεί, μαζί με το Β1, που βγήκε από το κατάστημα και τον υπέβαλε σε σωματική έρευνα, αναζητώντας τα κινητά τηλέφωνα, η οποία, βεβαίως, απέβη άκαρπη. Τότε ο τελευταίος του είπε "μπράβο συνάδελφε", παινεύοντάς τον που δεν πήρε τα δύο τηλέφωνα, όπως ο ίδιος κατέθεσε. Από το κατάστημα κατέληξαν όλοι μαζί στα γραφεία των Εσωτερικών Υποθέσεων για μια τυπική κατάθεση των κατηγορουμένων. Η κατάθεση δόθηκε ενώπιον των εκεί αξιωματικών, από τους οποίους αυτοί ζήτησαν να μην τους καθυστερούν, διότι έχουν αφήσει εκκρεμή την επιχείρηση της οδού ....... και θέλουν να την ολοκληρώσουν. Προκειμένου δε να γίνουν πιστευτοί, τους ζήτησαν επιμόνως να πάνε στο περιπολικό τους και να φέρουν τα σακ βουαγιάζ τους, προφανώς για να τους δείξουν το περιεχόμενό τους. Άλλη εξήγηση για την επιθυμία τους αυτή να δείξουν στους αξιωματικούς τα ναρκωτικά και τα όπλα δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Τότε οι τελευταίοι συναίνεσαν και οι κατηγορούμενοι κατέβηκαν στο σταθμευμένο περιπολικό, συνοδευόμενοι από το Β1, άνοιξαν οι ίδιοι το πορτ μπαγκάζ και ανέβασαν στα γραφεία τα σακ βουαγιάζ, όπου ανοίχτηκαν και έγινε γνωστό το περιεχόμενό τους. Όμως οι αξιωματικοί δεν πείστηκαν ότι τα αντικείμενα που αποκαλύφθηκαν ήταν προϊόντα της επιχείρησης που επικαλέστηκαν οι κατηγορούμενοι και δεν έλαβαν υπόψη ότι, αν δεν έθεταν οι ίδιοι (οι κατηγορούμενοι) θέμα σακ βουαγιάζ, θα μπορούσαν να έχουν φύγει με το περιπολικό τους μετά την κατάθεση, αφού δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει έρευνα σ’ αυτό, όπως επισημαίνει και ο Β1. Έτσι, κατάσχεσαν τα σακ βουαγιάζ και, έχοντας αργότερα βρει σε έρευνα που διεξήχθη στο σπίτι του δεύτερου κατηγορουμένου και πάνω στο γραφείο του τις αναφερόμενες στην οικεία έκθεση κατάσχεσης περιορισμένες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, οι οποίες, όπως ο τελευταίος αναφέρει στην απολογία του, επιβεβαιώνει δε και ο μάρτυρας-συγκάτοικός του Ζ5, θα πρέπει να έπεσαν κατά τη μεταφορά τους την προηγούμενη ημέρα από την πλαστική σακούλα, όπου βρίσκονταν, στα σακ βουαγιάζ των κατηγορουμένων, ενεργοποίησαν τις διαδικασίες, που οδήγησαν στην άσκηση ποινικής κατ’ αυτών δίωξης?. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ.1 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, σε σχέση με αμφότερες τις πράξεις, και δη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών από αμφοτέρους (άρθρ, 5 παρ. 1 περ. ζ του Ν. 1729/1987, ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για τα ναρκωτικά) και κατοχής όπλων από τους ιδίους κατηγορουμένους, αφετέρου εσφαλμένως εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 385 παρ.1, εδάφ. β του ΠΚ σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο. Ειδικότερα, ως προς την πράξη της κατοχής των ναρκωτικών, ενώ γίνεται δεκτό ότι ανευρέθησαν περιορισμένες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών πάνω στο γραφείο του δεύτερου κατηγορουμένου, δεν εξηγείται πως αυτά έπεσαν πάνω στο γραφείο του, χωρίς να τα αντιληφθούν και γιατί χρειαζόταν αυτή η μεταφορά από την πλαστική σακούλα στα υπηρεσιακά σακ βουαγιάζ. Εξάλλου, στο σημείο αυτό περιέχεται ενδοιαστική και ελλιπής αιτιολογία, με μόνη την αναφορά ότι θα πρέπει να έπεσαν κατά τη μεταφορά τους την προηγούμενη ημέρα από την πλαστική σακούλα. Επιπλέον, έτσι δεν αιτιολογείται επαρκώς πως η ποσότητα αυτή προερχόταν από το περιεχόμενο της πλαστικής σακούλας, εφόσον η πλειοψηφία δέχεται ότι αυτά αποτελούσαν μέρος της πλαστικής σακούλας. Ενώ δέχεται η πλειοψηφία ότι οι αναβάτες μοτοσυκλέτας τη νύχτα της 13-10-2000 πέταξαν στο δρόμο μια πλαστική σακούλα, την οποία μάζεψαν, την άνοιξαν και διαπιστώθηκε ότι περιείχε τις αναφερόμενες ναρκωτικές ουσίες και όπλα, που, αφού μετέφεραν στο σπίτι του δεύτερου από αυτούς, τα τοποθέτησαν στα υπηρεσιακά τους σακ βουαγιάζ, τα οποία στη συνέχεια έβαλαν στο πορτ μπαγκάζ του περιπολικού τους...τα κράτησαν στην κατοχή τους, διότι, κατά την απόφαση, σκόπευαν να ολοκληρώσουν την επιχείρηση την επόμενη ημέρα, υπάρχει ελλιπής αιτιολογία και ασάφεια για τους πιο κάτω λόγους? Δεν εξηγείται γιατί χρειαζόταν να κατέχουν οι κατηγορούμενοι στο περιπολικό τα ναρκωτικά και τα όπλα για την ολοκλήρωση της επιχείρησης, αν ήταν η κατοχή τους πρόσφορο μέσο, πόσο χρόνο θα τα κατείχαν, χωρίς να ενημερώσουν την υπηρεσία τους, όταν μάλιστα δεν γνώριζαν την εξέλιξη των πραγμάτων, και πως θα οδηγούντο στη σύλληψη των δραστών, (πως θα επιτυγχανόταν η σύλληψη και ο εντοπισμός των δραστών). Περαιτέρω, σε σχέση με την πράξη της απόπειρας εκβίασης που αποδίδεται στον πρώτο κατηγορούμενο, ενώ δέχεται όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν εξηγεί γιατί αυτά δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της πράξεως αυτής. Εξάλλου, δεν αιτιολογεί η πλειοψηφία γιατί αυτός κατά την άφιξη στο κατάστημα ζήτησε από τον υπάλληλο το αφεντικό και ποιος ήταν ο σκοπός της επισκέψεως του ως άνω κατηγορουμένου στο ρηθέν κατάστημα, πότε είχε επισκεφθεί προηγουμένως το κατάστημα αυτό και ποιος ήταν ο σκοπός της. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή των ως άνω βάσιμων λόγων αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί ή υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 292/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται αίτηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου για αναίρεση κατά αθωωτικής απόφασης για κατοχή ναρκωτικών και όπλων από κοινού και απόπειρα εκβίασης, από τον πρώτο κατηγο-ρούμενο. Βάσιμοι λόγοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του Κ.Π.Δ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εκβίαση.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 178/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της Χ1, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Δημητρούκα για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 94-94α-94β/2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 627/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 230/8-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 527 § 3 και 528 § 1 Κ.Π.Δ., την από 3-4-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση της Χ1, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ'αριθ. 94-94α-94β/12-5-2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, δια της οποίας κατεδικάσθη η αιτούσα σε φυλάκιση τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ, που μετετράπη προς 1.500 δρχ. ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρο 525 § 1 περ. 2 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται σ'αυτό και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που κατεδικάσθη είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα" ή "νέες αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως του αν υπήρχαν και πριν την καταδίκη, δεν υπεβλήθησαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και μπορεί να είναι οποιαδήποτε, ακόμη και καταθέσεις μαρτύρων, νέα έγγραφα, ή άλλα στοιχεία διευκρινίζοντα αμφίβολα σημεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον κατεδίκασε, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει την βεβαιότητα, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Τη σχετική περί αυτού κρίση του, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως αρμόδιο δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία. Δεν είναι, πάντως, άγνωστα τα γεγονότα ή οι αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντας δικαστάς και δεν ελήφθησαν υπ'όψιν από αυτούς ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθησαν εσφαλμένα. Βαρύτερο δε έγκλημα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως υφίσταται, όταν μεταβάλλεται το είδος της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαιτίου της ιδίας πράξεως με την επιβολή ενδεχομένως, κατά το μέτρο του άρθρ. 83 Π.Κ., ποινής. Περαιτέρω σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση άρθρ. 79 § 1 ν.5960/33, επίκληση από τον καταδικασθέντα της κατά την παράγραφο 3 πλήρους αποζημιώσεως του παθόντος, που ίσχυε ως ελαφρυντική περίπτωση, μέχρι την κατά την 4-6-1996 αντικατάσταση της από το άρθρ. 4 § ιβ ν.2408/96, δεν αποτελούσε νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, γιατί ήταν δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα μόνο την επιβολή στον υπαίτιο του εγκλήματος αυτού ποινής ελαττωμένης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτός είναι αθώος ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι έχει κάνει. 'Ηδη όμως, μετά την αντικατάσταση της ως άνω παραγράφου ορίζεται ότι "το αξιόποινο της πράξης της παραγράφου 1 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος απεζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά την νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής". Η νέα αυτή διάταξη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρ. 7 του ιδίου ως άνω νόμου, ισχύει από την δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (4-6-1996) είναι προδήλως επιεικέστερη από την προϊσχύουσα, αφού, κατ'αυτή, η πλήρης αποζημίωση του κομιστή της επιταγής από τον εκδότη μετά την νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της, αποτελεί λόγο εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, ενώ κατά την αντικατασταθείσα διάταξη, αποτελούσε λόγο μειώσεως της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 2 § 1 Π.Κ., αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ως όριο εφαρμογής του επιεικεστέρου νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδικάσεως και συνεπώς ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή όταν η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ή του Αρείου Πάγου και όταν μετά την αμετάκλητη εκδίκαση δεν επιτρέπεται η εφαρμογή ηπιότερου ουσιαστικού νόμου που επακολούθησε, διότι η αναδρομική εφαρμογή του θα προσέκρουε στο δεδικασμένο που προκύπτει από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρου 79 § 1 ν.5960/33, μετά την ισχύ του ν.2408/96, ο καταδικασθείς εκδότης της επιταγής πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι απεζημίωσε πλήρως τον κομιστή της επιταγής πριν καταστή αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάσθη, για να αποτελέσει νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την καταδικαστική απόφαση. Για να εξαλειφθεί όμως το αξιόποινο και να ληφθεί υπ'όψιν ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας, δεν αρκεί η πληρωμή της επιταγής, διότι απαιτείται, κατά νόμο, πλήρης αποζημίωση, που είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που τυχόν υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθμ. 94-94α-94β/12-5-2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς η αιτούσα κατεδικάσθη εις φυλάκιση τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ, διότι εξεδόθησαν υπ'αυτής, με την ιδιότητά της ως αντιπροέδρου της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙ ΓΡΑΜΜΕΣ ΑΕ", οι υπ'αριθ. ....., ....., ....., ......, ......., ...... και ........, επιταγές, ποσού 1.800.000 δρχ, 1.000.000 δρχ, 2.500.000 δρχ., 2.600.000 δρχ, 2.600.000 δρχ. 3.000.000 δρχ. και 1.500.000 δρχ, αντιστοίχως, οι οποίες, λόγω ελλείψως διαθεσίμων κεφαλαίων, δεν επληρώθηκαν από την πληρώτρια τράπεζα κατά την εμφάνιση των από τους νομίμους κομιστάς των και εγκαλούντος Ψ1 και Ψ2, ο τελευταίος από τους οποίους παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Λιαπάκη. Κατά της απόφασης αυτής ησκήθη υπό της αιτούσης το ένδικο μέσο της αναίρεσης επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθ. 1892/22-10-2002 απόφαση του Αρείου Πάγου δια της οποίας απερρίφθη η αίτησις αναιρέσεως και έτσι κατέστη αμετάκλητη η προδιαληφθείσα καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Μάλιστα προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί πλήρους αποζημιώσεως των προαναφερθέντων κομιστών των επιταγών, η οποία έλαβε χώραν, όπως η ιδία αιτούσα ισχυρίζεται, την 7-10-2002, δηλαδή προς την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του Αρείου Πάγου την 22-10-2002 και συνεπώς πριν καταστή αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση του Εφετείου, η αιτούσα προσκομίζει και επικαλείται τα πρωτότυπα των παραπάνω επιταγών καθώς και τις με αριθ. 2120/20-5-2005 και 725/2007 ένορκες καταθέσεις, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς και Καλλιθέας-Αττικής των Νικολάου Λιαπάκη, δικηγόρου και Γ1, αντιστοίχως, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι οι προδιαληφθείσες ως άνω επιταγές εξοφλήθησαν πλήρως και ολοσχερώς την 7-10-2002, καταβάλλοντας τα ποσά αυτά εις τον παραπάνω εξετασθέντα, ως μάρτυρα, Νικόλαο Λιαπάκη, την προδιαληφθείσαν ημερομηνία (7-10-2002). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αιτούσα, με προηγούμενη κατά το παρελθόν από 25-5-2005 αίτησίν της, εζήτησε την επανάληψη της περιγραφομένης ως άνω διαδικασίας, επικαλούμενη, ως νέα γεγονότα, τα παραπάνω έγγραφα, εκτός από την με αριθ. 725/2007 ένορκον κατάθεσιν, πλην όμως με την υπ'αριθ. 1616/2006 απόφασιν του Αρείου Πάγου εκρίθη ότι ".....τα στοιχεία αυτά είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα....", καθ'όσον δεν προέκυπτε μετά βεβαιότητος ότι η ολοσχερής εξόφλησις των παραπάνω επιταγών έλαβε χώραν κατά την επικαλουμένην ημερομηνίαν της 7-10-2002, εν όψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα επεδίωξε το πρώτον την επανάληψιν της διαδικασίας μετά την παρέλευσιν τριών περίπου ετών, αφ'ότου, κατά τους ισχυρισμούς της, απεκατέστησε πλήρως τους εγκαλούντας, δι'όν λόγον και απερρίφθη η σχετική αίτησίς της. 'Ηδη δε, προς ενίσχυσιν των παραπάνω στοιχείων, η αιτούσα προσκομίζει και επικαλείται με την υπό κρίσιν αίτησίν της, ως νεώτερο στοιχείο, την με αριθ. 725/2007 ένορκον κατάθεσιν της Γ1, πλην όμως, πέραν εκείνων των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπ'όψιν κατά την κρίσιν της προηγούμενης ως άνω αιτήσεώς της επί της οποίας εξεδόθη η προαναφερόμενη απόφασις του Αρείου Πάγου, ουδέν νεώτερον στοιχείον προκύπτει εκ της ως άνω ενόρκου καταθέσεως ως προς τον συγκεκριμένο χρόνο της υπό της αιτούσης ολοσχερούς εξοφλήσεως των προδιαληφθεισών επιταγών, τοσούτω μάλλον καθόσον δι'αυτής όλως αορίστως επιβεβαιούνται μόνον συγκεκριμένα περιστατικά που φέρονται ότι έλαβαν χώραν κατά το απώτερο παρελθόν τα οποία συμπίπτουν με εκείνα που κατετέθησαν υπό του πληρεξουσίου δικηγόρου των κομιστών των επιταγών Νικολάου Λιαπάκη. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις, ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αιτούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, η από 3-4-2007 αίτησις της Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που επερατώθη με την υπ'αριθ. 94-94α-94β/12-5-2000 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αιτούσης. Αθήναι τη 30 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 1 περ. 2 του άρθρου 525 ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Ως νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορούν να θεωρηθούν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων, που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις μαρτύρων, νέα έγγραφα, διευκρινιστικά αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο, και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με τα ήδη ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία καθιστούν πρόδηλο (αγγίζουν τη βεβαιότητα) και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι διέπραξε. Τη σχετική περί αυτού κρίση του, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως αρμόδιο δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία. Δεν είναι, πάντως άγνωστες ή αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντες δικαστές και δεν ελήφθησαν υπόψη από αυτούς ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα. Βαρύτερο δε έγκλημα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως υφίσταται, όταν μεταβάλλεται το είδος της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχείρησης του υπαιτίου της ίδιας πράξεως με την επιβολή ενδεχομένως, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ ποινής. Περαιτέρω σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής". Επίκληση από τον καταδικασθέντα της κατά την παράγραφο 3 πλήρους αποζημιώσεως του παθόντος, που ίσχυε ως ελαφρυντική περίσταση, μέχρι την κατά την 4-6-1996 αντικατάσταση της από το άρθρο 4 παρ. 1β του ν. 2408/1996, δεν αποτελούσε νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, γιατί ήταν δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα μόνο την επιβολή στον υπαίτιο του εγκλήματος αυτού ποινής ελαττωμένης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτός είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι έχει κάνει. Ηδη όμως, μετά την αντικατάσταση της άνω παραγράφου ορίζεται ότι "το αξιόποινο της πράξης της παραγράφου 1 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής". Η νέα αυτή διάταξη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ως άνω νόμου, ισχύει από τη δημοσίευση της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (4-6-1996) είναι προδήλως επιεικέστερη από την προϊσχύουσα, αφού, κατ' αυτή, η πλήρης αποζημίωση του κομιστή της επιταγής από τον εκδότη, μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της, αποτελεί λόγο εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξης, ενώ κατά την αντικατασταθείσα διάταξη, αποτελούσε λόγο μειώσεως της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ΠΚ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως όριο εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδικάσεως και συνεπώς ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή όταν η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ή του Αρείου Πάγου εφ' όσον από τον τελευταίο δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση και ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση δεν επιτρέπεται η εφαρμογή ηπιότερου ουσιαστικού νόμου που επακολούθησε, διότι η αναδρομική εφαρμογή του θα προσέκρουσε στο δεδικασμένο που προκύπτει από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 (έκδοση ακάλυπτης επιταγής) μετά από την ισχύ του ν. 2408/1996, ο καταδικασθείς εκδότης της επιταγής πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ότι αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή της επιταγής πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάστηκε, για να αποτελέσει νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την καταδικαστική απόφαση. Για να εξαλειφθεί όμως το αξιόποινο και να ληφθεί υπόψη ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας, δεν αρκεί η πληρωμή της επιταγής, διότι απαιτείται κατά το νόμο, πλήρης αποζημίωση, που είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που τυχόν υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η Χ1, δικηγόρος Αθηνών, με την κρινόμενη από 1-2007 αίτησή της ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 94-94α-94β/12-5-2000 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, γιατί από τις επικαλούμενες νέες αποδείξεις, άγνωστες στους δικαστές, που τον καταδίκασαν, καθίσταται φανερό ότι είναι αθώα της ως άνω πράξης, και συγκεκριμένα, διότι πριν καταστεί αμετάκλητη η άνω καταδικαστική απόφαση, αποζημίωσε πλήρως τους κομιστές, και συνεπώς το αξιόποινο της πράξης της εξαλείφθηκε. Η αίτηση αυτή παραδεκτά εισάγεται, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε συμβούλιο και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. ΙΙΙ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την προαναφερόμενη 94-94α-94β/12-5-2000 απόφασή του καταδίκασε σε φυλάκιση τριών ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δραχμών, την ήδη αιτούσα Χ1, δικηγόρο Αθηνών, για την έκδοση των ......, ......, ......, ......, ......., ...... και ........ επιταγών, ποσού δραχμών 1.000.000, 1.800.000, 2.500.000, 2.600.000, 2.600.000, 3.000.000 και 1.500.000 αντιστοίχως, οι οποίες λόγω ελλείψεως αντικρύσματος στην πληρώτρια Ιονική Τράπεζα, δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμήν από τους τελευταίους νόμιμους κομιστές και εγκαλούντες Ψ1 (της ....) και Ψ2 (όλων των υπολοίπων), ο οποίος (Ψ2) παραστάθηκε στη δίκη εκείνη ως πολιτικώς ενάγων, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Νικόλαο Λιαπάκη. Κατά της απόφασης αυτής η ήδη αιτούσα άσκησε την από 27-10-2000 αίτηση αναίρεσης που απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 1892/22-10-2002 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η αιτούσα για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί πλήρους αποζημιώσεως των ως άνω κομιστών, η οποία έλαβε χώρα (κατ' αυτήν) την 7-10-2000, δηλαδή πριν την έκδοση (στις 22-10-2002) της προαναφερόμενης απόφασης του Αρείου Πάγου και συνεπώς πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση του Εφετείου, προσκομίζει τα πρωτότυπα των επιταγών, την υπ' αριθμ. 2120/20-5-2005 ένορκη βεβαίωση του προαναφερόμενου δικηγόρου Νικολάου Λιαπάκη, η οποία δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκης Πειραιώς κατόπιν αιτήσεως της (αιτούσας), ο οποίος αναφέρει, σχετικά με τις άνω επιταγές, "... είχα διοριστεί και παριστάμην πληρεξούσιος δικηγόρος των κ.κ. μηνυτών, οι οποίοι παρίσταντο ως πολιτικώς ενάγοντες, ενώ γενικότερα με είχαν διορίσει αυτοί πληρεξούσιο δικηγόρο τους, αντίκλητο και δεκτικό καταβολής για την περίπτωση που εξοφλούντο οι επιταγές... ", " ...την 7-10-2002 η εκδότρια των επιταγών, Χ1, εξόφλησε εμένα ως δεκτικό καταβολής, και για λογαριασμό των κ.κ. Ψ1 και Ψ2, τις ως άνω επιταγές, εξόφληση την οποία αποδέχθηκαν οι τελευταίοι, ως πλήρη και ολοσχερή, έτσι ώστε ουδέν να οφείλεται πλέον σε αυτούς εκ του λόγου τούτου... ", καθώς και την υπ' αριθμ. 725/2007 ένορκη βεβαίωση της Γ1, η οποία δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας, η οποία αναφέρει σχετικά με τις άνω επιταγές, " ...τις παραπάνω επιταγές γνωρίζω ότι εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς κατά τις αρχές Οκτωβρίου του 2002, καταβάλλοντας στον πληρεξούσιο και δεκτικό καταβολής των τελευταίων κομιστών, κ. Λιαπάκη, δικηγόρο Πειραιά, ποσό ίσιο με διακόσιες χιλιάδες (200.000,00) ευρώ περίπου για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Μέρος των χρημάτων αυτών, ήτοι 150.000,00 ευρώ καλύφθηκαν από την εταιρία και τα υπόλοιπα από την ίδια την κ. Χ1. Θυμάμαι, μάλιστα, μετά βεβαιότητας την περίοδο καταβολής του παραπάνω ποσού, δεδομένου ότι η αμέσως προηγούμενη καταβολή προς εξόφληση άλλων επιταγών είχε γίνει τον Απρίλιο του ίδιου έτους με χρήματα αποκλειστικά της Χ1, ενώ η εξόφληση των παραπάνω επιταγών αποτελούσε την μοναδική εξόφληση επιταγών που είχε εκδώσει η Χ1 εκπροσωπώντας τη "ΣΙ ΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε." με χρήματα και της εταιρείας και όχι μόνο δικά της, γεγονός το οποίο συζητήσαμε το διάστημα εκείνο, καθώς η Χ1 μου είχε δηλώσει ότι επιτέλους έλαβε χρήματα από την εταιρία, έστω και αν αυτά κάλυπταν μόνο το κεφάλαιο της οφειλής, και όχι τόκους και έξοδα, που είχε υποχρεωθεί και συμφωνήσει να πληρώσει... ". Σημειώνεται ότι η αιτούσα Χ1 με προηγούμενη κατά το παρελθόν από 25-5-2005 αίτησή της ζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την προαναφερόμενη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, για τον ίδιο λόγο που αναφέρει στην ένδικη αίτηση, επικαλούμενη, ως νέες αποδείξεις, τα παραπάνω έγγραφα, εκτός από την υπ' αριθμ. 725/2007 ένορκη βεβαίωση, πλην όμως με την υπ' αριθμ. 1616/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι " ...Τα στοιχεία αυτά είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό μ' εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα... ", καθόσον δεν προέκυπτε μετά βεβαιότητος ότι η ολοσχερής εξόφληση των παραπάνω επιταγών μετά των τόκων και εξόδων έλαβε χώρα κατά την επικαλούμενη ημερομηνία της 7-10-2002 και πάντως πριν η άνω καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ενόψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα, δικηγόρος, επεδίωξε το πρώτον την επανάληψη της διαδικασίας μετά την παρέλευση τριών περίπου ετών, αφότου κατά τους ισχυρισμούς της, αποκατέστησε πλήρως τους εγκαλούντες, γι' αυτό και απορρίφθηκε ως αβάσιμη η σχετική αίτησή της. Σύμφωνα μετά προεκτεθέντα τα ανωτέρω νέα στοιχεία και ειδικότερα η υπ' αριθμ. 725/2007 ένορκη βεβαίωση της Γ1, τα οποία επικαλείται η αιτούσα για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεώς της, τόσο από μόνα τους όσο και σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί και ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω υπ' αριθμ. 94-94α-94β/12-5-2000 σε βάρος της καταδικαστικής απόφασης, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα, διότι κρίνονται εξαιρετικά αδύναμα ως προς την απόδειξη των κρίσιμων εν προκειμένω περιστατικών, δηλαδή: 1) της πλήρους αποζημίωσης των κομιστών, και, κυρίως 2) της καταβολής της αποζημίωσης κατά την επικαλούμενη ημερομηνία (7-10-2002) και πάντως πριν η άνω καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ενόψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα, δικηγόρος, επεδίωξε, όπως προαναφέρθηκε, την επανάληψη της διαδικασίας το πρώτον μετά παρέλευση τριών περίπου ετών, αφότου κατά τους ισχυρισμούς της, αποζημίωσε πλήρως τους εγκαλούντες. Συνεπώς, ο επικαλούμενος λόγος από την αιτούσα για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας είναι αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Ιανουαρίου 2007 (ημερομ. καταθ. 3 Απριλίου 2007) αίτηση της Χ1, για επανάληψη προς το συμφέρον της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 94-94α-94β/12/5/2000 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, με την οποία η αιτούσα καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, διότι τα αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται η αιτούσα, πρωτότυπα επιταγών και ένορκες Βεβαιώσεις, είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα αποζημίωσε πλήρως τους κομιστές των επιταγών πριν η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ώστε να επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης και ως εκ τούτου ότι είναι αθώα για την πράξη που καταδικάστηκε.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 177/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Χ1, κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νίκο Δαμασκόπουλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 10455/2005 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαϊου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 957/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου με αριθμό 279/3-7-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1 και 528 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. την από 17-5-2007 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων , με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ' αριθ. 10455/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, δια της οποίας καταδικάσθηκε ο αιτών σε φυλάκιση 2 ετών για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και φυλάκιση 6 μηνών για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων και σε συνολική ποινή φυλάκισης 2 ετών και 3 μηνών και εκθέτω τα εξής: Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις,' τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως "κάνουν φανερό ", ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα, με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων, οι οποίες τέθηκαν υπ' όψη του δικαστηρίου, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κλπ, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές, που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο να κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο", η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί αθωότητας (ΑΠ 1546/1984 ΠΧρ ΛΕ' σελ. 491) Από το άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει, ότι μεταξύ των λόγων επαναλήψεως της διαδικασίας, υπέρ του αμετακλήτως καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα , δεν περιλαμβάνονται και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου , η οποία μόνο δια των ενδίκων μέσων δύναται να προσβληθεί και όχι δια της επαναλήψεως της διαδικασίας, δοθέντος ότι η τελευταία καθιερώθηκε για την επανόρθωση ουσιαστικής και όχι νομικής πλάνης του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ( ΑΠ 69/1999 αδημοσίευτη , 199/1965 Π. Χρ. ΙΕ/475). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, ο οποίος καταδικάσθηκε παρών με την υπ' αριθ. 10455/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, προβάλλει α) την ακυρότητα της κλητεύσεώς του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της αποφάσεως του οποίου (77337/2002) εξεδόθη η καθής πιο πάνω απόφαση και β) την παραγραφή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε με την παραπάνω απόφαση της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας. Από το περιεχόμενο αυτό της κρινομένης αίτησης, είναι προφανές ότι δεν προβάλλονται νέες αποδείξεις ή νέα γεγονότα, βάσει των οποίων να προκύπτει ότι ο αιτών είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για βαρύτερο ή βαρύτερα εγκλήματα από εκείνα που τέλεσε, αλλά νομικά σφάλματα της απόφασης και συνεπώς είναι αυτή απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, να μη ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η από 17-5-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων, με την οποία ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 10455/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, να μη ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 29-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περιπ. 2 του ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής νέα γεγονότα ή αποδείξεις, είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε ώστε να μη μπορεί να τα λάβει υπόψη και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γατί αν ήταν γνωστά, έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές, ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας, πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, διαφορετικά είναι απαράδεκτη, η δε αρμοδιότητα για την εκδίκαση τέτοιας αίτησης ανήκει στο συμβούλιο εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, στο συμβούλιο δε του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση. Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου η από 17-5-2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10455/31-10-2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των Αθηνών, με την οποία είχε καταδικαστεί για α) απάτη από την οποία η ζημία που προξενήθηκε ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και β) για παράβαση του ν. 5227/1931 "περί μεσαζόντων" και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, αντίστοιχα, και συνολικά ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών τριών (3) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών επικαλείται α) ακυρότητα της κλήτευσης του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο εξέδωσε ερήμην του την υπ' αριθμ. 77337/2002 καταδικαστική απόφαση, για το λόγο ότι η κλήση επιδόθηκε στην οικία του, ενώ αυτός βρισκόταν κρατούμενος στις Φυλακές Τρικάλων, β) παραγραφή των ως άνω αδικημάτων, αφού από το χρόνο τελέσεώς τους στις 24-4-1998 και μέχρι το χρόνο εκδόσεως της πιο πάνω απόφασης του Εφετείου Αθηνών είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή και γ) την αθώωσή του για τις ίδιες πιο πάνω αξιόποινες πράξεις με την υπ' αριθμ. 9918/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ζητεί δε την επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του και να παύσει οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. Η αίτηση αυτή αρμοδίως (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ) εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο (σε Συμβούλιο) και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο αυτής. ΙΙ. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320 - 321, 339 - 340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο σε περίπτωση άκυρης κλητεύσεως του και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται, αν αυτός που κλήθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτής εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε, ανεξαρτήτως της αοριστίας της διότι δεν αναφέρεται σ' αυτή αν η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών έχει καταστεί αμετάκλητη και με ποιον τρόπο, ούτε αν προβλήθηκε ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος με την έφεση, δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠοινΔ, καθόσον με τους προβαλλόμενους πιο πάνω λόγους ο αιτών αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικά σφάλματα, τα οποία αποτελούν λόγους για την άσκηση ένδικου μέσου και όχι επαναλήψεως και διαδικασίας, η οποία όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Σημειώνεται, ότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι ο αιτών παραστάθηκε στο Δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση κατ' έφεση και δεν προέβαλε ακυρότητα της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος προς εμφάνισή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ετσι, τυχόν ακυρότητα τούτων (κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος) καλύφθηκε με συνέπεια ή επίδοση να θεωρείται έγκυρη και να έχει επέλθει αναβολή της παραγραφής, ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του εφετείου (31-10-2005) δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία από το χρόνο τελέσεως των πράξεων (24-4-1998) για τις οποίες καταδικάστηκε ο αιτών. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Μαϊου 2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 10455/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επανάληψης διαδικασίας. Προϋποθέσεις. Δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Με την αίτηση δεν προβάλλονται νέες αποδείξεις ή γεγονότα ή νομικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης. Απορρίπτεται η αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 186/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Hρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ......, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Θεοδώρα Πέτρουλα-Πέτρου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1219/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ευαγγέλου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1213/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 375 παρ.1, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παρανόμως κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξ άλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Η εγκαλούσα Ψ1 ήταν συγκυρία, μαζί με τους εξαδέλφους της, δύο συνεχόμενων οικοπέδων που βρίσκονταν στη λεωφόρο ..... και ήθελε να προχωρήσει στη διανομή τους. Το Σεπτέμβριο του έτους 2000 ο κατηγορούμενος αρχιτέκτονας, ο οποίος ήταν γνωστός του συζύγου της Σ1, της δήλωσε ότι μπορούσε να τακτοποιήσει το θέμα και άρχισε να της αποσπά τα κατωτέρω χρηματικά ποσά, προκειμένου δήθεν να προβεί στις κατωτέρω ενέργειες: α) στις 29-9-2000 775.000 δραχμές για εξόφληση υποχρεώσεων της εγκαλούσας στην Πολεοδομία, β) στις 25-10-2000 500.000 δραχμές για εξόφληση δαπανών Νομαρχίας, γ) στις 7-12-2000 285.000 δραχμές για έξοδα εγγραφής της ιδιοκτησίας της στο Υποθηκοφυλακείο, δ) στις 7-12-2000 285.000 δραχμές για εγγραφή στο κτηματολόγιο, ε) στις 7-12-2000 150.000 δραχμές για δύο παράβολα του Δημοσίου, στ) στις 13-12-2000 917.000 δραχμές για εξόφληση οφειλής στην Εφορία, ζ) στις 21-1-2000 100.000 δραχμές για προκαταβολή δικηγόρου, η) στις 21-12-2000 577.000 δραχμές για εξόφληση οφειλής στην Εφορία και θ) στις 28-12-2000 1.770.000 δραχμές για πληρωμή υπεραξίας για την παραίτηση επικαρπίας της Ψ1. Ο κατηγορούμενος όμως δεν προέβη σε καμία από τις πιο πάνω ενέργειες αλλά αντίθετα με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα τα προαναφερθέντα ξένα εν όλω κινητά πράγματα (χρήματα), τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του κατά τον ανωτέρω τρόπο και των οποίων η αξία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Σαφής και κατηγορηματική για τα πιο πάνω είναι η κατάθεση της εγκαλούσας, η οποία καταθέτει επί πλέον ότι ο κατηγορούμενος της έδωσε να υπογράψει εν λευκώ κάποια έγγραφα, που όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε ήταν μία αίτηση προς την πολεοδομία και μία δήλωση αναθέσεως, τις οποίες αυτός συμπλήρωσε στη συνέχεια και ισχυριζόταν ότι η εγκαλούσα του είχε αναθέσει τη σύνταξη μελέτης για την ανέγερση οικοδομής, ενώ η ίδια ουδέποτε του είχε δώσει τέτοια εντολή. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω ενισχύεται από την αναγνωσθείσα έκθεση ένορκης εξετάσεως του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της εγκαλούσας Σ1 και από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα κατηγορίας ....., δεν αναιρείται δε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο ούτε από την από 28-12-2000 συνολική απόδειξη εισπράξεως του χρηματικού ποσού των 5.500.000 δραχμών (την οποία χορήγησε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα και στην οποία αναγράφεται ότι το ποσό αυτό εισπράχθηκε "έναντι εξόδων, δαπανών και αμοιβών μελετών"), ενόψει του ότι η απόδειξη αυτή συντάχθηκε από τον ίδιο. Επίσης η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα αναγνωσθέντα στατική μελέτη, τοπογράφηση και σχεδιαγράμματα (κατόψεις), αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτά συντάχθηκαν κατόπιν εντολής της εγκαλούσας ή (κατά μείζονα λόγο) ότι παραδόθηκαν σ' αυτήν ή υποβλήθηκαν στην αρμόδια Πολεοδομία. Τέλος ο κατηγορούμενος με την απολογία του δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις του. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό...". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών ως προς το προαναφερθέν αδίκημα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσού 5.500.000 δραχμών και στο διατακτικό του, που με το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 του ΠΚ την οποία ορθώς εφάρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου. Η αιτίαση ότι δεν γίνεται στην απόφαση συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των μαρτυρικών καταθέσεων, της απολογίας του κατηγορουμένου και των αναγνωσθέντων εγγράφων, είναι αβάσιμη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται, κατά τα προαναφερθέντα, η συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων, παρεκτός του ότι στην προκείμενη περίπτωση από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο ειδικώς αναφέρεται στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (μάρτυρες υπερασπίσεως δεν εξετάσθηκαν) και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρεται στην από 28-12-2000 απόδειξη του κατηγορουμένου, τη στατική μελέτη, τοπογραφικό διάγραμμα και σχεδιαγράμματα, χωρίς από την ειδική μνεία των τελευταίων εγγράφων να προκύπτει ότι επιλεκτικώς εκτίμησε αυτά ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη και αγνοήθηκαν τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα ούτε ότι δεν συνεκτιμήθηκε η απολογία του κατηγορουμένου, αφού το δικαστήριο αναφερόμενο σε αυτήν (απολογία) δέχεται ότι ο κατηγορούμενος δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις. Αβάσιμη επίσης είναι η αιτίαση ότι το σκεπτικό της αποφάσεως αποτελεί απλή επανάληψη και αντιγραφή του διατακτικού, αφού από την αντιπαραβολή αυτών προκύπτει ότι το δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό δικές του σκέψεις στις οποίες στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Περαιτέρω, επί του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για την θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλή δολία προαίρεση του δράστη, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στην θέληση τέλεσης των πραγματικών περιστατικών τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Τέλος είναι αβάσιμη και απορριπτέα, ως επί αναληθούς προϋποθέσεως ερειδόμενη, η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν απάντησε επί αυτοτελών ισχυρισμών που υποβλήθηκαν με την από 6-2-2006 αίτησή του η οποία, υπό το τίτλο "ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ " εγχειρίσθηκε προς καταχώρηση στα πρακτικά, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκε το προαναφερόμενο έγγραφο ούτε ζητήθηκε η ανάγνωση αυτού και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί σχετικώς. Κατά συνέπεια οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ περί εσφαλμένης εφαρμογής και εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 παρ.1 και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αναφορικά με την αιτία για την οποία η εγκαλούσα έδωσε σ' αυτόν συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί πραγμάτων ανέλεγκτη διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με τις παραδοχές της και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. ΙΙ.- 'Ελλειψη ακροάσεως, η οποία δημιουργεί σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και θεμελιώνει, εφόσον δεν καλυφθεί, τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει όταν, κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 170 παρ.2 ΚΠοινΔ, το δικαστήριο της ουσίας παραλείπει να αποφανθεί σε υποβληθείσα αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου η οποία αναφέρεται στην άσκηση δικαιωμάτων παρεχόμενων σ' αυτόν από τον νόμο. Δεν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως και δεν δημιουργείται ο από το άνω άρθρο αναιρετικός λόγος, όταν το δικαστήριο, χωρίς να αρνηθεί στον κατηγορούμενο ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του το δικαίωμα υποβολής ενστάσεων και αιτημάτων ή το δικαίωμα να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του, δεν υιοθετεί το περιεχόμενο των ισχυρισμών και της απολογίας του, ούτε και όταν αξιολογεί τις αποδείξεις κατά διαφορετικό τρόπο από εκείνον που τις αξιολογεί αυτός ή ο συνήγορός του. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την επίφαση της έλλειψη ακροάσεως, ισχυρίζεται ότι ενώ στην απολογία του διέλαβε, μεταξύ των άλλων, ότι " ...Η δήλωση ανάθεσης είναι γραπτή σύμβαση έργου που μετά το πλαστογράφησαν με τον ...... Εγώ δεν έχω πλαστογραφήσει και δεν μπορεί αυτό το έντυπο να είναι λευκό..." το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του παρέλειψε να αποφανθεί εάν το συγκεκριμένο έγγραφο είναι αναγκαίο για την κρίση του και, χωρίς να διατάξει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, χώρησε στην έκδοση της εναντίον του καταδικαστικής αποφάσεως. Υπό τα εκτεθέντα, δεν συντρέχει έλλειψη ακροάσεως και δεν επήλθε εντεύθεν ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ο δε σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, διηγηματικώς στην απολογία του κατηγορουμένου γίνεται λόγος για πλαστότητα του εγγράφου της σύμβασης έργου, χωρίς παντάπασι να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η πλαστότητα και να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, παραδεκτώς δε το δικαστήριο συνεκτίμησε το έγγραφο αυτό μαζί με τα άλλα αναγνωσθέντα. Κατ' ακολουθίαν του ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-6-2006 αίτηση του κατηγορουμένου .......για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1219/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Αιτιολογημένη καταδίκη. Όχι παράβαση εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι αναγκαία η συγκριτική αξιολόγηση και συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων και η αναφορά του τι προκύπτει από καθένα εξ αυτών. Επί της υπεξαιρέσεως δεν απαιτείται η ειδική αιτιολογία του δόλου ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση, Δόλος.
0
Αριθμός 193/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων 1) ....... και 2) ........, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Ματθαίου, για αναίρεση της με αριθμό 19.221/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 980/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 "1). Όστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιο ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ’ ής αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών. 2) Όστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ’ αυτώ εργαζομένων επί σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφ’ ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπεξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον έξ (6) μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αξιόποινη είναι η καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών εισφορών και η παρακράτηση της εισφοράς των εργαζομένων, όχι όμως και η καταβολή των προσαυξήσεων, που επιβάλλει επ’ αυτών το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν.1902/1990. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις προς το Ίδρυμα αυτό εισφορές μέχρι του τέλους του επομένου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξ άλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ’αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, καταδίκασε τους αναιρεσείοντες σε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών τον καθένα, ανασταλείσαν επί τριετία για παράβαση των άρθρων 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, σε συνδυασμό με το άρθρο 375 ΠΚ, δηλαδή για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακρατηθεισών ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, γίνεται δεκτόν ότι οι αναιρεσείοντες: Κατά το χρονικό διάστημα από Μάϊο 2000 έως Μάϊο 2004, τυγχάνοντες διοικητές και εκπρόσωποι της εταιρείας "Α.Ε. ΜΕΜΦΙΣ" ....αν και απασχόλησαν, ως εργοδότες, κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 1999 έως και Μάϊο 2004 με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, προσωπικά, ασφαλισμένο στο Ταμείο Ασφαλίσεως Τεχνικών Τύπου Αθήνας (Τ.Α.Τ.Τ.Α.), δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, υπαγόμενο στο Υπουργείο Εργασίας, προς τον οποίον έπρεπε να καταβάλουν εισφορές για την ασφάλιση των προσώπων αυτών, με πρόθεση δεν κατέβαλαν μέσα σε ένα μήνα, αφότου έγιναν απαιτητές: 1) εργοδοτικές εισφορές, ποσού 9.392 ευρώ και β) εργατικές εισφορές ποσού 24.061 ευρώ, γ) πρόσθετα τέλη ποσού 35.155,37 ευρώ και δ) εκπρόθεσμα τέλη ποσού 5.227,85 ευρώ.... Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδικάσαν τους αναιρεσείοντες και για την μη καταβολή προσθέτων και εκπροθέσμων τελών (35.155, 39 ευρώ + 5.227,85 ευρώ, αντιστοίχως), εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες, ουσιαστικού ποινικού ...... διατάξεις των άρθρων 1, 2 ΑΝ 86/1967, 375 ΠΚ, διότι η μη καταβολή των ως άνω προσαυξήσεων, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα, καθόσον αντικείμενο των εγκλημάτων του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 είναι μόνον οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές ή εργατικές), ενώ οι ως άνω προσαυξήσεις δεν έχουν χαρακτήρα εισφοράς, αλλά τοιούτον προστίμου (διοικητική κύρωση) που επιβάλλεται συνεπεία της καθυστερήσεως περί την καταβολή ή την απόδοση των εισφορών και η ικανοποίηση του εγκαλούντος Ταμείου, ως προς το ποσό των προσαυξήσεων, γίνεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε’ ΚΠΔ τρίτος λόγος της αιτήσεως, κατ’ ορθήν τούτου εκτίμηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ) και το οποίο (δικαστήριο) θέλει κρίνει και περί της τυχόν επελθούσης παραγραφής μερικωτέρων πράξων, τις οποίες ειδικώς πρέπει να εξειδικεύσει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’αριθμ. 19.221/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές εισφορές Α.Ν. 86/1967. Δεν είναι αξιόποινη η μη καταβολή προσαυξήσεων που επιβάλλει το ΙΚΑ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ. 1 ΑΝ 1846/51. Αναιρείται η απόφαση ενόψει του μη αξιοποίνου χαρακτήρα των προαναφερομένων προσαυξήσεων .
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 188/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Βασιλειάδου - Παχούλη, για αναίρεση της με αριθμό 2.273/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουνίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 97 ΠΚ, οι ορισμοί περί συρροής εγκλημάτων και καθορισμού συνολικής γι’ αυτά ποινής εφαρμόζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ως αναγόμενοι στην επιμέτρηση της ποινής και όταν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν διαδοχικώς και εκδόθηκαν περισσότερες αποφάσεις, είτε από το ίδιο, είτε από διαφορετικά δικαστήρια, αρκεί να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 97 ΠΚ. Και στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων χωρεί και πριν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνουν αμετάκλητες, τούτου συναγομένου και από το άρθρο 491 εδ. β’ Κ.Ποιν.Δ, κατά το οποίο επιτρέπεται επίσης έφεση και κατά αποφάσεως που καθόρισε συνολική ποινή, αν τα συρρέοντα εγκλήματα εκδικάστηκαν χωριστά, εκδοθεισών περισσοτέρων αποφάσεων, "η δε συνολική ποινή καθορίστηκε πριν όλες οι αποφάσεις αυτές γίνουν αμετάκλητες". Σε αυτά δεν αντιτίθεται η αναφερόμενη στην εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για συρρέοντα εγκλήματα διάταξη του άρθρου 551 Κ.Ποιν.Δ, η οποία, καθώς και στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται, καθορίζει το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής σε εκτέλεση περισσοτέρων αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του αυτού προσώπου για διάφορα συρρέοντα εγκλήματα, διότι το άρθρο αυτό σκοπεί να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε καταστεί δυνατός για οποιοδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής πριν οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες (Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας που δίκασε επί της από 25-7-2006 αιτήσεως της αναιρεσείουσας για επιμέτρηση ποινών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα. "... Κατά της αιτούσας Χ1 έχουν καταγνωσθεί οι εξής ποινές 1) Ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και τριών (3) μηνών και συνολική χρηματική ποινή 4.700 ευρώ που επιβλήθηκαν με την υπ’ αριθμ. 2.424/2006 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας. 2) Ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’αριθμ. 744/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας 3) Ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2.102/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας 4) Ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 3.544/2006 απόφαση του Μονομελούς. Πλημ/κείου Καρδίτσας 5) Ποινή φυλακίσεως έξη (6) μηνών και χρηματική ποινή 300 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 389/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Σοφάδων 6) Ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 390/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Σοφάδων 7) Ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών και χρηματική ποινή 150 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 404/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Σοφάδων 8) Ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ.3.545/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας 9) Ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ 3.793/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Καρδίτσας 10) Ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 1.578/2006 απόφαση του Μον. Πλημ/κείου Καρδίτσας. Όλες οι ανωτέρω ποινές, ωστόσο, δεν συναντώνται στην εκτέλεση εφόσον κατά την εκδίκαση των αντιστοίχων υποθέσεων που οι ποινές υπερβαίνουν τους πέντε μήνες, δόθηκε από το δικαστήριο αναστέλλουσα δύναμη στην τυχόν ασκηθησομένη έφεση και η αιτούσα στη συνέχεια άσκησε κατά όλων των αποφάσεων αυτών εφέσεις, οπότε αναστάλη η εκτέλεση των ποινών. Ως εκ τούτου οι ποινές δεν είναι εκτελεστές σύμφωνα με την ως άνω μείζονα σκέψη και γι’ αυτό η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.... ". Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας και με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την προαναφερόμενη αίτηση της αναιρεσείουσας επειδή δεν προέκυπτε ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν καταστεί αμετάκλητες, εσφαλμένως ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97, ΠΚ και 551 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή εκτός εκείνου που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2.273/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που είχε δικάσει αυτήν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως για επιμέτρηση ποινών επειδή οι αποφάσεις δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες. Επιτρεπτό επιμέτρησης μετά την Ολ. Α.Π. 4/2005. Αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Ποινή
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή.
0
Αριθμός 192/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της 2165/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 , που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 928/2007.. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 63, 64 και 68 του ίδιου Κώδικα, παράνομη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 68 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ., αυτός που δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατά τον Αστικό Κώδικα μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι ν’ αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Η μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ποινικό δικαστήριο δήλωση και παράσταση πολιτικής αγωγής ως και εκείνη που γίνεται για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη και αν δεν απορριφθεί και δεν αποβληθεί ο πολιτικώς ενάγων πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δικ. λόγο αναίρεσης. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτοβάθμια 15985/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί της οποίας κατ’ έφεση του αναιρεσείοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία παραδεκτώς επισκοπείται προς διαπίστωση της βασιμότητας ή μη του λόγου αναίρεσης, η φερόμενη ως παθούσα από την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, Ψ1 η οποία δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε δηλώσει ούτε παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα, στην πρωτοβάθμια δίκη. Για πρώτη φορά δήλωσε τέτοια παράσταση ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση έφεσης του αναιρεσείοντος , όπου παρέστη η ίδια καθότι τυγχάνει δικηγόρος κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και την απαγγελία της επιβληθείσης ποινής. Ενόψει αυτών η δήλωση της πολιτικής αγωγής από την Ψ1 για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου καθώς και η παράσταση αυτής ως πολιτικώς ενάγουσας κατά την ενώπιον του Εφετείου διαδικασία είναι παράνομη ως εκ του χρόνου υποβολής της σχετικής δήλωσης και επέφερε σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 171 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Εφετείο που δίκασε, δεδομένου ότι είναι εφικτή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2165/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα, με την παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτο ενώπιον του Εφετείου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή.
1
Αριθμός 191/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....... , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 395/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 336/19-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ...... κατά του υπ'αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.368 ευρώ, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, τις εξής αιτιάσεις: 1) την απόρριψη της αιτήσεώς του, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προς παροχή διευκρινίσεων, 2) την απόρριψη της αιτήσεώς του περί διενεργείας συμπληρωματικής ανακρίσεως και προσκομίσεως εγγράφων, 3) την μη αναγραφή των σχετικών άρθρων του Ποινικού Νόμου, βάσει των οποίων επικυρώνεται το εκκαλούμενο βούλευμα και παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ανωτέρω δικαστήριο και 4) την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ως άνω υπ'αριθμ. 1 και 2 αιτήσεών του και ως προς την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεώς του, η οποία (απόρριψη) αιτιολογείται μόνο δι'αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση. Επειδή, από την διάταξη του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει, ότι μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος, κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1666/1998, εις ΠΧ/ΜΘ/354). Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρ. 484 § 1 περιπτ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, η δε αναφορά αυτή καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1427/2004 εις Ποιν. Δικ./2004/1453, ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/697). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, απέρριψε αιτιολογημένα την αίτηση του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του σ'αυτό, δεχθέν ότι δια του από 9-3-2006 υπομνήματός του προς αυτό, αναπτύσσει διεξοδικώς και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του, καθώς και με την απολογία του στον Ανακριτή, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβη αυτούς και προφορικώς ενώπιον του Συμβουλίου. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αναφερόμενη στο πρωτόδικο βούλευμα και εκθέτουσα τα αποδεικτικά μέσα, εδέχθη (συνοπτικώς) ότι ο αναιρεσείων, ως διαχειριστής ξένης περιουσίας και ειδικότερα ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας "CARTON BOX A.B.B.E.E", στην Αθήνα, κατά το από 8-5-2002 μέχρι 7-7-2003 χρονικό διάστημα, ενώ έλαβε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 338.488, 67 ευρώ, το οποίο ανήκε στην ανωτέρω εταιρία, δεν το απέδωσε, ως όφειλε, στο ταμείο αυτής, αλλά το παρακράτησε και το ενσωμάτωσε παρανόμως στην περιουσία του, το δε ανωτέρω χρηματικό ποσό είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, δια της ως άνω επιτρεπτής αναφοράς του στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις δια την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι δια μεν της απορρίψεως της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο Εφετών δεν εθεμελιώθησαν αναιρετικοί λόγοι και ειδικότερα οι εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' (απόλυτος ακυρότης) και στοιχ. δ' (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας), δια δε της αναφοράς του Συμβουλίου Εφετών στην ως άνω ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, τούτο δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος, και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις αυτού είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Η αιτίαση αυτού (αναιρεσείοντος), περί αναιτιολογήτου απορρίψεως της αιτήσεώς του προς διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού η διενέργεια ή μη συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου, μη ελεγχομένη αναιρετικώς, και η παράλειψη του συμβουλίου να διατάξη περαιτέρω ανάκριση, που ζητεί ο κατηγορούμενος, δεν παρέχει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρ.484 § 1 Κ.Π.Δ., ούτε συνιστά, αυτή μόνη, έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως, ως προεξετέθη, η κρίση του συμβουλίου περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει και εκτιμά το συμβούλιο (ΑΠ 2435/2003, εις Ποιν.Δικ./2004/498). Επίσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και η αιτίαση περί μη αναγραφής στο προσβαλλόμενο βούλευμα των σχετικών άρθρων του ποινικού νόμου, βάσει των οποίων επικυρώνεται το εκκαλούμενο βούλευμα και παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο προαναφερόμενο δικαστήριο, αφού η εν λόγω μη αναγραφή δεν προβλέπεται πλέον μεταξύ των κατά το άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ. λόγων αναιρέσεως κατά βουλευμάτων. Η παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, ως λόγου αναιρέσεως του βουλεύματος, κατηργήθη δι'άρθρ. 42 § 1 Ν.3160/2003. Επομένως, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του ..... , κατά του υπ'αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 28 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 484 § 1, 509 § 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 509 § 2 ΚΠΔ την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως δι' έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, πρέπει α)εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ η απαίτησή του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 402). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 § 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ' αριθμ. 29/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας συνολικά ανωτέρας των 25.000.000 δραχμών ήδη του ισοπόσου (εξ 73.000 €), από διαχειριστή ξένης περιουσίας ο αναιρεσείων εκθέτει ότι αναιρεσιβάλλει το άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών διότι "ελλείπει τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό η ειδική αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 484 § 1 εδ. ε' (αντί μάλιστα του ορθού εδ. δ') και το άρθρο 139 ΚΠΔ, .........δεν αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα στο βούλευμα οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη η έφεσή μου κατά του με αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 484 § 1 εδ. ε' (και εδώ αντί του ορθού δ') και 139 ΚΠΔ. Ειδικότερα ελλείπει η ειδική αιτιολογία που επιβάλλεται από τα άνω άρθρα σε σχέση με την απόρριψη της έφεσής μου και τους λόγους αυτής. Αναφέρονται μόνο στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών τα εξής: δια τους λόγους αυτούς που αναπτύσσονται στην Εισαγγελική πρόταση, στους οποίους το Συμβούλιο πλήρως αναφέρεται για αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, .....ενώ θα έπρεπε να αναφέρονται στο ίδιο το βούλευμα ειδικά και εμπεριστατωμένα οι λόγοι απόρριψης της έφεσής μου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία γίνεται κατά νόμον με το βούλευμα και όχι με την Εισαγγελική πρόταση". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται η απλώς κατά τον ορισμό του νόμου επικαλουμένη έλλειψη αιτιολογίας και προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα περιστατικά και ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος περαιτέρω δε, εφ' όσον είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, ουδόλως ο αναιρεσείων παραπονείται ότι σ' αυτή την τελευταία δεν περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά για την πράξη που παραπέμπεται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική του πρόταση. Διό και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ' άρθρον 309 § 2 ΚΠΔ "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.......Τότε μόνον είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μόνον αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 §1 στοιχ. α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον αυτού (Συμβουλίου Εφετών) υποβληθέν με την έφεσή του κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Την κρίση του αυτή στήριξε με την επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο ήδη αναιρεσείων κατ/νος με το από 9/3/2006 υπόμνημά του στο Συμβούλιο Εφετών καθώς και με την απολογία του στον Ανακριτή ανέπτυξε διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά στο Συμβούλιο. Ούτώς, αφού το Συμβούλιο απήντησε επί του αιτήματος της αυτοπροσώπου εμφανίσεως του κατ/νου, δεν υπάρχει θέμα απολύτου ακυρότητος, ενώ και η αναφερομένη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος είναι η προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη, χωρίς τέλος, η απορριπτική αυτή διάταξη να προσκρούει στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στα άρθρα 5 § 3 και 4 και 6 § 3 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς ο σχετικός α' λόγος της κρινόμένης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει περαιτέρω ανάκριση την οποίαν ζητεί ο κατ/νος δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 484 §1 ΚΠΔ περιοριστικώς, ούτε συνιστά αυτή μόνη έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως ή κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής. Και τούτο διότι η διενέργεια ή μη συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται εις την κυριαρχικήν επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου. Δι' ό και ο σχετικός β' λόγος της κρινόμένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίον η αίτησή του, για διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως για να λάβουν χώρα τα εις αυτήν την αίτηση αναφερόμενα, απερρίφθη κατά παράβαση του άρθρου 309 § 1 εδ. δ' ΚΠΔ είναι απαράδεκτος και, εντεύθεν, απορριπτέος. Η διάταξη του άρθρου 484 § 1 δ' ΚΠΔ που προέβλεπε λόγον αναιρέσεως δια μη παράθεση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, κατηργήθη με την § 1 του άρθρου 42 Ν. 3160/2003 (από 30/6/2003). Δι' ό και όταν το Συμβούλιο Εφετών, δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή του κατ/νου εις το ακροατήριον, επεκύρωσε το προσβληθέν δια της εφέσεως πρωτόδικον παραπεμπτικόν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών, δεν είναι αναγκαίο να επαναληφθούν οι εφαρμοσθείσες υπό του τελευταίου τούτου ποινικαί διατάξεις εις το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς ο συναφής γ' λόγος της κρινομένης αναιρέσεως, κατά τον οποίον εις το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν αναγράφεται το σχετικό άρθρο του Π.Κ. που επικυρώνει το εκκαλούμενο βούλευμα ως και το άρθρο του Π.Κ. με βάση το οποίο παρεπέμφθη ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ανεξαρτήτως του ότι η ουσιαστική ποινική διάταξη περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Μετά πάντα ταύτα, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Φεβρουαρίου 2007, αίτηση του ..... για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αιτήσεως κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο επέρχεται απόλυτη ακυρότητα μόνον εφόσον το Συμβούλιο δεν απαντήσει ή απαρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνισή του. Η παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει περαιτέρω ανάκριση, όπως ζητεί ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως του υπό του άρθρου 484 παρ. 1 του ΚΠΔ προβλεπομένων. Δεν απαιτείται εις το (;;;;) πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών η παράθεση του άρθρου του ΠΚ. Επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου Εφετών εις την ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Πότε ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως δι’ έλλειψη αιτιολογίας.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 190/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... και ήδη κρατούμενου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 75/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 28/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίος πλήττεται η υπ' αριθ. 171/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας, γιατί το πρωτόδικο τούτο δικαστήριο, δεν απάντησε σε αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατά το άρθρο 111 παρ.1 και 2β του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε κακουργήματα αν ο νόμος δεν προβλέπει για αυτά την ποινή του θανάτου ή της ισοβίου καθείρξεως παραγράφονται μετά δέκα πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον νόμο 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Περαιτέρω, ως κύρια διαδικασία και για την εφαρμογή του άρθρου 113 παρ. 2 του Π.Κ., νοείται εκείνη που αρχίζει από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για την εκδίκαση στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 320 επ. του ΚΠΔ, διότι έκτοτε η κατηγορία καθίσταται εκκρεμής στο δικαστήριο. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ.75/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για το κακούργημα της ληστείας κατ' εξακολούθηση (άρθρο 380 παρ.1 ΠΚ) σε ποινή κάθειρξης 12 ετών πράξεις που τελέσθηκαν στο ...... την ...... . Οι κακουργηματικές αυτές πράξεις παραγράφονται υπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής της παραγραφής αυτών μετά παρέλευση είκοσι ετών από της ημέρας τελέσεώς των ήτοι την 9η Δεκεμβρίου 2011. Συνεπώς το Εφετείο ορθώς δεν έπαυσε την κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 111 παρ.1 και 2β και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ. ούτε και υπερέβη την εξουσία του. Επομένως οι λόγοι αναιρεσέως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' και Η' του Κ.Π.Δ., όπως αυτοί εκτιμώνται, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 36,43,57,310 και 370 εδ' γ του ΚΠΔ προκύπτει ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη ασκήθηκαν κατά του ιδίου προσώπου δύο διαδοχικές ποινικές διώξεις, κηρύσσεται απαράδεκτη η μεταγενέστερη τούτων λόγω της υφισταμένης από την άσκηση της προγενέστερης ποινικής δίωξης εκκρεμοδικίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η απαγόρευση της εκ νέου ποινικής δίωξης και της διεξαγωγής δύο διαδικασιών για την ίδια αξιόποινη πράξη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι πράγματι η πρώτη ποινική δίωξη προηγείται διαδικαστικά της δεύτερης, δηλαδή έχει εισέλθει σε προχωρημένο στάδιο δικονομικής έρευνας. Συνεπώς το Εφετείο, που, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της κατ' αυτού ποινικής δίωξης, λόγω εκκρεμοδικίας, υφισταμένης από άλλη ποινική δίωξη, που έχει ασκηθεί κατ' αυτού επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί απόφαση από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών που δικάζει σε πρώτο βαθμό, ορθώς έκρινε και δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως ο λόγος αναιρεσέως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ όπως αυτός εκτιμάται, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις της κρινόμενης αιτήσεως αφορούν την ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων που δεν ιδρύει λόγο αναιρεσέως, και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. 3. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14.12.2006 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ' αριθ. 75/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που πλήττει απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Πότε υφίσταται εκκρεμοδικία.
Εκκρεμοδικία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εκκρεμοδικία.
1
Αριθμός 153/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ράλλη, περί αναιρέσεως του με αριθμό 129/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1039/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 302/8.8.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρο 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμό 5/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, ιδιωτικού υπαλλήλου, αίτηση αναίρεσης κατά του με αριθμ. 129/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με το οποίο απορρίφθηκε η με ημερομηνία 12-1-2007 αίτηση του για επανάληψη διαδικασίας της με αριθμ. 1409/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών για υπεξαίρεση και εκθέτω τα εξής:Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 & 1, 474 και 528 & 1 ΚΠΔ αφού ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, την 18-5-2007 ενώ το βούλευμα επιδόθηκε σ' αυτόν την 14-5-2007. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι η αίτηση, η οποία περιέχει δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης, πρέπει αναγκαίως να περιλαμβάνει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και τους λόγους, για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Οι ασαφείς και αόριστοι λόγοι αναίρεσης, αναπλήρωση των οποίων δεν μπορεί να γίνει από κείμενο άλλου εγγράφου, απορρίπτονται, ως απαράδεκτοι. Η απλή αναφορά του λόγου δεν αρκεί όπως δεν αρκεί και η κατά τρόπο συγκεχυμένο και ασαφή έκθεση περιστατικών τα οποία δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε συγκεκριμένο λόγο και να εκτιμηθούν σαν περιστατικά δυνάμενα να στηρίξουν συγκεκριμένο αναιρετικό λόγο και περαιτέρω δεν είναι δυνατό να στηρίξουν αναιρετικό λόγο περιστατικά τα οποία ανάγονται σε έκθεση ιστορικού άσχετου με αναιρετικούς λόγους επί της συγκεκριμένης υπόθεσης η οποία εξετάζεται. Ειδικά δε στην περίπτωση που προβάλλεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα ή απόφαση, πρέπει να γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός της έλλειψης αυτής, ενώ, όταν προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να προσδιορίζεται η διάταξη, που παραβιάστηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης ή του βουλεύματος .(ΑΠ 90/2000, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 1602/2000 Πράξη και Λόγος 2000). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρετήριο, ο αναιρεσείων προβάλλει τις εξής αιτιάσεις για την αναίρεση το με αριθμ. 129/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με το οποίο απορρίπτεται η με ημερομηνία 12-1-2007 αίτηση του για επανάληψη διαδικασίας της με αριθμ. 1409/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών για υπεξαίρεση ότι α. αναιρεσιβάλλει το παραπάνω βούλευμα γιατί εσφαλμένα και παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τις κείμενες διατάξεις των άρθρων 525 & 1-2-3 και δεν παραθέτει τις διατάξεις των άρθρων αυτών β. ότι άσκησε αναίρεση κατά της με αριθμ 1409/2004 του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων η οποία απορρίφθηκε και ότι υπέβαλλε αίτηση ανάκλησης της και γ. αναφέρει και εκθέτει γεγονότα αναφερόμενα στην διαδικασία που έλαβε χώρα ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων σχετικά με το αίτημα του για κλήση προς εξέταση μάρτυρα ότι ο μάρτυρας αυτός δεν εξετάστηκε, όπως και ότι δεν υπήρχε ασφαλιστική συμφωνία βάσει της οποίας αυτός να υποχρεούνταν σε απόδοση στον ασφαλισμένο του ποσού για το οποίο καταδικάστηκε για υπεξαίρεση. Τα παραπάνω τα οποία επικαλείται σαν αναιρετικούς λόγους κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας με το οποίο απορρίφθηκε η αίτηση του για επανάληψη της διαδικασίας της με αριθμό 1409/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων και γενικά όσα εκθέτει σαν λόγους τους οποίους εκθέτει και επικαλείται στο αναιρετήριο του το μεν είναι και ασαφή και συγκεχυμένα το δε δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι έχουν καμιά δικονομική σχέση με το προσβαλλόμενο βούλευμα το οποίο έχει περιεχόμενο την απόρριψη της αίτησης του για επανάληψη διαδικασίας της παραπάνω απόφασης και η οποία απορρίφθηκε για το ότι δεν περιείχε έκθεση σαφών και συγκεκριμένων νέων γεγονότων. Και για τον λόγο αυτό η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτη. Αν όμως ήθελε γίνει δεκτό ότι η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτά ως προς την ουσία της αναφέρω τα παρακάτω. Οι λόγοι τους οποίους επικαλείται έστω και αν με μεγάλη προσπάθεια μπορούν να τυποποιηθούν στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και τούτο γιατί για την αναφερόμενη εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 525 δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος αφού αφ' ενός δεν είναι διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου και αφ' ετέρου δεν εκτίθεται στην έκθεση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η παραβίασης τους όπως και ποιες διατάξεις κατά την κρίση του αναιρεσείοντα στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εφαρμοστούν. Στην προκειμένη περίπτωση όπως αναφέρθηκε παραπάνω με το πληττόμενο βούλευμα απορρίφθηκε η με ημερ.. 12-1-2007 αίτηση του αναιρεσείοντα για επανάληψη διαδικασίας της με αριθμ. 1409/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών για υπεξαίρεση. Ο αιτήσας την επανάληψη της διαδικασίας όπως προκύπτει από το πληττόμενο βούλευμα για την υποστήριξη της αίτησης δεν επικαλέστηκε νέα γεγονότα ή τουλάχιστον τα όσα αναφέρει στην αίτησή του δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν σαν νέα γεγονότα γιατί και ασαφή και συγκεχυμένα είναι αλλά και ότι όσα αναφέρει αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών ενώπιον του κατ' έφεση δικάσαντος δικαστηρίου άλλα και αντικείμενο τη αίτησης αναίρεσης την οποία είχε ασκήσει και η οποία απορρίφθηκε και της αίτησης ανάκλησης της την οποία έχει υποβάλλει στον Άρειο Πάγο και η οποία εκκρεμεί. Περαιτέρω προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του πληττομένου βουλεύματος ότι το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας εξέτασε τα όσα ο αναιρεσείων ανέφερε και με σαφή πλήρη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης του αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους την απέρριψε και για τον λόγο αυτό η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της. Δ ι α τ α ύ τ α Προτείνω όπως: Α. Να απορριφθεί σαν απαράδεκτη η με αριθμό 5/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, ιδιωτικού υπαλλήλου αίτηση αναίρεσης κατά του με αριθμ. 129/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίφθηκε η με ημερομηνία 12-1-2007 αίτησή του για επανάληψη διαδικασίας της με αριθμ. 1409/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων, με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, για υπεξαίρεση λόγω του ότι δεν περιέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης άλλως να απορριφθεί στην ουσία της. Αθήνα την 88-8-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠοινΔ, αφού οι αόριστοι λόγοι καθιστούν την αίτηση απαράδεκτη. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας βουλεύματος, πρέπει, αν λείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του ή οι αντιφατικές αιτιολογίες του σε σχέση με τις παραδοχές του, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο (Ολ.ΑΠ 2/2002, Ολ.ΑΠ 19/2001). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στους λόγους αναιρέσεως δεν συμπεριλαμβάνεται η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδείξεων, αφού στην περίπτωση αυτή πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστικού Συμβουλίου, που δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 129/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφθηκε κατ' ουσία, η από 12-1-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου για επανάληψη υπέρ αυτού της διαδικασίας της με αριθμό 1409/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων, με την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5 μηνών για την πράξη της υπεξαίρεσης. Στην υπ' αριθ. 5/18-5-2007 έκθεση αναιρέσεως αναφέρεται ως λόγος αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, χωρίς, όμως, να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται αυτή και δη ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαιά του. Αντίθετα, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προβάλλονται οι αιτιάσεις, πρώτον, ότι το προβαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη του τις διατάξεις του άρθρου 525 Κ.Π.Δ, δεύτερον ότι ο αναιρεσείων άσκησε αναίρεση κατά της υπ' αριθμό 1409/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, η οποία απορρίφθηκε, τρίτον ότι αυτός υπέβαλε αίτηση ανακλήσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την αναίρεσή του και, τέταρτον, εκτίθενται στο δικόγραφο της αναιρέσεως, γεγονότα που έλαβαν χώρα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, σχετικά με την κλήτευση του μάρτυρα, που τελικά δεν εξετάστηκε. Υπό την επίκληση δε του λόγου αυτού, το προσβαλλόμενο βούλευμα πλήττεται, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανωτέρω εκθέσεως, για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων και ειδικότερα, αναφορικά με το ότι δεν υπήρχε σχετική συμφωνία για την απόδοση του χρηματικού ποσού, για το οποίο ο ίδιος καταδικάσθηκε. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, απαράδεκτη. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 129/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Αναίρεση κατά βουλεύματος που απέρριψε την αίτηση, με την επίκληση λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αοριστία λόγου αναιρέσεως. Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη.
Επανάληψη διαδικασίας
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 152/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ...... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μπιτσαξή, για αναίρεση της 764/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 485/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ H απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία, κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ, στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απολέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Ο λόγος ανώτερης βίας εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (476 παρ.1 και 2 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 764/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της ερήμην αυτής εκδοθείσης 10774/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 1500 δραχμές ημερησίως, για συκοφαντική δυσφήμηση, πράξη η οποία φέρεται ότι τελέστηκε στις 16/11/1993, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου του δικηγόρου της, ότι η έφεσή της ήταν εμπρόθεσμη, επειδή αυτή δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως, απέρριψε στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την έφεση, ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), με την εξής αιτιολογία: "...... Στην κρινόμενη περίπτωση, η κατηγορούμενη καταδικάστηκε ερήμην, με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει αριθμό 10774/1999. Η απόφαση αυτή της κοινοποιήθηκε στις 13-6-2000, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης του αστυφύλακα ..... που βρίσκεται στη δικογραφία και άσκησε την κρινόμενη έφεση στις 8-11-2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και χωρίς να αναφέρει στο έγγραφο της έφεσης λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Ειδικότερα από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (κατάθεση μάρτυρος Μ1, αναγνωσθέντα έγγραφα κλπ) δεν αιτιολογείται το εκπρόθεσμο της έφεσης και ειδικά από λόγους ανωτέρας βίας. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι δεν έλαβε γνώση της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης γιατί επιδόθηκε σε διεύθυνση που δεν κατοικούσε κατά τον χρόνο της επίδοσης αλλά σε προγενέστερο χρόνο, δεν ευσταθεί, γιατί στη διεύθυνση αυτή θυροκολλήθηκε και δεν έκανε γνωστή την καινούργια της διεύθυνση στην Αρμόδια Αρχή. Συνεπώς, εφόσον η έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά πλειοψηφία, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Ειδικότερα, αν και, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι προβλήθηκε νομίμως από την εκκαλούσα ισχυρισμός ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως για λόγους ανώτερης βίας, στη συνέχεια απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν με την ασαφή και αντιφατική αιτιολογία ότι αυτός (ο ισχυρισμός) "δεν ευσταθεί γιατί στη διεύθυνση αυτή θυροκολλήθηκε και δεν έκανε γνωστή την καινούργια της διεύθυνση στην Αρμόδια Αρχή". Δηλαδή, ενώ δέχεται ότι η αναιρεσείουσα είχε μεταβάλει πράγματι κατοικία κατά το χρόνο της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, δέχεται κατά τρόπο αντιφατικό ότι, επειδή θυροκολλήθηκε η απόφαση (ενδεχομένως, όπως ασαφώς υπονοείται, στην αρχική της διεύθυνση, όπου αυτή δεν διέμενε πλέον) έλαβε γνώση της απόφασης αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να καταλήξει στην απόρριψη ως απαραδέκτου, του ενδίκου μέσου της εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας, έλαβε υπόψη της "την κατάθεση μάρτυρος Μ1 τα αναγνωσθέντα έγγραφα κλπ". Από την αναφορά αυτή των αποδεικτικών μέσων, δεν καθίσται σαφές, αφενός μεν, ποία αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, εκτός από την κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, αφετέρου δε, αν έλαβε υπόψη του και την απολογία της κατηγορουμένης. Πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι δεν μπορεί να συναχθεί, έστω και εμμέσως, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εν λόγω απολογία, δεδομένου ότι ουδεμία αναφορά διαλαμβάνεται στο σκεπτικό σχετικά με όσα αυτή εξέθεσε σχετικά, όπως λ.χ.ότι ο μηνυτής γνώριζε την νέα της διεύθυνση. Όπως δε αναφέρθηκε στην πιο πάνω σκέψη, εφόσον δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση (ώστε ο κατηγορούμενος να δηλώσει, κατά το άρθρο 273 παρ.1 ΚΠΔ την κατοικία του), τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση, αυτό όμως δεν ισχύει όταν ο μηνυτής σκόπιμα ανέγραψε ανακριβή διεύθυνση. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και, σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου της αποδιδόμενης στην αναιρεσείουσα πράξεως, δεδομένου ότι ο Αρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί περί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την προσβαλλόμενη 764/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων η απολογία της κατηγορουμένης. Ενώ εκτιμήθηκε ότι είχε προβληθεί ως λόγος έφεσης ανώτερη βία για τη μη γνώση της απόφασης, η απορριπτική αιτιολογία είναι αντιφατική και ασαφής. Αναιρεί
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 145/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για διόρθωση της υπ' αριθμ. 1775/2007 αποφάσεως του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με κατηγορούμενο τον χ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την διόρθωση-συμπλήρωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.11.2007 και με αριθμ. πρωτ. 1960Π/2006 αίτησή του, κατόπιν της υπ' αριθμ. 228/2006 πράξεως του Προεδρεύοντος του Ποινικού Τμήματος τούτου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1924/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε όσα αναφέρονται στην ταυτάριθμη με τα πρακτικά αυτά απόφαση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Φέρεται προς συζήτηση η 171/ 15-11-2007 πράξη του Προέδρου του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αριθ. πρωτ.248/2007), κοινοποιηθείσης της σχετικής κλήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στον κατηγορούμενο χ1 και στον αντίκλητό του Σαράντη Τόλια του Γεωργίου, δικηγόρο Αθηνών (όπως προκύπτει από τα από ....... και ......... αποδεικτικά επίδοσης της Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ........ και του Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ..........., αντιστοίχως). Με την πράξη αυτή ζητείται η διόρθωση της 1775/2007 απόφασης του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στο ιστορικό της, όπου από παραδρομή γράφηκε ως παραστάς δικηγόρος του αναιρεσείοντος, η δικηγόρος Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, αντί του ορθού, ότι παραστάθηκε ο δικηγόρος Σαράντης Τόλιας. Η πράξη (αίτηση) αυτή είναι νόμιμη (άρθρο 145 παρ. 1, 2 ΚΠΔ), καθόσον πρόκειται για λάθος που δεν δημιουργεί ακυρότητα, από τη διόρθωση δε αυτή δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά η απόφαση, ούτε αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πραγματικά συνέβησαν στο ακροατήριο, γι' αυτό η σχετική αίτηση πρέπει να γίνει κατ' ουσίαν δεκτή, διατασσομένων των στο διατακτικό αναφερόμενων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την 1775/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς το σημείο του ιστορικού της, στο ορθό, ότι ο αναιρεσείων "εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σαράντη Τόλια". Διατάσσει την από τον Γραμματέα σημείωση της διορθωτικής όπως ανωτέρω πράξεως και του αριθμού της διορθωτικής αποφάσεως στο περιθώριο του πρωτοτύπου της διορθωτέας αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διορθώνει την 1775/2007 απόφαση του Α.Π.
Αποφάσεως διόρθωση
Αποφάσεως διόρθωση.
1
Αριθμός 142/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 και 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να αποφανθεί επί της προφορικής αιτήσεως της εκκαλούσας - εκζητουμένης ...... , Ελληνίδας υπηκόου, κρατούμενης στη Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, που της επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 335/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Στο σημείο αυτό της δίκης εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Πήττας και υπέβαλε αίτημα αντικατάστασης περιοριστικών όρων μέχρι εκδόσεως της απόφασης. Κατόπιν ο λόγος δόθηκε στον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα αντικατάστασης περιοριστικών όρων και εμφάνιση της εκζητουμένης κάθε 1η και 15η κάθε μήνα στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του 3251/2004, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αποφαίνεται και για την κράτηση ή μη του εκζητουμένου ή την επιβολή περιοριστικών όρων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι για την κράτηση του εκζητουμένου ή την επιβολή σε αυτόν περιοριστικών όρων ή την αντικατάσταση της κράτησής του με τέτοιους όρους αποφαίνεται, τόσο το συμβούλιο εφετών, το οποίο σε πρώτο βαθμό αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος όσο και ο Άρειος Πάγος, που κρίνει κατ' έφεση γι' αυτή (άρθρα 18 και 22 του ίδιου νόμου). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 15-1-2008 αίτησή της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και με το υπόμνημα που κατέθεσε, η αιτούσα ......, η οποία εκζητείται με το από 14.6.2005 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που εκδόθηκε σε βάρος της, από τον Διευθύνοντα Γενικό Εισαγγελέα Μονάχου II, υπέρ της εκτέλεσης του οποίου αποφάνθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την 335/2007 απόφαση του, κατά της οποίας αυτή άσκησε την 18/23-11-2007 έφεση, που συζητήθηκε ενώπιον αυτού του Συμβουλίου κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, ζητεί την άρση της προσωρινής κράτησής της, υπό την οποία τελεί μετά τη σύλληψη της. Η σύλληψη και η κράτηση της αιτούσας, σύμφωνα με το άρθρο 445 ΚΠΔ έχει το χαρακτήρα του μέσου εξασφάλισης της παρουσίας της εκζητουμένης στο έδαφος του κράτους από το οποίο ζητείται να γίνει η έκδοση και στη συνέχεια η εκζητούμενη μπορεί να ζητήσει την άρση της προσωρινής της κράτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 16 παρ. 3 του Ν. 3251 /2004 και του άρθρου 449 ΚΠΔ . Το Συμβούλιο, κρίνει ότι η αίτηση είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν, διότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι αιτούσα έχει γνωστή διαμονή στη χώρα (διαμένει στην πατρική της κατοικία στον ....... ), δεν υπήρξε φυγόδικος ή φυγόποινος και γενικά δεν κρίνεται ότι είναι ύποπτη φυγής, ούτε πιθανολογείται ότι, αν αφεθεί ελεύθερη, θα διαπράξει άλλα εγκλήματα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να διαταχθεί η αντικατάσταση της προσωρινής της κράτησης με τους αναφερόμενους στο διατακτικό περιοριστικούς όρους, κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτού του Συμβουλίου επί της εφέσεως της, δηλαδή μέχρι στις 5-2-2007. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 15-1-2008 προφορική αίτηση της ...... Αντικαθιστά την προσωρινή της κράτηση που επιβλήθηκε με την 335/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με τους παρακάτω όρους: 1. Απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα και 2. Εμφάνιση στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας της μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Αναβάλλει την έκδοση απόφασης για την έφεση, για την 5 Φεβρουαρίου 2008, ημέρα Τρίτη και ώρα 12.00. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 22 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει την έκδοση απόφασης και δέχεται αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κράτησης με τους όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης στο Α/Τ του τόπου κατοικίας της.
Κράτηση προσωρινή
Αναβολή συζήτησης, Κράτηση προσωρινή.
0
Αριθμός 140/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 21 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σπουρλή, για αναίρεση της 2865/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών, με συγκατηγορούμενους τους 1........, 2. ......... και 3. ........ .Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θήβας με την ως άνω απόφαση του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2005 αίτηση του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2126/2005. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 17 παρ.8 του ν.1337/1983, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ.13 του ν.2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν τη μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου έργου και το βαθμό υποβαθμίσεως του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα (1) χρόνο ή με χρηματική ποινή από διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τους τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2865/2005 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θηβών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατόπιν διενεργηθείσης αυτοψίας από υπάλληλο της Δ/νσης Πολεοδομίας Θηβών επί οικοδομής που κείται στην πόλη της ..... και επί της οδού .... αρ. ......, η οποία πραγματοποιήθηκε την ........, διαπιστώθηκαν οι κατωτέρω περιγραφόμενες πολεοδομικές παραβάσεις. Ειδικότερα, όταν αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, αποδείχθηκε ότι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΣΠΟΥΡΛΗΣ-ΜΠΕΤΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", η οποία εκπροσωπείται από τον ανωτέρω κατηγορούμενο υπό την ιδιότητα του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, η οποία (ΑΕ) αποτελεί μέλος της κοινοπραξίας με την επωνυμία "Οικοδομική Κοινοπραξία ........ και Σία", η οποία αποτελείται από το ανωτέρω νομικό πρόσωπο και το φυσικό πρόσωπο ..........., τυγχάνει συνιδιοκτήτρια κατά ποσοστό 50% επί οριζοντίων ιδιοκτησιών που ευρίσκονται στον ισόγειο όροφο της ανωτέρω οικοδομής, στον οποίο διαπιστώθηκαν πολεοδομικές παραβάσεις, όπως κατασκευή γραφείων και επέκταση καταστήματος. Οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές κατασκευάστηκαν εν γνώσει του παρανόμου της πράξεως αυτής από τον πρώτο των κατηγορουμένων υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, αφού ο ίδιος, εκπροσωπών την ανωτέρω εταιρία στο πλαίσιο της προρρηθείσας κατασκευάστριας κοινοπραξίας, ως (εκ) της επαγγελματικής του ενασχόλησης γνώριζε το παράνομο της πράξεως που του αποδίδεται. Πρέπει, επομένως να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη αυτή". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον πιο πάνω κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ.β' ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 15 ημερών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσία διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α', 27 παρ.1 ΠΚ και 17 παρ.8 εδ.α' του ν.1337/1983, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ 13 του 2242/1994, σε συνδυασμό προς το άρθρο 22 ν.1577/1985, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και αιτιολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Η ειδικότερη δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι καταδικάσθηκε ως ιδιοκτήτης των άνω κτισμάτων, ενώ δεν είναι ιδιοκτήτης αυτών, είναι απορριπτέα ως επί αναληθούς προϋποθέσεως ερειδομένη, δεδομένου ότι αυτός καταδικάσθηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος (πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλός) της πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΣΠΟΥΡΛΗΣ-ΜΠΕΤΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" στο πλαίσιο της ειρημένης κατασκευάστριας κοινοπραξίας με την επωνυμία "Οικοδομική Κοινοπραξία ........ και Σία", της οποίας η εν λόγω Α.Ε. ήταν μέλος. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση των ίδιων περιστατικών και για τους δύο λόγους, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ, για απόλυτη ακυρότητα με τη μορφή της ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, για την οποία ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θηβών άσκησε εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη, και ειδικότερα, ενώ με το κατηγορητήριο παραπέμφθηκε αυτός ως ιδιοκτήτης αυθαιρέτου κτίσματος, με την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση κηρύχθηκε ένοχος ως κατασκευάσας αυθαίρετο κτίσμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη του αναιρεσείοντος παρέμεινε η ίδια με εκείνη, για την οποία είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις και προσδιορίσθηκε απλώς ακριβέστερα η ιδιότητα, με βάση την οποία ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, όπως αυτή προέκυψε από τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 5 Δεκεμβρίου 2005 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2865/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 21 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος. Δράστης ο νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρίας, στο πλαίσιο κατασκευαστικής κοινοπραξίας. Απορρίπτονται λόγοι Δ΄ και Ε΄. Απορρίπτεται τρίτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα λόγω αυτεπάγγελτης μεταβολής κατηγορίας.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος.
0
Αριθμός 139/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Γεώργιο Γιαννούλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της 552/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνο Κατσούλη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 794/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 §§ 1 και 4 του ν. 2.523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 § 1 του ν. 3.220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά ή φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών (§ 1). Εικονικό είναι το στοιχείο, που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι, επίσης, το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται .... (§ 4)". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 § 10 του ίδιου νόμου, "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 § 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκούταν άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 § 2 εδαφ. γ του ν. 2.523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 § 3 του ν. 2.753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής, και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 § 2 εδαφ. 1 ν. 2.523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 § 1 του ν. 3.220/2004 "για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού έλέγχου κ.λ.π.", μετά το εδαφ. α της § 1 του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, "ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται : α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση, όμως, αυτή είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο της προηγούμενης και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ. Και με τη διάταξη του άρθρου 2 § 8 του ν. 2.954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", στην § 10 του άρθρου 21 του ν. 2.523/1997, προστέθηκε διάταξη (εδαφ. β) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία, όμως, αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της στις 2 Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής (όχι πότε και πως λαμβάνεται αυτή υπόψη από το Δικαστήριο), είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 § 9 του ίδιου ν. 2.954/2001, κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη, ισχύει ανάλογα "και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της § 1 του άρθρου 31 του ν. 1.591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα", δεν έχει (ανάλογη) εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, προ της ισχύος του νόμου. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία, όπως ειπώθηκε, είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2.523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και πολύ περισσότερο όταν προβάλλεται με αυτοτελή ισχυρισμό, η αιτιολογία δε της καταδικαστικής απόφασης, όταν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως, πρέπει να εκτείνεται και στα περιστατικά, που αφορούν την έναρξη και τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, διαφορετικά ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 552/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση (αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση), που φέρεται πως τελέστηκε από αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από 30.8.1998 μέχρι 31.12.1998, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο συνήγορος του κατηγορούμενου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό για παραγραφή των επί μέρους πράξεων από 30.8.1998 έως 31.12.1998, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 § 10 εδαφ. β του ν. 2523/1997 (που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 8 του ν. 2.954/2001), διότι από το χρόνο τελέσεώς τους μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις 23.2.2007 παρήλθε χρονικό διάστημα οκτώ (8) και πλέον ετών. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την αιτιολογία ότι "από τη θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου (ΥΣΕ) από τον Προϊστάμενο ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης την 17.7.2002, που αποτελεί κατά τα ανωτέρω το χρόνο έναρξης της παραγραφής για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών (άρθρα 111 και 112 ΠΚ) και επομένως η σχετική ένσταση παραγραφής που πρότεινε ο ίδιος όσον αφορά την κατ' εξακολούθηση αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων, που φέρεται να έχουν τελεστεί μέσα στο 1998 πρέπει να απορριφθεί. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις παρατεθείσες, σχετικές με την παραγραφή του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων διατάξεις των άρθρων 19 και 21 §§ 10 και 12 του ν. 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 § 1 του ν. 3.220/2004, 2 § 8 του ν. 2.954/2001 και 111 § 3, 112 και 113 του ΠΚ, και διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του την απαιτούμενη για την προβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση συμπληρώσεως της οκταετούς παραγραφής ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με δεδομένο περαιτέρω, ότι το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικώς και τη μη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 111 § 3 του ΠΚ πριν την έναρξη της κύριας διαδικασίας με την επίδοση του κλητηρίου στον κατηγορούμενο, αφού η προβληθείσα από αυτόν ανωτέρω ένσταση παραγραφής περιοριζόταν μόνο στη συμπλήρωση της οκταετούς και όχι της πενταετούς παραγραφής. Αυτά δε παρεκτός του ότι από την όλη αιτιολογία της αποφάσεως που απέρριψε την ένσταση παραγραφής, με γενόμενο δεκτό χρόνο ενάρξεώς της στις 17.7.2002 και με δεδομένη την εκδίκασή της σε δεύτερο βαθμό στις 23.2.2007, καθίστατο κατάδηλο, από το σε χρήση ημερολόγιο, ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος για την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, που έλαβε μάλιστα χώρα στις 8.11.2006, δεν είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' και Δ' του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, εξαιτίας της οποίας απέρριψε την ένσταση της οκταετούς παραγραφής για τις μερικότερες πράξεις αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τελέστηκαν μέσα στο 1998 και τον κήρυξε ένοχο και των πράξεων τούτων, και για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης ως προς την απόρριψη της ενστάσεως αυτής είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 2. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 552/2007 αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα : Στη ......... Καβάλας ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τυγχάνοντας πολιτικός μηχανικός και εκμεταλλευόμενος τεχνικό γραφείο αποδέχθηκε τα εξής τιμολόγια - δελτία αποστολής : Α) με αριθ. ......, ........, ......., ........, ........, .........., ........., ........., ........, ......., ........, ........, ποσού 295.000, 1.315.346, 439.550, 188.015, 923.586, 789.797, 295.000, 615.796, 1.608.021, 684.506, 710.843 και 557.261 δραχμών, αντιστοίχως, Β) τα εξής τιμολόγια : ..........., .........., ......... ποσού 145.140, 1.406.064 και 798.058 δραχμών αντιστοίχως, Γ) τα εξής δελτία αποστολής ......., ......... και ............, το περιεχόμενο των οποίων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον ουδέποτε ανεπτύχθη επαγγελματική συνεργασία μεταξύ του κατηγορούμενου και του εκδότη των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων Γ1, ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση παντοπωλείου - υλικών οικοδομής στο ..... του ......... Καβάλας. Εξαιτίας της ανωτέρω πράξης του κατηγορουμένου το Δημόσιο ζημιώθηκε κατά το ποσό των 3.484.528 δραχμών ή 10.226, 05 ευρώ. Το γεγονός της ανυπαρξίας συναλλαγών μεταξύ του Γ1 και του κατηγορουμένου αποδεικνύεται ιδίως από την έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, όπου περιέχεται ολόκληρο το κείμενο υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορούμενο, στην οποία επί λέξει αναφέρει ότι δεν είχε ποτέ επαγγελματικές συναλλαγές με τον Γ1 (σελίδα 18 της έκθεσης ελέγχου). Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σε αυτό ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία και ανέστειλε επί τριετία. 3. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 19 §§ 1 και 4, 20 και 21 του ν. 2.523/1997 και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και ναι μεν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος επικαλείται ότι κακώς γίνεται δεκτό με την πληττόμενη, ότι τα υπ' αριθ. ......, ........, ........ και ......... τιμολόγια ήταν εκδόσεως του Γ1, αφού αυτά τα είχε εκδώσει άλλο πρόσωπο, και συγκεκριμένα η ........, πλην η υπάρχουσα στο αιτιολογικό της απόφασης παραδρομή αυτή δεν την στερεί της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ενόψει του ότι, στο διατακτικό της αποφάσεως ρητώς αναφέρεται, ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, που εκδόθηκαν από περισσότερα πρόσωπα, με τα οποία δεν είχε ποτέ επαγγελματική συνεργασία. Περαιτέρω, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του διαληφθέντος εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε στην κύρια αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ενοχή αιτιολογία περί του δόλου του κατηγορούμενου, για την πληρότητα της οποίας δεν απαιτούταν να εξειδικεύεται ο δόλος, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο κατηγορούμενος κατά τη διάπραξη του εγκλήματος ενήργησαν ως πολιτικός μηχανικός εκμεταλλευόμενος τεχνικό γραφείο, δηλαδή με ιδιότητα, λόγω της οποίας θεωρείται από το νόμο ως αυτουργός του παραπάνω εγκλήματος για τη διαφυγή της πληρωμής φόρου. Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, περί ελλείψεως στην πληττόμενη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα ως προς την αιτιολογία του δόλου του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 4. Επειδή, κατά το άρθρο 364 § 1 του ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση δε στο ακροατήριο, χωρίς εναντίωση, οποιουδήποτε εγγράφου, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα κατά την αποδεικτική διαδικασία, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, διότι δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στο άρθρο 510 ΚΠΔ περιπτώσεις λόγων αναίρεσης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 218 § 1, 219 § 1, 364 § 1, 365, 170 § 1, 173 § 1 και 174 § 1 του ΚΠΔ συνάγεται, ότι δεν αναγιγνώσκονται στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση ποινικής υποθέσεως οι ανώμοτες καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν κατά την προδικασία. Η ακυρότητα όμως της διαδικασίας, που επέρχεται σε περίπτωση αναγνώσεως τέτοιας κατάθεσης, είναι σχετική και μπορεί να προταθεί, εκτός από τον εισαγγελέα, από το διάδικο που έχει έννομο συμφέρον μέχρι της οριστικής επί της κατηγορίας σε τελευταίο βαθμό απόφασης. Εάν η ακυρότητα αυτή δεν προταθεί μέχρι την έκδοση τέτοιας απόφασης καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για το λόγο, ότι κατά την αποδεικτική διαδικασία σε αυτό αναγνώστηκε, εκτός άλλων, και η κατά τον τύπο του άρθρου 8 του ν. 1599/1988 γενόμενη, ληφθείσα δε κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης από το ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, πριν του αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορούμενου, από 4.12.2001 υπεύθυνη δήλωση του αναιρεσείοντος. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του και δεν εξομοιώνεται με μαρτυρική εξέταση γενόμενη κατά παράβαση όσων ορίζονται στο άρθρο 105 του ΚΠΔ, έγινε χωρίς την εναντίωση του αναιρεσείοντος. Άλλως και σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη η επίμαχη υπεύθυνη δήλωση ήθελε εκτιμηθεί ως ανώμοτη κατάθεση του αναιρεσείοντος δοθείσα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης και πριν του αποδοθεί η ιδιότητα του κατηγορούμενου, από την ανάγνωση αυτής στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού, όπως ειπώθηκε, από τα πρακτικά συνεδρίασης προκύπτει, ότι δεν προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα αντίρρηση για την ανάγνωση της υπεύθυνης δηλώσεως αυτής. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, τον οποίο πειράται ο αναιρεσείων να θεμελιώσει στο άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, άλλως και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. 5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 174 του ν. 2.960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 30 § 23 του ν. 3.296/14.12.2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις" ορίστηκε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2.960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας εξετάσθηκαν ως μάρτυρες οι ......., ......., ......... και ........., υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, οι οποίοι άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, επικαλούμενος το άρθρο 211 ΚΠΔ, η οποία και από ρρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2.960/2001. Ωστόσο, κατά το χρόνο εξετάσεως των μαρτύρων αυτών ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου (23.2.2007) η διάταξη αυτή ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη φορολογικής φύσεως υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 § 23 του ν. 3.296/14.12.2004. Επομένως, ο έκτος λόγος της αναιρέσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 170 § 2 του ΚΠΔ, κατά τον οποίο έλαβε χώρα ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. 6. Επειδή, κατά το άρθρο 510 § 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην § 1 του ίδιου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό, τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην παρούσα περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε, εκτός από τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 1.000 ευρώ, επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο και τόκους επί του ποσού αυτού από 23.2.2007 μέχρι την εξόφληση, χωρίς να έχει υποβληθεί από το πολιτικώς ενάγον αντίστοιχο αίτημα για την επιδίκασή τους. Επομένως, ο έβδομος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, από τα άρθρα 510 § 2 του ΚΠΔ και 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ, είναι ουσιαστικά βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός. 7. Επειδή, μετά ταύτα, και εφόσον απορρίπτονται όλοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η διάταξή της για την καταβολή τόκων επί του επιδικασθέντος στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 552/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Διατάσσει την απάλειψη της διατάξεως της αποφάσεως αυτής, με την οποία υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος Χ1, να καταβάλει στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο τόκους επί του επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί εν μέρει. Διατάσσει την απάλειψη της διατάξεως της αποφάσεως αυτής με την οποία υποχρεώνεται ο κατηγορούμενος να καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τόκους επί του επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού για χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης.
Χρηματική ικανοποίηση
Αναίρεση μερική, Χρηματική ικανοποίηση, Τόκοι.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 141/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ψυχογιό, 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημήτραινα και 3. Χ3, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 13-14/2006 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Μαρτίου 2006, 13 Μαρτίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και στους από 21 Νοεμβρίου 2006 προσθέτους λόγους, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 581/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των δυο πρώτων αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τους δυο πρώτους αναιρεσείοντες και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση αναίρεσης του τρίτου αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου τρεις αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 22 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ1, β) η δεύτερη με χρονολογία 13 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 13 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου Χ3, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθμό 13-14/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Α)Ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα Χ3: Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως της .........., Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών, ο άνω αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Β) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1: Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Άρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον κατηγορούμενο από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του ΚΠοινΔ, αφού τελειώσει η αιτιολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους Δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Όπως συνάγεται από αυτές τις διατάξεις οι συνήγοροι του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν, μετά το πέρας της απολογίας του, είτε απ' ευθείας, είτε δια του διευθύνοντος τη συζήτηση. Ο δε κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση και εφόσον το ζητήσουν απ' αυτόν. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί μετά το τέλος της απολογίας του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του δεν δόθηκε ο λόγος σ' αυτόν (που δεν είχε διορίσει συνήγορο υπερασπίσεως) προς υποβολή ερωτήσεων στους συγκατηγορουμένους του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αίτημα προς το διευθύνοντα τη συζήτηση για να υποβάλλει ερωτήσεις προς τους συγκατηγορουμένους του. Περαιτέρω, η παραδοχή ή μη του αιτήματος του κατηγορουμένου για συνεκδίκαση της υποθέσεως μετά άλλης συναφούς υπόκειται μεν στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, οφείλει, όμως, τούτο να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα, εάν είναι ορισμένο και σαφές, και σε περίπτωση απορρίψέως του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, μόνο ο συνήγορος του κατηγορουμένου Χ2 υπέβαλε αίτημα συνεκδικάσεως της υποθέσεώς του με άλλη συναφή υπόθεση, και όχι ο πιο πάνω αναιρεσείων (Χ1). Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση αυτή, απέρριψε, χωρίς καμιά απολύτως αιτιολογία, το αίτημα συνεκδικάσεως της υποθέσεως με άλλη συναφή, το οποίο υπέβαλε κατά την έναρξη της διαδικασίας ο άνω κατηγορούμενος, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, αφού το εν λόγω αίτημα δεν υποβλήθηκε, κατά τα ανωτέρω, από τον ίδιο. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό ης και να καταδικασθεί ο άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Γ) Ως προς το δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2: Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς αναληθή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτά είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε ως αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται, όχι μόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ' αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 13-14/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μάρτυρας Ζ1 επισκέφθηκε στη Θεσσαλονίκη το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ζέρβα και Ευθυμίου Αναγνώστου. Οι τελευταίοι συνέταξαν κατ' απαίτησή του την από 13-2-1995 εξώδικη δήλωσή του προς το δεύτερο κατηγορούμενο Χ2, δικηγόρο Σερρών, με την οποία ζητούσε να του επιστρέψει το ποσό των 6.000.000 δρχ., διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, αποτελούσε αχρεωστήτως καταβληθέντες τοκογλυφικούς τόκους. Το εξώδικο αυτό έγγραφο, ο Ζ1 εγχείρισε στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, στον οποίο έδωσε εντολή να το επιδώσει στο δεύτερο των κατηγορουμένων, Χ2. Εκείνος το επέδωσε στον τελευταίο στις 14-2-1995, αντιγράφοντας όλο το περιεχόμενό του στην υπ' αριθ. ......... έκθεση επιδόσεώς του. Όταν λίγες ημέρες μετά συναντήθηκε με τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, ο τελευταίος τον έφερε σε επαφή με το δεύτερο των κατηγορουμένων, υπό το κράτος της απειλής "τόλμησες να τα βάλεις με τον Χ2" και έτσι συναντήθηκαν στο γραφείο του τρίτου κατηγορουμένου. Εκεί, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, ο Χ2ενέδωσε στην απαίτησή τους, να αντικαταστήσει την πιο πάνω κοινοποιηθείσα εξώδικη δήλωση με άλλη. Δια χειρός δε της μάρτυρος και γραμματέως του Ζ1, Ζ2, συνετάγη καθ' υπαγόρευση του δευτέρου κατηγορουμένου και υπογράφηκε από τον Ζ1 νέο, ανώδυνης και ήπιας μορφής, εξώδικο έγγραφο, στο οποίο φερόταν ότι ο Ζ1 ζητούσε να του επιστραφεί το υπόλοιπο δήθεν οφειλόμενης αμοιβής του, εκ δρχ. 70.000, για την τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα, σε οικοδομή του δευτέρου κατηγορουμένου. Τα προηγούμενα πραγματικά γεγονότα, ύστερα από μήνυση του Ζ1, κλήθηκε να τα επιβεβαιώσει και τα επιβεβαίωσε η Ζ2, με την από 30.8.1996 κατάθεσή της, ενώπιον της Πταισματοδίκου Σερρών, η οποία είχε λειτουργική αρμοδιότητα να ενεργεί προανάκριση. Ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1, υπέβαλε εναντίον της μάρτυρος αυτής την από 9.3.1999 μήνυσή του, το περιεχόμενο της οποίας επαναβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σερρών στις 11.3.1999, αν και γνώριζε ότι το περιεχόμενό της ήταν ψευδές. Για την υποστήριξη της μηνύσεώς του, πρότεινε ως μάρτυρες τους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, οι οποίοι καταθέτοντας ενώπιον της αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση μάρτυρα, Πταισματοδίκου Σερρών, διέψευσαν τους ισχυρισμούς του Ζ1 και της Ζ2, που αναφέρονταν τόσο στην ιδιαίτερη συνάντησή τους, όσο και στη σύνταξη νέου εξωδίκου εγγράφου, το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο και ενσωματώθηκε στην ίδια έκθεση επιδόσεως, αν και γνώριζαν ότι όσα κατέθεσαν για τη συγκάλυψη του πρώτου κατηγορουμένου ήσαν ψευδή. Τα προηγούμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν, τόσο από την σαφή, κατηγορηματική και χωρίς αντιφάσεις κατάθεση του μάρτυρα Ζ1, όσο και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το από 12.9.1996 εξώδικο έγγραφο των δικηγόρων Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ζέρβα και Ευθυμίου Αναγνώστου, προς τον Ζ1, με το οποίο βεβαιώνεται ότι αυτός τους ζήτησε και εκείνοι συνέταξαν την πρώτη εξώδικη δήλωση, με την οποία ζητούσε από τον Χ2, να του επιστρέψει τους, κατά τους ισχυρισμούς του, τοκογλυφικούς τόκους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προηγούμενη γνωριμία και η όλη σχέση μεταξύ του Ζ1, γνωστού επιχειρηματία στην πόλη των ......., και Χ2, γνωστού δικηγόρου της ίδιας πόλεως, δεν δικαιολογεί την αποστολή εξωδίκου εγγράφου του πρώτου προς τον δεύτερο, με περιεχόμενο να του καταβληθεί το όχι σημαντικό ποσό των 70.000 δρχ., ως υπόλοιπο αμοιβής ηλιακού θερμοσίφωνα, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι ο πρώτος είχε οικονομικές συναλλαγές με το δεύτερο, στον οποίο μάλιστα όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, και το ποσό των 840.000 δρχ. ως υπόλοιπο αμοιβών για τις δικηγορικές του υπηρεσίες. Σύμφωνα με όσα γίνονται πιο πάνω δεκτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα, η υπόσταση της οποίας στοιχειοθετείται τόσο υποκειμενικά, αφού εν γνώσει της αναληθείας κατέθεσαν ψευδή γεγονότα, ενώπιον αρμοδίας προς ένορκη εξέταση αρχής, αλλά και αντικειμενικά, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, με το οποίο επιτρεπτά συμπληρώνεται το σκεπτικό της παρούσας". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ2 (καθώς και τους άνω συγκατηγορουμένους του) για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία,αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α,27 και 224 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δε παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, και συγκεκριμένα στις σελίδες 17 και 18 αυτής, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων),από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Η αιτίαση δε του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη αιτιολογία σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της και συγκεκριμένα ότι, αν και κατέθεσε ως μάρτυρας υπερασπίσεως η Γ1, δεν προκύπτει ότι την κατάθεση αυτή την έλαβε υπόψη της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον γίνεται μνεία της καταθέσεως αυτής στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και δη στη σελίδα 17 συνέχεια δε αυτής της προεισαγωγικής αναφοράς αποτελεί η παράθεση στη σελίδα 18 της ίδιας απόφασης των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα όπως ο άνω αναιρεσείων τα κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας. Αναφέρεται, επίσης η αρμόδια για την εξέταση αρχή και η γνώση του ως προς το ψευδές αυτών, καθώς και τα αληθή πραγματικά περιστατικά, τα οποία αυτός γνώριζε. Η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ακυρότητα της επίμαχης ένορκης καταθέσεώς του, ενόψει της μη συμπράξεως για τη σύνταξή της δικαστικού γραμματέα, δεν συνεπάγεται το ανύπαρκτο της μαρτυρικής κατάθεσης ως αποδεικτικού μέσου που θεμελιώνει έννομα αποτελέσματα και κατά συνέπεια στοιχειοθετείται εν προκειμένω πλήρως το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του. Τέλος, δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις αιτιολογίες της αποφάσεως και ειδικότερα στην παραδοχή αυτής "....εκεί, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, ο Χ2 ενέδωσε στην απαίτησή τους να αντικαταστήσει την πιο πάνω κοινοποιηθείσα εξώδικη δήλωση με άλλη...." (βλ. 19η σελίδα, στοιχ. 3 επ.), αφού είναι πρόδηλο ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ειρημένος Ζ1, ύστερα από απειλές των δυο τελευταίων κατηγορουμένων, δηλαδή, των Χ2 και Χ3, ενέδωσε στην άνω απαίτησή τους και από παραδρομή και μόνο μνημονεύεται εν προκειμένω αντ' αυτού ο αναιρεσείων Χ2. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του για να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, γιατί, έτσι, ο κατηγορούμενος στερείται του δικαιώματος να ασκήσει το από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαίωμά του να προβεί σε εξηγήσεις και δηλώσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, και παραβιάζονται οι αμέσως προς το υπερασπιστικό δικαίωμα αυτού συναπτόμενες αρχές της προφορικότητας της διαδικασίας και της κατ' αντιδικία διεξαγωγής της δίκης. Δεν επέρχεται, όμως, τέτοια ακυρότητα, όταν τα από το μη αναγνωσθέν έγγραφο προκύπτοντα περιστατικά, προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ2 προβάλλει την αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο για να καταλήξει στην περί ενοχής αυτού κρίση του έλαβε υπόψη του την υπ' αριθμ. ..... έκθεση επιδόσεως του πρώτου κατηγορουμένου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει μεν ότι η ανωτέρω υπ' αριθμ. ....... έκθεση επιδόσεως του πρώτου κατηγορουμένου δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου, πλην όμως αναγνώσθηκε η από 13-2-1995 εξώδικη δήλωση του Ζ1 προς τον άνω αναιρεσείοντα και από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου αυτής προκύπτει και το περιεχόμενο της πιο πάνω εκθέσεως επιδόσεως. Επομένως, εφόσον το περιεχόμενο της ειρημένης εκθέσεως προκύπτει από την αναγνωσθείσα ανωτέρω εξώδικη δήλωση, την οποία και έλαβε υπόψη του το Πενταμελές Εφετείο, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του άνω αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση απέρριψε τους λόγους για σχετική ακυρότητα της κλήσεως για την εμφάνιση στο ακροατήριο με το σκεπτικό ότι απαραδέκτως αυτοί προτάθηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου είναι απορριπτέες ως στηριζόμενες σε αναληθή προϋπόθεση, αφού κατά το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν, καθόσον δεν προσδιορίζονταν με ακρίβεια τα σφάλματα της εκκαλούμενης αποφάσεως ως προς αυτούς στη σχετική έκθεση της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, επί πλέον δε απορρίφθηκαν οι άνω λόγοι και ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, είναι απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' , Δ' και Η' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Κατά το άρθρο 128 παρ. 1 του ΚΠοινΔ τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο Δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το Δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μια μόνο απόφαση, δηλαδή, η συνεκδίκαση των συναφών εγκλημάτων μπορεί να γίνει στην κατ' έφεση δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι και σ' αυτήν την περίπτωση δεν προκαλείται βλάβη. Το ενδεχόμενο της προκλήσεως βλάβης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η άρνηση του οποίου να συνεκδικάσει συναφή εγκλήματα, είτε στον πρώτο, είτε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Αν όμως υποβληθεί από τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα σαφές και συγκεκριμένο αίτημα συνεκδικάσεως συναφών εγκλημάτων, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί σχετικώς με αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απόφασή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου (ήδη αναιρεσείοντος) Χ2 ζήτησε "τη συνεκδίκαση της παρούσας υπόθεσης με την υπ' αριθμ. πινακίου 6, διότι ο κατηγορούμενος έδωσε ενώπιον του πταισματοδίκη μία μόνο κατάθεση και από την ίδια κατάθεση προέκυψαν δυο δικογραφίες". Έτσι, όμως, το αίτημα δεν υποβλήθηκε σαφώς και ορισμένως, γιατί δεν προσδιορίζει ο αιτών ποία αξιόποινη πράξη αφεώρα η υπ' αριθμ. 6 πινακίου υπόθεση και ποία η σχέση αυτής με την εκδικαζομένη, ώστε να κριθεί από το Δικαστήριο εάν επρόκειτο περί συναφών εγκλημάτων. Επομένως, η απόρριψη από το Πενταμελές Εφετείο του πιο πάνω αιτήματος δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας, η οποία προϋποθέτει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, την υποβολή σαφούς και ορισμένου αιτήματος, και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Από την διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Άρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον άνω κατηγορούμενο ή το συνήγορό του από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά τους και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του ΚΠοινΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους Δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Όπως συνάγεται από αυτές τις διατάξεις οι συνήγοροι του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν, μετά το πέρας της απολογίας του, είτε απ' ευθείας, είτε δια του διευθύνοντος τη συζήτηση. Ο δε κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στο συγκατηγορούμενό του μόνο με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση και εφόσον το ζητήσουν απ' αυτόν. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί μετά το τέλος της απολογίας του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και των συγκατηγορουμένων του δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο υπερασπίσεως αυτού (αναιρεσείοντος κατηγορουμένου) προς υποβολή ερωτήσεων σ' αυτόν και τους συγκατηγορουμένους του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ο συνήγορός του δεν είναι μεταξύ των δικαιουμένων να απευθύνουν ερωτήσεις προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ενώ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν υποβλήθηκε από τον τελευταίο ή το συνήγορό του αίτημα προς το διευθύνοντα τη συζήτηση για να υποβάλλουν ερωτήσεις προς τους συγκατηγορουμένους του. Ύστερα απ' αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21-11-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει α) την από 22 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1, β) την από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21-11-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ2 και γ) την από 13 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ3 για αναίρεση της 13-14/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη αναιρεσιόντων για ψευδορκία μάρτυρα. Αναίρεση 3ου ανυποστήρικτη. Αναίρεση 1ου: α) έλλειψη αιτιολογίας για απόρριψη αιτήματος συνεκδικάσεως (έλλειψη έννομου συμφέροντος) και β) λόγος 510 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ για άρθρα 358 και 360 του Κ.Π.Δ. . Αναίρεση 2ου: Όπως αίτηση του 2ου. Πρόσθετος λόγος: α) Δ΄ και Ε΄, β) Β΄, Δ΄ και Η΄ για λόγους ακυρότητας κλήσης, γ) Α΄ για λήψη υπόψη για αναγνωσθέντα έγγραφα.
Ψευδορκία μάρτυρα
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 133/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πανάγο, περί αναιρέσεως της ΒΤ7534/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 787/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. α’ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατ’ άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ΒΤ 7534/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1549/2002 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών και χρηματική δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) Ευρώ για παράβαση του άρθρου 79 Ν.5960/1933. Με την έφεση της, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη επικαλέσθηκε και προέβαλε ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης που της επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής και ότι κακώς της κοινοποιήθηκε η απόφαση ως άγνωστης διαμονής, ενώ είχε γνωστή στις αρχές διαμονή στην οδό ..... Ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ακόλουθα: "...Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ήτοι ασκήθηκε στις 14-11-2003, ενώ η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην κατ/νη ως αγνώστου διαμονής στις 17-10-2002 (βλ. αποδεικτικό επίδοσης απόφασης σε κατ/νο με άγνωστη διαμονή του ....), η δε κατ/νη δεν επικαλέστηκε ούτε και απέδειξε ότι ένεκα λόγου ανωτέρας βίας δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη...". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι ήταν, κατά το χρόνο επίδοσης προς αυτήν της εκκαλούμενης απόφασης, γνωστής διαμονής, και για τη θεμελίωση της κρίσης του ότι καλώς έγινε η επίδοση αυτή ως άγνωστης διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα δεν αναφέρεται στο αιτιολογικό της απόφασης αν η αναιρεσείουσα ήταν ή όχι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, άγνωστης διαμονής για τη δικαστική αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της απόφασης. Προσέτι από το περιεχόμενο του σκεπτικού δεν προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην προαναφερόμενη απορριπτική κρίση του και ειδικότερα ότι η βεβαίωση σύμφωνα με την οποία η κατηγορούμενη ήταν άγνωστη στην διεύθυνση, όπου αναζητήθηκε, και ότι δεν είχε γνωστή διαμονή, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε την κατάθεση του εξετασθέντος ενόρκως μάρτυρα ..... που περιέχεται στα πρακτικά της δίκης, αφού η κατάθεση αυτή δεν μνημονεύεται ούτε στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε στο κύριο περιεχόμενο αυτού, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την ΒΤ 7534/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης). Αναίρεση αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν συνεκτίμησε μαρτυρική κατάθεση περί του ότι η αναιρεσείουσα είχε γνωστή διαμονή και κακώς κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 132/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ- ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 11 και 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου: Χ1 Γεωργιανού υπηκόου, κατοίκου ..... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, που παρέστη στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ’ αριθμ. 1426/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με την υπ’ αριθμ. 1426/2007 απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Γεωργίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 5/2007 και ημερομηνία 28/11/2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και να εκδοθεί αυτός στις αρχές του κράτους της Γεωργίας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., ‘‘κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών (με την οποία αυτό γνωμοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως), επιτρέπεται σ’ αυτόν για τον οποίο ζητείται η έκδοση και τον Εισαγγελέα, να ασκήσουν έφεση στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, μέσα σε είκοσι τέσσαρες ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα εφετών’’, στην οποία, όπως και στην έκθεση για κάθε ένδικο μέσο, πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος εκζητούμενου Χ1 γεωργιανού υπηκόου, κατά της υπ’ αριθμό 1426/2007 απόφασης (βουλεύματος) του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο αυτό γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του, στις Αρχές του κράτους της Δημοκρατίας της Γεωργίας, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως την 28η Νοεμβρίου 2007 (η προσβαλλόμενη απόφαση φέρεται δημοσιευθείσα, κατά το σχετικό πρακτικό, την 27η Νοεμβρίου 2007), ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία. Οι λόγοι της έφεσης, πλήττουν όλες τις διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης και επομένως η υπόθεση μεταβιβάζεται, εκ της εκτάσεως του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 502 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.) στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, στο σύνολό της. II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 436 του Κ.Π.Δ., οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται, αν υπάρχει διεθνής σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Πολιτείας και του εκζητούντος κράτους, από τις διατάξεις της σύμβασης αυτής και συμπληρωματικά από τις διατάξεις των άρθρων 437 επ. του ίδιου Κώδικα, εφόσον αυτές δεν αντιτίθενται σ’ εκείνες της σύμβασης ή για ζητήματα για τα οποία δεν προβλέπει η σύμβαση. Τα κράτη της Ελλάδας και της Δημοκρατίας της Γεωργίας έχουν υπογράψει και τα δύο και αποδεχθεί την ‘‘Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως’’, που υπογράφηκε στο Παρίσι την 13η Δεκεμβρίου 1957 και κυρώθηκε από την Ελλάδα (με επιφυλάξεις, για τις οποίες δεν πρόκειται), το έτος 1961 με το ν. 4165/1961, ισχύει δε και στη Δημοκρατία της Γεωργίας (επίσης με επιφύλαξη σε σχέση με το δεύτερο συμπληρωματικό πρωτόκολλο, για το οποίο δεν πρόκειται), από της 13ης Σεπτεμβρίου 2001 και οι διατάξεις της οποίας διέπουν κατά βάση το ‘‘δίκαιο της έκδοσης’’, μεταξύ του συνόλου σχεδόν των κρατών της Ευρώπης. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, η έκδοση ενεργείται για πράξεις κολάσιμες από τους νόμους του αιτούντος Μέρους, καθώς και του Μέρους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση, οι οποίες τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους, ενώ κατά το άρθρο 12, η αίτηση εκδόσεως διατυπώνεται εγγράφως και υποβάλλεται δια της διπλωματικής οδού, προς υποστήριξή της δε προσάγονται: α’) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως έχουσας την ίδια ισχύ, εκδιδόμενης κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος Μέρους, β’) έκθεση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου τελέσεώς τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή και οι οποίες πρέπει να εμφαίνονται, κατά το δυνατό ακριβέστερα και γ’) αντίγραφο των διατάξεων που προβλέπουν την πράξη και αν αυτό δεν είναι εφικτό δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου, ως και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος χαρακτηρισμός του καταζητούμενου ατόμου και πάσα ετέρα πληροφορία δυνάμενη να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητα αυτού. Τέλος κατά τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 6 και 10 της Σύμβασης, η έκδοση είναι ανεπίτρεπτη, αν πρόκειται για πολιτικές πράξεις και συναφείς με τέτοιες πράξεις παραβάσεις, αν η σχετική αίτηση για την έκδοση, αποβλέπει στη δίωξη του εκζητούμενου για τα πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά του φρονήματα, αν η θέση του ατόμου διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί, εξαιτίας κάποιου από τους παραπάνω λόγους, αν αφορά στρατιωτικές και φορολογικές παραβάσεις (με τη Διεθνή Σύμβαση Schengen, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2514/1997, η έκδοση είναι επιτρεπτή και για ορισμένες φορολογικές παραβάσεις), αν αναφέρεται σε υπηκόους του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση και αν κατά τη νομοθεσία της αιτούσης χώρας ή εκείνης προς την οποία υποβάλλεται η αίτηση, χώρησε παραγραφή της πράξεως. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες εν όψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης του ημεδαπού δικαίου, συνάγεται με σαφήνεια, ότι σε περίπτωση εκδόσεως αλλοδαπού, κατά τις διατάξεις της ‘‘Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως’’, ως κατηγορούμενου, πρέπει τα εγκλήματα για τα οποία αυτός διώκεται, να είναι αξιόποινα, τόσο κατά το νόμο του αιτούντος κράτους, όσο και κατά το νόμο του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση και να τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας, ανωτάτου ορίου τουλάχιστον ενός έτους. Αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του εκζητούμενου, δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται, αφού τα στοιχεία αυτά δεν διαλαμβάνονται στην αναφερόμενη διάταξη, ούτε το Συμβούλιο που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως, έχει την εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα της κατηγορίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 450 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης και αποφαίνεται, για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και δικάζεται, είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που εκζητείται (εκείνο δηλαδή του οποίου ζητείται η έκδοση), υπάρχουν τα απαιτούμενα για την έκδοση δικαιολογητικά έγγραφα, το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός έχει καταδικαστεί, είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και αν έχει προκύψει λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. III. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, γνωμοδότησε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 1426/2007 απόφασή του (βούλευμα) και κατά παραδοχή αιτήσεως εκδόσεως του κράτους της Δημοκρατίας της Γεωργίας που υποβλήθηκε στις Ελληνικές Αρχές, με την με αριθμό .... από .... ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας της Γεωργίας στην Αθήνα, η οποία διαβιβάσθηκε με την με αριθμό .... παραγγελία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπέρ της εκδόσεως στις Αρχές του κράτους της Δημοκρατίας της Γεωργίας του αναφερόμενου γεωργιανού υπηκόου Χ1 συλληφθέντος στην Ελλάδα (περιφέρεια Θεσσαλονίκης), προκειμένου να δικασθεί, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας ("φόνου") με πρόθεση χωρίς να υπάρχουν οι επιβαρυντικές συνθήκες ή περιστάσεις και συγχρόνως αποφάνθηκε ότι, α’) ο εκζητούμενος είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που είχε συλληφθεί και κρατείται, β’) υπάρχουν όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη έκδοσή του, γ’) το έγκλημα που του αποδίδεται, είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και δ’) δεν υπάρχει λόγος που να εμποδίζει τη δίωξη ή να αποκλείει ή να εξαλείφει το αξιόποινο της πράξεως . IV. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται από το κράτος που υποβάλλει την αίτηση έκδοσης και τον εκζητούμενο και υπάρχουν στη δικογραφία, συμπεριλαμβανόμενων των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και όσα εξέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ο εκκαλών-εκζητούμενος προκύπτει ότι, η έκδοση ζητείται όπως αναφέρθηκε, προκειμένου να δικασθεί, για την πράξη της ανθρωποκτονίας ("φόνου") με πρόθεση χωρίς να υπάρχουν οι επιβαρυντικές συνθήκες ή περιστάσεις . Σε σχέση με την πράξη αυτή έχουν εκδοθεί από τις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Γεωργίας και συνυποβλήθηκαν με την αίτηση εκδόσεως, σε επίσημο αντίγραφο και επικυρωμένη μετάφραση, α’) το από 21-6-2005 διάταγμα περί εφαρμογής περιοριστικών μέτρων σε βάρος του εκζητουμένου του περιφερειακού Δικαστηρίου MTSKHETA β) το από 20-6-2005 βούλευμα του Ανακριτή της Μονάδος Εσωτερικών υποθέσεων του MTSKHETA,με έκθεση της αξιόποινης πράξης για την οποία ζητείται η έκδοση ,του τόπου και του χρόνου τελέσεώς της και του κατά νόμο χαρακτηρισμού της , με παραπομπή στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή γ) το υπ’ αριθμό Φ.092.22/6303/22-10-2007 έγγραφο του Γενικού Εισαγγελέα της Γεωργίας , στο οποίο αναφέρεται όλη η πορεία της υπόθεσης, τα στοιχεία ταυτότητας του εκζητουμένου και υπάρχει α) λεπτομερής έκθεση των συνθηκών τελέσεως της πράξεως ,β) τα κείμενα των διατάξεων των άρθρων 105, 12 και 71 του Ποινικού Κώδικα της Γεωργίας που προβλέπουν το αξιόποινο και την παραγραφή αυτής (πράξεως). Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι ο εκζητούμενος, στις 30-3-1993 είχε παραχωρήσει τη χρήση του αυτοκινήτου του στον Ζ1, ο οποίος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα ,κατά το οποίο το αυτοκίνητο του εκζητουμένου υπέστη υλικές ζημίες. Μετά το ατύχημα, ο εκζητούμενος ζήτησε επανειλημμένως από τον ανωτέρω Ζ1, να επισκευάσει το αυτοκίνητο ή να του καταβάλει σχετική αποζημίωση, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ τους .Στις 28-11-1993 και περί ώρα 20.30’, ο εκζητούμενος, οπλισμένος με ένα αυτόματο πυροβόλο όπλο, μετέβη στο σπίτι του πατέρα του Ζ1, που βρίσκεται στο χωριό ....., Διοικητικό Διαμέρισμα ......Εκεί ο εκζητούμενος ζήτησε να του δοθεί αποζημίωση , για την αποκατάσταση των ζημιών του αυτοκινήτου του. Ακολούθησε διαμάχη μεταξύ του Ζ1 και του εκζητουμένου. Κατά την διάρκεια της φιλονικίας, ο τελευταίος φέρεται ότι πυροβόλησε τον Ζ1, με το αυτόματο πυροβόλο όπλο που έφερε και κατείχε και έπειτα εξαφανίσθηκε από τον τόπο του εγκλήματος. Ο παθών μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο , πλήν όμως, λόγω των σοβαρών τραυμάτων που φέρεται ότι του επέφερε ο εκζητούμενος , απεβίωσε στις 30-11-1993.Κατά του εκζητουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για την παραπάνω αναφερόμενη πράξη. Μετά από ενδελεχή έρευνα , οι αρμόδιες ανακριτικές αρχές της Δημοκρατίας της Γεωργίας ταυτοποίησαν τα πραγματικά στοιχεία του εκζητουμένου, ο οποίος από επιδειχθείσα φωτογραφία αναγνωρίσθηκε από το γυιό του θύματος, ως το άτομο που δολοφόνησε τον πατέρα του. Τον Απρίλιο του 2001 ο Ανακριτής εξέδωσε σχετικό βούλευμα περί των ορθών στοιχείων ταυτότητάς του και αφού αναζητήθηκε αυτός στο χωριό του , το τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων της Περιφέρειας ....,όπου υπαγόταν το χωριό του ,ενημέρωσε τις ανακριτικές αρχές , ότι αυτός είχε αναχωρήσει για την Ελλάδα ,μαζί με την οικογένειά του .Τελικά ,στις 21-6-2005,το Περιφερειακό Δικαστήριο της MTSKHETA εξέδωσε το από 21-6-2005 ένταλμα σύλληψης .Περαιτέρω, το έγκλημα για το οποίο διώκεται ο εκζητούμενος ,προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 105 του ισχύοντος ,κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως (Νοέμβριος 1993) Ποινικού Κώδικα της Γεωργίας με στερητική της ελευθερίας ποινή 5 έως 12 έτη, κατατάσσεται (το εν λόγω έγκλημα), σύμφωνα με το άρθρο 12 του ως άνω Ποινικού Κώδικα, στην κατηγορία των ‘‘πάρα πολύ βαρέων εγκλημάτων’’και ο χρόνος παραγραφής αυτού καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου ως άνω Κώδικα σε είκοσι πέντε χρόνια .Η αυτή πράξη είναι αξιόποινη κατά τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα , διωκομένη σε βαθμό κακουργήματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ και τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, για την οποία επιτρέπεται η έκδοση ,ο δε χρόνος παραγραφής κατά το άρθρο 111 παρ.2 α είναι είκοσι έτη από την τέλεση της πράξεως . Ο εκζητούμενος με την κρινόμενη έφεσή του, μαχόμενος για την παραδοχή της εφέσεώς του υποστηρίζει: Α) Ότι θα παραβιασθεί η αρχή της ειδικότητας και εσφαλμένως έχουν εκτιμηθεί, κατά τούτο, οι αποδείξεις από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο , Β) Τα συνοδευτικά της αίτησης έκδοσης ως άνω έγγραφα δεν είναι επικυρωμένα και ουδεμία ισχύ έχουν Γ) Δεν προκύπτει εάν το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα της Γεωργίας που προβλέπει το αξιόποινο της αποδιδομένης στον εκζητούμενο πράξεως είναι αυτό που ισχύει μετά την τροποποίησή του το έτος 1993 ή πριν από αυτή και ο νόμος που τροποποίησε τη διάταξη αυτή, Δ) Δεν προκύπτει εάν οι διατάξεις των άρθρων 12 και 71 του Ποινικού Κώδικα της Γεωργίας που αφορούν την παραγραφή της αποδιδομένης στον εκζητούμενο πράξεως έχουν τροποποιηθεί ή όχι πριν ή μετά το 1993 και Ε)Η εκδοσή του ζητείται για πολιτικούς λόγους και εσφαλμένως έχουν εκτιμηθεί, κατά τούτο, οι αποδείξεις από το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο . Όλοι οι παραπάνω λόγοι της εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ειδικότερα: Ο πρώτος, διότι από τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα δεν πιθανολογήθηκε ότι αυτός θα καταδιωχθεί από το κράτος της Γεωργίας για πράξεις διαφορετικές από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοσή του (άρθρ. 438 εδ. γ’ και ε’ ΚΠΔ) ήτοι και για τις πράξεις της οπλοφορίας και οπλοχρησίας, η δε εσφαλμένη αναφορά και των πράξεων αυτών στην υπ’ αριθμ. 564/2007 εντολή προσωρινής συλλήψεως του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης,στην από 10-10-2007 έκθεση προσαγωγής του εκζητουμένου ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης και στο υπ’ αριθμ. 4/2007 ένταλμα συλλήψεως του Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή και ούτε αποτελεί τεκμήριο ότι αυτός θα καταδιωχθεί και για τις δύο αυτές πράξεις .Άλλωστε στο έγγραφο της Γενικής Εισαγγελίας της Γεωργίας παρέχεται πλήν άλλων , και η εγγύηση ότι ο εκζητούμενος δεν πρόκειται να διωχθεί, καταδικασθεί ή φυλακισθεί για άλλο έγκλημα " πέραν αυτού για το οποίο ζητείται η έκδοση". Ο δεύτερος λόγος είναι ( απορριπτέος ) διότι τα έγγραφα, τα οποία παραπάνω έχουν μνημονευθεί και τα οποία διαβιβάστηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Γεωργίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδος, είναι εκείνα που προβλέπονται από το άρθρο 12 παρ. 1α της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως και είναι επικυρωμένα .Οι τρίτος και τέταρτος λόγοι είναι (απορριπτέοι) διότι α) η διάταξη του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα της Γεωργιας που προβλέπει το αξιόποινο της αποδιδομένης στον εκζητούμενο πράξεως και αναφέρεται το κείμενό της είναι όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της το έτος 1993 χωρίς να υπάρχει ανάγκη και μνείας του νόμου που τροποποίησε αυτή ,και β) οι διατάξεις των άρθρων 12 και 71 του ως άνω ποινικού Κώδικα της Γεωργίας που αφορούν στην παραγραφή της αποδιδομένης στον εκζητούμενο πράξης είναι όπως ισχύουν χωρίς αυτές να έχουν τροποποιηθεί . Ο πέμπτος λόγος (είναι απορριπτέος), διότι από τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα δεν πιθανολογήθηκε ότι η αίτηση εκδόσεως υποβλήθηκε με σκοπό τη δίωξη και τιμωρία του εκκαλούντος για πολιτικούς λόγους (τα πολιτικά του φρονήματα) . Ειδικότερα δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι αποτελούσε μεσαίο στέλεχος του κόματος " Σρογγυλή Τράπεζα-Ελεύθερη Γεωργία" της περιοχής όπου έμενε και ότι διετέλεσε οδηγός του πρώτου Νομάρχη της μετασοβιετικής εποχής ,της περιοχής .... με συνέπεια να διώκεται για τις πολιτικές του πεποιθήσεις .Άλλωστε μόνο το γεγονός ότι υπήρξε στο παρελθόν μεσαίο στέλεχος του ανωτέρω κόματος και οδηγός του πρώτου Νομάρχη της μετασοβιετικής εποχής δεν αρκούν για οποιαδήποτε ποινική καταδίωξη του εκκαλούντος, του οποίου η θέση εξασφαλίζεται από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως . Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον ο εκκαλών ταυτίζεται με τον συλληφθέντα, υπάρχουν όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα, ο εκκαλών είναι από τα πρόσωπα που μπορούν να εκδοθούν και το παραπάνω έγκλημα για το οποίο διώκεται ο ίδιος είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και δεν υπάρχουν, κατά τους νόμους τόσον του αιτούντος κράτους όσον και κατά τους ημεδαπούς λόγοι που να εμποδίζουν την δίωξη ή να αποκλείουν ή να εξαλείφουν το αξιόποινο, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκκαλούντος. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης που, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και εγνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος δεν υπέπεσε σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα και η έφεση αυτού, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται κατά τους τύπους και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 28 Νοεμβρίου 2007 έφεση του εκζητουμένου Χ1, υπηκόου Γεωργίας κατά της υπ’ αριθμ. 1426/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης . Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση Γεωργιανού υπηκόου στη Γεωργία βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης εκδόσεως.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
2
Αριθμός 130/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Χριστοφοράτο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ΒΤ1153/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σταθακόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1697/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά κα την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του ν. 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή που δεν πληρώθηκε. Επίσης με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5, κατά το οποίο για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του παρόντος νόμου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος, που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, σύμφωνα δε με την παρ. 2 εδ. α' του πιο πάνω άρθρου 22, αν η προαναφερόμενη δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 Φ.Ε.Κ. Α' 135/4-7-2006) δικαιούχος της έγκλησης δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιούμενου σε έγκληση προηγούμενου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 9560/1933" όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (Ολ. Α.Π. 23 και 24/2007). Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. β' του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός, δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά" επιβάλλει την αρχή της "προφορικότητας" της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται, από τη διάταξη του άρθρου141 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "ο εισαγγελέας και οι διάδικοι, έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχο9υν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά" αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει προφορική ανάπτυξή τους. Οι γραπτές δε αυτές δηλώσεις, έστω και αν έχουν ενσωματωθεί στα πρακτικά, δεν είναι βέβαια πρακτικά. Έτσι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι διαλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημά του, που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε (ενσωματώθηκε) στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί νομίμως, μόνον εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1153/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1993 (έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής) σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ. Από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά προκύπτει ότι πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο ο συνήγορος που εκπροσωπούσε την αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη προέβαλε με έγγραφο σημείωμα το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς α) ότι "ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων απαραδέκτως υπέβαλε την έγκληση διότι δεν είναι τελευταίος κομιστής αλλά εξ αναγωγής κομιστής. Τελευταία κομίστρια είναι η Εθνική Τράπεζα στην οποία κατατέθηκε η επιταγή προς πληρωμή. Λόγω του ότι δεν πληρώθηκε επεστράφη στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος είναι εξ αναγωγής κομιστής και θα πρέπει προς θεμελίωση της αξιώσεώς του για χρηματική ικανοποίηση κατά του εκδότου να εκθέτει εάν πέρα από την εξόφληση της επιταγής από αυτόν και την μεταβίβαση δι' εκχωρήσεως από την Εθνική Τράπεζα της αιώσεως για χρηματική ικανοποίηση και 2( "σε κάθε άλλη περίπτωση να γίνει δεκτό ότι ο πολιτικώς ενάγων υπογράφει ως νόμιμος εκπρόσωπος της ........... Ε.Π.Ε.". Δεν προκύπτει όμως από τα ίδια πρακτικά, ότι αναπτύχθηκαν προφορικά, οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο όμως αυτό που υποβλήθηκαν οι ως άνω αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί, δηλαδή, με έγγραφο σημείωμα, χωρίς την ανάπτυξή τους και προφορικά, προβλήθηκαν απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν είχε όπως αναφέρθηκε υποχρέωση να απαντήσει σε απαράδεκτους ισχυρισμούς. Παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας με ορθή και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς διαλαμβάνοντας στην απόφασή του τα εξής: "Η υπό του συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου υποβληθείσα ένσταση περί απαραδέκτου της εγκλήσεως τυγχάνει απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι, καθώς στηρίζεται επί εσφαλμένης (μη συντρεχούσης) προϋποθέσεως. Από το σώμα της επιδίκου τραπεζικής επιταγής εμφαίνεται ότι τελευταίος κομιστής του ως άνω αξιογράφου ήτο ο εγκαλών, του οποίου η υπογραφή επί της οπίσθιας όψεως της επιταγής έπεται της σφραγίδος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. και της υπογραφής του υπαλλήλου αυτής. Η δε ως άνω υπογραφή του εγκαλούντος, η οποία τυγχάνει και η τελευταία επί του αξιογράφου και κάτωθι της οποίας ακολουθεί η βεβαίωση της Εθνικής Τραπέζης περί της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων, δεν συνιστά οπισθογράφηση αλλά αποδεικνύει την παράδοση της επιταγής στους υπαλλήλους της Εθνικής Τραπέζης δια την πληρωμή της, ήτοι αποδεικνύει την εμφάνιση προς πληρωμή, αφού προηγουμένως η Εθνική Τράπεζα είχε παραδώσει την επιταγή προς αυτόν με την από ........ οπισθογράφηση. Η, κατά τα ως άνω σφραγίδα και υπογραφή της Εθνικής Τραπέζης έχει τεθεί ύπερθεν της υπογραφής του εγκαλούντος, εξ ού προκύπτει ότι τελευταίος κομιστής της επιταγής ετύγχανε ο εγκαλών, ο οποίος και την εμφάνισε προς πληρωμή. Εν σχέσει προς το δεύτερο σκέλος της ενστάσεως από την υπογραφή του εγκαλούντος προ της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή και από την προ της υπογραφής του εγκαλούντος οπισθογράφηση της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε., προκύπτει ότι η επιταγή παρεδόθη εξ οπισθογραφήσεως από την ΕΤΕ Α.Ε. προς τον εγκαλούντα (τελευταίο κομιστή) ατομικώς και όχι ως νόμιμος εκπρόσωπος της .......... ΕΠΕ, δεδομένου ότι και κατά την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή ο εγκαλών υπέγραψε ατομικώς και όχι υπό την επωνυμία της ως άνω εταιρείας. Επομένως ενεργητικώς νομιοποιούμενος προς υποβολή της εγκλήσεως ήτο ατομικώς ο εγκαλών και η ένσταση της κατηγορουμένης να απορριφθεί εν συνόλω". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την απόρριψη των αυτοτελών της κατηγορουμένης ισχυρισμών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος ψ1 (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Οκτωβρίου 2006 αίτηση της χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1153/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος ψ1 (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Οκτωβρίου 2006 αίτηση της χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1153/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος ψ1, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαιούχος της έγκλησης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής. Απορρίπτεται ως αβάσιμη η αιτίαση της αναιρεσείουσας κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι απέρριψε με ελλιπή αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της που κατατέθηκαν εγγράφως από τον συνήγορό της, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι ισχυρισμοί αυτοί περιελήφθησαν σε υπόμνημά της που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, πλην όμως δεν αναπτύχθηκαν και προφορικά και συνεπώς το δικάσαν δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα να διαλάβει ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψή τους.
Τραπεζική επιταγή
Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Προφορική ανάπτυξη.
0